Ὁμολογῶ ἓν
βάπτισμα, π. Γ. Μεταλληνού
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ζ΄ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ Β΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΩΝ/ΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟ
(συμβολή στην ιστορικοκανονική θεώρηση του
προβλήματος περί του κύρους του δυτικού βαπτίσματος)
|
Β΄ Εφαρμογή του Κανόνος
Ελέχθη ήδη
στην αρχή της παρούσας μελέτης, ότι η ερμηνευτική προσέγγιση του Ζ΄ Κανόνος της
Β΄ Οικουμενικής κατά τον ΙΗ΄ αιώνα
πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο αναζητήσεως λύσεως στο πρόβλημα περί του τρόπου
αποδοχής των επιστρεφόντων Δυτικών, και βεβαίως και των Λατίνων. Ήδη είχε
προηγηθεί μακρά περίοδος αμφιταλαντεύσεως των Ορθοδόξων επί του θέματος τούτου, η δε λύση του Πατριάρχου Κυρίλλου Ε΄ (1755) δεν γινόταν
δεκτή από όλους ως η μόνη ενδεδειγμένη και ορθή. Το
ερώτημα, το οποίο κι απ΄ τις δυο πλευρές διατυπωνόταν, ήταν, αν η «οικονομική»
διάκριση των αιρετικών, που εφαρμόσθηκε από την Β΄ Οικουμενική, θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση των Λατίνων. Άλλωστε στον κανόνα αυτό (και
βεβαίως και τον 95ο της Πενθέκτης) είχαν στηριχθεί όσοι εφάρμοσαν
αυτή την λύση κατά το παρελθόν. Η παρατηρουμένη όμως ασυμφωνία ως προς το παρόν
ζήτημα επιτεινόταν από την διαφωνία των Ορθοδόξων ως
προς την κατάταξη
των Λατίνων, δηλαδή μεταξύ των αιρετικών ή των σχισματικών. Διότι, βεβαίως, μόνον οι δεχόμενοι τους Λατίνους ως αιρετικούς αντιμετώπιζαν το
πρόβλημα της εφαρμογής σ΄ αυτούς του ζ΄ της Β΄. Σ΄ αυτούς ανήκουν και οι
συγγραφείς μας, των οποίων την σχετική διδασκαλία εκθέτουμε στη συνέχεια.
Έχοντας
βαθύτατη γνώση της εκκλησιαστικής ιστορίας μετά το σχίσμα και της διαφωνίας των
Ορθοδόξων ως προς τον χαρακτηρισμό των Λατίνων ως αιρετικών ή σχισματικών οι
συγγραφείς μας, εκφράζοντας δε την θεολογική
αυτοσυνειδησία τους, σε απόλυτη
ομοφωνία μεταξύ τους και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία δέχονται τους Λατίνους
(και κατ΄ επέκταση τους
«Λουθηροκαλβίνους») ως αιρετικούς. Οι Λατίνοι «είναι αιρετικοί»,
υποστηρίζει ο άγ. Νικόδημος, και «ως αιρετικούς τους βδελυττόμεθα, ό,τι
λογής δηλαδή και τους Αρειανούς ή Σαβελλιανούς ή πνευματομάχους Μακεδονιανούς». Η άμεση αναφορά του Αγίου στους αρχαίους –μεγάλους–
αιρετικούς έχει σκοπό να δηλώσει ότι οι Λατίνοι είναι, όπως άλλωστε λέγει, «παμπάλαιοι
αιρετικοί», δηλαδή της ίδιας σημασίας, όπως οι
εμφανισθέντες στην αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία. Προς υποστήριξη της πεποιθήσεώς
του επικαλείται την μαρτυρία του Πατριάρχου Δοσιθέου, του Ηλία Μηνιάτη, του αγ.
Μάρκου Εφέσσου κ.ά.
Κατά τον
ίδιο τρόπο εκφράζεται περί των Λατίνων και ο Νεόφυτος –«Πενταχώς» -λέγει-
διαφερόμενοι προς την Ορθοδοξίαν (οι Λατίνοι), κατά μεν τας άλλας
διαφοράς σχισματικοί, κατά δε την μόνην την του Πνεύματος και εκ του Υιού
εκπόρευσιν αιρετικοί εισιν, αυτοί τε και οι τα αυτά φρονούντες Λουθηροκαλβίνοι». Το περί του «Φιλιόκβε» αιρετικό δόγμα των Λατίνων αρκούσε, ώστε να θεωρούνται αιρετικοί, διότι
δεν είχε βεβαίως δογματισθεί ακόμη το παπικό δόγμα περί αλαθήτου. Και στην
συνήθως προβαλλομένη ένσταση, ότι μία και μόνη ήταν η ουσιώδης διαφορά των
Λατίνων, απαντά ο Νεόφυτος, ότι ισχύει γι΄ αυτούς ό,τι και για τους Εικονομάχους,
οι οποίοι, «ως μεν περί της εις Θεόν πίστεως ημίν μη διαφερόμενοι, ουκ εισιν
αιρετικοί, αλλά σχισματικοί· ως δε δια της των σεπτών εικόνων αθετήσεως τον
εικονιζόμενον Χριστόν αθετούντες, και των αιρετικών αυτών εισι χείρους». Η μία διαφορά των Λατίνων, όντας «περί της εις Θεόν
πίστεως», είναι καιρία και αποφασιστική. Η αίρεση,
άλλωστε, έχοντας δυναμικό χαρακτήρα, δεν κρίνεται από τον αριθμό των αποκλίσεων
από την αλήθεια, διότι κατά τον ευαγγελικό λόγο «ο πταίσας εν ενί γέγονε
πάντων ένοχος» (Ιακ. 2, 10). Κάθε δε αίρεση προϋποθέτει αλλοίωση των
πνευματικών προϋποθέσεων της Εκκλησίας, δηλαδή της πνευματικής –νηπτικής
πατερικής– εμπειρίας και τούτο αποτελεί ακράδαντη πεποίθηση των παρόντων
συγγραφέων...
Στο
επιπολάζον ερώτημα της εποχής των συγγραφέων, πότε καταδικάστηκαν από την
Ορθόδοξη Εκκλησία οι Λατίνοι, ως αιρετικοί, απαντά ο Νεόφυτος, ότι «το των
Λατίνων περί Θεού φρόνημα, είτ΄ ουν
δόγμα, αιρετικόν ον, και σύνοδοι ήλεγξαν...». Η συνοδική έτσι καταδίκη του
«Φιλιόκβε» υπήρξε για τον Νεόφυτο συγχρόνως καταδίκη και των ίδιων των Λατίνων,
ώστε να μη κρίνεται αναγκαία άλλη, ειδική καταδίκη των. Μεταξύ δε των συνόδων
αυτών καταλέγει: την επί Φωτίου Η΄ Οικουμενική (879), την επί Μιχαήλ Κηρουλαρίου
(1054), την επί Γρηγορίου (Β΄) Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289), «αποτεμούσαν
της των Ορθοδόξων ολομελείας και αποκηρύκτους της του Θεού Εκκλησίας τους
Λατίνους ποιησαμένην», την περί τον Σέργιο (Β΄) Κωνσταντινουπόλεως
(999-1019), ο οποίος διέγραψε το όνομα του Ρώμης Σεργίου από τα δίπτυχα της
Ανατολικής Εκκλησίας, τις επί Αλεξίου, Ιωάννου και Μανουήλ των Κομνηνών (ια΄-ιβ΄αι.),
την των εν Ανατολή τριών Πατριαρχών μετά την εν Φλωρεντία (1482), τις εν Ρωσία
τοπικές, τις εν Μολδοβλαχία κ.λπ..
Με βάση τις
ανωτέρω εκκλησιολογικές προϋποθέσεις οι Λατίνοι, ως αιρετικοί, «δεν δύνανται
να τελειώσουν βάπτισμα, διότι απώλεσαν την τελεταρχικήν χάριν», όπως
παρατηρεί ο άγ. Νικόδημος. Δεν έχουν βάπτισμα κατά τον
Νεόφυτο, διότι λείπει σ΄ αυτούς «η υγιής της Τριάδος ομολογία». Έτσι το βάπτισμά των «παρεκβαίνει της πίστεως» κατά
τον Μ. Βασίλειο, εφ΄ όσον «εισάγοντες οι Λατίνοι εν
τη μοναρχική Τριάδι ελληνικήν πολυαρχίαν, (είναι) άθεοι» και συνεπώς
«αβάπτιστοι». Είναι όμως επίσης «αβάπτιστοι»
και κατά κυριολεξία, κατά τον άγ. Νικόδημο, διότι «δεν φυλάττουσι τας τρεις
καταδύσεις», και έτσι δεν έχουν το βάπτισμα της Εκκλησίας. «ως μηδόλως καταδυόμενοι –παρατηρεί ο Νεόφυτος– είτ΄
ουν βαπτιζόμενοι», είναι αβάπτιστοι. Τα ίδια
επαναλαμβάνει και ο Αθ. Πάριος.
Ο Κ.
Οικονόμος προσθέτει περαιτέρω, ότι όπως στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας και η
ελάχιστη μεταβολή καταδικάζεται από την Εκκλησία, διότι αναιρεί αυτό το ίδιο το
μυστήριο, έτσι και στο βάπτισμα ούτε η ελαχίστη μεταβολή μπορεί να γίνει ανεκτή. Στην περίπτωση δε των Λατίνων η καινοτομία δεν
περιορίστηκε στην απόρριψη των καταδύσεων και αναδύσεων, αλλά, κατά το κοσμικό
νεωτεριστικό πνεύμα που επικράτησε στην Δύση, επεκτάθηκε βαθμηδόν και σε άλλα
σημεία του μυστηρίου, ώστε τούτο να απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από το ένα
βάπτισμα της Εκκλησίας. Η μία και βασική καινοτομία,
έτσι, επέφερε και όλες τις υπόλοιπες. Η απομάκρυνση άρα από την
ορθοδοξοπατερική πνευματικότητα προκάλεσε και διαφοροποίηση στα δόγματα. Έτσι
οι δογματικές διαφορές δεν νοούνται σχολαστικά, αλλά πατερικά και πνευματικά.
Ανακύπτει
λοιπόν το ερώτημα: Παρότι είναι αιρετικοί οι Λατίνοι, είναι δυνατόν να
εφαρμοσθεί και σ΄ αυτούς η περί των Αρειανών και Μακεδονιανών οικονομική
διάκριση της Β΄ Οικουμενικής, και να γίνουν δεκτοί «κατ΄ οικονομίαν» δίχως
βάπτιση, δια του χρίσματος μόνον; Οι συγγραφείς μας, ερμηνεύοντας τον ζ΄ της Β΄,
δέχτηκαν, όπως είδαμε παραπάνω ότι η Σύνοδος εκείνη έκαμε δεκτό το βάπτισμα των
ανωτέρω αιρετικών, διότι τούτο διέσωζε την μορφή (τον «τύπο») του αδιακόπτως
τελουμένου στην Εκκλησία αποστολικού βαπτίσματος, δηλαδή των τριών καταδύσεων,
το οποίον είναι «αληθινόν», δηλαδή κατά κυριολεξία βάπτισμα (βούτημα). Το
ερώτημα άρα είναι, αν υπό την προϋπόθεση αυτή είναι δυνατό να γίνει δεκτό το
«βάπτισμα» των Λατίνων ως «αποστολικό βάπτισμα».
Οι Δυτικοί
ισχυρίζονταν ότι το βάπτισμά τους καθόλου δεν διέφερε από το αποστολικό
βάπτισμα. Ο Οικονόμος όμως απαντά ότι ούτε η «επίχυση» είναι ποτέ
δυνατόν να θεωρηθεί βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο ο ραντισμός. Η μεν πρώτη
είναι «νεωτερισμός ακανόνιστος», ο δε δεύτερος
«άγραφος», στερούμενος του χαρακτήρος του «κυρίου
και αληθινού βαπτίσματος», κατά τους αγίους
Πατέρες. Βεβαίως ο Οικονόμος δεν αναφέρεται εν
προκειμένω στις περιπτώσεις του βαπτίσματος «της ανάγκης», τις οποίες δεν
αποκλείει και αυτός, τελούμενες όμως μέσα στην Εκκλησία, σ΄ αντίθεση με
εκείνους που δέχονται το «βάπτισμα» οποιασδήποτε αιρέσεως και έτσι δέχονται
θάνατο αντί για ζωή. Έχει κατά νουν «την χωρίς ανάγκης επειγούσης» και «αυτεξούσιον», δηλαδή αυθαιρέτως καθιερωθείσα
πράξη στην Δύση, η οποία άρχισε από τον Πάπα Στέφανο Α΄
(253-257),
δογματίσθηκε δια της εν Τριδέντω Συνόδου (1545-1563), κατά το πνεύμα της Δύσεως
να «κανονίζει» και θεσμοποιεί κάθε καινοτομία. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να
βρει δικαίωση η καινοτομία αυτή, καθώς είναι πράξη «θεοστυγής», επειδή καταστρέφει την θεοκέλευστη ενότητα του
μυστηρίου. Και κατά τον άγ. Νικόδημο, το βάπτισμα των
Λατίνων είναι «ψευδώνυμον». Ο Οικονόμος σε
πολλές σελίδες αναλύει, φιλολογικά, πατερικά και γραφικά, την έννοια του
«βαπτίζειν», για να αποδείξει ότι η μεταφορική χρήση του δεν είναι δυνατή. Στους επιμένοντες δε, ότι ταυτίζονται τα βαπτίσματα των
Ορθοδόξων και Λατίνων, θέτει ο Οικονόμος το ερώτημα: «Ει το βάπτισμα των
Λατίνων ισοδύναμον τω ημετέρω, διατί τούτους προσιόντας χριστέον τω θείω μύρω,
ως παντάπασιν αμυρίστους; Έχουσι δε και οι Λατίνοι το μύρον του χρίσματος; Ει
δε τούτο άδεκτον παρ΄ ημίν (ως και πάντα τάλλα τα παρ΄ αυτοίς ιερουργούμενα
μυστήρια), τι μη και το βάπτισμα το δια ραντισμού;».
Οι
συγγραφείς μας επανειλημμένα βρέθηκαν στην ανάγκη να ανασκευάσουν τις
προβαλλόμενες από τους Λατίνους, αλλά και τους «αμίσθους δεφένσορες αυτών», δηλ. τους Λατινόφρονες, ενστάσεις περί κανονικότητος
του «βαπτίσματος» των. Θα περιορισθούμε βέβαια στις σημαντικότερες. Αποτελούν
μεν δείγμα καθαρής σχολαστικής, μας εισάγουν όμως στο πνευματικό κλίμα της
εποχής, αλλά και μας βοηθούν, με τις απαντήσεις των θεολόγων μας, να δούμε τον
περίλαμπρο θεολογικό οπλισμό τους.
Διατυπωνόταν,
έτσι, η ένσταση, ότι και το «πολλοστημόριον» του Αγ. Άρτου «όλον εστί
το σώμα του Χριστού»· συνεπώς και «η ρανίς» τους αγιασμένου ύδατος «όλην
έχει του βαπτίσματος την δύναμιν». Η απάντηση του Νεοφύτου είναι η
ακόλουθη: «ο μεν ηγιασμένος της ευχαριστίας άρτος και προ της μεταλήψεως και
εν τη μεταλήψει και μετά την μετάληψιν, και απλώς και ουδενός μεταλαμβάνοντος,
ουδέν ήττόν εστι το σώμα του Χριστού· το δε του βαπτίσματος ύδωρ, ούτε προ της
καταδύσεως, ούτε μετά την κατάδυσιν, αλλ΄ εν αυτή τη καταδύσει, ούτε μετά την κατάδυσιν,
αλλ΄ εν αυτή τη καταδύσει μόνον, είτ΄ ουν χρήσει, έστι και λέγεται βάπτισμα, προ του
δε και μεθ΄ ο ύδωρ βαπτίσματος, ου βάπτισμα». Άλλωστε στο βάπτισμα δεν
έχουμε «πόσιν» αλλά «κατακλυσμόν» (κατά
τον άγ. Διονύσιο Αρεοπαγίτη «ολικήν κάλυψιν»).
Στο
επιχείρημα, ότι το ράντισμα των Λατίνων «δια των επικλήσεων της Αγ. Τριάδος
περιεκτικόν εστι αγιασμού και χάριτος», απαντά ο άγ. Νικόδημος, ότι, «δεν
τελειούται το βάπτισμα δια μόνων των της Τριάδος επικλήσεων, αλλά δείται
αναγκαίως και του τύπου του θανάτου και της ταφής και της αναστάσεως του
Κυρίου». Η πίστη στην Αγ. Τριάδα, και όταν είναι ορθή, πρέπει να
συμπληρώνεται υπό της «εις τον θάνατον του Μεσσίου πίστεως». Η απλή επίκληση της Αγ. Τριάδος δεν αγιάζει την αθέτηση
πράξεως του μυστηρίου. Έτσι, κατά τον άγ. Νικόδημο, «επειδή...
και οι Λατίνοι δεν συμφυτεύονται με τον διφυή κόκκον Χριστόν εν τω ύδατι του
βαπτίσματος, δια τούτο, ούτε το σώμα αυτών θεουργείται, ούτε η ψυχή· και απλώς
ειπείν, να βλαστήσουν σωτηρίαν δεν ημπορούν, αλλά ξηραίνονται και απολύονται». Ο Κύριος, παρατηρεί ο Νεόφυτος, «ενομοθέτησε
γέννησιν εξ ύδατος και πνεύματος· γεννά δε ουχ η ραντίζουσα, αλλ΄ η εγκυμονούσα· και γεννάται ωσαύτως ου το
ραντιζόμενον, αλλά το κυοφορούμενον έμβρυον». Το
συμπέρασμα των ανωτέρω δίνεται από τον Οικονόμο κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Άρα
το λατινικόν ράντισμα, των καταδύσεων και αναδύσεων ον έρημον, ακολούθως έρημον
και του τύπου του τριημερονυκτίου θανάτου και της ταφής και της αναστάσεως του
Κυρίου υπάρχει... και έρημον πάσης χάριτός εστι, και αγιασμού και αφέσεως
αμαρτιών».
Ήταν εύλογο,
βεβαίως, το ερώτημα: Γιατί δεν εκφράζεται και δια της επιχύσεως ή του ραντισμού
«το ομοίωμα του θανάτου»; Η απάντηση του Οικονόμου σπονδυλώνεται στα
ακόλουθα τέσσερα σημεία: α) Η καινοτομία των Λατίνων συνιστά «εξεπίτηδες»
παράβαση της Κυριακής εντολής και της εκκλησιαστικής παραδόσεως· β) αντιβαίνει
στη μία και κανονική αποστολική παράδοση· γ) ανατρέπει την έννοια του βαπτίζειν
και δ) αντίκειται «εις το αποστολικόν ομοίωμα του θανάτου και της ταφής και
της αναστάσεως του Χριστού, καθώς τούτο το ομοίωμα πάντες οι θείοι πατέρες
ηρμήνευσαν».
Έωλο θεωρούν
οι συγγραφείς μας και το επιχείρημα, ότι το χρίσμα θεραπεύει την περί την πράξη
«ατέλεια» του βαπτίσματος των Λατίνων. Το χορηγούμενο χρίσμα, λέει ο
Νεόφυτος, δεν συνεπάγεται, ότι γίνεται «δεκτόν» το λατινικό βάπτισμα,
καθ΄ όσον το χρίσμα διακρίνεται του βαπτίσματος, καθώς αποτελεί χωριστό
μυστήριο, το οποίο καθιστά μέτοχο της βασιλείας του Χριστού τον ήδη βαπτισθέντα
(πρβλ. μη΄ καν. Λαοδικείας). Ο μη κανονικώς βαπτισθείς, άρα, και αναγεννηθείς
δεν είναι δυνατόν να γίνει «μέτοχος Χριστού εν μόνω τω χρίσματι», καθ΄ όσον
η αναγέννηση του ανθρώπου δεν συντελείται δια του χρίσματος, αλλά δια του
βαπτίσματος, το οποίον ακριβώς «συμφύτον ποιεί (αυτόν) του ομοιώματος και
του θανάτου του Χριστού» (Ρωμ. 6, 5).
Συχνότατα,
επίσης, διατυπωνόταν και το επιχείρημα από το βάπτισμα των λεγομένων «κλινικών». Σ΄ αυτό το επιχείρημα, άλλωστε, στήριξε και την γνωστή
απόφασή της η περί τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Σύνοδος του 1932. Κατά τον Αναστ. Χριστοφιλόπουλο το βάπτισμα των
κλινικών ετελείτο δι΄ επιχύσεως. Εν
τούτοις η Εκκλησία προσέβλεπε με δυσπιστία πάντοτε προς τους δεχομένους αυτό το
βάπτισμα, γι΄ αυτό και όταν θεραπεύονταν, στερούνταν του
δικαιώματος του ιεράσθαι, διότι το βάπτισμά των εθεωρείτο ατελές. Βέβαια στο παραπάνω σόφισμα θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει
απλώς ότι ο με οποιονδήποτε τρόπο τελούμενο βάπτισμα των κλινικών ελάμβανε χώρο
όχι μέσα στην αίρεση, αλλά μέσα στην Εκκλησία! Πάντως ο Νεόφυτος στο επιχείρημα
αυτό απαντά, ότι αυτό το είδος βαπτίσματος αντίκειται στον λόγο του Κυρίου, ο
Οποίος «ου και δι΄ επιχύσεως
βαπτίζειν παρέδωκεν». Γι΄ αυτό, συμπληρώνει, όπως
και αν είχαν βαπτισθεί αυτοί, δηλαδή δι΄ επιχύσεως ή δια ραντισμού,
επιζήσαντες, «ουδέν ήττον (κρίνονταν) βαπτιστέοι».
Ο Κ.
Οικονόμος δίνει μια παραλλάσσουσα και γι΄ αυτό πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία: «Βαπτίζοντες
τους τοιούτους εξ ανάγκης κλινοπετείς... ούτ΄ ερράντιζον μόνον (κατά τους Λατίνους), ούτ΄ επέχεον το ηγιασμένον ύδωρ κατά της κεφαλής
αυτών, αλλά περιέχεον αυτούς αμφιλαφώς, καθ΄ όλους δηλονότι του σώματος (λατινιστί:
perfundebant)». Αυτό το βάπτισμα δεν επαναλαμβανόταν, «ενομίζετο
όμως σφραγίς ατελής». Δεν επιτρέπεται λοιπόν, κατ΄
αυτόν, το βάπτισμα των κλινικών αν προσάγεται ως επιχείρημα υπέρ του ραντισμού
των Λατίνων. Διότι εκείνο επετράπη «εξ ανάγκης και μερικώς», και συνεπώς
«νόμον Εκκλησίας ου ποιεί». Το ράντισμα των
Λατίνων όμως γίνεται «εξεπίτηδες και χωρίς ανάγκης». Επί πλέον –το και ουσιαστικότερο– το λατινικό
βάπτισμα δεν είναι, ως το των κλινικών, δηλ. «περίχυσις», αλλά ραντισμός, και
τελείται από ραντισμένους ιερείς, που στερούνται της ιερωσύνης, και αβάπτιστους. Αν γίνει δε δεκτό το ράντισμά τους, τότε πρέπει να
γίνουν δεκτά και τα υπόλοιπα μυστήρια τους, πράγμα αδύνατο, κατά τον μς΄
αποστολικό κανόνα.
Συμπεραίνουν,
έτσι, οι συγγραφείς μας, ότι το βάπτισμα των Λατίνων «παρεκβαίνει και της
πράξεως και της πίστεως», και έτσι καθ΄ εαυτό μεν
επειδή τελείται στην αίρεση, δηλαδή εκτός Εκκλησίας, είναι ανυπόστατο (μζ΄
αποστολ.), κατά δε την επιστροφή των Λατίνων δεν μπορεί να γίνει κατ΄
οικονομίαν δεκτό, επειδή είναι ατελές, όπως
αποδοκιμάζεται από τον ζ΄ της Β΄ ως αδικαιολόγητη καινοτομία τους περί την
πράξη και επίσης όπως απορρίπτεται από την Σύνοδο αυτή μαζί με το
«μονοκατάδυτο» βάπτισμα των Ευνομιανών, δηλαδή ως «ατέλεστον και άπρακτον». Οι Λατίνοι εξ άλλου, αθετώντας με την καινοτομία τους
αυτή την παράδοση της Εκκλησίας, είναι κατά την Ζ΄ Οικουμενική (πράξη η΄) «αναθεματιστέοι». Είναι δε πράγματι βαρύτατα τα ακόλουθα ερωτήματα του
Οικονόμου: α) Αν το ράντισμα των Λατίνων ζητείται να γίνει κατ΄ οικονομίαν
δεκτό, γιατί δεν εφαρμόζουν και αυτοί την «οικονομία», «αναλαβόντες πάλιν το
παρ΄ αυτοίς ανέκαθεν πατροπαράδοτον και αποστολικόν, αφέντες χαίρειν τα
καινοτομηθέντα;». Και συνεχίζει: β) «Είπερ ο
προσερχόμενος τη Εκκλησία στέργει ολοψύχως και γνησίως πάντα τα δόγματα και
μυστήρια της Ορθοδοξίας, αναθεματίζει δε πάσας τας αυτώ πατρίους κακοδοξίας,
πως έπειτα κρατεί ως ορθήν την περί το βάπτισμα (την βάση της πίστεως) κακουργίαν;». Και γ) «Είπερ Εκκλησία αποδέχεται τον λίβελλον του
προσιόντος, εν ω πάσας τας προτέρας αυτού κακοδοξίας ούτος αναθεματίζει, πως αν
απεδέξαιτο την περί το βάπτισμα τούτου καινοτομίαν, μίαν ούσαν των
αναθεματιζομένων κακοδοξιών;».
Τα ερωτήματα
αυτά του Οικονόμου έλαβαν μετά 100 και πλέον έτη από της διατυπώσεώς των, την
ακόλουθη απάντηση από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο: «Δύναταί τις να τελέση το
μυστήριον του βαπτίσματος δια καταδύσεως ή δι΄ επιχύσεως. Η βάπτισις δια καταδύσεως είναι η
πλέον ενδεδειγμένη μορφή, ως δηλούσα τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού.
Κατά την παρ΄ ημίν κρατούσαν συνήθειαν γενικώς το μυστήριον του βαπτίσματος θα
τελήται δι΄ επιχύσεως»!...
Μετά τα
παραπάνω είναι ευνόητο, γιατί οι συγγραφείς μας υποστηρίζουν ότι οι Λατίνοι δεν
μπορούν να τεθούν στην κατηγορία των Αρειανών και Μακεδονιανών, ώστε να
καταστεί δυνατή η εφαρμογή και σ΄ αυτούς της οικονομίας της Β΄ Οικουμενικής
Συνόδου, εφ΄ όσον «ούθ΄ όλως
καταδύονται, είτ΄ ουν βαπτίζονται, ραντίζονται δε», κατά τον Νεόφυτο. Αν το
ράντισμα τους ισχύσει ως βάπτισμα, τότε «πάσα ανάγκη ή δύο τιθέναι
βαπτίσματα, ή εν τιθεμένους, το της τριττής καταδύσεως αθετείν». Και ο Οικονόμος στο σημείο αυτό παρατηρεί, ότι «οι
Λατίνοι... χωλαίνουσιν... αμφοτέραις ταις ιγνύαις περί την ορθήν του
βαπτίσματος ιεροπραξίαν, άλλως τε και περί τας τρεις αναδύσεις και καταδύσεις,
ας οι του Αρείου και Μακεδονίου παίδες ετέλουν γνησίως κατά την αποστολικήν
παράδοσιν». Κατά τον Αθανάσιο Πάριο, μάλιστα, οι
Λατίνοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση και από αυτούς τους Ευνομιανούς, οι οποίοι
διατηρούσαν τουλάχιστον τη μία κατάδυση. Ως εκ τούτου,
κατά την επιγραμματική διατύπωση του Παρίου, «οι από Λατίνων επιστρέφοντες
αναντιρρήτως, απαραιτήτως και αναγκαίως πρέπει να βαπτίζωνται».
Βεβαίως η
στάση έναντι των Λατίνων δεν σημαίνει ότι αθετείται το δόγμα «ομολογώ εν
βάπτισμα». «Ούμενουν, ουδαμώς», απαντά σχετικώς ο Οικονόμος. «Οι αιρετικοί, τελούμενοι τα ημέτερα –όπως λέει
ο Νεόφυτος–, ουκ αναβαπτίζονται, αλλά βαπτίζονται», επειδή, όπως λέει ο άγ. Νικόδημος, «το βάπτισμα
αυτών ψεύδεται το όνομα αυτού». Γι΄ αυτό «τους αλλοίόν τε και μη κατά θεσμός
ειληφότας (βάπτισμα) βαπτίζουσιν οι κανόνες, καταστρέφοντες ουχί το εν
και μόνον αληθινόν, αλλά παν ετεροφυές και ψευδώνυμον ανθρώπων εύρεμα». Ο (ανα)–βαπτισμός συνεπώς των Λατίνων δεν έχει την
έννοια να τους καταστήσει απλώς μέλη της Εκκλησίας, αλλά πρωτίστως να
πραγματοποιήσει σ΄ αυτούς την αναγέννηση, την οποία αδυνατεί το ράντισμα να
τους μεταδώσει.
Οι θεολόγοι
μας, αντιμετωπίζοντας την επιχειρηματολογία των Λατίνων και Λατινοφρόνων της
εποχής των, βρέθηκαν στην ανάγκη να ερμηνεύσουν και την απέναντι στους Δυτικούς
προηγηθείσα πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, ως γνωστόν, «δεν υπήρξεν
ομοιόμορφος, αλλ΄ εκυμαίνετο μεταξύ ακριβείας και οικονομίας», καθ΄
όσον «την τοιαύτην ή τοιαύτην τακτικήν και πράξιν της Εκκλησίας προσδιώριζον
συνήθως γενικώτεροι λόγοι και επιδιώξεις μείζονος ωφελείας αυτής ή αποτροπής
και ζημίας και κινδύνου τινός κατ΄ αυτής». Κατά
την κρατούσα άποψη, η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά το σχίσμα ανεγνώριζε «το
έγκυρον των λατινικών μυστηρίων», και βεβαίως και
του βαπτίσματος, κατά δε την επιστροφή των εφάρμοζε σ΄ αυτούς τον ζ΄ της Β΄ ή
95 της Πενθέκτης, ή και κάποτε τους δεχόταν και δι΄ απλής αποκηρύξεως των
ετεροδιδασκαλιών των. Ακόμη και μετά τις σταυροφορίες
και τη Σύνοδο Φερράρας/Φλωρεντίας (1438/9), οπότε, μετά την ένταση που επήλθε
στις σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων, έγινε αυστηρότερη η απέναντι σ΄ αυτούς
στάση της Ορθοδόξου Ανατολής, η τελευταία θεωρούσε ως
ικανοποιητικό αμυντικό μέτρο την εφαρμογή του ζ΄ της Β΄, δηλαδή την δια μύρου
και λιβέλλου αποδοχή τους. Την πράξη αυτή επικύρωσε επίσημα η τοπική Σύνοδος
της Κωνσταντινουπόλεως που συνήλθε το 1484, με την συμμετοχή όμως όλων των
Πατριαρχών της Ανατολής, και η οποία συνέταξε και ειδική ακολουθία. Έτσι κατά τον Ι. Καρμίρη, αλλά και κατά την
επιχειρηματολογία των Λατινοφρόνων και Δυτικοφίλων της Τουρκοκρατίας, οι
περιπτώσεις «αναβαπτισμού» ήταν εξαιρέσεις, που οφείλονταν «εις ατομικήν
πρωτοβουλίαν» και «ουχί εις αυθεντικήν απόφασιν της Εκκλησίας».
Η συνήθεια
όμως αυτή «ανετράπη» επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Ε΄ το 1755, δια της επιβολής του (ανα)βαπτισμού
των Λατίνων και γενικώς όλων των Δυτικών, πάλι με την
εφαρμογή του ζ΄ της Β΄ Οικουμενικής και των υπολοίπων σχετικών κανόνων της
Εκκλησίας. Η πράξη αυτή, που είναι μέχρι σήμερα η τελευταία «επίσημη» απόφαση
της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκρουόταν από τους
αντιφρονούντες, επειδή εθεωρείτο ότι ανέτρεψε την απόφαση της Συνόδου του 1484
και, λόγω του περιστατικού χαρακτήρα της, ότι δεν
έτυχε καθολικής αποδοχής και εφαρμογής κι ακόμη ότι πολλές φορές αθετήθηκε. Επί
πλέον η πράξη της Ρωσικής Εκκλησίας από το 1667 διέφερε εκείνης των υπολοίπων
Πατριαρχείων, και βεβαίως και του της Κωνσταντινουπόλεως.
Αυτά είναι τα κακώς παραδεκτά για το υπ΄ όψιν θέμα μέχρι σήμερα.
Από τους
συγγραφείς μας ο Νεόφυτος και ο Κ. Οικονόμος αναφέρονται εκτενέστερα από τους
υπολοίπους στην ιστορία του προβλήματος. Και πρώτα μεν επικαλούνται την μαρτυρία
εκείνων, οι οποίοι απορρίπτουν το «βάπτισμα» των Λατίνων.
Περαιτέρω επισημαίνουν τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες οι Λατίνοι
έγιναν δεκτοί δια του βαπτίσματος, αιτιολογούν δε παράλληλα τις περιπτώσεις που
προβάλλονται από τους αντιφρονούντες, κατά τις οποίες ή παραβλέφθηκε το
λατινικό «βάπτισμα» ως άνευ σημασίας, ή εφαρμόσθηκε στους Λατίνους η
«οικονομία» της Β΄ Οικουμενικής. Η διδασκαλία τους έχει ως εξής:
α) Έως τη
Σύνοδο της Φλωρεντίας:
1) Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος στην προς Πέτρον Αντιοχείας
επιστολή του συγκαταριθμεί μεταξύ των λοιπών καινοτομιών των Λατίνων και το
βάπτισμα «εις μίαν κατάδυσιν». Κατά τον
Οικονόμο, αν δεν «διεκηρύχθη καθ΄ όλης της Δυτικής Εκκλησίας ως έγκλημα
κοινόν» και δεν ελήφθησαν έτσι ειδικά μέτρα, οφείλεται στο ότι δεν είχε
επικρατήσει τέτοιο βάπτισμα καθολικώς στην Δύση, αλλά ετελείτο «συνήθως το
βάπτισμα το αποστολικόν».
Σημασία όμως έχει ότι ο παπικός λεγάτος Ουμβέρτος κατηγορούσε τους Ανατολικούς
ότι βάπτιζαν τους Λατίνους.
2) Ομοίως
και η εν Λατερανώ Σύνοδος του 1215 «ενεκάλει τοις Γραικοίς... ως
αναβαπτίζουσι τους εις την αυτών Εκκλησίαν προσερχομένους Λατίνους». Επειδή
όμως, κατά τον Οικονόμο, «κατά τινας χώρας μερικώς και σποράδην παρά τοις
δυτικοίς ετελείτο το μονοκατάδυτον, ή το κατ΄ επίχυσιν ή ραντισμόν», «μόνους τους
ούτω βεβαπτισμένους Λατίνους εβάπτιζον οι Γραικοί», και τούτο το υπονοεί η
μαρτυρία της Συνόδου αυτής.
3) Και ο «των
ιερών κανόνων διασημότατος εξηγητής Θεόδωρος ο Βαλσαμών» μαρτυρεί ότι «πάντες
οι εις μίαν βαπτιζόμενοι κατάδυσιν πάλιν βαπτίζονται», έχοντας κατά νουν
την πράξη της εποχής του. Βέβαια, δημιουργεί πρόβλημα
η ιε΄ απόκρισή του, στην οποία αναφέροντας ρητώς τους Λατίνους λέγει: Ουκ
οφείλει γένος Λατίνων εκ χειρός ιερατικής δια των
θείων και αχράντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των
λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών, και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις
ορθοδόξοις εξισωθή». Το πρόβλημα συνίσταται κατά τον Οικονόμο στο ότι δεν
προσθέτει «ρητώς· και βαπτισθή». Η απάντηση όμως είναι κατ΄ αυτόν, ότι
οι Λατίνοι δεν είχαν δεχθεί γενικώς ακόμη τότε το «μονοκατάδυτον βάπτισμα».
Έτσι για να μη συγχέονται οι μεν με τους δε, «εξεφράσθη γενικώτερον, «κατά
τους κανόνας» ειπών και την προς τους ορθοδόξους «εξίσωσιν» των προσερχομένων.
Κανόνας δε λέγων» υπονοεί τον 95ο της ΣΤ΄ και τον ζ΄ της Β΄. Αν
δε οι σύγχρονοι του Βαλσαμώνος και φιλενωτικοί Νικήτας ο Μυτιληναίος,
αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Κίτρους και Δημήτριος ο Χωματηνός,
αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, «περί του βαπτίσματος ουδέν λέγουσι», τούτο
συνέβη, διότι οι Φράγκοι, όντες ήδη κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως, «εμαίνοντο
κατά των Ορθοδόξων», είχαν όμως υπ΄ όψιν και τις τρεις καταδύσεις, τις οποίες
επισήμως κρατούσαν ακόμη οι Λατίνοι.
4) Επί της
βασιλείας του φιλενωτικού αυτοκράτορα Ιωάννου Δούκα (1260) κατ΄ «αναπόδεικτον»
γνώμη, «συνοδικώς εψηφίσθη μύρω μόνω χρίειν τους προσερχομένους τη Εκκλησία».
Τούτο, κατά τον Οικονόμο, δεν είναι περίεργο, διότι «δια τας τότε
περιστάσεις εγένετο τοιαύτη ψήφος συνόδου τοπικής», δεδομένου ότι σωζόταν
στην Δύση ακόμη τότε και το «γνήσιον βάπτισμα».
Η επικρατούσα στην Ανατολή αβεβαιότητα ως προς την μορφή του δυτικού
βαπτίσματος καθιστούσε διστακτικούς τους Ορθοδόξους στη λήψη οριστικής
αποφάσεως. Η αβεβαιότητα δε αυτή φαίνεται, εκτός των άλλων, και στους
ακολούθους λόγους του Ματθαίου Βλάσταρη (το 1335): «Ει δε και εις μίαν
κατάδυσιν ως αληθώς βαπτίζουσιν, ως τινες λέγουσιν...». Η τοπική άρα
απόσταση αλλά και η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν επέτρεπαν στους
Ορθοδόξους να έχουν γνώση και να καθορίσουν συγκεκριμένη στάση απέναντι στους
Δυτικούς.
5) Κάποιος
ανώνυμος έγραψε κατά Λατίνων επί Μανουήλ Παλαιολόγου
στηριζόμενος στον ζ΄ της Β΄ και παρατηρεί: «Τους δε εις τρεις καταδύσεις, ως
εξίσως ημίν τω θείω τελουμένους βαπτίσματι, ουκ οίεται (sc. ο κανών)
δειν τούτους αναβαπτίζεσθαι». Ο Οικονόμος σημειώνει πάνω σ΄ αυτό: «... Η
εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία επικρατούσα τάξις, κατά κανονικόν πάντως όρον εθεώρει
τους Λατίνους εισέτι τότε εξίσως ημίν τω σωτηρίω τελουμένους βαπτίσματι».
Εξ άλλου το έργο –λέγει– γράφτηκε και σε περίοδο προετοιμασίας ενωτικών
συζητήσεων και έτσι απέφευγε κάθε οξύτητα στην
διατύπωση.
6)
Ισχυρότατο όμως επιχείρημα όσων φρονούν αντίθετα ήταν ότι δεν έγινε λόγος περί
του λατινικού βαπτίσματος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439). Αν η λατινική
καινοτομία αποτελούσε τόσο σημαντική διαφορά, γιατί δεν περιελήφθη στην
θεματολογία του διαλόγου; Ο Οικονόμος απαντά ότι η Σύνοδος περιορίσθηκε στις
«πέντε» βασικότερες δογματικές διαφορές, δηλαδή «τας ήδη νομοθετημένας
παπικάς παρανομίας», καθ΄ όσον μάλιστα η περί το βάπτισμα καινοτομία δεν
είχε, και τότε, γενικευθεί στην Δύση, ούτε επισήμως και συνοδικώς κυρωθεί,
παραμένοντας συνήθεια μερική και τοπική. Ο Νεόφυτος
συμπληρώνει ότι και άλλες διαφορές δεν συζητήθηκαν στην Φλωρεντία, όπως π.χ. η
νηστεία του Σαββάτου, η γονυκλισία της Κυριακής, η διάζευξη των κληρικών, η
μετάληψη αίματος και πνικτού κ.λπ. και γι΄ άλλους λόγους, αλλά και «δια βίαν της
επανόδου». Κατά τον Νεόφυτο όμως, και αν ακόμη
αποφάσιζε η Σύνοδος αυτή και για το πρόβλημα αυτό, η απόφασή της δεν θα είχε
ιδιαίτερη σημασία, διότι «η των μυστηρίων ευπραξία, ωσπερούν και η
ορθοδοξία, ουκ εκ των εν Φλωρεντία λεχθέντων ή πραχθέντων, αλλ΄ εκ των
Ευαγγελιστών τε και αποστολικών και συνοδικών κανόνων έχει και την αρχήν και
την σύστασιν και την απόδειξιν». Σημασία εν προκειμένω έχει πρωτίστως η
πράξη της αρχαίας Εκκλησίας παρά η πρόσφατη παράδοση, και μάλιστα αυτών που
συμμετείχαν στην εν Φλωρεντία Σύνοδο. «Μη γαρ απορούμεν -λέγει- μακρώ
της εν Φλωρεντία προγενεστέρων αποδείξεων, ίνα προς χθιζούς (=χθεσινούς)
τινας, οκνώ γαρ ειπείν και της πίστεως προδότας, απίδωμεν;».
Ιδιαίτερη,
βεβαίως, βαρύτητα έχει απ΄ όσους έλαβαν
μέρος στην Σύνοδο αυτή ο άγ. Μάρκος Ευγενικός, που προσάγεται συνήθως ως
αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ της οικονομικής αποδοχής των Λατίνων, διότι, παρότι
ακραιφνέστατος ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρών «περί της καθολικής πράξεως
της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι «χρίομεν τους εξ αυτών (sc. των
Λατίνων) ημίν προσιόντας... ως αιρετικούς όντας»,
δηλαδή καταφάσκει την οδό της οικονομίας. Επ΄ αυτού δίνουν οι συγγραφείς μας
την ακόλουθη απάντηση:
Ο άγ. Μάρκος
και οι περί αυτόν έδωσαν, κατά τον Νεόφυτο, προτεραιότητα «εις τα της
πίστεως», δεν ασχολήθηκαν δε με το πρόβλημα του βαπτίσματος, διότι «τα
του βαπτίσματος εν δευτέρω» ετέθησαν. Έχει όμως σημασία ότι ο άγ. Μάρκος απ΄
τη μια ονομάζει απεριφράστως τους Λατίνους «αιρετικούς», απ΄ την άλλη
αποδοκιμάζει και «αδεώς εκπομπεύει» το ράντισμα, που απ΄ αυτούς
εξαπλωνόταν, γράφοντας ότι είναι «διττά τα βαπτίσματα» των Γραικολατίνων–Ουνιτών. Ο άγιος Μάρκος ρητώς εντάσσει τους Λατίνους, ως
αιρετικούς, στην ομάδα των από τον ζ΄ της Β΄ μνημονευομένων αρχαίων αιρετικών.
Αν δε φαίνεται να καταφάσκει την δια μύρου, δηλ. κατά τον τρόπο των Αρειανών
και Μακεδονιανών, αποδοχή τους, τούτο οφείλεται, κατά τον Οικονόμο, στο ότι
μέχρι της εν Τριδέντω Συνόδου (ις αι.) –ακόμη και του ιη΄ αιώνα– σωζόταν στην
Δύση και «ο αποστολικός τύπος» του βαπτίσματος. Έτσι συντάχθηκε και ο
άγ. Μάρκος με την οικονομική αποδοχή των Λατίνων: α) προς αποφυγή από άκριτο
ζήλο, ή από άγνοια, επαναλήψεως του ενός βαπτίσματος και β) χάριν συγκαταβάσεως
προς προειδοποίηση της ενώσεως. Έτσι ο Άγιος εφαρμόζει μερικώς τον ζ΄ της Β΄ επί των Λατίνων, δεχόμενος αυτούς, «ως να
έσωζαν τον τύπο του αποστολικού βαπτίσματος».
β) Μετά τη
Φλωρεντία
1) Για την
εν Κων/πόλει Σύνοδο του 1450, που αποκλήθηκε «υστάτη εν αγία Σοφία», προβαλλόταν το επιχείρημα ότι «ουδ΄ αυτή βαπτίσματος
μέμνηται», παρότι διέβαλε περί των λατινικών
καινοτομιών, οι οποίες οδήγησαν στο σχίσμα. Πρόκειται πράγματι για ισχυρότατο
επιχείρημα, ώστε να αναγκασθεί και ο Οικονόμος να ομολογήσει ότι τούτο είναι «λίαν
παράδοξον». Η κριτική θεώρηση όμως, που επιχειρήθηκε απ΄ αυτόν στο κείμενο,
οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι υπάρχει «λέξεων παρέκπτωσις» στην αντιγραφή
του Πρακτικού της Συνόδου. Ο Νεόφυτος όμως, κατά το
ιδιάζον ύφος του, απαντά στο πρόβλημα με το ακόλουθο αντεπιχείρημα: «Ουκούν
άρα μηδέ χρίειν Λατίνους, καθ΄ ότι ουδέ μύρου, είτ΄ ουν χρίσματος, η ειρημένη σύνοδος
εμνημόνευσεν. Ου μην αλλά, και εν χρήμασι χειροτονείν, καθ΄ ότι και τούτο, πειράταί πως επικροτείν»!
Συνεχίζει όμως, παρατηρώντας ότι ήδη προ αυτής της Συνόδου ο άγ. Μάρκος είχε
εκφράσει γνώμη για τη λατινική καινοτομία στο βάπτισμα, αποδοκιμάζοντάς την,
πράγμα που ακριβώς αποτελούσε και την «δόξαν περί του λατινικού βαπτίσματος» των συνοδικών εκείνων πατέρων.
2) Τι
μεγαλύτερες εν τούτοις δυσκολίες, για μια δίχως άλλο αποδοχή της στάσεως των
θεολόγων μας απέναντι στο βάπτισμα των Λατίνων, δημιουργεί η Σύνοδος του 1484
στην Κωνσταντινούπολη, που αποφάσισε «μύρω μόνω χρίειν τους προσιόντας τη
Ορθοδοξία λατίνους», «επιδιδόντας λίβελλον της πίστεως», δηλαδή
κατατάσσοντας αυτούς στην τάξη των Αρειανών και Μακεδονιανών της Β΄
Οικουμενικής Συνόδου (κανόνας ζ΄). Το γνωρίζουν αυτό,
βέβαια, καλά τόσο οι Κολλυβάδες, όσο και ο Οικονόμος, δίνουν όμως την ακόλουθη
απάντηση.
Κατά τον
Οικονόμο, «επειδή περί της τούτων (sc των Λατίνων) κατά συγκατάβασιν
αποδοχής ουχ΄ υπήρχεν ουδεμία διατύπωσις
παρά τοις Ορθοδόξοις (καθότι διετήρουν εξ αρχής οι πλείστοι... την των
Οικουμενικών συνόδων ακρίβειαν), έκρινεν η Σύνοδος αύτη τους περί τον ιερόν
μιμήσασθαι Μάρκον», και έτσι έλαβε την παραπάνω
απόφαση, καθ΄ όσον βεβαίως δεν είχαν
ακόμη κανονισθεί συνοδικά στην Δύση ούτε η επίχυση,
ούτε ο ραντισμός. Πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός, ότι η συνοδική αυτή
απόφαση δεν έγινε καθολικώς δεκτή στην Ανατολή, αν ήταν επίσημη απόφαση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας; Διότι και μετά την Σύνοδο αυτή «ούτε το βάπτισμα των
Λατίνων εφαίνετο αποδεκτόν..., ούτε ιερωσύνης μετέχοντας ενόμιζον (οι
Ορθόδοξοι) τους Λατίνους, αφορώντες εις την περί την τελετήν πολλαχού πάλιν διαδοθείσαν καινοτομίαν». Έτσι παρά την λύση που δόθηκε συνοδικώς και την
κατάρτιση ειδικής ακολουθίας, «οι Ανατολικοί αποβλέποντες πεποιθότως προς
την των Οικουμενικών Αγίων Συνόδων ακρίβειαν», εφάρμοζαν την δια
βαπτίσματος αποδοχή των Δυτικών, διότι δεν έβλεπαν όφελος από την συγκατάβαση,
που οικονομικώς εφαρμόσθηκε, αλλά μάλλον «βλάβην» «τοις απλουστέροις
και τεθλιμμένοις ορθοδόξοις».
Εξ άλλου παρατηρήθηκε ότι αυξανόταν και η πονηρία των Λατίνων, οι οποίοι στο
προσηλυτιστικό των έργο, εκμεταλλευόμενοι την συγκαταβατικότητα των Ορθοδόξων,
την ερμήνευαν σαν να αποδείκνυε πως ουδεμία διαφορά υφίστατο μεταξύ ορθοδόξου
και λατινικού βαπτίσματος. Τούτο δε το έθιμο –συνεχίζει ο Οικονόμος– επικράτησε
έκτοτε –παρά την συνοδική απόφαση– «και εν τη Μεγάλη Εκκλησία και καθ΄ όλα
τα Πατριαρχεία Ανατολής μέχρι σήμερον».
Ο Νεόφυτος
και οι υπόλοιποι δίνουν πάνω στο θέμα αυτό μία πιο ρεαλιστική ερμηνεία. Αίτιο
της ατολμίας των δικών μας μετά την άλωση να αποκαλέσουν τους Λατίνους
αιρετικούς και να καταδικάσουν το «βάπτισμα» των ήταν –κατ΄ αυτούς– ο φόβος,
από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην ανατολή. «Δια μόνην δειλίαν»
το απέφευγαν, λέγει ο Νεόφυτος. Και επικαλείται την ακόλουθη μαρτυρία του Γ.
Σχολαρίου: Ουκ έστι γαρ ημέτερον εν τοσαύτη πενία και ασθενεία πραγμάτων
προσηγορίας επιτιθέναι τοιαύτας Εκκλησία τοσούτον εχούση κράτος...». Αυτός
ήταν ο πρώτος λόγος, δεν αποκλείει όμως ο Νεόφυτος και την «ελπίδα της
διορθώσεως» των Λατίνων, δηλ. της επιστροφής των.
Αναλόγως
απαντά και ο άγ. Νικόδημος: Η Εκκλησία δεχομένη τους Λατίνους –κατά την απόφαση
του 1484– δια μύρου, αποφαίνεται ρητώς ότι τους θεωρεί αιρετικούς. Δεν αθετήθηκαν, άρα, οι αρχαίοι κανόνες, αλλά «κάποιαν
μεγάλην οικονομίαν ηθέλησε να μεταχειρισθή εις τους Λατίνους η Εκκλησία, έχουσα
και παράδειγμα και σκοπόν της την μεγάλην εκείνην και αγίαν οικουμενικήν
σύνοδον, την δευτέραν». Διακρίνει δηλ. ο Άγιος
παραλληλότητα καταστάσεων και αποφάσεων στο δ΄ και ιε΄ αιώνα. Έτσι –συνεχίζει–
ενώ παλαιότερα βάπτιζαν οι ανατολικοί τους Λατίνους, «ύστερον
εμεταχειρίσθησαν τον του μύρου τρόπον», δηλ. την οδό της οικονομίας, «επειδή
δεν συνέφερεν εις την εσχάτην ασθένειαν του ημετέρου γένους να εξάψουν επί
πλέον την μανίαν του παπισμού». Άλλωστε είχε δημιουργηθεί «πολύς
βρασμός» μεταξύ των Λατίνων για την πανορθόδοξη απόρριψη της Συνόδου της
Φλωρεντίας. Ενώ η ορθόδοξη Ανατολή στέναζε κάτω από
τον ζυγό της δουλείας, «ο παπισμός ήκμαζε, και όλας τας δυνάμεις των
βασιλέων της Ευρώπης είχεν εις τας χείρας του, το δε βασίλειον το ιδικόν μας
έπνεε τα λοίσθια. Όθεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη
τα λατινικά γένη ο Πάπας κατά των Ανατολικών».
Συνεπώς και προ της πτώσεως της Βασιλευούσης, αλλά και μετά απ΄ αυτήν η πολιτική κατάσταση επέβαλλε την
αποφυγή ερεθισμού με κάθε μέσο της εχθρικής απέναντι στην ορθοδοξία Δύσεως.
Πολιτικά έτσι και όχι εκκλησιαστικά κριτήρια είχαν εδώ την πρωτοπορεία. Γι΄ αυτό
συμπεραίνει: «Της οικονομίας παρελθούσης, οι αποστολικοί κανόνες πρέπει να
έχουν τον τόπο τους». Τούτο σημαίνει ότι κατά την
εποχή του (ιη΄ αι.) η Δύση δεν μπορούσε να απειλήσει πολιτικώς το γένος, που
βρισκόταν κάτω από την τουρκική κυριαρχία και άρα ουδείς λόγος υπήρχε, ώστε να
δειλιάζει τούτο μπροστά στους Δυτικούς.
Παρόμοια
απάντηση δίνει και ο Αθαν. ο Πάριος: «Οι την φερομένην συνοδικήν διάταξιν
του 1484 προβάλλοντες, την μύρω δεχομένη τους από Λατίνων επιστρέφοντας, ου
συνίασιν, ότι οικονομία οι τότε χρώμενοι, δια τον βρασμόν του παπισμού και την
τυραννίαν ούτως ετύπωσαν». «Νυν –παρατηρεί και αυτός– ο της οικονομίας
παρήλθε καιρός... και ουκ έτι καθ΄ ημών
ισχύει η παπική μανία».
3) Η «μάλλον
και μάλλον επεκτινομένη καινοτομία του λατινικού βαπτίσματος» προκάλεσε
αντιδράσεις εκ μέρους των Ορθοδόξων. Αυτό δείχνει απόφαση Συνόδου 24 αρχιερέων
περί το 1600 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καθόρισε την δια μύρου αποδοχή των
Λατίνων. Ο συνοδικός αυτός διακανονισμός επιτρέπει –κατά τον Οικονόμο– να
συμπεράνουμε ότι οι Ανατολικοί βάπτιζαν του Λατίνους. Η απόφαση της Συνόδου
αυτής επιπλέον εξηγείται «δυοίν θάτερον· ήτοι γαρ απέβλεψε προς τον
προεκδοθέντα αρχαίον όρον (= του 1484), μηδέν πολυπραγμονήσασα
περαιτέρω», διότι, καθώς διετηρείτο ακόμη η τριπλή κατάδυση στην Δύση,
υπήρχε φόβος «δευτερώσεως» του ορθού βαπτίσματος· ή χάριν οικονομίας, «υπομαλάσσουσα
τας των δυτικών... θηριώδεις ορμάς και επιβουλάς» και προς προσέλκυσή των
στην Ορθοδοξία.
4) Η εν
Μόσχα Σύνοδος του 1620/21 αποφάσισε την βάπτιση των επιστρεφόντων Δυτικών. Η «μεγάλη» όμως Σύνοδος του 1666/67 της Μόσχας, στην
οποία έλαβαν μέρος και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ενέκρινε την
απόφαση της εν Κων/λει Συνόδου του 1484, αφού απέρριψε τον (ανα)βαπτισμό των
Δυτικών. Η απόφαση αυτή της Συνόδου εξηγείται από τον Οικονόμο ως εξής: α) Η εν
Μόσχα Σύνοδος θέλησε να μείνει πιστή στη Σύνοδο της Κων/λεως. β) Ο τσάρος
Αλέξιος «εβιάσθη δια περιστάσεις τοπικάς» να ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας
αποφάσεως, λόγω των επιδρομών «των γειτονευόντων λατινοφρόνων Πολωνών και
Λιθουανών, και μάλιστα των εν αυτοίς λεγομένων Ουνιτών». γ) Η Σύνοδος αυτή
δεν ήλθε καθόλου σ΄ αντίθεση με εκείνη
του έτους 1621, διότι εκείνη μεν «εψήφισε κατ΄ ακρίβειαν», αυτή δε «κατά συγκατάβασιν».
Η συγκατάβαση ήταν όμως δυνατή για την ακόλουθη αιτία: Μεταξύ των «πολεμίων»
της Ρωσίας υπήρχαν Ουνίτες, οι οποίοι είχαν δεχθεί «το γνήσιον της Εκκλησίας
βάπτισμα». Έτσι η Σύνοδος «συνήψεν ορθώς προ τη συγκαταβάσει και την
ακρίβειαν», ώστε ούτε των προσερχομένων Ουνιτών το βάπτισμα να
«δευτερώνεται», και τους λατίνους να προσελκύσει ευκολότερα, κατά το παράδειγμα
του Μάρκου του Ευγενικού. δ) Η συγκατάβαση περιορίσθηκε μέσα στην Ρωσία και δεν
εφαρμόσθηκε στα υπόλοιπα Πατριαρχεία, καθώς δεν είχε λάβει, άλλωστε, καθολικό
χαρακτήρα και η απόφαση του 1484.
5) Ο
Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, παρ΄ ότι δέχεται την «συγκαταβατικήν διάγνωσιν» του
Μάρκου του Ευγενικού, τάσσεται «κατ΄ ακρίβειαν» υπέρ της βαπτίσεως των Λατίνων.
6) Η
απάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ΄ προς τον τσάρο Μ. Πέτρο κατά
το έτος 1718, δηλαδή «δια μόνου χρίσματος» αποδοχής των Λατίνων,
απέβλεπε μόνον στην εν Ρωσία κατάσταση και «την εσωτερικήν ειρήνην του...
πολυεθνούς εκείνου κράτους της Ορθοδοξίας».
7) Την
βάπτιση των Λατίνων αποφάσισε και επέβαλε, τελικώς, η επί Κυρίλλου Ε΄ Σύνοδος
της Κωνσταντινουπόλεως (1755), παρά την απόφαση του
1484. Ο Όρος της συνόδου, υπογραφείς και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και
Ιεροσολύμων, εξακολουθεί να είναι η τελευταία επίσημη απόφαση, για το ζήτημα,
της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ως προς την εφαρμογή του δε
κατά τον ιη΄ αιώνα σημειώνει ο Νεόφυτος: «Σημειούσθω δε μοι επί τούτοις, της
ερχομένης γενεάς ένεκα», ότι, ως προς τους Λατίνους, ενώ «ο Εφέσσου»
«υπεσταλμένως» και ο «Σμύρνης αναφανδόν εβάπτιζε», ο Κύριλλος ο Ε΄ όρισε
«πάντας βαπτίζεσθαι». Μετά δε τον Κύριλλο ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Σωφρόνιος Β΄ (1774-1780) «συνάμα Λατίνοις και τους εξ Αρμενίων, Αρειανούς τε
φημί και Νεστοριανού, αυτός τε προσερχομένους εν τη Μεγάλη Εκκλησία παρρησία
βαπτίζει, και τους απανταχού τα αυτά ποιείν τω καθ΄ εαυτόν υποδείγματι παρεσκεύασε». Και είναι γνωστό ότι και ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Προκόπιος (1785-1789) εφάρμοσε τον Όρο και στους επιστρέφοντες Ουνίτες το 1786.
Από την ανωτέρω ιστορικά αναδρομή,
με βάση την μαρτυρία των συγγραφέων μας, αποκομίζουμε μια εικόνα αρκετά
διαφορετική από ‘κείνη, την οποία μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Έτσι κατά τον Ι.
Καρμίρη «αι ολίγαι (sic) περιπτώσεις αναβαπτισμού Λατίνων εξηγούνται
εκ της οξύνσεως των παθών κατά την εποχήν των Σταυροφοριών και εξ αμφιβολιών
Ορθοδόξων τινών (sic) περί της κανονικότητος και εγκυρότητος του δια
ραντισμού βαπτίσματος των Λατίνων, όπερ είχε γενικευθεί τότε εν τη Δύσει». Κατά τους συγγραφείς μας, όμως, ο (ανα)βαπτισμός των
Δυτικών αποτελούσε ουσιαστικώς τον κανόνα. Η μεν πολιτική απειλή από την Δύση
είχε ως συνέπεια την εφαρμογή της οικονομίας στην Ανατολή και όχι της
ακριβείας, η τυχόν δε χρήση της οικονομίας από τους Ορθοδόξους είχε ως αναγκαία
δογματικοκανονική προϋπόθεση την μέχρι και τον ιη΄ αιώνα ύπαρξη στη λειτουργική
πράξη και του κανονικού βαπτίσματος στην Δύση, δηλαδή τον φόβο «δευτερώσεώς»
του. Βεβαίως και στις δυο ανωτέρω απόψεις διαβλέπουμε κάποια «τάση». Έτσι η μεν
πρώτη αποβλέπει στην δικαίωση της οδού της οικονομίας, η δε δεύτερη εκείνης της
ακριβείας. Μάλλον δε με τον συνδυασμό και των δύο βοηθούμεθα στην ανεύρεση της
αληθείας.
Στην συνάφεια, όμως ανακύπτει
αναπόφευκτα το ερώτημα, κατά πόσο τεκμηριώνεται ιστορικά η ερμηνεία των
θεολόγων μας. Έτσι, βασική τους θέση είναι ότι ο (ανα)βαπτισμός των λατίνων δεν
επιβλήθηκε εξ αρχής, διότι μέχρι την εν Τριδέντω Σύνοδο κρατούσε στην Δύση,
πλην της καινοτομίας, και η κανονική μορφή του βαπτίσματος, και υπήρχε έτσι
κίνδυνος «δευτερώσεώς» του. Το πρόβλημα καθίστατο ασφαλώς οξύτερο καθ’
όσον αφορά στους λατινίσαντες ορθοδόξους (Ουνίτες), και κυρίως κατά την
επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Να όμως πως εξηγεί τη στάση της Ορθοδοξίας ο
γνωστός ιστορικός της Τουρκοκρατίας Steven Runciman. «Το πρόβλημα, λέγει,
εμφανιζόταν συχνά εξ αιτίας των Ελλήνων, που είχαν γεννηθεί σε ενετικά εδάφη,
όπως ήταν τα νησιά του Ιονίου, και οι οποίοι, είτε επειδή ήρθαν να
εγκατασταθούν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε επειδή είχαν νυμφευθεί
ορθόδοξες γυναίκες, ήθελαν να επανέλθουν στην Εκκλησία των προπατόρων τους». Έτσι πρώτη η Σύνοδος του 1484 ανέλαβε να ρυθμίσει
το ζήτημα, αφού εφάρμοσε την οικονομία, παρά την καταδίκη της λατινικής
καινοτομίας. Έτσι αποφευγόταν οπωσδήποτε ο κίνδυνος «δευτερώσεως» του
κανονικού βαπτίσματος. Εν τούτοις η απόφαση αυτή δεν έγινε καθολικά δεκτή,
διότι προφανώς εξαπλωνόταν μέρα με τη μέρα η καινοτομία των Δυτικών ως προς το
βάπτισμα. Έτσι συνεχίζει ο Runciman: «Όσο περνούσε ο καιρός, γεννήθηκαν
αμφιβολίες αν αυτό (δηλ. η οικονομία) ήταν αρκετό... Αυτές οι αμφιβολίες
δεν είχαν απλώς προκληθεί από την αντιπάθεια προς τους Λατίνους, αν και αυτό το
κίνητρο ασφαλώς δεν απουσίαζε, αλλά και από μια ειλικρινή υποψία, ότι το
λατινικό τυπικό του βαπτίσματος δεν ήταν κανονικώς ορθό».
Έτσι εξηγείται η βαθμιαία αποσιώπηση της αποφάσεως του 1484 μεταξύ των
Ορθοδόξων, και μάλιστα στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και το
(τόλμημα) του Κυρίλλου Ε’ και των οπαδών του να προβούν ουσιαστικώς και
επισήμως στην κατάργηση της αποφάσεως εκείνης με τον όρο του 1755, με την
συναίνεση μάλιστα και των πατριαρχών της Ανατολής. Και μόνον ο Όρος του 1755
αποδεικνύει ότι δεν ήταν «ολίγοι» εκείνοι, που μετά το 1484 «ανεβάπτιζαν» τους
Λατίνους.
Εξ άλλου βεβαιώνεται ιστορικά ότι η
στάση απέναντι στο πρόβλημα τούτο μερικών Πατριαρχών και γενικώς Αρχιερέων,
δηλ. των υπευθύνων εκκλησιαστικών προσώπων (και στην πράξη επισήμων διοικητικών
οργάνων), υπήρξε συνήθως ηπιότερη εκείνης των θεολόγων της Τουρκοκρατίας, του
Κλήρου και του Λαού, και ιδιαίτερα των Μοναχών. Ο St.
Runciman παρέχει ικανοποιητικά στοιχεία, ώστε να σχηματίσουμε στο σημείο τούτο
σαφή εικόνα. Έτσι αναφερόμενος στην απάντηση του Πατριάρχη Ιερεμία Γ΄ προς τον
Μ. Πέτρο (1718), η οποία συνιστά στον τελευταίο τη μη εφαρμογή του
(ανα)βαπτισμού των δυτικών, παρατηρεί: «Αλλά λέγοντας αυτό ο Ιερεμίας δεν
μιλούσε για λογαριασμό του συνόλου της Εκκλησίας του. Είχε με το μέρος του τους
Φαναριώτες αριστοκράτες και διανοουμένους, οι οποίοι υπερηφανεύονταν για την
δυτική τους παιδεία και για την απαλλαγή τους από θρησκοληψίες, και το
μεγαλύτερο μέρος της ανώτερης ιεραρχίας, ανθρώπων, που πολλοί απ’ αυτούς
όφειλαν τις θέσεις τους στην επιρροή των Φαναριωτών και πολλοί προέρχονταν από
τα νησιά του Ιονίου, όπου οι ορθόδοξοι είχαν καλές σχέσεις με τους καθολικούς
και ο προσηλυτισμός ήταν συχνός. Αυτοί δεν έβλεπαν την ανάγκη να μεταβληθεί το
σύστημα που υπήρχε». Δεν υπήρχαν άρα σ’ αυτούς οι
εσωτερικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν ορθοδόξως τα πράγματα.
Είναι δε γνωστό, που οδηγεί ο συνεχώς αυξανόμενος συγχρωτισμός ορθοδόξων και
δυτικών, σε ποια δηλαδή άμβλυνση των ορθοδοξοπατερικών κριτηρίων, και τούτο με την ανοχή και προτροπή κάποτε-κάποτε των
τοπικών Αρχιερέων στις λατινοκρατούμενες περιοχές. Δεν θα πρέπει, άρα, να
παραβλεφθεί και εδώ η αξιωματική αρχή, ότι μόνον των αυθεντικώς ορθοδόξων, δηλ.
των θεοπτών Αγίων, οι ενέργειες συνιστούν έκφραση της ορθόδοξης
αυτοσυνειδησίας.
π. Γ.
Μεταλληνοῦ, Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ζ΄ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ Β΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΩΝ/ΝΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟ (συμβολή στην
ιστορικοκανονική θεώρηση του προβλήματος περί του κύρους του δυτικού
βαπτίσματος)
Έκδοση Β΄επηυξημένη - Μεταφορά στην Νέα Ελληνική:
Αθανάσιος Σ. Λαγουρός, Εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Αθήνα 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.