Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, δεν ήρθε στον κόσμο για να ιδρύσει κάποια θρησκεία, έστω την καλλίτερη και τελειότερη, αλλά να ελευθερώσει τον πεσόντα άνθρωπο από τη δουλεία του διαβόλου. Όντας ο άνθρωπος μέσα στον Παράδεισο, δεν του δόθηκε από το Θεό καμιά θρησκευτική πίστη, ή συγκεκριμένη λατρεία προς Αυτόν, διότι η ίδια η ζωή του ήταν, (και θα συνέχιζε να είναι), μια διαρκής δοξολογία και λατρεία του Δημιουργού του. Δεν χρειαζόταν καμιά θρησκεία να τον ενώσει με το Θεό, διότι η κοινωνία μ’ Αυτόν ήταν μια δεδομένη πραγματικότητα.
Όμως η πτώση και η σταδιακή απομάκρυνσή του από το Θεό,
έφεραν ως αναπόφευκτο επακόλουθο, τον σκοτισμό του νου του, τη φθορά και τον θάνατο, τον πνευματικό και στη συνέχεια τον βιολογικό. Έτσι δημιουργήθηκε χάσμα μέγα ανάμεσά στον Θεό και στον άνθρωπο, αγεφύρωτο για τις ανθρώπινες δυνατότητες. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος, στην προσπάθεια του να γεφυρώσει αυτό το χάσμα και να ενωθεί ξανά με το Θεό, επινόησε, με τη σκέψη και τη φαντασία του, κτιστά υποκατάστατα του Θεού, παρμένα από τον εξωτερικό κόσμο των αισθήσεων. Έτσι δημιούργησε τις διάφορες θρησκείες με τις πεπλανημένες και χονδροειδείς περί Θεού αντιλήψεις του. Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής πρωτ. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, πολύ ωραία επισημαίνει στη Δογματική του, ότι «με τον όρο θρησκεία εννοούμεν κάθε ‘ταύτισιν’ του ακτίστου με το κτιστό και μάλιστα κάθε ‘ταύτισιν παραστάσεων’ του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως, που είναι το θεμέλιο της λατρείας των ειδώλων».1 Και συνεχίζει: «Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήται της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί των γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον ιατρόν που θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριον, (Γιαχβέ) της δόξης. Αυτός είναι ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευσε την νόσον αυτήν, [της θρησκείας], στους φίλους και πιστούς του προ της ενσαρκώσεως του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει. Η εν λόγω νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου, (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας), και του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογικήν της κατάστασιν η νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος προσευχομένη εντός της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς, αλλά ξεδιπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολάει στον εγκέφαλον και δημιουργεί βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας, ριζωμένη πάντα στην καρδίαν. Έτσι ο πάσχων γίνεται δούλος του περιβάλλοντος του . Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντος του νοήματα με τον θεόν, η τους θεούς του…Εις την θεραπευτικήν παράδοσιν της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκειαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκειαν του δοξασμού, όταν αποκαλύπτεται εν τω σώματι του Χριστού η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτος και ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού… Από τον δοξασμόν του ο πάσχων διαπιστώνει ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι ‘Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατότερον’».2 Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής συμπληρώνει ότι ο άνθρωπος «εικότως οία του νοητού κάλους ήδη της θείας ωραιότητος διαμαρτήσας, την φαινομένην κτίσιν εις Θεόν παρεγνώρισεν δια την αυτής προς σύστασιν σώματος χρείαν θεοποιήσας. Και το σώμα το ίδιον οικείως έχον κατά φύσιν προς την νομισθείσαν είναι θεόν κτίσιν, κατά το εικός ηγάπησε, κατά πάσαν σπουδήν, δια της περί μόνον το σώμα φροντίδος και επιμελείας, λατρεύων τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».3 Tέλος ο απόστολος Παύλος επιβεβαιώνοντας όλα τα παρά πάνω επισημαίνει ότι «γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν η ευχαρίστησαν, αλλ’ ἐματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών», (Ρωμ. 1,21-23).
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι θρησκείες του προχριστιανικού και του εξωχριστιανικού παρελθόντος, αλλά και του παρόντος, υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι, η αγιάτρευτη πληγή της ανθρωπότητας, η πηγή της δεισιδαιμονίας, του σκοταδισμού, της ανηθικότητας, της βίας, του πολέμου, των γενοκτονιών, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και κάθε μορφής κακού. Και τούτο διότι ο αντίδικος διάβολος άρπαξε την δημιουργηθείσα ανάγκη της θρησκευτικότητας και την έθεσε στη δική του σκοπιμότητα, να λατρεύεται ως θεός μέσω των ψευδοθεών των θρησκειών του κόσμου. Στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί οι οικουμενιστικός οίστρος, προβάλλονται δυστυχώς οι θρησκείες του κόσμου «ως αξίες» και επιχειρείται να παραβλεφθούν όλα τα αρνητικά τους στοιχεία. Και ακόμη περισσότερο: Επιδιώκεται να έρθουν οι θρησκείες «κοντά», για να υπάρξει δήθεν «ειρήνη» και «καταλλαγή» και το χειρότερο, να υπάρξει «εμπλουτισμός» των επί μέρους θρησκειών από τον «πλούτο» των άλλων θρησκειών, που σημαίνει ότι έτσι ετοιμάζεται η σχεδιαζόμενη Πανθρησκεία! Μάλιστα μεταξύ των θρησκειών ενέταξαν και την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποφάνθηκαν, ότι και εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, με τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους! Κύριο «εργαλείο» προς αυτή την κατεύθυνση είναι, οι χωρίς όρια και προϋποθέσεις, Διαθρησκειακοί Διάλογοι.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Εφημερίδα των Συντακτών» (φ. 4-2-2018), του κ. Αποστόλου Λυκεσά, με τίτλο: «Στις θρησκείες της Ανατολής βρήκαν τη μέθοδο να αγαπάς τον άνθρωπο». Στο άρθρο γίνεται προβολή των προσώπων και του έργου δύο θεολόγων καθηγητών του ΑΠΘ, του κ. Γρηγόρη Ζιάκα, ομότιμου καθηγητού και της κόρης του κ. Αγγελικής Ζιάκα, αναπληρώτριας καθηγήτριας. Μελετήσαμε με προσοχή τις δηλώσεις των ειρημένων καθηγητών και μείναμε έκπληκτοι, διότι δεν περιμέναμε τέτοιου είδους δηλώσεις από ορθοδόξους καθηγητές της Θεολογίας. Παρά κάτω σχολιάζουμε μερικές εξ’ αυτών. Γράφει ο κ. Ζιάκας: «Εντρυφώντας στις ανατολικές θρησκείες έμαθα τον τρόπο να προσεγγίζει κάποιος αντιλήψεις και προσδοκίες άλλων λαών, κυρίως βρήκα τη μέθοδο να αγαπά κανείς τον άνθρωπο»! Αλλά, που αλλού μπορεί να βρει κανείς «τη μέθοδο να αγαπά τον άνθρωπο», παρά μόνον εν τω Χριστώ, δια του Χριστού και εν τη Εκκλησία, αφού ο Χριστός είναι κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας μας η ενυπόστατη, η σαρκωμένη αγάπη, Εκείνος ο οποίος συνόψισε όλο το περιεχόμενο της Καινής του Διαθήκης στην εντολή της αγάπης προς τον πλησίον; «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους», (Ιω. 13,34). Είναι αδύνατο λοιπόν σύμφωνα με την διδασκαλία, αλλά και την εμπειρία της Εκκλησίας μας, να βρει κανείς «τη μέθοδο να αγαπά τον άνθρωπο» πραγματικά, έξω από τον Χριστό και την Εκκλησία και μέσα στα άλλα θρησκεύματα. Είναι φανερό ότι ο κ. καθηγητής, περιπλανώμενος μέσα στις θρησκείες του κόσμου, έψαξε να βρει την αληθινή αγάπη προς τον πλησίον εκεί που δεν υπάρχει. Και αυτό, που νόμισε ότι βρήκε, φυσικά δεν είναι η εν Χριστώ αληθινή προς τον πλησίον αγάπη. Δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καρικατούρα, ένα φάσμα κίβδηλης και ψεύτικης αγάπης. Διότι, πως είναι δυνατόν να βρει κανείς αληθινή αγάπη στον απόκοσμο και ατομοκεντρικό Ινδουισμό, στον εχθρό της ζωής Βουδισμό, στους Σιχ, οι οποίοι έχουν κάνει συχνά φρικτά μαζικά εγκλήματα μέσα στους ναούς τους, στο Ισλάμ και το «ιερό» του βιβλίο, το Κοράνιο, το οποίο είναι γεμάτο από μίσος και εκδικητικότητα για τους «απίστους», και εξωθεί τους πιστούς του να έχουν διαπράξει και να διαπράττουν εκατομμύρια ειδεχθή εγκλήματα, στους 13 αιώνες της ιστορίας του;
Παρά κάτω γράφει: «Όταν είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με τις ανατολικές θρησκείες σε επίπεδο μελέτης, μου λέγανε “τι τα θες κι ασχολείσαι μ’ αυτά;”, αλλά όταν τέλειωσα τη μελέτη μου για το Ισλάμ, ο επικεφαλής καθηγητής μου είπε πως “κάθε ύμνος ηττάται” μπροστά  στη δουλειά  που  ε ί χ α  κάνει.  Εγώ, ερευνώντας και μαθαίνοντας, βρήκα τον έρωτα της ψυχής του ανθρώπου για το Κάτι Άλλο, το πέρα από τις πεζότητες».
Είναι δυνατόν ο έρωτας της ψυχής ενός ορθόδοξου Χριστιανού και πολύ περισσότερο ενός καθηγητού, να είναι το «Κάτι Άλλο», και όχι ο Χριστός, ο επουράνιος Νυμφίος της Εκκλησίας; Με τον τρόπο που εκφράζεται δηλώνει σαφέστατα ότι δε μπόρεσε να βρει «τον έρωτα της ψυχής του» στο Νυμφίο της Εκκλησίας, στο Χριστό, αλλά στο «Κάτι Άλλο» των ανατολικών θρησκευμάτων! Η ορθόδοξη θεολογία, την οποία σπούδασε και υπηρέτησε, μάλλον, θα είναι κατ’ αυτόν, «πεζότητα» και ελάσσονος σημασίας, μπροστά στο «Κάτι Άλλο», που υπάρχει μόνο στα ανατολικά θρησκεύματα.

Πηγή