Ὁ μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος, στὴν γνωστὴ Ἐπιστολή του
(ἐδῶ) πρὸς τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» (διὰ τῆς ὁποίας προσπάθησε νὰ διασκεδάσει τὶς
ἐντυπώσεις ἀπὸ τὴν ὁμολογιακὴ ἐνέργεια τοῦ ἀρχιμανδρίτη π. Εὐθύμιου
Χαραλαμπίδη, ποὺ διέκοψε τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του ὡς ψευδεπισκόπου),
παραθέτει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ Ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχη
Γενναδίου Σχολαρίου. Μὲ τὴν παράθεση τοῦ κειμένου αὐτοῦ τοῦ Σχολαρίου ὁ κ.
Δωρόθεος, θέλει νὰ ἀποδείξει ὅτι τίποτε μεμπτὸ δὲν ἔπραξε καὶ ἄρα ἄδικα τὸν
κατηγορεῖ ὁ ἀρχιμανδρίτης.
Παραθέτουμε τὸ ἀπόσπασμα αὐτό, καὶ κατόπιν σχόλια καὶ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Μητροπολίτης Σύρου ὄχι μόνο προσπαθεῖ μὲ πατερικὰ κείμενα νὰ διαστρέψει τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀθῶος ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ τὸν βαραίνουν, ἀλλὰ καὶ διαλέγει ὁ ἴδιος κείμενα ποὺ τὸν ...ἐκθέτουν!
Παραθέτουμε τὸ ἀπόσπασμα αὐτό, καὶ κατόπιν σχόλια καὶ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Μητροπολίτης Σύρου ὄχι μόνο προσπαθεῖ μὲ πατερικὰ κείμενα νὰ διαστρέψει τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἀθῶος ἀπὸ τὶς κατηγορίες ποὺ τὸν βαραίνουν, ἀλλὰ καὶ διαλέγει ὁ ἴδιος κείμενα ποὺ τὸν ...ἐκθέτουν!
Τὸ κείμενο τοῦ Σχολαρίου
ποὺ παραθέτει ὁ μητροπ. Σύρου:
Προσέτι, και επειδή όλοι αναγνωρίζομεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία
είναι η Εκκλησία των Πατέρων, ο λόγος των οποίων είναι δυναμικός, σταθερός,
ενίοτε δε και τολμηρός, μη εξαρτώμενος εκ των εκκλησιαστικών καταστάσεων, των
προσωποληψιών ή των ευκαιριακών και ευμεταβλήτων αντιλήψεων του ποιμνίου,
παραθέτομεν Επιστολήν του πρώτου μετά την Άλωσιν Πατριάρχου Γενναδίου
Σχολαρίου, του και μαθητού του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, προς τον Ηγούμενον
της μονής Σινά Μάξιμον Σοφιανόν:
«Έτι ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον, ίνα διδώτε τοις
Αρμενίοις ή Λατίνοις την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς δε λέγομεν ίνα
διδώτε αυτοίς και το αντίδωρον· χριστιανοί γαρ εισί και διά τούτο έρχονται εκ
τοσούτων διαστημάτων εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου. Ει γούν και
εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών
διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλ’ ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι· το γαρ Μη δώτε τα άγια τοις κυσί (Ματθ. 7, 6) και τα εξής περί των απίστων νοείται, ήγουν Ιουδαίων και Σαρακηνών και Ελλήνων και Μανιχαίων και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον χριστιανισμόν μη όντες χριστιανοί· διό και επάγει· μήποτε στραφέντες καταπατήσωσιν αυτά και ρήξωσιν υμάς (Ματθ. 7,6). Κύνες ούν εισί και χοίροι οι πατούντες· οι δε μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούντες τα άγια και προσλαμβάνοντες ούκ εισί τοιούτοι. Ακούετε δε και του Κυρίου ειπόντος ότι· Ο μη ων καθ’ ημών υπέρ ημών εστί (Μαρκ. 9, 40), και τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω (Ιω. 6, 37). Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον διά την του Μυστηρίου υπεροχήν, αλλά διά το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και διά τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν Εκκλησία ου δεί αυτό δίδοσθαι...
διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλ’ ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι· το γαρ Μη δώτε τα άγια τοις κυσί (Ματθ. 7, 6) και τα εξής περί των απίστων νοείται, ήγουν Ιουδαίων και Σαρακηνών και Ελλήνων και Μανιχαίων και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον χριστιανισμόν μη όντες χριστιανοί· διό και επάγει· μήποτε στραφέντες καταπατήσωσιν αυτά και ρήξωσιν υμάς (Ματθ. 7,6). Κύνες ούν εισί και χοίροι οι πατούντες· οι δε μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούντες τα άγια και προσλαμβάνοντες ούκ εισί τοιούτοι. Ακούετε δε και του Κυρίου ειπόντος ότι· Ο μη ων καθ’ ημών υπέρ ημών εστί (Μαρκ. 9, 40), και τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω (Ιω. 6, 37). Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον διά την του Μυστηρίου υπεροχήν, αλλά διά το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και διά τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν Εκκλησία ου δεί αυτό δίδοσθαι...
Διό και οι αγιώτατοι Πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως,
ερχομένους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις
την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των Ορθοδόξων και
προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν
αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις
αυτούς ερχομένους. Αρκετόν ούν εστί ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ λαμβάνετε
αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι και κεχωρισμένοι· αλλά εάν ζητώσιν
αυτοί τον αγιασμόν αφ’ υμών, οφείλετε μη αποπέμπειν αυτούς, ως προείπομεν» (Ι. Μ. Φουντούλη, Η
οικονομία σε λειτουργικά θέματα κατά τον πατριάρχη Γεννάδιο
Σχολάριο-Ποιμαντικές ανάγκες της Τουρκοκρατίας, Χριστιανική Θεσσαλονίκη,
Οθωμανική [περίοδος 1430-1912, Α΄ [Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης του Δήμου Θεσσαλονίκης,
αυτοτελείς εκδόσεις 12], Θεσσαλονίκη 1993, σ. 192-193).
Σχόλιο:
1.
Τὰ κείμενα τοῦ Σχολαρίου δὲν ἀποτελοῦν κανονιστικὰ κείμενα, ἐκφράζουν ὅμως ἐν πολλοῖς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως
προσπάθησε νὰ τὴν ἐφαρμόσει μὲ τὶς ὅποιες οἰκονομίες στὴν πρώτη περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας.
Ὁ
Σχολάριος, λοιπόν, δηλώνει σαφῶς ὅτι οἱ Ἀρμένιοι
καὶ οἱ Λατῖνοι (οἱ αὐτοαποκαλούμενοι
σήμερα Ρωμαιοκαθολικοί) εἶναι αἱρετικοί
(ἑτερόδοξοι) καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας
(κεχωρισμένοι).
Θὰ μᾶς ἀπαντήσει ὁ κ. Δωρόθεος, ἂν θεωρεῖ κι αὐτὸς τοὺς Παπικοὺς
αἱρετικοὺς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ ἀκολουθοῦσε ὁ Σχολάριος;
Γιατὶ ἔχει δώσει τὴν ἐντύπωση ὅτι τοὺς θεωρεῖ ὡς «ἀδελφὴ ἐκκλησία»!
2.
α) Ὁ Σχολάριος μιλάει γιὰ καλοδιάθετους ἀνθρώπους, ποὺ μὲ εὐλάβεια, ἴσως καὶ διάθεση
νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία, παρευρίσκονταν στὸ ναό. Στὴν περίπτωση τοῦ
μητροπολίτη Σύρου συμβαίνει τὸ ἴδιο; Ἔχουν «εὐλάβεια» πρὸς τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας,
ἢ συνεχῶς τὴν ὑπονομεύουν, οἱ συνειδητοὶ ἀρχηγοὶ τῶν Παναιρετικῶν Παπικῶν; Δὲν
ἔχουν αὐξήσει τὶς αἱρέσεις (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σχολαρίου), καὶ οὐδὲν δεῖγμα μετανοίας ἐπιδεικνύουν; Δὲν ἐργάζονται
πολυχρόνια καὶ μεθοδικὰ γιὰ τὸν ἐξουνιτισμὸ
τῶν Ὀρθοδόξων;
β)
«Αρκετόν ούν εστί ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ
λαμβάνετε αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι και κεχωρισμένοι»,
γράφει ὁ Σχολάριος.
Δὲν ἔπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ κ. Δωρόθεο ὅτι οἱ πιστοί του παίρνουν
ἁγιασμὸ ἀπὸ τοὺς Παπικούς, εἴτε κοινωνοῦντες ὄστια, εἴτε εὐλογούμενοι στοὺς
μικτοὺς γάμους;
γ)
Γιατί πηγαίνει στὰ συλλείτουργα τῶν Παπικῶν στὴ Σύρο ὁ κ. Δωρόθεος καὶ γιατὶ
συμπροσεύχεται μαζί τους; Δύο τινὰ συμβαίνουν: Ἢ τοὺς θεωρεῖ Ἐκκλησία καὶ παριστάμενος παίρνει ἁγιασμό, ἢ παίζει θέατρο καὶ τοὺς κοροϊδεύει,
ἀφοῦ, παριστάμενος, τοὺς ἐνισχύει τὴν πεποίθηση ὅτι ἀποτελοῦν κι αὐτοὶ Ἐκκλησία,
καὶ ἔτσι δὲν τοὺς βοηθεῖ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν.
3.
Γιὰ τὸν στάση τους ἀπέναντι στοὺς ἑτερόδοξους καὶ γενικὰ γιὰ τὸν διάλογο
μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἂς διαβάσει ὁ κ. Δωρόθεος, κάτω ἀπὸ ποιές προϋποθέσεις
τὸν ἔκαναν οἱ Πατέρες ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς Θεολογικοὺς
Διαλόγους».
Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται ἐν ἀγάπῃ
μὲ κάθε ἄνθρωπο
ποὺ δέχεται καλοπροαίρετα τὴ “νουθεσία” της
Ἀξιοπρόσεκτο
εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὅταν οἱαἱρετικοὶ “Ἀνόμοιοι” ἤθελαν
νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ τῆς αἱρέσεώς τους, ὁ Ἅγιος
ἐφαρμόζοντας θετικὰ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, βλέποντας δηλαδὴ
ὅτι οἱ “νουθεσίες” του ἔπιαναν τόπο,
«ἀνεχόταν μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τὴν παρουσία» τῶν Ἀνομοίων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ
κηρύγματος, δὲν ἀνταποκρινόταν ὅμως, σκοπίμως,
στὴν ἐπιθυμία τους νὰ ὁμιλήσει διεξοδικὰ
γιὰ τὶς διαφορὲς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀνομοίων, ἀναβάλλοντας αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ
ἀργότερα∙ γράφει: «ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ πάλαι τούτους ὤδινον πρὸς ὑμᾶς τοὺς λόγους εἰπεῖν,
ἔμελλον δὲ καὶ ἀνεβαλλόμην, ὅτι πολλοὺς τῶν ταῦτα νοσούντων ἑώρων μεθ' ἡδονῆς
ἡμῶν ἀκροωμένους, καὶ οὐ βουλόμενος ἀποσοβῆσαι τὴν θήραν, τέως ἐπεῖχον τὴν
γλῶτταν τούτων τῶν παλαισμάτων, ὥστε μετὰ τὸ κατασχεῖν αὐτοὺς ἀκριβῶς, τότε
ἐπαποδύσασθαι» (Χρυσοστόμου Ἰω.,
Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄).
Διαπιστώνουμε
λοιπὸν στὸ παράδειγμα αὐτό, πὼς ὁ Ἅγιος ἔκανε ἕνα εἶδος κατήχησης, ἀφοῦ
διέκρινε πὼς στὴν καρδιά τους εἶχε
ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας, ἀφοῦ «μεθ'
ἡδονῆς» ἄκουγαν τὰ κηρύγματά του καὶ ὑπόμεναν τὴν δοκιμασία ὑπακοῆς ποὺ τοὺς ὑπέβαλε, δέχονταν δηλαδὴ τὴν «νουθεσίαν»
του∙ καὶ τότε μόνο ἀνταποκρίθηκε μὲ ἀγάπη στὴν ἐπιθυμία τους γιὰ «Διάλογο»,
ἀφοῦ ἐγκαθιδρύθηκε ἕνα κλίμα ἐμπιστοσύνης μεταξύ τους, ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ
ἀντέξουν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση τῆς
καθαίρεσης τῶν αἱρετικῶν καρκινωμάτων: «ἐπειδὴ
δὲ διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν αὐτῶν ἤκουσα παρακαλούντων καὶ ἐνοχλούντων εἰς
τούτους ἐμβῆναι τοὺς ἀγῶνας, θαρρῶν ἀπεδυσάμην λοιπὸν καὶ τὰ ὅπλα ἔλαβον τὰ
τοὺς λογισμοὺς καθαιροῦντα καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Ταῦτα δὲ ἔλαβον τὰ ὅπλα, οὐχ ἵνα βάλω τοὺς ἐναντίους, ἀλλ' ἵνα ἀναστήσω
κειμένους· αὕτη γὰρ τῶν ὅπλων τούτων ἡ δύναμις τοὺς μὲν φιλονεικοῦντας πλήττειν
οἶδε, τοὺς δὲ εὐγνωμόνως ἀκούοντας μετὰ πολλῆς θεραπεύειν τῆς ἐπιμελείας· οὐχὶ
δίδωσι τραύματα, ἀλλὰ θεραπεύει νοσήματα» (στὸ
ἴδιο).
Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς
αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας ἔχει
τὸν πρῶτο λόγο, ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν
αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ
κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις,
μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει
αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (στὸ
ἴδιο). «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,…
κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα
ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς
τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ
ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον
ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ
ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον
πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ
ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι).
Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια
διαδικασία διαλόγου, ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα
βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν
ἀμετανοησία τους–, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας
καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Οἱ Πατέρες ἀποκλείουν τὸν Διάλογο “ἐπὶ ἴσοις ὅροις”
Ὄχι
συμβιβασμός, ἀλλ’ ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία
Εἶναι
φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει
ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, (καὶ τὴν ἐν λόγω
ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον… παραιτοῦ”)· στηρίζεται γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ.
Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ
ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξες –πρὶν τὸ σχίσμα– ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία·
καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Βατικανό.
«Ἡ ἀντίθεση (τῶν Ὀρθοδόξων) στὴν Ἕνωση ὀφείλεται στὴν ἐπιμονὴ τῶν λατίνων στὶς καινοτομίες καὶ στὶς αἱρέσεις τους. Διαβάζουμε σὲ κείμενο Συνόδου τοῦ
13ου αἰ.: “Πῶς γοῦν θεμιτὸν καὶ θεάρεστον ἑνωθῆναι τοῖς τοιούτοις ἡμᾶς, ὧν δικαίως καὶ κανονικῶς ἐξεκόπημεν, ἀμεταβλήτως ἔχουσι τῶν αἱρέσεων;… Εἰ γὰρ λέγοιεν ἐθέλειν ἑνωθῆναι, καὶ μεταβληθήτωσαν καὶ ἑνούσθωσαν· εἰ δὲ μετὰ τῆς κακίας αὐτῶν τοῦτο βούλονται, οὐ δυνήσονται…”»
(Laurent–Darrouzès, Dossier grec, s. 395,397, εἰς
Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 175).
Ἔτσι,
σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν
συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν
καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ
πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας
κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, παρὰ μόνο κάποια παραδείγματα∙
ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει
συνεκάλεσε ὁ
Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης Ἄνθιμος.
Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ
τὸν Πάπα. Μὲ τὴν
ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος, καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν ἕνωσιν»
ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ
τῆς
Ρώμης
ἐπίσκοπος
(νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων»
(Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 630).
Καὶ
ἡ Σύνοδος κάνει τὴν
ἑξῆς σημαντική, λογικότατη καὶ ἀφοπλιστικὴ πρόταση: Δὲν ὑποχωρεῖ νὰ δεχθεῖ συζήτηση εἰς
τὰ τῆς Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ δέχεται νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ
κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη ἔχει παραβεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ
Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στὸν μεταξύ μας Διάλογο ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «ἐπὶ τῷ ἱερῷ σκοπῷ τῆς ἑνώσεως ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος…Ἐκκλησία ἐστὶν ἑτοίμη ἀποδέξασθαι ὁλοψύχως, εἰ τυχὸν παρέφθειρεν ἢ μὴ κατέχοι, πᾶν ὅ,τι πρὸ τοῦ ἐνάτου αἰῶνος ὡμολόγουν ὁμοφώνως ἥ τε Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία…» (Εἰς Ψαλτάκη Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15.).
Καὶ συνεχίζει: Ἂν ὅμως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «κρατεῖ τὰ ἀρχαιοπαράδοτα δόγματα»,
ἀντίθετα
δὲ
ἡ
«Δυτικὴ διέστρεψεν αὐτὰ διὰ ποικίλων νεωτερισμῶν, τότε καὶ τοῖς νηπίοις δῆλον, ὅτι ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσίν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542).
Παρόμοια
ἀπάντηση εἶχε δώσει στὴν Α΄ Σύνοδο Βατικανοῦ καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ϛ΄,
ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Παπικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχει στὴ Σύνοδό τους, καθόσον
οἱ Παπικοὶ μένουν ἀμετανόητοι στὶς αἱρετικὲς προσθῆκες τους. Τὸ
περιστατικὸ αὐτὸ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ Βουτηρᾶ Σ., Ἡ Παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1902. Ἀξίζει νὰ ἀποδοθεῖ
ἐν περιλήψει:
Τὸ 1868
ὁ Πάπας, ἔστειλε στὸ Φανάρι ἐκπροσώπους του καὶ ἐπέδωσε Προσκλητήριον Ἐπιστολὴν
στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ϛ’. Ὁ Πατριάρχης δέχτηκε μὲν τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ
Πάπα, δὲν παρέλαβε δὲ τὴν Ἐπιστολή. Γιατί (τοῦ ἐξήγησε), μάθαμε διὰ τοῦ «Τύπου»
τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, πὼς δηλαδὴ μὲ τὴν Ἐπιστολὴ καλεῖται τὸ Πατριαρχεῖο
μας νὰ λάβει μέρος στὴν «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» ποὺ ἑτοιμάζει ἡ Ρώμη, διαδικασία ἀντίθετη
μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας∙ ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ δὲν συμφωνοῦμε.
Περιμέναμε,
συνέχισε ὁ Πατριάρχης, «ν’ ἀκούσωμεν νέον
τι», κάποια ἀλλαγὴ στάσεως τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ Πάπας ἐπαναλαμβάνει
στὴν Ἐπιστολὴ «τὰς ἰδίας ἀντιχριστιανικὰς
ἀρχὰς ἀντιστρατευομένας εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου». Μᾶς καλέσατε (ὑπενθυμίζει
στὸν παπικὸ ἐκπρόσωπο) καὶ τὸ 1848 σὲ «Συνοδικὸ
Διάλογο» στὴ Ρώμη καί, λόγω τῶν ἀντιθέτων πρὸς τὴν πατροπαράδοτη πίστη
προτάσεων καὶ τότε ἀρνηθήκαμε. Πρὸς τί λοιπόν, ὁ Διάλογος, ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἐπιμένει
πεισμόνως στὶς ἀρχές του; Ἐμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμε «ἀναξέσαι παλαιὰς πληγάς… διὰ
συζητήσεων καὶ λογομαχιῶν… οὔτε ἔστι δυνατὴ συνενόησις καὶ συνδιάλεξις Συνοδικὴ
μὴ ὑπάρχοντος κοινοῦ ὁρμητηρίου τῶν αὐτῶν ἀρχῶν».
Καὶ ἐφαρμόζοντας
τὸ ἀποστολικὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον …παραιτοῦ» καὶ ἀρνούμενος Διάλογον «ἐπὶ “ἴσοις” ὅροις»
καταλήγει: «Ἡμεῖς φρονοῦμεν ὅτι ἡ ἐπιτυχεστάτη
καὶ ἀπαθεστάτη τῶν τοιούτων ζητημάτων λύσις ἐστὶν ἱστορική. Ἐπειδή, ὑπῆρξεν Ἐκκλησία
πρὸ δέκα αἰώνων τὰ αὐτὰ ἔχουσα δόγματα ἔν τε Ἀνατολῇ καὶ Δύσει,… ἀναδράμωμεν ἑκάτεροι
εἰς ἐκείνην καὶ ἴδωμεν ὁπότεροι προσέθεντο ἢ ἀφεῖλον∙ ἐκκοπτέσθω ἡ προσθήκη, ἐὰν
ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ προστιθέσθω τὸ ἀφαιρεθέν, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙
καὶ τότε σύμπαντες ἀνεπαισθήτως εὑρεθησόμεθα εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον τῆς καθολικῆς ὀρθοδοξίας,
ὁπόθεν ἡ Ρώμη τῶν κάτω αἰώνων μακρυνομένη ἐπὶ μᾶλλον ἀρέσκεται νὰ πλατύνῃ τὸ
χάσμα διὰ νέων ἀεὶ δογμάτων καὶ θεσπισμάτων, ἐκτρεπομένων τῆς ἱερᾶς παραδόσεως» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542).
Ἂς
ξαναδιαβάσουν οἱ Πατριαρχικοὶ τὴν καθαρὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ Γρηγορίου κι εἴθε νὰ
τὴν μιμηθοῦν.
Δὲν
γνωρίζουν ἄραγε ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν Διαλόγων μὲ τὴν Ἐκκλησία μας οἱ Παπικοί;
(Δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ οἱ ἡμέτεροι;). Δὲν γνωρίζουν τὶς προϋποθέσεις μετανοίας
καὶ ἀποκηρύξεως τὴς αἱρέσεως, ὡς τοὺ μοναδικοῦ τρόπου ἐπιστροφῆς τους στὴ ΜΙΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ; Τὸν γνωρίζουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦν, ἔπεισαν τοὺς ἡμετέρους (οἱ
ὁποῖοι διὰ τοῦτο «μεῖζον κρίμα λήψονται»)
νὰ παραβοῦν τὴν Πατερικὴ γραμμή, ποὺ ἀποτελεῖ θεῖο Θέλημα, γιὰ νὰ γίνει Ἕνωση
τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ μὲ τὴν ΑΙΡΕΣΗ καὶ ὄχι ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία.
Ὅ,τι προκύψει ἀπὸ τὴν ἐπιδιωκόμενη Ἕνωση δὲν θὰ εἶναι ἡ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀλλὰ μιὰ
ἄλλη αἱρετικὴ Ὁμολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία –ὅσοι μείνουν Ὀρθόδοξοι– θὰ
ἀπομακρυνθοῦν∙ καὶ ἤδη κάποιοι ἀποτειχίζονται, διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τῶν
οἰκουμενιζόντων Ἐπισκόπων (καὶ ἄρα αἱρετιζόντων) ἢ ἀποφεύγουν σὲ πρώτη φάση τὴν
ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ Ἐπισκόπους αὐτούς.
Σημάτης Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.