«Καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28)
Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ἀπὸ τὸν Σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὴν 1-5-1949. Εδημοσιεύθη στὸ φ. 18/1949 φύλλο τοῦ περιοδικοῦ «Σάπφειρος». Περιελήφθη στὸ βιβλίο «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός», Βόλος 1950, σσ. 203
Δὲν
ἔλειψαν, ἀγαπητοί μου, οὔτε θὰ λείψουν ποτὲ οἱ πιστοὶ στὸν ἐκ νεκρῶν
ἀναστάντα Κύριο. Αὐτοὶ θ᾿ ἀποτελοῦν τὴν ἐκλεκτὴ μερίδα, θὰ εἶνε «τὸ φῶς
τοῦ κόσμου» καὶ «τὸ ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. 5,14,13), θὰ κρατοῦν ἀναμμένη
τὴ λαμπάδα τῆς πίστεως, ἕτοιμοι καὶ γιὰ ἕνα γιῶτα νὰ θυσιαστοῦν. Αὐτοὶ
θὰ νικήσουν, ἔστω κι ἂν ἀποτελοῦν μικρὴ μειοψηφία. Τὸ
μέλλον ἀνήκει
στὴν παράταξί τους, ποὺ ἐπὶ κεφαλῆς ἔχει τὸ Χριστό, τὸ νικητὴ τοῦ ᾅδου.
Ἀπέναντι στοὺς πιστοὺς κινεῖται σὲ ὅλες τὶς χῶρες καὶ τὶς
ἐποχὲς ἡ ἄλλη παράταξι, ἡ παράταξι τῶν ἀπίστων, ποὺ μὲ μυρίους τρόπους
ἀγωνίζονται μὲ λύσσα νὰ σβήσουν τὰ φῶτα, νὰ κλονίσουν τὶς χριστιανικὲς
πεποιθήσεις, νὰ ξανασταυρώσουν τὸ Θεάνθρωπο.
Μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη
παράταξις μὲ ἄτομα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὑπαχθοῦν οὔτε στοὺς μὲν οὔτε στοὺς
δέ. Εἶνε ἕνα εἶδος ἀμφιβίων, ποὺ πότε τὰ βλέπετε νὰ περπατοῦν στὴν
ξηρὰ καὶ πότε νὰ κολυμποῦν στὴ θάλασσα. Αὐτοὶ κυμαίνονται μεταξὺ
πίστεως καὶ ἀπιστίας. Θέλουν νὰ πιστέψουν, ἀλλὰ μερικὲς ἀμφιβολίες,
μερικὰ «ἐὰν» τῆς ἀπιστίας, φράζουν σὰν ὀγκόλιθοι τὸ δρόμο πρὸς τὴν
πίστι.
Ταλαίπωροι! Γιατί δὲν ἐκκαθαρίζετε τὸ δρόμο σας; Φῶς καὶ
σκοτάδι, πίστις καὶ ἀπιστία παλεύουν μέσα σας. Κύριε, σπλαχνίσου τὰ
πλάσματά σου! Βοήθησέ τα νὰ μὴ ναυαγήσουν τελείως.
Στὴν κατάστασι αὐτὴ τῆς διστακτικότητος καὶ τῆς ἀμφιβολίας
ἔζησε ἐπὶ μία δραματικὴ ἑβδομάδα καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ
ἀναστάντος Κυρίου, ὁ Θωμᾶς. Ὤ, πόσο θὰ θυμόταν σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή
του τὴν ἑβδομάδα αὐτή, καὶ πόσο θὰ εὐγνωμονοῦσε τὸν Κύριο ποὺ ἔσπευσε
καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγῇ ἀπὸ τὴ φρικτὴ ἐμπειρία τῆς ἀπιστίας!
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ πάλεψε μὲ τὸ δαίμονα τῆς ἀπιστίας καὶ
νίκησε φωνάζοντας «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28), προβάλλεται
ὡς παράδειγμα κατὰ τὴ δευτέρα Κυριακὴ τοῦ
Πάσχα· παράδειγμα γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ δυσπιστία ἐξετάζουν τὸ πρόσωπο τοῦ
ἀναστάντος Κυρίου καὶ διερωτῶνται συνεχῶς· Νὰ πιστέψουμε ἢ νὰ μὴ
πιστέψουμε;
Ἀλλ᾿ ἂς σπουδάσουμε ὅλοι τὸ Θωμᾶ, γιὰ νὰ λάβουμε κ᾽ ἐμεῖς ἀπὸ
τὸν Κύριο τὰ φάρμακα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξουδετερωθοῦν τὰ μικρόβια τῆς
ἀμφιβολίας καὶ διστακτικότητος.
* * *
Ὁ Θωμᾶς, ἀγαπητοί μου, ἦταν ἐξ
ἀρχῆς χαρακτήρας εἰλικρινής. Εἶχε ἁγνότητα καὶ ἀνιδιοτέλεια. Ἐπιθυμοῦσε
νὰ βρῇ τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ θυσιαστῇ γι᾽ αὐτήν. Γι᾽
αὐτό, ὅταν στὴν Ἁγία Γῆ ἀντήχησε ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θωμᾶς ἔτρεξε νὰ
τὸν ἀκολουθήσῃ.
Ἀκολούθησε τὸν Κύριο μὲ ἀφοσίωσι καὶ αὐταπάρνησι. Ὅταν Κύριος
μὲ τοὺς μαθητὰς ἔμαθε στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου ὅτι ὁ φίλος του
Λάζαρος ἀσθενεῖ, εἶπε· Πρέπει νὰ πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία. Τότε λοιπόν,
ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ φοβήθηκαν, ὁ Θωμᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς, ποὺ δείχνουν ὅτι
δὲν ἦταν δειλός· «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ» (Ἰω.
11,16)· κι ἂν ἀκόμη μᾶς περιμένῃ θάνατος, ἂς συνοδεύσουμε τὸν Διδάσκαλό
μας.
Μὲ τὰ ἴδια λόγια ὅμως φανέρωνε συγχρόνως καὶ τὴν ἄλλη ὄψι τοῦ
χαρακτῆρός του, τὴ μελαγχολική του διάθεσι. Ἦταν τύπος ποὺ βλέπει τὰ
πάντα ἀπὸ τὴ σκοτεινή τους πλευρά. Στὴ φαντασία τοῦ τύπου αὐτοῦ
κυριαρχοῦν τὰ θλιβερά, ποὺ νομίζει ὅτι θὰ ἐξακολουθήσουν ἐπ᾿ ἄπειρον.
Εἶνε νύχτα; μὴν τοῦ πῆτε ὅτι αὔριο θὰ βγῇ ἥλιος. Ἢ εἶνε χειμώνας; μὴν
τοῦ πῆτε ὅτι σὲ λίγο θὰ ἔρθῃ ἄνοιξι. Καὶ ὁ Θωμᾶς ἔβλεπε τὰ πάντα μαῦρα,
πουθενὰ λευκό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θανάτωσις τοῦ Διδασκάλου τοῦ ἔκανε
ὀδυνηρὴ ἐντύπωσι. Ἡ μαύρη σκιὰ τοῦ θανάτου κυριαρχοῦσε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα
τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς στὴ μελαγχολικὴ ψυχή του. Καὶ ὅταν οἱ μαθηταὶ
λάμποντας ἀπὸ χαρὰ τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, «Ἑωράκαμεν τὸν
Κύριον», αὐτός, ζώντας στὸ δικό του κόσμο, δὲν πίστεψε, δὲν ἔδωσε
σημασία, ἀλλ᾿ ἀρκέστηκε νὰ δηλώσῃ· «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν
τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ
βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰω. 20,25).
Ἀλλά, Θωμᾶ, τί κάνεις; Αὐτοὶ ποὺ σοῦ μιλᾶνε δὲν εἶνε ἄγνωστοι·
εἶνε γνωστοί σου. Εἶνε οἱ συμμαθηταί σου, μὲ τοὺς ὁποίους τρία χρόνια
συνέζησες, συνέφαγες καὶ συμπροσευχήθηκες. Ξέρεις τὴν ἀγάπη καὶ τὴν
εἰλικρίνειά τους. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃς ἐμπιστοσύνη στὴ μαρτυρία τους. Τοὺς
προσβάλλεις ὅταν ἀρνῆσαι νὰ πιστέψῃς στὰ λόγια τους. Δὲν εἶνε οὔτε
ἀπατεῶνες οὔτε εὔπιστοι καὶ ἀφελεῖς.
Καὶ ὅμως ὁ Θωμᾶς ἐπιμένει. Καὶ διατυπώνει τὸ δόγμα του· «Ἐὰν μὴ
ἴδω…, οὐ μὴ πιστεύσω». Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ δόγμα αὐτό, ἡ δι᾿ αὐτοψίας δηλαδὴ
βεβαίωσις τῶν γεγονότων, ἐπρόκειτο νὰ γενικευθῇ, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν
νὰ σταθῇ κοινωνικὴ ζωή, ἀφοῦ οἱ μαρτυρίες εἰλικρινῶν ἀνθρώπων δὲν θὰ
λαμβάνονταν πλέον ὑπ᾿ ὄψιν; Πῶς θὰ λειτουργοῦσαν σχολεῖα, πανεπιστήμια,
δικαστήρια, ἐὰν παντοῦ ἀπαιτεῖτο νὰ ἐφαρμοσθῇ ἡ ἀρχὴ αὐτή;
Προσπαθῆστε νὰ τὴν ἐπεκτείνετε σὲ ὅλες τὰς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς, καὶ θὰ
δῆτε ὅτι ἡ κοινωνία θὰ νεκρωθῇ τελείως. Ζοῦμε καὶ κινούμεθα μὲ τὴν
πίστι, τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ δείχνουμε καὶ μᾶς δείχνουν.
Ἐάν, Θωμᾶ, αὐτὸ ποὺ ζητᾷς ἐσὺ ὡς προϋπόθεσι γιὰ νὰ πιστέψῃς τὸ
ζητοῦσαν καὶ ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔζησαν, ζοῦν καὶ θὰ
ζήσουν, θὰ ἔπρεπε ὁ Θεάνθρωπος νὰ μένῃ διαρκῶς στὴ γῆ, νὰ πηγαίνῃ
συνεχῶς ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο τῆς ὑφηλίου στὸ ἄλλο καὶ νὰ ὑποβάλλεται σὲ
λεπτομερῆ ἐξέτασι ἀπὸ κάθε ἰδιότροπο καὶ περίεργο. Δὲν βρίσκεις παράλογη
καὶ αὐθάδη μιὰ τέτοια ἀπαίτησι;
«Ἐὰν μὴ ἴδω…, οὐ μὴ πιστεύσω», λέει ὁ Θωμᾶς. Καὶ ὅμως ὁ Κύριος,
ποὺ ὑπέμεινε τὰ πάντα χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ὑποχωρεῖ στὴν ἀπαίτησί του.
Ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἀπόστολό του, ποὺ δὲν θέλει νὰ
τὸν βλέπῃ μέσα στὴν ἀγωνία καὶ ἀμφιβολία τῆς ἀπιστίας. Ὑποχωρεῖ, γιὰ νὰ
προσθέσῃ μία ἀκόμη ἰσχυρὴ ἀπόδειξι τῆς ἀναστάσεώς του.
«Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ
Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς
τὸ μέσον». Παρὼν καὶ ὁ Θωμᾶς. Πρὸς αὐτὸν ἰδιαιτέρως ἀπευθύνεται ὁ
Κύριος καὶ τὸν καλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσῃ στὰ χέρια καὶ τὴν πλευρά, ὅπου
ἦταν τὰ τεκμήρια ἀληθείας. «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς
χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ
γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» (Ἰω. 20,26-27).
Ὁ Θωμᾶς μένει κατάπληκτος. Ἀναγνωρίζει τὴ φωνή του. Θαυμάζει
τὴν παντοδυναμία του, ἀφοῦ «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ἔστη εἰς τὸ μέσον».
Θαυμάζει τὴν πανταχοῦ παρουσία καὶ τὴν πανσοφία του. Τὰ πάντα γνωρίζει ὁ
Κύριος· ἤξερε τὶς ἀντιρρήσεις του. Καὶ νά τώρα τὸν καλεῖ νὰ τὸν
ψηλαφήσῃ. Καὶ εἶνε τόσο τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ παρουσία του, ὥστε οἱ
ἀκτῖνες του διαλύουν κάθε δισταγμό, καὶ ὁ Θωμᾶς φωνάζει «Ὁ Κύριός μου
καὶ ὁ Θεός μου».
Ἔτσι τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ πίστις νίκησε τὴν ἀπιστία. Καὶ ὁ Θωμᾶς,
θωρακισμένος πλέον μὲ τὴν ἀκλόνητη πίστι, θὰ τρέξῃ παντοῦ, θὰ φθάσῃ
μέχρι τὶς Ἰνδίες, θὰ κηρύξῃ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», καὶ τέλος θὰ βρῇ
μαρτυρικὸ θάνατο, γιὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος του «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς
ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ».
* * *
Ἀλλὰ τὰ λόγια σου, ἀπόστολε Θωμᾶ, «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός
μου» τὰ ἐπαναλαμβάνουν ἀναρίθμητες ψυχές. Δὲν ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ
Χριστοῦ, δὲν τὸν εἶδαν. Κι ὅμως τὸν ἀγάπησαν περισσότερο ἀπὸ τοὺς
συγχρόνους του. Ἡ χρονικὴ ἀπόστασις καθόλου δὲν μείωσε τὴν πίστι, τὴν
ἀγάπη, τὴν ἐλπίδα τους.
Καὶ στὴν πατρίδα μας ὑπάρχουν τέτοιες ψυχές. Πέρασαν θλίψεις
καὶ πειρασμούς, ἀλλὰ δὲν κάμφθηκαν, δὲν γόγγυσαν. Μέσα σὲ πρωτοφανεῖς
συμφορὲς στάθηκαν ὄρθιες καὶ σάλπισαν· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Παρ᾿ ὅλο ὅτι ὁ ὑλισμὸς καὶ ἡ ἀθεΐα σαρώνουν, ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ
ἡ ἄρνησις ζητοῦν νὰ σκιάσουν τὸν ἥλιο τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ὑπάρχουν
–καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε– πιστοί.
Αὐτοὶ εἶνε στενὰ συνδεδεμένοι μὲ τὸ Χριστό – νά τὸ μυστικό
τους. Ἔχουν ἀνάμεσά τους τὸν ἀναστάντα Κύριο. Μποροῦν κι αὐτοὶ νὰ ποῦν
«Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ὁ Κύριος εἶνε πάντοτε παρὼν μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Γι᾿ αὐτοὺς εἶπε ὁ Κύριος τὸ «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»
(Ἰω. 20,29).
Ὦ Κύριε, τολμῶ νὰ ζητήσω μία χάρι. Εἴθε, καθένας ποὺ θὰ δεχθῇ
τὰ λόγια αὐτά, νὰ πιστέψῃ καὶ τὰ κλειστά του χείλη ν᾿ ἀνοίξουν, καὶ ἡ γῆ
καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ καταχθόνια ἀκόμη νὰ σεισθοῦν ἀπὸ τὴν ὁμολογία τῆς
πίστεώς του «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
____________________Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη ἀπὸ τὸν Σταθμὸ τῆς Λαρίσσης τὴν 1-5-1949. Εδημοσιεύθη στὸ φ. 18/1949 φύλλο τοῦ περιοδικοῦ «Σάπφειρος». Περιελήφθη στὸ βιβλίο «Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός», Βόλος 1950, σσ. 203
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.