Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Βιογραφία Αγ. Γρηγοριου Παλαμα



Ὁ  ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς

Σύντομη βιογραφία


μεγάλος αὐτὸς θεολόγος καὶ θεοφόρος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας γεννήθηκε στὴν Βασιλίδα τῶν Πόλεων τὸ ἔτος 1296 καὶ ἦτο γυιὸς εὐσεβεστάτων καὶ εὐγενῶν γονέων τοῦ Κων/νου καὶ τῆς Καλλονῆς. Ὁ πατέρας του κατεῖχε ὡς συγκλητικὸς ἐξέχουσα θέσι στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ καὶ λόγῳ τοῦ χριστιανικοῦ του ἤθους καὶ τῆς μορφώσεώς του προσελήφθη καὶ ὡς παιδαγωγὸς τοῦ διαδόχου-ἐγγονοῦ τοῦ Ἀνδρονίκου Β' τοῦ Παλαιολόγου. Εἶχε καλλιεργήσει πολλὲς ἀρετές, ἀσκοῦσε τὴ νοερὰ προσευχή, πολὺ διαδεδομένη τότε στὸ Βυζάντιο, κι ἐκοσμεῖτο μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἀπὸ ἕναν τέτοιο λοιπὸν πατέρα γεννημένος ὁ Ἅγ. Γρηγόριος μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον μοναστικό, καθὼς καὶ οἱ δύο γονεῖς του ἀνέτρεφαν καὶ τὰ πέντε παιδιά τους μὲ μοναχικὴ αὐστηρότητα, ἐνῶ στὸ σπίτι τους ἐφιλοξενεῖτο πλῆθος μοναχῶν ἀπὸ τὸ Ἅγ. Ὄρος κι ἐκεῖ συζητοῦσαν θέματα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Πρὶν ἐκδημήσει πρὸς Κύριον ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου ἐκάρη μοναχὸς μετωνομασθεὶς εἰς Κωνστάντιο καὶ παρὰ τὶς παροτρύνσεις τῆς συζύγου του Καλλονῆς νὰ ἀναθέσουν μετὰ τὴν κοίμησί του τὰ ὀρφανὰ στὸν αὐτοκράτορα ποὺ τοὺς ὑπεραγαποῦσε, αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι τὰ παιδιὰ τὰ ἐμπιστεύεται στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ ἐλάτρευε. Ἔτσι κι ἔγινε, διότι ἡ Μητέρα ὅλου τοῦ κόσμου ἀνέλαβε στὴν προστασία της τὸν Ἅγιο καὶ τὴν οἰκογένειά του, καθὼς ἀρχικὰ μὲν ἐφώτισε τὸν αὐτοκράτορα νὰ τοὺς παρέχη τὴν προστασία του καὶ κατόπιν τοὺς ἀνέλαβε ὡς ὁδηγὸς καὶ προστάτης, ἀφοῦ ὅλοι τους ἀκολούθησαν τὸν ἀναχωρητικὸ δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ.
Ὁ Γρηγόριος λοιπὸν παραδίδεται στὴν ἐκμάθηση τῶν γνώσεων τῆς κοσμικῆς σοφίας μέσα στὰ ἀνάκτορα, κι ἔχοντας σοφοὺς διδασκάλους ὅπως τὸν Γρηγόριο τὸν Δριμὺ καὶ τὸν Θεόληπτο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, ἐσπούδασε μὲ ἐξαιρετικὴ ἐπίδοση Γραμματική, Ρητορική, Φυσική, Λογικὴ καὶ Θεολογία σὲ σημεῖο ποὺ ὁ αὐτοκράτορας ἐξαιτίας τῆς δεινῆς καταρτίσεως καὶ μορφώσεώς του νὰ ἐπιθυμῆ νὰ τοῦ ἀναθέση ἀνώτατα πολιτικὰ ἀξιώματα στὸ παλάτι.
Ὁ Γρηγόριος ὅμως θεωρώντας ὅλα τὰ ἐπίγεια, τὶς δόξες, τὶς τιμὲς καὶ τὰ πλούτη ὡς σκύβαλα, ἀποφασίζει νὰ ἐγκαταλείψη τὰ ἐγκόσμια, ἐμοίρασε ὅλη τὴν περιουσία του κι ἀφοῦ ἔπεισε κι ὅλους σχεδὸν τοὺς πλησιεστέρους συγγενεῖς του, τὴν μητέρα του, τ' ἀδέλφια του ἀκόμη καὶ τοὺς δούλους του νὰ δεχθοῦν τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἐγκατέστησε σὲ μοναστήρια ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴν Κων/πολι μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του Μακάριο καὶ Θεοδόσιο γιὰ τὸ Ἅγ. Ὄρος.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν τῆ Θρᾴκη ἔφθασαν στὸ Παπίκιο ὄρος ὅπου καὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ παραχειμάσουν συνεργείᾳ τῆς Θείας Προνοίας, διότι πολλοὶ ὠφελήθηκαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἦθος τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος κατετρόπωσε καὶ τοὺς Μασσαλιανοὺς κι ἀπέδειξε τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεσι τους, ἐνῶ αὐτοὶ προσπάθησαν νὰ τὸν θανατώσουν μὲ δηλητηριασμένη τροφή, τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος θείᾳ συνεργείᾳ τὴν ἀπέφυγε δίδοντάς τη στὰ σκυλιὰ μὲ ἀποτέλεσμα ἕνα ἐξ αὐτῶν νὰ πεθάνη, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι τὸ προορατικὸ χάρισμα ποὺ τοῦ εἶχε χαρίσει ὁ Θεός.
Τὴν Ἄνοιξι τοῦ 1317 ἔφθασε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του στὴ Λαύρα τοῦ Βατοπεδίου κι ἐκεῖ ὑπετάχθη στὸν θεῖο Νικόδημο κι ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ὡς μοναχὸς ἀσκοῦσε κάθε ἀρετὴ μὲ ταπείνωσι πολλή, μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες, μὲ μάζεμα τῶν λογισμῶν καὶ ἀκατάπαυστη προσευχὴ καὶ πάντα εἶχε ὡς προστάτιδα καὶ βοηθὸ καὶ μεσίτρια τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴν ὁποία εἶχε συνεχῶς μπροστὰ του.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἡμέρα ἐκεῖ ὅπου ἡσύχαζε κατὰ μόνας κι εἶχε ὅλο τὸ νοῦ του στραμμένο στὸ Θεό, ἐμφανίσθηκε μπροστά του ὁ σεβάσμιος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εἶπε στὸν Ἅγιο ὅτι τὸν ἀπέστειλε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νὰ τὸν ἐρωτήση γιὰ ποιό λόγο συνεχῶς προσεύχεται φωνάζοντας πρὸς τὸν Θεό: «Φώτισέ μου τὸ σκότος»; Καὶ ὁ Ἅγιος ταπεινὰ ἀπάντησε: «Μὰ τί ἄλλο νὰ ζητῶ ἐγὼ ὁ γεμᾶτος πάθη κι ἁμαρτίες, παρὰ νὰ τύχω τοῦ ἐλέους καὶ φωτισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ κάνω τὸ θέλημά του;». Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὅτι ἡ Παναγία μέσῳ αὐτοῦ τοῦ ὑπόσχεται ὅτι θὰ τοῦ εἶναι βοηθὸς καὶ στὴν παροῦσα καὶ στὴν μέλλουσα ζωὴ κι ἔγινε ἄφαντος.
Ἀφοῦ ἔμεινε σ' αὐτὸν τὸν γέροντα ὁ Ἅγιος τρία χρόνια, μετὰ τὴν ἀποβίωσί του ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Λαύρα τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου ὅπου κι ἐκεῖ ἐγκαταβίωσε γιὰ τρία ἀκόμη χρόνια. Ἐκεῖ κατέπληξε ὅλη τὴν ἀδελφότητα μὲ τὶς ἀρετές του καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο. Ἐκυρίευσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο ὄχι μόνο τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως, ἔτσι ὥστε νὰ ζῆ ὡς ἀσώματος. Ἔτρωγε καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα ἴσα -ἴσα γιὰ νὰ μὴ σαλευθῆ ὁ νοῦς του. Ἐπειδὴ ὅμως ἔτρεφε ἀκατάσχετο ἔρωτα πρὸς τὴν ἡσυχία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λαύρα κι ἐπῆγε στὴ σκήτη Γλωσσία, ὅπου εὑρίσκοντο κι ἄλλοι ἀναχωρητὲς κι ἀποτελοῦσε τὸ κέντρο τοῦ ἁγιορείτικου ἡσυχασμοῦ (τὴ σημερινὴ Προβάτα). Ἐκεῖ ἡσύχαζε κι ἕνας ἄλλος κορυφαῖος καὶ περιβόητος ἡσυχαστής, ὁ Γρηγόριος ὁ Βυζάντιος, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἐν τέλει ὁ μύστης καὶ διδάσκαλος τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου στὴν νήψη, στὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ κι ἄλλα μυστικὰ χαρίσματα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰπωθοῦν μὲ λόγια. Τόση δὲ κατάνυξι, ἀκατάπαυστα δάκρυα καὶ συντριβὴ κατεῖχε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ποὺ ἐπότιζε τὸ ἔδαφος ἐκεῖ ὅπου προσηύχετο.
Δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ μείνη ἐκεῖ στὸ ἡσυχαστήριο τῆς Γλωσσίας γιὰ πολύ, διότι, ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου ἀπὸ τὶς καταδρομὲς τῶν Ἀγαρηνῶν ἐναντίον τῶν μοναχῶν, ἀναγκάσθηκε ὁ Ἅγ. Γρηγόριος μὲ ἄλλους συνασκητές του νὰ φύγη. Πηγαίνοντας στὴ Θεσσαλονίκη συμφώνησαν νὰ πάνε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ προσκύνημα τῶν Ἁγ. Τόπων. Τότε λοιπόν, θέλοντας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος νὰ μάθη ἂν ἡ ἀπόφασίς τους αὐτὴ ἦταν ἀρεστὴ στὸ Θεό, προσευχόμενος εἶδε ἕνα ὅραμα ὅπου ὁ Ἅγ. Δημήτριος παρουσιάσθηκε ὡς Δοῦκας καὶ τὸν ἐκράτησε ἐκεῖ στὴν πόλι τῆς Θεσσαλονίκης μὲ διαταγὴ τοῦ Βασιλέως, ἐνῶ στοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς ἐπέτρεψε νὰ μεταβοῦν στὸν προορισμό τους. Αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψις ἐσήμαινε ὅτι δὲν τοῦ ἐπετράπη νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγ. Ὄρος καὶ τὴ Θεσσαλονίκη διότι ἐκεῖ ἔμελλε νὰ πολεμήση μὲ βαρεῖς λύκους ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πέσουν στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ὑπερασπιστῆ τὴν ὀρθόδοξη πίστι καὶ διότι ἐπρόκειτο νὰ λάβη τὴ χάρι ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ὑπερασπισθῆ τὴν ὀρθόδοξη πίστι κατὰ τρόπο ἀπαράμιλλο στὴ δύσκολη αὐτὴ χρονικὴ περίοδο ὡς ὁ μοναδικὸς Θεολόγος στὴν ἐποχή του.
Τότε οἱ συνασκητές του τὸν παρεκάλεσαν νὰ δεχθῆ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καὶ κατόπιν νὰ μεταβοῦν στὴν σκήτη τῆς Βεροίας, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ κτίσουν ἱερὸ ἡσυχαστήριο. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἐδέχθη τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης ἀφοῦ πρῶτα προσευχόμενος εἶχε μὲ θαυμαστὸ τρόπο πάλι τὴν συγκαταθέσι καὶ συναίνεσι τοῦ Θεοῦ.
Μετὰ τὴ χειροτονία του, ἔπειτα ἀπὸ ἐτήσια περίπου παραμονὴ στὴ Θεσσαλονίκη μετέβησαν στὴ σκήτη τῆς Βεροίας τὸ 1326, ὅπου ἄρχισαν ἐκ νέου τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες πρὸς τὴ θέωσι. Πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος ἡσύχαζε «κατὰ μόνας» καὶ μόνο τὸ Σαββατοκύριακο ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελί του γιὰ νὰ λειτουργῆ, νὰ συνομιλῆ πνευματικὰ καὶ νὰ νουθετῆ τοὺς μοναχοὺς συνασκητές του.
Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπρόσθετε νηστεία στὴ νηστεία, ἀγρυπνία στὴν ἀγρυπνία καὶ μὲ τὴ συνηθισμένη πηγὴ τῶν δακρύων του καθάριζε τὸ ὀπτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἀνεβίβαζε τὸν καθαρὸ νοῦ του πρὸς τὸν Θεὸ ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἄμεση κοινωνία καὶ ἕνωσι μ' Αὐτόν. Γι' αὐτὸ ὅλοι τὸν εἶχαν ὡς πρότυπο καὶ παράδειγμα πρὸς μίμησι καὶ τὸν ἐθαύμαζαν ὑπερβολικά. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἔβλεπαν νὰ ἀλλοιώνεται στὴν ὄψι καὶ νὰ γίνεται τὸ προσωπὸ τοῦ φωτεινὸ καὶ λαμπρό, μεταμορφωμένο μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἰδιαίτερα μετὰ ἀπὸ τὴ Θ. Λειτουργία ἢ τὴν ἐξοδό του ἀπὸ τὸ ἡσυχαστήριό του.
Δὲν ἐπέρασαν ὅμως πέντε χρόνια καὶ τὸ 1331 ἀναγκάσθηκε λόγῳ συχνῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἰλλυριῶν (Ἀλβανῶν) νὰ ἀναχωρήση γιὰ τὸν Ἄθω, στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγ. Σάββα ἔξω ἀπὸ τὴ Μονὴ τῆς Λαύρας τοῦ Ἀγ. Ἀθανασίου. Ἐκεῖ ἀκολούθησε τὸ ἴδιο ἀσκητικὸ καὶ ἡσυχαστικὸ πρόγραμμα κι ὁ μοναδικός του σκοπὸς ἦτο ἡ νήψις, ἡ ἡσυχία τοῦ νοῦ, ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ θεωρία καὶ ἡ ἕνωσις μὲ τὸ Θεό.
Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος σὲ κάποια ἐπιστολή του, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, γιὰ τὴν πρακτικὴ ὄψι τῆς μοναχικῆς τελειώσεως:
«Ὅταν ὁ νοῦς ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ κι ὑψωθῆ πάνω ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς γύρῳ ἀπὸ αὐτὰ ζάλης καὶ κατοπτεύση τὸν ἐσωτερικὸ ἀνθρωπο, πρωτίστως ἀφοῦ δῆ τὸ ἄσχημο προσωπεῖο ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν περιπλάνησι μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, σπεύδει νὰ τὸ καθαρίση μὲ τὸ πένθος.
»Στὴ συνέχεια ἀφοῦ ἀφαιρέσει τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ προσωπεῖο καὶ ἀφοῦ ἡ ψυχὴ παύσει νὰ διασπᾶται μὲ τέτοια ἀσήμαντα πράγματα, ὁ νοῦς προχωρεῖ ἀπερίσπαστος στὰ πραγματικὰ ἄδυτα καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ προσεύχεται στὸν Πατέρα μυστικά. Αὐτὸς τότε παραχωρεῖ ἀρχικὰ τὴν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ποὺ ὡς δῶρο διευκολύνει τὰ ἄλλα χαρίσματα καὶ τελειοποιεῖ τὴν ταπείνωσι ποὺ γεννᾷ τὶς ἄλλες ἀρετές. Αὐτὰ γεννοῦν τελειότερη χαρὰ καὶ προκαλοῦν στὴν ψυχὴ μακάρια ἀγαλλίασι ποὺ μετατρέπει τὸ πένθιμο δάκρυ σὲ γλυκὸ καὶ πλημμυρίζει τὸν ἀνθρωπο μιὰ χαρμολύπη ἔτσι ποὺ ἡ δέησις στὴν προσευχὴ νὰ μεταβάλλεται σὲ εὐχαριστία ἀτελειώτη.
»Ὅταν ὁ νοῦς ξεπεράση αὐτὸ τὸ πρακτικὸ στάδιο ἀνεβαίνει ἀκόμη ψηλότερα καὶ ὑπερβαίνει καὶ τὰ νοητά, τότε βλέπει καὶ γεύεται ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὰ ἐκφράση κανεὶς μὲ λόγια καὶ κάνει λόγο γιὰ τὸ στάδιο τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ὅπου μὲ τὴ δύναμι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος βλέπει τὰ ἀθέατα, ἀκούει ἄρρητα ρήματα κι ἑνώνεται μὲ τοὺς ἀγγέλους ποὺ δοξολογοῦν τὸ Θεό».
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθῆ ἕνα θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ βίου του. Ἐκεῖ στὸ ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγ. Σάββα μία ἡμέρα ὅπου ἦτο ὁ νοῦς τοῦ στραμμένος καὶ προσηλωμένος στὸ Θεὸ μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ τοῦ ἐφάνη σὲ ὅραμα πῶς κρατοῦσε στὰ χέρια τοῦ ἕνα ἀγγεῖο μὲ γάλα, τὸ ὁποῖο ξεχύλιζε κι ἐχύνετο κάτω κι ἔπειτα τοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ γάλα μετετράπη σὲ εὐωδιαστὸ κρασί, τὸ ὁποῖο κι αὐτὸ ξεχύλιζε καὶ τοῦ κατέβρεχε τὰ ρούχα καὶ τὸ σῶμα του, γεμίζοντας εὐωδία τὸν τόπο, αἰσθανόμενος ταυτόχρονα μεγάλη χαρὰ γι' αὐτὰ ποῦ ἔβλεπε. Τότε τοῦ ἐφάνη πὼς ἔνας ἀξιωματικὸς τὸν ἐρώτησε «γιατὶ Γρηγόριε δὲν μεταδίδεις καὶ στοὺς ἄλλους τοῦτο τὸ θαυμάσιο ποτό, ποὺ ἀναβλύζει πλουσιοπάροχα ἀλλὰ τὸ ἀφήνεις νὰ χύνεται μάταια; Δὲν γνωρίζεις ὅτι εἶναι δῶρο Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ τὸ μεταδίδης παντοῦ;». Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε διστακτικὰ ὅτι δὲν εὑρίσκονται ἄνθρωποι νὰ τοῦ τὸ ζητοῦν μὲ πόθο ἀλλὰ ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ εἶπε ὅτι: « κι ἔτσι νὰ ἔχουν τὰ πράγματα ἐσὺ Γρηγόριε πρέπει νὰ κάνης τὸ χρέος σου καὶ νὰ τὸ μεταδίδης», κι ἀνεχώρησε.
Τότε ὁ Ἅγιος ἐπάνηλθε ἀπὸ τὸν λεπτὸ ἐκεῖνο ὕπνο ὅπου τὸν κατέλαβε κι ἐκάθετο πολλὲς ὧρες περιλαμπόμενος ἀπὸ Θεϊκὸ φῶς. Ἐφανέρωνε δὲ ἡ μεταβολὴ ὅπου ἔγινε ἀπὸ τὸ γάλα στὸ κρασί, ὅτι ἀπὸ τὴν ἠθικὴ καὶ ἁπλὴ διδασκαλία ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔμελλε νὰ περάση στὴ δογματικὴ καὶ οὐράνια διδασκαλία καὶ νὰ μεταδώση τοὺς ποταμοὺς αὐτῆς σὲ ὅλους.
Τότε ἄρχισε νὰ συγγράφη ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ λόγους περὶ Θεοῦ, γεμάτους σοφία καὶ θεία ἔμπνευσι. Πρῶτος του λόγος ὁ διὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγ. Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου, πρώτου οἰκιστοῦ τοῦ Ἄθωνος, δεύτερος λόγος στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου κ.ο.κ. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἦτο δυνατὸν ἕνας τέτοιος πνευματικὸς φάρος, μέγας στὴν ἀρετὴ καὶ στοὺς λόγους νὰ κάθεται κρυμμένος σὲ κάποια γωνία, ψηφίζεται ἡγούμενος ἀπὸ τοὺς ἐγκρίτους πατέρες τοῦ Ἄθωνος στὴ Μονὴ Ἐσφιγμένου, ὅπου ἐγκαταβίωναν 200 μοναχοί. Ἐκεῖ ἐτέλεσε πολλὰ θαυμάσια καὶ ἄξια νὰ εἰπωθοῦν θαύματα, ἀπεδίωξε ἀπὸ ἀδελφοὺς δαιμόνια, μετέβαλλε δι' ἁγιασμοῦ καὶ διὰ τῶν προσευχῶν καὶ δεήσεών του ἄκαρπα δένδρα σὲ καρποφόρα, ἐγέμισε μὲ τὰ ἀναγκαῖα τὴ μονὴ ὅπου ὑπῆρχαν ἐλλείψεις, ἀνεδείχθη ἔτι περισσότερο τὸ προορατικό του χάρισμα καὶ γενικὰ ἐκοσμήθη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγ. Πνεύματος.
Δὲν πέρασε ὅμως πολὺς καιρὸς καὶ τὸ 1334 ἀφήνει τὴν ἡγουμενία κι ἐπιστρέφει πάλι στὴν ποθητή του ἡσυχία, στὴ σκήτη τοῦ Ἁγ. Σάββα στὴ Λαύρα. Τότε εἶχε ἐμφανισθῆ στὴ Θεσσαλονίκη κι ὁ λατινόφρων Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας καὶ ἐνῶ ἀρχικὰ παρουσιάσθηκε ὡς φιλομοναχὸς καὶ τάχα κατήγορος τῶν ὁμοφύλων τοῦ Λατίνων, ξεσκεπάσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο ὡς πλάνος καὶ δόλιος καὶ μάλιστα πολέμιος τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν ἡσυχαστῶν.
Στὴ δύσκολη αὐτὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἀναδείχθηκε σὲ μεγάλο Θεολόγο καὶ ἐκκλησιαστικὸ ἡγέτη, ἐφάμιλλος κατὰ πάντα τῶν προγενεστέρων μεγάλων πατέρων καὶ Θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὑπερασπίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία σὲ δύο ζητήματα, στὴ διδασκαλία γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ στὴν ἡσυχαστικὴ ἄσκησι.
Ὁ Βαρλαὰμ μὲ τὶς θεωρίες του ἰσχυριζόταν ὅτι μπορεῖ νὰ φθάση κανεὶς στὸ Θεὸ διὰ τῆς γνώσεως τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἔμπειρος τοῦ ἀληθινοῦ δρόμου ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θεογνωσία ἐδίδασκε ὅτι μόνον διὰ τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ δῆ τὸν Θεό. Ἄρχισε μάλιστα ὁ Βαρλαὰμ νὰ γράφη κατὰ τῶν ἡσυχαστῶν, κατὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς μυστικῆς θεωρίας, νὰ συκοφαντῆ καὶ νὰ κατηγορῆ ὡς αἱρετικούς, Μασσαλιανούς, ὀμφαλοψυχίτας, εὐχίτας τοὺς μοναχοὺς καὶ νὰ προσπαθῆ νὰ ἀποδείξη ὅτι οἱ θεόσοφοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας ἦταν οἱ αἴτιοι τῆς πλάνης τῶν μοναχῶν. Τότε ἀκριβῶς οἱ μοναχοὶ τῆς Θεσσαλονίκης ἔγραψαν στὸν Ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν θερμὰ νὰ ὑπερασπιστῆ τὴν ὀρθοδόξη πίστι, νὰ πολεμήση τὶς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη μεταβῆ στὴ Βασιλεύουσα καὶ προβάλλοντας ὡς δόλωμα τὴν ἔξω σοφία παρέσυρε στὴν κακοδοξία καὶ στὴν πλάνη του ὅλους ἀκόμη καὶ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα, ἐπηρεάζοντας τοὺς ἀρνητικὰ ἐναντίον τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν ἡσυχαστῶν. Ἀσκοῦσε τέτοια ἐπιρροὴ ὁ Βαρλαὰμ μέ τὶς φιλοσοφικὲς γνώσεις καὶ τὴ δεινὴ κατάρτισί του στοὺς κύκλους τῶν λογίων, τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη τοῦ Βυζαντίου, ὥστε κατάφερε νὰ τοὺς παραπλανήση ὅλους. Ὁ πλέον κατάλληλος λοιπὸν γιὰ νὰ πολεμήση καὶ νὰ κατατροπώση τις αἱρετικὲς τοῦ δοξασίες ἦτο μόνον ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἤδη ἀνταπεξέλθει ἐναντίον τοῦ Βαρλαὰμ σὲ ἕνα εἶδος προκαταρκτικοῦ ἀγῶνος, ὅταν ἔγραψε τὸ 1335 δύο ἀποδεικτικοὺς λόγους «Περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» μὲ τοὺς ὁποίους κατωχύρωσε ἀπὸ κάθε πλευρὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ θέμα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ τῆς Ἁγ. Τριάδος ἀνατρέποντας τὴ φράγκικη διδασκαλία ποὺ ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ.
 Ἀφήνοντας λοιπὸν τὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία ὁ Ἅγιος κατὰ τὸ τέλος τοῦ 1337 ἔρχεται στὴ Θεσσαλονίκη ὅπου ἀρχικὰ οἱ πρῶτες κινήσεις του ἦταν εἰρηνικές. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς νουθεσίες, συμβουλὲς καὶ ἐκκλήσεις πρὸς τὸν Βαρλαὰμ γιὰ εἰρήνευσι καὶ ὁμόνοια, ἀφοῦ αὐτὸς παρέμενε ἀμετανόητος κι ἀδιάλλακτος ἐπιδόθηκε στὴ συγγραφὴ ἔργων ὅπως ἐννέα βιβλίων μὲ τίτλο «Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» χωρισμένα σὲ τρεῖς τριάδες, ὑπακούοντας στὴν παράκλησι τῶν ἡσυχαστῶν μοναχῶν νὰ τοὺς βοηθήση.
Τότε ἀποφάσισε ὁ Ἅγιος νὰ γνωστοποιήση τὰ σχετικὰ μὲ τὶς ἐνέργειές του στοὺς Ἁγιορεῖτες μοναχοὺς καὶ πηγαίνοντας στὸ Ἅγ. Ὅρος τὸ 1340 συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἰσίδωρο ἀνεδείχθη μέγας ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἡ διδασκαλία του ἐπικυρώθηκε μὲ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Ἁγιορείτικου Τόμου, δηλαδὴ μιᾶς ἐκθέσεως γιὰ τὴν ἠσυχαστικὴ διδασκαλία, κατωχυρωμένης μὲ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ἔριδες συνεχίζοντο, κι ἡ ἐπιρροὴ τοῦ Βαρλαὰμ ἦτο τόση μεγάλη ἀκόμη καὶ πρὸς τὸν Πατριάρχη, ἐκλήθησαν ὁ ἱερὸς Γρηγόριος κι οἱ δικοί του ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα νὰ μεταβοῦν στὴν Κων/πόλι κατὰ τὴν Ἄνοιξι τοῦ 1341 γιὰ νὰ κριθοῦν καὶ νὰ ἀπολογηθοῦν ὡς ὑπεύθυνοι παραβάσεως. Παίρνοντας λοιπὸν ὁ Ἅγιος τοὺς πιὸ κορυφαίους τοῦ φίλους τὸν Ἰσίδωρο, τὸν Μᾶρκο καὶ τὸν Δωρόθεο ἔφθασε στὴν Πόλι κι ἐκεῖ κατώρθωσε διὰ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς δεινῆς θεολογικῆς του καταρτίσεως νὰ ἀνατρέψη τὶς πλάνες τοῦ Βαρλαάμ, νὰ ἐπαναφέρη πάλι στὴν Ὀρθοδοξία ὅλους ὅσους πλανήθηκαν ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν ἴδιο τὸν Πατριάρχη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν ἅπαντες ὡς διδάσκαλο τῆς εὐσεβείας καὶ ὁμόφωνο μὲ τοὺς ἁγίους πατέρες, ἀποδιδόντάς του θερμὲς εὐχαριστίες.
Ἐνῶ δὲ ὁ Πατριάρχης ἤθελε νὰ ἐξετασθῆ τὸ ζήτημα σὲ συνοδικὸ δικαστήριο ὡς διοικητικῆς φύσεως, ἡ αὐτοκράτειρα Ἄννα Παλαιολογίνα ἐπέμενε τῆ συναινέσει καὶ ἐπιθυμίᾳ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου νὰ συγκροτηθῆ Σύνοδος γιὰ νὰ ἀρθῆ ἡ πλάνη τοῦ Βαρλαὰμ καὶ νὰ εἰρηνεύση ἡ Ἐκκλησία. Ἀφοῦ λοιπὸν συνέδραμον θείᾳ νεύσει κι ἄλλοι ὁμόφρονες τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου ἀπὸ ἄλλα μέρη στὴ Κων/πόλι συνασκητὲς τοῦ Ἁγίου, ὅπως ὁ Δαυΐδ, ὁ Διονύσιος κ.ἄ. καὶ ἐρχομένου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Γ' ἀπὸ ἐκστρατεία στὴ Θεσσαλία συγκροτήθηκε Σύνοδος στὸ Ναὸ τῆς Ἁγ. Σοφίας στὶς 10 Ἰουνίου 1341.
Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ποὺ ἔγινε παρουσίᾳ κλήρου καὶ λαοῦ –διότι τότε ἐπικρατοῦσε ἡ εὐλογημένη παράδοσις, σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν σημερινὴ κατάστασι, νὰ παρίστανται στὶς συνόδους κλῆρος καὶ λαός– κατεδίκασε τὴ διδασκαλία καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ Βαρλαάμ, ἀφώρισε τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ ὁμολογήση (ἔστω κι ὑποκριτικὰ) πὼς καταδικάζει κι ὁ ἴδιος τὰ συγγράμματά του ὡς αἱρετικὰ καὶ ψευδῆ.
Ὁ μὲν Βαρλαὰμ λοιπὸν κατησχυμένος κατέφυγε στοὺς φίλους του Λατίνους, ἐμφανίζεται, ὅμως, στὸ προσκήνιο ἕνα νέος κληρονόμος τῆς πλάνης του, ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος, ὁ ὁποῖος συμφωνοῦσε μὲ τὸν Βαρλαὰμ στὸ θέμα τῆς ταυτίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Συγκροτείται ἐκ νέου Σύνοδος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸν Αὔγουστο τοῦ 1341 μὲ τοὺς ἰδίους συνέδρους καὶ παρόντος τοῦ κυβερνῶντος βασιλέως Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, ὡς ἐπιτρόπου τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, ἀφοῦ εἶχε πεθάνει ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Γ'. Καὶ πάλι ὁ θεῖος Γρηγόριος ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας κατετρόπωσε τὴν πλάνη τοῦ Ἀκινδύνου κι ἔσωσε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ νέα κακοδοξία. Μετὰ τὸ τέλος τῆς Συνόδου ἐκδόθηκε Συνοδικὸς Τόμος μὲ τὸν ὁποῖο κατοχυρώθηκαν κι οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ Ἰουνίου, στὴν ὁποία δὲν εἶχε ἐκδοθῆ τότε εἰδικὸς τόμος μὲ τὰ πρακτικά.
Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἀνδρονίκου τοῦ Γ' καὶ μετὰ πάροδο δύο μηνῶν ξεσπᾶ ἐμφύλιος πόλεμος κι ἄρχισε ἡ ραγδαία πτῶσις τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ σχηματισμὸς ἑνὸς κόμματος ἀντιπάλου πρὸς τὸν Καντακουζηνὸ μὲ ἡγέτες τὸν Δοῦκα Ἀλέξιο Ἀπόκαυκο καὶ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα ἀπετέλεσε τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν ἐμφύλιο σύγκρουσι. Ὁ Δοῦκας διέδωσε παντοῦ ὅτι ὁ Καντακουζηνὸς ἐσχεδίαζε νὰ ἀφαιρέση τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν ἐννεαετὴ υἱὸ τοῦ Ἀνδρονίκου Ἰωάννη Ε' κι ἔπεισε τὴν αὐτοκράτειρα Ἄννα ὅτι αὐτὴ μπορεῖ νὰ κυβερνήση μὲ τὴν συμπαράστασι τοῦ Πατριάρχη. Κι ἐνῶ ὁ Πατριάρχης ὡς ὤφειλε ἔπρεπε νὰ συγκρατῆ τὶς ἔριδες, τὸν φθόνο καὶ τὶς ἀλόγιστες ὁρμὲς καὶ μὲ κάθε φροντίδα νὰ συνάγη τοὺς πιστοὺς σὲ εἰρήνη κι ὁμόνοια, ἐφρόντιζε νὰ ἐξάπτη ὁλοένα καὶ περισσότερο τὴ μάχη καὶ τὴ διαίρεσι ἔχοντας ἀντιπαλο ὡς πρὸς αὐτὰ τὸν μεγάλο Ἅγ. Γρηγόριο ὁ ὁποῖος συνιστοῦσε εἰρήνη κι ἀξίωνε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα νὰ πράττη τὰ ἁρμόζοντα στὸ σχῆμα καὶ στὸ ἀξίωμά του.
Μὴ ἀνεχόμενος λοιπὸν αὐτὴ τῆ συμπεριφορὰ τοῦ ἁγίου ὁ Πατριάρχης γεμᾶτος μῖσος, ὀργὴ καὶ ἐμπάθεια, ὡς μισθωτὸς καὶ ὄχι ὡς πραγματικὸς ποιμήν, στρέφεται κατὰ τῆς εὐσεβείας καὶ σηκώνει πόλεμο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀναιρώντας τὰ θεῖα δόγματα, καταδιώκοντας τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τὴν ἱερὴ συνοδεία του καὶ κατηγορώντας τον ὅτι πρεσβεύει καὶ διδάσκει αἱρετικὰ καὶ κακὰ δόγματα· τὸν συκοφαντεῖ ὅτι εἶναι ὑπαίτιος τοῦ ἐμφυλίου καὶ τὸν καταδικάζει σὲ φυλάκισι σὲ σκοτεινὴ φυλακή. Στὸν ἀληθινὸ δὲ αἱρετικὸ καὶ πολέμιο τῆς ἀληθείας Ἀκίνδυνο ἀποδίδει τιμές, χειροτονώντας τὸν μάλιστα διάκονο καὶ καθιστώντας τον διδάσκαλο καὶ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τὸν προώριζε καὶ γιὰ ἐπισκοπικὴ θέσι.
Παρεμβαίνει τότε ἡ Βασίλισσα Ἄννα Παλαιολογίνα μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς θείας χάριτος κι ἀφοῦ ἔμαθε ὅτι ὁ Πατριάρχης ἐχειροτόνησε διάκονο τὸν ἀναθεματισμένο ἀπὸ Σύνοδο Ἀκίνδυνο, τὸν ἐξεδίωξε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἔμεινε δὲ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος στὴ φυλακὴ κλεισμένος γιὰ τέσσερα χρόνια, κακουχούμενος καὶ βασανιζόμενος ἀπὸ ταλαιπωρίες κι ἀσθένειες τοῦ σώματος μὲ ἐντονώτερη τὴν ἀσθένεια τοῦ ἥπατος. Τότε, ἔχοντας ὡς γραμματέα τὸν ἀφοσιωμένο μαθητή του Δωρόθεο, συνέγραψε θαυμαστοὺς δογματικοὺς καὶ θεολογικοὺς λόγους πρὸς ὑπεράσπισι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ 1347 ὅταν καταδικάσθηκε πλέον ὁ Πατριάρχης ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικός, ἀπογυμνώνεται ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀποβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ κατὰ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποκαθίσταται ἡ ἀλήθεια, λάμπει ἡ Ὀρθοδοξία καὶ σταματᾶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, ἀφοῦ οἱ βασιλεῖς ἦλθαν σὲ ὁμόνοια καὶ συμφωνία μεταξὺ τους ἀναγνωρίζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Τότε ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φυλακὴ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος κι ἐπιστρέφει στὴ Θεσσαλονίκη μετὰ τόσους κόπους κι ἀγῶνες ὡς μέγας Ὁμολογητὴς ἀφοῦ εἶχε χειροτονηθῆ τὸν Μάϊο τοῦ 1347 στὴν Κων/πόλι Μητροπολίτης, παρὰ τὴ θέλησί του,  μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ νέου Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τοῦ Βασιλέως Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἐμφύλιος πόλεμος στὴ Θεσσαλονίκη δὲν εἶχε σταματήσει, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἅγιος ἦτο τοποθετημένος μὲ τὸ μέρος τοῦ Καντακουζηνοῦ, ἐκδιώκεται καὶ φεύγει γιὰ τὸ Ἅγ. Ὄρος ὅπου οἱ πατέρες τὸν ἐδέχθησαν μὲ μεγάλη χαρὰ κι ἤθελαν νὰ τὸν κρατήσουν κοντά τους, ἕως ὅτου σταματήσουν οἱ ταραχὲς στὴ Θεσσαλονίκη.
Ἐκεῖ παρακινηθεὶς ἀπὸ τὸν Στέφανο Δοῦσαν, ἄρχοντα τῶν Βουλγάρων, νὰ μεταβῆ στὴν Κων/πόλι γιὰ νὰ μεσολαβήση γιὰ τὴν ἐπίλυσι τοῦ ἐμφυλίου πολέμου ἐδέχθηκε μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις νὰ ἀνέλθη στὴν Κων/πόλι. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅταν ἐπέστρεψε πάλι στὴ Θεσσαλονίκη μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου καὶ τῶν Βασιλέων, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν ὅτι εἶχαν παύσει οἱ ταραχὲς κι οἱ διαμάχες ἐκεῖ, ἐμποδίσθη γιὰ δεύτερη φορὰ ὁ ἀρχιερεὺς νὰ ἀναλάβη τὴν διαποίμανσι τοῦ ποιμνίου του. Τότε καταφεύγει στὴ νῆσο Λῆμνο, ὅπου πολὺ ὠφέλησε τοὺς ἐκεῖ πιστοὺς μὲ τὴ διδασκαλία του καὶ τὰ θαύματά του, χαρακτηριστικώτερο τῶν ὁποίων ἦτο ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν θανάσιμη νόσο τῆς πανώλης στὴν περιοχή.
Τέλος οἱ πρόκριτοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, ὅταν τὸ 1350 ἦλθε ἐπὶ τέλους ὁ Καντακουζηνὸς στὴ Θεσσαλονίκη ἀπομακρύνοντας τοὺς στασιαστὲς κι ἐπιβάλλοντας τὴν τάξη, ἑτοίμασαν τριήρη καὶ μετέβησαν οἱ ἴδιοι νὰ μεταφέρουν τὸν μεγάλο ἀρχιερέα στὸ ποίμνιό του ποὺ τὸν περίμενε μὲ λαχτάρα καὶ χαρά. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς ἐπανόδου τοῦ Ἁγίου στὴ Μητρόπολί του ἐγένετο λαμπρὴ ὑποδοχή, ὅλοι ἔψαλλαν αὐθόρμητα νεύσει Θεοῦ, χωρὶς νὰ καταλάβουν ποῖος ἔδωσε τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ψαλμωδία, ἀναστασίμους ὕμνους κι ὄχι τὰ συνηθισμένα τροπάρια στὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀρχιερέων, καθὼς τοὺς ἐφαίνονταν ὅτι βλέπουν σὰν ἄλλο ἀκριβῶς Χριστὸ τὸν μαθητῆ καὶ μιμητὴ τοῦ Χριστοῦ, σὰν ἐπανερχόμενο ἀπὸ τὸν ἄδη καὶ τὸ μνῆμα τῶν διωγμῶν καὶ τῆς ἐξορίας, ἑορτάζοντας πραγματικὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴν λαμπρὴ Ἀνάστασι. Ἐν συνεχείᾳ ἀκολούθησαν λιτανεῖες τῶν θείων εἰκόνων, Θ. Λειτουργία, συστάσεις πρὸς τὸ ἱερατεῖο, διδαχὲς καὶ νουθεσίες τοῦ Ἁγίου γιὰ εἰρήνη καὶ ὁμόνοια στὸ λαό.
Μὲ τὴν πρᾶξι καὶ τὸ ὑπόδειγμά του, τὸ ἦθος του καὶ τοὺς λόγους του ὁ Ἅγιος τοὺς κατέπληξε ὅλους καὶ τοὺς ἔφερε σὲ μεγάλη προκοπὴ καὶ βελτίωσι. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ ὁμόφρονες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου δὲν ἔπαυαν νὰ ταράσσουν τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς κακοδοξίες τους, ὁ βασιλιὰς μετὰ τοῦ Πατριάρχου Καλλίστου, διαδόχου τοῦ Ἰσιδώρου, ἀποφασίζουν νὰ συγκροτήσουν νέα μεγάλη Σύνοδο, παρακαλώντας τὸν Ἅγιο νὰ παραστῆ ὡς ἀξιώτερος ὅλων. Ἔτσι κι ἔγινε.
Μὲ τοὺς πύρινους λόγους, τὰ συγγράμματά του καὶ τὶς δεῖνες δημηγορίες τοῦ ὁ Ἅγιος ἐκήρυξε τὰ ὀρθόδοξα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας κατατροπώνοντας τὴν μερίδα τῶν ἀντιησυχαστῶν μὲ ἀρχηγὸ αὐτὴ τὴ φορὰ τὸν καθηγητῆ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, στὴ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε στὴν Κων/πόλι στὶς 28 Μαΐου τοῦ 1351, ἡ ὁποία κι ὁλοκληρώθηκε σὲ πέντε συνεδρίες καὶ ἐθέσπισε τὰ ἀκόλουθα:
α) ὅτι ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ θείας οὐσίας καὶ θείας ἐνεργείας, β) ὅτι ἡ θεία ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστος, γ) ὅτι αὐτὸ δὲν προκαλεῖ στὸ Θεὸ καμμιὰ σύνθεσι, δ) ὅτι ἡ θεία καὶ ἄκτιστος ἐνέργεια ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους θεότης, ε) ὅτι ἡ θεία οὐσία καὶ ἡ θεία φυσικὴ ἐνέργεια εἶναι ἀχώριστες καὶ στ) ὅτι τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἄκτιστο.
Στὴ συνέχεια ἀφοῦ συντάχθηκε ὁ τόμος μὲ τὰ πρακτικὰ καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου κι ὑπογράφηκε ἀπὸ τοὺς παρισταμένους συνοδικούς, παρεδόθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Καντακουζηνὸ στὸν Πατριάρχη μὲ ἐπίσημη τελετὴ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ περιελήφθηκε στὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ θέσις τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν προκειμένη Σύνοδο ἦτο ἐφάμιλλη μὲ τὴ θέσι τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στὴν Α' Οἰκουμενικὴ σύνοδο, τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στῆ Β' Οἰκουμενική, τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στὴν Γ' Οἰκουμενικὴ κ.ο.κ. καὶ γενικὰ ἡ θεολογία του ἀπετέλεσε τὸ καταστάλαγμα ὁλοκλήρου τῆς Θεολογίας τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ ἦτο ὁ γνήσιος ἐκφραστὴς των στὴν ἐποχὴ του.
Ἐπιστρέφοντας ὅμως κατόπιν στὴν Μητρόπολί του, στὴ Θεσσαλονίκη, ἐμποδίζεται γιὰ τρίτη φορὰ ἀπὸ τὸν Βασιλέα Ἰωάννη Παλαιολόγο, νὰ ἀναλάβη τὰ ἀρχιερατικά του καθήκοντα καὶ κατέφυγε πάλι στὸ Ἅγ. Ὄρος. Μετὰ πάροδο τριῶν μηνῶν, μὲ παρέμβασι πάλι τῆς φιλοχρίστου κι εὐσεβοῦς βασιλίσσας Ἄννας Παλαιολογίνας, ἐπιστρέφει στὴν μητρόπολί του προσκεκλημένος τοῦ Βασιλέως, ὁπότε καὶ ἐποίμανε πλέον μὲ ἡσυχία καὶ εἰρήνη τὸ ποίμνιό του.
Μετὰ ἀπὸ ἑνὸς ἔτους εἰρηνικὴ διαποίμανσι τοῦ πιστοῦ λαοῦ στῆ Θεσσαλονίκη ἀσθένησε βαριά, ἀφοῦ ἦτο πολὺ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὶς κακουχίες, τοὺς ἀκαταπαύστους κόπους, τὶς συνεχεῖς ἀποδημίες καὶ μετακινήσεις τοῦ, ἔτσι ὥστε ὅλοι νὰ ἀναμενοῦν τὸν βέβαιο θάνατό του. Ἐπειδὴ ὅμως ἄλλα ἦσαν τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸν ἐτοίμαζε γιὰ ἄλλους δύσκολους ἀγῶνες, ἀνάρρωσε κι ἐγύρισε στὴ ζωὴ νὰ συνεχίση τὸ θεάρεστο ἔργο του.
Τότε λοιπόν, φέροντας ἀκόμη τὰ σημάδια τῆς ἀσθενείας του, ἐστάλη ἀπὸ τὸν Βασιλέα Ἰωάννη Παλαιολόγο στὴν Κων/πόλι πρὸς τὸν πεθερό του Ἰωάννη Καντακουζηνὸ προκειμένου νὰ τοὺς συμφιλιώση. Καθὼς μετέβαινε μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴ νῆσο Τένεδο, ὅπου εὑρισκόταν ὁ Ἰωάν. Παλαιολόγος, πρὸς τὴν Πόλι, ἀναγκάσθηκε νὰ προσεγγίση στὴν Καλλίπολι, ἡ ὁποία μόλις εἶχε κυριευθῆ ἀπὸ τοὺς Τούρκους μετὰ τὴν καταστροφή της ἀπὸ φοβερὸ σεισμὸ τὸ 1354. Τότε ὁ ἅγιος συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Ἀχαιμενίδες (Ἀγαρηνοὺς) καὶ μετεφέρθη στὴν Ἀσία ὅπου ἐκεῖ στὴν Λάμψακο, στὶς Πηγές, στὴν Προύσσα καὶ στὴν Νίκαια μετὰ ἀπὸ πολλὲς συναντήσεις μὲ μωαμεθανοὺς διδασκάλους καὶ συζητήσεις μὲ τοὺς αἰνιγματικοὺς Χιόνες, τοὺς ἔφραξε τὰ στόματα μὲ τὴ διδασκαλίᾳ του. Ἐλέγχοντας μὲ παρρησία τὴν πλάνη τους, κι ὁμολογώντας τὴν ὀρθοδόξη πίστι, μὴ φοβούμενος τὰ βασανιστήρια ἂν καὶ εὑρισκόταν σὲ ἐχθρικὸ ἔδαφος καὶ στηρίζοντας τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους χριστιανούς, ἀναδείχθηκε μάρτυς ἀναίμακτος καὶ μέγας ὁμολογητής. Ὕστερα ἀπὸ ἕναν χρόνο ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ κάποιους Βουλγάρους, οἱ ὁποῖοι ἐπλήρωσαν τὰ λύτρα γιὰ τὴν ἀποφυλάκισί του.
Ἐπιστρέφει λοιπόν, ἀφοῦ διέτριψε γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Κων/πολη, στὴν Θεσσαλονίκη, τὴν ὁποία βρῆκε διψασμένη καὶ ἀπότιστη ἀπὸ διδασκαλία καὶ ἀνομβρία. Ποτίζει ἄφθονα μὲ τὸν ζωτικὸ λόγο του τὶς διψασμένες ψυχές, θεραπεύοντας μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα καὶ καθοδηγεῖ ὅλον τὸν μοναχικὸ κόσμο, μέχρις ὅτου ἔφθασε καὶ τὸ δικό του τέλος, τὸ ὁποῖο καὶ προεῖδε, ἀφοῦ εἶπε στοὺς φίλους του ὅτι θὰ κοιμηθῆ κατὰ τὴν 14η Νοεμβρίου, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔτσι κι ἔγινε.
Πορευόταν πρὸς τὴν οὐράνια ζωὴ ὁ Ἅγιος κι ἐψιθύριζε ἀκατάπαυστα «τὰ ἐπουράνια, στὰ ἐπουράνια» ὥσπου κι ἐτελεύτησε σὲ ἡλικία 63 ἐτῶν. Ὁ θάνατός του τὸ 1359 ἦταν τὸ μακάριο τέλος μιᾶς θαυμαστῆς ζωῆς στὸν ἐπιγειο κόσμο καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς δίπλα στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ ψυχὴ του ἄφησε τὸ ἀσκητικὸ σῶμα του, τὸ κελὶ του γέμισε ἀπὸ οὐράνιο, παράδοξο φῶς, τὸ ἴδιο οὐράνιο φῶς ποὺ τὸν κατηύγαζε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, κι ἔλαμπε ὁλοκληρο τὸ πρόσωπό του, κι ἀκόμη ὁ ἅγιος τάφος του ἔγινε κατοικητήριο φωτὸς καὶ πηγὴ ἰαμάτων καὶ χαρισμάτων καὶ θεραπευτήριο ἀσθενειῶν, γεγονὸς ποὺ μαρτυρεῖται ἀπὸ πλῆθος πιστῶν.
Δικαίως λοιπὸν ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας τὸν ἀνεκήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ καὶ μέγα δογματικὸ Θεολόγο της, ἰσότιμο τῶν μεγάλων προγενεστέρων του Θεολόγων καὶ οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ συναγωνιστῆ καὶ σύμψυχο αὐτῶν ὅσον ἀφορᾷ στὰ θέματα τῶν αἱρέσεων, ἀφοῦ ἡ ὅλη διδασκαλία του ἀποτελεῖ διασάφησι, σύνοψι κι ἀνάπτυξι τῆς διδασκαλίας αὐτῶν καὶ κατενοήθη ὄντως ἀπὸ αὐτὴν ὡς «τῶν Θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος καὶ τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλος».

Ἐπιμέλεια: Χ.Ν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.