Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Η Σύνοδος της Καρχηδόνας και η αρχή της «ακριβείας-οικονομίας»

 Ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνας τοῦ 256 μΧ ἐπὶ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ἁγ. Κυπριανοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «ἀκριβείας-οἰκονομίας»′*

 - π. Ἀναστάσιος K. Γκοτσόπουλος



Ἡ Σύνοδος τῆς Καρχηδόνας τοῦ 256 μΧ
ἐπὶ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ἁγ. Κυπριανοῦ
καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς «ἀκριβείας-οἰκονομίας»*

Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος  K.  Γκοτσόπουλος

Πάτρα,  16 Σεπτεμβρίου  2018
Μνήμη Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ,
ἐπισκόπου Καρχηδόνος


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἕνα σοβαρὸ ζήτημα ποὺ ἀπασχολεῖ τὴ θεολογία καὶ τὴν ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς πρώτους μεταποστολικοὺς χρόνους εἶναι ἡ ἔνταξη στοὺς κόλπους της ὅσων ἀνῆκαν σὲ αἱρετικὲς καὶ σχισματικὲς κοινότητες καὶ συνακόλουθα ἡ ἐγκυρότητα τῶν  “μυστηρίων” ποὺ τελοῦνται σὲ αὐτὲς τὶς κοινότητες. Ἡ Ἐκκλησία μὲ κανονικὲς ἀποφάσεις Πατέρων, Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ ἐξέφραζαν τὴν ἐκκλησιολογία της ἔδωσε λύση στὸ ζήτημα αὐτὸ ἀσκώντας κατὰ περίπτωση τὴν ἀκρίβεια ἢ τὴν οἰκονομία. Παρ’ ὅλα αὐτὰ, στὶς μέρες μας τὸ ζήτημα ἐπανέρχεται μὲ ἄλλη μορφὴ καὶ σκοποθεσία στὰ πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Ἐνῶ στοὺς πρώτους αἰῶνες τὸ ζήτημα περιοριζόταν μόνο ὡς πρὸς τὸν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση δὲν τίθεται κἂν θέμα εἰσδοχῆς στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ –διότι κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ οἱ ἑτερόδοξοι ἀνήκουν πραγματικὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ–  ἀλλὰ ἀναγνωρίσεως τῆς ὑπάρξεως τελετουργικῆς τῶν Μυστηρίων Θ. Χάριτος καὶ συνεπῶς καθαρτικῶν, φωτιστικῶν καὶ θεοποιῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὶς αἱρετικὲς Κοινότητες - “ἐκκλησίες”.

Ἔτσι, γιὰ τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν προσδιορίζονται ἀπὸ τὴν Θ. Εὐχαριστία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ βάπτισμα. Δηλαδή, ὅσοι ἔχουν δεχθεῖ βάπτισμα στὸ Ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος σὲ ὁποιαδήποτε χριστιανικὴ Κοινότητα εἶναι κανονικὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἀνεξάρτητα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ποὺ πρεσβεύει ἡ θρησκευτική τους κοινότητα-«ἐκκλησία» («βαπτισματικὴ θεολογία»). Αὐτὸ ἔχει σοβαρὲς ἐκκλησιολογικὲς συνέπειες, μὲ τὴν πλέον καθοριστική, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι πλέον ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ («ἀποκλειστικὴ ἐκκλησιολογία»), ἀλλὰ ὅλες οἱ Χριστιανικὲς Κοινότητες ποὺ ἔχουν «βάπτισμα» εἶναι κανονικὲς Ἐκκλησίες, ἐμπεριέχονται στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ («περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία») καὶ παρέχουν σωτηρία στὰ μέλη τους, διότι καὶ σὲ αὐτὲς ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική τῶν ἱερῶν Μυστηρίων Θ. Χάρη. Σὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογία θεμελιώνεται ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση.
Συνεπῶς, στὸν Οἰκουμενισμὸ δὲν τίθεται θέμα ἄρνησης, ἀπόταξης τῆς αἵρεσης καὶ ἔνταξης στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι καὶ ἡ αἱρετικὴ κοινότητα («ἑτερόδοξη ἐκκλησία» κατὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης-2016) εἶναι Ἐκκλησία!
Ἀσφαλῶς, ἡ προσέγγιση αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς ἀλλότρια καὶ ἀντίθετη στὴ θεολογία καὶ τὴν ποιμαντικὴ ὁλόκληρης τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης.

1. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ  ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ
Τὸ πρόβλημα τῆς ἐγκυρότητος τοῦ «βαπτίσματος» τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ἀπασχόλησε ἔντονα τὴν Ἐκκλησία τὸν 3ο αἰ. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπὸ τὸν πάπα Στέφανο σὲ Τοπικὴ Σύνοδο διατύπωσε τὴν ἄποψη ὅτι τὸ «βάπτισμα» τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρο καθ’ ἑαυτό, δηλαδή παρέχει Θ. Χάρη, ὅπως τὸ βάπτισμα ποὺ τελεῖ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία καί συνεπῶς δέν ἐπιτρέπεται ὁ [ἀνα]βαπτισμός τῶν προσερχομένων στὴν Ἐκκλησία[1]. Ριζικὰ ἀντίθετος ἦταν ὁ Ἅγ. Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, ὁ πρῶτος μεγάλος Δυτικὸς Πατέρας καὶ Θεολόγος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τοὺς Ἀποστ. -46, -47, -50 καὶ -68, τὶς ἀποφάσεις τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἐπὶ Ἀγριππίνου Συνόδου (220μΧ) καὶ ταυτιζόμενος θεολογικὰ μὲ τὶς μικρασιατικὲς Ἐκκλησίες[2] θεωροῦσε ἐντελῶς ἀνυπόστατα ὅλα τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν.
Ἡ ἄποψη αὐτή, ὅτι τὸ «βάπτισμα» τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατο καὶ  δὲν παρέχει σῴζουσα Θ. Χάρη, ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὶς τρεῖς Τοπικὲς Συνόδους τῆς Β. Ἀφρικῆς ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ: Φθινόπωρο 255 (31 ἐπίσκοποι), Ἄνοιξη 256 (71 ἐπίσκοποι), καὶ Σεπτέμβριο 256 (85 ἐπίσκοποι). Ὁ κανόνας τῆς Συνόδου τοῦ 255μΧ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὶς δύο ἑπόμενες (Ἄνοιξη καί Σεπτέμβριος 256 μΧ) και χαρακτηρίζεται ὡς Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης ἢ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ[3].

2. Ο ΚΑΝΟΝΑΣ  ΤΗΣ  ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
Ὁ Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος εἶναι ἀπολύτως σαφής καί κατηγορηματικός: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ δὲν ὑπάρχει ἔγκυρο βάπτισμα οὔτε ἄλλα μυστήρια ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ τελετουργική τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος δὲν ἐνεργεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, στὸ χῶρο τῆς αἱρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος. Σύμφωνα μὲ τὴ συνοδική ἀπόφαση στήν αἵρεση καί στό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
·        τό μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»),
·        τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
·        τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
·        τῆς Ἱερωσύνης («Πῶς δέ εὔξεται ὑπέρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχί ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καί ἁμαρτωλός;»)
·        τοῦ Βαπτίσματος («μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος»). 
·        Δέν ὑπάρχουν, λοιπόν, στήν αἵρεση μυστήρια, διότι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία: «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν»,  «ἁγιᾶσαι δέ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι».
Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί πλήρους ἀκυρότητος τῶν «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν, ὅπως συμβαίνει μὲ ἄλλους σχετικοὺς κανόνες (Ἀποστ-46, -47, -50 καὶ -68), ἀλλὰ προβαίνει σὲ ἐκτενέστατη θεολογικὴ ἀνάλυση καὶ αἰτιολόγηση ποὺ ἑδράζεται στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Μάλιστα, ἐπεξηγώντας τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν ὁρίων»[4] τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες της Συνόδου ταυτίζονται ἀπολύτως ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο[5]  πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια («Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτός,  καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι»).

3. ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Ἡ σαφὴς καὶ θεολογικὰ τεκμηριωμένη ἀπόφαση τῆς Συνόδου «ἀποσταλεῖσα πρὸς δεκαοκτώ ἐν Νουμηδίᾳ ἐπισκόπους» ἐξόργισε τὸν πάπα Στέφανο ὁ ὁποῖος ἀπέσχισε τὴν Ἐκκλησία τῆς Β. Ἀφρικῆς καὶ ἀπεκήρυξε τὸν Ἅγ. Κυπριανὸ χαρακτηρίζοντάς τον «ψευδόχριστο καὶ ψευδαπόστολο καὶ δόλιον ἐργάτην»! Ὁ Ἅγ. Κυπριανὸς σὲ ἐπιστολή του σχολιάζοντας τὴν καταδίκη του ἀπὸ τὴ Ρώμη ἀναφέρεται στὴ στάση τοῦ πάπα Στεφάνου καὶ ὁμιλεῖ γιὰ «πλάνην αὐτοῦ, … τυφλότητα ψυχῆς, διαστροφὴ» καὶ «σκληρὸν πεῖσμα τοῦ ἀδελφοῦ ἡμῶν Στεφάνου [ποὺ] ἔχει ἐκσπάσει τοσοῦτον».
Καὶ ὅμως, παρὰ τὴν τόσο κατηγορηματικὴ ἄρνηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς «μεγαλωνύμου Ρώμης» καὶ τοῦ πάπα Στεφάνου νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἔκανε ἀποδεκτὴ τὴ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καὶ τῆς ὑπ’ αὐτὸν Συνόδου καί ὄχι τῆς Ρώμης. Τὴ θεολογικὴ θέση τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ συμμερίστηκε ὁ Καισαρείας Ἅγ. Φιρμιλιανός καὶ ἀργότερα ὁ Μ. Βασίλειος τὴν ἐπικροτεῖ στὴν κανονικὴ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἅγ. Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου (κανόνες Βασιλ-1, -47), προσφέροντας μάλιστα καὶ πρόσθετη θεολογικὴ αἰτιολογία[6].
Οὐσιαστικὰ ὁ Κανόνας τῆς Καρχηδόνος συνοψίζει τὴ μέχρι τότε ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ἐκφράζει τὴ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἐπικύρωσή του ἀπὸ Πατέρες, Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους ἐκφράζει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἑνιαῖο φρόνημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι περιελήφθη στὸ  «Σύνταγμα εἰς ιδ΄ τίτλους» (τίτλ. ΙΒ΄, κεφ. ΙΔ΄)[7] πού ἦταν τὸ «Πηδάλιο» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως (550-600 μ.Χ.). Τὸ πλέον καθοριστικό ὅμως εἶναι ὅτι τὸν ἐπικύρωσε ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική (Πενθέκτη) (692 μ.Χ.) μὲ τὸν 2ο κανόνα (Στ-2) προσδίδοντάς του ἔτσι οἰκουμενικὸ κῦρος,  καθώς καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ στὸν 1ο Κανόνα (Ζ-1) πού ἀναφέρεται, στοὺς κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων ποὺ ἐγκρίθηκαν ἀπὸ τὶς ἕξι Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἐπίσης, ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ περιλαμβάνεται στὴν ἔκδοση τοῦ «Νομοκάνονα» τοῦ Μ. Φωτίου (883 μΧ), πού εἶναι ἐπενέκδοση τοῦ «Συντάγματος εἰς ιδ΄ τίτλους»[8].
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Νικόδημο Ἁγιορείτη, ἀκόμα καὶ ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὸν 7ο κανόνα της ἐπικύρωσε τὸν Κανόνα τῆς Καρχηδόνος μὲ τὸ νὰ παράσχει τὴν κατ’ οἰκονομία εἰσδοχὴ μόνο σὲ ὁρισμένους αἱρετικούς, ὑπονοώντας ὅτι στὶς λοιπές τῶν περιπτώσεων ἐπιβάλλεται ἡ βάπτιση.

4. ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ  ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ
Ἐπειδὴ ὁ Κανόνας τῆς Καρχηδόνος δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἐκτός τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ συνακόλουθα καταρρίπτει τὴν καινοφανῆ «βαπτισματικὴ θεολογία» καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς «περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία» τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, εἶναι ἀναμενόμενο νὰ τεθεῖ στὸ στόχαστρο τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ προσβάλουν τὸ οἰκουμενικὸ κῦρος του καὶ νὰ τὸν παρουσιάσουν ὡς προσωπικὴ ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ποὺ δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία[9]. Ἐπικαλοῦνται πρὸς τοῦτο μία ἐπισήμανση τοῦ Στ-2.
Ὁ Στ-2 ἀναφερόμενος στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν.....κανόνας. Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας, τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ... ἔτι μήν... ἔτι μήν... ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ’ αὐτόν συνόδου ἐκθέντα κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅμως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπὸ τὴν Πενθέκτη, διότι:
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε οὐσιαστικὰ ἀναγνωρίσει οἰκουμενικό κῦρος στόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ πρό τῆς ἐπικυρώσεώς του ἀπό τόν Στ-2. Ὁ Κανόνας ἦταν ἐνταγμένος στό «Σύνταγμα εἰς ιδ΄ τίτλους», πού ἦταν τό ἐν χρήσει «Πηδάλιο» τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τά μέσα τοῦ 6ου αἰ. καί μάλιστα βάσει αὐτοῦ ἐξέδωσε ἡ Πενθέκτη τόν Στ-2[10]. Ἀν δέν ἀποδεχόταν τὸ περιεχόμενό του τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιατί τόν εἶχε ἐντάξει στό “Σύνταγμά” του ἀπό τόν 6ο ἤδη αἰ.;  Γιατί τὸν μνημονεύει ὁ Κωνσταντινουπόλεως Μ. Φώτιος στὸν «Νομοκάνονά» του;
2. Ἄν ἡ Πενθέκτη ἔκρινε ὅτι δέν τήν ἐξέφραζε ὁ κανόνας αὐτός, ἁπλῶς δέν θά τόν ἀνέφερε, ὅπως ἔκανε μέ πολλούς ἄλλους κανόνες Συνόδων καί Πατέρων. Αὐτό μάλιστα ἦταν πολύ εὔκολο, γιατί εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος καί τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Πενθέκτη διόρθωσε καί κατήργησε ἄλλους κανόνες, χωρίς νά φεισθεῖ τῆς αὐθεντίας σημαντικῶν προσώπων ἤ Τοπικῶν Συνόδων (π.χ. ὁ Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, ὁ Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), ὁ Στ-16 ἀκυρώνει ρητῶς τόν Νεοκαισ-15).
3. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὁ κανόνας τῆς Καρχηδόνος δέν εἶναι ὁ μοναδικός πού ἀναφέρεται στήν ἀκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Συμφωνοῦντες καί «συμφρονοῦντες» μέ αὐτόν εἶναι οἱ Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τοῦ Μ. Βασιλείου (1ος καί 47ος), ὁ ὁποῖος τόν μνημονεύει καί προσφέρει μάλιστα καί πρόσθετη θεολογική αἰτιολογία ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατο. Εἶναι σημαντικό ὅτι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω κανόνες ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τούς Στ-2 καί Ζ-1 χωρίς καμία ἐπιφύλαξη, ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος.
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς καὶ ἀρνοῦνται κατηγορηματικὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν “μυστηρίων” τῶν αἱρετικῶν καί κατά συνέπεια δέν παρέχουν δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
i. Ἀποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
ii. Ἀποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
iii. Ἀποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, μή τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ’  ἕν βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τόν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
iv. Ἀποστ-68: «Εἰ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω καί αὐτός, καί ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίῃ, ὅτι παρά αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
4. Ἄξιο ἰδιαιτέρας ἐπισημάνσεως εἶναι ὅτι ὁ Κανόνας τῆς Καρχηδόνος, οἱ Ἀποστολικοί καὶ οἱ Βασιλ-1 καὶ -47 γιά νά αἰτιολογήσουν τή θέση τους προβάλλουν σαφῆ καί ἐκτεταμένη θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἐπιχειρηματολογία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν κανόνα της Καρχηδόνος δέν προσπαθεῖ κἂν νά ἀντιμετωπίσει ἤ νά ἀναιρέσει τή θεολογική τους αἰτιολόγηση, ὅπως κάνει σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἀκυρώσεως κανόνων ἥσσονος σπουδαιότητος (π.χ. ὅταν μέ τόν Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, μέ τόν Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), μέ τόν Στ-16 ἀκυρώνει τόν Νεοκαισ-15).
5. Τέλος, νομίζουμε, ὅτι δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ὅτι ὁ Στ-2 μετά ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐπικύρωση τοῦ κανόνα σημειώνει: «καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινῶν συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῷ κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’ αὐτοῦ, ἐν ὦπερ πταίει θεραπευόμενος». Καί ἄν αὐτό δέν ἔγινε ἀπολύτως συνειδητά ἀπό τούς Πατέρες, ποιός μπορεῖ νά ἀποκλείσει ὅτι καί σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τῆς συνοδικῆς διαπιστώσεως ὅτι «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα» (Ζ-1);
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος τοῦ κανόνα καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες σημειώνει ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τῆς Καρχηδόνος ὡς κανόνα οἰκουμενικοῦ κύρους: «Δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ "µυστήρια" πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας. Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν "µυστήριο" ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα "ἐκκλησιαστικά" ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[11]. 

5.  ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πῶς ὅμως ἑρμηνεύεται ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε»; Ὁ Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης εἶναι ἀπολύτως σαφής: Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «δύο εἴδη κυβερνήσεως καὶ διορθώσεως φυλάττονται εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τὸ ἓν εἶδος ὀνομάζεται ἀκρίβεια, τὸ δὲ ἄλλο ὀνομάζεται οἰκονομία καὶ συγκατάβασις, μὲ τὰ ὁποῖα κυβερνοῦσι τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μὲν μὲ τὸ ἕνα, πότε δὲ μὲ τὸ ἄλλο»[12].
Ἡ δυνατότητα ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία νὰ χρησιμοποιεῖ πότε τὴν ἀκρίβεια καὶ πότε τὴν οἰκονομία ἑρμηνεύει καὶ  τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε τόν κανόνα τῆς Καρχηδόνος, τούς Ἀποστ-46, -47, -50, -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Β-7[13] καί ἀργότερα ἡ  Πενθέκτη μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐπικύρωσε τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική τῶν μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ–πάπα Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη δέν ἐπικύρωσε τὶς ἀπόψεις τοῦ πάπα Στεφάνου ἀλλὰ προσέδωσε οἰκουμενικὸ κῦρος στὸν κανόνα τῆς Καρχηδόνας καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ὁ Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλῃ  τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογική ἀκρίβειατό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική οἰκονομίατό ἔθος» τῶν πατέρων). Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀξίζει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ δυνατότητα ποὺ δίνει ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 στὴν Ἐκκλησία τῆς Καρχηδόνος νὰ ἐφαρμόζει τὴν ἀκρίβεια, δηλ. νὰ βαπτίζει ὅλους τούς αἱρετικοὺς ποὺ προσέρχονταν στὴν Ἐκκλησία, καταδεικνύει ὅτι καὶ ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ δὲν ἀναγνωρίζει ὡς κανονικὸ καὶ ἔγκυρο τό αἱρετικὸ βάπτισμα, διότι εἶναι ἀνεπίτρεπτο νὰ ἐπιτρέπεται ὁ πραγματικὸς ἀναβαπτισμὸς τῶν κανονικῶς βαπτισμένων στὴν αἵρεση, ὅταν κάτι τέτοιο ἀπαγορεύεται ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἀπὸ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση (Ἐφεσ. 4, 5, Ἀποστ-47, Σύμβολο Πίστεως).
Συμπερασματικά, νομίζουμε ὅτι ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική ἐντάσσοντας τόν Κανόνα τῆς Καρχηδόνος στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος τή θεολογία του (ἀκυρότητα τῶν αἱρετικῶν “μυστηρίων“, μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») ἔδωσε τὴ δυνατότητα περιορισμοῦ τῆς ἰσχύος-ἐφαρμογῆς του, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία ὅπου καί ὅταν χρειάζεται νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν.

6.  Η ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΡΑΞΗ  ΔΕΝ ΑΝΑΙΡΕΙ  ΤΗΝ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅμως, ὅτι ἐνῶ οἱ κανόνες πού ἀπορρίπτουν τό αἱρετικό «βάπτισμα» παρέχουν σύντομη ἤ πολύ ἐκτεταμένη θεολογική αἰτιολόγηση, οἱ κανόνες πού προτείνουν τήν οἰκονομία στήν εἰσδοχή τῶν πρώην αἱρετικῶν δέν προβάλλουν θεολογική αἰτιολόγηση. Εἶναι κατ’ οἰκονομία.  αὐτό καί μόνο ἀρκεῖ. Ἡ μόνη αἰτιολόγηση προέρχεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο: «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν… Ἐάν μέντοι μέλλῃ τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο. Ὑφόρομαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν» (Βασιλ-1). Κανένας θεολογικός-ἐκκλησιολογικός λόγος, μόνο ἡ ποιμαντική ἀνάγκη τῆς σωτηρίας διά τῆς μετοχῆς στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’  ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει μετανοήσει καί φύγει ἀπό τήν αἵρεση. 
Ἡ κανονικὴ παράδοση καὶ ἡ πατερική διδασκαλία δέν ἑρμηνεύουν τήν κατ’ οἰκονομία πράξη, οὔτε ὅταν ἀναφέρονται στήν εἰσδοχή τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν οὔτε στίς περιπτώσεις τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν κληρικῶν (Ζ΄ Οἰκουμενική).
Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀποφάσισε κυριαρχικῷ δικαιώματι νά ἐντάσσει στούς κόλπους της τούς μετανοημένους αἱρετικούς, χωρίς νά τούς βαπτίζει, χωρίς ὅμως νά πολυπραγμονεῖ σχολαστικά σέ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις. Κυρίως ὅμως, ποτὲ δὲν ἀναγνώρισε ὡς βαπτισμένους αὐτοὺς πού παραμένουν ἀμετανόητοι στήν αἵρεση. Διότι οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τήν οἰκονομία γιά νά ἀφήσει τόν ἄνθρωπο στήν πλάνη καί τήν αἵρεση, ἀποκοιμίζοντάς τον ὅτι δῆθεν δέν ὑπάρχει πρόβλημα νά παραμένει στήν αἵρετική Κοινότητα, γιατί καὶ ἐκεῖ, τάχα, ἐνεργεῖ ἡ σωτήριος Χάρις τοῦ Πνεύματος Αὐτό δέν εἶναι ποιμαντική οἰκονομία, ἀλλά ἀπάνθρωπη συμπεριφορά καί ἀσυγχώρητη κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλασφημία.
Ἐπίσης, οὔτε ὁ Μ. Βασίλειος οὔτε οἱ Κανόνες οὔτε οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προσπαθοῦν μέ τήν κατ’ οἰκονομία πράξη νά ἀκυρώσουν βασικές ἐκκλησιολογικές ἀρχές (ἀνυπαρξία τελεσιουργικῆς τῶν μυστηρίων Θ. Χάριτος στήν αἵρεση, ἀνυπαρξία ἱερῶν Μυστηρίων ἐκτός Ἐκκλησίας, διάκριση Ἐκκλησίας-αἵρεσης, ἀλήθειας-πλάνης κοκ). Ποτέ! Ὅπως στή σημερινή ἐκκλησιαστική πράξη, ἡ κατ’ οἰκονομία τέλεση ἀεροβαπτίσματος ἀπό Ὀρθόδοξη νοσηλεύτρια δέν ὑπονοεῖ ὅτι ἡ νοσηλεύτρια ἔχει τήν εἰδική ἱερωσύνη οὔτε μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικό προηγούμενο γιά τή διεκδίκηση ἱερωσύνης τῶν γυναικῶν, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἦταν ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες οἱ αἱρετικοί νά διεκδικήσουν ἐγκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τους, ὅπως προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν οἱ θεολόγοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης) (Πρόεδρος τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προσυνοδικῆς Διασκέψεως-1986) σημειώνει σχετικά: «ἄλλο εἶναι τό θέμα τῆς κατἀρχήν καί ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν καθἑαυτά, καί ἄλλη εἶναι περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων  στήν Ὀρθοδοξία ἑτεροδόξων μέ τά μυστήρια πού ἒχουν δεχθεῖ στήν ἑτερόδοξη ἐκκλησία, ἀπό τήν ὁποία προέρχονται»[14]Εἶναι σαφής ἐπαὐτοῦ καί ἡ ἀπόφαση τῆς Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς (1971), ἡ ὁποία στό κείμενο « οἰκονομία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» εὔστοχα σημειώνει: « Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία  ἀποβλέπει… α) εἰς τήν διατήρησιν κατά πρῶτον καί κύριον λόγον τῆς ἑαυτῆς πίστεως καί διδασκαλίας τελείως ἀνοθεύτου καί ἀνεπηρεάστου ἐκ τῆς κατοἰκονομίαν τοιουτοτρόπου συγκαταβάσεως αὐτῆς πρός τούς ἔξω.Διότι οὐ συγχωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, καί τότε τάς οἰκονομίας ὀρθός λόγος μεταχειρίζεται, ὅτε τό δόγμα τῆς εὐσεβείας οὐδέν παραβλάπτεται” (Εὐλόγιος Ἀλεξ. PG 103, 953)»[15]. Δηλαδή,  ἡ κατ΄ οἰκονομία πράξη γιά τήν εἰσδοχή πρώην αἱρετικῶν δέ μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογικό προηγούμενο γιά τήν τροποποίηση, οὐδέ στό ἐλάχιστο, τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
  ἐπικύρωση τοῦ Κανόνα τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ὁποία ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο σὲ αὐτὴ ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική τῶν Μυστηρίων Χάρις τοῦ Πνεύματος, εἶναι ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.

Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος  K.  Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν




*       Τὸ παρὸν ἂρθρο συντάχθηκε ὡς συμμετοχή στή δημόσια πρόσκληση τῆς ἀξιόλογης ρωσικῆς ἱστοσελίδας «ПРАВОСЛАВНЫЙ АПОЛОГЕТ» (https://apologet.spb.ru/ru/3309-hieromartyr-cyprian-in-256.html).
[1]  Γιὰ τὴ βιβλιογραφικὴ τεκμηρίωση τῶν ἱστορικῶν ἀναφορῶν, βλ. αναστ. Γκοτσοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ ἐπίσκοπός της στὰ πρακτικὰ καὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, 2016, σ. 330-334.
[2]  Στὴ Μ. Ἀσία δύο Σύνοδοι, ἐν Συνάδοις καὶ Ἰκονίῳ (περὶ τὸ 200 μΧ) εἶχαν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ κῦρος τοῦ «βαπτίσματος» τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Ἀλεξανδρείας Διονύσιος  γράφει στὸν πρεσβύτερο Φιλήμονα: «Μεμάθηκα καὶ τοῦτο ὅτι μὴ νῦν ἐν Ἀφρικῇ μόνον τοῦτο παρεισήγαγον, ἀλλὰ καὶ πρὸ πολλοῦ κατὰ τοὺς πρὸ ἡμῶν ἐπισκόπους ἐν ταῖς πολυανθρωποτάταις ἐκκλησίαις καὶ ταῖς συνόδοις τῶν ἀδελφῶν, ἐν Ἰκονίῳ καὶ Συνάδοις  καὶ παρὰ πολλοῖς, τοῦτο ἔδοξε», Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 7, 7. PG  20, 649.  
[3] Ἀναλυτικότερα, π. μενεβισογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 625,
[4]  Σύντομη βιβλιογραφία γιὰ τὸ ζήτημα τῶν «ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας» βλ. αναστ. Γκοτσοπούλου, ὃ.π. σ. 332, ὑποσ. 256.
[5] Εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν ἀναφερόμαστε στὴ δημιουργική, συνεκτικὴ καὶ προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρη τὴ δημιουργία, ἀκόμα καὶ στὴν ἄλογη κτίση, ἀλλὰ στὴν τελετουργική τῶν ἱερῶν μυστηρίων, τὴν καθαρτική, τὴ φωτιστικὴ καὶ τὴ θεωτικὴ Χάρη Του ποὺ ἐνεργεῖ μόνο στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Ἀναλυτικότερα βλ. π. χίρς, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσσαλονίκης, 2014, σ. 189-202. 
[6]  Ἀναλυτικότερα, ὅπου καὶ σχετικὴ τεκμηρίωση βλ. αναστ. Γκοτσοπούλου, ὃ.π., σ. 332-334.
[7]  ράλλη-ποτλή, Σύνταγμα…, ἔκδ. Ρηγόπουλου, 2002, τ. Α΄, σ. 273. Ἀναλυτικότερα π. μενεβισογλου, ο.π., σ. 81-83, 625. Στὸ χειρόγραφο 172 τῆς Πάτμου (8ος αἰ.) διασώζονται σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση τὰ ἐκτενῆ πρακτικά μὲ τὶς γνῶμες τῶν 85 ἐπισκόπων-μελῶν καὶ ἡ ἐπιστολή τῆς Συνόδου, π. μενεβισογλου, Δύο πολύτιμα χειρόγραφα Ἱερῶν Κανόνων, (Πάτμου 172, Ἀθηνῶν 1372), Ἐπέκταση, 2006, σ. 41-44, 100-101, Εἰρ. Δεληδήμου, «Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν νέαν ἔκδοσιν», ράλλη-ποτλή, ὃ.π., σ. *100-*101.
[8]  ράλλη-ποτλή, ὃ.π., τ. Α΄, σ. *95, 273.
[9] επίσκοπος αβύδου κύριλλος (κατερέλος), «Ἐμπιστεύομαι τὴν Ἐκκλησία», στὸ www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/8579-abudou-kurillos-empisteuomai-tin-ekklisia). Ἀπάντηση: αναστ. Γκοτσοπουλος, «Ὁ οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί τά ἀνύπαρκτα γιά τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογικά διλήμματα», www.impantokratoros.gr/E99BD3B0.el.aspx.


[10]  π. μενεβισογλου, Ἱστορικὴ εἰσαγωγὴ, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ σ. 69-83.
[11] χρυσοστόμου κωνσταντινίδη, Ἡ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων στὶς διαχρονικὲς σχέσεις Ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμού, ἔκδ. Ἐπέκταση, Κατερίνη 1995, σελ. 96.
[12]  νικοδήμου αγιορείτου, Πηδάλιον, ἒκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 53.
[13] Ἐκτενέστατη ἀναφορὰ στὸν Β-7 κανόνα καὶ τὴν ἑρμηνεία του στὴ διαχρονικὴ πατερικὴ παράδοση, τὴν ὁποία συνοψίζουν οἱ Κολλυβάδες Πατέρες καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὸ “βάπτισμα” τῶν Λατίνων, βλ. γ. μεταλληνοσὉμολογῶ ἐν Βάπτισμα, Ἀθήνα 1996. Ἐπίσης, Μητρ. Ναυπάκτου ιερόθεος, «Ἡ Σύνοδος τῶν Τριῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756», http://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/7499-i-sunodos-ton-trion-patriarxon-tou-etous-1756, αναστ. Γκοτσόπουλος, Σχολιασμὸς στὸ κείμενο τς Ε΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Γενεύη 11-17.10.2015), http://www.romfea.gr/pneumatika/6640-sxoliasmos-sto-keimeno-tis-e-panorthodojou-prosunodikis-diaskepseos)]
[14] χρυσοστόμου κωνσταντινίδη,  ὃ.π.,  σ. 184.
[15]  γραμματεία προπαρασκευής της αγίας και  μεγάλησ συνοδου της ορθοδοξου εκκλησιασ, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή 16-28.7.1971, Chambesy Γενεύης, 1973,  σ. 144.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.