Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)
Δὲν ἔλειψαν, ἀγαπητοί μου, οὔτε θὰ λείψουν ποτὲ οἱ πιστοὶ στὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριο. Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελοῦν τὴν ἐκλεκτὴ μερίδα, θὰ εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ «τὸ ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,14,13), θὰ κρατοῦν ἀ­ναμμένη τὴ λαμπάδα τῆς πίστεως, ἕτοιμοι καὶ γιὰ ἕνα γιῶτα νὰ θυσιαστοῦν. Αὐτοὶ θὰ νικήσουν, ἔστω κι ἂν ἀποτελοῦν μικρὴ μει­οψηφία. Τὸ
μέλλον ἀνήκει στὴν παράταξί τους, ποὺ ἐπὶ κεφαλῆς ἔχει τὸ Χριστό, τὸ νικητὴ τοῦ ᾅδου. Ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς κινεῖται σὲ ὅλες τὶς χῶρες καὶ τὶς ἐποχὲς ἡ ἄλλη παράταξι, ἡ παράταξι τῶν ἀπίστων, ποὺ μὲ μυρίους τρόπους ἀγωνίζονται μὲ λύσσα νὰ σβήσουν τὰ φῶτα, νὰ κλονίσουν τὶς χριστιανικὲς πεποι­θήσεις, νὰ ξανασταυρώσουν τὸ Θεάνθρωπο. Μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη παράταξις μὲ ἄτομα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπαχθοῦν οὔτε στοὺς μὲν οὔτε στοὺς δέ. Εἶνε ἕ­να εἶδος ἀμφιβίων, ποὺ πότε τὰ βλέπετε νὰ περπατοῦν στὴν ξηρὰ καὶ πότε νὰ κολυμποῦν στὴ θάλασσα. Αὐτοὶ κυμαίνον­ται μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Θέλουν νὰ πιστέψουν, ἀλλὰ μερικὲς ἀμφιβολί­ες, μερικὰ «ἐὰν» τῆς ἀπιστίας, φράζουν σὰν ὀγκόλιθοι τὸ δρόμο πρὸς τὴν πίστι. Ταλαίπωροι! Γιατί δὲν ἐκκαθαρίζετε τὸ δρό­μο σας; Φῶς καὶ σκοτά­δι, πίστις καὶ ἀπιστία πα­λεύουν μέσα σας. Κύριε, σπλαχνίσου τὰ πλάσμα­τά σου! Βοήθησέ τα νὰ μὴ ναυαγήσουν τελείως. Στὴν κατάστασι αὐτὴ τῆς διστακτικότητος καὶ τῆς ἀμφιβολίας ἔζησε ἐπὶ μία δραματικὴ ἑβδομάδα καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ἀ­ναστάντος Κυρίου, ὁ Θωμᾶς. Ὤ, πόσο θὰ θυμόταν σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή του τὴν ἑβδομάδα αὐτή, καὶ πόσο θὰ εὐγνωμονοῦσε τὸν Κύριο ποὺ ἔσπευσε καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγῇ ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐμπειρία τῆς ἀπιστίας! Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ πάλεψε μὲ τὸ δαί­μονα τῆς ἀπιστίας καὶ νίκησε φωνάζοντας «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28), προβάλλεται ὡς παράδειγμα κατὰ τὴ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα· παράδειγμα γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ δυσπιστία ἐξετάζουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀναστάντος Κυρίου καὶ διερωτῶνται συνεχῶς· Νὰ πιστέψουμε ἢ νὰ μὴ πιστέψουμε; Ἀλλ᾿ ἂς σπουδάσουμε ὅλοι τὸ Θωμᾶ, γιὰ νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Κύριο τὰ φάρμα­κα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξουδετερωθοῦν τὰ μικρό­βια τῆς ἀμφιβολίας καὶ διστακτικότητος.

* * *

Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἐξ ἀρχῆς χα­ρακτήρας εἰλικρινής. Εἶχε ἁγνότητα καὶ ἀνιδιοτέλεια. Ἐπιθυμοῦσε νὰ βρῇ τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ θυσιαστῇ γι᾽ αὐτήν. Γι᾽ αὐτό, ὅταν στὴν Ἁγία Γῆ ἀντήχησε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θωμᾶς ἔτρεξε νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ. Ἀκολούθησε τὸν Κύριο μὲ ἀφοσίωσι καὶ αὐταπάρνησι. Ὅταν Κύριος μὲ τοὺς μαθητὰς ἔμαθε στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὅτι ὁ φίλος του Λάζαρος ἀσθενεῖ, εἶπε· Πρέπει νὰ πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία. Τότε λοιπόν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ φοβήθηκαν, ὁ Θωμᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς, ποὺ δείχνουν ὅτι δὲν ἦταν δειλός· «Ἄ­γωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 11,16)· κι ἂν ἀκόμη μᾶς περιμένῃ θάνατος, ἂς συνοδεύσουμε τὸν Διδάσκαλό μας. Μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅμως φανέρωνε συγχρόνως καὶ τὴν ἄλλη ὄψι τοῦ χαρακτῆρός του, τὴ μελαγχολική του διάθεσι. Ἦταν τύπος ποὺ βλέπει τὰ πάντα ἀπὸ τὴ σκοτεινή τους πλευρά. Στὴ φαντασία τοῦ τύπου αὐτοῦ κυριαρχοῦν τὰ θλιβερά, ποὺ νομίζει ὅτι θὰ ἐξακολουθήσουν ἐπ᾿ ἄπειρον. Εἶνε νύχτα; μὴν τοῦ πῆτε ὅ­τι αὔριο θὰ βγῇ ἥλιος. Ἢ εἶνε χειμώνας; μὴν τοῦ πῆτε ὅτι σὲ λίγο θὰ ἔρθῃ ἄνοιξι. Καὶ ὁ Θω­μᾶς ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα, πουθενὰ λευκό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θανάτωσις τοῦ Διδασκάλου τοῦ ἔκανε ὀδυνηρὴ ἐντύπωσι. Ἡ μαύρη σκιὰ τοῦ θανάτου κυριαρχοῦσε ἀπὸ τὸ ἀ­πόγευμα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς στὴ μελαγχολικὴ ψυχή του. Καὶ ὅταν οἱ μαθηταὶ λάμ­ποντας ἀπὸ χαρὰ τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, «Ἑ­ωράκαμεν τὸν Κύριον», αὐτός, ζώντας στὸ δικό του κόσμο, δὲν πίστεψε, δὲν ἔδωσε σημασία, ἀλλ᾿ ἀρκέστηκε νὰ δηλώσῃ· «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥ­λων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰω. 20,25). Ἀλλά, Θωμᾶ, τί κάνεις; Αὐτοὶ ποὺ σοῦ μιλᾶ­νε δὲν εἶνε ἄγνωστοι· εἶνε γνωστοί σου. Εἶνε οἱ συμμαθηταί σου, μὲ τοὺς ὁποίους τρία χρό­νια συνέζησες, συνέφαγες καὶ συμπροσευχή­θηκες. Ξέρεις τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰλικρίνειά τους. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὴ μαρτυρία τους. Τοὺς προσβάλλεις ὅταν ἀρνῆσαι νὰ πιστέψῃς στὰ λόγια τους. Δὲν εἶνε οὔτε ἀ­πατεῶνες οὔτε εὔπιστοι καὶ ἀφελεῖς. Καὶ ὅμως ὁ Θωμᾶς ἐπιμένει. Καὶ διατυπώνει τὸ δόγμα του· «Ἐὰν μὴ ἴδω…, οὐ μὴ πιστεύσω». Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ δόγμα αὐτό, ἡ δι᾿ αὐτοψίας δηλα­δὴ βεβαίωσις τῶν γεγονότων, ἐπρόκειτο νὰ γε­­νικευθῇ, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ σταθῇ κοινωνικὴ ζωή, ἀφοῦ οἱ μαρτυρίες εἰλικρινῶν ἀν­θρώπων δὲν θὰ λαμβάνονταν πλέον ὑπ᾿ ὄ­ψιν; Πῶς θὰ λειτουργοῦσαν σχολεῖα, πανεπιστήμια, δικαστήρια, ἐὰν παν­τοῦ ἀπαιτεῖτο νὰ ἐ­φαρμοσθῇ ἡ ἀρχὴ αὐτή; Προσπαθῆστε νὰ τὴν ἐπεκτείνετε σὲ ὅλες τὰς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς, καὶ θὰ δῆτε ὅτι ἡ κοινωνία θὰ νεκρωθῇ τελείως. Ζοῦμε καὶ κινούμεθα μὲ τὴν πίστι, τὴν ἐμ­πιστοσύνη ποὺ δείχνουμε καὶ μᾶς δείχνουν. Ἐάν, Θωμᾶ, αὐτὸ ποὺ ζητᾷς ἐσὺ ὡς προϋπόθεσι γιὰ νὰ πιστέψῃς τὸ ζητοῦσαν καὶ ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔζησαν, ζοῦν καὶ θὰ ζήσουν, θὰ ἔπρεπε ὁ Θεάνθρωπος νὰ μένῃ διαρκῶς στὴ γῆ, νὰ πηγαίνῃ συνεχῶς ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο τῆς ὑφηλίου στὸ ἄλλο καὶ νὰ ὑποβάλλεται σὲ λεπτομερῆ ἐξέτασι ἀπὸ κάθε ἰδιότροπο καὶ περίεργο. Δὲν βρίσκεις παράλογη καὶ αὐθάδη μιὰ τέτοια ἀπαίτησι; «Ἐὰν μὴ ἴδω…, οὐ μὴ πιστεύσω», λέει ὁ Θωμᾶς. Καὶ ὅμως ὁ Κύριος, ποὺ ὑπέμεινε τὰ πάντα χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ὑποχωρεῖ στὴν ἀπαίτησί του. Ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀπόστολό του, ποὺ δὲν θέλει νὰ τὸν βλέπῃ μέσα στὴν ἀγωνία καὶ ἀμφιβολία τῆς ἀπιστίας. Ὑποχωρεῖ, γιὰ νὰ προσθέσῃ μία ἀκόμη ἰσχυρὴ ἀπόδειξι τῆς ἀναστάσεώς του. «Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μα­θηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔ­στη εἰς τὸ μέσον». Παρὼν καὶ ὁ Θωμᾶς. Πρὸς αὐτὸν ἰ­διαιτέρως ἀπευθύνεται ὁ Κύριος καὶ τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσῃ στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά, ὅ­που ἦταν τὰ τεκμήρια ἀληθείας. «Φέρε τὸν δά­κτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖ­ράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰω. 20,26-27). Ὁ Θωμᾶς μένει κατάπληκτος. Ἀναγνωρίζει τὴ φωνή του. Θαυμάζει τὴν παντοδυναμία του, ἀφοῦ «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἔστη εἰς τὸ μέσον». Θαυμάζει τὴν πανταχοῦ παρουσία καὶ τὴν πανσοφία του. Τὰ πάντα γνωρίζει ὁ Κύρι­ος· ἤξερε τὶς ἀντιρρήσεις του. Καὶ νά τώρα τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσῃ. Καὶ εἶνε τόσο τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ παρουσία του, ὥστε οἱ ἀκτῖ­νες του διαλύουν κάθε δισταγμό, καὶ ὁ Θω­μᾶς φωνάζει «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πίστις νίκησε τὴν ἀπιστία. Καὶ ὁ Θωμᾶς, θωρακισμένος πλέον μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστι, θὰ τρέξῃ παντοῦ, θὰ φθάσῃ μέχρι τὶς Ἰνδίες, θὰ κηρύξῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», καὶ τέλος θὰ βρῇ μαρτυρικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος του «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ».

* * *

Ἀλλὰ τὰ λόγια σου, ἀπόστολε Θωμᾶ, «Ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θεός μου» τὰ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητες ψυχές. Δὲν ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, δὲν τὸν εἶδαν. Κι ὅμως τὸν ἀγάπησαν περισσότερο ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του. Ἡ χρονικὴ ἀπόστασις καθό­λου δὲν μείωσε τὴν πίστι, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα τους. Καὶ στὴν πατρίδα μας ὑπάρχουν τέτοιες ψυ­χές. Πέρασαν θλίψεις καὶ πειρασμούς, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκαν, δὲν γόγγυσαν. Μέσα σὲ πρω­τοφανεῖς συμφορὲς στάθηκαν ὄρθιες καὶ σάλ­πισαν· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Παρ᾿ ὅλο ὅτι ὁ ὑλισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα σαρώνουν, ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ ἡ ἄρνησις ζητοῦν νὰ σκιάσουν τὸν ἥλιο τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ὑπάρχουν –καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε– πιστοί. Αὐτοὶ εἶνε στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὸ Χριστό – νά τὸ μυστικό τους. Ἔχουν ἀνάμεσά τους τὸν ἀναστάντα Κύριο. Μποροῦν κι αὐτοὶ νὰ ποῦν «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ὁ Κύριος εἶνε πάντοτε παρὼν μεταξὺ τῶν πιστῶν. Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε ὁ Κύριος τὸ «Μακάριοι οἱ μὴ ἰ­δόν­τες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. 20,29). Ὦ Κύριε, τολμῶ νὰ ζητήσω μία χάρι. Εἴθε, καθένας ποὺ θὰ δεχθῇ τὰ λόγια αὐτά, νὰ πιστέψῃ καὶ τὰ κλειστά του χείλη ν᾿ ἀνοίξουν, καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ καταχθόνια ἀ­κόμη νὰ σεισθοῦν ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς του «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
____________________
Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ἀπὸ τὸν Σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὴν 1-5-1949. Εδημοσιεύθη στὸ φ. 18/1949 φύλλο τοῦ περιοδικοῦ «Σάπφειρος». Περιελήφθη στὸ βιβλίο «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός», Βόλος 1950, σσ. 203

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.