Τὸ μαρτύριον τῶν ἁγίων
τριῶν καὶ δέκα ὁσίων πατέρων
τῶν διὰ πυρὸς τελειωθέντων
παρὰ τῶν Λατίνων ἐν τῇ νήσῳ
Κύπρω ἐν ἔτει 1231
Β΄ ΕΚΔΟΣΙΣ
Ἡ Καντάρα ἔμεινε γνωστὴ στην ἱστορία τῆς
Κύπρου ὄχι μόνο γιά τὸ λόγο πού διαδραμάτισε τὸ κάστρο τῆς στά πολυτάραχα χρόνια
τῶν Φράγκων καὶ Ἐνετὼν ἀλλὰ καὶ γιά τὸ παλιὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς
Κανταριώτισσάς πού στάθηκε τὸ ΙΓ΄ αἰῶνα
προπύργιο τῆς Ὀρθοδόξῃς Ἐκκλησίας ἐνάντια στούς διωγμοὺς τοῦ λατινικοῦ κλήρου.
Ἀπὸ κεῖ ξεκίνησαν μία θλιβερὴ μέρα τοῦ 1222
δεκατρεῖς ὅσιοι πατέρες πιστοὶ στρατιῶτες
τῆς θρησκείας τοῦ Ναζωραίου, γιὰ νὰ γνωρίσουν ἔπειτα ἀπὸ φριχτὰ βασανιστήρια, τὸ
μαρτυρικότερο θάνατο ἀπὸ ἀπανθρώπους ὀπαδοὺς τοῦ Πάπα. Ἡ ἱστορία τῆς τρομερῆς αὐτῆς
τραγωδίας μὲ τὶς ἀνατριχιαστικές της ὠμότητες ἔχει στιγματίσει μὲ τὰ μελανότερα
χρώματα τοὺς «λεγάτους» τοῦ καθολικισμου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῶ ταυτόχρονα
ἐξύψωσε
ἀκόμη περισσότερο τὴν παγκόσμια συνείδηση τῶν πολιτισμένων λαῶν, τὸ γόητρο τῆς Ὀρθοδόξῃς
Χριστιανοσύνης μὲ τοὺς αἱματοβαμμένους της ἀγῶνες καὶ τὴν ἀσάλευτη πίστη της
στο ὑπέρτατο ἰδανικὸ τῆς θρησκείας μὲ τὴν αὐτοθυσία καὶ τό μαρτυρικὸ θάνατο.
Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τή στιγμή πού ἡ Κύπρος ὑποτάχθηκε
στὴ δυναστεία τῶν Λουζινιὰν μὲ πόσο πεῖσμα καὶ ἄγριο φανατισμὸ οἱ Φράγκοι
προσπάθησαν νά προσηλυτίσουν τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο καὶ τὸ λαὸ τῆς Μεγαλονήσου, ὥστε
νά ἀπαρνηθούν τὶς προαιώνιες θρησκευτικές τους παραδόσεις καὶ νὰ ἀσπασθοὺν τὸ
λατινικὸ δόγμα.
Δραματικὲς σκηνές, ἔριδες καὶ διαμάχες εἶχαν
δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στοὺς καθολικοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικούς. Οἱ τελευταῖοι
μὲ τὴν ἀλύγιστή τους ἀντίσταση νὰ ὑποταχθοῦν στὸ θέλημα τῶν Φράγκων
καταδικάζονταν σὲ δαρμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ φοβερὰ μαρτύρια, τὰ
λεγόμενα μαρτύρια τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως.
Μία
ἀπὸ τὶς μελανότερες σελίδες τῆς Φραγκοκρατίας στην Κύπρο εἶναι καὶ τούτη ποὺ ἀκολουθεῖ:
Δεκατρεῖς
καλόγεροι «τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ ποιμένος ἄκακα πρόβατα», οἱ Ἱερεμίας, Μᾶρκος,
Κύριλλος, Θεόκτιστος, Βαρνάβας, οἱ ἀδελφοὶ Μάξιμος καὶ Θεόγνωστος, ὁ Ἰωσήφ, ὁ
Γεράσιμος καὶ ὁ Γερμανός, μὲ ἀρχηγὸ τους,
τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Κόνωνα, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ Καλὸν Ὄρος καὶ ἤρθανε στήν Κύπρο. Ἀφοῦ
πρῶτα ἔμειναν στή μονὴ Μαχαιρᾶ, πῆγαν ἔπειτα στὸ μοναστήρι «τοῦ Κουτζουβέντη» (Χρυσοστόμου),
γιά νά καταλήξουν τελικὰ σένα μοναστηράκι, ἀφιερωμένο στην Παναγία, πλάι σὲ
πηγή, σὲ μέρος σύδεντρο στὸ κάστρο τῆς Καντάρας.
Ἡ εἴδηση
τοῦ ἐρχομοῦ τους ἔγινε ἀμέσως γνωστὴ σὲ ὅλο τὸ νησί. Νεοφώτιστοι μοναχοὶ τοῦ
τόπου καὶ ἄλλοι θερμοὶ ζηλωτὲς τοῦ Θεαθρώπου ἦρθαν νά τοὺς προσκυνήσουν καὶ ἑνώθηκαν
μὲ τοὺς νεοφερμένους γέροντες, ἀφιερώνοντας καὶ αὐτοὶ τὴ ζωή τους στὰ θεϊκὰ ρήματα τοῦ Χριστοῦ καὶ
λέγοντας τους μὲ ὁλόζεστη καρδία «….μεθ’
ὑμῶν ἀποθανοῦμεν, τίμιοι καὶ ἅγιοι πατέρες…». Ἡ φήμη τῶν εὐλαβικῶν μοναχῶν δὲν ἄργησε
νὰ γίνει γνωστὴ καὶ στοὺς Λατίνους, γιατὶ τὰ καλά τους ἔργα ἔγιναν πασίγνωστα
στον τόπο.
Ὅμως
αὐτὰ τὰ ἔργα γέννησαν τὸ φθόνο τῶν καθολικῶν παπάδων, πού σὲ λίγο ἐκδηλώθηκε ἀπέναντι
τῶν μοναχῶν μὲ τὸ θηριωδέστερο τρόπο. Μία μέρα, ἐνῶ οἱ μοναχοὶ τῆς Καντάρας ἦταν
ἀφοσιωμένοι στὰ ἱερά τους καθήκοντα, βλέπουν νά παρουσιάζεται μπροστὰ τους ἕνας
καθολικὸς ἱεροκήρυκας λεγόμενος Ἀνδρέας «ζηλωτὴς καὶ ὄργανον κακίας», μ’ ἕνα ἀκόλουθο
του. Μὲ «ὑποκρισία ἀλωπεκῆς» ἄρχιζει νά τοὺς ἐξετάζει τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ ἤρθαν
στήν Κύπρο καθὼς καὶ μὲ ποίο σκοπὸ ἐγκαταστάθηκαν σ΄ αὐτὸ τὸ μαναστήρι. Ἔπειτα
γύρισε τή συζήτηση στό θέμα τῶν διαφορῶν, πού χωρίζουν τὸ Ὀρθοδοξο ἀπὸ τὸ
Καθολικὸ Δόγμα, καὶ κυρίως στή μυσταγωγία τῆς Ἁγίας Κοινωνίας, ἐπιμένοντας ὅτι
σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας ἡ Θεία Μεταλήψη πρέπει να
γίνεται μὲ τὰ ἄζυμα καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔνζυμα, ὅπως πρεσβεύει τὸ Ὀρθοδοξο Χριστιανικὸ
Δόγμα.
Οἱ Ἕλληνες μοναχοὶ ἀντικρούοντας τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα,
του ἀπαντοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς στό Μυστικὸ Δεῖπνο
«ἔλαβεν ἄρτον ἔνζυμον, τέλειον, ἅγιον, ὡς μὴ εὑρεθέντος τοῦ τότε ἀζύμου»,
λέγοντας στους μαθητὲς του: «Τοῦτο ποιῆτε εἰς τήν ἐμὴν ἀνάμνησιν». «Αὐτὴν την ἐντολὴ
καὶ ἐμεῖς κρατοῦμε καὶ πιστεύουμε». Λένε στεναρὰ οἱ γέροντες στό Λατίνο. «Ὅσο
γιὰ τὸ φρόνιμα σας περὶ ἀζύμου, ἡμεῖς δέν τὸ παραλάβαμε οὔτε παρὰ τῶν τοῦ
Χριστοῦ κηρύκων, οὔτε παρὰ τῶν οἰκουμενικῶν
καὶ ἁγίων Συνόδων». Ὅσο προχωρεῖ ἡ συζήτησις καὶ οἱ ὅσοι πατέρες μὲ νηφάλιο ὕφος
ἀντικρούουν τὸν «μισόκαλον» Ἀνδρέα, τόσο αὐτὸς «θηρίων ὠμότερος, τὴν ἀλωπεκῆν ὑπεκδύς,
πρὸς τὸ θηριωδέστερον ἐτράπη». Ἔξαλλος ἀπὸ τὸ θυμὸ του, διατάζει ἀμέσως τοὺς
μοναχοὺς νὰ παρουσιαστοὺν στο Φράγκο ἀρχιερέα τῆς Λευκωσίας καὶ νά ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ὅσα τοῦ εἴπαν: «Μὲ τὸν ὁρισμό σας», τοῦ ἀπαντῆσαν
οἱ πιστοὶ γέροντες χριστιανοὶ καὶ πρόσθεσαν ἀκόμη ὅτι θὰ ἐξακολουθήσουν τὸ
κήρυγμα τους καί πὼς θὰ πεθάνουν γιὰ τὴν Ὀρθοδόξη πίστη, ἔστω κι ἂν τοὺς
καταδικάσουν σὲ μυρίους θανάτους. Ἔχομεν εἰς τὴν ψυχήν μας τὴν ἐλπίδαν ὅτι θὰ
ζήσωμεν, καὶ τὰ σώματα μας, ποὺ θὰ βασανισθοῦν ἀπὸ τὴ βία τῶν τυράννων, ἐνδύσονται
ἀθανασίαν ἐν τῇ ἀτελευτήτῳ ἐκείνῃ ζωῇ».
Ἀφοῦ
συγκεντρώθηκαν στήν ἐκκλησία
λειτούργησαν καὶ μετάλαβαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ξεκίνησαν για τὴν Λευκωσία
παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τοὺς ὁπλίζει μὲ δύναμη, μὲ γνώση σταθερὴ καὶ ἀμετάκλητη.
Ὅταν ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὴ Λευκωσία, ἔκαμαν σταθμὸ στὴ μονῇ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ
Λάμποντος, τή λεγομένῃ τῶν Μαγκάνων, ὅπου
«ποταμηδόν» ἔτρεχαν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νά λάβουν τὴν εὐλογία τους. Σ’ αὐτὸ
τὸ μεταξὺ ὁ καθολικὸς ἀρχιεπίσκοπος Στρόγγο (Εὐστόργιος) εἰδοποίησε τοὺς
Λατίνους κληρικοὺς καὶ ἄλλους καθολικοὺς νά παρευρίσκονται στήν Ἱερή Ἐξετάση, πού
θὰ καταδικάζε τοὺς μοναχοὺς τῆς Καντάρας, ποὺ εἶχαν ξεκινήσει, βαδίζοντας πρὸς
τὴ Λευκωσία καὶ ψέλνοντας τὸν ἱερὸ ψαλμὸ «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ
πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου». Ὅταν ἡ τραγικὴ πομπή ἔφτασε μπροστά στὸν Εὐστόργιο,
ὁ Φράγκος ἱεράρχης τοὺς ρώτησε ἂν ὅλα ὅσα
τοῦ εἶπε ὁ «μαΐστορος» Ἀνδρέας εἶναι ἀληθινά. Οἱ τίμιοι γέροντες θαρρετὰ καὶ μὲ
μία φωνὴ τὸ ἐπιβεβαίωσαν. Ὁ Στρόγγο
«θυμοῦ ἀσχέτου πλησθεὶς» θέλοντας νὰ ὑποτάξει μὲ τὴ βία στὸ θέλημά του,
τοὺς δεκατρεῖς καλόγερους, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς κλείσουν στὴ φυλακή, ὅπου οἱ
δεσμοφύλακες μὲ σπρωξιές, μὲ βρισιές, τραβώντας τους ἀπὸ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά,
τοὺς ἔριξαν. Φόβος καὶ τρόμος κυρίεψε τοὺς
Ἕλληνες τῆς Μεγαλονήσου, ποὺ ἔβλεπάν τὶς δραματικὲς αὐτὲς σκηνές, ἐνῶ στῶν
μαρτύρων τὰ πρόσωπα «γλυκεῖά τις λάμψις διεκρίνετο, ἀνταύγια οὖσα τῆς γαλήνης, ἣν ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται ἀψηφοῦσα τὰς
περιπετείας καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ σώματος, ἀποβλέπουσα δέ μόνον εἰς ἰδεῶδές τι, παρὰ τοῦ ὁποίου τὴν ἀμοιβὴ ἐλπίζει».
Ἕνας
ὁλόκληρος χρόνος πέρασε καὶ οἱ φυλακισμένοι ἦταν πάντα κλεισμένοι στὸ
δεσμωτήριο, ὑποφέροντας καρτερικὰ τὴ δυσοσμία, ὅπως καὶ ἄλλη ταλαιπωρία, μόνον
«ἄρτου καὶ ὕδατος μεταλαμβάνοντες».
Στο
χρόνο ἐπάνω ὁ Φράγκος ἀρχιερέας τοὺς ρωτάει
ἂν μετανόησαν γιά ὅσα «ἀποτροπιαῖα εἴχαν εἰπεῖ. Οἱ μάρτυρες ὅμως τῆς θρησκείας ἀπτόητοι,
τοῦ ἀποκρίθηκαν: «Ἂς μὴ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νὰ προδώσουμε τὴν ἀλήθεια
καὶ νά ἀσπασθοῦμε τὸ ψεῦδος». Ἡ ἀπάντηση τοῦ μονσινιόρου ἦταν νὰ ξανακλειστοῦν γιὰ τρία ἀκόμη χρόνια
στὴ φυλακή, ἐνῶ αὐτοὶ δεν ἔπαυαν
νὰ ὁμολογοῦν τὴν ἀκλόνητη πίστη τους
σὲ ὅ,τι ἀρχικὰ ὁμολόγησαν. Ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβοῦσαν εἶχαν
καταντήσει συρόμενοι σκελετοί. Ἕνας
μάλιστα ὁ Θεόγνωστος ἀπέθανε. Ὁ σκληρόκαρδος Ἀνδρέας πρόσταξε τότε νὰ διαπομπευθεῖ τὸ λείψανό του στὴν ἀγορὰ καὶ ὕστερα νὰ ριχτεῖ στὶς φλόγες.
Βλέποντας πὼς οἱ φυλακισμένοι του ἔμεναν ἀμετανόητοι, ἀποτάθηκε στὸ βασιλιὰ Ἐρρίκο
Β΄, ὁ Εὐστόργιος ἔλειπε αὐτὸ τὸν καιρὸ
στὴν Ἀνατολή, καὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιό τρόπο νὰ θανατώσει αὐτοὺς τοὺς ἀδιορθώτους Γραικούς ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ βλασφημοῦν τὸ δόγμα τῶν
Δυτικῶν. Ὁ ρήγας ἀπάντησε στὸν Ἱεροεξεταστὴ
νὰ καλέσει στήν πλατεία τὴν τάξη τῶν καβαλλαρέων, νὰ συγκεντρώσει πολὺν ὄχλο,
γιά νὰ ἀπολαύσει θέαμα, καὶ τότε νὰ
διατάξει νὰ δέσουν τοὺς «αἱρετικοὺς» στά πόδια καὶ στὶς οὐρὲς τῶν ἀλόγων καὶ
μουλαριῶν καὶ ὕστερα νὰ ξαμολήσουν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ ὥστε οἱ σάρκες τοὺς
να ξεσκιστοῦν πάνω στίς πέτρες καὶ τέλος νά τοὺς ρίξουνε στὴ φωτιά… Οἱ δήμιοι ἐκτέλεσαν
κατά γράμμα τὸ ἀποτρόπαιο ἔργο τους.
Τὴν
ὥραν ποὺ οἱ φλόγες ὀρθώνονταν σὰν πύρινα φίδια στὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ὁλοκαυτώματα τῶν
μοναχῶν, ὁ καθηγούμενος Ἰωάννης, καθὼς διασώζει
ὁ Ἀλλάτιος σὲ μία διηγήση ἀνώνυμου συγγραφέα, φάνηκε σὰν ἀναστημένος καὶ
προσευχόμενος ἀνὰ μέσο τους. Τότε ἕνας καβαλάρης τοῦ ΄ριξε τὸ δαυλὸ ἀναμμένο καὶ τὸν ἀποτελίωσε. Ἔτσι
στεφανωμένοι μὲ τὸ ἀκτινοβόλο φῶς τοῦ μαρτυρίου
παρέδωσαν στὸ Θεὸ τὴν ἁγία τους ψυχὴ οἱ ὅσιοι πατέρες τῆς Καντάρας, γιὰ
νὰ πληρωθεῖ ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Δαβίδ, ποὺ λέει «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος,
καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν…».
ΑΘΗΝΑ ΤΑΡΣΟΥΛΗ
(Ἀπὸ
τὸ βιβλίο της, «Κύπρος» τόμος Β΄ , σ.σ. 99-102)
Ὁ
Πάπας Γρηγόριος ὁ Θ΄ (εἰσηγητὴς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως) ὁ ὁποῖος ἔδωσεν ὁ ἴδιος
προσωπικῶς ὁδηγίας εἰς τὸν Δομινικανὸν ἱεροεξεταστὴν Ἀνδρέαν
νὰ ἐκτελέση τὸ μακάβριον ἔγκλημά του, ἔχει ἁγιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν παπικὴν ἐκκλησίαν.
Ὁ δὲ διάδοχος του Βενέδικτος ὁ Στ΄ ἔρχεται ὡς
«ἀποστολικὸς προσκυνητὴς» εἰς τὸν τόπον τοῦ εἰδεχθοῦς ἐγκλήματος μὲ
πρόσκλησιν τοῦ οὐνίτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καὶ τῆς ἤδη ἐξουνιτισθείσης συνόδου του…
Σημειωτέον
ὅτι πρὸ δεκαετίας ὁ ἐξουνιτισθεὶς πλέον Μητροπολίτης Κερυνείας Παῦλος Μαντοβάνης(!!!)
ἔγραφεν εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον:
Ταπεινὰ
φρονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δὲν πρέπει νὰ ἔχει καμία συμμετοχὴ στὴν ἐπίσκεψη
ἑνὸς κοσμικοῦ ἄρχοντα στοὺς τόπους οἱ ὁποῖοι καθηγιάσθησαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα τῶν
δεκατριῶν μοναχῶν τῆς Καντάρας καὶ τόσων ἄλλων Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ὑπέμειναν φρικτὰ
βασανιστήρια ἀπὸ τοὺς Παπικούς, διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἀναγνωρίζεται ὁ
Πάπας ὑπὸ τὴν διπλῆ ἰδιοτητά του ὡς ἀρχηγοῦ κράτους καὶ ἐκκλησίας.
Ἡ
τοιαύτη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα, ἡ ὁποία ἐπενδύεται
μὲ τὸ μανδύα τοῦ προσκυνήματος μόνο ταπείνωση, καταισχύνη καὶ συμφορὰ θὰ
προξενήσει στὸν τόπο μας. Οἱ ἐναγκαλισμοὶ μὲ τὸν Πάπα δὲν θὰ φέρουν τὴν ποθητή,
ὡς ἐλπίζετε, βοήθειά του στὸ ἐθνικὸ θέμα, ἀλλὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὶς
κεφαλές μας, ὡς μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία τοῦ μαρτυρικοῦ ἡμῶν Γένους.
(«Θεοδρομία»,
ἔτος γ΄, Ἰανουάριος–Μάρτιος 2001, τεῦχος 1, 109 & www.markoseugenikos.gr )…
Ὑπεύθυνος
ὕλης Μάριος Ι. Πηλαβάκης.
Τόπος
ἐκδόσεως: Θεσσαλονίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.