Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια (Ε΄ μέρος)


Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἔγκυρα καὶ ἄκυρα μυστήρια

  Ὁ μολυσμός
  Ἡ Ἀποτείχιση τῶν πιστῶν

  Ἡ Οἰκονομία 
 Ε΄ μέρος
Συνεχίζονται, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ σημερινὴ ἀνάρτηση, ἀμείωτος ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων (μὲ ἡγέτη τὸν διωκόμενο Μ. Ἀθανάσιο) ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν συμπαράσταση τῆς ἐξουσίας προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ἐπιβάλλουν τὶς κακοδοξίες τους. Σημαντικότατο ρόλο σ' αὐτὸν τὸν κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἀγώνα, ἔπαιξε ἡ συμπαράσταση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ρώμης.
Ἔτσι, τὸ 343 συνεκλήθη σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων στὴ Σαρδική, ἡ ὁποία ἀποκατέστησε τοὺς παρόντες καθηρημένους Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ πῆρε ἀποφάσεις γιὰ «τὴν οὐσιαστικὴ διασφάλιση τῶν διαδικασιῶν κρίσεως τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 494). Ἡ Σύνοδος αὐτὴ -μὲ παρέμβαση τοῦ Μ. Ἀθανασίου- δὲν συνέταξε νέο Σύμβολο Πίστεως, ἀφοῦ «ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωροῦσε ἀπαράδεκτη τὴν τακτικὴ τῶν ἀρειανοφρόνων, οἱ ὁποῖοι σὲ κάθε τοπικὴ σύνοδο συνέτασσαν σύμβολα πίστεως μὲ σκοπὸ τὴν ἐξουδετέρωση τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 495).
Οἱ ἀρειανόφρονες, τώρα, συνεκάλεσαν «σύνοδο στὴν Ἀντιόχεια (344), ἡ ὁποία καθαίρεσε τὸν Στέφανο καὶ ἐξέλεξε ὡς διάδοχό του τὸν Λεόντιο» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 495). «Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποδέχτηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Σαρδικῆς, οἱ ἀρειανόφρονες τῆς Ἀνατολῆς ἔδειξαν μετριοπάθεια καὶ δὲν ἀντέδρασαν κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὴν Ἀλεξάνδρεια (Ὀκτ. 346), ὅπου ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸ λαὸ μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμό» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 496).
Ἐν τῷ μεταξὺ δυὸ Ἀρειανόφορνες Ἐπίσκοποι, ἐνῶ τὸ 347 ὑποστήριξαν «ἀντι-αρειανικὸ σύμβολο», μετὰ ἀπὸ λίγο ἀνέλαβαν δράση γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Ἀρειανισμοῦ. Γράφει ὁ Φειδᾶς: «Στὴν ἴδια περίοδο δύο γνωστοὶ ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι, οἱ Οὐάλης Μουρσῶν τῆς Παννονίας καὶ Οὐρσάκιος Σιγγιδούνου, ἔλαβαν μέρος στὴ σύνοδο τῶν Μεδιολάνων (347) καὶ ὑποστήριξαν ἀντιαρειανικὸ σύμβολο, τὸ ὁποῖο ἐπέδωσαν στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης Ἰούλιο μαζὶ μὲ τὴν διαβεβαίωση ὅτι δὲν θὰ μετέχουν πλέον σὲ συνόδους ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς, χωρὶς τὴν γνώμη του». Ὅταν ὅμως δολοφονήθηκε ὁ ὀρθόδοξος αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Κώνστας καὶ ἔγινε μονοκράτωρ ὁ Κωνστάντιος, ὁ τελευταῖος «συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τοὺς μετριοπαθεῖς ἀρειανόφρονες ἐπισκόπους Οὐρσάκιο Σιγγιδούνου καὶ Οὐάλη Μουρσῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν πλέον ἡγετικὸ ρόλο γιὰ τὴν δυναμικὴ ἐπιβολὴ τοῦ Ἀρειανισμοῦ ὄχι μόνο στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ στὴ Δύση… Ἐν τούτοις, στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίοδο γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἀρειανισμοῦ ἐπιβεβαιώθηκε ἡ πολλαπλῆ ἐσωτερικὴ διάσπαση τῶν ἀρειανοφρόνων σὲ Ἀνομοίους, Ὁμοίους, Ὁμοιουσιανούς. Οἱ δύο τελευταῖες «παρατάξεις ἀπέκλειαν τὴν παραδοχὴ τοῦ ὅρου “ὁμοούσιος” τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι δὲν ἀναφερόταν στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅτι εὐνοοῦσε σαβελλιανικὲς ἑρμηνεῖες τῆς σχέσεως τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 496-498).
Αὐτὴ τὴν περίοδο:

Ἡγέτης τῶν Ὁμοιουσιανῶν εἶναι ὁ Βασίλειος Ἀγκύρας, Γεώργιος Λαοδικείας καὶ Εὐστάθιος Σεβαστείας.
Ἡγέτης τῶν Ὁμοίων εἶναι ὁ Ἀκάκιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης (340-365). Αὐτοὶ «εἶχαν συμμετάσχει στὴ σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας (341)».
Ἡγέτης τῶν Ἀνομοίων εἶναι ὁ Ἀέτιος.
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας ὁ Λεόντιος (344-358), μὲ τὸν ὁποῖον «ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀπέφευγε κάθε ἐπικοινωνία κατὰ τὴ διέλευσή του ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια (346)… προφανῶς γιατὶ τὸν θεωροῦσε ἀρειανόφρονα» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 498-499). Ἀλλὰ καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἐξορίστου ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας Εὐσταθίου, οἱ “Εὐσταθιανοί”, εἶχαν «διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Λεόντιο» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 499).
Πράγματι· ὅταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἐφοδιασμένος καὶ μὲ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἀλεξανδρεῖς τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Ἰουλίου, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν «Ἀντιόχειαν, ὅπου τηνικαῦτα διέτριβεν ὁ Κωνστάντιος» (Νικηφόρου Κάλλιστου, Ἐκκλησ. Ἱστορία, P.G. 146, 317D) καὶ ἀπέφυγεἐξετρέπετο»), δὲν κοινώνησε δηλ. μὲ τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο Λεόντιο, ἀλλὰ ἦρθε σὲ κοινωνία σὲ σπίτια ὀρθοδόξων ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Εὐστάθιο: «Τῆς δ’ ἐκεῖσε ἐκκλησίας τὰς ἱερὰς ἡνίας τότε διεῖπε Λεόντιος… Ὃν Ἀθανάσιος ὡς περὶ τὸ δόγμα κίβδηλον ἐξετρέπετο· τοῖς δ’ ἀπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζουσιν ἐκοινώνει» (P.G. 146, 320Α).
Εἶναι φανερὸ ὅτι κι ἐδῶ, οὐδεὶς λόγος γίνεται περὶ ἀκύρων μυστηρίων. Ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, ἀρκοῦσε γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσει κάθε Ὀρθόδοξος μαζί του. Καὶ εἶναι ἐντυπωσιακό, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις ποὺ συναντήσαμε, ὅτι ἐνῶ γιὰ ἄλλα αὐτονόητα πράγματα ἐπαναλαμβάνεται συχνά-πυκνὰ ἡ αἰτία ποὺ οἱ Σύνοδοι ἀποφασίζουν αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, πράττουν ἔτσι κι ὄχι διαφορετικά, περὶ ἀκύρων μυστηρίων οὐδεὶς λόγος γίνεται, παρότι οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί, ἀκολουθοῦν κακοδοξίες καταδικασμένες ἀπὸ Σύνοδο· ἐνῶ, ἂν ἦτο σωτηριολογικὸ καὶ πρώτιστο θέμα (ὅπως λέγουν οἱ τὰ περὶ ἀκύρων μυστηρίων ὑποστηρίζοντες), θὰ ἔπρεπε κάθε τόσο νὰ ἀναφέρονται καὶ νὰ καταδεικνύονται θεολογικὰ οἱ λόγοι τῆς ἀκυρότητος, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ τὸ κατανοήσουν, νὰ τὸ θυμοῦνται καὶ νὰ προφυλάσσονται.
Ἄρα τὸ πρώτιστο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει σὲ καιρὸ αἱρέσεως, καὶ καθ’ ὃν χρόνο δροῦν οἱ μὴ καταδικασμένοι αἱρετικοί, εἶναι στάση ἀπομάκρυνσης τῶν πιστῶν ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ἡ ἀποτείχιση· ἡ ἀπόφανση δέ, γιὰ τὸ ἂν οἱ μὴ καταδικασμένοι Ἐπίσκοποι ἔχουν ἢ δὲν ἔχουν ἄκυρα μυστήρια, δὲν εἶναι τὸ προέχον, ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἁρμοδιότητα συνόδου· οὔτε ἐνδιαφέρει τὸν ἀποτειχισμένο, ἀφοῦ αὐτὸς δὲν κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀναστατώνει τὴν Ἐκκλησία μιλώντας γιὰ ἄκυρα μυστήρια καὶ δυσχεραίνοντας ἔτσι τὴν ἀποτείχιση τῶν πιστῶν.
Ἡ θέση κάποιων ὅτι πρέπει νὰ ποῦμε στοὺς πιστοὺς ὅτι εἶναι ἄκυρα τὰ μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν, γιατὶ διαφορετικά (ἂν ποῦμε ὅτι εἶναι ἔγκυρα) δὲν πρόκειται νὰ τοὺς πείσουμε νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀποτείχιση, εἶναι σαφῶς ἀνέντιμη καὶ κατακριτέα, διότι εἰσάγει τὸν φόβο, τὸν καταναγκασμὸ καὶ παραπλανᾶ τοὺς πιστούς. Καὶ ποῦ ἔγκειται ἡ παραπλάνηση; Στὸ ὅτι δὲν τοὺς λέμε ὅτι τὸ πρόβλημα βρίσκεται στὸ μολυσμό ποὺ παίρνουν ἔχοντας κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε ἔχουν ἔγκυρα, εἴτε ἄκυρα μυστήρια. Ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἶναι σαφής: «Τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β΄ Κορινθ. 6, 14-15). Κι ἂν οἱ πιστοί, ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μολύνσεως καὶ τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ λάβουν τὸ μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας, ἔστω κι ἂν τὸ λάβουν ἀπὸ ἱερωμένους ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση, ἂν δὲν πείθονται νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ αἱρετικούς (ἐνῶ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ καλά), τότε ἡ Θ. Κοινωνία τοὺς ὀφελεῖ τόσο, ὅσο βοήθησε καὶ τὸν Ἰούδα.
Μία πληροφορία ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική, στὴν ὁποία φαίνεται ὅτι σὲ καιρὸ αἱρέσεως τὰ πράγματα κρίνονται διαφορετικά. Σὲ κάποιο σημεῖο τῆς α΄ πράξεως τῆς Συνόδου, ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνατόλιος χειροτονήθηκε ἀπὸ μὴ καταδικασμένο αἱρετικό. Ἀλλὰ ἔγινε δεκτός. Τοῦτο ὅμως, λέγει ὁ πατριάρχης Ταράσιος δικαιολογεῖται ὡς μιὰ οἰκονομία, σὲ καιρὸ συγχύσεως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ σὲ καιρὸ εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας:
«Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· ἀναγνωσθήτω.
Κωνσταντῖνος διάκονος καὶ νοτάριος ἀνέγνω.
Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Βασιλείου τῆς πρὸς Νικοπολίτας.
Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον. αὕτη ἐστὶν ἡ ἐμὴ κρίσις. ὑμεῖς δὲ εἴ τινα ἔχετε μεθ’ ἡμῶν μερίδα, ταυτὰ ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι· εἰ δὲ ἐφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος. ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου. ταῦτα δὲ ἔγραψα οὐχ ὑμῖν ἀπιστῶν, ἀλλὰ τό τινων ἀμφίβολον στηρίζων ἐκ τοῦ γνωρίσαι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην, ὡς μὴ προσληφθῆναί τινας εἰς κοινωνίαν, μηδὲ τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐπιβολὴν δεξαμένους, μετὰ ταῦτα εἰρήνης γενομένης βιάζεσθαι ἑαυτοὺς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ πληρώματι.
Οἱ εὐλαβέστατοι μοναχοὶ εἶπον· ἰδοὺ ὁ πατὴρ ἀποτρέπεται τὴν τῶν αἱρετικῶν χειροτονίαν, ἐν τῷ λέγειν· μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον.
Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε· κἀγὼ ἀποτρέπομαι τοὺς διὰ τοιαύτην αἰτίαν, ἤτοι τῆς πίστεως κατάλυσιν, κεχειροτονημένους· καὶ μάλιστα ὀρθοδόξων ἐπισκόπων παρόντων, ὑφ’ ὧν ἠδύναντο χειροτονεῖσθαι. οὕτω γάρ ἐστιν ἡ πατρικὴ ἔννοια. ἐὰν δὲ συνοδικὴ ἐκφώνησις γένηται, καὶ ὁμόνοια τῶν ἐκκλησιῶν ἐπὶ ὀρθοδοξίᾳ, ὁ τολμῶν ἀπὸ τῶν βεβήλων αἱρετικῶν χειροτονεῖσθαι, τῇ καθαιρέσει ὑποπεσεῖται» ansi 12, 1050-1951). Καί· «Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν· οὐκ ἔφησεν ὁ πατὴρ ἀδέκτους εἶναι. ἀλλὰ μήπως βίαν ὑπομένειν τοὺς βουλομένους ἑνοῦσθαι τῷ κλήρῳ τῶν ὀρθοδόξων. καὶ γὰρ ὡς ἀληθῶς οὐκ ἔξω ἀνάγκης καὶ δυσχερείας τοῦτο γενήσεται. ὅμως οὖν ὁ θεσπέσιος πατὴρ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, πλείστων ὄντων ἐπισκόπων ὀρθοδόξων, ἀπηγόρευε τοῖς τροφίμοις τῆς ἐκκλησίας τῇ τῶν Ἀρειανῶν χειροτονίᾳ κεχρῆσθαι. οὐδεμία γὰρ προσῆν ἀπολογία. ὅτι δὲ τοῦτο ἀληθές [καὶ οὐκ ἠγνόουν] οὐκ ἀγνοοῦντες τὴν γνώμην τοῦ πατρός, οἱ μετ' ἐκεῖνον τῆς ἐκκλησίας διάδοχοι, τοὺς ὑπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα βελτιωθέντας ἐδέξαντο, ὡς μεμαθήκαμεν διὰ τῶν προαναγνωσθέντων· πανταχοῦ γὰρ οἱ πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοί εἰσιν, ἐναντίωσις δὲ οὐδεμία ἔνεστιν αὐτοῖς· ἀλλ’ ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τὰς οἰκονομίας καὶ τοὺς σκοποὺς αὐτῶν μὴ ἐπιστάμενοι» ansi 12, 1951).
Ἐκεῖνοι, λοιπόν, ποὺ διστάζουν νὰ ἀποτειχιστοῦν, δὲν πρέπει νὰ ἐμποδίζονται, ἂν τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρα ἢ ἄκυρα, διότι αὐτὴ ἡ συζήτηση ἀποτελεῖ πρόφαση γιὰ νὰ μὴν ἀποτειχιστοῦν. Καὶ εἶναι πρόφαση, γιατὶ παραβλέπουν τὴν φανερή –καὶ διὰ τῆς διδασκαλίας της καὶ διὰ τῶν ἱστορικῶν παραδειγμάτων– διαβεβαίωση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μολύνει. Ἐφ’ ὅσον μολύνονται κοινωνώντας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ποιός ὁ λόγος τῆς διευρευνήσεως περὶ ἐγκύρων ἢ ἀκύρων μυστηρίων;  Εἴτε  εἶναι  ἔγκυρα  τὰ  μυστήρια,  εἴτε  εἶναι  ἄκυρα,  ἡ  κοινωνία  μετὰ  τῶν  αἱρετικῶν  μολύνει.  Δὲν ἀρκεῖ στὸν πιστό, ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὴ ἡ Ἐντολή; Μάλιστα, τὰ μὲν ἄκυρα μυστήρια δὲν μολύνουν αὐτὰ καθεαυτά, ἐνῶ τὰ ἔγκυρα μολύνουν, ὄχι διότι αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ εἶναι μολυσμένα, ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἔγκυρα καὶ ἔχουν δύο ἰδιότητες ποὺ ἐνεργοῦν ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ πιστοῦ, γιατὶ προκαλοῦν κολασμὸ καὶ γίνονται φωτιὰ ποὺ καίει, ὅσους ἐν γνώσει τους κοινωνοῦν, παρακούοντας τὴν Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη βροντοφωνάζει: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν» (Ἡσαΐου 52, 11· Β΄Κορ. 6).
Τὸ 351 πραγματοποιήθηκε σύνοδος στὸ Σίρμιο καὶ συνέταξε σύμβολο, τὸ “Πρῶτο σύμβολο τοῦ Σιρμίου”. Σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν Ὀρθόδοξοι καὶ Ἀρειανοί. Κατ’ αὐτὴν «ἀνεκινήθη τὸ ζήτημα τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Οἱ Ἀρειανοὶ δὲν ἀνεγνώριζον τὰς ἀποφάσεις τῆς μονομεροῦς, κατ’ αὐτούς, συνόδου τῆς Σαρδικῆς. Ἔφερον εἰς τὸ μέσον τὴν παλαιὰν αὐτοῦ καταδίκην ὑπὸ τῆς συνόδου τῆς Τύρου (335)» (Στεφανίδη, ὅπ. παρ., σελ. 191).
Στὴ σύνοδο, οἱ πρώην ὑποστηρικτὲς τῶν Ὁμοιουσιανῶν ἐπίσκοποι Μουρσῶν Οὐάλης καὶ Σιγγιδούνου Οὐρσάκιος «ὑποστήριξαν τὶς ἀκραῖες θέσεις τῶν Ὁμοίων» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 500).
Αὐτὸ τὸ “Πρῶτο σύμβολο τοῦ Σιρμίου” χρησιμοποίησε ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος «γιὰ τὴν προώθηση τοῦ ἀρειανισμοῦ στὴν Δύση… Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Δύσεως ὑποχρεώθηκαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὶς ἀποφάσεις τῶν ἀρειανικῶν συνόδων τῆς Ἀνατολῆς γιὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Μ. Ἀθανασίου καὶ τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ νὰ παραμερίσουν τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας. Στὶς συνόδους τῆς Ἀρελάτης (353) καὶ τῶν Μεδιολάνων (355) ἐπιβεβαιώθηκε ὁ θρίαμβος τῆς παρατάξεως τῶν Ὁμοίων.
»Μετ’ ὀλίγον συνεκλήθη νέα Σύνοδος ἐν Μεδιολάνῳ (353) μὲ πάνω ἀπὸ 300 Ἐπισκόπους τῆς Δύσεως, στὴν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσώπους καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. «Διὰ τρομοκρατίας ἔγινεν ἐν τῇ συνόδῳ δεκτὴ ἡ καταδίκη τοῦ Μ. Ἀθανασίου». Ὅσοι ἀρνήθηκαν νὰ ὑπογράψουν τὶς ἀποφάσειςτῆς Συνόδου «καθηρέθησαν καὶ ἐξωρίσθησαν. Μεταξὺ τούτων ἦσαν ὁ Ρώμης Λιβέριος, ὁ Κορδούης Ὅσιος, ὁ Σαρδηνίας Λουκίφερ» κ.ἄ. (Στεφανίδη, ὅπ. παρ., σελ. 192).
«Ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λιβερίου (τριακόσιοι περίπου ἐπίσκοποι) πιέστηκαν ἀπὸ τὸν διαμένοντα στὴν πόλη Κωνστάντιο ὄχι μόνο νὰ ἀναγνωρίσουν τὶς ἀποφάσεις τῶν ἀρειανικῶν συνόδων τῆς Ἀνατολῆς γιὰ τοὺς καθηρημένους ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ὑποκατάσταση τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας μὲ τὸ “Πρῶτο σύμβολο” τῆς συνόδου τοῦ Σιρμίου (351). Καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Λιβέριος ἀναγκάστηκε τελικὰ νὰ δεχθῆ τὰ γεγονότα» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 500).
Ὁ Ρώμης Λιβέριος δέχτηκε μετὰ τὸ “Πρῶτο σύμβολο τοῦ Σιρμίου” «καὶ τὸ πιὸ ἀκραῖο “δεύτερο σύμβολο” τῆς συνόδου τοῦ Σιρμίου (357), τὸ ὁποῖο ὁ ὀρθόδοξος Ἱλάριος Πικταβίου χαρακτήρισε ἀρειανικὴ ἀπιστία καὶ τὸ ἀναθεμάτισε τρεῖς φορές» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 501). Ἀκόμη καὶ ὁ Κορδούης Ὅσιος ἀναγκάστηκε νὰ ὑπογράψη τὸ “δεύτερο σύμβολο” τοῦ Σιρμίου, ἂν καὶ «ἀρνήθηκε νὰ καταδικάση τὸν Μ. Ἀθανάσιο» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 502).
Δεῖτε, λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ἔφτασαν νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ὑποκατάσταση τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας καὶ τὴν καθαίρεση τοῦ Μ. Ἀθανασίου! Ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν εἶχαν καθαιρεθεῖ κι αὐτοὶ στὴ συνέχεια ἀποτέλεσαν τὰ μέλη τῶν ἑπομένων Συνόδων. Εἶχαν ὅλοι αὐτοὶ ἄκυρα μυστήρια;
Συγκροτήθηκαν ἐν τῷ μεταξὺ καὶ ἄλλες σύνοδοι καὶ ὑπῆρξαν συμβιβασμοὶ τῶν διαφόρων ὁμάδων.
«Ὁ Κωνστάντιος δέχθηκε τὴν πρόταση μελῶν τῆς συνόδου νὰ συγκληθῆ “δίδυμη Οἰκουμενικὴ σύνοδος”, τῶν μὲν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως στὸ Ἀρίμινο, τῶν δὲ ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς στὴ Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρείας. Ἡ ἰδέα τῆς συγκλήσεως μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς συνόδου γιὰ τὴν αὐθεντικὴ ἔκφραση τοῦ φρονήματος τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦσε σταθερὴ ἀξίωση τῶν ὀρθοδόξων ὀπαδῶν τῆς Νικαίας, ἀλλὰ προσέκρουε πάντοτε» στὸν ἀρειανόφρονα Κωνστάντιο (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 503).
Ἄλλη Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τὸ 358 στὸ Ἀριμίνιο τῆς Ἰταλίας. Σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν 320 Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ 80 Ἀρειανοί. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ «κατὰ πλειοψηφίαν ἐνέμεινε εἰς τὸ σύμβολον τῆς Νικαίας». Τὸν ἴδιο χρόνο συνεκλήθη καὶ ἄλλη Σύνοδος στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας διὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἀρειανούς (145 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι καὶ 115 Αἰγύπτιοι Ὀρθόδοξοι (ὅπ. παρ., σελ. 196).
Ἀλλὰ καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «παρέστησαν καὶ 36 ἐπίσκοποι Μακεδονιανοί, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἑλλησπόνδου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 201).
Ἂν ἡ Ἐκκλησία στὴν πορεία ἄλλαξε τὴν στάση της στὰ κρούσματα αὐτά, δὲν σημαίνει πὼς ἄλλαξε καὶ τὴν ἐκκλησιολογία-θεολογία της. Ἁπλά, διαφοροποιεῖ τὴν ποιμαντικὴ πρακτική της, τὶς οἰκονομίες, ἀνάλογα μὲ τὶς ἐποχὲς καὶ πάντα μὲ γνώμονα τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου.
Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, τῶν δυτικῶν Ἐπισκόπων ποὺ συνῆλθε «στὸ Ἀρίμινο τὸν Ἰούλιο τοῦ 359 μὲ τὴν ἐντυπωσιακὴ συμμετοχὴ 400 περίπου ἐπισκόπων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ 80 περίπου ἦσαν ἀρειανόφρονες» μὲ ἡγέτες τοὺς ἐπισκόπους Μουρσῶν Οὐάλη, Σιγγιδούνου Οὐρσάκιο, Σιρμίου Γερμίνιο καὶ Μεδιολάνων Αὐξέντιο. «Ἡ ὀρθόδοξη πλειοψηφία τῆς συνόδου ἀξίωσε τὴν ὁμόφωνη καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀρειανισμοῦ…, ἀλλὰ οἱ ἀρειανόφρονες δὲν δέχτηκαν τὴν πρόταση αὐτὴ καὶ ἐπέμεναν στὴ βάση τοῦ “τετάρτου συμβόλου” τοῦ Σιρμίου. Ἡ σύνοδος ἀπέρριψε τελικὰ τὸ σύμβολο αὐτό, ἐπικύρωσε τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας καὶ καθαίρεσε τοὺς ἡγέτες τῶν ἀρειανοφρόνων (21 Ἰουλίου 359) (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 503-504).
Ἀντιπροσωπεία τῆς Συνόδου ἐστάλη πρὸς συνάντηση τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, πρὸς ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεών της· «ὑποχρεώθηκε ὅμως νὰ συναντηθῆ στὴ μικρὴ πόλη τῆς Θράκης Νίκη… μὲ ἐκπροσώπους τῶν Ὁμοίων καὶ συμβούλους τοῦ αὐτοκράτορα. Μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλὲς ἡ ἀντιπροσωπεία ἀναγκάστηκε τελικὰ νὰ δεχθῆ τὸ ἀρειανικὸ σύμβολο τῆς Νίκης (1 Ὀκτ. 359)… Τὰ μέλη τῆς συνόδου τοῦ Ἀριμίνου πιέστηκαν… νὰ δεχθοῦν τὸ σύμβολο τῆς Νίκης ἔστω κατὰ πλειοψηφία, ἐνῶ ἡ μειοψηφία τῶν 20 ἐπισκόπων περίπου ἀνέθεσε στὸν ἐπίσκοπο Φοιβάδιο Ἀγγίνου νὰ συντάξη δήλωση γιὰ τὴν καταδίκη» τοῦ Ἀρείου καὶ ὅσων «θεωροῦν τὸν Υἱὸ κτίσμα» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 504).
Στὴν Σύνοδο τῆς Σελευκείας ποὺ συνεκλήθη στὶς 26 Δεκ. 359 συμμετεῖχαν 160 ἐπίσκοποι. Οἱ 110 ἀνῆκαν στὴν ὑπὸ τὸν Ἀγκύρας Βασίλειο παράταξη τῶν Ὁμοιουσιανῶν. Οἱ 35 ὑπὸ τοὺς Ἀκάκιο Καισαρείας καὶ Εὐδόξιο Ἀντιοχείας στοὺς Ὁμοίους καὶ Ἀνομοίους. Μόνο δὲ 15 ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἦσαν ὑποστηρικτὲς τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας. Σ’ αὐτοὺς ἦσαν καὶ ὁ Ἰλάριος Πικταβίου (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 504).
Πάλι βλέπουμε νὰ συμμετέχουν ὁμότιμα σὲ Σύνοδο Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοί. Δὲν ἐπῆλθε συμφωνία καὶ οἱ Ὁμοιοι ἀπεχώρησαν καὶ ἐπίσκοποί τους καθαιρέθηκαν ἀπὸ Ὁμοιουσιανούς. Οἱ Ὅμοιοι ὅμως ὑπὸ τὸν Ἀκάκιο καὶ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ πανίσχυρου Οὐάλη Μουρσῶν, κατέφυγαν στὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο καὶ «πέτυχαν νὰ ἀναγκάσουν τοὺς ἐκπροσώπους τῆς συνόδου τοῦ Ἀριμίνου γιὰ νὰ δεχθοῦν τὸ ἀρειανὸ σύμβολο τῆς Νίκης» (ὅπως εἴδαμε τὴν 1 Ὀκτ. 359) καὶ στὴ συνέχεια καὶ οἱ Ὁμοιουσιανοὶ «ἀναγκάστηκαν νὰ δεχθοῦν τὸ σύμβολο τῆς Νίκης (31 Δεκ. 359).
Μὲ σύνοδο στὴν Κων/πολη (μὲ εὐκαιρία τὰ Ἐγκαίνια τοῦ πρώτου ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας (360) διακήρυξαν τὸν θρίαμβο τῶν Ὁμοίων καὶ καθήρεσαν ἐπισκόπους τῶν Ἀνομοίων καὶ τῶν Ὁμοιουσιανῶν (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 505). «Ὁ ἐξόριστος στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου Μ. Ἀθανάσιος ἀξιολόγησε τὰ γεγονότα αὐτὰ στὴν περίφημη πραγματεία του “Περὶ τῶν γενομένων ἐν Ἀριμίνῳ καὶ Σελευκείᾳ συνόδων”. Ἡ σύνοδος τῆς Κων/πόλεως (360)  ἐνσωμάτωσε τὸ ἀρειανικὸ σύμβολο τῆς Νίκης στὸ δικό της σύμβολο, τὸ ὁποῖο ἀνακοίνωσε μὲ συνοδικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας (Μ. Ἀθανάσιος, Περὶ τῶν συνόδων, 30)» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 505).
«Στὴ σύνοδο τῆς Κων/πόλεως (360) μετεῖχαν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν συνόδων Ἀριμίνου καὶ Σελευκείας, ἐνῶ εἶχαν προσκληθῆ καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ ἡ δυσφορία τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ὁμοιουσιανῶν δὲν ἐξουδετερώθηκε ἀπὸ τὶς ἐνθουσιαστικὲς δηλώσεις γιὰ τὸ ἄχρωμο ἀρειανικὸ σύμβολο τῆς Νίκης. Ὁ μετέπειτα ὑπέρμαχος τῆς  Νικαίας Μ. Βασίλειος συνόδευσε στὴ σύνοδο τῆς Κων/πόλεως τὸν μητροπ. Καισαρείας Διάνιο καὶ ἀπέκτησε προσωπικὴ ἐμπειρία τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων… Οἱ Ὁμοιουσιανοὶ μετὰ τὴν ἧττα τους ἀπὸ τοὺς Ὁμοίους… πλησίασαν περισσότερο τοὺς Ὀρθοδόξους… Ὁ Ἱλάριος Πικταβίου, ὁ ὁποῖος συνόδευσε τὴν “ὁμοιουσιανὴ” ἀντιπροσωπεία καὶ συμμετεῖχε στὴ σύνοδο τῆς Κων/πόλεως (360), ὑπερασπίστηκε τὴν πίστη τῆς Νικαίας». Ὁ Κωνστάντιος «διέταξε τὴν ἄμεση ἐπιστροφή του στὴ Γαλλία, ὅπου ὁ Φοιβάδιος καὶ οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι συνέχιζαν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ἀρειανισμοῦ… Ἡ σύνοδος τῶν Παρισίων (360), στὴν ὁποία μετεῖχαν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Γαλλίας, διακήρυξε τὴν ἐμμονή της στὸ σύμβολο τῆς Νικαίας, ἀποδοκίμασε τὴ χρησιμοποιηθεῖσα πρὸς τοὺς ἐπισκόπους τῆς Δύσεως βία γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀρειανικοῦ συμβόλου τῆς Νίκης, ἀναθεμάτισε τοὺς ὑπερμάχους τοῦ ἀρειανισμοῦ στὴ Δύση…» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 506).
Τὸ 361 ἐξελέγη ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ὁ ἅγιος Μελέτιος καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ Ἀρειανούς (Ἐπιφανίου Κύπρου, PG. 42, 429). Ὁ ἅγιος Μελέτιος «ἠράσθη τῆς εὐφυΐας καὶ τοῦ κάλλους τῆς καρδίας τοῦ» Ἰ. Χρυσοστόμου, «τον προσείλκυσε στην Εκκλησία και τον εβάπτισε (σε ηλικία περίπου 21 ετών, το έτος 372)» (ἐδῶ). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ ἅγιος Μελέτιος ὑπερασπίστηκε τὸ ὀρθόδοξο δόγμα ἐξορίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς. Στὴν θέση του ἐξελέγη ὁ Ἀρειανόφρων Εὐζώιος, τὸν ὁποῖον οἱ Ὀρθόδοξοι ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμοιουσιανοὶ δὲν ἀναγνώρισαν. Μιὰ ὅμως μερίδα Ὀρθοδόξων, οἱ Εὐσταθιανοί, δὲν ἀναγνώρισαν τὸν Μελέτιο, μὲ τὸ αἰτιολογικό, ὅτι «ἐκ τῆς ἀρειανικῆς ψήφου τὴν χειροτονίαν εἶχε λαβών».
Τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν ἄλλο ἕνα σημεῖο, ποὺ ἀποτελεῖ ἔλεγχο γιὰ τοὺς συγχρόνους ἀντι-Οἰκουμενιστὲς καὶ Παλαιοημερολογίτες, παρόμοιο μὲ ὅσα νωρίτερα γράψαμε γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ Μ. Ἀθανασίου πρὸς τὸν Μάρκελλο Ἀγκύρας. Κι ἐδῶ βλέπουμε τὴν οἰκονομία ποὺ ἔκαναν οἱ πιστοί, παρότι οἱ Ἀρειανόφρονες ἀκολουθοῦσαν κατεγνωσμένη αἵρεση. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἔδειχναν κατανόηση καὶ ἔκαναν οἰκονομία γιὰ νὰ τοὺς κερδίσουν. Καὶ βέβαια, οὐδαμοῦ ἀναφέρεται κάποια σκέψη περὶ ἀκύρων μυστηρίων. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀρκοῦντο νὰ μὴν κοινωνοῦν κατὰ περίπτωση μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες.
Τὸ παράξενο εἶναι ὅτι στὴν ἐποχή μας, καὶ στὴν προσπάθεια νὰ ἑνωθοῦν μεταξύ τους οἱ Ὀρθόδοξοι, κάποιοι βάζουν τὰ γνωστὰ προσκόμματα, περὶ κακῆς οἰκονομίας, περὶ ἀκύρων μυστηρίων, περὶ Ἡμερολογίου κ.λπ. Δυστυχῶς τὸ σχίσμα ποὺ δημιούργησαν οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἀποτελεῖ πικρὴ κληρονομιά. Οἱ μεταξύ τους διαιρέσεις καὶ ἀλληλοκαθαιρέσεις, προκάλεσαν μεγάλη ζημιὰ στὴν Ἐκκλησία –καὶ τὴν συνεχίζουν, κυρίως ὅσοι ἔχουν μολυνθεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τους. Τὸ σχίσμα, δυστυχῶς, ἀπέτρεψε τοὺς ὀρθοφρονοῦντας πιστοὺς νὰ πολεμήσουν ἐν τῇ γενέσει του τὸν Οἰκουμενισμό, φοβούμενοι τὴν μετακίνηση πιστῶν στὸ Παλαιοημερολογίτικο σχίσμα. Αὐτὸς ὁ φόβος ἔκανε τὸν κατὰ τὰ ἄλλα σεβαστὸ καὶ ὁσίας βιοτὴς π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο νὰ ὑποστηρίξει τὸ ἀντιπατερικὸ «ἄχρι καιροῦ»· ποὺ ἔκανε τὸν ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη καὶ τὸν ἅγιο Παΐσιο, ὅπως καὶ ἄλλους ἱερωμένους καὶ πιστούς, νὰ κρατήσουν μία στάση διακριτικὴ ὡς πρὸς τὸν τρόπο ἀντίδρασης ἀπέναντι στὴν πρώιμη ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρότι κατεδίκαζαν ξεκάθαρα τὴν αἵρεση καὶ προειδοποιοῦσαν τοὺς πιστοὺς γι’ αὐτή. Δὲν εἶναι λίγα τὰ κείμενα οὔτε οἱ ὁμλίες τῶν παραπάνω ποὺ ἀναφέρουν, τί ἐστι Οἰκουμενισμός καὶ πόσο ἐπικίνδυνη αἵρεση εἶναι.

ταν τελικὰ συναντήθηκε ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸν Κωνστάντιο, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ζήτησε μιὰ χάρη, σὰν ἀντάλλαγμα τοῦ ὅτι θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐπιστρέψει πάλι στὴν ἐπισκοπή του· νὰ παραχωρήσει ἕνα Ναὸ στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὸν ὁποῖο θὰ ἐκκλησιάζονται ὅσοι ἐκεῖ δὲν δέχονται τὴν κοινωνία μὲ τὸν Ἀθανάσιο, Εἶπε ὁ αὐτοκράτορας στὸν Μ. Ἀθανάσιο:
                 Ἐγὼ «τὸν θρόνο ἄρτι σοι ἐγχειρίζω. Δίκαιος δ’ ἂν εἴης καὶ σύ, μίαν αἰτοῦντι χάριν ἀντιδούς. Ἡ δέ ἐστι μίαν ἐᾶσαί σε τῶν ἐπ’ Ἀλεξανδρείας ἐκκλησιῶν οἵ σου διακρινόμενοι παραιτοῦνται τὴν κοινωνίαν. Ἀθανάσιος δέ, Καὶ μάλα γὲ δίκαιόν σοι πειθαρχεῖν, ἔφη, ὦ βασιλεῦ· καὶ τὴν αὐτὴν παραπλησίως αὖθις χάριν καὶ αὐτὸς ἀνταιτῶ· ἐπειδὴ καὶ ἐν τῇ Ἀντιόχου εἰσί τινες, οἳ τὴν ἐνταῦθα ἱερωσύνην ἐκτρέπονται, κέλευε μίαν καὶ αὐτοὺς ἐκκλησίαν ἔχειν, καὶ ἀδεῶς αὐτῇ τὰ θυμήρη καὶ εἰωθότα ποιεῖν» (P.G. 146, 320CD).
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Μ. Ἀθανάσιος δέχεται νὰ δώσει στοὺς αἱρετικοὺς ἕνα ὀρθόδοξο ναό! Μήπως ἦταν ἐκ τῶν προτέρων ἀκόλουθος Μ. Ἀθανάσιος τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, ποὺ θέσπισε τὶς ἀνταλλαγὲς ναῶν μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν Παπικῶν; Ἀσφαλῶς ὄχι. Δέχεται τὴν ἀνταλλαγή, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ αἱρετίζοντες τῆς Ἀντιόχειας δὲν εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο· καὶ κάνει αὐτὴ τὴν οἰκονομία, γιὰ νὰ διευκολύνει τοὺς μὴ ἔχοντας στὴν κατοχή τους ναὸ Ἀντιοχεῖς. Παρατηρητέον ὅτι κι ἐδῶ δὲν μιλᾶ γιὰ ἄκυρα μυστήρια, ἀλλὰ μόνο γιὰ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς: «διακρινόμενοι παραιτοῦνται τὴν κοινωνίαν»! Μάλιστα εἶναι ξεκάθαρο καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ στὰ προηγούμενα χωρία ποὺ παραθέσαμε, ὅτι πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος περὶ δυνητισμοῦ στὴ ἐφαρμογὴ τῶν Ἱ. Κανόνων. Καὶ ἂν ὑπάρχει οἰκονομία, αὐτὴ δὲν διαρκεῖ 30 καὶ 40 χρόνια, ὅταν μάλιστα προκαλεῖ φθορὰ καὶ ἀποδεκατίζει τοὺς πιστούς, συνήθως δὲ ἀποφασίζεται ἀπὸ κοινοῦ.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν συνάντηση ὁ αὐτοκράτορας ἔστειλε ἐπιστολὴ στοὺς Ἀλεξανδρεῖς συνιστῶν τὸν Ἀθανάσιον μετ’ ἐπαίνων καὶ ζητῶν νὰ τὸν δεχθοῦν εἰρηνικά. Ἄραγε τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦσαν οἱ προκάτοχοι Πατριάρχης καὶ ἱερεῖς στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἦσαν ἄκυρα; Ὑπάρχει ἔστω κάποια νύξη γι’ αὐτό; Οὐδεμία. Μήπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔκανε κάποια τελετὴ μαζική, διὰ τῆς ὁποίας νὰ διαβάσει μιὰ εὐχὴ ἐγκυροποίησης τῶν μυστηρίων ποὺ οἱ αἱρετίζοντες εἶχαν τελέσει; Δὲν μαρτυρεῖ κάτι τέτοιο ἡ ἱστορία. Ἂραγε, ἂν ἦταν σωστὴ ἡ σκέψη, ὅσων μιλοῦν περὶ ἀκύρων μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ προσκομίσουν μίαν ἔστω μαρτυρία ἱστορική; Μήπως δὲν ὑπάρχει, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία σὲ καιρὸ μὴ καταδικασμένης αἱρέσεως καὶ διωγμῶν, ἔχει ἀποδεχθεῖ αὐτὴν τὴν πρακτικὴ ὡς κάτι αὐτονόητο;
Ἂς δοῦμε κάποιες μαρτυρίες-πληροφορίες ἀκόμη, ποὺ μᾶς δίνει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος. Ὁ Ἀθανάσιος ἔφτασε στὴν Αἴγυπτο. «Εἰσερχόμενος δὲ τὰς πόλεις, οὓς μὲν Ἀρειανῷ προσανέχοντας εὕρισκε δόγματι, καθαιρῶν, οἷς ἐδοκίμαζε, τὴν τῶν ἐκκλησιῶν ἡγεμονίαν ἐπέτρεπεν· ὅσοι δηλαδὴ τὸ ὁμοούσιον ἀνεκήρυττον, καὶ σπουδαίως τοῖς ἐν Νικαίᾳ δόξασιν εἴχοντο» (P.G. 146, 325C).
Πρὸς τούτοις καὶ «οἱ Ἀρειανοὶ Οὐρσίκιος καὶ Οὐάλης βιβλίον μετανοίας δόντες… μετὰ Ἀθανασίου ἐσπείσαντο» (P.G. 146, 328-329).
Στὴν συνέχεια διηγεῖται ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν ἐκ νέου διωγμὸ τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὑπὸ τοῦ Κωνσταντίου καὶ τοῦ προκατόχου του αἱρετικοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας Γεωργίου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν νέα φυγὴ τοῦ Ἀθανασίου ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς Ἀλεξανδρείας, μὲ τὴν συνδρομὴ στρατιωτῶν ξεκίνησε διωγμὸ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, ὅσων ἔμεναν πιστοὶ στὸ Δόγμα τῆς Νικαίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ἀλεξάνδρειας, εἶχαν παύσει νὰ προσέρχονται στοὺς Ναοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπου λειτουργοῦσαν οἱ ἱερεῖς τοῦ Γεωργίου, καὶ εὕρισκαν ἄλλους τόπους (κοιμητήρια κ.λπ.) γιὰ νὰ τελοῦν τὶς ἀκολουθίες τους. Δηλαδὴ καὶ πάλι ἐδῶ συναντοῦμε τὴν ἔμπρακτη ἀποτείχιση τοῦ λαοῦ: «Μετὰ τὴν ἁγίαν Πεντηκοστήν, ὁ λαὸς νηστεύσας, ἐξῆλθε παρὰ τὸ κοιμητήριον εὔξασθαι, διὰ τὸ πάντας ἀποστρέφεσθαι τὴν πρὸς Γεώργιον κοινωνίαν» (P.G. 146, 337Α).
Ἐπίσης παρατηροῦμε καὶ πάλι ὅτι ἡ ἀποτείχιση ἐλάμβανε χώρα, χωρὶς καμιὰ ἀναφορὰ στὸ ἔγκυρο ἢ ἄκυρο τῶν μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν. Ἡ δικαιολογία εἶναι ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν αἱρετίζοντα Γεώργιον καὶ τοὺς κοινωνοῦντας αὐτῷ, ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν αἵρεση. Γι’ αὐτὴ ἔκαναν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου του.
Προχωροῦμε τώρα νὰ δοῦμε, τί γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος γιὰ τὴ Σύνοδο ποὺ συγκάλεσε ὁ Κωνστάντιος στὸ Σίρμιο, γιὰ νὰ ἐξετάσει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Φωτεινό. Σ’ αὐτὴν κάλεσε πολλούς, ἐν οἷς καὶ τὸν καταλαβόντα τὸν θρόνον τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὴν Ἀλεξάνδρεια. Κάλεσε δὲ καὶ τὸν Ὅσιο Κορδούης, ὁ ὁποῖος ἦτο «ὁμολογητὴς καὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου κεκοινωνηκώς· ὃς οὐχ ἑκὼν τηνικαῦτα παρῆν· δόλοις γὰρ τῶν Ἀρειανῶν οὐ πολλῷ πρότερον ὑπερόριος γεγονώς… Ὡς δὲ παρῃτεῖτο συντίθεσθαι, παντοδαπῶν καὶ αὖθις τιμωρίαν ὑφίστατο ταῖς τῷ πολλῷ χρόνῳ κατερρικνωμέναις ἐκείνου σαρξίν, ὡς καὶ στρέβλας καὶ πληγὰς ἐνεγκεῖν. Ὅθεν καὶ βιασθείς, ταῖς ἐκδοθείσας ἐκθέσεσι, τρεῖς δὲ ἦσαν, καὶ συνέθετο καὶ ὑπέγραψεν» (P.G. 146, 341CD). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἀκόμα καὶ ὁ Ὁμολογητὴς Ὅσιος Κορδούης ὑπέκυψε, λόγῳ τῶν βασανιστηρίων ποὺ ὑπέστη σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ ὑπέγραψε τὶς κακόδοξες Ἐκθέσεις τῶν Ἀρειανοφρόνων! Γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει. Ἂν αὐτὸς ὁ Ὁμολογητὴς σὲ κάποια στιγμὴ ὑπέκυψε, πόσο προσεκτικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε σήμερα, ἐμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμε οὔτε κατὰ προσέγγιση τὸ φρόνημα ἐκείνου, μήπως πέσουμε σὲ παγίδες, συγχύσεις, συμβιβασμούς κ.λπ.
Τὴν περίοδο ποὺ ὁ Κωνστάντιος βρισκόταν στὴ Ρώμη καὶ Πάπας Ρώμης ἦταν ὁ Λιβέριος, νόμισε πὼς μπορεῖ νὰ καταστήσει «σύμφρονας περὶ τὸ δόγμα τοὺς τε τῇ Ἕω καὶ Ἑσπέρας ἱερέας (σ.σ.: ἐπισκόπους), καὶ σύνοδον ἐν Ἰταλίᾳ γενέσθαι προσέταττεν», συγκεκριμένα στὰ Μεδιόλανα (P.G. 146, 356C). Καὶ οἱ Ἀρειανόφορνες «οἱ τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν ἠθετηκότες» νόμισαν πὼς ἦταν πλέον κατάλληλος ὁ καιρὸς γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν αἵρεση καὶ πρὸς τοῦτο «συνέρραπτον διαβολάς» (P.G. 146, 356C).
Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ λίγοι προσῆλθαν στὴν Σύνοδο· «τὸ γὰρ ὁδοιπορίας μακρὸν καὶ νόσος καὶ γῆρας τῶν πολλῶν ἐπεῖχε τὴν ἄφιξιν». Ἀπὸ τὴν Δύση δέ, παρευρέθησαν περισσότεροι ἀπὸ 300. Ἡ Σύνοδος συνεκλήθη γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Μ. Ἀθανασίου. Καὶ ἐνῶ οἱ περισσότεροι συνοδικοὶ συμφώνησαν μὲ τὴν πρόταση, λίγοι διαφώνησαν, γιατὶ ἀντελήφθησαν ὅτι ἡ καταδίκη τοῦ Ἀθανασίου ἦταν πρόφαση, ἐνῶ ὁ πραγματικὸς σκοπὸς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ἦταν ἡ κατάργηση τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου. Ὁ Διονύσιος, λοιπόν, ὁ Ἐπίσκοπος Ἄλβας, καὶ Παυλῖνος Τριβέρεως, καὶ Λουκίφερ «τὸν δόλον φωράσαντες, ὡς ἐπὶ τῇ ἀνατροπῇ τοῦ ἐν Νικαίᾳ δόγματος… τὴν Ἀθανασίου καθαίρεσιν ἐπισπεύδουσιν, ἀναστάντες ἐβόων, δόλον εἶναι καὶ ἀπάτην τοῦ Χριστιανισμοῦ… Ταῦτ’ εἰπόντων, ἡ μὲν σύνοδος διελύετο ἄπρακτος· ὅσοι δὲ» διαμαρτυρήθηκαν καὶ ὁμολόγησαν καταδικάστηκαν σὲ ἐξορία. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Ἰλάριος Πικτάβων (P.G. 146, 357ΑC).
Περὶ τῆν ἐν Ἀριμίνῳ Συνόδου (P.G. 146, 357 ἑξ.).
Ἄλλη Σύνοδος πραγματοποιήθηκε τὸ 358 στὸ Ἀρίμινο τῆς Ἰταλίας. Σ’ αὐτὴν συμμετεῖχαν 320 Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ 80 Ἀρειανοί. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ «κατὰ πλειοψηφίαν ἐνέμεινε εἰς τὸ σύμβολον τῆς Νικαίας». Τὸν ἴδιο χρόνο συνεκλήθη καὶ ἄλλη Σύνοδος στὴν Σελεύκεια τῆς Ἰσαυρίας διὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἀρειανούς (145 Ἀρειανοὶ Ἐπίσκοποι καὶ 115 Αἰγύπτιοι Ὀρθόδοξοι (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 196).
Ἀλλὰ καὶ στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «παρέστησαν καὶ 36 ἐπίσκοποι Μακεδονιανοί, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Ἑλλησπόνδου» (ὅπ. παρ., σελ. 201).
Αὐτούς, λοιπόν, τοὺς Ἀρειανοὺς Ἐπισκόπους ποὺ συμμετεῖχαν ὡς Ἐπίσκοποι στὴν Σύνοδο ἐν Ἀριμίνῳ, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀποκαλεῖ «λεγομένους κληρικούς» (Μ. Ἀθανασίου, …… ὅπ. παρ., σελ. 152). Μετὰ ἀπὸ κάποιες σειρές (στὴν ἴδια σελίδα) γράφει πάλι: «Οἱ λεγόμενοι κληρικοί». Εἶναι φανερὸ ὅτι τοὺς θεωρεῖ ψευδεπισκόπους, ὡς σαπρὰ δηλαδὴ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου «βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι», γιὰ τοὺς ὁποίους –λέγει– ταιριάζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ὃς ἐὰν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων…» (Μ. Ἀθανασίου ὅπ. παρ., σελ. 152-154). Αὐτὰ τὰ σαπρὰ μέλη καὶ ζιζανιώδη, ὅταν πρόκειται περὶ θεμάτων Πίστεως, ἡ Ἐκκλησία δὲν περιμένει τὸν Κύριο νὰ ξεχωρίσει στὴν Β΄ Παρουσία, ἀλλὰ τὸ κάνει κατ’ Ἐντολήν Του ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ ἀλλοιωθεῖ ἡ Ἀλήθεια ποὺ μᾶς φανέρωσε.
Τὸ ὅτι ἐθεωροῦντο κανονικοὶ Ἐπίσκοποι αὐτοὶ οἱ ἀρειανίζοντες, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ παρακάτω λόγια τοῦ Ἁγίου: Αὐτοί, γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἂν καὶ «πολλὰ πολλάκις εἰρηκότες καὶ γράψαντες ἐν διαφόροις συνόδοις οὐδεπώποτε περὶ τῆς ἀρειανῆς αἱρέσεως ὡς φαύλης ἐμνημόνευσαν, ἀλλ’ εἰ καί ποτε παρόντες τινὲς τὰς αἱρέσεις διέβαλλον, αὐτὴ τὴν ἀρειανικὴν ἐξεδίκουν (=ἐδικαιολογοῦσαν), ἣν ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος ἀνεθεμάτισε καὶ μᾶλλον οὗτοι τοὺς τὰ Ἀρείου λέγοντας γνησίως ἐδέχοντο» (Μ. Ἀθανασίου, ὅπ. παρ., σελ. 162).
Μᾶς ἀποκαλύπτει, λοιπόν, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι, ἐνῶ αὐτοὶ ἦσαν γνωστοὶ γιὰ τὶς κακόδοξες αἱρετικὲς θέσεις τους, ἦσαν Ἐπίσκοποι καὶ εἶχαν λάβει μέρος ὡς κανονικοὶ Ἐπίσκοποι μὲ ἔγκυρα μυστήρια (κι ὄχι ὡς ὑπόδικοι) καὶ σὲ ἄλλες Συνόδους καὶ μάλιστα κατηγοροῦσαν ἄλλες αἱρέσεις, ὅμως ποτὲ δὲν καταφέρθησαν καὶ δὲν κατεδίκασαν τὴν Ἀρειανικήν.
Μὴ σπεύσουν οἱ ὑποστηρικτὲς τῶν ἀκύρων μυστηρίων νὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι τότε ἦταν ἀνώμαλοι καιροί, καιροὶ αἱρέσεως, ἐποχὴ ποὺ τὴν κρατικὴ ἐξουσία (ἡ ὁποία συνεκάλει καὶ διενεργοῦσε τὶς Συνόδους) ἦταν ἀρειανική. Συμφωνοῦμε ἀπολύτως, προσθέτοντας ὅτι καὶ σήμερα χειρότεροι καιροὶ ὑπάρχουν, καιροὶ ἐσχατολογικῆς συγχύσεως, μὲ ἄθεους κυβερνῆτες, καὶ μάλιστα σὲ παγκόσμια κλίμακα Νεοταξίτες, σατανιστὲς κ.λπ. Γιατὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι, ἂν εἶναι ἔγκυρα τὰ μυστήρια αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο. (Τοῦτ’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβαίνει καὶ μὲ σχισματικούς). Διότι ἄλλο ἡ ἀκυρότης τῶν μυστηρίων, τὴν ὁποία ἀποφασίζει Σύνοδος, καὶ ἄλλο ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν κακοδοξιῶν τους μολύνουν τοὺς πιστούς· γι’ αὐτὸ ὑπάρχει Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου διὰ τῶν Ἁγίων νομοθετηθεῖσα, γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς.
Κατὰ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο οἱ Ἀρειανόφρονες, στὴ συνέχεια, σοφίστηκαν καὶ ἐπέλεξαν νὰ πραγματοποιήσουν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Νίκη τῆς Θράκης, ὥστε οἱ ἐκεῖ ἀποφάσεις νὰ ἐπιβληθοῦν ὡς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀφοῦ, θὰ μποροῦσαν νὰ παραπλανήσουν τὸν ἁπλό λαό, λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἦταν παραπλήσιο μὲ αὐτὸ τῆς Νικαίας, στὴν ὁποία ἐπραγματοποιήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενική (P.G. 146, 388Β).
Στὴν Κων/πολη, ὁ Ἀρειανόφρων πατριάρχης Μακεδόνιος «οὐ μόνον ἀπηνῶς ἐδίωκε (τοὺς Ὀρθοδόξους) τοὺς ἐκτρεπομένους αὐτῷ κοινωνεῖν, ἀλλὰ καὶ εἱρκτοῖς περιέκλειε. Καὶ γάρ τινων γυναικῶν, αἳ τὴν αὐτοῦ ἐξετρέποντο κοινωνίαν τοὺς μαστοὺς … ἀπέπριεν». Καὶ «πολλὰς τῶν ἐκκλησιῶν εἰς ἔδαφος ἔρριπτε, βασιλέως γράμματα προϊσχόμενος, ἃ προσέταττον  τοὺς εὐκτηρίους οἴκους τῶν τὸ ὁμοούσιον  κηρυττόντων εὐθὺς ἀνατρέπεσθαι» (P.G. 146, 389ΒD). «Λυομένης γὰρ ἐκείνης (σ.σ.: καὶ ὅταν καταστράφη ἡ ἐκκλησία-ναός τους) πανδημεῖ συναθροισθέντες ἐκεῖνοι, καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, τὸ προσῆκον ἕκαστος μετακομιζόμενοι, ὑπερφυῶς ἐπόνουν· καὶ ἀκαριαίως εἰς τὸν ἀντιπέραν τόπον τῆς πόλεως… ἀθρόως ἕτερον οἶκον ἀνίστων· καὶ Ἀναστασίαν τὸν οἶκον ὠνόμασαν… Τούτων δὲ ὑπὸ Μακεδονίου γενομένων, μικροῦ οἵ τε Ναυατιανοὶ καὶ οἱ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας τῷ ὁμοουσίῳ στοιχοῦντες ἡνώθησαν, ἴσην δόξαν ἔχοντες, ἐπίσης τε ἐλαυνόμενοι· καὶ πρὸς ἀλλήλους ἐσπένδοντο, συνήρχοντό τε καὶ εὐχῆς καὶ τῶν λοιπῶν ἐκοινώνουν. Οὐδεὶς γὰρ οἶκος τοῖς ἀπὸ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἐλείπετο, τοῖς Ἀρειανοῖς πάντων κατεχομένων. Τῷ δὲ συνεχεῖ τῆς ὁμιλίας καὶ τῷ τοῦ πάθους ταὐτῷ κενὸν εἶναι οἰόμενοι ἀλλήλων διίστασθαι, πρὸς τὸ κοινωνεῖν ἀλλήλοις ἦσαν. Καί γε ἂν ἐπεραίνετο, εἰ μὴ τὸ τοῦ πλήθους πρόθυμον βραχύ τι βασκανίας ἐμπεσὸν ἐπέσχε, τὸ ἐκ παλαιοῦ ἔθος χρῆναι καὶ αὖθις κρατεῖν πολλῶν λεγόντων, καὶ τὴν μὴ ἐντελῆ κοινωνίαν ἐκτρέπεσθαι» (P.G. 146, 392ΑΒ).
Βλέπουμε ἐδῶ καὶ πάλι τὴν διακοπὴ κοινωνίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν ἐκκλησιάζονται στοὺς ναοὺς ποὺ εἶχαν ἔρθει στὴν κυριότητα τῶν Ἀρειανῶν, καὶ ἀφοῦ τοὺς δικούς τους ναοὺς κατεδάφιζαν, ἔφτιαχαν ἄλλους. Καὶ μάλιστα εἶχαν κάποια κοινωνία μὲ τοὺς Ναυατιανούς, ἀφοῦ εἶχαν τὴν ἴδια δογματικὴ πίστη, ἂν καὶ διέφεραν σὲ ἄλλα θέματα, ἐπειδὴ καὶ οἱ Ναυατιανοί, καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι κατατρέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς. (Ἂς τὰ δοῦν αὐτὰ κάποιοι ποὺ καταδικάζουν, ὅσους ἀποτειχισμένους δὲν δέχονται …τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο!).
Ὁ Κωνστάντιος διέταξε νὰ γίνει ἄλλη Σύνοδος εἰς Σελεύκειαν, στὴν ὁποία συγκεντρώθηκαν 160 Ἐπίσκοποι. Οἱ ὁποῖοι εἰς «ἔριδας λόγων ἰόντες, πρὸς ἀλλήλους κακῶς εἶχαν, καὶ ἐκ φιλονεικίας εἰς δύο μέρη διῄρηντο»  (P.G. 146, 396Α).
Ἀπὸ τὴν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» τοῦ Νικηφόρου Κάλλιστου Ξανθόπουλου (13ος-4ος  αἰ.), (τοῦ ὁποίου ἕως τώρα πλῆθος κείμενα παρουσιάσαμε, θυμίζουμε ὅτι διακρίθηκε ὡς ἱστορικός, ἐξηγητὴς τῶν Γραφῶν, ποιητὴς ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων κ.λπ. καὶ θεωρεῖται Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας) παίρνουμε καὶ τὶς παρακάτω πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις. Εἶναι ἀναγκαῖο, λοιπόν, ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ἐκτενέστερα, κάποια στοιχεῖα ποὺ μᾶς ἱστορεῖ, γιὰ τὴν στάση τῶν πιστῶν τῶν Σαμοσάτων, στὸ μεσοδιάστημα μεταξὺ Α΄ καὶ Β΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅταν μὲ παρεμβάσεις τῶν αἱρετικῶν αὐτοκρατόρων ἢ τῶν εὐνοουμένων ἀπ’ αὐτοὺς Ἀρειανοφρόνων Ἐπισκόπων, ἐδιώκοντο οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ στὴν θέση τους ἐγκαθίσταντο Ἀρειανόφρονες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Στὴν περίπτωση αὐτὴ οἱ πιστοὶ ἐφάρμοζαν τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση τῆς Διακοπῆς Κοινωνίας Ἀποτειχίσεως, πολὺ πρὶν αὐτὸ κατοχυρωθεῖ ἀπὸ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου.
Ὅπως, λοιπόν (μᾶς διηγεῖται ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος) ἡ συμμορία τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου εἶχε ἐκδιώξει ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες τοὺς Ὀρθοδόξους Ποιμένες, τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὰ Σαμόσατα· ἔδιωξε τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Εὐστάθιο καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε τὸν Εὐνόμιο. Καὶ τότε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλοι, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, σταμάτησαν νὰ ἐκκλησιάζονται! Καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἔμεινε μόνος στὸ Ἐπισκοπεῖο, καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἐπισκεπτόταν, οὔτε τοῦ μιλοῦσε!
«Ὡς γὰρ οἱ τῆς Ἀρείου συμμορίας ὅλας τὰς ἐκκλησίας τῶν ποιμένων γυμνώσαντες, καὶ ἐπὶ Σαμόσατα ἕτερον ἀντ’ Εὐσταθίου, Εὐνόμιον ὄνομα ἀντεισήγαγον· οὐδεὶς τῶν ἁπάντων, οὐ πένης, οὐ πλούσιος, οὐ νέος, οὐ πρεσβύτης, ἁπλῶς οὐδεὶς φάναι εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰσῄει, ὥσπερ ἦν ἔθος· μόνος δ’ ἐκεῖνος τῷ ἐπισκοπείῳ διῆγεν, οὐδενὸς αὐτὸν οὐθ’ ὁρῶντος, οὔτε τὸ παράπαν λόγον μεταδιδόντος. Καίτοι φασὶν αὐτὸν ἄλλως ἐπιεικῆ τε ὄντα καὶ μέτριον· καὶ τοῦτο παρίστησιν».
Καὶ ὅταν κάποτε πῆγε σὲ δημόσιο λουτρὸ καὶ οἱ ὑπηρέτες ἔκλεισαν τὶς πόρτες, καὶ ἐνῶ ἦταν στὸ λουτρὸ πληροφορήθηκε ὅτι ἔξω ὑπῆρχε ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνοίξουν τὶς πόρτες, ὥστε ὅποιος θέλει νὰ χρησιμοποιήσει τὸ λουτρό. Καὶ ἐπειδὴ κάποιοι μπῆκαν μέσα τοὺς προέτρεπε νὰ λάβουν κι αὐτοὶ τὸ λουτρό τους. Ἀφοῦ ὅμως οἱ εἰσελθόντες παρέμεναν ἐν σιγῇ χωρὶς νὰ μπαίνουν στὰ θερμὰ νερά, θεώρησε τὴν στάση αὐτὴ ὡς στάση σεβασμοῦ στὸ πρόσωπό του, καὶ γι’ αὐτὸ σηκώθηκε γρήγορα κι ἔφυγε ἀπὸ τὸ λουτρό, γιὰ νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ λάβουν τὸ λουτρό τους.
«Ἐπειδὴ γὰρ εἰς δημόσιον ἦκε λουτρόν, τῶν οἰκετῶν ἐγκλεισαμένων τὰς θύρας, πλῆθος πρὸ τῶν θυρῶν ἐστάναι μαθών, τοῖς οἰκέταις αὖθις ἀναπετάσαι τὰς θύρας τοῦ βαλανίου ἐνεκελεύετο, καὶ ἀδεὼς τοῦ λουτροῦ κοινωνεῖν τῷ βουλομένῳ ἐπέτρεπε. Τὸ ἴσον δὲ καὶ ἐν τοῖς θόλοις ἔνδον ἐποίει. Ἐπεὶ δ’ εἰσῄεσάν τινες καὶ κύκλῳ εἰστήκεσαν, συμμετέχειν τῶν θερμῶν ὑδάτων προὐτρέπετο. Ὡς δ’ ἱστάμενοι καὶ ἔτι σιγὴν ἤσκουν, τιμὴν τὴν στᾶσιν ὑπολαβών, θᾶττον καταλιπὼν τὸ θερμόν, ἀπηλλάττετο».
Αὐτοὶ ὅμως (ὅταν ἔφυγε) ἐπειδὴ θεώρησαν ὅτι ἂν χρησιμοποιοῦσαν τὸ ἴδιο νερὸ γιὰ τὸ λουτρό τους, ἦταν σὰ νὰ συμμετεῖχαν στὸ μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ἔχυσαν τὸ νερὸ στοὺς ὑπονόμους καὶ πῆραν τὸ λουτρό τους, ἀφοῦ γέμισαν τὰ λουτρὰ μὲ ἄλλο νερό!
«Οἱ δὲ συμμετασχεῖν τὸ ὕδωρ τοῦ τῆς αἱρέσεως ἄγους νομίσαντες, ἐκεῖνο μὲν τοῖς ὑπονόμοις ἐξέχεον· ἕτερον δὲ κεράσαντες, ἀπελούοντο».
Ὅταν αὐτὸ τὸ ἔμαθε ὁ Εὐνόμιος, ἀμέσως ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ ἐπέστρεψε «σπίτι» του! Διότι θεώρησε ἄσκοπο καὶ ἀνόητο νὰ παραμένει σὲ μιὰ πόλη, ποὺ ὅλοι εἶναι ἐναντίον του!
«Ὁ δὴ μαθὼν ὁ Εὐνόμιος, εὐθὺς τὴν πόλιν λιπών, οἴκαδε ἴετο· λίαν γὰρ ἀνόητον ᾤετο πόλει δυσμενῶς ἐχούσῃ κοινῶς παραμένειν αἱρεῖσθαι. Καὶ οὕτω μὲν ἐκεῖνος ἐκὼν ἀπεχώρει Σαμοσάτων» (Νικηφόρου Κάλλιστου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 633BD).

ταν ἀπεχώρησε ὁ Εὐνόμιος ἀπὸ τὰ Σαμόσατα οἱ Ἀρειανοὶ τοποθέτησαν ἄλλον Ἐπίσκοπον, «Λούκιον ὄνομα, λύκον ὄντως καὶ οὐ ποιμένα. Τά γε μὴν πρόβατα, καίπερ ποιμένα μὴ ἔχοντες, ὅμως τὰ ποιμένων ἔδρων, ἄσυλον διατηροῦντες τὸ δόγμα τῆς πίστεως» (ὅπ. παρ., P.G. 146, 633D-636ΑΒ).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι οἱ πιστοί, διαπιστώνοντας ὅτι ὁ ποιμένας ποὺ τοὺς διόρισαν ἦταν ψευδοποιμένας, λύκος ἀντὶ ποιμήν, δὲν περίμεναν τὴν ἀπόφαση κάποιας Συνόδου, ἀλλὰ ἔπραξαν αὐτοὶ ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ πράξει ὁ ποιμένας· κι ἔτσι μὴ κοινωνοῦντες μὲ τὸν ψευδοποιμένα Ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Λούκιο, διατήρησαν ἀκέραιο τὸ δόγμα τῆς Πίστεως, ὅπως θὰ δοῦμε.
Καὶ πρὸς αὐτόν –οἱ πιστοὶ τῶν Σαμοσάτων– φέρθηκαν μὲ παρόμοιο τρόπο, ὅπως καὶ πρὸς τὸν Εὐνόμιον, ὅπως φάνηκε ἀπὸ ἕνα συμβάν.
Κάποια μέρα, δηλαδή, καὶ ἐνῶ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν πετώντας μιὰ σφαῖρα τὰ μὲν πρὸς τὰ δέ, περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ συνέβη ἡ σφαῖρα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ καὶ νὰ περάσει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῆς ἡμιόνου στὴν ὁποία καθόταν ὁ ἐπίσκοπος Λούκιος. Καὶ τὰ παιδιὰ «ἀνωλόλυξαν» –ξεφώνησαν ἔντρομα– γιατί περνώντας κάτω ἀπὸ τὸ ζῶο τοῦ αἱρετικοῦ ἡ σφαῖρα, πίστεψαν ὅτι μολύνθηκε! (Καὶ πῶς θὰ παίξουν μετά!).
Αὐτός, μὴ κατανοώντας τὴν συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν, εἶπε σὲ ἕνα ἀκόλουθό του νὰ παραμείνει στὸ χῶρο καὶ νὰ μάθει γιατὶ φέρθηκαν ἔτσι τὰ παιδιά. Καὶ (εἶδε ὁ ἀκόλουθος) ὅτι τὰ παιδιὰ ἄναψαν φωτιὰ καὶ ἔρριξαν τὴν σφαῖρα μέσα στὴ φωτιά, θέλοντας νὰ τὴν ἀπολυμάνουν-«καθαρίσουν» ἀπὸ τὸ μολυσμό (ποὺ πῆρε περνώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἡμίονο τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου).
Καὶ ἐπιλέγει ὁ Θεοδώρητος (ἀπὸ τὸν ὁποῖον δανείστηκε τὸ περιστατικὸ ὁ Νικηφόρος). Εἶναι βέβαια παιδικὴ ἡ ἀντίδραση, ἀλλὰ δείχνει πόση ἀποστροφὴ εἶχαν οἱ κάτοικοι Σαμοσάτων, πρὸς τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ διέστρεφαν τὸ Δόγμα τῆς Πίστεως:
«Καὶ μειρακιῶδες μὲν ἴσως τοῦτο· ὅμως ἱκανόν ἐστι δεῖξαι ὅσον ἡ πόλις αὕτη ἔντροφον εἶχε τὸ μῖσος πρὸς τοὺς τὸ δόγμα τῆς πίστεως ᾑρημένους παραχαράττειν» (ὅπ. παρ., P.G. 146, 636ΑΒ).
Σημάτης Παναγιώτης
(Συνεχίζεται)
Το Α΄ μέρος ἐδῶ
Το Β΄ μέρος ἐδῶ
Το Γ΄ μέρος ἐδῶ
Το Δ΄ μέρος ἐδῶ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.