Ἡ Ἡμερίδα ποὺ πραγματοποίησε ἡ Μητρόπολη τοῦ
Πειραιῶς τὴν 17 Νοεμβρίου μὲ θέμα τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ
τὴν Ἀποτείχιση, θὰ μείνει στὴν σύγχρονη ἱστορία ὡς μιὰ κατάπτυστη ἐνέργεια τοῦ ἀρχιμανδρίτη
π. Παύλου Δημητρακόπουλου ποὺ τὴν ἐμπνεύστηκε καὶ τὴν ὀργάνωσε, καὶ τοῦ
μητροπολίτη Πειραιᾶ ποὺ τὴν ἐπέτρεψε.
Ἦταν μιὰ φασίζουσα Ἡμερίδα, ἀφοῦ θὰ
συνεζητεῖτο τὸ θέμα τῆς Ἀποτειχίσεως, ἀπὸ Εἰσηγητὲς ποὺ ἦσαν ...ἐναντίον τῆς Ἀποτειχίσεως,
χωρὶς ἀντίλογο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ὑπερασπίζοντο τὴν θέση τῶν Ἁγίων ποὺ ...θέσπισαν τὴν
Ἀποτείχιση!
Ὅτι ἡ Ἡμερίδα αὐτὴ θὰ κατέληγε σὲ φιάσκο ἦταν
ἐξασφαλισμένο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν προετοίμασε ἕνας πείσμων καὶ ἀνυπάκουος ἀρχιμανδρίτης
στὶς συμβουλὲς ἐπαϊόντων, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐπέστησαν τὴν προσοχὴ στὸ ὅτι δὲν ἔπρεπε Ἡμερίδα νὰ πραγματοποιηθεῖ ὑπὸ τὶς παροῦσες
περιστάσεις, γιατὶ θὰ βλάψει τὸν ἀγώνα, ἀντὶ νὰ ὠφελήσει.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν (ὅταν πέρυσι τοὺς προτάθηκε)
οἱ καθηγητὲς Πανεπιστημίου π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ π. Θεόδωρος Ζήσης, ἀλλὰ
καὶ ὁ καθηγητὴς Δογματικῆς κ. Τσελεγγίδης.
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπεκλείσθη ἡ ἄλλη
φωνή, ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐρευνήσει τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων
Πατέρων καὶ ἔχει γράψει εἰδικὲς μελέτες γιὰ τὴν Ἀποτείχιση καὶ τοῦ ὁποίου οἱ ὅροι γιὰ ἴση
μεταχείρηση τῶν ὁμιλητῶν δὲν εἰσακούστηκαν, γι’ αὐτὸ τελικὰ δὲν προσκλήθηκε ὡς
Εἰσηγητής!
Σὲ προηγουμενη ἀνάρτηση παρουσιάσαμε ἀπομαγνητοφωνημένη
τὴν ἀνιστόρητη Εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτη Πειραιῶς. Σήμερα παρουσιάζουμε τὴν δεύτερη
Εἰσήγηση, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν π. Βασίλειο
Παπαδάκη. Πρόκειται γιὰ μιὰ μονόπλευρη, ἐμπαθῆ, συκοφαντικὴ καὶ διανθισμένη μὲ ψεύδη Εἰσήγηση, δηλαδὴ μιὰ τραγικὴ Εἰσήγηση, ποὺ καπηλεύτηκε
τὰ κείμενα καὶ παρερμήνευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία (μιὰ πρώτη τοποθέτηση ἐδῶ). Ἔφτασε μάλιστα ὁ π. Βασίλειος
στὸ σημεῖο (γιὰ νὰ στηρίξει τὶς προκατασκευασμένες θέσεις του ἐναντίον τῆς θεσπισμένης
ἀπὸ τοὺς Πατέρες Ἀποτειχίσεως) νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι «δὲν κηρύσσεται σήμερα καμιὰ αἵρεση»,
ὥστε νὰ ἀποφύγει τὴν Ἀποτείχιση ποὺ οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἀποφεύγουν, ὅπως ὁ διάβολος
τὸ λιβάνι!
Αὐτοὶ εἶναι οἱ σύμμαχοι τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν
τῆς Γατζέας. Οἱ «λέοντες» τοῦ ἀντι-Οἰκουμενιστικοῦ ἀγώνα, οἱ χαρτοπολεμοῦντες
κατὰ τῆς μεθοδευμένης ἐπεκτάσεως τῆς παναιρέσεως!
Η ΔΙΑΚΟΠΗ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἡ Εἰσήγηση:
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ
Σεβαστοί
Πατέρες
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί
Ἀρχικά νοιώθω τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσω τίς βαθύτατες εὐχαριστίες καί τήν μεγάλη εὐγνωμοσύνη μου πρός τόν Σεβασμιώτατο
Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ γιά τήν ἰδιαίτερα τιμητική πρόσκλησή
του νά συμμετάσχω στήν σημερινή θεολογική ἡμερίδα καί γιά τήν ἐμπιστοσύνη του πρός τήν ἐλαχιστότητά μου.
Παράλληλα θά ἤθελα νά ἐκφράσω καί τίς βαθύτατες εὐχαριστίες μου πρός τόν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κ.κ. Εὐγένιο, ὁ ὁποῖος μοῦ παρέσχε τήν ἄδεια νά μιλήσω στήν
θεολογική αὐτή ἡμερίδα.
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ
(Οἱ
ὑπογραμμίσεις καὶ οἱ χρωματισμοὶ στὸ κείμενο εἶναι δικές μας)
1. Τά ζηλωτικά
παλαιοημερολογιτικά ἤ ἀντιοικουμενιστικά σχίσματα.
Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα σύγχρονα
προβλήματα τῆς ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν τά ζηλωτικά
παλαιοημερολογιτικά ἤ ἀντιοικουμενιστικά σχίσματα.
Οἱ λόγοι πού τά τελευταῖα ἑκατό ἔτη ὁδηγοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σέ ἀπόσχιση ἀπό Αὐτήν καί σέ δημιουργία
πλήθους ἀλληλομαχομένων σχισματικῶν ὁμάδων εἶναι ἀφ̓ ἑνός ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου καί ἀφ̓ ἑτέρου ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Τά πρῶτα σχίσματα πού
δημιουργήθηκαν στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί σέ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, εἶχαν ὡς ἀφορμή τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου. Μέ τήν πάροδο τῶν χρόνων οἱ ἀπεσχισμένοι
παλαιοημερολογίτες, βλέποντας ὅτι τά ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα ὑπεράσπιζαν τήν ἀπόσχισή τους δέν εἶναι πειστικά καί ἐπαρκῆ, φρόντισαν νά ἐμπλουτίσουν τό κατηγορητήριό
τους κατά τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι οἱ παλαιοημερολογίτες ἔχουν παύσει πλέον νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ὡς βασική ἐναντίον μας κατηγορία καί
μιλοῦν
πλέον γιά τήν διακήρυξη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Ἀκολουθώντας τήν ἐπιχειρηματολογία καί τό ὑπόδειγμα τῶν παλαιοημερολογιτῶν, διάφορες
ἄλλες ἀντιοικουμενιστικές ὁμάδες ἀποσχίσθηκαν ἐπίσης ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες τους, παρά τό ὅτι ἀκολουθοῦν τό ἴδιο ἡμερολόγιο μέ αὐτές. Ἔτσι στήν Ἑλλάδα ὑπάρχουν πλέον οἱ
νεοημερολογίτες
ἀπεσχισμένοι
ἀντιοικουμενιστές
καί στήν Ρωσία, γιά παράδειγμα, παλαιοημερολογίτες ἀπεσχισμένοι ἀντιοικουμενιστές.
2. Ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι πλέον αἱρετικές.
Οἱ ἀνωτέρω ἀνά τόν κόσμο σχισματικές ὁμάδες καί ψευδεκκλησίες τῶν παλαιοημερολογιτῶν καί τῶν ἀντιοικουμενιστῶν, παρά τό ὅτι εἶναι διαιρεμένες μεταξύ τους ἤ ἀκόμη καί ἀλληλομισούμενες, ἀγωνίζονται ὅμως μέ μία κοινή σχεδόν ἐπιχειρηματολογία προκειμένου
νά ὑπερασπίσουν τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Τήν ἐπιχειρηματολογία αὐτή, περί τῆς Διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
ποὺ ἔχουν ἤδη ἐφαρμόσει καὶ ποὺ εἶναι ὁ τίτλος τῆς σημερινῆς Εἰσηγήσεως «Ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας
σύμφωνα μέ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας», τήν ἐπιχειρηματολογία
αὐτή, λοιπόν ἔχω προσπαθήσει νά ἀναιρέσω στά τρία βιβλία πού
τά τελευταῖα δεκαπέντε χρόνια ἔχω συγγράψει καί ἐκδόσει σχετικά μέ τήν στάση,
τίς ἐκκλησιολογικές
κακοδοξίες καί τό σχίσμα τοῦ ζηλωτικοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ὀπαδούς τῆς ἀποτειχίσεως, τούς ὁποίους στό ἑξῆς θά
ἀποκαλῶ ζηλωτές, ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν εἶναι
πλέον Ὀρθόδοξες, καθότι κηρύττουν τήν ἐκκλησιολογική καί συγκρητιστική αἵρεση ἤ μᾶλλον παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γεγονός πού ἀποδεικνύεται κατά κύριο λόγο
ἀπό τά ἑξῆς:
α ́. Ἀπό τίς διάφορες κακόδοξες
δηλώσεις ἤ διακηρύξεις Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί θεολόγων, στίς ὁποῖες διαφαίνεται ὅτι ἔχει ἀποδυναμωθεῖ ἡ αὐτοσυνειδησία τους ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μόνο ἀποτελεῖ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική Ἐκκλησία1.
β ́. Ἀπό τήν προώθηση μιᾶς συγκρητιστικοῦ τύπου ἑνώσεως μέ τούς Παπικούς,
τούς Μονοφυσίτες καί τούς Προτεστάντες, χωρίς δηλαδή τήν ἀπαραίτητη μετάνοιά τους καί
τήν ταυτότητα στά ζητήματα τῆς πίστεως2.
γ ́. Ἀπό τόν λειτουργικό
συγχρωτισμό, τίς συμπροσευχές δηλαδή καί τήν μερική διακοινωνία μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων πού πραγματοποιοῦνται στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως3.
Γιά τούς
ζηλωτές τά
πράγματα εἶναι πολύ ἁπλά: Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι αἵρεση· οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες,
συμμετέχοντας στόν Οἰκουμενισμό,
καθίστανται αἱρετικές. Συνεπῶς μέ βάση τούς ἱερούς κανόνες καί τήν
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουμε νά ἀποτειχισθοῦμε ἄμεσα ἀπό αὐτές. Ἄς δοῦμε ὅμως ἐάν οἱ ἀνωτέρω ἀπόψεις εἶναι ὀρθές.
3. Ὁ αἱρετικός
χαρακτήρας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δύσεως.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἤ Οἰκουμενική Κίνηση εἶναι ἡ προσπάθεια τῶν ἀπεσχισμένων, Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν γιά ἐπανένωσή τους. Ἡ προσπάθεια αὐτή συνοδεύθηκε δυστυχῶς ἀπό τήν παράλληλη διαμόρφωση αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καί πρακτικῶν, οἱ ὁποῖες ἀντέκειντο στήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐκκλησιολογία καί ἐξυπηρετοῦσαν τούς σκοπούς μιᾶς συγκρητιστικῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.
Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι οἱ Παπικοί διαμόρφωσαν μία οἰκουμενιστική θεολογία, ἡ ὁποία διαφέρει σημαντικά ἀπό τήν ἀνάλογη προτεσταντική. Τόσο οἱ Παπικοί ὅσο καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀνέπτυξαν αἱρετικές ἐκκλησιολογικές θεωρίες,
καθώς καί συγκρητιστικές θεωρίες καί πρακτικές, οἱ ὁποῖες ὅμως διαφέρουν μεταξύ τους,
καθώς βασίζονται στόν διαφορετικό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁ καθένας ἀπό αὐτούς ἀντιλαμβάνεται τό ἐκκλησιολογικό δόγμα καί τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Πράγματι, ὁ Οἰκουμενισμός στούς κόλπους τῶν Προτεσταντῶν βασίζεται σέ κακόδοξες ἐκκλησιολογικές θεωρίες, ὅπως τήν θεωρία τῶν κλάδων. Σύμφωνα μέ αὐτήν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική Ἐκκλησία ἔχει διαιρεθεῖ σέ πλῆθος Ἐκκλησιῶν, καμία ἐκ τῶν ὁποίων δέν κατέχει τό πλήρωμα
τῆς
Χριστιανικῆς Ἀληθείας5. Ἡ ἐπανένωση τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν θά ἐπιφέρει τήν ἐπανίδρυση τῆς ἀνύπαρκτης σήμερα Καθολικῆς Ἐκκλησίας6. Ὁ δογματικός συγκρητισμός πού
διακρίνει τούς Προτεστάντες στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶχε ἐπίσης ὡς ἀποτέλεσμα νά ἐπιτευχθοῦν ἀρκετές ἑνώσεις μεταξύ προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν7, χωρίς βέβαια δογματική
συμφωνία. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ παπικός Οἰκουμενισμός, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐκκλησιολογία, βασίζεται στήν
κακόδοξη θεωρία τῶν διισταμένων ἤ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Σύμφωνα μέ αὐτήν, πολλοί ἑτερόδοξοι εἶναι δυνατόν νά ἔχουν ἔγκυρη ἱεραρχία, ἀποστολική διαδοχή καί ἔγκυρα μυστήρια. Σύμφωνα μέ
τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β ́ Βατικανῆς Συνόδου, οἱ πιστοί τῶν ἀπεσχισμένων αὐτῶν Ἐκκλησιῶν βρίσκονται σέ κάποια κοινωνία
ἔστω
καί ἀτελή
μέ τήν παπική Ἐκκλησία8.
Γιά τόν λόγο αὐτό κάποιου εἴδους ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί
τους θεωρεῖται ἀξιοσύστατη9. Ὁ παπικός Οἰκουμενισμός διακρίνεται καί
γιά τόν δογματικό συγκρητισμό του. Βασιζόμενη στήν ἑνωτική μέθοδο τῆς Οὐνίας ἡ παπική αὐλή ἐπιτρέπει στούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς πού ἑνώνονται μαζί της νά ἐκτελοῦν ὅλα τά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία ἀνῆκαν. Ἀρκεῖται ἁπλά στήν μνημόνευση τοῦ πάπα καί στήν ἀποδοχή ὅτι εἶναι «ἀλάνθαστος»10.
Σέ ἀρκετές
μάλιστα περιπτώσεις τό Βατικανό ἀνέχεται, ὄχι μόνο τά ἔθιμα τῶν Οὐνιτῶν, ἀλλά ἀκόμη καί τίς αἱρέσεις τους11.
4. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν εἶναι αἱρετικές.
Τό γεγονός βέβαια ὅτι ἡ προσπάθεια ἐπανενώσεως τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶχε συγκρητιστικό καί αἱρετικό χαρακτήρα τόσο στούς
Προτεστάντες, ὅσο καί στούς Παπικούς δέν φανερώνει ὅτι καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού συμμετεῖχαν στήν Οἰκουμενική
Κίνηση κατέστησαν καί αὐτές αἱρετικές.
Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρά τό ὅτι συμμετεῖχαν (καὶ συμμετέχουν) στήν Οἰκουμενική Κίνηση, οὐδέποτε
ἀποδέχθηκαν ἤ διεκήρυξαν ἐπίσημα
καί συνοδικά τίς κακοδοξίες πού προαναφέραμε ἤ κάποιες ἀνάλογες οὔτε πραγματοποίησαν κάποια
συγκρητιστικοῦ τύπου ἕνωση μέ ἑτεροδόξους ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ διακοπή
τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μαζί τους.
Εἶναι βέβαια ἀδιαμφισβήτητο ὅτι ἀρκετοί Ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι ἐπηρεάσθηκαν σημαντικά ἀπό τό οἰκουμενιστικό πνεῦμα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστηρίξουν
κακόδοξες, ἐκκλησιολογικές
θεωρίες, νά ὑπογράψουν ἀπαράδεκτες συγκρητιστικοῦ τύπου ἑνωτικές συμφωνίες μέ ἐκπροσώπους ἄλλων Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί νά παραβιάσουν κατάφωρα τούς ἱερούς κανόνες περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί συμπροσευχῆς μέ τούς ἑτεροδόξους στά πλαίσια τῶν ὑπέρμετρα παρατεινομένων
Θεολογικῶν Διαλόγων μαζί τους. (σ.σ. Ὅλοι αὐτοί, πάτερ, δὲν εἶναι
αἱρετικοί; Δὲν κοινωνεῖς μὲ αὐτούς;).
Παρά ταῦτα ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ ἀνωτέρω ἀπαράδεκτες ἀπόψεις καί ἐνέργειες τῶν ἐν λόγῳ Ὀρθοδόξων δέν υἱοθετήθηκαν ποτέ ἐπίσημα ἀπό τίς ἡγεσίες καί τήν πλειονότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐκτός ἀπό σπάνιες καί ὄχι σημαντικῆς σημασίας περιπτώσεις. Οἱ πράξεις αὐτές ἀπετέλεσαν μεμονωμένες
πτώσεις ὄχι
μεγάλου ἀριθμοῦ Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦσαν κατά κύριο λόγο τούς ἑαυτούς τους καί ὄχι τό ἐπίσημο φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. (σ.σ. Ἡ αἵρεση, πάτερ, δὲν ὑπῆρξε πάντα ἔμπνευση καὶ δημιούργημα μεμονωμένων
κληρικῶν καὶ τοῦ ἐμπνευστῆ τῶν αἱρέσεων διαβόλου; Ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἀπομακρύνθηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι;).
Οὐδέποτε δηλαδή κάποια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διεκήρυξε ἐπίσημα ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική Ἐκκλησία εἶναι σήμερα ἀνύπαρκτη ἤ ὅτι δέν ἀποτελεῖται ἀποκλειστικά καί μόνο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἤ ὅτι οἱ ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες ἀνήκουν στό σῶμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ἔχουν ἀποστολική διαδοχή, ἱερωσύνη, ἱερά μυστήρια καί ἀποτελοῦν ἰσότιμες μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁδούς σωτηρίας. (σ.σ. Δὲν ντρέπεσαι, πάτερ, νὰ ψεύδεσαι ἀσύστολα; Δὲν ἀποδέχεται ὁ
Βαρθολομαῖος σου, ὁ Ζηζιούλας –μὲ τοὺς ὁποίους κοινωνεῖς– ἱερωσύνη, διαδοχὴ καὶ
ἱερὰ μυστήρια στὸν «ἁγιότατο ἀδελφὸ τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας»;).
Κατά συνέπεια δέν θεωροῦμε ὅτι εὐσταθεῖ ἡ κατηγορία τῶν ζηλωτῶν ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι αἱρετικές, ἐπειδή
ἔχουν ἀποδεχθεῖ τίς θεωρίες τοῦ αἱρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δύσεως καί συνεπῶς οἱ πιστοί ὀφείλουν νά διακόψουν ἄμεσα τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί
τους βασιζόμενοι στούς ἱερούς κανόνες καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
ΜΕΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ Ι. ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΝ
ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
1. Ἡ παραποίηση ἀπό τούς
ζηλωτές τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας.
Ἡ διαφωνία μας βέβαια μέ τούς
ζηλωτές δέν περιορίζεται μόνο στό ὅτι μᾶς θεωροῦν αἱρετικούς. Διαφωνοῦμε ριζικά καί μέ τόν ἀνορθόδοξο τρόπο πού οἱ ζηλωτές χρησιμοποιοῦν προκειμένου νά τεκμηριώσουν
τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μαζί μας, καθώς ἐπιδίδονται σέ μία ἄνευ προηγουμένου παραποίηση
καί διαστρέβλωση τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας· συγκεκριμένα:
α ́. Προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι οἱ ἱεροί κανόνες καί ἡ
διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἐπιβάλλουν τήν ἄμεση διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπό ὅσους κηρύττουν κάποια αἱρετική διδασκαλία (στήν
περίπτωσή μας ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες), πρίν δηλαδή καταδικασθοῦν ἀπό κάποια Τοπική ἤ Οἰκουμενική
Σύνοδο.
β ́. Προσπαθοῦν νά ἀποδείξουν ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἀγωνίσθηκαν κατά τῶν αἱρέσεων, ἀκολουθοῦσαν τό παράδειγματῶν ζηλωτῶν· διέκοπταν δηλαδή ἄμεσα τήν κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους τους, μόλις αὐτοί διεκήρυτταν κάποια
κακόδοξη διδασκαλία καί φυσικά πρίν καταδικασθοῦν συνοδικά.
2. Ὁ λα ́ ἀποστολικός κανών.
Ἄς ἀπαντήσουμε ἀρχικά στό πρῶτο ζήτημα, ἐάν δηλαδή οἱ ἱεροί κανόνες ἐπιβάλλουν τήν ἀπόσχιση ἀπό ὅσους κηρύττουν κάποια αἵρεση.
Ἡ ἐξάπλωση αἱρετικῶν διδασκαλιῶν μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγοῦσε συνήθως στήν σύγκληση μεγάλων
Τοπικῶν ἤ Οἰκουμενικῶν Συνόδων12,
οἱ ὁποῖες ἐξέθεταν τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καλοῦσαν τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια. Σέ
περίπτωση ἐμμονῆς τῶν αἱρετικῶν στά φρονήματά τους οἱ Πατέρες τούς καταδίκαζαν καί τούς ἀπέκοπταν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας13.
Ἀνάλογη καταδίκη συνέβαινε
καί σέ κληρικούς πού διαφωνοῦσαν μέ πεισμονή μέ τήν Ἐκκλησία γιά ζητήματα ὄχι δογματικά, ἀλλά κανονικῆς τάξεως· γιά κάποιες ἄλλες δηλαδή ἐκκλησιαστικές αἰτίες καί ζητήματα ἰάσιμα14.
Ἔπειτα ἀπό τήν καταδίκη καί τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία τόσο τῶν αἱρετικῶν, ὅσο καί τῶν σχισματικῶν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπαγόρευαν στούς πιστούς νά ἔχουν ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί
τους15.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ διδασκαλία
τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀνωτέρω κληρικῶν μέχρι νά καταδικασθοῦν ἀπό κάποια Σύνοδο;
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι διά τοῦ λα ́ κανόνος τους καθόρισαν
νά καθαιρεῖται ὁ κληρικός, ὁ ὁποῖος θά διακόψει τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν
ἐπίσκοπό
του ἐξ αἰτίας προσωπικῶν παραπτωμάτων ἤ κανονικῶν παραβάσεών του, πρίν ὁ ἐπίσκοπος κριθεῖ συνοδικά16.
Στό πνεῦμα τοῦ κανόνος αὐτοῦ κινήθηκαν καί ἄλλοι μεταγενέστεροι κανόνες
Τοπικῶν καί
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν τούς κληρικούς πού θά ἔκαναν κάποιο παρόμοιο σχίσμα
ἀκόμη
καί μέ ἀναθεματισμό17.
Παρά ταῦτα ὁ λα
́ ἀποστολικός κανών καθόριζε δύο ἐξαιρετικές περιπτώσεις, κατά
τίς ὁποῖες ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόσχιση ἀπό τούς ἐπισκόπους. Συγκεκριμένα ὁ κληρικός δέν τιμωρεῖται, ὅταν ὁ ἐπίσκοπός του σφάλλει ἐν «εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ», εἶναι δηλαδή, κατά τόν Βαλσαμῶνα, αἱρετικός ἤ ἄδικος18 καί πράττει, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ζωναρᾶ, κάτι «παρά τό καθῆκον καί τό δίκαιον»19.
Ὁμολογοῦμε ὅτι τόσο ἡ διατύπωση τοῦ σχετικοῦ ἀποστολικοῦ κανόνος, ὅσο καί οἱ ἑρμηνεῖες τῶν ἀνωτέρω κανονολόγων δημιουργοῦν εὔλογες ἀπορίες. Ποιά εἶναι δηλαδή τά παραπτώματα τοῦ ἐπισκόπου -ἐκτός ἀπό τήν αἵρεση- ἕνεκα τῶν ὁποίων δικαιολογεῖται ἡ ἀπόσχιση τῶν κληρικῶν του;
Τό νά ἐπιτρέπεται ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν ἐπίσκοπο γιά «ἄδικες» ἤ «παρά τό καθῆκον καί τό δίκαιον» πράξεις
του εἶναι ὄχι μόνο κάτι τό ἀσαφές, ἀλλά καί ἀντιφατικό πρός αὐτό πού ὑποστηρίζει στήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου κανόνος ὁ Βαλσαμών, ὅτι δηλαδή δέν πρέπει νά ἀποσχίζεται κανείς ἀπό τόν ἐπίσκοπό του, «κἄν χείριστος πάντων ἐστίν»20.
Ἐπιτρέπεται λοιπόν ἡ ἀπόσχιση ἀπό τόν ἐπίσκοπο ἐξ αἰτίας ὁποιασδήποτε ἄδικης ἤ παράνομης πράξεώς του; Ἐάν βέβαια γίνει ἀποδεκτή μία τέτοια ἑρμηνεία, τίθεται σέ κίνδυνο ὄχι μόνο ἡ ἑνότης, ἀλλά καί αὐτή ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, καθώς οἱ διασπάσεις στό σῶμα της θά εἶναι τόσο πολλές, ὅσο καί οἱ ἀδικίες τῶν ἀνά τόν κόσμο ἐπισκόπων. (σ.σ. Καὶ νά, λοιπόν, ποὺ ὅσα δὲν ἑρμήνευσαν οἱ Κανονολόγοι καὶ οἱ
Πατέρες διὰ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀναλαμβάνει νὰ τὰ διασαφήσει καὶ
λύσει διὰ τῶν συλλογισμῶν καὶ τῶν ἀντι-πατερικῶν ὑποθέσεων ὁ π. Βασίλειος!).
3. Τά στουδιτικά σχίσματα
Τήν ἀσάφεια τοῦ λα ́ ἀποστολικοῦ κανόνος διέλυσε ἡ Πρωτοδευτέρα (ΑΒ ́) Σύνοδος
τό 861, ἡ ὁποία καθόρισε μέ ἀκρίβεια ὅτι τό μοναδικό ἀδίκημα τοῦ ἐπισκόπου, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόσχιση τῶν κληρικῶν του, εἶναι ἡ φανερή διακήρυξη κάποιας αἱρέσεως. Ἄς δοῦμε ὅμως τί εἶχε συμβεῖ πρίν ἀπό τήν Σύνοδο αὐτή προκειμένου νά
κατανοήσουμε, γιατί ἀπαγόρευσε μέ τόσο μεγάλη αὐστηρότητα τά σχίσματα. (σ.σ. Ἀπολαῦστε πόσο «ὀρθόδοξα» ὁ π. Βασίλειος οὐσιαστικὰ μᾶς
διδάσκει, ὅτι ἕνας ἀποστολικὸς Κανόνας ...καταργεῖται
ἀπὸ ἄλλον!!! Ὅσα γιὰ τὰ παρερμηνευμένα καὶ
παραπλανητικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ
προσάγει στὴ συνέχεια ὡς πρὸς τὰ ...σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, θὰ ὑπάρξει τεκμηριωμένη
ἀπάντηση).
Ἔπειτα ἀπό τήν Ζ ́ Οἰκουμενική Σύνοδο συνέβησαν
διάφορα σχίσματα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερα σοβαρές ἦταν οἱ ὀλιγοετεῖς ἀποσχίσεις τοῦ ἡγουμένου τοῦ Σακκουδίωνος καί γέροντος
τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὁσίου Πλάτωνος, ἀπό τόν ἅγιο Ταράσιο21,
ἀλλά
καί τῶν
Στουδιτῶν μοναχῶν μέ ἡγέτη τόν ὅσιο Θεόδωρο ἀπό τόν ἅγιο Νικηφόρο
Κωνσταντινουπόλεως22.
Αἰτία τοῦ πρώτου σχίσματος τό 795 ἦταν ὁ παράνομος γάμος τοῦ αὐτοκράτορος πού εἶχε διώξει τήν σύζυγό του23.
Ὁ ἅγιος Ταράσιος ἀνέχθηκε τήν τέλεση τοῦ γάμου αὐτοῦ ἀπό τόν ἡγούμενο Ἰωσήφ, φοβούμενος τίς ἀπειλές τοῦ βασιλέως γιά ἐπαναφορά τῆς Εἰκονομαχίας24.
Τό σχίσμα ἔληξε ἔπειτα ἀπό δύο ἔτη, ὅταν ὁ βασιλεύς ἐκθρονίσθηκε καί ὁ ἅγιος Ταράσιος καθαίρεσε τόν Ἰωσήφ25.
Ἡ ἔριδα ἀναζωπυρώθηκε τό 806, ὅταν ὁ νέος πατριάρχης, ἅγιος Νικηφόρος, πιεζόμενος ἀπό τόν νέο αὐτοκράτορα26 ἀναγκάσθηκε νά ἀποκαταστήσει τόν Ἰωσήφ. Τό δεύτερο αὐτό σχίσμα ἔληξε μετά ἀπό πέντε ἔτη, ὅταν ὁ ἑπόμενος αὐτοκράτωρ διέταξε τήν ἀνανέωση τῆς καθαιρέσεως τοῦ Ἰωσήφ.
Σχίσμα ἀπό τούς Στουδίτες27 συνέβη καί μετά τό 842, μέ
κυριότερο ἴσως αἴτιο τήν μετριοπαθή στάση τοῦ ἁγίου Μεθοδίου
Κωνσταντινουπόλεως πρός τούς εἰκονομάχους ἐπισκόπους, πού ἐπέστρεφαν στήν Ἐκκλησία.
Νέο σχίσμα τέλος προκλήθηκε
τό 857, ὅταν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθεῖ ἀπό τόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως28 καί ἀνῆλθε σ΄ αὐτόν ὁ ἅγιος Φώτιος. Ὅπως καί παλαιότερα «ὁ πυρήνας τῆς ἐναντίον τοῦ ἱ. Φωτίου πολεμικῆς προερχόταν κυρίως μόνο ἀπό τούς Στουδίτες μοναχούς»29.
4. Ἡ Πρωτοδευτέρα
(ΑΒ ́) Σύνοδος τοῦ ἁγίου Φωτίου (861)
Τό νέο αὐτό σχίσμα ἀνάγκασε τόν ἅγιο Φώτιο νά συγκαλέσει τό
861 στήν Κωνσταντινούπολη τήν ΑΒ ́ Σύνοδο, ἡ ὁποία μεταξύ ἄλλων συνέταξε δεκαεπτά ἱερούς κανόνες.
Εἰδικότερα διά τριῶν κανόνων της γινόταν
προσπάθεια νά δοθεῖ τέλος στά σχίσματα πού συνετάραξαν τήν Ἐκκλησία τά τελευταῖα ὀγδόντα ἔτη. Στήν ἀρχή μάλιστα τοῦ πρώτου κανόνος ἀπό τούς τρεῖς, δηλαδή τοῦ ιγ ́, ἀναφέρεται ὅτι, ἀφοῦ ὁ διάβολος ἀπέτυχε νά διαλύσει τήν Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις, προσπαθεῖ πλέον νά τό ἐπιτύχει «μέ τήν μανία τῶν σχισματικῶν». Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Σύνοδος ἀπαγορεύει αὐστηρά ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς στούς κληρικούς ἐπί ποινῇ καθαιρέσεως τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τόν ἐκκλησιαστικῶς προϊστάμενό τους πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως καί καταδίκης του30.
Γιά νά μή ἐννοηθεῖ ὅμως ὅτι διά τῶν ἀνωτέρω τριῶν κανόνων ἀφαιρεῖται τό βάσει τοῦ λα ́ ἀποστολικοῦ κανόνος δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων νά διακόπτουν πρό
συνοδικῆς κρίσεως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους πού κηρύττουν
δημόσια αἱρετικές διδασκαλίες καί καταδικάζονται παράλληλα παλαιότερες ἀποσχίσεις Ὀρθοδόξων ἀπό αἱρετικούς ποιμένες, πρίν
κριθοῦν ἀπό κάποια Σύνοδο, οἱ σοφοί Πατέρες ἔθεσαν στό τέλος τοῦ τρίτου κανόνος, δηλαδή τοῦ ιε ́, τήν ἑξῆς ἐπεξήγηση:
Οἱ ἀπαγορεύσεις μας ἰσχύουν γιά ὅσους ἀποσχίζονται ἀπό τόν ἐπίσκοπό τους πρό «συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως... προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων», τά ὁποῖα, κατά τόν Βαλσαμῶνα, εἶναι ἡ «πορνεία, ἡ ἱεροσυλία καί ἡ τῶν κανόνων ἀθέτησις»31.
Ὅσοι ὅμως ἀποσχίζονται ἀπό τόν ἐπίσκοπό τους πρό συνοδικῆς κρίσεώς του, ἐπειδή κηρύττει φανερά κάποια
αἵρεση
«παρά τῶν συνόδων ἤ τῶν Πατέρων κατεγνωσμένην»32, ὄχι μόνο δέν ὑπόκεινται στά ἐπιτίμια τῶν κανόνων μας, ἀλλά ἀντιθέτως εἶναι ἀξιέπαινοι.
Δυστυχῶς ἡ παραποίηση τῶν ζηλωτῶν στήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά
δικαιολογήσουν τίς ἐπί ἐνενήντα ἔτη ἀποσχίσεις τους τους δέν ἔχει ὅρια.
Τόν ιε ́ κανόνα τῆς ΑΒ ́ Συνόδου, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τούς δύο προηγουμένους
αὐστηρούς
κανόνες θεσμοθετήθηκε γιά νά ἀποτραποῦν οἱ δῆθεν εὔλογες ἀποσχίσεις, αὐτοί τόν θεωροῦν ὡς ὑποχρεωτικό κανόνα γιά ἀπόσχιση, ἔστω
δικαιολογημένη.
(σ.σ. Μᾶς κάνεις τὴ χάρη, πάτερ, νὰ θεωρεῖς «ἔστω
δικαιολογημένη» τὴν ἀποτείχιση. Ὅμως, κακόβουλα τὴν ὀνομάζεις ἀπόσχιση. Δὲν εἶναι ὅμως τρελό, ἀφ’
ἑνὸς μὲν νὰ μᾶς ταυτίζεις ἐτσιθελικὰ μὲ τοὺς Παλαιοημερολογῖτες, ἀφ’ ἐτέρου δέ,
νὰ ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία
θεσμοθέτησε καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ ἀποσχιζόμαστε
ἀπ’ αὐτήν; –δυνητικὰ ἔστω κατὰ τὴν θεωρία σου).
Τόν στόχο τῆς Συνόδου τοῦ ἁγίου Φωτίου, δηλαδή τήν
παύση τῶν σχισμάτων, αὐτοί τόν μετατρέπουν σέ προτροπή καί ὑποχρέωση γιά δημιουργία νέων
σχισμάτων, ἔστω δικαιολογημένων33.
5. Οἱ ἱεροί κανόνες
δέν ἐπιβάλλουν τήν διακοπή τῆς κοινωνίας γιά λόγους πίστεως.
(σ.σ. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ κάτω
ἀρχίζουν οἱ λογικοκρατούμενες ὑποθέσεις
σου!!!).
Ἐάν ὅμως ἡ ΑΒ ́ Σύνοδος ἤ κάποια ἄλλη Σύνοδος εἶχε σάν στόχο νά ἐπιβάλλει τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως ἄμεση διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς ποιμένες, θά ἔλεγε
σέ κάποιο εἰδικό κανόνα: “Ὅποιος δέν ἀποσχίζεται ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα του πρό
συνοδικῆς κρίσεώς του, θά τιμωρεῖται”. Κάτι τέτοιο ὅμως δέν ἔγινε ποτέ ἀπό κάποια Σύνοδο γιά τούς ἑξῆς λόγους:
α ́. Σέ ἀρκετές περιπτώσεις δέν ἦταν δυνατόν οὔτε οἱ ἁπλοί πιστοί, ἀλλά ἀκόμη οὔτε καί οἱ κληρικοί νά ἀντιληφθοῦν ἤ νά διακρίνουν εὔκολα τό κακόδοξο νόημα
κάποιας ἰδιόμορφης διδασκαλίας τοῦ ἐπισκόπου τους. Ἀντιθέτως, ἡ κρίση καί οἱ ἀποφάσεις μιᾶς Ὀρθόδοξης Συνόδου θά ἦταν γι΄ αὐτούς ἕνας ἀσφαλής ὁδηγός.
Τό πόσο δύσκολο, Σεβασμιώτατε, ἦταν νά κατανοηθεῖ ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς ἤ καί τούς κληρικούς τό ἐάν μία διδασκαλία ἦταν ὄντως κακόδοξη καί τό ἐάν ὁ φορέας της ἦταν ὄντως αἱρετικός, μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε, ἐάν ἀναλογισθοῦμε τά ἑξῆς: Τίς μακροχρόνιες
συζητήσεις καί τίς διαφωνίες μεταξύ τῶν Πατέρων γιά τήν δογματική ὁρολογία καί τήν διατύπωση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν· τήν καθυστέρηση κάποιων Ὀρθοδόξων νά ἀποδεχθοῦν τίς ἀποφάσεις Τοπικῶν ἤ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί κυρίως τίς πρόσκαιρες
ἀποδοχές
ἀπό ἁγίους Πατέρες αἱρετικῶν ὁμολογιῶν. (σ.σ. Ξέχασες ἔντεχνα
καὶ πονηρά, πάτερ, τουλάχιστον αὐτό: ὅτι ὁ Κανόνας μιλᾶ γιὰ αἵρεση ἀπὸ Σύνοδο ἢ Πατέρες κατεγνωσμένη!!! Καὶ βέβαια, ἐσὺ παρακάτω μᾶς λὲς ὅτι δὲν
ὑπάρχει αἵρεση, ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
π.χ., λέγει ὅτι εἶναι αἱρετικὸς ὅποιος δέχεται δύο ἢ περισσότερες Ἐκκλησίες,
ὅπως ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς μὲ τοὺς ὁποίους κοινωνεῖς).
Ἐάν λοιπόν ἡ κατανόηση καί ἡ διατύπωση τῆς Ὀρθόδοξης δογματικῆς διδασκαλίας προκειμένου νά
ἀντικρουσθοῦν οἱ αἱρετικές καινοφωνίες ἦταν ἕνα τόσο λεπτό καί δύσκολο
ζήτημα ἀκόμη καί γιά τούς ἐπισκόπους, πῶς ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχει ἡ ἀπαίτηση ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς νά διακρίνουν ἀμέσως τό κακόδοξο νόημα κάποιας
διδασκαλίας τοῦ ποιμένος τους καί νά ἀποσχισθοῦν ἀπό αὐτόν; Θά ἦταν μάλιστα πολύ ἄδικο νά τιμωρηθοῦν γιά τό ὅτι δέν κατόρθωσαν νά
διακρίνουν ἄμεσα τήν αἵρεση τοῦ ποιμένος τους καί δέν ἀποσχίσθηκαν ἀπό αὐτόν.
Γι΄ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο κανείς ἱερός κανών ἤ ἅγιος Πατήρ δέν ἐπέβαλλε τήν διακοπή τῆς κοινωνίας, μέ ὅσους κήρυτταν κάποια αἵρεση πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεώς τους. Κανείς ἐπίσης κληρικός δέν
τιμωρήθηκε, ἐπειδή δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπό του, πρίν ὁ ἐπίσκοπος κριθεῖ συνοδικά. Ἀντιθέτως, οἱ κληρικοί τιμωροῦντο αὐστηρά, ἐάν συνέχιζαν νά κοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς ἔπειτα ἀπό τήν συνοδική καταδίκη
τους καί τήν γνωστοποίηση τῆς κακοδοξίας τους.
β ́. Ἡ θεσμοθέτηση ἑνός τέτοιου κανόνος ἀπό κάποια Σύνοδο θά ἀποτελοῦσε ἐπίσης καταδίκη τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων πού παλαιότερα δέν
εἶχαν
διακόψει ἀμέσως τήν κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους πού κήρυτταν
κάποια αἵρεση, ἀλλά εἶχαν ἐφαρμόσει τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία ἕως τήν συνοδική καταδίκη
τους. Κατά τήν περίοδο ἐκείνη οἱ Πατέρες (ὅπως θά δοῦμε καί
στήν συνέχεια) εἶχαν προσπαθήσει νά ὁδηγήσουν μέ διαφόρους τρόπους τούς αἱρετικούς σέ μετάνοια. Ἡ θεσμοθέτηση μάλιστα ἑνός τέτοιου κανόνος θά ἀφαιροῦσε ἀπό τούς Ὀρθοδόξους τό δικαίωμα ἀνάλογης ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν στό μέλλον, δηλαδή τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας.
6. Τελικά συμπεράσματα
Γιά τούς λόγους αὐτούς ἡ ΑΒ ́ Σύνοδος, ἐκφράζοντας τήν ἕως τότε διδασκαλία καί πράξη
τῶν ἁγίων Πατέρων, οὔτε ἀπαγόρευε οὔτε ἐπέβαλλε τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάποιο ἐπίσκοπο πού κήρυττε αἱρετικές διδασκαλίες· ἁπλά τήν ἐπέτρεπε καί τήν ἐπαινοῦσε.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Σύνοδος ἐξέφραζε τήν πεποίθησή της ὅτι ἡ μόνη ἁρμόδια γιά νά ἐπιβάλλει σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους τήν διακοπή τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ Τοπική ἤ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος.
Ἀντιθέτως, ἕως τήν σύγκληση καί τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου κάθε κληρικός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐφαρμόσει εἴτε τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία καί νά μή ἀποσχισθεῖ ἀπό τόν ἐπίσκοπό του, εἴτε τήν Ἀκρίβεια, διακόπτοντας δηλαδή
τήν κοινωνία μαζί του.
Ἡ πρόσκαιρη αὐτή διακοπή τῆς κοινωνίας ἔχει ὡς σκοπό τήν καταγγελία τοῦ αἱρετικοῦ ποιμένος γιά παραπομπή του
σέ συνοδικό δικαστήριο, τό ὁποῖο θά ἀποφασίσει τελεσίδικα εἴτε τήν παύση εἴτε τήν ὁριστικοποίηση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μαζί του.
Κάτι τέτοιο ἔγινε γιά παράδειγμα στήν
περίπτωση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος, παρά τό ὅτι ἐπαινοῦσε ὅσους διέκοψαν ἄμεσα τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως
Νεστόριο34,
αὐτός
δέν ἔκανε
τό ἴδιο35.
Ἀντιθέτως,
ὁ ἱερός Κύριλλος προέτρεπε τόν
Νεστόριο διά παραινετικῶν ἐπιστολῶν, στίς ὁποῖες τόν ἀποκαλοῦσε «συλλειτουργό»36,
νά ἐγκαταλείψει
τίς αἱρετικές
δοξασίες του37.
Θά θέλαμε τέλος νά τονίσουμε
ὅτι ἡ ΑΒ ́ Σύνοδος ἐπέτρεπε μέν τήν πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπή τῆς κοινωνίας, ὁ στόχος της ὅμως δέν ἦταν νά θεσμοθετήσει ἕνα κανόνα πού θά ὑπενθύμιζε στούς Ὀρθοδόξους ὅτι ἔχουν αὐτό τό δικαίωμα καί τήν
δυνατότητα. Ἡ Σύνοδος, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε ἕνα τελείως διαφορετικό στόχο, δηλαδή νά θεσμοθετήσει
κανόνες πού θά ἀπαγορεύουν τά ἀδικαιολόγητα σχίσματα.
Κατά συνέπεια τό τελευταῖο μέρος τοῦ ιε ́ κανόνος, στό ὁποῖο ἀναφερόταν τό δικαίωμα τῆς ἀποσχίσεως τῶν Ὀρθοδόξων γιά λόγους πίστεως,
ἦταν
μία ἁπλή ἐξήγηση καί δέν συνιστοῦσε οὔτε ὑποχρεωτικό κανόνα, ἀλλά οὔτε καί προαιρετικό· ἄλλωστε δέν θεωροῦμε ὅτι ὑπάρχουν προαιρετικοί
κανόνες.
Ἡ ἐπεξήγηση αὐτή, ἐπαναλαμβάνουμε, ἦταν ἀναγκαία καί εἶχε ὡς στόχο νά μή θεωρηθεῖ ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ
Ἁγίου Φωτίου διαφωνεῖ μέ τό δικαίωμα τῶν Ὀρθοδόξων νά διακόπτουν τήν
κοινωνία μέ τόν ποιμένα τους πρό συνοδικῆς κρίσεως γιά λόγους
πίστεως.
7. Ἡ θεωρία ὅτι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας ἐπιτρέπεται καί
γιά μή
δογματικούς
λόγους
Οἱ ζηλωτές βέβαια ἔχουν παράλληλα ὑποστηρίξει καί τήν κακόδοξη
θεωρία ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐπιτρέπεται ἀκόμη καί γιά μή δογματικούς
λόγους.
Εὔλογες αἰτίες γιά σχίσματαθεωροῦνται ἀκόμη καί οἱ οἰκονομικές ἀδικίες τῶν ἐπισκόπων38, ἡ μετριοπαθής στάση τῶν
ἐπισκόπων στό
θέμα τῶν διαζυγίων39, οἱ ἀθετήσεις κάποιων Παραδόσεων
τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο, οἱ νηστεῖες καί ἡ ὁμοιομόρφη τέλεση τῆς λατρείας40.
Ἡ ἀνωτέρω θεωρία ἀντίκειται τελείως στήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀθετεῖ τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Φωτίου, ὁδηγεῖ σέ ἕνα καθαρό Προτεσταντισμό καί
ἀνοίγει
διάπλατα τόν δρόμο γιά τήν διάλυση τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατινάσσοντας, Σεβασμιώτατε,
τά θεμέλιά της.
Τήν ἀνωτέρω κακοδοξία
καταδικάζουν ἀπερίφραστα ὅλοι οἱ ἅγιοι πατέρες. Ὁ ἅγιος Φώτιος γιά παράδειγμα,
παρά τό ὅτι στηλίτευε μέ δριμύτητα τίς λατινικές καινοτομίες καί ἀθετήσεις ἀρκετῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καί κανονικῶν διατάξεων41,
ἐν
τούτοις δέν θεωροῦσε ὅτι αὐτές ἀπό μόνες τους ἀποτελοῦσαν ἐπαρκή αἰτία γιά διακοπή κοινωνίας μέ
τούς Λατίνους.
Γιά τόν λόγο αὐτό ὁ ἅγιος Φώτιος κατά τήν Η ́ Οἰκουμενική Σύνοδο τό 879, ὅταν ἀποκατέστησε τήν πρόσκαιρη
διακοπή τῆς κοινωνίας του μέ τήν Ρώμη, ἀρκέσθηκε στό ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ πάπα ἀνέγνωσαν τό Σύμβολο τῆς πίστεως χωρίς τό filioque42,
χωρίς ἡ Ρώμη φυσικά νά ἔχει διορθώσει τίς ποικίλες καινοτομίες της.
8. Τό ἐπιχείρημα γιά
τά σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Κινούμενοι στά πλαίσια αὐτά οἱ ζηλωτές προβάλλουν ὡς πολύ σοβαρό ἐπιχείρημα γιά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τίς προσωρινές ἀποσχίσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τούς ἁγίους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως
Ταράσιο καί Νικηφόρο.
Ἐάν, ἰσχυρίζονται, ὁ
ἅγιος Θεόδωρος
διέκοψε τήν κοινωνία μέ τούς δύο πατριάρχες πού ἀνέχθηκαν ἁπλά καί μόνο ἕνα παράνομο γάμο43,
πολύ περισσότερο δικαιούμαστε ἐμεῖς νά ἀποκοποῦμε ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἴτε γιά τήν ἀλλαγή τοῦ
ἡμερολογίου44
εἴτε γιά τόν Οἰκουμενισμό, ἀκόμη καί ἄν αὐτός (ὅπως εἴπαμε προηγουμένως)
περιορίζεται μόνο (κατὰ τὴν ἄποψή μας, ἔτσι, πάντα) μόνο σέ σποραδικές
κακόδοξες δηλώσεις καί ἐνέργειες τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὁ
ἅγιος Θεόδωρος
διέκοψε πράγματι δύο φορές τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἁγίους Ταράσιο καί Νικηφόρο ἐξ αἰτίας τοῦ
παρανόμου γάμου
τοῦ αὐτοκράτορος, ὅμως ἡ
πράξη του αὐτή κατακρίθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες45.
Οἱ δύο
πατριάρχες δέν κήρυξαν αἱρετικές διδασκαλίες, οὕτως ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ
διακοπή τῆς κοινωνίας μαζί τους· ἁπλά (ὅπως προαναφέραμε) ἀνέχθηκαν κατ΄ οἰκονομία τόν ἱερέα Ἰωσήφ πού τέλεσε τόν βασιλικό
γάμο, μέ σκοπό νά προστατεύσουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἐκδίκηση τῶν αὐτοκρατόρων.
Συνεπῶς ἡ
ἀλήθεια δέν εἶναι ὅπως τήν παρουσιάζουν οἱ
ζηλωτές, ἀλλά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο: Ὅπως οἱ
ἀποσχίσεις τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου ἔχουν καταδικασθεῖ
καί δέν θεωροῦνται πρότυπο ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ἔτσι καί οἱ
ἀποσχίσεις τῶν ζηλωτῶν ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εἶναι παράνομες καί
καταδικαστέες, ἐφόσον δέν κηρύττουν ἐπίσημα κάποια αἵρεση.
9. Ἡ καταδίκη τῶν σχισμάτων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου
Ὁ
ἅγιος Θεόδωρος
εἶναι
βέβαια ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους Ὁμολογητές, καθώς διέπρεψε στούς ἀγῶνες κατά τῆς Εἰκονομαχίας. Μόνο οἱ
δύο ἀνωτέρω πρόσκαιρες ἀποσχίσεις του ἔχουν καταδικασθεῖ.
Ἀρχικά καταδικάσθηκαν τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες
καί τούς ὁμόφρονές τους46, πού εἶχαν ἀποσχισθεῖ «ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία»47. Πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκοσμεῖτο ἀπό μεγάλους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι -παρά τό ὅτι ἀγωνίσθηκαν κατά τῶν Εἰκονομάχων- ἐν τούτοις δέν συμμετεῖχαν στά σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καί ἑπομένως βρίσκονταν στό
πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τούς ἁγίους Μιχαήλ Συννάδων,
Θεοφύλακτο Νικομηδείας, Εὐθύμιο Σάρδεων καί τούς ἡγουμένους ἁγίους Θεοφάνη τῆς Σιγγριανῆς, Μακάριο τῆς Πελεκητῆς, Ἱλαρίωνα τῶν Δαλμάτων. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι Πατέρες ἀποκαλοῦνται ὑβριστικά ἀπό τούς ζηλωτές «αἱρετικοί»48, «μοιχειανοί»49,
«μοιχοκυρωταί»50, «θηρία»51, ἐνῶ οὐδέποτε ὑπῆρξαν αἱρετικοί.
Οἱ ζηλωτές δηλαδή, γιά νά
δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους, Σεβασμιώτατε, ἐπινόησαν μία ἀνύπαρκτη στήν Ἑκκλησιαστική Ἱστορία αἵρεση, τήν αἵρεση τοῦ μοιχειανισμοῦ, στόν ἀγώνα κατά τῆς ὁποίας στηρίζουν τόν δικό
τους ἀγώνα.
Βέβαια οἱ ζηλωτές θά ἀνταπαντήσουν ὅτι ἡ μοιχειανική αἵρεση ἀναφέρεται στά συγγράμματα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου· ἄς δοῦμε ὅμως τήν ἀλήθεια.
Οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καταδικάσθηκαν
καί μετά τήν ἀναστήλωση τῆς Ὀρθοδοξίας (842) ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Ὁμολογητοῦ. Ὁ Ἅγιος καταδίκασε τίς νέες ἀποσχίσεις τῶν Στουδιτῶν τῆς ἐποχῆς του γιά μή δογματικούς
λόγους καί συγχρόνως τίς πράξεις καί τά συγγράμματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου περί τοῦ μοιχειανισμοῦ, στά ὁποῖα βασίζονταν οἱ Στουδίτες52.
Ὁ ἅγιος Μεθόδιος θεωροῦσε ὅτι τά ὅσα ἔπραξε καί ἔγραψε ὁ ἅγιος Θεόδωρος δέν ἦταν κατά τῶν δύο ἁγίων πατριαρχῶν, ἀλλά κατά τῆς Ἐκκλησίας53. Γι΄ αὐτό καί ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἀπαιτοῦσε ἀπό τούς Στουδίτες νά ἀναθεματίσουν τά συγγράμματα
αὐτά54.
Μέ καταδικασμένα λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία συγγράμματα προσπαθοῦν οἱ ζηλωτές νά στηρίξουν τά
σχίσματά τους καί νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μιμοῦνται τήν πρόσκαιρη ἀπόσχιση τῶν Στουδιτῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Μεθοδίου, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν συνοδικό ἀναθεματισμό τους55.
Τήν συμφωνία μέ τίς ἀνωτέρω ἀπόψεις μας ἐκφράζει ὁ ἱερός Δοσίθεος Ἱεροσολύμων56 καί ὁ ἱερός Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος (τό
ὁποῖο οἱ ζηλωτές, ὅταν τούς τό λέμε αὐτό,τὸ ἀρνοῦνται, ἀλλὰ τοὺς προσφέρουμε
καὶ τὴν παραπομπή)
πού ὑποστήριζε
ὅτι οἱ ἅγιοι Θεόδωρος καί Πλάτων
«καίτοι δίκαια καί κανονικά λέγοντες, κατεκρίθησαν ὡς προπετεῖς τινες»57.
Τά στουδιτικά σχίσματα
καταδικάσθηκαν, ὅπως ἀναφέραμε, καί ἀπό τήν ΑΒ ́ Σύνοδο τοῦ ἁγίου Φωτίου. Προκαλεῖ βέβαια τεράστια ἐντύπωση ὅτι οἱ ζηλωτές προκειμένου νά
δικαιολογήσουν τά πολυποίκιλα σχίσματά τους ἐπικαλοῦνται τίς πράξεις τόσο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ὅσο καί τοῦ ἁγίου Φωτίου. Αὐτό βέβαια εἶναι ἐντελῶς παράλογο, καθώς ὁ ἅγιος Φώτιος καταδίκασε μέ
τήν Σύνοδό του τίς ἄνευ λόγων πίστεως ἀποσχίσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η
ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
1. Ἡ ἄρνηση τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων Πατέρων
μέ καταδικασμένους αἱρετικούς
Ἄς δοῦμε ὅμως καί τήν δεύτερη
σημαντική παραποίηση τῶν ζηλωτῶν στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μετά τήν δῆθεν ὑποχρέωση τῶν ἱερῶν κανόνων γιά ἀπόσχιση ἀπό ὅσους κηρύττουν κάποια αἵρεση. Προσπαθοῦν λοιπόν νά ἀποδείξουν ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἀγωνίσθηκαν κατά τῶν αἱρέσεων, ἀκολουθοῦσαν δῆθεν τό δικό τους παράδειγμα·
διέκοπταν δηλαδή ἄμεσα τήν κοινωνία μέ τούς ἐπισκόπους τους, μόλις αὐτοί διεκήρυτταν κάποια
κακόδοξη διδασκαλία καί φυσικά πρίν καταδικασθοῦν ἀπό κάποια Τοπική ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ἐμεῖς φυσικά δέν ἀμφισβητήσαμε ποτέ τό
δικαίωμα τῆς πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπῆς τῆς κοινωνίας ἀπό κάποιον ἐπίσκοπο πού κηρύττει αἱρετικές διδασκαλίες. Ἡ διαφωνία μας μέ τούς ζηλωτές
ἔγκειται
στό ὅτι
προκειμένου νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους ἐπιδίδονται σέ μία ἄνευ προηγουμένου παραποίηση
τῆς διδασκαλίας
τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας.
Παρουσιάζουν λοιπόν ἀρχικά τήν ἄρνηση κάποιων ἁγίων Πατέρων νά κοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά μέ
καταδικασμένους καί ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς ὡς δῆθεν ἄρνηση τῶν Πατέρων νά κοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά μέ ἐντός Ἐκκλησίας αἱρετικούς ἐπισκόπους.
Ἡ ἄρνηση ὅμως τῶν ἁγίων Πατέρων νά κοινωνήσουν
μέ τούς ψευδεπισκόπους τῶν καταδικασμένων ἀπό τήν Α ́ Οἰκουμενική Σύνοδο αἱρετικῶν Ἀρειανῶν -πού γιά παράδειγμα ἐσφαλμένα προβάλλουν οἱ ζηλωτές- δέν ἔχει καμία σχέση μέ διακοπή
κοινωνίας πρό συνοδικῆς κρίσεως58. Ἡ ἄρνηση αὐτή βασιζόταν σέ πολύ
σημαντικές συνοδικές ἀποφάσεις καί δέν ὑπῆρχε κανένας λόγος γιά
σύγκληση νέας Συνόδου προκειμένου νά καταδικάσει τούς συγκεκριμένους αἱρετικούς ξεχωριστά.
Οἱ ζηλωτές ὑποστηρίζουν ἐπίσης τελείως ἐσφαλμένα ὅτι οἱ Ἅγιοι πού ἀντιστάθηκαν στούς Εἰκονομάχους πρό τῆς Ζ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συνεκλήθη τό
787, ἀγωνίσθηκαν
πρό συνοδικῆς κρίσεως59.
Ἡ ἄποψη αὐτή ἀποτελεῖ διαστρέβλωση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καθότι μόλις ἄρχισε νά κηρύσσεται ἡ εἰκονομαχική αἵρεση, Ὀρθόδοξες Τοπικές Σύνοδοι ἀπό τό 726-732 στήν Ρώμη, τά Ἱεροσόλυμα καί τήν Συρία,
στήν ὁποία
πρωτεργάτης ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐκφράσθηκαν ὑπέρ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀναθεμάτισαν τούς Εἰκονομάχους καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί
τους60.
Ἀνάλογες
Συνόδους συναντᾶμε καί στήν συνέχεια, πάντοτε πρό τῆς Ζ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου61.
Καθώς μάλιστα ἔλεγε ὁ ἅγιος Ταράσιος, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καθημερινά ἀναθεμάτιζαν τούς Εἰκονομάχους62.
Κατά συνέπεια οἱ Ἅγιοι ἐκείνης τῆς περιόδου δέν ἀγωνίσθηκαν πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά βασιζόμενοι στίς ἀποφάσεις τῶν ἀνωτέρω Συνόδων, τίς ὁποῖες προκλητικά ἀποκρύπτουν οἱ ζηλωτές. Ἀντιθέτως, Σεβασμιώτατε, οἱ ζηλωτές δέν λησμονοῦν συνήθως νά μᾶς ὑπενθυμίζουν τούς ἀναθεματισμένους ἐπισκόπους τῆς εἰκονομαχικῆς Συνόδου τῆς Ἱερείας τοῦ 754, τούς ὁποίους μάλιστα ἀποκαλοῦν παραπλανητικά «κανονικούς
καί νομίμους ἐπισκόπους»63 γιά τούς χριστιανούς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καί
«συνοδικῇ διαγνώμῃ»64.
2. Οἱ
ἀπαράδεκτες ἀπόψεις τῶν ζηλωτῶν γιά τούς ἐντός Ἐκκλησίας αἱρετικούς
Ἰδιαίτερα ὅμως σημαντικές
εἶναι οἱ παραποιήσεις τῶν ζηλωτῶν στίς περιπτώσεις τῆς μακροχρόνιας
ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας τῶν ἁγίων Πατέρων ἔναντι τῶν Μονοθελητῶν καί τῶν
Λατίνων. Στίς περιπτώσεις αὐτές οἱ Πατέρες δέν διέκοψαν τήν κοινωνία μέ τούς
αἱρετικούς ἐπί δεκαετίες μέ σκοπό νά τούς ὁδηγήσουν σέ μετάνοια65.
Οἱ ἀνωτέρω μάλιστα
περιπτώσεις ἀποτελοῦν τήν ἀπερίφραστη καταδίκη τῶν ζηλωτικῶν θεωριῶν, σύμφωνα
μέ τίς ὁποῖες ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κάποιο ἐπίσκοπό μας πού κηρύττει μία
αἱρετική διδασκαλία εἶναι ὑποχρεωτική66 καί πρέπει νά γίνεται ἄμεσα, καθότι μόλις ὁ ἐπίσκοπος κηρύξει τήν αἱρετική διδασκαλία, ἀποτελεῖ ξένο πρός τήν Ἐκκλησία σῶμα67, χάνει τήν θεία χάρη68
καί μεταδίδει μολυσμό στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας69.
Ἀντιθέτως, ὑποστηρίζουν οἱ ζηλωτές, ἐάν οἱ αἱρετικοί ἐπίσκοποι μέχρι τήν καταδίκη
τους «εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ»70 καί οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς, τότε ἀποδεικνύεται ἔμπρακτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ποτέ ἄσπιλη, ἀλλά ἦταν καί θά εἶναι ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη71.
Οἱ ζηλωτές μάλιστα τόλμησαν νά
ὑποστηρίξουν
ὅτι οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν ἱερῶν κανόνων γιά τήν
διακοινωνία καί τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, δέν ἀναφέρονται στούς ἐκτός Ἐκκλησίας καταδικασμένους αἱρετικούς, ἀλλά στούς ἐντός Ἐκκλησίας μή καταδικασμένους
αἱρετικούς72.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, βέβαια,
διαψεύδουν ὅλες τίς ἀνωτέρω ἀπαράδεκτες ἀπόψεις. Κοινωνώντας δηλαδή οἱ Πατέρες κατ΄ οἰκονομία ἐπί δεκαετίες μέ τούς Μονοθελῆτες ἤ τούς Λατίνους, δέν εἶχαν τήν αἴσθηση οὔτε ὅτι εἶναι ὑπόδικοι γιά παράβαση τῶν ἱερῶν κανόνων οὔτε ὅτι κοινωνοῦσαν μέ ἐκτός Ἐκκλησίας κληρικούς οὔτε ὅτι δέχονταν κάποιο μολυσμό
καί ἡ Ἐκκλησία μας καθίστατο ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη.
Ὅλα αὐτά γνώριζαν βέβαια ὅτι θά ἴσχυαν μετά τήν ὁριστική καταδίκη καί ἀποπομπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
3. Ἡ Οἰκονομία
τῶν Πατέρων ἔναντι τῶν Μονοθελητῶν
Ἄς δοῦμε ἀρχικά τήν
Οἰκονομία τῶν Πατέρων κατά τήν περίοδο τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Παρά τό ὅτι δηλαδή ἡ
αἵρεση ἄρχισε νά κηρύσσεται περί τό 61573, καί οἱ ἀρχηγοί τῆς αἱρέσεως Κωνσταντινουπόλεως
Σέργιος καί Ἀλεξανδρείας Κύρος πραγματοποίησαν “οἰκουμενιστικοῦ” τύπου ἑνώσεις
μέ Μονοφυσίτες τό 62974 καί τό 63375 βάσει τῆς ἀποδοχῆς
μιᾶς ἐν Χριστῷ ἐνεργείας καί θελήσεως, βάσει δηλαδή αὐτῆς τῆς κακόδοξης
θεωρίας, οἱ κύριοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἅγιοι Σωφρόνιος καί Μάξιμος, δέν
διέκοψαν ἀμέσως τήν κοινωνία μαζί τους76. Ἀντιθέτως, προσπάθησαν ποικιλοτρόπως
ἐπί εἴκοσι περίπου ἔτη νά τούς ὁδηγήσουν σέ μετάνοια.
Ἡ ἀμετανοησία τῶν
Μονοθελητῶν ὁδήγησε τελικά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή νά ἀγωνισθεῖ γιά τήν
συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό διαδοχικές Συνόδους στήν Δύση (640-649)77.
Οἱ ζηλωτές βέβαια
ἀποκρύπτουν τήν μεγάλη αὐτή περίοδο τῆς Οἰκονομίας τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία
καταδικάζει ἀπερίφραστα ὅλες τίς ἀνωτέρω ἀπόψεις τους.
Προσπαθοῦν μάλιστα ἀναληθῶς
νά παρουσιάσουν ὅτι καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔκανε ὅ,τι ἀκριβῶς κάνουν καί οἱ ἴδιοι·
διέκοψε δηλαδή ἀμέσως τήν κοινωνία μέ τούς Μονοθελῆτες πρό συνοδικῆς κρίσεώς
τους78.
Γιά νά ἐπιτύχουν ὅμως τόν σκοπό τους αὐτό ἐπιδίδονται σέ μία ὁλοκληρωτική
διαστρέβλωση τῆς βιογραφίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου, κάνοντας σοβαρούς ἀναχρονισμούς
καί παραποιήσεις79.
Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικό
ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος σέ κάποιους διαλόγους του μέ τούς Μονοθελῆτες κατά τό 655
ἐπικαλεῖται τήν συνοδική καταδίκη τοῦ Μονοθελητισμοῦ στήν Δύση προκειμένου νά δικαιολογήσει
τήν διακοπή τῆς κοινωνίας μαζί τους80.
Οἱ ζηλωτές ὅμως διαψεύδουν,
Σεβασμιώτατε, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἅγιο Μάξιμο, περικόπτοντας μέ δεξιοτεχνία
τούς λόγους του81 καί βγάζοντας ἀπό τούς ἀνωτέρω διαλόγους
τά τελείως ἀντίθετα συμπεράσματα: Ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀποτειχίσθηκε «πρίν
καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο»82,
καθώς καί ὅτι «οὐδόλως ἀνέφερε ὁ ὅσιος τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης»83.
Τό ἐντελῶς παράδοξο βέβαια
εἶναι ὅτι οἱ ζηλωτές στήν συνέχεια τῶν κειμένων τους ἀναφέρουν84
-χωρίς προφανῶς νά τό ἀντιληφθοῦν- κάποιους ἄλλους λόγους τοῦ ἁγίου
Μαξίμου πρός τούς Μονοθελῆτες, ποὺ λέει ξεκάθαρα ὅτι δέν κοινωνεῖ μαζί τους,
ἐπειδή καταδικάσθηκαν στίς Συνόδους τῆς Δύσεως.
Ἡ ἄγνοια ὅμως τῶν ζηλωτῶν, Σεβασμιώτατε,
στήν Ὀρθόδοξη θεολογία, φανερώνεται ἐπίσης καί ἀπό τό ὅτι τόλμησαν νά
ὑποστηρίξουν ὅτι «οἱ Μονοθεληταί τῆς Κωνσταντινουπόλεως... δέν ἀπεδέχοντο τήν
ἐν Χαλκηδόνι Δ ́ Οἰκουμενική Σύνοδο»85 καί μάλιστα «ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς
Μονοφυσίτας στή Θεία Λειτουργία»86, ἄν καί σέ ἄλλο σημεῖο, διαψεύδοντας ἀκόμα
καί τούς ἑαυτούς τους, λέγουν τά τελείως ἀντίθετα87. Γιά ὅλα αὐτά πού
λέμε ὑπάρχουν παραπομπές σχετιλκές καί στά βιβλία μου περί ζηλωτισμοῦ καί στό
κείμενο αὐτό, μπορῶ νά σᾶς τἰς ἀναφέρω στήν συνέχεια.
4. Ἡ Οἰκονομία
τῶν Πατέρων ἔναντι τῶν Λατίνων
Ἀνάλογες εἶναι οἱ
παραποιήσεις τῶν Ζηλωτῶν καί στήν περίπτωση τῶν Λατίνων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον
μακροχρόνια Οἰκονομία πού ἐφήρμοσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔναντι ἐπισκόπων τῆς
Ἐκκλησίας πού κήρυτταν κάποια αἵρεση. Στό συμπέρασμα αὐτό καταλήγουμε, ἀκόμη
καί ἄν δεχθοῦμε τήν ἀκραία περίπτωση, ὅτι δηλαδή οἱ πάπες κήρυξαν ἐπίσημα τήν
αἵρεση τοῦ filioque τό 100988, καί ὄχι ὅτι τήν διέδιδαν ἀνυποστόλως
ἀπό τόν ι ́ αἰῶνα89.
Οἱ Ζηλωτές ὑποστηρίζουν
ἀναληθῶς ὅτι «οὐδ΄ ἐπί στιγμήν ἡ Ἐκκλησία
ἠνέχθη πάπαν κακοδοξοῦντα περί τό Filioque καί τό πρωτεῖον... Ὅταν ἡ κεφαλή τῆς Ρώμης, λέγουν τώρα οἱ ζηλωτές, κατέστη νοσογόνος καί ψυχοκτόνος, τότε
πάραυτα, ἀμέσως δηλαδή, τῆς κοινωνίας
καί τοῦ μνημοσύνου ἐξεκόπη»90. Καί φέρνουν μάλιστα καί σχετική
μαρτυρία ἀπό τόν ἱερό Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, παραποιημένη κι αὐτή καί
κουτσουρεμένη, μέ ἰδιαίτερη δεξιοτεχνία μάλιστα.
Ὁ ἱερός Δοσίθεος δηλαδή
λέγει τά ἀκριβῶς ἀντίθετα καί ὑποστηρίζει ὅτι, παρά τό ὅτι ὁ Σέργιος
Κωνσταντινουπόλεως, ναί, ἐντάξει, διέγραψε ἀμέσως τόν πάπα ἀπό τά δίπτυχα τό
1009, οἱ ὑπόλοιποι Ὀρθόδοξοι πατριάρχες δέν ἔπραξαν τό ἴδιο, ἀλλά διέκοψαν τήν
κοινωνία μέ τούς Λατίνους ἔπειτα ἀπό σαρανταπέντε ὁλόκληρα ἔτη (1054)91.
Προφανῶς καί ἡ ἀνωτέρω στάση
τῶν Πατέρων καταδικάζει ἀπερίφραστα ὅλες τίς ἀπαράδεκτες ζηλωτικές ἀπόψεις πού
προαναφέραμε.
5. Ἡ διακοπή
τῆς κοινωνίας μέ ὅσους ἑνώνονται μέ καταδικασμένους αἱρετικούς γίνεται χωρίς
ἀπαραίτητη συνοδική κρίση.
Σημαντικές παραποιήσεις
κάνουν οἱ Ζηλωτές καί στίς περιπτώσεις τῶν ἑνώσεων μέ τούς Λατίνους στήν Λυών
τό 1274 καί τήν Φλωρεντία τό 1439. Οἱ Ζηλωτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ διακοπή τῆς
κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ ὅσους ἑνώθηκαν μέ τούς Λατίνους, ἀποτελεῖ μία
χαρακτηριστική ἐφαρμογή τῆς πρό συνοδικῆς κρίσεως διακοπῆς τῆς κοινωνίας μέ
τούς αἱρετικούς92.
Ἡ ἄποψη αὐτή εἶναι τελείως
ἐσφαλμένη, διότι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ κληρικούς πού χωρίζονται ἀπό τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί δημιουργοῦν δική τους Ἐκκλησία ἤ ἑνώνονται μέ ἤδη
καταδικασμένες αἱρετικές Ἐκκλησίες, γίνεται χωρίς ἀπαραίτητη συνοδική καταδίκη,
καθώς μόνοι τους καταδικάζουν καί ἀποκόπτουν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τό σῶμα καί
τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ μέν πρῶτοι
«σχισματοαιρετικοί» κληρικοί, λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, μετά τήν ἀπόσχισή τους
ἀπό τήν Ἐκκλησία «ἐνεκρώθησαν παρευθύς»93 καί δέν θεωροῦνται μέλη της.
Σύμφωνα ἐπίσης μέ τούς δύο
πρώτους κανόνες τῆς Γ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου94, ὅποιος ἐγκαταλείπει
τήν Ἐκκλησία καί ἑνώνεται μέ καταδικασμένους αἱρετικούς, ἐκπίπτει ἄμεσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας καί τῆς ἱερωσύνης, χωρίς νά ἀπαιτεῖται συνοδική κρίση.
6. Ἡ στάση τῶν
ἁγίων Πατέρων τῆς δεύτερης χιλιετίας.
Βέβαια στό ζήτημα τῶν ἁγίων
Πατέρων πού ἀγωνίσθηκαν γενικότερα κατά τήν δεύτερη χιλιετία ἔχουμε καί μία
ἄλλη πολύ σημαντική διαφωνία μέ τούς ζηλωτές.
Ὅπως θά δοῦμε στήν συνέχεια,
στό τελευταῖο μέρος τῆς εἰσηγήσεως, κατά τήν περίοδο αὐτή συναντᾶμε ἀρκετούς
φιλενωτικούς καί λατινόφρονες κληρικούς, κατά τή δεύτερη δηλ. χιλιετία, οἱ
ὁποῖοι ἦταν ἰδιαίτερα συγκαταβατικοί ὡς πρός τίς κακοδοξίες τῶν Λατίνων, ἤ
ἀκόμη καί τίς ὑπεράσπιζαν, ἐπιθυμώντας διακαῶς τήν ἕνωση μαζί τους, ἀκόμη καί
μέ ὑποχωρήσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Συναντᾶμε ἐπίσης ἀρκετούς
κληρικούς, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά φανέρωνε ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους
φρονήματος καί τῆς Ὀρθόδοξης εὐαισθησίας τους, ἀπώλεια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μόνο ἀποτελεῖ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική Ἐκκλησία,
ἀλλά καί ἄγνοια ἤ σύγχυση ὡς πρός τίς σχέσεις τους μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἡ στάση λοιπόν τῶν ἁγίων
Πατέρων τῆς δεύτερης χιλιετίας ἔναντι τῶν ἀνωτέρω κληρικῶν τῆς ἐποχῆς τους,
δικαιώνει πλήρως τήν δική μας στάση καί καταδικάζει ἀπόλυτα τήν στάση τῶν
ζηλωτῶν. Γιά τούς Πατέρες δηλαδή ὁλόκληρης τῆς δεύτερης χιλιετίας αἰτία
διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπετέλεσε μόνο ἡ ἕνωση πού πραγματοποιήθηκε
δύο φορές μέ τούς ἀμετανοήτους Λατίνους καί ὄχι ἡ ὕπαρξη καί ἡ δράση τῶν
ἀνωτέρω Ἑνωτικῶν καί Λατινοφρόνων, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀνάλογοι ἤ ἀκόμη καί
χειρότεροι ἀπό τούςσημερινούς Οἰκουμενιστές.
7. Οἱ
Φιλενωτικοί καί οἱ Λατινόφρονες μέχρι τήν ἕνωση τῆς Λυών (1274)
Πράγματι, μετά τό σχίσμα
Ἀνατολῆς-Δύσεως τό 1054 ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι παραβίαζαν τήν κανονική τάξη καί
κοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικά μέ τούς Λατίνους καί ἄλλους αἱρετικούς,
ἀναγνωρίζοντας αὐτούς καί τά μυστήριά τους.
Κατά τό τέλος τοῦ ιβ ́
αἰῶνος, ὅπως διαφαίνεται καί στίς ἐρωτήσεις πρός τόν Κίτρους Ἰωάννη95
καί τόν Θεόδωρο Βαλσαμῶνα96, συνέβαιναν χειροτονίες λατίνων κληρικῶν
ἀπό Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, μεταδόσεις τῆς Θείας Εὐχαριστίας στούς αἱρετικούς, καθώς
ἐπίσης καί συνιερουργίες καί συμπροσευχές Ὀρθοδόξων μέ Λατίνους, Μονοφυσίτες,
Νεστοριανούς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν.
Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι
ἐξέφραζαν ἐπίσης ἀπαράδεκτες καί πάρα πολύ συγκαταβατικές ἀπόψεις γιά τούς
ἑτεροδόξους. Ὁ Βουλγαρίας Δημήτριος γιά παράδειγμα θεωροῦσε ἔγκυρη τόσο τήν
Θεία Εὐχαριστία97, ὅσο καί τήν ἱερωσύνη καί τίς
χειροτονίες τῶν ἑτεροδόξων, καί συνιστοῦσε τόν λειτουργικό συγχρωτισμό καί τήν
μυστηριακή διακοινωνία μαζί τους98.
Κατά τούς πρώτους αἰῶνες
μετά τό σχίσμα συναντῶνται διαρκῶς καί οἱ Φιλενωτικοί. Στούς ἀρκετούς
Θεολογικούς Διαλόγους πού πραγματοποιήθηκαν, ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι ἦταν κάπως
μετριοπαθεῖς, ἄλλοι ἔκαναν ὑποχωρήσεις πρός τούς Λατίνους, ἐνῶ ἄλλοι
ὑποστήριζαν ἀκόμη καί τίς λατινικές ἀπόψεις.
Στά μέσα τοῦ ιγ ́ αἰῶνος
ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι πού ὑποστήριζαν -ὅπως καί οἱ σημερινοί
Οἰκουμενιστές- ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορές μέ τούς Λατίνους εἶναι λίγες καί
ἐπουσιώδεις ἤ ἀκόμη καί ἀνύπαρκτες.
Τό 1253 ὁ αὐτοκράτωρ
ἀπέστειλε στήν Ρώμη δύο Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώρισαν «τό παπικό
πρωτεῖο, τό μνημόσυνον τοῦ πάπα καί τό ἔκκλητον»99, πράξη πού στήν
συνέχεια ἀποδοκιμάσθηκε.
Ἀλλά καί οἱ θεολογικές
θέσεις τοῦ Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου Κοτρώνης Νικολάου «εἶχαν ὡς βάση τους τήν
συμφωνία Ἑλλήνων καί Λατίνων στό δόγμα περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου
Πνεύματος»100.
Τό 1263 ὁ λατινόφρων
Νικόλαος, ὡς ἀρχηγός Ὀρθόδοξης πρεσβείας τοῦ αὐτοκράτορος, προσκόμισε στόν πάπα
Οὐρβανό μία θεολογικά ἀπαράδεκτη ἐπιστολή, στήν ὁποία ὑποστηριζόταν ὅτι ὑπῆρχε πλήρης
συμφωνία τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, καθώς οἱ διαφορές τους εἶναι φαινομενικές, ἐνῶ
ἀναγνωριζόταν τό παπικό πρωτεῖο101.
Ὁ Ἀνδριανουπόλεως
Θεόκτιστος, ὁ Κυζίκου Θεόδωρος καί ὁ Νικαίας Θεοφάνης ἀποδέχονταν ἐπίσης «τίς
λατινικές δογματικές καί λειτουργικές καινοτομίες», καθώς ἦταν «πεπεισμένοι γιά
τήν ὀρθότητα τῶν ὅσων πρέσβευε ἡ Ρώμη»102.
Λίγο πρίν τήν ἕνωση τῆς Λυών
λατινόφρονες κληρικοί, Σεβασμιώτατε, μέ πλέον ἐπιφανεῖς τούς Κωνσταντῖνο
Μελητινιώτη καί Γεώργιο Μετοχίτη, συνέταξαν γιά λογαριασμό τοῦ αὐτοκράτορος
Μιχαήλ “Τόμο Πίστεως”103, στόν ὁποῖο ὑποστηριζόταν ἡ ἕνωση μέ
τούς Λατίνους, καθόσον δέν ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές104.
Στά πλαίσια δέ τῆς ἑνωτικῆς
πολιτικῆς τοῦ αὐτοκράτορος ἦταν καί ἡ ἐνθάρρυνση τῶν συμπροσευχῶν. Καθώς
διηγεῖται ὁ Παχυμέρης, ὁ κατὰ πάντα ὀρθόδοξος Παχυμέρης, οἱ παπικοί κληρικοί
συμμετεῖχαν στίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία105.
Ἀκόμη καί ὅταν λειτουργοῦσε
ὁ Ὁμολογητής Ἰωσήφ Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος δέν ἀποδέχθηκε τήν ἕνωση τῆς
Λυών, οἱ λατῖνοι κληρικοί εἰσήρχοντο στά ἄδυτα τοῦ ναοῦ καί διάβαζαν τίς
μυστικές εὐχές μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς106.
Ἡ ἔστω πρόσκαιρη ἀποδοχή τῆς
ἑνώσεως τῆς Λυών ἀπό εἰκοσιέξι μητροπολίτες καί ἐννέα ἀρχιεπισκόπους τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τούς ἐπισκόπους τῆς δικαιοδοσίας τους107,
ἀπό τίς Ἐκκλησίες τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Σερβίας108, καθώς καί ἀπό δεκάδες
κληρικούς καί ἀξιωματούχους τῆς ἁγίας Σοφίας109 ἀποδεικνύει μᾶλλον
τήν ὕπαρξη καί ἀρκετῶν ἄλλων λατινοφρόνων κληρικῶν κατ΄
ἐκείνη τήν
ἐποχή.
8. Ὁ ἅγιος
Μᾶρκος καί ἡ ἕνωση τῆς Φλωρεντίας
Παρά τήν ὕπαρξη καί τήν
δράση τῶν Ἑνωτικῶν καί Λατινοφρόνων τόσο οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες καί
Ὁμολογητές ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ὅσο καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί οἱ
ὁμόφρονές του, δύο αἰῶνες ἀργότερα, δέν διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία
μαζί τους, παρά μόνο κατά τίς ψευδενώσεις τῆς Λυών καί τῆς Φλωρεντίας. Ἡ
ἀντίδραση αὐτή τῶν Πατέρων ἀφαιρεῖ προφανῶς στούς ζηλωτές τό δικαίωμα νά τούς
ἐπικαλοῦνται καί νά τούς ἔχουν ὡς ὑπόδειγμά τους.
Πράγματι, καί κατά τό 1438 ἡ
ἑνωτική Σύνοδος Ὀρθοδόξων-Λατίνων στήν Φερράρα τῆς Ἰταλίας προετοιμαζόταν μέ
ἀπαράδεκτες προϋποθέσεις. Τήν ἀποτυχία τῆς ἑνωτικῆς αὐτῆς Συνόδου διέβλεπε καί
ὁ διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος110.
Ὁ ἱερός Βρυέννιος
διαβλέποντας καί παλαιότερα, τό 1419, ὅτι προετοιμαζόταν ἕνωση μέ τούς
Λατίνους, χωρίς νά ἀποβάλλουν τό filioque καί τίς ὑπόλοιπες κακοδοξίες τους,
εἶχε κατακρίνει δριμύτατα τόν “οἰκουμενιστικό”αὐτό τρόπο ἑνώσεως καί ὅσους τόν
προωθοῦσαν111.
Ἀλλά καί δέκα περίπου ἔτη
νωρίτερα, 30 ἔτη δηλ. πρίν τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου στή Φερράρα, πάλι ὁ ἱερός
Βρυέννιος εἶχε ἐπίσης ἀντιδράσει σθεναρά καί σέ ἄλλη μία “οἰκουμενιστικοῦ”
τύπου ἕνωση πού προωθοῦσε ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τήν ὑποταγμένη
ἐπί δύο αἰῶνες στούς Λατίνους Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.
Σέ εἰδική μάλιστα μελέτη πού
ἐξεφώνησε πρός τήν ἱερά Σύνοδο -χωρίς βέβαια νά διαπράξει κάποια ἀποτείχιση- ἐπέκρινε
ὅσους προσπαθοῦσαν παράλογα νά δικαιολογήσουν τούς ἀμετανοήτους καί ἐκτός
Ἐκκλησίας εὑρισκομένους Κυπρίους, ἐπιθυμώντας συμβιβαστική ἕνωση μαζί τους112.
Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος
καταδέχθηκε νά συμμετάσχει στήν Ἑνωτική Σύνοδο τῆς Ἰταλίας, παρά τό ὅτι πολλοί
Ὀρθόδοξοι ἀπέκρουαν τήν συμμετοχή σ΄ αὐτήν,
ἐπειδή διέβλεπαν τόν κίνδυνο ἑνώσεως μέ τούς Λατίνους, χωρίς οἱ τελευταῖοι νά ἀποβάλουν τίς
κακοδοξίες τους.
Σέ κοινές μάλιστα συνεδρίες
τῶν ἐπισημοτέρων κληρικῶν καί πολιτικῶν τῆς ἐπικρατείας τό 1436 ὑποστηρίχθηκε
καί ἡ συμβατική ἕνωση, δηλαδή ἡ κατ΄ οἰκονομία
ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων τῆς Ρώμης, χωρίς ὅμως ὑποχρεωτικό χαρακτήρα γιά τήν Ὀρθοδοξία113.
Οἱ Ἁγιορεῖτες
ἐπίσης ἀρνήθηκαν νά παράσχουν οὐσιαστική βοήθεια114 στήν Ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία, ἐνῶ ὁ
αὐτοκράτωρ φρόντιζε νά ἀποκλείει ἀπό τήν Ἑνωτική Σύνοδο τήν συμμετοχή τῶν
σφοδρῶν ἐχθρῶν τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν115. Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτηση τοῦ
παπικοῦ ἀντιπροσώπου ἔπεισε ἐπίσης τούς πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μή φαίνεται
στά «γράμματά» τους πρός τούς τοποτηρητές τους ὅτι ἀπαιτοῦν ἀπό αὐτούς νά
ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ «τίς παραδόσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν συνόδων
καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας»116, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως
θά ἀποφασιζόταν στήν Ἑνωτική Σύνοδο.
Τέλος ὁ ἄστατος
Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσήφ δέν ἔκανε καμία σχετική προετοιμασία μέ τούς
ἐπισκόπους του καί ἀπειλοῦσε μέ σφοδρότητα, ὅσους δέν ἤθελαν νά τόν
ἀκολουθήσουν στήν Ἰταλία117. Παρά τὶς συμπροσευχὲς ποὺ ἔκανε
ἐκειπέρα καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ κάνει Ἑσπερινούς κ.λπ. Φανταστεῖτε πῆρε
τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πάπα γιὰ νὰ τελέσει σὲ ξένη ἐπικράτεια τὰ λειτουργικά του καθήκοντα.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος λοιπόν
ἀναχώρησε γιά τήν Ἰταλία τόσο μέ τόν «προδιεφθαρμένο»118 πατριάρχη, ὅσο καί
μέ τούς ὑπολοίπους λατινόφρονες καί φιλενωτικούς κληρικούς.
Μεταξύ τῶν λατινοφρόνων
ἐπισκόπων ἦταν ὁ Ρωσίας Ἰσίδωρος, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε τήν συμφωνία
Ὀρθοδόξων-Λατίνων στό δόγμα περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος119.
Οἱ Μυτιλήνης Δωρόθεος καί Λακεδαιμονίας Μεθόδιος ἀρνοῦντο ἐπίσης κατηγορηματικά
ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί120. Οἱ Φιλενωτικοί ὑποστήριζαν ἀκόμη ὅτι ἡ
μεταξύ μας διαφορά εἶναι «μικρή» καί θεωροῦσαν μάλιστα τούς ἁγίους Πατέρες πού
εἶχαν συγγράψει, Σεβασμιώτατε, κατά τῶν λατινικῶν κακοδοξιῶν «σχισματικούς»,
ὑποστηρικτές δηλαδή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαιρέσεως, καί δέν ἀποδέχονταν τά
συγγράμματά τους121.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος διέκοψε τήν
κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες μόνο μετά τήν ἕνωση τῆς Φλωρεντίας122,
γεγονός πού, ἐπαναλαμβάνουμε, δικαιώνει τήν δική μας στάση καί ὄχι τῶν ζηλωτῶν.
Καὶ εἶναι ἐπίσης σημαντικό
ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος συνηγορεῖ καί μέ τήν ἄποψη ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχή,
Σεβασμιώτατε, περί διαφορᾶς μεταξύ ἐπίσημης καί σποραδικῆς διακηρύξεως κάποιας
αἱρέσεως. Στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπό τούς Λατίνους νά
ἀφαιρέσουν τήν προσθήκη τοῦ filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως προκειμένου νά
ἑνωθοῦν μέ τούς Ὀρθοδόξους. Τό ὅτι ἴσως, ἔλεγε ὁ Ἅγιος, θά παρέμεναν κάποιοι
στήν Δύση νά ἀσπάζονται τήν συγκεκριμένη κακοδοξία, αὐτό δέν θά ἔβλαπτε τήν
Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θά εἶχε τήν δύναμη νά ἐξαφανίσει τήν
κακοδοξία αὐτή123.
9. Ἡ στάση τῶν
Πατέρων στό δεύτερο μισό τῆς δεύτερης χιλιετίας
Ἀλλά καί οἱ μεγάλοι Πατέρες
πού ἔζησαν τούς ἑπομένους αἰῶνες, ὅπως οἱ Μακάριος ὁ Πάτμιος, Ἀθανάσιος ὁ
Πάριος, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, δέν φαίνεται νά διέκοψαν ποτέ τήν κοινωνία μέ
ὅσους κληρικούς διεκήρυτταν κακόδοξες ἀπόψεις ἤ κοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικά μέ
ἑτεροδόξους, ἀναγνωρίζοντας ἔμμεσα ἤ ἄμεσα αὐτούς καί τά μυστήριά τους, ὅλοι
αὐτοί πού κοινωνοῦσαν.
Πράγματι, πλῆθος, δυστυχῶς,
μαρτυριῶν φανερώνουν ὅτι συνέβαιναν καί τότε -ὅπως καί παλαιότερα- σποραδικές
μεταδόσεις τῆς Θείας Εὐχαριστίας στούς ἑτεροδόξους, καθώς καί συνιερουργίες καί
συμπροσευχές Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν μυστηρίων καί
ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν124.
Ἰδιαίτερα ἀπογοητευτικό
φαινόμενο τοῦ ιζ ́ αἰῶνος, Σεβασμιώτατε, ἦταν ἡ ἄδεια πού ἔδιναν Ὀρθόδοξοι μητροπολίτες
στούς λατίνους Ἰησουΐτες καί Καπουτσίνους (κι ἐδῶ χρησιμοποιῶ ζηλωτικὴ πηγή,
πηγή ἀπό τόν Θεοδώρητο τό Μαῦρο, πού τά ἀναφέρει· τόν ξέρετε τόν π. Θεοδώρητο
προφανῶς οἱ περισσότεροι), ἔδιναν λοιπόν οἱ ὀρθόδοξοι Μητροπολίτες στούς
Λατίνους Ἰησουΐτες καί Καπουτσίνους νά κηρύττουν στούς Ὀρθόδοξους ναούς, νά
κατηχοῦν καί νά ἐξομολογοῦν τούς Ὀρθοδόξους κληρικούς, τούς μοναχούς καί τούς
πιστούς125.
Στούς «ὁσίους» αὐτούς «ἄνδρες»126, ὅπως τούς ὀνόμαζαν οἱ μητροπολίτες
τούς Καπουτσίνους καί τούς Ἰησουΐτες, ἐξομολογοῦντο μερικές φορές καί οἱ ἴδιοι
οἱ μητροπολίτες.
Σέ σύγγραμμα ἐπίσης πού
ἐκδόθηκε μέ ἔγκριση τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1833 ὑποστηριζόταν
ὅτι σωτηρία ὑπάρχει ἀκόμη καί στούς ἑτεροθρήσκους, μέ ἀποτέλεσμα ἡ κακοδοξία
αὐτή νά διακηρύττεται στήν συνέχεια καί ἀπό τούς ἐπισκόπους (κι ἐδῶ ἔχω
ζηλωτική πηγή καί μάλιστα ἁγιορείτικη· οἱ ἴδιοι οἱ ζηλωτές τό ἀναφέρουν, οἱ
ἁγιορεῖτες, ὅτι ἡ Σύνοδος καί οἱ Ἐπίσκοποι διεκήρυτταν τό 1833 ὅτι σωτηρία
ἔχουν καί οἱ ἑτερόθρησκοι)127.
Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι
καί τό παράπονο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου γιά τήν ἀθέτηση πολλῶν ἱερῶν Παραδόσεων·
σήμερα, ἔλεγε, εἶναι τόσο συχνό τό φαινόμενο τῆς Σιμωνίας, σάν νά πρόκειται γιά
ἀρετή καί ὄχι γιά θεοστυγή αἵρεση128.
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα
Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα
Γλυφάδας κ.κ. Παῦλε,
Σεβαστοί Πατέρες
καί ἀγαπητοί ἀδελφοί
Ἡ διδασκαλία καί τό
παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἀναφέραμε μᾶς καθοδηγεῖ στό νά εἴμαστε πάρα
πολύ προσεκτικοί στό ζήτημα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μέ τούς ἐκκλησιαστικῶς
προϊσταμένους μας, καί μάλιστα σήμερα πού δέν κηρύσσεται ἐπίσημα κάποια αἵρεση,
καμία αἵρεση.
Εἰδικότερα ἐμεῖς πού ἔχουμε
βιώσει τό τεράστιο πρόβλημα μέ τίς ἀρκετές ἀλληλοσπαρασσόμενες Ἐκκλησίες τῶν
Γ.Ο.Χ., θά πρέπει νά εἴμαστε γιά ἕνα ἐπιπλέον λόγο περισσότερο ἐπιφυλακτικοί σέ
κάθε εἴδους ἀπόσχιση.
Ἄς ἔχουμε λοιπόν πάντοτε στό
μυαλό μας τήν συμβουλή τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἔλεγε, λοιπόν, ὁ
ἅγιος Νικόδημος, καί μ’ αὐτό τελειώνω: Ἐάν κάποιος ἐπίσκοπος «πράττῃ κάτι τὸ παράλογόν
ἤ μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τοῦ νά κάμνωμεν κανέν ἔργον θεάρεστον, ἡμεῖς, ἄς μή
παύσωμεν παρακαλοῦντες καί δεόμενοι, ἕως οὗ νά τόν καταπείσωμεν εἰς τό νά γίνῃ
ἐκεῖνο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ... διά νά λείπουν μακράν ἀπό ἡμᾶς τά σκάνδαλα, αἱ
ταραχαί, τά σχίσματα, αἱ διαιρέσεις· διότι αὐτά εἶναι ἀφανιστικά τῶν ψυχῶν μας»129.
Σᾶς εὐχαριστῶ
Σημειώσεις:
1 Κυπριανοῦ ἁγιοκυπριανίτου, Ὀρθοδοξία καί Οἰκουμενική Κίνησις, σελ.
17.
2 Ἀγγέλου Αὐλῶνος, Οἰκουμενισμός: Κίνησις γιά τήν ἕνωσι ἤ συγκρητιστική
αἵρεσις;, σελ. 76.
3 Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 28, σελ. 38.
4 Θεοδωρήτου μοναχοῦ, Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις, σελ. 35.
5 Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμος β ́, σελ. 353.
6 Π. Μπρατσιώτου, Τό κῦρος τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν, σελ. 107.
7 Γ. Τσέτση, Οἱ Διμερεῖς Θεολογικοί Διάλογοι..., ἐν περιοδικῷ
Ὀρθοδοξίᾳ, τεῦχος β ́, 1995, σελ. 254.
8 Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, σελ. 7.
9 Ἔνθ΄ ἀνωτ. σελ. 18.
10 Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα..., τόμος β ́, σελ.
896 [976].
11 Θ. Ζήση, Ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, σελ. 9.
12 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ ́, κεφ. ι ́, § γ ́,
σελ. 456-457.
13 Μεγάλου Ἀθανασίου, Πρός τούς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καί Λιβύης..., κεφ.
κβ ́, P.G. 25, 589D.
14 Μεγάλου Βασιλείου, Κανών α ́, P.G.138, 576AB.
15 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν, κεφ. δ ́, P.
G.36, 220A.
16 P.G. 137, 96C.
17 Θεοδώρου Βαλσαμῶνος Ἑρμηνεία στόν ι ́ κανόνα τῆς Καρθαγένης,
P.G.138, 53BC.
18 P.G. 137, 97C.
19 P.G. 137, 100B.
20 P.G. 137, 97C.
21 Ὁσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔτος 6288, P.G.108, 948A.
22 Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή λθ ́, βιβλίο α ́, P.G.99,
1049Α.
23 Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος ε΄, σελ. 361.
24 Περί Ταρασίου καί Νικηφόρου τῶν ἐν ἁγίοις πατριαρχῶν, P.G.99,1852D.
25 Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή λ΄, βιβλίο α΄, P.G.99, 1008A.
26 Μιχαήλ μοναχοῦ, Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου... Θεοδώρου τοῦ τῶν
Στουδίου
ἡγουμένου, P.G. 99, 156D.
27 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ. 185.
28 Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β΄, § 110, 2, σελ. 50.
29 Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β΄, σελ. 102.30 P.G.137,
1061B-1064A.
30 P.G. 137, 1061B-1064A.
31 P.G. 137, 1069A.
32 P.G. 137, 1068AC.
33 Περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημοσύνου καί τοῦ σχετικοῦ αὐτοῖς ιε ́ ἱεροῦ κανόνος τῆς Α ́ καί Β ́ ἁγίας Συνόδου, σελ. 16, 21.
34 Ἐπιστολή ιη ́, P.G. 77, 125BC.
35 Ἐπιστολή ια ́, P.G. 77, 81A, 84CD.
36 Ἐπιστολή ιζ ́, P.G. 77,105C.
37 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. P.G. 77, 108B.
38 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονική συμφωνία τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τό
ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπῆς
Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου κηρύσσοντος ἐπ ̓ Ἐκκλησίας αἵρεσιν, σελ. 21.
39 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. 28.
40 Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, Ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, ἐν Περιοδικῷ
Ἐκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 117, σελ. 21-22.
41 Ἐπιστολή ιγ ́, βιβλίο α ́, κεφ. δ ́ -λγ ́, P.G.102, 724A-736B.
42 Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β ́, § 112, 1, σελ. 62.
43 Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 22-23.
44 Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, Περιοδικό Ὁ Ἁγιορείτης, φύλλο 34, σελ. 2, 4.
45 Περί Ταρασίου καί Νικηφόρου τῶν ἐν ἁγίοις πατριαρχῶν, P.G. 99,1853CD.
46 Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή λδ ́, βιβλίο α ́, P.G. 99,
1024BC.
47 Ὁσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔτος 6304, P.G. 108, 992B.
48 Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί Μαρτυρία, τεῦχος 1, 2000, σελ. 22.
49 Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἐνημέρωσις,φύλλο 34, σελ. 141.
50 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. φύλλο 30, σελ. 125.
51 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἀπάντησις στόν διαστρεβλωτή τῆς ἀληθείας π.
Βασίλειον Παπαδάκην-(Γρηγοριάτην) καί ὅλους τούς ὁμόφρονάς του.
52 Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος ε ́, σελ. 377.
53 Epistola contra
Studitas, P.G. 100, 1294B.
54 Ἔνθ ̓ ἀνωτ. P.G. 100, 1293C-1297A.
55 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ. 185.
56 Δωδεκάβιβλος, βιβλίο ζ ́, κεφ. δ ́, § ε ́, σελ. 78-79.
57 Τά παραλειπόμενα, τόμος γ ́, σελ. 363.
58 Περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημοσύνου..., σελ. 28.
59 Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 28, σελ. 8, 10,
Περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημοσύνου..., σελ. 30, Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ
διαχρονική συμφωνία..., σελ. 37-38.
60 Μελετίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β ́, αἰών η ́, κεφ. ε ́, σελ.
221, Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β ́, § 106, σελ. 35.
61 Φ. Βαφείδου, ἔνθ ̓ ἀνωτ. § 107, σελ. 38-39, Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, § 16, σελ. 259.
62 Σ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β ́, σελ. 724α.
63 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἀπάντησις εἰς τήν ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Πειραιῶς ἐκδοθεῖσα κριτική μελέτη..., ἐν Περιοδικῷ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, τεῦχος
15-16, σελ. 119.
64 Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 27, σελ. 10-11, τεῦχος
28, σελ. 26-28.
65 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο στ ́, κεφ. ζ ́, § θ ́,
σελ. 278.
66 Περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημοσύνου..., σελ. 16, 21.
67 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονική συμφωνία..., σελ. 30-31.
68 Περιοδικό Ἅγιος Κυπριανός, τεῦχος 191, σελ. 391.
69 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 288.
70 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 30.
71 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 45.
72 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 289-290.
73 Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Διάλογος... περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν
δογμάτων, P.G. 91 332B-333A.
74 Θ.Η.Ε., τόμος 11, σελ. 103.
75 Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος α ́, § 74, 2, σελ. 251.
76 Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, Ἐπιστολή Συνοδική, P.G. 87Γ ́, 3148A.
77 Μελετίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, αἰών ζ ́, κεφ. στ ́, ι ́, σελ. 166,
177, Φ. Βαφείδου, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 252.
78 Θεοδωρήτου μοναχοῦ, Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις, σελ. 64.
79 Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 27, σελ. 2-8,
τεῦχος 28, σελ. 42-52.
80 Ἐξήγησις τῆς κινήσεως..., κεφ. στ ́, Φιλοκαλία, τόμος 15Γ, σελ. 90,
P.G. 90, 120D, κεφ. ιγ ́, Φιλοκαλία, τόμος 15Γ, σελ. 102, P.G. 90, 128B, Περί
τῶν πραχθέντων..., κεφ. ιστ ́-ιζ ́, Φιλοκαλία, τόμος 15Γ, σελ. 38-40, P.G. 90,
153BC, (παράβαλλε καί Σ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β ́, σελ.
431).
81 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονική συμφωνία..., σελ. 115-116.
82 Ἔνθ ̓
ἀνωτ.
83 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. 128.
84 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. 117.
85 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. σελ. 123, (παράβαλλε καί Σ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β ́, σελ. 431).
86 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. 129, (παράβαλλε καί Σ. Μήλια, Τῶν ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β
́, σελ. 431).
87 Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἀπάντησις..., ἐν Περιοδικῷ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος,
τεῦχος 15-16, σελ. 110-111.
88 Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, § 22, σελ. 374.
89 Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β ́, § 113, 1, σελ. 65.
90 Περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί μνημοσύνου..., σελ. 58, 62.
91 Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο η ́, κεφ. β ́, § στ ́,
σελ. 304, βιβλίο στ ́, κεφ. ζ ́, § θ ́, σελ. 278.
92 Νικολάου Δημαρᾶ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. τεῦχος 28, σελ. 6, 52-53, Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ
διαχρονική συμφωνία..., σελ. 166, 198-200.
93 Πηδάλιον, σημείωσις α ́ στόν α ́ κανόνα τοῦ μεγάλου Βασιλείου, σελ.
589.
94 P.G. 137, 349A-353C.
95 Γ. Α. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ,
Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμος ε ́, σελ. 403-404.
96 Ἐρωτήσεις κανονικαί..., ἐρώτησις ιδ ́, P.G. 138, 965C.
97 Ἱ. Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν
ἑτεροδόξων, § 15, σελ. 83.
98 Γ. Α. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 433-435.
99 Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β ́, σελ. 588.
100 Χρ. Ἀραμπατζῆ, Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 80, ὑποσημείωσις 34.
101 Ἔνθ ̓ ἀνωτ. σελ. 78-80.
102 Χρ. Ἀραμπατζῆ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Ρώμη κατά τόν ιγ ́ αἰῶνα,
σελ. 135-136.
103 Γ. Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος, βιβλίον ε ́, κεφ. ιδ ́, P.G. 143,
832A.
104 Χρ. Ἀραμπατζῆ, Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 164-165.
105 Γ. Παχυμέρη, Μιχαήλ Παλαιολόγος,κεφ. η ́, P.G. 143,812B-813A.
106 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. κεφ. ια ́, P.G. 143, 824A.
107 Χρ. Ἀραμπατζῆ, Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Ρώμη κατά τόν ιγ ́
αἰῶνα,σελ. 86.
108 Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, § 23, σελ. 387.
109 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. σελ. 109.
110 Sylvestre
Syropoylos, Les Memoires, τμῆμα β ́, κεφ. ιη ́, σελ. 120.
111 Τά εὑρεθέντα, Λόγος συμβουλευτικός..., τόμος α ́, σελ. 400-410.
112 Τά εὑρεθέντα, Μελέτη περί τῆς τῶν Κυπρίων..., τόμος β ́, σελ.
23-24.
113 Θ.Η.Ε., τόμος 4, στήλη 277.
114 Ν. Βασιλειάδη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός..., σελ. 61.
115 Ἀνδρ. Δημητρακοπούλου, Ὀρθόδοξος Ἑλλάς, σελ. 92-93.
116 Sylvestre Syropoylos, Les Memoires, τμῆμα γ ́ , κεφ. ε ́-στ ́, σελ.
166.
117 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. τμῆμα γ ́, κεφ. κβ ́, κστ ́, σελ. 182-186.
118 Ἁγίου Μάρκου Ἐφέσου, Ἔκθεσις..., P.O.17, 448.
119 Sylvestre Syropoylos, ἔνθ ̓ ἀνωτ. τμῆμα η ́, κεφ. λα ́, σελ.
418.
120 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. τμῆμα θ ́, κεφ. ι ́, σελ. 444.
121 Ἔνθ ̓
ἀνωτ. κεφ. ι ́-ιγ ́, σελ. 444-448.
122 Ἀπολογία..., P.G.160, 537A.
123 Sylvestre Syropoylos, ἔνθ ̓
ἀνωτ. τμῆμα η ́, κεφ. λστ ́,
σελ. 422-424.
124 Ἱ. Κοτσώνη, Ἡ κανονική ἄποψις περί τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν
ἑτεροδόξων, §17, σελ. 98, § 29, σελ. 243, Ἱ. Κοτσώνη, Ἡ ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως
ἀξία τῆς μυστηριακῆς ἐπικοινωνίας Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν ἐπί Λατινοκρατίας καί
Ἑνετοκρατίας, σελ. 4-8, Σ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμος β ́, σελ.
367.
125 Χ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καί Δύση, σελ. 97.
126 Θεοδωρήτου μοναχοῦ, Ἡ εὐχαριστιακή συμμετοχή ἐν ἁγίῳ Ὄρει, σελ.
36-37.
127 Τό ἄθεον δόγμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σελ. 173.
128 Πηδάλιον, σημείωσις στ ́, σελ. 696, σελ. 238.
129 Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως..., σελ. 117.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.