Πολλοὶ ἀδελφοί μας, προσκομίζουν ἕνα ἐπιχείρημα ἐναντίον τῆς ἄμεσης ἀπομακρύνσεως
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Λέγουν ὅτι, ἐνῶ ἡ Ρώμη εἶχε τὸ «Filioque», ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως συμβίωσε μαζί της κατ΄ οἰκονομίαν ἐπὶ ἑκατονταετίες. Ὁ π. Εὐθύμιος, ἀπαντώντας σὲ κάποιον
Ἁγιορείτη Μοναχό (τὸ κείμενο τὸ ἔχουμε ἀναρτήσει ἐδῶ) χρησιμοποιεῖ ἱστορικὲς ἀναφορὲς γιὰ τὸ θέμα ἀπὸ μελέτες τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Διάβασε λοιπόν μία ἱστορική θεώρησι τῆς περί
«Filioque» ὑποθέσεως, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου συμφωνεῖ ἀπολύτως μέ τήν ὀρθόδοξο
Παράδοσι, τήν ἁγ. Γραφή κλπ. Εἶναι ἐρανισμένη ἀπό τό δίτομο ἔργο τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη «Δογματική καί Συμβολική
Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωάννης τά ἑξῆς ἱστορικά
ἐπί τοῦ θέματος τούτου στοιχεῖα:
«Κατά
τάς Φραγκικὰς πηγάς τό θέμα περί FILIOQUE ἐκινήθη ὑπό τινος μοναχοῦ ὀνόματι Ἰωάννου τῶν Ἱεροσολύμων. Εἰς τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν ὑπῆρχε μοναστήριον τῶν Φράγκων, ὅπου, κατά τό μόλις
τότε τῷ 808 εἰσαχθέν ἐκεῖ φραγκικόν ἔθιμον, ἐψάλλετο τό Σύμβολον μετά τῆς προσθήκης. Οἱ Ρωμαῖοι (Ἕλληνες) μοναχοί κατηγόρησαν τούς
Φράγκους ὡς αἱρετικούς. Οἱ Φράγκοι ἀπετάθησαν εἰς τόν Πάπαν Λέοντα Γ', ὅστις ἐνημέρωσε δεόντως καί τόν Κάρολον τόν ἐν τῇ Δύσει λεγόμενον
Μέγαν. Τῷ 809 ὁ Κάρολος συνεκρότησε μεγάλην Σύνοδον ἐν Ἀκυϊσγράνω τῆς Ἱεραρχίας τῶν Φράγκων, ἥτις ἐθέσπισεν ὡς δόγμα τήν γενομένην
περί τὸ 780 προσθήκην τοῦ FILIOQUE καί ἀφώρισε τούς μή συμφωνοῦντας. Παραδόξως τά πρακτικὰ δέν σώζονται. Ἀπό τά λεχθέντα ὅμως τῶν ἀποκρισαρίων τοῦ Καρόλου πρός Λέοντα Γ' φαίνεται ὅτι ἡ περί τοῦ FILIOQUE συζήτησις ἐν τῇ ἐν λόγῳ Συνόδῳ ἦτο θυελώδης.
"Συχναῖς γάρ καί ἀλλεπαλλήλοις
συζητήσεως βάλλεται προσβολαῖς ἡ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία...". Τῷ 809 ἀπεστάλη τριμελής ἐπιτροπή, ἵνα ἐνημερώσῃ τόν Πάπαν περί τῶν πεπραγμένων καί, ὡς φαίνεται, ἵνα ἀποσπάσῃ τήν σύμφωνον γνώμην του.
»Περί τῆς ἐπισκέψεως ταύτης σῴζονται δύο ἐνδιαφέροντα πρακτικά,
τό μέν δημοσιευμένον εἰς τήν συλλογήν τῶν πρακτικῶν τῶν Ρωμαϊκῶν Συνόδων, τό δέ τοῦ μοναχοῦ Σμαράγδου, ἑνός τῶν τριῶν Φράγκων ἀποκρισαρίων τοῦ Καρόλου, ὅστις ἐκράτησε λεπτομερές πρακτικόν τῶν περί τῆς προσθήκης συζητήσεως μεταξύ τοῦ Πάπα καί τῶν ἀποκρισαρίων. Παρά τήν
Φραγκικήν προέλευσιν τῶν πρακτικῶν φαίνεται σαφῶς ἡ δογματικά Ὀρθόδοξος θέσις τοῦ Πάπα» (Τόμ. Α΄, σελ. 316, 317). Ὀλίγον δέ κατωτέρω ἀναφέρει:
«Ἤδη ὁ Κάρολος τῷ 794 ἀπεκήρυξε τούς Ρωμαίους, ὡς αἱρετικούς, διά τῆς ἐν τῇ Συνόδῳ τῆς Φραγκφούρτης
καταδίκης τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτε μετ' ἐπιμονῆς διεκήρυξαν οἱ Φράγκοι τὸ FILIOQUE εἰς ἀντίδρασιν πρός τά γραφόμενα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἁγίου Ταρασίου περί ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύσεως, τό ὁποῖον εἶχεν ὑποστηρίξει καί ὁ Πάπας Ἀδριανός Α'» (σελ. 317).
Τό Filioque λοιπόν διεκηρύχθη ὡς
δόγμα περί τά τέλη τοῦ Η΄ αἰῶνος ἤ ἀρχάς τοῦ Θ΄ καί μάλιστα μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική.
Τά περί Συνόδου λοιπόν τοῦ Τολέδο (589) πού ἀναφέρεις εἶναι προφανῶς
παραπλανητικά καί μόνον οἱ Παπικοί καί κάποιοι Οἰκουμενιστές τά ἰσχυρίζονται
καί τά ἐπικαλοῦνται. Ὁ ἅγ. Νικόδημος ἐν προκειμένῳ εἰς τό Πηδάλιο ἀναφέρει τά ἑξῆς
ἱστορικά:
«Ἀλλά γάρ καί πρό τοῦ Ἰωάννου τούτου ἡ ἐν Τολήτῳ συγκροτηθεῖσα Γ΄ Σύνοδος ἐπί Ῥικάρδου Βασιλέως Ἱσπανίας, ἐν ἔτει φπθ΄. ἄνευ τῆς προσθήκης ἐπρόσταξε νά ἀναγιγνώσκεται τό ἅγιον Σύμβολον εἰς τήν Ἰσπανίαν καί Γαλλίαν, ἀπαραλλάκτως, καθώς Ἰουστῖνος ὁ Βασιλεύς πρῶτος διέταξε τοῦτο νά ἀναγιγνώσκεται πρό τῆς Κυριακῆς εὐχῆς τοῦ Πάτερ ἡμῶν εἰς ὅλας τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ἐν ἔτει φμε΄. Καί ὁ Ῥώμης δέ Λέων ὁ γ’. ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ θ’. αἰῶνος, Συνόδου ἐν Ἀκυϊσγράνοις γενομένης, καί ἐν αὐτῇ Ἰωάννου Μοναχοῦ Ἱεροσολυμίτου γενναίως κατά τῆς ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκης ἠγωνισμένου, ἐρωτηθείς ἀπό τόν μέγαν Κάρολον τί περί τούτου φρονεῖ, ὄχι μόνον τήν προσθήκην ἀπεκήρυξεν, ἀλλά καί ὅλον τό ἅγιον Σύμβολον, ἄνευ ταύτης, ἐνέγλυψεν εἰς δύω πλάκας ἀργυρᾶς, εἰς τήν μίαν μέν ἑλληνικά, εἰς τήν ἄλλην δέ λατινικά, τάς ὁποίας καί ἀπέθετο εἰς τά μνημεῖα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὑπό ἀνάθεμα ποιήσας ἐκείνους ὁποῦ ἤθελαν τολμήσουν νά προσθέσουν, ἤ νά ἀφαιρέσουν ἀπό αὐτό, κατά τόν Καρδινάλην Βαρώνιον, καί Ἰησουΐτην Πετάβιον. Ἴδε καί τήν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον ἀπό τῆς γ’. μέχρι ιζ΄. Συνελεύσεως, ὅπου τήν κακίστην ταύτην προσθήκην γενναιότατα οἱ καθ’ἡμᾶς Ἕλληνες ἀπεσκοράκισαν, οἱ δέ Λατῖνοι μεμενήκασιν ἄφωνοι. Ταῦτα πάντα εἴπομεν περί τοῦ κοινοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως» (Ζ΄ Καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. ὑποσ). Σαφῶς λοιπόν ἀναφέρεται ἀπό τόν ἅγ. Νικόδημο ὅτι ἡ ἐν Τολέδῳ Σύνοδος ἐδέχθη τό Σύμβολο ἄνευ τῆς προσθήκης.
«Ἀλλά γάρ καί πρό τοῦ Ἰωάννου τούτου ἡ ἐν Τολήτῳ συγκροτηθεῖσα Γ΄ Σύνοδος ἐπί Ῥικάρδου Βασιλέως Ἱσπανίας, ἐν ἔτει φπθ΄. ἄνευ τῆς προσθήκης ἐπρόσταξε νά ἀναγιγνώσκεται τό ἅγιον Σύμβολον εἰς τήν Ἰσπανίαν καί Γαλλίαν, ἀπαραλλάκτως, καθώς Ἰουστῖνος ὁ Βασιλεύς πρῶτος διέταξε τοῦτο νά ἀναγιγνώσκεται πρό τῆς Κυριακῆς εὐχῆς τοῦ Πάτερ ἡμῶν εἰς ὅλας τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς ἐν ἔτει φμε΄. Καί ὁ Ῥώμης δέ Λέων ὁ γ’. ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ θ’. αἰῶνος, Συνόδου ἐν Ἀκυϊσγράνοις γενομένης, καί ἐν αὐτῇ Ἰωάννου Μοναχοῦ Ἱεροσολυμίτου γενναίως κατά τῆς ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκης ἠγωνισμένου, ἐρωτηθείς ἀπό τόν μέγαν Κάρολον τί περί τούτου φρονεῖ, ὄχι μόνον τήν προσθήκην ἀπεκήρυξεν, ἀλλά καί ὅλον τό ἅγιον Σύμβολον, ἄνευ ταύτης, ἐνέγλυψεν εἰς δύω πλάκας ἀργυρᾶς, εἰς τήν μίαν μέν ἑλληνικά, εἰς τήν ἄλλην δέ λατινικά, τάς ὁποίας καί ἀπέθετο εἰς τά μνημεῖα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ὑπό ἀνάθεμα ποιήσας ἐκείνους ὁποῦ ἤθελαν τολμήσουν νά προσθέσουν, ἤ νά ἀφαιρέσουν ἀπό αὐτό, κατά τόν Καρδινάλην Βαρώνιον, καί Ἰησουΐτην Πετάβιον. Ἴδε καί τήν ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδον ἀπό τῆς γ’. μέχρι ιζ΄. Συνελεύσεως, ὅπου τήν κακίστην ταύτην προσθήκην γενναιότατα οἱ καθ’ἡμᾶς Ἕλληνες ἀπεσκοράκισαν, οἱ δέ Λατῖνοι μεμενήκασιν ἄφωνοι. Ταῦτα πάντα εἴπομεν περί τοῦ κοινοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως» (Ζ΄ Καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. ὑποσ). Σαφῶς λοιπόν ἀναφέρεται ἀπό τόν ἅγ. Νικόδημο ὅτι ἡ ἐν Τολέδῳ Σύνοδος ἐδέχθη τό Σύμβολο ἄνευ τῆς προσθήκης.
Ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἐπίσης, ἀναφέρει στό
προμνημονευθέν ἔργο του: «Πάντως ἡ
συνήθης ἐκδοχή ὅτι τό FILIOQUE παρεισήχθη εἰς τό Σύμβολον ἤδη εἰς τήν Ἰσπανίαν
κατά τήν ἐν Τολέδῳ Σύνοδον τῷ 589, διότι ἡ διπλῆ ἐκπόρευσις ἀναφέρεται εἰς τόν
τρίτον ἀναθεματισμόν καί εἰς τήν πρός τήν Σύνοδον ὁμολογίαν πίστεως τοῦ ἡγεμόνος
τῶν Γότθων Ρηκαρήδου, δέν εὐσταθεῖ διότι εἰς τά διασωθέντα πρακτικά τό Σύμβολον
τῆς Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως ὑπάρχει ἡ χωρίς τήν προσθήκην ἢ μετ' αὐτῆς
προστεθείσης ὅμως ὑπὸ μεταγενεστέρου χειρός, ὡς ἀνέπτυξεν ἐν ἄρθρῳ τοῦ ὁ A. E.
Burn τῷ 1908»
(Τόμ. Α΄, σελ. 326).
Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας πῶς αὐτά πού ἀπορρίπτουν
ὡς ἀναληθῆ καί πλαστογραφημένα οἱ ἴδιοι οἱ Δυτικοί, ἀποτελοῦν γιά μᾶς ἐπιχειρήματα,
τά ὁποῖα μάλιστα ὑποβοηθοῦν τήν ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
Οἱ Πάπες λοιπόν τῆς μετά τήν Ζ’ Οἰκουμενική
περιόδου εἶχαν σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξαιτίας τοῦ Filioque, τό ὁποῖο αὐτοί ἐδέχοντο,
καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς τήν ὁποία ἀπέρριπτον. Τήν ἱστορική αὐτή πραγματικότητα ἀναφέρει
πάλι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Συντελεῖ εἰς τήν ἐν λόγῳ σύγχυσιν ταύτην τῶν Δυτικῶν ἱστορικῶν, α) ἡ κατά καιρούς βιαία κατάληψις τοῦ θρόνου τοῦ Πάπα Ρώμης ὑπό φραγκοφίλων ἤ Φράγκων ἐπισκόπων, τούς ὁποίους οἱ Δυτικοί ἱστορικοί ἐμφανίζουν ὡς σωτήρας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν κυριαρχίαν τῶν Ρωμηῶν Λατίνων τῆς Μέσης Ἰταλίας ἤ τῆς Ρώμης.
Πρέπει,
λοιπόν, νά τονισθῇ ὅτι ἐπί Μεγάλου Φωτίου ὑπῆρχε μόνιμον σχίσμα καί συγχρόνως δέν ἔγινε δογματικόν σχίσμα. Δηλαδή πρέπει νά ξεχωρίσωμεν σαφῶς τούς Φράγκους ἀπό τούς Λατίνους. Ἡ διάκρισις λησμονεῖται συνήθως, διότι μεταξύ ἄλλων ἐχρησιμοποίουν οἱ Φράγκοι ὡς ἐπίσημον γλῶσσαν των τήν Λατινικὴν καί, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐπὶ αἰῶνας προπαγάνδας των, ἐπεκράτησεν ἡ ἀνιστόρητος παράδοσις αὐτῶν ὅτι εἶναι οὗτοι συνέχεια τῆς Λατινικῆς Παραδόσεως.
Μεταξύ
Φράγκων καί Ὀρθοδόξων ὑπῆρχεν ἐπί Μεγάλου Φωτίου μόνιμον δογματικόν σχίσμα ἐξ αἰτίας τοῦ FILIOQUE καὶ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά μεταξύ Λατίνων καί Ἑλλήνων Ρωμαίων οὔτε ὑπῆρχεν οὔτε ἔγινεν ἐπί Μεγάλου Φωτίου
δογματικόν σχίσμα, ἀφοῦ εἰς τά θέματα ταῦτα τοῦ FILIOQUE καί τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπῆρχεν ἀπόλυτος συμφωνία.
Οἱ Λατίνοι καί οἱ Ἕλληνες μέχρι τοῦ 1009 ἐθεώρουν ἀλλήλους ὡς ὁμοδόξους καί ὁμοεθνεῖς καί τούς Φράγκους ὡς ἑτεροδόξους καί ἑτερογενεῖς, ὡς φαίνεται σαφῶς ἀπό τάς κατά τῶν Φράγκων ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου Η' Οἰκουμενικῆς Συνόδου
περί εἰκόνων καί FILIOQUE καί, ὡς φαίνεται τόσον σαφῶς ἀπό τό ἔργον τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι ἐκήρυξαν τό ὀρθόδοξον Σύμβολον ἐν ἀντιθέσει πρός τό
φραγκικόν, ὡς ὑπηρέται καί ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Παπῶν τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης.
Σημειωτέον
ὅτι ἡ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἀναγνώρισις, ὡς Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ἰγνατίου καί μή ἀναγνώρισις τοῦ Φωτίου, εἶχε χαρακτῆρα κανονικόν καί οὐχί δογματικόν, ὡς ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τήν ἐν συνεχείᾳ ἀναγνώρισιν τοῦ Φωτίου ὑπὸ τῆς Ρώμης.
Ὁ περί FILIOQUE καί Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀγών τοῦ Φωτίου ἐγένετο κατά τῶν ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκων ἱεραποστόλων καί τῶν φραγκοφίλων Λατίνων, ἀλλ' οὐχί κατά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἐν ᾗ τήν μεγίστην
πλειοψηφίαν καί κυριαρχίαν εἶχον οἱ φιλέλληνες Λατίνοι (λατινόφωνοι Ρωμηοί), οἵτινες ἐθεώρουν ἑαυτούς φυσικά, ὡς Ρωμαίους, δηλαδή Ρωμῃούς,
μέ αὐτοκράτορα ἐν Κωνσταντινουπόλει ἤ
Νέᾳ Ρώμῃ.
Οὕτως ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ ἐπιστολῇ του πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς Ἀρχιερατικοὺς θρόνους ὁ Μέγας Φώτιος καταγγέλλει τούς ἐν Βουλγαρίᾳ Φράγκους ἱεραποστόλους καί τούς
φραγκοφίλους λατινόφωνας Ρωμαίους ἐπί αἱρέσει, ἀλλά διαχωρίζει ἀπ' αὐτούς τόν φραγκόφιλον Πάπαν Νικόλαον τόν Α' διά τόν ὁποῖον ἀρκεῖται εἰς τήν κατ' αὐτοῦ περί τυρανίδος καί ἀνατροπῆς ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν κατηγορίαν, ἥτις ἔφθασεν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐξ Ἰταλίας» (Τόμος Α΄ σελ. 77).
Ἄν
λοιπόν, ἔτσι ἔχουν ἱστορικά τά πράγματα, ποῖο εἶναι τό πρόβλημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν μετά τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, τήν στιγμή
πού κατά τήν χρονική αὐτή περίοδο ἡ Ρώμη
ἦτο Ὀρθόδοξη καί εἶχε σχίσμα μέ τούς Φράγκους ἐξ αἰτίας τοῦ Filioque
καί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς;
Ἄν πάλι ἡ ἱστορία δέν εἶναι ἔτσι, σέ παρακαλοῦμε
πάτερ, νά μᾶς διορθώσης, ἀρκεῖ οἱ πηγές πού θά ἀντλήσης τά ἱστορικά στοιχεῖα νά
μήν εἶναι παπικές ἤ δυτικές, διότι ὅπως εἶναι γνωστόν οἱ Παπικοί εἶναι ἄριστοι ἐπιστήμονες
στήν πλαστογραφία καί στήν δολιοφθορά. Ἀρκεῖ νά σοῦ θυμίσω τίς Ἰσιδώριες
διατάξεις τοῦ Μ. Κων/νου καί τά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς πού ἐπαρουσίασαν οἱ
Παπικοί στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔχοντας τό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τό Filioque,
τό ὁποῖο, ὅπως ἀναφέρει ὁ Σίλβεστρος Συρόπουλος στά ἀπομνημονεύματά του, ἐπροξένησε
γέλωτα στούς Ἀνατολικούς.
Ἀλλά ἀκόμη καί ἄν ὑποθέσωμε ὅτι οἱ Πάπες ἐκοινώνουν
μέ τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν αἱρετικοί κατά τήν περίοδο αὐτή, σύμφωνα μέ
τήν ἄποψί των καί τήν ἰδική σου, πάλι δέν ὑφίσταται πρόβλημα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
τῶν (4) ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἀκριβέστερος
δηλαδή καί πλέον σαφής ἀπό τούς Πατέρας εἰς τά θέματα τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας. Σέ ἐρώτησι σχετικά μέ τό ἐν λόγῳ θέμα ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Περί δέ
τῶν ἄλλων πεύσεων· (εἰ ὁ ἐπίσκοπος οὐχ εὕρηται εἰς τήν μοιχοσύνοδον, καλοίη δέ
αὐτήν ψευδοσύλλογον, μνημονεύει δέ τόν ἐν αὐτῇ εὑρεθέντα μητροπολίτην αὐτοῦ ἐκ
τοῦ πρεσβυτέρου τοῦ ἐπισκόπου ὀρθοδοξοῦντος, εἰ χρή κοινωνεῖν) ἀπεκρίθην καί
δι' ἑτέρων τῶν πρός Εὐόδιον γραμμάτων, ὅτι ναί, οἰκονομίας χάριν· μόνον μή
συλλειτουργοῦντος αὐτοῦ αἱρετικοῖς. εἰς οὐδέν γάρ ἐστι, μνημονευομένου τοῦ ἐπισκόπου
ὀρθοδόξου ὄντος, κἄν ἐκείνου φόβῳ αἱρετικόν ἀναφέροντος τόν οἰκεῖον μητροπολίτην...
Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς μέν θείας
κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δέ κοινῆς τραπέζης, ἐπ' ἄν ἐκεῖ δέοι μνημονεύειν. Ὧδε
δεκτέον τάχα καί εὐλογοῦντα αὐτόν καί συμψάλλοντα· ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ, ἤ τῷ οἰκείῳ
ἐπισκόπῳ, εἴτε τινί ἄλλῳ συνιερουργῇ· ἤ ἐν γνώσει μεταδίδοι...πλέον οὐκ ἐξερευνητέον,
εἰ μετά τοῦ συνεστιαθέντος τῷ αἱρετικῷ ὅσδε συνεστιάθη, ζητεῖν, καί μετά τοῦδε ἕτερος,
κἀντεῦθεν ἀνασειράζειν τόν λόγον καί ἀφίστασθαι πάντων. ἐθελόγνωμον τό χρῆμα
καί οὐ τῶν Ἁγίων· μέχρι γάρ τούτου, φησί, στῆθι καί οὐχ ὑπερβήσῃ. μή γάρ οὐκ ᾒδεισαν
ταῦτα ἐξερευνᾶν καί διαγγέλλεσθαι ἡμῖν; ἀλλ’ οὐδαμῶς. διό οὐκ ἐσθλόν
μεταβαίνειν ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν» (Φατ. 49,143,111 –ΕΠΕ Φιλοκαλ.
Νηπτικῶν 18 Β σελ. 252 –PG 99,1088 D).
Ἐδῶ λοιπόν, βλέπομε καθαρά ὅτι στό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας μέ κάποιον, ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά ἐξετάσωμε εἶναι νά ἔχη ὀρθόδοξο
φρόνημα. Ἄν τώρα αὐτός ἔχη κάποια ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐκ φόβου κλπ.
(ὅπως π.χ. ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ) ἐμεῖς, ἐφ’ ὅσον ὁμολογεῖ κατά πάντα τήν
ὀρθόδοξο πίστι, ἐπικοινωνοῦμε κατ’ οἰκονομίαν μαζί του. Δηλαδή αὐτός πού ἐμεῖς
μνημονεύομε ἤ ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικά μαζί του, πρέπει κατά τήν πίστι νά εἶναι
Ὀρθόδοξος.
Κατ’ αὐτόν, λοιπόν, τόν τρόπο οἱ (4)
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Πάπα. Ὁ Πάπας
δηλαδή εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα, δέν ἐδέχετο τό Filioque καί προσπαθοῦσε νά
μεταστρέψη καί τούς Φράγκους ἀπό τήν αἵρεσι. Ὅταν ἐκ τῶν ὑστέρων τό 1009 ὁ
Πάπας Σέργιος εἰς τόν ἐνθρονιστήριο λόγο του ἐξεφώνησε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως
μετά τοῦ Filioque διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα τῶν Ὀρθοδόξων
Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καί ἀπό τότε ἄρχισε τό σχίσμα.
Αὐτά ὅλα, λοιπόν, πού γράφεις, πάτερ, «Οἱ δέ 4 Πατριάρχαι τῆς ἀνατολῆς ἐκοινώνουν
μέν ἐπί τοσούτους αἰῶνας τῷ Ὀρθοδόξῳ μέν ἀλλά κοινωνοῦντι μεθ’ αἱρετικῶν
Πάπα Ρώμης, στήν συνέχεια δέ ὅταν οἱ Πάπαι ἐξέκλιναν εἰς τήν αἵρεσιν, ἐμακροθύμουν
καί ᾠκονόμουν ἐπ’ ἀρκετόν διάστημα τήν μετ’ αὐτῶν κοινωνίαν, εὐελπιστοῦντες
–καί ὑποβοηθοῦντες διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ– εἰς τήν ἐπιστροφήν τῆς ἐκπεσούσης
Πρωτοθρόνου “Ἐκκλησίας” τῆς Ρώμης», εἶναι προφανῶς λάθος, διότι οἱ (4)
Πατριάρχαι εἶχαν δικαίωμα νά κοινωνοῦν μέ τόν Πάπα, ἐφ’ ὅσον ἦτο Ὀρθόδοξος, ὅταν
δέ ἐξέκλινε εἰς τήν αἵρεσι καί ἀπεδέχθη τό Filioque καί τό ὁμολόγησε
δημοσίως κατά τήν χειροτονία του, πάραυτα διεγράφη ἀπό τά δίπτυχα.
Μέ τόν σημερινό, ὅμως, Πατριάρχη Βαρθολομαῖο
συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία του μέ τούς
πρό δέκα αἰώνων κατεδικασμένους αἱρετικούς γίνεται ἐξαιτίας τοῦ φρονήματός του
καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο. Αὐτός δηλαδή, διακηρύσσει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καί καμαρώνει καί καυχᾶται διά τήν προοδευτικότητά του, μετέθεσε τά ὅρια τῶν
Πατέρων (π.χ. ἄρσι ἀναθεμάτων, θεωρίες τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, συμμετοχή καί
συμπόρευσι μέ Π.Σ.Ε., ἀναγνώρισι μυστηρίων κλπ.) καί ἐπί πλέον ἀπαιτεῖ διά τῆς
βίας ὅλοι νά ὑποτάσσωνται εἰς αὐτόν καί νά τόν ἀκολουθοῦν. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες
τόν μνημονεύουν εἶναι παραβάτες ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί τό κυριώτερο,
πέραν τοῦ ὅτι συνοδοιποροῦν μέ τήν αἵρεσι, βοηθοῦν τόν Πατριάρχη μέ τόν τρόπο
τους εἰς τήν περαιτέρω πορεία του, ἡ ὁποία κατά τήν γνώμη μου προετοιμάζει τήν ὁδό
τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἐκεῖνο τέλος, τό ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἀπορίας εἶναι
τό ὅτι προσπαθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες καί οἱ λοιποί νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των,
διαστρέφοντας τήν ἱστορία καί παρουσιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, καί τούς Ἁγίους
ὡς δῆθεν ἐνεργοῦντας σέ ἀνάλογες περιπτώσεις κατά τόν ἴδιο τρόπο. Καί ἐπειδή,
βεβαίως, δέν εἶναι δυνατόν νά εὕρουν οὔτε ἁγιογραφικά χωρία, οὔτε Κανόνες, οὔτε
διδασκαλίες τῶν Ἁγίων, τά ὁποῖα νά συμφωνοῦν μέ τήν σημερινή πορεία των,
προσπαθοῦν ἐναγωνίως, διαστρέφοντας τήν ἱστορία ἤ χρησιμοποιῶντας θολές ἱστορικές
πηγές καί ὁπωσδήποτε ἐκμεταλλευόμενοι κάποια σκοτεινά σημεῖα της, τά ὁποῖα οἱ ἱστορικοί
δέν τά διεσάφησαν, νά κατοχυρώσουν τήν σημερινή στάσι καί πορεία των καί
μάλιστα νά φανοῦν διακριτικοί καί, κατά κάποιον τρόπον, πατερικώτεροι τῶν
Πατέρων μιά καί, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχη, πρέπει νά
διορθώσωμε τά λάθη των καί νά παρακαλέσωμε τόν Θεό νά τούς συγχωρήση, ἐπειδή
προφανῶς διετήρησαν ἀνόθευτο τήν Ὀρθοδοξία.
Ἄν πάλι ἐσύ, πάτερ, βλέπεις ὅτι ὁ σημερινός
Πατριάρχης ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα νά μᾶς τό παρουσιάσης, διότι τότε καί μόνο
τότε πρέπει νά μνημονεύεται. Αὐτή τήν Παράδοσι, ἡ ὁποία εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη
μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες, προσπαθήσαμε νά παρουσιάσωμε στόν ἐκδοθέν
βιβλίο ἀναφέροντας παντοῦ ἀνάλογα χωρία, καί εἶναι ὕποπτο τό ὅτι δέν ἐστάθηκες
οὔτε στήν ἁγ. Γραφή, οὔτε τούς ἱερούς Κανόνες, οὔτε στήν πολύ ξεκάθαρη ἐπί τοῦ
θέματος διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀλλά μόνο στά ἱστορικά γεγονότα τά ὁποῖα καί αὐτά
κατά τήν γνώμη μου παραποιεῖς.
Δέν καταλαβαίνεις ὅμως ὅτι, παρουσιάζοντας τά ἱστορικά
γεγονότα διαφορετικά ἀπό τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, τά ἀπομονώνεις
ἀπό τήν ἑνιαία Παράδοσι καί ἐκθέτεις τούς Ἁγίους, σάν δηλαδή ἄλλα νά εἶπαν καί ἄλλα
νά ἔκαναν, σάν νά μήν ἐνδιαφέρθηκαν νά ταυτισθοῦν μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς
Κανόνες, ὁπότε εἶναι ὄντως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Πατριάρχη, «εἰς χεῖρας τοῦ
δικαιοκρίτου Θεοῦ» καί ἐμεῖς φυσικά πρέπει εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι νά
προσευχώμεθα διά νά τούς συγχωρήση καί νά ἐπανορθώσωμε τά λάθη των;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.