Ο Θεός δεν μπορεί ποτέ να βγει στο περιθωριο
Πολλοί επιστήμονες της σημερινής εποχής φαντάζονται ότι ο Θεός είναι περιττός στην σημερινή εποχή. Η μετενεωτερική εποχή θέλει κι έναν μετανεωτερικό άνθρωπο που θα έχει μία διαφορετική κουλτούρα και θρησκεία. Θα πιστεύει μέν εις έναν Θεόν αλλά αυτός δεν θα είναι ο Θεός της χριστιανικής και πατερικής παράδοσης. Γι᾽ αυτό δημιουργεί μία νέα “θεολογία”, έναν νέο “χριστιανισμό” με νέους “αγίους” και νέες “γνώσεις” επιστημονικο-φιλοσοφικοφανείς. Εγκαινιάζεται λοιπόν η μεταπατερική παράδοση, σύμφωνη με το πνεύμα της νέας εποχής. Σε όλους αυτούς που πιστεύουν και αγωνίζονται για έναν νέο “χριστιανισμό” θα απαντήσουμε μ᾽ ένα μικρό κεφάλαιο από το βιβλίο μου “Η μωρια του Θεού και η σοφία του ανθρώπου”.
10) Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΒΓΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ: Όσο μεγάλη και να είναι η φαντασία του ανθρώπου, ο Θεός δεν μπορεί με κανένα τρόπο βγεί στο περιθώριο. Γιατί ο κόσμος δεν είναι ένα προϊόν καμμιάς τυχαιότητος, μα της αγάπης του Θεού, που τον δημιουργεί και προνοεί, είναι δηλαδή αποτέλεσμα των Ακτίστων Ενεργειών του Θεού, οι οποίες βρίσκονται παντού. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κανένας χώρος, χωρίς την παρουσία των Ακτίστων Ενεργειών του Θεού. Μόνο που το πνεύμα της σημερινής εποχής δεν επιθυμεί με κανένα τρόπο να συναντήσει τον Θεό.
Κλείνει μόνο τα μάτια και εμπιστεύεται τα δικά του πειραματικά δεδομένα, τα οποία προσπαθεί να εξηγήσει μ᾽ ένα τρόπο σκέψης που είναι στραμμένος στην φύση, αμφίβολος, γιατί εκεί δεν υπάρχει η αιτία του είναι. Κάθε πραγματικότητα λοιπόν που δεν ανταποκρίνεται σ᾽ αυτόν το τρόπο σκέψης περιθωριοποιείται, ίσως γιατί πιστεύει ότι στο άμεσον μέλλον η επιστήμη θα είναι σε θέση να δώσει πιο πειστικές απαντήσεις.
Κλείνει μόνο τα μάτια και εμπιστεύεται τα δικά του πειραματικά δεδομένα, τα οποία προσπαθεί να εξηγήσει μ᾽ ένα τρόπο σκέψης που είναι στραμμένος στην φύση, αμφίβολος, γιατί εκεί δεν υπάρχει η αιτία του είναι. Κάθε πραγματικότητα λοιπόν που δεν ανταποκρίνεται σ᾽ αυτόν το τρόπο σκέψης περιθωριοποιείται, ίσως γιατί πιστεύει ότι στο άμεσον μέλλον η επιστήμη θα είναι σε θέση να δώσει πιο πειστικές απαντήσεις.
Με εξέπληξε ένας φίλος και συνεργάτης, πυρηνικός φυσικός, σε μια συζήτηση που είχαμε. Του είχα μιλήσει για την θεοπτική εμπειρία των Αγίων, που ενώνονται τον Θεό και γίνονται άκτιστοι κατά χάρι, δηλαδή πανταχού παρόντες, ικανοί να δίνουν πειστικές απαντήσεις, που ξεπερνούν κάθε επιστήμη, ικανοί να διαβάζουν την καρδιά κάθε ανθρώπου, να γνωρίζουν τις πράξεις κι ακόμα χωρίς πατέρα και μητέρα και χωρίς γενιά, επειδή δεν μπορεί να τους εμποδίσει η σάρκα και η φύση εξ αιτίας της ένωσης που πέτυχαν με το Πνεύμα. [1] Με κοίταξε περίεργα γέλασε αμήχανα και μου απάντησε: «Αυτό που εσείς οι χριστιανοί ονομάζετε Θεό, Άκτιστη λογική, θαύμα, αύριο η επιστήμη θα είναι σε θέση να εξηγήσει με λογικό και όχι με μυθικό τρόπο». Μου έδωσε το εξής φανταστικό παράδειγμα:
«Φαντάσου μόνο δυσδιάστατα όντα που ζουν στον δικό τους χώρο. Η οθόνη του σινεμά μας έχει συνηθίσει στον χώρο με δύο διαστάσεις. Αυτά τα φανταστικά όντα μπορούν και καταλαβαίνουν μόνο τις δύο διαστάσεις και φαντάζονται ότι ο χώρος τους έχει μόνο δύο. Μπορούν δηλαδή να καμπυλώνουν μια ευθεία γραμμή, ξέρουν τί είναι κύκλος, αλλά είναι ανίκανα να καταλάβουν μια σφαίρα, γιατί αυτό θα σήμαινε εγκατάλειψη του δυσδιάστατου χώρου. Ας υποθέσουμε τώρα ότι κάποιος έξω από τον χώρο τους τα μεταφέρει από την οθόνη στην επιφάνεια μιας σφαίρας, με πάρα πολύ μεγάλη ακτίνα. Αν αυτά τα όντα θεωρηθούν πολύ μικρά σε σχέση με όλη την επιφάνεια μιας σφαίρας, δεν θα πάρουν καμμιά είδηση της αλλαγής που συντελέστηκε στον χώρο τους. Το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών των μικρών τριγώνων που μπορούν να κατασκευάσουν στην περιορισμένη έκταση που μπορούν να κινηθούν θα είναι πάλι 180 μοίρες. Η αναλογία των ακτίνων και των περιφερειών δύο επίσης μικρών κύκλων, θα είναι πάλι ίδια κι ένα ταξίδι κατά μήκος της ευθείας γραμμής δεν θα τους ξανάφερνε στο σημείο της αφετηρίας. Φαντάσου τώρα ένα μικρό δωμάτιο (στον τρισδιάστατο χώρο) που ζουν δύο από αυτά τα δυσδιάστατα όντα. Όταν υπάρχει κάποιο αντικείμενο στην τρίτη διάσταση και βρίσκεται απ᾽ έξω, και σε μεγάλη απόσταση από το παράθυρό τους, αυτό μεταφέρει την σκιά του στο δικό τους χώρο, μα δεν μπορούν να δούν από πού προέρχεται, επειδή βρίσκεται στο βάθος και δεν μπορούν να καταλάβουν την τρίτη διάσταση. Την σκιά που θα δούν θα την νομίσουν Θεό και θ᾽αρχίσουν να μιλούν για την πνευματική ζωή. Φαντάσου τώρα πως αυτά τα όντα ανάπτυξαν πρακτικές και θεωρητικές γνώσεις με το πέρασμα του χρόνου. Ας πούμε πως ανακάλυψαν μέσα συγκοινωνίας που τους επιτρέπουν να καλύπτουν τεράστιες αποστάσεις, σε μικρά χρονικά διαστήματα. Τα όντα αυτά τότε θα βρίσκανε πως ξεκινώντας από ένα σημείο με κατεύθυνση κατ᾽ ευθείαν εμπρός, θα ξαναφτάσουν τελικά στο σημείο, απ᾽ όπου ξεκίνησαν. Εδώ το κετευθείαν εμπρός σημαίνει κίνηση παράλληλα σ᾽ ένα μέγιστο κύκλο της σφαίρας. Αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπταν πως ο χώρος τους είναι πεπερασμένος και με διαφορετικές ιδιότητες από εκείνες που ξέρουν. Τα όντα αυτά θα κατανοούσαν πως ο χώρος τους είναι η δυσδιάστατη επιφάνεια μιας σφαίρας, μ᾽ όλο που θα τους ήταν αδύνατον να τον φαντατούν. Γρήγορα θα ανακάλυπταν καινούργιες γεωμετρικές αρχές που και αν θα ήταν διαφορετικές από τις αρχές της δυσδιάστατης γεωμετρίας που γνωρίζανε, θα ήταν ωστόσο διαμορφωμένες με εξίσου λογικό και πειστικό τρόπο. Θα αναγκαζόντουσαν να υποθέσουν την τρίτη διάσταση λοιπόν, αν και δεν θα μπορούσαν να την καταλάβουν. Θα εξηγούσαν λοιπόν ότι η σκιά στο παράθυρο δεν προερχόταν από κάποιο Θεός αλλά από την τρίτη διάσταση. Βρισκόμαστε και εμείς λοιπόν σε μια παρόμοια θέση με αυτά τα όντα, δηλαδή είμαστε σε θέση να καμπυλώσουμε ευθείες γραμμές και επιφάνειες, αλλά δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ένα παραμορφωμένο και καμπυλωμένο τρισδιάστατο χώρο».
Αυτή η πεποίθηση ότι τα πάντα μπορούν να ερμηνευτούν με λογικό και πειστικό τρόπο από την επιστήμη, αποτελεί την παράδοξη πίστη του ανθρώπου που κινείται με το γνωμικό του θέλημα. Γνωμικό θέλημα κατά συνέπεια που ερμηνεύει την πραγματικότητα με την γνωσιολογική διάσταση της ιδιοτελούς αγάπης. Μα ποιός θα μπορέσει ποτέ να εγγυηθεί ότι υπάρχει μόνο η γνωσιολογική διάσταση που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος είναι ένα προϊόν τυχαιότητος και ακόμα ότι δεν υπάρχει ο Θεός, ή αν υπάρχει είναι αδιάφορος για τον κόσμο; Ποιός θα μπορέσει ποτέ να εγγυηθεί ότι το παράδειγμα που χρησιμοποίησε ο συνάδελφος δεν μπορεί να εξηγηθεί κάπως διαφορετικά; ότι δηλαδή στην πραγματικότητα υπάρχουν κι άλλες “διαστάσεις», τις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξηγήσει με τα γεωμετρικά και μαθηματικά δεδομένα; Σε καμμία περίπτωση δεν είναι σε θέση το γνωμικό θέλημα που κατακερματίζει τον άνθρωπο και δημιουργεί την λογική της ιδιοτελούς αγάπης, να πιστεύσει σ᾽ ένα Θεό που δημιουργεί και αγαπάει ανιδιοτελώς. Γι᾽ αυτό ακριβώς τον λόγο οποιαδήποτε εμπειρία που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τα τωρινά πειραματικά δεδομένα, περνάει στο περιθώριο ως μη πιστευτή. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος του γνωμικού θελήματος είναι μεν κατά της πίστης, την θεωρεί μη επιστημονική, αλλά παραδόξως πιστεύει στην δική του γνωσιολογική διάσταση και δυνατότητα.
Από την δική Του μεριά ο Θεός όχι μόνον δεν εκπλήσσεται από τέτοιες διαδικασίες, μα δίνει ακόμα την δυνατότητα στον άνθρωπο να ανακαλύπτει νέους νόμους και νέες θεωρίες. Δεν αρκείται στο περιθώριο και δεν βρίσκεται μακριά από κάθε άνθρωπο. Μοιάζει με στοργικό πατέρα που έφερε τα παιδιά Του στην παραλία κι Αυτός εκεί να τα κοιτάει, να τα προστατεύει επίμονα. Τα παιδιά πάλι παίζουν και λερώνονται, μα αυτό δεν φαίνεται ν᾽ ανησυχεί τον γονιό. Παιδιά είναι θα παίξουν και θα λερωθούν. Τους αγοράζει νέα παιγνίδια κι αυτά ακόμα πιο πολύ ενθουσιάζονται και γεμίζουν με λάσπη. Δεν ανησυχεί ο στοργικός πατέρας γιατί ξέρει πολύ καλά ότι θα έρθει η στιγμή που θα τα πάρει στο σπίτι Του, θα τα πλύνει και θα τα καθαρίσει.
Έτσι λοιπόν η κάθε επιστημονική γνώση, όπως το παιγνίδι του παραδείγματος, είναι δωρεά του Θεού σε όλους τους ανθρώπους ακόμη και στον άθεο επιστήμονα. Από την άλλη μεριά δεν έχασε ο άνθρωπος την ιδιότητα να αναγνωρίζει την ενέργεια του Θεού και μεσω της επιστήμης, να κάνει δηλαδή αυτό που στην θεολογία ονομάζεται φυσική θεωρία και να θαυμάσει το μεγαλείο Του, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί η πρόθεση του κάθε επιστήμονος. Αν ο ίδιος κινηθεί με άξονα το γνωμικό του θέλημα τότε, δεν θα συναντήσει και καταλάβει ποτέ τον Θεό, αλλά θα υπηρετεί το πνεύμα της εποχής όσο και να εμφανίζεται σαν θρησκευόμενος άνθρωπος, σε όποια εκκλησία και να ανήκει. Αν όμως κάνει άσκηση και προσπαθήσει να εναποθέσει στα χέρια του Θεού το γνωμικό του θέλημα, τότε θα του αποκαλυφθεί το κόσμημα της δημιουργίας, μια νέα γνωσιολογική διάσταση που θα τον εκπλήξει, γιατί είναι μεγάλος ο Θεός και θαυμαστά τα έργα Του[2].
Στην προκειμένη περίπτωση θ᾽ αντιληφθεί ότι η επιστημονική γνώση δεν θα πρέπει να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός. Γιατί όταν ο άνθρωπος μέσα από την διανοητική του διαδικασία ανακαλύψει την ύπαρξη του Θεού, τότε θα θελήσει να στραφεί προς Εκείνον που τα πάντα δημιούργησε με σοφία και σύνεση και από Εκείνον να πάρει όλη του την γνώση, με διαφορετικό πια τρόπο, γιατί οι άνθρωποι που καταργούν το γνωμικό θέλημα, δεν αντιμετωπίζουν πια την κτίση ή την αγία Γραφή υλικά και χαμηλά όπως εμείς, με τις αισθήσεις μόνο και με τις επιφάνειες και τα σχήματα για να αντλήσουν την μακαρία γνώση του Θεού, χρησιμοποιώντας τα ως γράμματα και συλλαβές, απ᾽ όπου προκύπτει το λάθος και το σφάλμα στο ξεχώρισμα της αλήθειας, αλλά με νού μονάχα ολοκάθαρο και απαλλαγμένο από κάθε υλική αχλύ. Αν λοιπόν θέλουμε να κρίνουμε όποιους εξετάζουν νοερά τους λόγους των αισθητών, θα διαπιστώσουμε ότι βαδίζουν ορθά κι από ίσιο δρόμο στην αλάνθαστη γνώση περί Θεού και θείων[3]
Έτσι λοιπόν η κάθε επιστημονική γνώση, όπως το παιγνίδι του παραδείγματος, είναι δωρεά του Θεού σε όλους τους ανθρώπους ακόμη και στον άθεο επιστήμονα. Από την άλλη μεριά δεν έχασε ο άνθρωπος την ιδιότητα να αναγνωρίζει την ενέργεια του Θεού και μεσω της επιστήμης, να κάνει δηλαδή αυτό που στην θεολογία ονομάζεται φυσική θεωρία και να θαυμάσει το μεγαλείο Του, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί η πρόθεση του κάθε επιστήμονος. Αν ο ίδιος κινηθεί με άξονα το γνωμικό του θέλημα τότε, δεν θα συναντήσει και καταλάβει ποτέ τον Θεό, αλλά θα υπηρετεί το πνεύμα της εποχής όσο και να εμφανίζεται σαν θρησκευόμενος άνθρωπος, σε όποια εκκλησία και να ανήκει. Αν όμως κάνει άσκηση και προσπαθήσει να εναποθέσει στα χέρια του Θεού το γνωμικό του θέλημα, τότε θα του αποκαλυφθεί το κόσμημα της δημιουργίας, μια νέα γνωσιολογική διάσταση που θα τον εκπλήξει, γιατί είναι μεγάλος ο Θεός και θαυμαστά τα έργα Του[2].
Στην προκειμένη περίπτωση θ᾽ αντιληφθεί ότι η επιστημονική γνώση δεν θα πρέπει να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός. Γιατί όταν ο άνθρωπος μέσα από την διανοητική του διαδικασία ανακαλύψει την ύπαρξη του Θεού, τότε θα θελήσει να στραφεί προς Εκείνον που τα πάντα δημιούργησε με σοφία και σύνεση και από Εκείνον να πάρει όλη του την γνώση, με διαφορετικό πια τρόπο, γιατί οι άνθρωποι που καταργούν το γνωμικό θέλημα, δεν αντιμετωπίζουν πια την κτίση ή την αγία Γραφή υλικά και χαμηλά όπως εμείς, με τις αισθήσεις μόνο και με τις επιφάνειες και τα σχήματα για να αντλήσουν την μακαρία γνώση του Θεού, χρησιμοποιώντας τα ως γράμματα και συλλαβές, απ᾽ όπου προκύπτει το λάθος και το σφάλμα στο ξεχώρισμα της αλήθειας, αλλά με νού μονάχα ολοκάθαρο και απαλλαγμένο από κάθε υλική αχλύ. Αν λοιπόν θέλουμε να κρίνουμε όποιους εξετάζουν νοερά τους λόγους των αισθητών, θα διαπιστώσουμε ότι βαδίζουν ορθά κι από ίσιο δρόμο στην αλάνθαστη γνώση περί Θεού και θείων[3]
Για να γίνει αντιληπτό ας φανταστεί κανείς στην σημερινή εποχή έναν νέο επιστήμονα που ασχολείται με την μελέτη της φύσεως και των νόμων αυτής. Αυτός ο άνθρωπος κάνει τα πρώτα του πειράματα και δοκιμάζει τις θεωρίες. Έχασε πολλά χρόνια πάνω στα βιβλία, για να φθάσει σ᾽ αυτό το σημείο, αφιέρωσε όλο του τον χρόνο για να μάθει. Σαν νέος είχε την διάθεση να βγεί να διασκεδάσει με τους συνομίληκές του, μα ο νους του ήταν στραμμένος μόνο στην επιστήμη του. Αργότερα όταν τελείωσε και άρχισε να εξειδικεύεται κλείστηκε σ᾽ ένα εργαστήριο και προσπάθησε να μάθει περισσότερα πράγματα που θα τον βοηθούσαν στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Τα αισθήματά του είναι αγνά. Αφιερώνει τα πάντα στην μελέτη, γιατί θέλει ν᾽ ανακαλύψει κάτι που θα καλυτερέψει την ζωή των συναθρώπων του. Μελετώντας την φύση ανακαλύπτει μέσα σ᾽ αυτή κρυμμένο τον δημιουργό. Αυτό είναι το πρώτο βήμα, μα ακόμη δεν έφτασε το στόχο του. Θα πρέπει να Τον γνωρίσει, να καταλάβει ποιός είναι, γιατί δημιούργησε τα πάντα, τι θέλει από αυτόν, με άλλα λόγια θα πρέπει να στραφεί προς την θεολογία και να ζητήσει απαντήσεις. Αλλά αυτό βέβαια θα του στοιχίσει χρόνο τον οποίον θα πρέπει να τον στρέψει προς την γνώση του Θεού και όχι μονομερώς προς την γνώση της κτίσεως. Το αμέσως επόμενο βήμα θα είναι να προσπαθήσει να απαλλαγεί από το γνωμικό του θέλημα, που τον εμποδίζει να γνωρίσει καλύτερα την ανιδιοτελή αγάπη του Θεού. Με άλλα λόγια θα πρέπει να κάνει προσευχή και άσκηση.
Εφαρμόζοντας την άσκηση όμως θα βρεθεί σε δύσκολη θέση έναντι όλων αυτών που ακολουθούν το πνεύμα της εποχής, οι οποίοι βέβαια φροντίζουν να του εξασφαλίσουν όλες του τις ανάγκες και περιμένουν αγωνιωδώς να εκμεταλλευτούν τις νέες ανακαλύψεις, σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Η άσκηση λοιπόν γρήγορα θα τον σπρώξει να αναμετρηθεί με το πνεύμα της σημερινής εποχής. Οι προοπτικές που ανοίγονται είναι δύο: ή θα ακολουθήσει το ατομικό του συμφέρον ή την λογική του ανιδιοτελούς Θεού. Αυτός ο νέος επιστήμονας όμως διαφορετικά έχει ζήσει την ζωή του και θα του είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να εναντιωθεί με το πνεύμα της σημερινής εποχής. Επειδή πρωτίστως έχει ζήσει εμπειρικά από τα φοιτητικά χρόνια με την λογική της επιβίωσης, όπως την εκφράζει ο άνθρωπος της πτώσεως.Μετά από δύσκολο ανταγωνισμό εισήλθε σ᾽ ένα εργαστήριο και αφιέρωσε όλη του τη ζωή εκεί, προσπαθώντας πάντοτε ν᾽ αναδειχθεί καλύτερος από τους άλλους. Ζώντας μέσα στο εργαστήριο δεν του μένει άλλη διέξοδος από την μονομερή παραγωγή εργασίας και επιτευγμάτων. Γιατί το εργαστήριο, στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, δεν είναι ένας εργαστηριακός χώρος αποκομμένος, αλλά βρίσκεται μέσα σ᾽ ένα Ινστιτούτο, το οποίο φροντίζει να δώσει στον επιστήμονα όχι μόνο χρήματα αλλά και τις φιλοσοφικές, ηθικές αξίες του πνεύματος της σημερινής εποχής που ισχυρίζεται ότι: τα πάντα στηρίζονται πάνω στο γνωμικό θέλημα, η πρόοδος είναι ένα αποτέλεσμα ανταγωνισμού γνωμικών θελημάτων, μέσα από τον οποίον βγαίνουν νικητές μόνο οι κοινωνίες που έχουν πιο συστηματικά οργανωθεί στην ανταγωνιστική αυτή πραγματικότητα.
Περνώντας όλη του τη ζωή ο νέος επιστήμονας εσώκλειστος στο Ινστιτούτο με τους ιδιαίτερους χώρους γυμναστικής, εστίασης, παλαίστρας κερδίζει σημαντικό ποσό χρημάτων καθώς και δόξης, αν παραμείνει πιστός στις αξίες που του έχουν δοθεί. Αποκομμένος μέσα σ᾽ ένα εργαστήριο, σ' ένα Ινστιτούτο η μόνη παρηγοριά είναι η ανακάλυψη ενός νέου νόμου, μιας διαφορετικής εφαρμογής, ενός πρωτότυπου μηχανήματος που ίσως κάποτε μπορέσει να του αφιερώσει και το δικό του όνομα, για να μείνει πια αλησμόνητο στην μνήμη κάθε επερχόμενης γενιάς. Πώς θα μπορέσει ένας τέτοιος άνθρωπος να απαλλαγεί από τα δεσμά της δουλείας που τον κρατούν δέσμιο στο γνωμικό του θέλημα και να ζήσει σαν ομοούσιος με τους άλλους συνανθρώπους, σαν ένας από τους πολλούς που έχουν την ίδια φύση, σαν ασήμαντος και αόρατος για το πνεύμα της εποχής; Ίσως όμως τα αδύνατα για τους ανθρώπους να είναι δυνατά για τον Θεό.
Από την μεριά του ο Θεός δεν παραμένει άπρακτος. Ετοιμάζει τους δικούς Του εσώκλειστους στην Χάρη ανθρώπους, που θα αναμετρηθούν με το πνεύμα του κόσμου τούτου και θα νικήσουν. Είδαμε ότι προαιώνιο σχέδιο του Θεού είναι να σώσει την εικόνα Του, σχέδιο που πραγματοποίησε και τίποτε δεν μπόρεσε να το σταματήσει, ούτε καν η πτώση του Αδάμ. Ετοίμασε μια γενιά αγίων προπατόρων από τον Σήθ, το πρώτο παιδί του Αδάμ και της Εύας, μετά τον θάνατο του δικαίου Άβελ, μέχρι την Παναγία. [4] Όλοι αυτοί οι προπάτορες συνεργάστηκαν με τον Θεό κινούμενοι από την Χάρη Του, γιατί περίμεναν την ενσάρκωση και με αυτή τη σωτηρία όχι των ιδίων μόνων αλλά και ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Κι όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου ο Υιός και Λόγος του Θεού προσλαμβάνει ανθρωπίνη φύση και ενώνει υποστατικά την θεότητα με την ανθρωπότητα. Αληθώς λοιπόν ενσαρκώθη ο Υιός, έπαθε, εσταυρώθη και ανέστη για όλους.
Αυτή η λογική του σταυρού και της ανάστασης υπάρχει μέσα στον κόσμο τούτον, γιατί την ζουν εμπειρικά οι άγιοι και αγαπημένοι του Θεού, στην προσπάθειά τους να γίνουν σαν τον Χριστό, περνώντας από τον σταυρό, δηλαδή από τον θάνατο γι᾽ αυτό τον κόσμο, μέχρι την ανάσταση, που είναι ελευθερία από την δουλεία. Αυτοί οι άνθρωποι του Θεού ίσως να μην ασχολήθηκαν ποτέ με την επιστήμη, γιατί πρωταρχικό γι᾽ αυτούς είναι η γνώση του Θεού και όχι η γνώση των δημιουργημάτων. Είναι σημαντικοί όμως για τον μοντέρνο άνθρωπο και έχουν πολλά να προσφέρουν στον κατακερματισμένο κόσμο που βαδίζει προς τον θάνατο. Γιατί αυτοί διδάχθηκαν, και με το δίκιο τους, ότι η παρούσα ζωή δεν ήταν εκείνη που είχε χαρίσει από την αρχή ο Θεός στους ανθρώπους, αλλά διδάχθηκαν μυστικά πώς ήταν άλλη, θεία και πάντοτε ίδια, και έκριναν ότι κυρίως εκείνη θα πρέπει να είχε ετοιμασθεί αρχικά γι᾽ αυτούς από τον Θεό που είναι αγαθός. Στρέφοντας προς αυτή τα μάτια της ψυχής δια της σοφίας κατά την χάρη του Πνεύματος, όσο ήταν δυνατόν να γίνει στους θνητούς ανθρώπους, και δεχόμενοι στην καρδιά τους τον θείο πόθο, πίστεψαν δικαιολογημένα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αυτήν την παρούσα ζωή, αν θέλουν να επιδοθούν αγνά στην άλλη, κατά τον σωστό τρόπο. Κι επειδή εγκατάλειψη της ζωής δεν γίνεται χωρίς θάνατο, σαν θάνατο της ζωής επινόησαν την αποβολή κάθε σαρκικής στοργής, από την οποία έγινε η είσοδος του θανάτου στην ζωή, ώστε επινοώντας τον θάνατο με τον θάνατο, να σταματήσουν να ζούν μέσω του θανάτου, πεθαίνοντας τον τίμιον θάνατο ενώπιον του Κυρίου, τον αληθινό θάνατο του θανάτου, αυτόν που μπορεί να φθείρει την φθορά και που παρέχει στους αξίους την είσοδό τους στην μακαρία ζωή και αφθαρσία. Γιατί το τέλος αυτής της παρούσας ζωής δεν είναι, νομίζω, δίκαιο ούτε να το ονομάζουμε θάνατο, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, και χωρισμό από την φθορά, κι ελευθερία από την δουλεία, και λήξη της ταραχής, και κατασίγαση των πολέμων, και τέλειωμα της σύγχυσης, και υποχώρηση του σκότους, και ανάπαυση από τους κόπους, και σιγή του ακατανοήτου βουητού, και γαλήνεμα του αναβρασμού, και συγκάλυψη της ντροπής, και αποφυγή των παθών, και αφανισμό της αμαρτίας, και, για να το πώ μ᾽ ένα λόγο, περιορισμό όλων των παθών. Οι άγιοι κατορθώνοντας όλα αυτά με εθελούσια νέκρωση, έδειξαν πως είναι ξένοι και παρεπίδημοι στην παρούσα ζωή.[5] Η Εκκλησία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα αληθινά και καμμιά επιστήμη θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν όσο και αν θελήσει να παραμείνει τυφλή.
Αυτή η λογική του σταυρού και της ανάστασης υπάρχει μέσα στον κόσμο τούτον, γιατί την ζουν εμπειρικά οι άγιοι και αγαπημένοι του Θεού, στην προσπάθειά τους να γίνουν σαν τον Χριστό, περνώντας από τον σταυρό, δηλαδή από τον θάνατο γι᾽ αυτό τον κόσμο, μέχρι την ανάσταση, που είναι ελευθερία από την δουλεία. Αυτοί οι άνθρωποι του Θεού ίσως να μην ασχολήθηκαν ποτέ με την επιστήμη, γιατί πρωταρχικό γι᾽ αυτούς είναι η γνώση του Θεού και όχι η γνώση των δημιουργημάτων. Είναι σημαντικοί όμως για τον μοντέρνο άνθρωπο και έχουν πολλά να προσφέρουν στον κατακερματισμένο κόσμο που βαδίζει προς τον θάνατο. Γιατί αυτοί διδάχθηκαν, και με το δίκιο τους, ότι η παρούσα ζωή δεν ήταν εκείνη που είχε χαρίσει από την αρχή ο Θεός στους ανθρώπους, αλλά διδάχθηκαν μυστικά πώς ήταν άλλη, θεία και πάντοτε ίδια, και έκριναν ότι κυρίως εκείνη θα πρέπει να είχε ετοιμασθεί αρχικά γι᾽ αυτούς από τον Θεό που είναι αγαθός. Στρέφοντας προς αυτή τα μάτια της ψυχής δια της σοφίας κατά την χάρη του Πνεύματος, όσο ήταν δυνατόν να γίνει στους θνητούς ανθρώπους, και δεχόμενοι στην καρδιά τους τον θείο πόθο, πίστεψαν δικαιολογημένα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αυτήν την παρούσα ζωή, αν θέλουν να επιδοθούν αγνά στην άλλη, κατά τον σωστό τρόπο. Κι επειδή εγκατάλειψη της ζωής δεν γίνεται χωρίς θάνατο, σαν θάνατο της ζωής επινόησαν την αποβολή κάθε σαρκικής στοργής, από την οποία έγινε η είσοδος του θανάτου στην ζωή, ώστε επινοώντας τον θάνατο με τον θάνατο, να σταματήσουν να ζούν μέσω του θανάτου, πεθαίνοντας τον τίμιον θάνατο ενώπιον του Κυρίου, τον αληθινό θάνατο του θανάτου, αυτόν που μπορεί να φθείρει την φθορά και που παρέχει στους αξίους την είσοδό τους στην μακαρία ζωή και αφθαρσία. Γιατί το τέλος αυτής της παρούσας ζωής δεν είναι, νομίζω, δίκαιο ούτε να το ονομάζουμε θάνατο, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, και χωρισμό από την φθορά, κι ελευθερία από την δουλεία, και λήξη της ταραχής, και κατασίγαση των πολέμων, και τέλειωμα της σύγχυσης, και υποχώρηση του σκότους, και ανάπαυση από τους κόπους, και σιγή του ακατανοήτου βουητού, και γαλήνεμα του αναβρασμού, και συγκάλυψη της ντροπής, και αποφυγή των παθών, και αφανισμό της αμαρτίας, και, για να το πώ μ᾽ ένα λόγο, περιορισμό όλων των παθών. Οι άγιοι κατορθώνοντας όλα αυτά με εθελούσια νέκρωση, έδειξαν πως είναι ξένοι και παρεπίδημοι στην παρούσα ζωή.[5] Η Εκκλησία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα αληθινά και καμμιά επιστήμη θα μπορέσει ποτέ να αποδείξει ότι δεν υπάρχουν όσο και αν θελήσει να παραμείνει τυφλή.
[1] Μάξιμος Ομολογητής: Περι Διαφόρων Απόρων Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών. Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς. Τόμος 14 Δ σελίδα 176
[2] ψαλμοί 85, 10 – 138,14
[3] [3] Μάξιμος Ομολογητής Περί Δαφόρων Απόρων. Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς . Τόμος 14Δ σελίδα 200
[4] βλέπε Γρηγόριος Παλαμάς ομιλία 57
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.