«Καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῶ καὶ πατρὶ
αὐτοῦ» (Ἀποκ. 1, 6).
Εἰς τὸν στίχον αὐτόν, κατ’ ἀρχὰς βλέπομεν μὲ πολὺ σαφήνειαν νὰ ὑπάρχει ἡ
οὐσία καὶ τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Δηλ. ὁ Χριστιανισμὸς βλέπουμε ἐδῶ νὰ
εἶναι, ὄχι μία Θρησκεία, ἀλλὰ μία Βασιλεία.
Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν οὐσίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βασιλεῖς καὶ
ἱερεῖς. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἂν σᾶς ποῦν, ποιά εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, θὰ ἀπαντήσετε, ὅτι εἶναι μία Βασιλεία. Καὶ ποιὸ εἶναι
τὸ ἔργον τοῦ Χριστιανισμοῦ; Νὰ καταστήσει τοὺς πολίτας του, τοὺς πιστούς,
βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς.
Θὰ μοῦ πεῖτε· αὐτὰ εἶναι πολὺ μεγάλα πράγματα. Μάλιστα, ἀγαπητοί μου, εἶναι
πολὺ μεγάλα πράγματα. Πόσο μεγάλα; Ὅσο ὁ οὐρανός! Τόσο μεγάλα εἶναι ὅλα αὐτά.
Πέστε μου, λοιπόν· ἂν κάποτε μάθομε, ὅτι εἶμαι Χριστιανός, σημαίνει εἶμαι
πολίτης μιᾶς Βασιλείας, εἶμαι ἱερεὺς καὶ βασιλεύς (ὅπως θὰ δεῖτε εἰς τὴν
ἀνάλυσιν τῆς συνεχείας), τότε, πῶς θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πιά, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς
εἶναι μιὰ θρησκεία, ὅπως εἶναι ὅλες οἱ φυσικὲς θρησκεῖες. Καὶ σᾶς ἔχω ἐξηγήσει·
φυσικὴ θρησκεία θὰ πεῖ, ἐκείνη ποὺ εἶναι κατ’ ἐπίνοιαν, δηλ. κατ’ ἐπινόησιν.
Ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἀγαπητοί μου, εἶναι κατ’ ἐπινόησιν· ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἀποκάλυψις, ἀλλὰ δὲν εἶναι θρησκεία,
εἶναι Βασιλεία. Καὶ συνεπῶς, ἐγὼ ὁ Χριστιανός,
δὲν εἶμαι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἁπλῶς θὰ βολευτῶ στὴν ζωή μου.
Ἂς τὸ προσέξουμε. Χριστιανὸς δὲν σημαίνει ἐκεῖνος ποῦ πληρώνει τὸ φόρο του,
δὲν ἐνοχλεῖ τὴν ἀστυνομία, οὔτε τὶς δικαστικὲς Ἀρχές, εἶναι ὁ καλὸς καὶ χρηστὸς
πολίτης. Ἐξάλλου, ἔτσι ἔχουμε μάθει νὰ νομίζουμε ὅτι εἶναι ὁ Χριστιανός, ὁ
καλὸς καὶ ἀγαθὸς πολίτης. Ὅτι αὐτὸ
ἀποτελεῖ μίαν ἐπίπτωση τοῦ νὰ εἶναι ὁ Χριστιανὸς ἕνας καλὸς καὶ ἀγαθὸς πολίτης,
ἕτερον ἑκάτερον.
Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Γιὰ νὰ μᾶς κάνει ἀνθρώπους «καλοὺς
κἀγαθούς», ποὺ ἔλεγε ὁ Πλάτων; Ἐὰν ἦλθε γι’ αὐτὸ ὁ Χριστός, τότε, ἦταν
περιττός! Τὸ λέγουν αὐτὸ οἱ Πατέρες. Ἦταν περιττὸς νὰ ’ρθεί ὁ Χριστός· θὰ μᾶς
ἔκανε καλοὺς καὶ ἀγαθοὺς πολίτες ὁ Πλάτων.
Μὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς ἁπλῶς γιὰ νὰ μὲ κάνει καλὸ πολίτη· ἀλλὰ θὰ μὲ
καταστήσει «βασιλέα» καὶ «ἱερέα» τοῦ Θεοῦ! κάτι τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν φαντάστηκαν
οἱ ἐκτὸς Χριστιανισμοῦ, οὔτε οἱ μεγαλύτεροι φιλόσοφοι. Οἱ Χριστιανοὶ λοιπὸν
εἶναι ἀξιωματοῦχοι, γιατί χάριν αὐτῶν ὁ Θεὸς ἱδρύει Βασιλείαν ἐπάνω στὴ γῆ.
Ὅταν προσευχόμαστε, λέμε «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». Ἴσως μάλιστα ἐδῶ –νὰ κάνω
μία διασάφηση– νὰ ὑπονοήσετε ὅτι πιθανῶς νὰ σᾶς ἐξαγγείλω τὸν προγραμματισμὸ
κάποιου χριστιανικοῦ κόμματος, ποὺ τώρα θὰ πρέπει νὰ ξέρετε, ἐν ὄψει πιθανῶν
ἐκλογῶν, νὰ ψηφίσετε καὶ τὰ λοιπά! Μὴν περιμένετε τέτοια πράγματα ποτέ. Ὅταν
ὁμιλοῦμε περὶ Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, κάθε ἄλλο παρὰ ἐννοοῦμε ὅπως
ἐννοοῦν τὰ πολιτικὰ κόμματα, νὰ ἐγκαθιδρύσουν τὸν Χριστιανισμὸ ἐπάνω στὴ γῆ·
πόρρω ἀπέχει! Καὶ ἄλλες φορὲς σᾶς τὸ ἔχω ἀναλύσει αὐτό· δὲν εἶναι τῆς ὥρας νὰ
ξαναμιλήσω· μόνο τοῦτο ἐπιγραμματικά σας λέω· ὅσο ἀπέχει ἡ ἀνατολὴ ἀπὸ τὴ δύση,
τόσο ἀπέχει ἡ θεολογία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὰ πολιτικὰ κόμματα, ποὺ
ἐπιχειροῦνται νὰ ἐγκαθιδρυθοῦν, τάχα, γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν τὴν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆ.
Βέβαια, ξέρω πῶς κάποιοι ἀδελφοὶ νὰ μὴν συμφωνοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ λέγω, ἀλλὰ
σᾶς λέγω, ὄχι αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ νὰ συμφωνοῦμε ἢ νὰ μὴν συμφωνοῦμε, ἀλλὰ αὐτὸ
ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτὸ ἐγὼ σᾶς λέω. Ἐξ ἄλλου, σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι δὲν κάθομαι
παρὰ γιὰ νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθεια· γιατί, ἂν ἔπρεπε νὰ σᾶς πῶ πράγματα, τὰ ὁποῖα
νὰ μὴν εἶναι ἀλήθεια, θὰ ’τανε περιττὸς ὁ κόπος νὰ κατέρχομαι καὶ νὰ σᾶς λέω
ὅ,τι σᾶς λέω. Ὄχι· μόνο τὴν ἀλήθεια! ὅπως οἱ αἰῶνες τὴν ἔζησαν, ἑρμηνεύοντας
τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν. Προσευχόμεθα «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» καὶ οἱ Χριστιανοὶ
συμβασιλεύουν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ γίνονται ἱερεῖς ποὺ προσφέρουν τὴ λατρεία τους
στὸν Ἅγιον Τριαδικὸ Θεό. Ἀλλὰ θὰ ἐρωτήσουμε. Ἀπὸ ποῦ αὐτὰ τὰ ἀξιώματα; Πόθεν;
Ἀπὸ ποῦ τὰ παίρνομε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ αὐτὰ τὰ ἀξιώματα; Καὶ ἐπειδὴ πρόκειται
γιὰ ἀξιώματα ἀλήθεια, ἐφιστῶ ἰδιαιτέρως τὴν προσοχή σας.
Κατ’ ἀρχὰς πηγὴ τῶν ἀξιωμάτων εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐρχόμενος ὁ Κύριος εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐχρίσθη ὑπὸ τοῦ Πατρός. Ἐχρίσθη ὡς
ἄνθρωπος, γιατί ὁ Θεὸς Λόγος δὲν χρίεται
ὑπὸ τοῦ Πατρός, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ἰσότιμος μὲ τὸν Πατέρα· πάντοτε ὁμιλοῦμε διὰ τὴν ἀνθρωπίνην
φύσιν, δηλ. διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐχρίσθη λοιπόν, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ
γενόμενος ἄνθρωπος ὑπὸ τοῦ Πατρὸς ἐχρίσθη μὲ ἕνα τρισσὸν ἀξίωμα: Τοῦ Προφήτου,
τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τοῦ Βασιλέως.
Τὸ τρισσὸν αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου μας μαρτυρεῖται τόσο ὑπὸ τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὅσον καὶ κυρίως ὑπὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Δὲν θὰ ἀνατρέξω παρὰ μόνο σὲ
μία περικοπή, ποὺ ἀναπτύσσουμε τώρα, γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι πράγματι
μαρτυρεῖται τὸ τρισσὸν αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἴχαμε ἀναλύσει τὴν περασμένη φορὰ ὅτι διὰ τοῦ τριπλοῦ ἐπιθετικοῦ
προσδιορισμοῦ «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς»
ἀποδίδεται τὸ προφητικὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ· διότι ἦλθε νὰ μαρτυρήσει τὴν
ἀλήθεια καὶ νὰ πεῖ ποιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἦρθε νὰ μιλήσει. Προφήτης δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει τὸ μέλλον μόνο. Εἶναι ἐντελῶς στενὴ ἡ ἔννοια τοῦ προφήτου ποὺ λέει τὸ μέλλον. Μὲ τὴν εὐρεία ἔννοια, προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὸς λέγεται προφήτης. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου τῶν Προφητῶν δὲν εἶναι τὸ μέλλον· εἶναι τὸ παρόν. Λοιπόν· ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς» –τὸ προφητικό Του ἀξίωμα– ἦλθε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀλήθεια· καὶ μάλιστα εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν Διδάσκαλος οὐρανίων πραγμάτων.
ἀλήθεια καὶ νὰ πεῖ ποιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, δηλαδὴ ἦρθε νὰ μιλήσει. Προφήτης δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει τὸ μέλλον μόνο. Εἶναι ἐντελῶς στενὴ ἡ ἔννοια τοῦ προφήτου ποὺ λέει τὸ μέλλον. Μὲ τὴν εὐρεία ἔννοια, προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Θεό. Αὐτὸς λέγεται προφήτης. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἔργου τῶν Προφητῶν δὲν εἶναι τὸ μέλλον· εἶναι τὸ παρόν. Λοιπόν· ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς» –τὸ προφητικό Του ἀξίωμα– ἦλθε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀλήθεια· καὶ μάλιστα εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν Διδάσκαλος οὐρανίων πραγμάτων.
Δεύτερον· «ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν».
Μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμὸ ἀποδίδεται τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου μας, ποὺ
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι ὁ Θύτης καὶ τὸ Θύμα· εἶναι «ὁ προσφέρων», ὅπως λέμε στὴν
θεία Λειτουργία πολὺ χαρακτηριστικά, «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος», Αὐτὸς ποὺ
προσφέρει καὶ Αὐτὸς ποὺ προσφέρεται. Εἶναι βεβαίως ἀκατανόητο πῶς εἶναι ὁ Θύτης
καὶ τὸ Θύμα! Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι κατανοητὸ μόνο στὴν θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ τρίτον· «ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων
τῆς γῆς», ποὺ ἀποδίδεται, μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, τὸ βασιλικό Του ἀξίωμα,
ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων.
Τὰ τρία αὐτὰ ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί, ἀπεργάζονται τὴν σωτηρία μας.
Μὲ τὰ τρία αὐτά, τὸ προφητικό, τὸ ἀρχιερατικὸ καὶ τὸ βασιλικό, ἔχουμε τὴν
σωτηρία μας. Μὲ τὸ πρῶτο, τὸ προφητικό, ἀποκαλύπτεται ὁ ἀληθινὸς Θεός. Μὲ τὸ
δεύτερο προσάγεται ἡ ἀνθρωπότητα στὸν Θεό. Προσάγεται, ἀναφέρεται. Ὅταν, ἐπὶ
παραδείγματι, παίρνουμε τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ τὸ ἅγιο Δισκάριο, κατὰ τὴν εὐχὴ τῆς
ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἀναφέρουμε τὰ δῶρα πρὸς τὸν Θεό. Ἀναφέρω θὰ πεῖ σηκώνω καὶ τὰ
πηγαίνω πρὸς τὸν Θεό, τὰ προσφέρω –σταυροειδῶς– «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ
προσφέρομεν». Ἀλλὰ ἐδῶ ἔχουμε τὴν ἀναφορὰ ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος. Τὴν
ἀναφορὰ αὐτὴ τὴν ἔκανε ὁ Χριστὸς πάνω στὸν σταυρό· ἔκανε τὴν ἀναφορὰ
ἀρχιερατικῶς, δηλαδὴ ἱερατικῶς, πάνω στὸν σταυρό· ἱεράτευσε ὁ Χριστὸς τὴν
ἀνθρώπινη φύση στὸν Πατέρα· ἀκριβέστερα, στὸν Πατέρα, στὸν Λόγο καὶ στὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιο. Καὶ μὲ τὸ τρίτο ἔχουμε ὅτι ἡ κτίση γίνεται ἀληθινὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
καὶ κυριαρχία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα, ποὺ κάθε πιστὸς παίρνει, ἐνσωματώνεται
στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία· καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ κάθε πιστὸς
προσοικειοῦται, σὲ κάποιο βαθμό, καὶ τῶν τριῶν ἀξιωμάτων τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς
Προφήτης; καὶ ὁ πιστὸς γίνεται προφήτης. Ὁ Χριστὸς Ἀρχιερεύς; καὶ ὁ πιστὸς
γίνεται ἔν τινι μέτρῳ ἱερεύς. Ὁ Χριστὸς Βασιλεύς; καὶ ὁ πιστὸς ἔν τινι μέτρῳ
γίνεται βασιλεύς.
Ὥστε λοιπὸν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὰ ἀξιώματα αὐτὰ ἀπὸ τὸν
Χριστό, ὁ ὁποῖος Χριστὸς τὰ πῆρε ἀπὸ τὸν Πατέρα· ἐχρίσθη ὁ Χριστὸς μὲ τὸ
τρισσὸν αὐτὸ ἀξίωμα. Ἀλλὰ ἀκριβῶς παίρνοντας ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὰ τρία αὐτὰ
ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι μποροῦμε νὰ βλέπουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ εὐαγγελιστὴς
Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη μετὰ ἀπὸ τὸ τρισσὸν ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι «ἐποίησεν
ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτοῦ». Πότε «ἐποίησεν ἡμᾶς», πότε μᾶς
ἔκανε ἐμᾶς, «βασιλείαν» καὶ «ἱερεῖς τῷ Θεῷ»; Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἐστάθη «ὁ μάρτυς ὁ
πιστός», ἐστάθη «ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν», ἐστάθη «ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων».
Ἡ θέση αὐτὴ ὑπάρχει ἤδη στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Αὐτὸς ὁ Θεὸς λέει διὰ τοῦ
Μωϋσέως τὰ ἑξῆς: «Ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον. ταῦτα
τὰ ρήματα ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ» –τί ὡραῖο! Αὐτὰ τὰ λόγια νὰ πεῖς, λέει στὸν
Μωϋσέα, στοὺς Ἰσραηλίτες· ὅτι ἐσεῖς θὰ μοῦ γίνετε βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος
ἅγιο.
Μπορεῖτε νὰ συλλάβετε, ἀγαπητοί μου, τί θὰ πεῖ «βασίλειον ἱεράτευμα καὶ
ἔθνος ἅγιον»;
Καὶ διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου λέει: «Ὑμεῖς δὲ ἱερεῖς Κυρίου κληθήσεσθε»,
ἐσεῖς θὰ κληθεῖτε ἱερεῖς τοῦ Κυρίου, «λειτουργοὶ Θεοῦ· ἰσχὺν ἐθνῶν κατέδεσθε
καὶ ἐν τῷ πλούτω αὐτῶν θαυμασθήσεσθε». Τὸ πρῶτο λέει «θὰ γίνετε ἱερεῖς τοῦ
Θεοῦ»· τὸ δεύτερο ὅτι «ἐσεῖς θὰ ἀποκτήσετε –«κατέδεσθε»· θὰ φᾶτε κατὰ λέξη– τὸν
πλοῦτο τῶν ἐθνῶν, καὶ διὰ τοῦ πλούτου αὐτῶν θὰ θαυμασθεῖτε».
Δηλαδὴ σημαίνει, ὄχι ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Ἑβραῖοι νὰ γίνουμε πλουτοκράτορες
καὶ κοσμοκράτορες –ὤ, οἱ εὐλογημένοι ἄνθρωποι, ὤ, οἱ ταλαίπωροι, πόσο ἔχουν
παρανοήσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!– ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ γίνετε σεῖς βασιλεῖς.
Ἀλλὰ ἡ ὀρθὴ ἔννοια τοῦ «ἱερέως» καὶ τοῦ «βασιλέως» θὰ μᾶς δοθεῖ μόνον ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ.
Ἐὰν δὲν ἔχω τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τότε, ἒ βέβαια, τότε, μελετώντας τὴν
Παλαιὰ Διαθήκη χωρὶς τὸ φῶς τῆς Καινῆς, τότε ὡραιότατα μπορῶ νὰ μετατρέψω κατὰ
σωβινιστικό, ἐθνικιστικὸ τρόπο, φυλετικὸ τρόπο τὴν Ἁγία Γραφή, καὶ νὰ πῶ: «Νά!
Γιὰ μένα λέει ἡ Γραφή, γιὰ μένα ποὺ εἶμαι Ἑβραῖος, νὰ γίνω κοσμοκράτωρ καὶ
πλουτοκράτης»! Φοβερὰ πράγματα, φοβερὴ παρανόηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ!
Βάσει αὐτῶν κινοῦνται, ἀγαπητοί μου, οἱ Ἑβραῖοι. Εἶναι ἀξιολύπητοι. Εἶναι
ἀξιολύπητοι πραγματικά! Δὲν θὰ γίνουν ποτὲ κοσμοκράτορες μὲ τὴν ἔννοια ὅτι θὰ
χαροῦν. Μόλις γίνουν –θὰ γίνουν, θὰ γίνουν! γιατί αὐτοὶ θὰ φέρουν τὸν
Ἀντιχριστο– μόλις γίνουν, θὰ ἀναλωθοῦν, καὶ συνεπῶς δὲν θὰ χαροῦν τίποτα!
Ματαιοπονοῦν, πραγματικά. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ 2ος Ψαλμός,
«ἐκγελάσεται αὐτοὺς» ὁ Κύριος, θὰ γελάσει μαζί τους. Δηλαδὴ εἶναι μιὰ
ἀνθρωποπαθῆς ἔκφραση, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς πεῖ: «Ταλαίπωροι καὶ φτωχοὶ ἄνθρωποι.
Τόσος κόπος, τόσοι ἀγῶνες· αἰῶνες ὁλόκληρους ἀγωνίζεσθε νὰ γίνετε
κοσμοκράτορες. Τί βγάλατε; Ἦλθε τὸ τέλος. Τί βγάλατε;». Ὄχι λοιπὸν μ’ αὐτὴ τὴν
ἔννοια.
Ἀλλὰ ἂς προχωρήσουμε.
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ ἀπόστολος Πέτρος παίρνει τὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ τὰ
ἀνανεώνει πλέον καινοδιαθηκικῶς ὡς ἑξῆς: «ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν». Ποιοί;
Σεῖς, οἱ Χριστιανοί. Ὄχι πλέον ἡ Συναγωγή· σεῖς, οἱ Χριστιανοί. «Βασίλειον
ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν». Ὥστε λοιπὸν τὸ «ἔθνος ἅγιον» καὶ
τὸ «βασίλειον ἱεράτευμα» δὲν εἶναι πλέον γιὰ τοὺς Ἑβραίους· εἶναι γιὰ τοὺς
Χριστιανούς! Αὐτὸ εἶναι· αὐτὸ εἶναι τὸ φῶς τῆς Καινῆς Διαθήκης· νέα διάσταση
παίρνει τὸ πρᾶγμα· «ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε
τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς».
Βλέπετε πουθενὰ νὰ ὑπάρχει τὸ ὑλιστικὸ στοιχεῖο; Πουθενά! Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς
θὰ λέγαμε αὐτοὶ ποὺ θὰ ’θελαν νὰ κάνουν χριστιανικὰ κόμματα γυρίζουν πίσω στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη. Πέφτουν, ἢ τὸ καταλαβαίνουν ἢ δὲν τὸ καταλαβαίνουν, ἢ συνειδητὰ
ἢ ἀσυνείδητα, πέφτουν στὸ ἴδιο λάθος ποὺ ἔπεσαν οἱ Ἑβραῖοι. Στὸ ἴδιο ἀκριβῶς
λάθος!
Συνεπῶς κάθε πιστὸς ποὺ εἶναι βαπτισμένος καὶ εἶναι χρισμένος μὲ τὸ ἅγιο
Μύρο εἶναι «προφήτης», «ἱερεὺς» καὶ «βασιλεύς».
Ἀλλὰ τί σημαίνει, ἐγὼ ὁ Χριστιανός, ποὺ βαπτίσθηκα καὶ ἐχρίσθην, ὅτι εἶμαι
«προφήτης», «βασιλεὺς» καὶ «ἱερεύς»; Τί σημαίνει αὐτό;
Πρῶτον· ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα τοῦ «προφήτου». Εἶναι ἡ ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ τὰ πολλαπλὰ χαρίσματά Του. Γι’ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, εἰς
τὴν πρώτην του ἐπιστολὴν βεβαιώνει στοὺς νεοφωτίστους καὶ λέγει: «ὅτι χρίσμα
ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα», ἔχετε χρίσμα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεό, καὶ τὰ
γνωρίζετε ὅλα. Τί ἀκριβῶς γνωρίζει κανείς; Ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι πρὸς σωτηρίαν
του. Αὐτὰ τὰ γνωρίζει. Γνωρίζει τὴν πλάνη τοῦ κόσμου, γνωρίζει τὶς μεθόδους τοῦ
Διαβόλου, γνωρίζει τὶς παγίδες τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ κάθε ἄνθρωπος, καὶ τοῦ
ἀνοίγεται ὁ δρόμος, γιὰ νὰ δεῖ τὸ συμφέρον, τὸ πνευματικὸ συμφέρον.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λοιπόν, ποὺ τὸ παίρνουμε μὲ τὸ Χρίσμα καὶ ἔχουμε αὐτὸ τὸ
ἀξίωμα τοῦ «προφήτου», τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ ἐσωτερικός μας Διδάσκαλος, ποὺ
μᾶς ἀνοίγει τὴν διάνοια νὰ κατανοήσουμε τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες καὶ μᾶς βοηθᾶ
νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς πλάνες τοῦ κόσμου καὶ νὰ κατανοήσουμε τὶς πονηριές του
καὶ τὶς παγίδες του.
Τὸ πόσο σπουδαῖο εἶναι αὐτό, τὸ πόσο σπουδαῖο –δὲν ξέρω πόσο δυνατὰ νὰ τὸ
φωνάξω νὰ τὸ ἀκούσετε– εἶναι ὅταν βλέπει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι ἐκτὸς
Χριστιανισμοῦ, ἢ εἶναι Χριστιανοί, ἀλλὰ ἔσβησαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀχρήστευσαν
τὸ Χρίσμα ποὺ πῆραν –τὸ ἀχρήστευσαν,
γιατί ζοῦν κατὰ κόσμον καὶ κινοῦνται καὶ σκέπτονται κατὰ κόσμον– πῶς ἐνεργοῦν
στὴ ζωή τους! Καὶ βλέπει κανεὶς τὰ ἄτοπα, τὰ ἀνόητα, τὰ ἐπικίνδυνα ποὺ
μετέρχονται καὶ τὰ κρημνώδη, καὶ λέει: Δὲν ἔχουνε μυαλὸ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Δὲν
βλέπουνε; Δὲν καταλαβαίνουνε;.
Σήμερα πρόσεξα ἕναν στίχο ἀπὸ τὸν 118 Ψαλμό. Λέει ἐκεῖ: «εἶδον ἀσυνετοῦντας
καὶ ἐξετηκόμην», εἶδα τοὺς ἀνθρώπους νὰ μένουν ἀσύνετοι, λέει ὁ Ψαλμωδός, καὶ
ἄρχισα νὰ λειώνω μέσα μου. Λειώνει πραγματικὰ κανεὶς ὅταν βλέπει νὰ ἐπικρατεῖ ἡ
μωρία γύρω του.
Ἂν βλέπατε κάποιον, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἔχει ἀνεβεῖ σ’ ἕνα δέντρο, σ’ ἕνα
κλαδὶ νὰ κάθεται, καὶ νὰ κρατᾶ ἕνα πριόνι καὶ νὰ κόβει –νὰ κάθεται στὸ κλαδὶ
μεγαλοπρεπῶς, μὲ κάθε ἄνεση καὶ ἀσφάλεια!– καὶ νὰ κόβει μὲ τὸ πριόνι τὸ κλαδὶ
ποὺ κάθεται, τί θὰ λέγατε; Τί θὰ λέγατε;
Ἔ, λοιπὸν –νὰ τὸ πάρω σὲ μία μεγέθυνση τὸ πράγμα, ὡς πολιτεία– πέστε μου
–ὡς πολιτεία, ὡς ἑλληνικὴ πολιτεία!– κόβουμε τὸ κλαδὶ ποὺ καθόμαστε; Τὸ
κόβουμε, ἀγαπητοί! Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὴν Παιδεία, νὰ δεῖτε τί βαθειὰ κρίση
περνάει ἡ Παιδεία μας. Βαθειὰ κρίση περνάει! Ρίξτε μιὰ ματιὰ στὶς συνήθειες,
στὰ ἤθη καὶ ἔθιμα ποὺ εἰσάγονται καθημερινὰ στὴν κοινωνική μας καὶ ἰδιωτική μας
ζωή· πῶς ἀρχίζει ὁ Νεοέλληνας νὰ σκέπτεται; πῶς ἀρχίζει νὰ ζεῖ; Ποὺ εἶναι
στοιχεῖα ποὺ ἔζησαν οἱ λαοὶ ὅταν μπῆκαν στὸν χῶρο τῆς παρακμῆς. Εἶναι στοιχεῖα
παρακμῆς αὐτά, εἶναι σημάδια παρακμῆς· ἤδη ἐτονίσθησαν ἀπὸ φιλοσόφους, δηλαδὴ
θὰ λέγαμε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ μποροῦσαν λίγο νὰ κοιτάζουν στὴν Εὐρώπη, ἀπὸ τὸν
περασμένο αἰώνα, ὅτι ἡ Εὐρώπη ἀργοπεθαίνει. Κι ἐμεῖς παίρνουμε αὐτὰ ὅλα σὰν τὴν
τελευταία λέξη τῆς προκοπῆς καὶ τῆς προόδου!...
Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ βλέπεις ὅτι πᾶμε νὰ πεθάνουμε κι ἐμεῖς, πᾶμε κατὰ
κρημνοῦ καὶ δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι αὐτό, δὲν τὸ βλέπουν· καὶ σὲ πιάνει μέσα
σου ἕνα αἴσθημα παράξενο καὶ περίεργο. Λειώνεις πραγματικὰ μέσα σου, ὅταν
βλέπεις τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐνεργοῦν, ὅπως ἐνεργοῦν, καὶ πηγαίνουμε κατὰ κρημνοῦ!
Γιὰ νὰ μὴν πῶ ἰδιωτικὲς περιπτώσεις καὶ ἱστορίες ποὺ βλέπουμε γύρω μας.
Ἀπὸ ’δῶ νὰ καταλάβετε τί θὰ πεῖ, ἔχω τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶμαι
«προφήτης», δηλαδή, ἐν εὐρείᾳ πάντα ἐννοίᾳ, μ’ ἄλλα λόγια, νὰ ἔχω Διδάσκαλό μου
τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ μπορῶ νὰ βλέπω, νὰ μπορῶ νὰ κρίνω αὐτὰ ποὺ θὰ ’λεγε
κάποιος σὰν κοινὸ νοῦ, αὐτὰ ποὺ θὰ μᾶς χάριζε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὡς κοινὸ νοῦ.
Οὔτε τὸ κοινὸ νοῦ δὲν ἔχουμε! Καὶ πολλὲς φορὲς μιλᾶμε ἐν ὀνόματι μιᾶς πολλῆς
καὶ βαθειᾶς σοφίας, καὶ πρόκειται περὶ μωρίας, μωρίας, μωρίας! κατὰ τὸ «οὓς ὁ
Θεὸς βούλεται ἀπολέσαι μωραίνει»! Φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ μᾶς καταστρέψει,
γι’ αὐτὸ ἔχουμε μωρανθεῖ· καὶ τοῦτο γιατί ἀφήσαμε τὸν Θεό.
Τὸ εἶπα ἁπλῶς σὰν ἕνα παράδειγμα, νὰ καταλάβετε τί θὰ πεῖ, ἔχω τὸ προφητικὸ
«πνεῦμα», δηλαδὴ ἔχω Διδάσκαλό μου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ φωτίζει πῶς
πρέπει νὰ προχωρῶ.
Δεύτερον· ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα τοῦ «ἱερέως».
Ἐδῶ πρέπει νὰ γίνει μία διασάφηση. Ἡ γενικὴ αὐτὴ ἱερωσύνη, ποὺ ὑπάρχει
στοὺς πιστούς, ποὺ εἶπε «ἱερεῖς, βασίλειον ἱεράτευμα», ποὺ κάθε βαπτισμένος
εἶναι καὶ ἕνας ἱερεύς, αὐτὴ ἡ γενικὴ
ἱερωσύνη δὲν ὑποκαθιστᾶ τὴν λειτουργικὴν
Ἱερωσύνη, καὶ συνεπῶς νὰ παραμερίζει τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, ὅπως δυστυχῶς
πράττουν οἱ Προτεστάντες· οἱ ὁποῖοι λένε καὶ ὁμιλοῦν γιὰ μιὰ γενικὴ ἱερωσύνη,
ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν εἰδικὴ Ἱερωσύνη, γι’ αὐτὸ καὶ κατήργησαν τὸ μυστήριο τῆς
Ἱερωσύνης.
Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης εἶναι τὸ μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας· γι’
αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης τελεῖται κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἡ θεία
Λειτουργία προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη, συνίσταται ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη καὶ
ταυτοχρόνως συνιστᾶ τὴν Ἱερωσύνη. Δηλαδή: ὁ ἱερεὺς τελεῖ τὴν Λειτουργία (ὁ
ἀρχιερέας, ὁ ἐπίσκοπος) δυνάμει τῆς Ἱερωσύνης του –παρακαλῶ προσέξτε αὐτὸ τὸ
σημεῖο– δυνάμει τῆς Ἱερωσύνης του, καὶ ταυτοχρόνως μέσα στὴ Λειτουργία
ἀποκτᾶται ἡ Ἱερωσύνη. Γι’ αὐτὸ διακρίνεται ὡστόσο, ἀλλὰ καὶ ταυτίζεται ἡ
Ἱερωσύνη, τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, μὲ τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας· διακρίνεται
καὶ ταυτίζεται. Εἶναι πολὺ σπουδαῖο· εἶναι πολὺ σπουδαῖο!
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ κατήργησαν οἱ Προτεστάντες. Γι’ αὐτὸ στὴν πραγματικότητα,
ἐπειδὴ κατήργησαν τὴν Ἱερωσύνη, δὲν ἔχουν Ἐκκλησία. Οἱ Προτεστάντες δὲν εἶναι
Ἐκκλησία· εἶναι χριστιανικὲς κοινότητες. Δὲν εἶναι Ἐκκλησία· τὸ ξαναλέω ἄλλη
μιὰ φορά. Καὶ ἂν ὁμιλοῦν περὶ Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας, ἢ ψεύδονται ἢ ὁμιλοῦν
καταχρηστικῶς. Καὶ ξαναλέω ἄλλη μιὰ φορά· δὲν εἶναι Ἐκκλησία ἐπειδὴ δὲν ἔχουν
μυστήριο Ἱερωσύνης· μὲ τὴν εἰδικὴ σημασία τῆς λέξεως.
Εἴδατε ἀρκετὰ τὸ τόνισα. Ἐλπίζω διασάφησα τὴν εἰδικὴ Ἱερωσύνη καὶ γενικὴ
ἱερωσύνη.
Ἀλλὰ τόσο ἡ γενική, ὅσο καὶ ἡ εἰδικὴ Ἱερωσύνη, ξεκινοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ
καταλήγουν πάλι στὸν Χριστόν, ἡ κάθε μιὰ ὅμως ἔχει τὴν δική της πορεία. Ἐπ’
οὐδενὶ λόγω ἀντικαθιστᾶ ἡ μία τὴν ἄλλη· ἐπ’ οὐδενὶ λόγω!
Ὁ πιστός, ὡς ἱερέας μὲ τὴν γενικὴ ἔννοια τῆς ἱερωσύνης, συμβάλλει εἰς τὴν
θυσία τῆς ἁγίας Τραπέζης. Συμβάλλει. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὶς ὑλικὲς προσφορές του.
Ὅταν ὁ πιστὸς θὰ φέρει τὸ πρόσφορό του καὶ τὸ κρασί του, αὐτὰ θὰ τὰ προσφέρει
στὸν ἱερέα καὶ μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ αὐτὴ συμβάλλει εἰς τὴν προσφορὰ τοῦ ἱερέως,
ἐν εἰδικῇ ἐννοίᾳ, ποὺ θὰ γίνει πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν θὰ πάρει ὁ ἱερέας τὸ ἅγιο
Δισκάριο, ποὺ εἶναι μέσα ὁ ἀμνός, ποὺ εἶναι τὸ ψωμί –ἀκόμη ψωμὶ εἶναι· ἀκόμα
δὲν εἶναι Σῶμα Χριστοῦ– καὶ θὰ πεῖ «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν...», αὐτὸ
τοῦ τὸ ’φεραν οἱ πιστοί.
Ἔχουμε δηλαδὴ μία ἁλυσίδα προσφορᾶς. Ὁ πιστὸς φέρνει τὸ πρόσφορο· τὸ
ζύμωσε, τὸ ἔφτιαξε καὶ τὸ φέρνει στὴν ἐκκλησία· τὸ παίρνει ὁ ἱερεύς, καὶ τώρα
ἔχει τὴν τελικὴ ἀναφορά. Τὴν πρώτη ἀναφορὰ λοιπὸν τὴν ἔχει ὁ πιστός, ὡς ἱερέας
ἐν γενικῇ ἐννοίᾳ, καὶ τὴν τελικὴ ἀναφορὰ τὴν ἔχει ὁ ἱερέας, ἐν εἰδικῇ ἐννοίᾳ.
Ὥστε λοιπὸν βλέπουμε ὅτι ὁ πιστός, μὲ τὴν γενικὴ ἔννοια τοῦ ἱερέως, προσφέρει
καὶ ἐκεῖνος τὰ δῶρα τοῦ τὰ ὑλικά.
Ἀλλὰ κάτι ἀκόμη περισσότερο εἶναι ὅτι ἔχει τὴν πνευματική του συνεργασία μὲ
τὸν ἱερέα· δηλαδὴ προσφέρει διὰ τοῦ ἱερέως καὶ μετὰ τοῦ ἱερέως ὅ,τι θὰ
προσφέρει. Προσέξτε· διὰ τοῦ ἱερέως, διὰ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως, καὶ μαζὶ μὲ τὸν
ἱερέα, ὅ,τι θὰ προσφέρει. Ὅποτε βλέπουμε αὐτὸ ποὺ στὴν πράξη εἶναι ὡς ἑξῆς, καὶ
τώρα θὰ μὲ καταλάβετε.
Μπορεῖ ὁ ἱερέας νὰ λειτουργήσει μόνος του; Παίρνει ἕνα πρόσφορο, ἀνοίγει
τὸν ναό, μπαίνει μέσα, λέει «Εὐλογητὸς ὁ Θεός...», «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία...»
καὶ ξεκινάει τὴν θεία Λειτουργία. Μπορεῖ; Ὄχι. Ὄχι γιὰ λόγους τεχνικούς· ὄχι,
διότι δὲν ἔχει ψάλτη, καὶ ποιὸς θὰ πεῖ τὸ «Ἀμὴν» ἀπ’ ἔξω καὶ τὸ «Κύριε,
ἐλέησον»· ὄχι γιὰ λόγους τεχνικούς, ἀλλὰ γιὰ λόγους ἐκκλησιολογικούς.
Ἀπαγορεύεται ὁ ἱερέας νὰ τελέσει μόνος του τὴν θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ εἶναι
καὶ ἕνας πιστός. Ἀπαγορεύεται. Αὐτό, ξαναλέω ἄλλη μία φορά, ὄχι γιὰ λόγους
τεχνικούς, ἀλλὰ γιὰ λόγους ἐκκλησιολογικούς.
Δηλαδὴ ποιοί εἶναι οἱ ἐκκλησιολογικοὶ λόγοι; Ὅλα αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω τόσην
ὥρα. Δηλαδὴ ἐγὼ ὁ ἱερέας –νὰ πῶ γιὰ μιὰ στιγμή– ποὺ εἶμαι ἱερέας, δὲν μπορῶ νὰ
τελέσω μόνος μου τὴν θεία Λειτουργία; Ὄχι· πρέπει νὰ εἶσαι κι ἐσύ, ὁ λαϊκός·
γιατί πρέπει ἡ δική μου Ἱερωσύνη καὶ ἡ δική σου νὰ ἀποτελέσουν τὴν προσφορὰ
στὸν Θεό. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο, ποὺ ἔχει τὴν γενικὴ ἱερωσύνη,
πρέπει νὰ εἶναι παρόν! Παρόν! Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λαὸς κοινωνεῖ Σώματος καὶ Αἵματος·
ὅπως καὶ ὁ ἱερέας Σώματος καὶ Αἵματος.
Γιατί τὸ λέω αὐτό; Γιατί ἐν ὄψει ὅλων αὐτῶν τῶν συνεδρίων καὶ λοιπὰ
(παρακαλῶ καταρτίζεσθε, νὰ ξέρετε ποῦ βρισκόμαστε). Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία
–προηγουμένως σᾶς εἶπα γιὰ τοὺς Προτεστάντες· τώρα σᾶς λέω καὶ γιὰ τὴν
Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία– αὐτὴ δὲν κοινωνεῖ τοὺς πιστοὺς μὲ Αἷμα Χριστοῦ, παρὰ
μόνο μὲ Σῶμα! Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι δίνει προνόμια στὸν κλῆρο, τὰ
ὁποία δὲν παίρνει ὁ λαός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ρωμαιοκαθολικὸς ἱερέας δύναται νὰ λειτουργήσει
μόνος του, κάθε μέρα, στὸ δωμάτιό του, λίγα λεπτά, καὶ δέκα λεπτὰ (ἀπὸ δέκα
λεπτὰ ἕως μία ὥρα εἶναι ἡ Λειτουργία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τῶν Παπικῶν) καὶ σὲ
δέκα λεπτὰ τελεῖ τὴν Λειτουργία, κοινωνεῖ μόνος του καὶ πάει στὴ δουλειά του!
Αὐτὰ ἡ Ὀρθοδοξία μας δὲν τὰ γνωρίζει –γιατί;– διότι ἐσφαλμένα προχώρησαν,
ἠγνόησαν τὸν λαό. Ὁ λαός, ἡ παρουσία τοῦ λαοῦ, τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου, εἶναι
θεμελιωδέστατης σημασίας! Καὶ τὸ ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο·
δὲν μπορεῖς, ὢ ἱερεύς, νὰ λειτουργήσεις χωρὶς τὸ λαϊκὸ στοιχεῖο, χωρὶς νὰ
ὑπάρχει καὶ ἄλλος μέσα, νὰ εἶναι παρὼν καὶ ἄλλος.
Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ἀκόμη ὅτι ἡ γλώσσα τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι
συντεταγμένη σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο. Τί σημαίνει αὐτό, σὲ πρῶτο πληθυντικὸ
πρόσωπο; σημαίνει ὅτι προβλέπει ὁ τύπος, ἡ μορφὴ τῆς Λειτουργίας, προβλέπει
περισσότερους λειτουργούς του ἑνός, γιὰ νὰ εἶναι συντεταγμένη σὲ πρῶτο
πληθυντικό; Ὄχι· σημαίνει ὅτι εἶναι παρὼν ὁ λαός· καὶ σημαίνει ὅτι ὅλος ὁ
κόσμος, κλῆρος καὶ λαός, ἅπασα ἡ Ἐκκλησία, προσφέρει τὴν ἀναφορά της στὸν Θεό.
(Ἀπὸ Ὁμιλία 9,
13:00 καὶ ἑξῆς). Ὁ Πάπας
εἰς τὴν Ρώμην, εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος
τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἀντιπρόσωπος θὰ πεῖ, ὅτι ἀπουσιάζει ὁ ἐξουσιοδοτῶν καὶ
ὑπάρχει ὁ ἀντιπρόσωπός του. Ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς κυβερνᾶ στὸν Οὐρανὸ καὶ
ὁ Πάπας κυβερνᾶ στὴν γῆ! Ὁ Χριστὸς λοιπόν, δὲν εἶναι στὴ γῆ, εἶναι στὸν οὐρανό,
ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆν, εἶναι ὁ Πάπας Ρώμης.
Αὐτὸ ὅμως, δὲν εἶναι ἀντίθετο τῶν ὅσων μελετοῦμε;
Γιατὶ ὁ Θεὸς κρατᾶ στὰ χέρια του τοὺς ἀστέρας (σ.σ. τοὺς Ἐπισκόπους) καὶ περιπατεῖ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν του, τῶν λυχνιῶν. Ἀλλά,
κρατεῖ στὰ χέρια του τοὺς ἀστέρας, σημαίνει ὅτι δὲν κυβερνοῦν οἱ Ἐπίσκοποι, κυβερνᾶ ὁ Χριστός.
Τὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τοῦτο· ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος,
ὁ ἱερεὺς κ.λπ., δὲν εἶναι ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ· ποὺ σημαίνει
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, καὶ (σ.σ. ὁ ἱερεύς) εἶναι ἀπὸ προσώπου Χριστοῦ. Ὅταν ἐπὶ παραδείγματι, τελεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν Θ.
Λειτουργίαν, τὸ χέρι του δίνει στὸν
Χριστό. Τί λέγει ἐκεῖ εἰς τὸν Χριστόν; Ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ Θύτης καὶ τὸ Θύμα! Ἐσὺ
εἶσαι ὁ Θύτης, δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ ἱερεύς. Ἐσὺ ὁ Ὁποῖος προσφέρεις καὶ προσφέρεσαι.
Μὰ ὅταν ἐσὺ προσφέρεις, μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι Ἐσὺ
κινεῖσαι καὶ προσφέρεις τὴν θυσίαν, τὴν θυσίαν τοῦ Ἑαυτοῦ σου, ἐγὼ τότε, τί ρόλο
παίζω ὁ ἱερεύς; Ἁπλῶς, κινῶ τὰ χέρια μου! Εἶμαι ὁ ὑπηρέτης Σου· τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος προσφέρει
καὶ προσφέρεται.
Ἀκόμη στὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Θὰ
πεῖ ὁ λατίνος ἱερεύς. Ἐγὼ σὲ συγχωρῶ. Γιατί; Φυσικόν εἶναι· ἀφοῦ ὁ Χριστὸς
εἶναι στὸν οὐρανό, ἐπῆρε τὴν ἐξουσία τώρα ὁ ἱερεὺς καὶ τώρα αὐτὸς συγχωρεῖ πάνω
στὴν γῆ.
Ὁ Ὀρθόδοξος θὰ πεῖ: «Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος
διὰ τῆς ἐμῆς ἐλαχιστότητος ἔχοι (τὸ «χι» μὲ οι, εἴθε νὰ σὲ ἔχει) συγχωρημένον καὶ
λελυμένον». Ἐγὼ ἁπλῶς ἄκουσα τὴν ἐξομολόγησή σου, ἐγὼ ἁπλῶς δίνω τὴν εὐχή. Ὁ
Θεὸς εἶναι ὁ ἐξετάζων τὶς καρδιές· ἂν ἐσὺ ἐξομολογήθηκες εἰλικρινά, τότε, ὁ
Θεὸς ποὺ εἶναι παντογνώστης, θὰ σοῦ δώσει τὴν συγχώρηση. Ἐὰν δὲν εἶναι
εἰλικρινὴς ἡ ἐξομολόγησή σου, μὴ νομίσεις ὅτι ὑφάρπασες τὴν συγχωρητικὴ εὐχὴ
καὶ τώρα συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες σου. Δὲν σὲ συγχώρησε ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος
ἱερεὺς πλανᾶται, ξεγελιέται, ἐξαπατᾶται. Ὁ Χριστὸς ὄχι.
Βλέπετε πόσο σπουδαῖα εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα! Ἀλλὰ προχωρῶ.
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀποκαλεῖ τοὺς πιστοὺς «ὡς λίθους ζώντας», οἱ ὁποῖοι
οἰκοδομοῦνται «εἰς οἶκον πνευματικόν». Ὁ
δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τοὺς πιστοὺς «ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Κρατῆστε
αὐτό· εἶμαι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Κρατήσατέ το! Τί θὰ πεῖ, εἶμαι ναὸς τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος; Θὰ πεῖ ὅτι σ’ αὐτὸν τὸν ζῶντα ναὸ τοῦ Θεοῦ ὁ κάθε πιστὸς εἶναι
γιὰ τὸν ἑαυτό του, τὸν δικό του τὸν ναό, ὁ φύλακάς του καὶ ὁ ἱερέας του! Εἶμαι
ναὸς –ὁ κάθε πιστός– ναός του ζῶντος Θεοῦ!
Πολλὲς φορὲς τὸ λέει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· πολλὲς φορὲς μᾶς τὸ ’χει πεῖ.
Ἀλλὰ ὅταν ὁμιλεῖ περὶ ναοῦ, ἐννοεῖ καὶ τὸν ἱερέα. Ποιὸς εἶναι ὁ ἱερέας; Ἐγὼ
εἶμαι ὁ ναός, ἐγὼ εἶμαι ὁ ἱερέας! Ἐγὼ εἶμαι καὶ ὁ φύλακας τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ,
τοῦ ἑαυτοῦ μου δηλαδή! Καταλαβαίνετε τί σημαίνει αὐτό;
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, ἐὰν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὸ θύμα ποὺ προσφερόταν εἶχε
τὴν ἑξῆς ἔννοια στὶς θυσίες· ὑποκαθιστοῦσε τὸν ἔνοχο. Ἔπαιρνε ὁ ἄνθρωπος ἕνα
πρόβατο, πήγαινε καὶ τὸ θυσίαζε, ἀντὶ νὰ θυσιασθεῖ ὁ ἴδιος· ἐχύνετο τὸ αἷμα τοῦ
ζώου. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐγίνετο ἡ προσφορά, ἡ θυσία, ἀντὶ τοῦ ἐνόχου· τὸ
πρόβατο, ποὺ δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτα, ἀντὶ τοῦ ἐνόχου· χύνεται τὸ αἷμα τοῦ ζώου·
γιατί τότε θὰ ’πρεπε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ αὐτοφονευόμαστε· δὲν τὸ θέλει αὐτὸ ὁ
Θεός.
Ἀλλὰ ἐδῶ τώρα ἔχουμε μία θυσία πολὺ πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁποία ὑπῆρχε στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη. Ὅταν ἔπαιρνα ἕνα πρόβατο καὶ τὸ θυσίαζα, ἤμουν ἐντάξει ἀπέναντι
στὸν Θεό· τώρα ὄχι. Τὸ θύμα τῆς λατρείας ποὺ θὰ θυσιάσω τώρα στὸν Θεὸ εἶναι ὁ
ἐαυτός μου, τὸ ἐγώ μου!
Ἀκοῦστε πῶς τὸ λέει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή:
«Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἀδελφοί», σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, «διὰ τῶν οἰκτιρμῶν
τοῦ Θεοῦ –προσέξτε– παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν», νὰ παραστήσετε τὰ σώματά σας·
μάλιστα τὸ ρῆμα «παραστῆσαι», παρίστημι ἢ παρίσταμαι, ἔχει λειτουργικὴ
διάσταση· εἶναι ὅπως ἀκριβῶς θὰ φέρουν τὰ πρόσφορα νὰ τὰ παρουσιάσουν ἐδῶ οἱ
ἄνθρωποι στὸν Θεό, πηγαίνοντας τὰ ἐκεῖ στὴν βόρεια Πύλη. Παλαιότερα
προσφέρονταν στὴν ὡραία Πύλη, καὶ μάλιστα στὴν ὥρα τοῦ Ἀποστόλου. Ἀπομεινάρι
αὐτῆς τῆς προσφορᾶς τοῦ λαοῦ εἶναι ὅταν βγαίνει τὴν ὥρα τοῦ Ἀποστόλου ὁ ἱερέας
καὶ θυμιάζει· διότι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πρόσφεραν οἱ πιστοὶ τὰ ἐθυμίαζε ὁ ἱερέας
καὶ τὰ ἔπαιρνε μέσα. Λοιπόν· αὐτὸ λέγεται παραστήνω· δηλαδὴ κάνω μιὰ παράσταση
τῶν δώρων μου. Γι’ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη «παραστῆσαι» ὁ ἀπόστολος Παῦλος·
εἶναι λειτουργικῆς διαστάσεως κι εἶναι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τί τώρα «νὰ
παραστήσετε»; τὰ πρόσφορά σας; τὸ κρασί σας; τί; τί; τί; Προσέξτε: «τὰ σώματα
ὑμῶν», τὰ σώματά σας, «θυσίαν ζῶσαν», ζωντανὴ θυσία, «ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ,
τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν» –λογικὴ θὰ
πεῖ πνευματική– τὴν πνευματικὴ λατρεία.
Ὥστε λοιπὸν θὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου! Ἀλλὰ τότε εἶμαι ἱερέας, ἐὰν προσφέρω
τὸν ἑαυτό μου. Καὶ λέει ἀπόστολος Πέτρος: «Καὶ αὐτοὶ ὡς λίθοι ζῶντες
οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικὰς θυσίας
εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὥστε νὰ φέρετε πνευματικὲς θυσίες, ποὺ
εἶναι εὐπρόσδεκτες στὸν Θεό, διὰ μέσου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Μεσίτου.
Ὥστε λοιπὸν ἡ θυσία τοῦ ἱερατεύοντος πιστοῦ εἶναι –τοῦ ἱερατεύοντος πιστοῦ,
μὲ τὴν γενικὴ ἔννοια τοῦ ἱερέως, ὅλοι ἐσεῖς δηλαδή: Πρῶτον εἶναι θυσία
αἰνέσεως· ὁ «καρπὸς τῶν χειλέων», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Λέει στὴν Πρὸς
Ἑβραίους: «δι’ αὐτοῦ –τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ– ἀναφέρωμεν» –τὸ ρῶ μὲ ὠμέγα– δηλαδὴ ἂς
ἀναφέρουμε. Βλέπετε τὸ ρῆμα ἀναφέρω; Ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐχὴ τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς. Τὸ
βλέπετε; Λειτουργικὴ λέξη καὶ αὐτή. Ἂς ἀνεφέρουμε. «θυσίαν». Τί «θυσίαν»;
«αἰνέσεως»· δηλαδὴ ὕμνος, δοξολογία· ὕμνος ἀπὸ τὸ στόμα μου· «διὰ παντὸς τῷ
Θεῷ, τοῦτ’ ἐστι», δηλαδή, «καρπὸν χειλέων». Δὲν λέει «καρπὸν καρδίας»· λέει
«καρπὸν χειλέων»· δηλαδὴ νὰ ψάλλω στὸν Θεό. «ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ», μὲ
τὸ νὰ ψάλλω, νὰ αἰνέσω τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὁμολογῶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Δεύτερον· θυσία δικαιοσύνης. Λέει ὁ 50ος Ψαλμός: «ὅτι εἰ
ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν», ἐὰν πραγματικὰ ζήτησες θυσία, Σοῦ τὴν ἔδωσα, λέει ὁ
πιστὸς στὸν Θεό· ποιά; «ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις», δὲν θέλεις τὰ
ὁλοκαυτώματα, δηλαδὴ τὰ ζῶα νὰ τὰ ρίξουμε στὴ φωτιὰ νὰ καοῦν. «Θυσία τῷ Θεῷ»,
γιατί θυσία στὸν Θεὸ εἶναι «πνεῦμα συντετριμμένον»· «καρδίαν συντετριμμένην καὶ
τεταπεινωμένην», ταπεινωμένη, «ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει», δὲν θὰ ἀπωθήσει, δὲν θὰ
διώξει ὁ Θεός· «τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα»,
τότε θὰ εὐδοκήσεις, τότε θὰ θελήσεις καὶ τότε θὰ δεχθεῖς θυσία δικαιοσύνης,
θυσία ἀναφορᾶς καὶ ὁλοκαυτώματα.
Τί εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ θυσία τῆς δικαιοσύνης; Ὅλος ὁ στίχος καὶ ὅλη ἡ
περικοπὴ μᾶς λέει τὸ ἑξῆς: εἶναι ἡ θυσία
τῆς μετανοίας –μεγάλη θυσία πρὸς
τὸν Θεό! Εἶναι ἡ θυσία τῆς μετανοίας, ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία μας προσβάλαμε τὸν Θεὸ
καὶ λυπήσαμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ἀκόμη «δικαιοσύνη» θὰ πεῖ ἀρετή· εἶναι ἡ θυσία τῆς ἀρετῆς. Θὰ βάλω στὸ
θυσιαστήριο μὲ τὰ κάρβουνα, μὲ τὰ κάρβουνα ποὺ καῖνε μέσα, τῆς προσφορᾶς, θὰ
βάλω τὶς ἀρετές μου νὰ γίνουν θυμίαμα, νὰ ἀνεβοῦν στὸν Οὐρανό! Δὲν λέει κάπου
–στὸ «Κύριε, ἐκέκραξα»– «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου»;
Δὲν Σοῦ προσφέρω θυμίαμα· Σοῦ προσφέρω τὴν προσευχή μου. Ἂν θέλεις, Κύριε, Σοῦ
προσφέρω καὶ τὸ θυμίαμα μαζὶ μὲ τὴν προσευχή μου. Ἀλλὰ ὅπως αὐτὴ τὴν στιγμὴ
ἀνεβαίνει τὸ θυμίαμα, ἔτσι νὰ ἀνεβεῖ ἡ προσευχή μου· ἔτσι νὰ ἀνεβοῦν καὶ οἱ
ἀρετές μου, δηλαδὴ ἡ ἁγιότητά μου.
Ὥστε λοιπὸν ποιά εἶναι ἡ θυσία τῆς δικαιοσύνης; Ἡ θυσία τῆς δικαιοσύνης
εἶναι ἡ θυσία τῶν ἀρετῶν, νὰ προσφέρω τὶς ἀρετές μου, νὰ εἶμαι ἅγιος ἄνθρωπος!
Τρίτον· ἡ θυσία τῆς ἐλεημοσύνης. Λέει στὴν Πρὸς Ἑβραίους ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: «τῆς εὐποιΐας», τῶν καλῶν πράξεων, «καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε»,
μὴν ξεχνᾶτε· νὰ ἔχετε συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ ἄλλου καὶ νὰ τοῦ κάνετε καλὸ
πάντοτε, «τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός». Ὥστε λοιπὸν «θυσία» εἶναι
αὐτό; καὶ μάλιστα «εὐάρεστη θυσία»; Μάλιστα.
Ὥστε, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε τὴν θυσία τῆς αἰνέσεως –«καρπὸν χειλέων»– τὴν
θυσία τῆς δικαιοσύνης –μετανοίας καὶ ἀρετῶν– καὶ τὴν θυσία τῆς ἐλεημοσύνης.
Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἔχουμε συνεπῶς αὐτὴν τὴν γενικὴ ἱερωσύνη.
Καὶ ὡς πρὸς τὸ ἀξίωμα τὸ Βασιλικὸν
τώρα.
Στὸ Βάπτισμα λαμβάνουμε ὡς ἀρραβώνα τῆς κληρονομίας μας τὴν σφραγίδα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἀκοῦμε ἐκεῖ χαρακτηριστικά, ὅταν τὸ λέει ὁ ἱερέας: «Σφραγὶς
δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Ἀλλὰ σφραγίδα θὰ πεῖ ὅτι χαράσσεται κάτι ἐπάνω μας.
Ποιὀ εἶναι αὐτὸ τὸ χάραγμα; Θὰ δοῦμε δὲ στὴν Ἀποκάλυψη παρακάτω, ὅταν ὁ
Ἀντίχριστος, τὸ Θηρίον, θὰ βάζει τὸ χάραγμα τὸ δικό του. Ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ ἔχουν τὸ χάραγμα τὸ δικό
τους.
Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ χάραγμα; Δὲν σᾶς λέω τώρα γιὰ τὸν Ἀντίχριστο καὶ ποιὸ
εἶναι τὸ χάραγμα τοῦ Θηρίου ἢ Ἀντιχρίστου· σᾶς λέω μόνο ποιό εἶναι τὸ χάραγμα
τοῦ πιστοῦ. Εἶναι ὁ σταυρός, μὲ τὸν ὁποῖο χαράσσεται νοητῶς ὁ ἄνθρωπος καὶ
παίρνει τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ μετὰ τῆς ἐλευθέρας ἀποδοχῆς, νὰ
βαπτισθῶ καὶ γίνω Χριστιανός.
Ὥστε λοιπὸν ὅταν παίρνω αὐτὴν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε
γίνομαι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχομαι μία ἐπαγγελία, ἕναν ἀρραβώνα, μία ὑπόσχεση· ὅτι
θὰ γίνω βασιλιάς. Ὄχι δοῦλος· βασιλιάς! Θέλετε νὰ τὸ δεῖτε;
Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως: «καὶ κυκλόθεν τοῦ θρόνου θρόνοι εἴκοσι
τέσσαρες», γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου, τοῦ Θεοῦ, εἶδα
θρόνους εἴκοσι τέσσερις –δὶς δώδεκα· ποὺ σημαίνει πλῆθος, καὶ εἶναι οἱ πιστοί–
«καὶ ἐπὶ τοὺς θρόνους εἶδον τοὺς εἴκοσι τέσσαρας πρεσβυτέρους καθημένους».
Γιατί «πρεσβύτεροι»; Διὰ τὸ ὥριμόν της ἁγιότητος! Ὅταν θὰ ’ρθει ἡ ὥρα νὰ
προχωρήσουμε στὰ ὁράματα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, πώ, πώ... τί
μεγαλεῖο ἐκεῖ! «περιβεβλημένους ἐν ἰματίοις λευκοῖς», νὰ εἶναι ντυμένοι μὲ
λευκὰ ἱμάτια, «καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν στεφάνους χρυσούς», εἶχαν χρυσὰ
στεφάνια. Συνεπῶς ὁ πιστὸς δὲν εἶναι δοῦλος, ἀλλ’ εἶναι ἐστεμμένος. Εἶναι ἐστεμμένος,
εἶναι βασιλιάς!
Καὶ λέγει ὁ Κύριος, «οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τὴ βασιλεία τοῦ
πατρὸς αὐτῶν»· θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο εἰς τὴν βασιλεία τοῦ Πατέρα των. Τί
σημαίνει ὅμως ἐδῶ εἰς τὴν γῆ, ὅτι ἔχουμε τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα; Ἐδῶ στὴ γῆ. Θὰ μοῦ
πεῖτε, ναί, εἰς τὸν οὐρανὸ ἐστεμμένοι· ἐδῶ στὴ γῆ, τί σημασία ἔχει αὐτό; τί
ἔννοια ἔχει; Νὰ βασιλεύω ἐπὶ τῶν παθῶν μου, νὰ εἶμαι κύριος πάσης της κτίσεως,
ὁλοκλήρου τῆς δημιουργίας.
Ὅταν ὁ Θεὸς εἶπε στοὺς πρωτοπλάστους νὰ εἶναι κύριοι, νὰ κατακυριεύσουν τὴν
κτίση, δὲν ἐννοοῦσε ἐδῶ ὁ Θεός, ὅταν ἔλεγε στὸν Ἀδάμ, νὰ γίνει κύριος τῆς
κτίσεως μὲ τὴν ἔννοια νὰ κατακτήσει τὴν κτίση, ὅπως σήμερα τὴν κατακτοῦμε.
Προσέξτε αὐτὸ τὸ σημεῖο· γιατί σήμερα ἡ κατάκτηση
τῆς κτίσεως εἶναι τὸ ἄνοιγμα τοῦ τάφου μας. Ὅταν κατακτῶ τὴν ἀτομικὴ
ἐνέργεια, ἀνοίγω τὸν τάφο μου, νὰ πάθω καρκίνο, γιατί ἡ ραδιενέργεια μὲ
σκοτώνει. Ὅταν κατακτῶ τὰ μυστικὰ τῆς κτίσεως καὶ τὰ ἀποδεσμεύω γιὰ νὰ τὰ
χρησιμοποιήσω, αὐτὰ μὲ σκοτώνουν! Ἢ ἔχετε ἀντίρρηση; Αὐτὸ ποὺ τρῶμε· μᾶς
σκοτώνει! Αὐτὸ ποὺ πίνουμε· μᾶς σκοτώνει! Αὐτὸ ποὺ ἀναπνέουμε· μᾶς σκοτώνει!
Πρῶτα δὲν μᾶς σκότωναν αὐτά· τώρα ποὺ κατακτοῦμε τὰ μυστικὰ τῆς κτίσεως, αὐτὰ
μᾶς σκοτώνουν. Δὲν εἶναι λοιπὸν αὐτό. Θὰ ’τανε παράξενο ὁ Θεὸς νὰ πεῖ νὰ
γίνουμε κύριοι τῆς κτίσεως, καὶ αὐτὴ ἡ κυριότητά μας νὰ μᾶς σκοτώσει στὸ τέλος!
Δὲν εἶναι αὐτό. Θὰ πεῖ: Ἐγὼ εἶμαι εἰς τὴν κορυφὴ τῆς δημιουργίας. Δὲν ὑπάρχει
κανένα κτίσμα ποὺ νὰ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ μένα. Ὅλα αὐτὰ εἶναι κάτω ἀπὸ μένα.
Εἶμαι κύριος της κτίσεως.
Μπορεῖτε νὰ δεῖτε νεότερον ἢ παλαιότερον ἀσκητή· δὲν ἔχει τίποτε, γιατί
εἶναι κύριος τῆς κτίσεως. Γιατί εἶναι κύριος τῆς κτίσεως; Καὶ τὰ θηρία ἀκόμη
ὑποτάσσονται σ’ αὐτόν· ὁλόκληρη ἡ κτίση!
Λέει, ἐπὶ παραδείγματι, ὁ ἀββὰς Μωϋσῆς ὁ Αἰθίωψ. Κάποτε πῆγαν ἐπισκέπτες νὰ
τοὺς περιποιηθεῖ, καὶ δὲν εἶχε νερὸ στὴν ἔρημο· πῶς νὰ βράσει λίγα ὄσπρια;
Βγαίνει ἔξω, βάζει ἕνα τσουκαλάκι, καὶ λέει: Κύριε, στεῖλε μου λίγο νερό.
Ἀμέσως λοιπὸν ἦρθε ἕνα σύννεφο καὶ γέμισε μόνο τὸ τσουκαλάκι μὲ νερό. Τὸ πῆρε,
ἔβρασε τὰ ὄσπρια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς ἐπισκέπτες! Αὐτὸ θὰ πεῖ εἶμαι βασιλιὰς τῆς
κτίσεως! Αὐτὸ θὰ πεῖ. Καὶ μάλιστα ὄχι κατ’ αὐτόνομον τρόπο, ποὺ ἀποδεσμεύω τὰ
μυστικὰ τῆς κτίσεως, γιὰ νὰ μὲ σκοτώσουν. Τί θὰ πεῖ κατ’ αὐτόνομον τρόπο; Ὅτι
δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός. Εἶμαι κύριος της κτίσεως, ἀλλὰ νὰ γνωρίζω ὅτι πάνω ἀπὸ μένα
εἶναι ὁ ἀπόλυτος Κύριος, ὁ Θεός.
Ἀλλὰ ἀκόμη, εἶμαι κύριος καὶ ἐπὶ τῶν παθῶν μου. Τί κυβερνᾶ τὰ πάθη μου; Ὁ
ἡγεμὼν νοῦς! «Καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με». Ἡγεμονικό! Ἡγεμὼν θὰ πεῖ
βασιλιάς. Μὲ βασιλικὸ νοῦ στήριξε μέ. Νὰ εἶναι ὁ νοῦς βασιλιάς· αὐτὸς νὰ
κυβερνᾶ τὴν ὕπαρξή μου. Νὰ μὴν γίνομαι δοῦλος τῶν ἀνθρώπων· νὰ μὴν γίνομαι
δοῦλος τῶν ἰδεῶν· νὰ μὴν γίνομαι δοῦλος τῆς ὕλης. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα
ζωὴ νὰ εἶμαι μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.