Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν άρθρο-απάντηση του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, σε συκοφαντίες τους!

     Λίγο μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης -τὸν Αὔγουστο- ὁ κ. Μάνης -τοῦ «Κρυφοῦ Σχολειοῦ»- δημοσίευσε ἕνα συκοφαντικὸ ἄρθρο μὲ τὸ ὁποῖο «νόμιζε» ὅτι χτυπᾶ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, γράφοντας ὅτι «ο π. Ευθύμιος ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΠΟΤΕ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ», καὶ ὅτι τὸ 1991 ἦταν ἐναντίον τῆς ἀποτείχισης!
  Γράψαμε τότε: «Οἱ Παλαιοημερολογίτες ἤλπιζαν ὅτι μετὰ τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο, ἡ ὀγκούμενη ἀγανάκτηση τῶν πιστῶν κατὰ τῶν Παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὶς Παρατάξεις τῶν σχισματικῶν "ἐκκλησιῶν" τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Καὶ ἐπειδὴ τοῦτο δὲν ἔγινε, βρῆκαν εὐκαιρία  νὰ χτυπήσουν τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ καὶ ὅσους πιστοὺς ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἔτσι ὁ κ. Μάνης (καὶ ὅσοι ἐναντιώνονται στὴν κατὰ Χριστὸν ἁγιοπατερικὴ ἀποτείχιση, ποὺ δὲν κατέληξε σὲ σχίσμα, οὔτε σὲ ἔξοδο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ' ἐφάρμοσε ἀκριβῶς ὅ,τι ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων διδάσκει καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες της) "βρῆκαν" καὶ δημοσίευσαν τὴν ἀλληλογραφία τοῦ π. Εὐθυμίου μὲ τὸν π. Στέφανο Λάχανη τοῦ ἔτους 1991!».
  Στὸ ἴδιο κείμενο δημοσιεύσαμε τότε καὶ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐθυμίου πρὸς τὸν μητροπολίτη Λαρίσης, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε, ὄχι τυπικά, ἀλλὰ  οὐσιαστικά, δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου, ἀφοῦ τὸν πληροφοροῦσε ὅτι ἔχει διακόψει τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του ...πρὶν διωχθεῖ ἀπ' αὐτόν!
    Στὴ συνέχεια πληροφορήσαμε τὸν π. Εὐθύμιο γιὰ τὸ ἄρθρο τοῦ κ. Μάνη. Ὁ π. Εὐθύμιος μετὰ ἀπὸ λίγο (6 Σεπτεμβρίου 2016) τοῦ ἀπάντησε ἐκτενῶς, δίνοντας ἔμφαση στὶς λανθασμένες θέσεις τοῦ θεωρουμένου ὡς μεγάλου θεολόγου Ἀριστοτέλη Δελήμπαση.
  Περιμέναμε τὴν ἐπανόρθωση ἀπὸ τὸν κ. Ν. Μάννη. Συκοφάντησε καὶ δυσφήμησε κάποιον ἄνθρωπο, καὶ ὤφειλε νὰ ἐπανορθώσει, δημοσιεύοντας τουλάχιστον τὴν ἀπάντησή του, μὲ τὴν ὁποία ὑπερασπιζόταν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Εἰς μάτην ὅμως! Οὔτε τὴ δημοσίευση τῆς ἀπαντήσεως τοῦ π. Εὐθυμίου στὸ ἱστολόγιό μας εἶδε ὁ κ. Μάννης, οὔτε τὸ e-mail διὰ τοῦ ὁποίου τοῦ τὴν ἐστείλαμε! Ἑνάμιση μήνας πέρασε ἀπὸ τότε καὶ ὁ κ. Μάνης δὲν βρῆκε τὴν εὐκαιρία, ἂν ὄχι νὰ ἀνταπαντήσει, τουλάχιστον νὰ δημοσιεύσει τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅπως ἦταν ἔντιμο. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ ἄλλα ἱστολόγια, ὅπως τὸ «Ἐν τούτῳ Νίκᾳ» (ἐδῶ). Δημοσίευσαν τὸ συκοφαντικὸ ἄρθρο Μάννη, ἀλλὰ δὲν δημοσίευσαν τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου.
   Ἀντίθετα προσέξαμε ὅτι στὸ διάστημα αὐτὸ ἀνάρτησαν δύο ἄρθρα …Δελήμπαση καὶ ἕνα παλαιοτερο ἄρθρο (ἐδῶ) τοῦ π. Εὐθυμίου ποὺ ἦταν εὐνοϊκὸ γι’ αὐτούς!!!
  Γιατί; Ἔτσι θεωροῦν τὴν ἐντιμότητα; Μήπως ἐπειδὴ ὁ π. Εὐθύμιος μιλοῦσε γιὰ τὶς «ἐμπαθεῖς προθέσεις» τους; Μήπως ἐπειδὴ μιλοῦσε γιὰ «ἐμμονὴ» τῶν παλαιοημερολογιτῶν «στὴν δογματοποίησι τοῦ ἡμερολογίου» καὶ γιὰ τὴν δικαιολόγηση ἐκ μέρους τους «ὅλων τῶν πλανῶν καὶ διαστροφῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν»; Μήπως ἐπειδὴ ἔθιγε τὶς λανθασμένες θέσεις τοῦ θεωρουμένου ὡς μεγάλου θεολόγου τους, τοῦ Ἀριστοτέλη Δελήμπαση; Ἢ μήπως, ἐπειδὴ μὲ σχόλιό του ὁ κ. Μάννης ταυτίζεται μὲ τὶς θέσεις Δελήμπαση, τὶς ὁποῖες ἀνατρέπει ὁ π. Εὐθύμιος; Γράφει στὸ σχόλιο αὐτὸ ὁ κ. Μάννης (ὡς "δάσκαλος"):
Είδαμε γιατί εκδιώχθηκε: διότι υποστήριζε τον Θεολόγο (που ήταν κοινωνικός με τους Οικουμενιστές). Τα υπόλοιπα ήλθαν εκ των υστέρων. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Είναι το να βγαίνει σήμερα και να μας κατηγορεί ως σχισματικούς, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον σωστό και πατερικό!
Εσείς δεν διαβάσατε τι γράφουν οι επιστολές για όσους τιμωρούνται άδικα! Ο π. Στέφανος γράφει ότι οι άδικες ποινές δεν πρέπει να τηρούνται, ενώ ο π. Ευθύμιος λέει ότι πρέπει (το οποίο εφάρμοσε μάλιστα αφού σταμάτησε να λειτουργεί μετά την άδικη καθαίρεσή του -μέχρι που εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ο Αρτέμιος). Επομένως μη το χρησιμοποιείτε υπέρ του.
Ευχαριστώ για τα σχόλια.
.
    Ἂς δώσουν τὴν ἀπάντηση μόνοι τους.
.
   Ἐμεῖς ἀναδημοσιεύουμε -ἀντὶ γι’ αὐτούς- τὴν ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου, ὥστε νὰ πληροφορηθοῦν τὴν συκοφαντία, ὅσοι δὲν τὴν πληροφορήθηκαν.

Απάντησις του Ιερομονάχου Ευθ. Τρικαμηνά προς τον κ. Ν. Μάννη και το ιστολόγιον «Κρυφό Σχολειό»







Ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, κ. Νικόλαε Μάννη καὶ λοιποὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ τοῦ ἱστολογίου «Κρυφό Σχολειό».

    Χαίρετε ἐν Κυρίῳ.

    Εἶναι γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχα καμμία πρόθεσι ἢ διάθεσι νὰ ἐπικοινωνήσω καὶ μάλιστα μὲ ἀντιπαράθεσι, μαζί σας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι, οἱ προηγούμενες ἐπικοινωνίες μας, δὲν εἶχαν κανένα οὐσιῶδες ἀποτέλεσμα. Μάλιστα μοῦ ἔδωσαν τὴν ἐντύπωσι, χωρὶς νὰ σᾶς γνωρίζω προσωπικά, ὅτι ἔχετε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῶν Γ.Ο.Χ., βασικὰ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἐμμονὴ στὴν δογματοποίησι τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἡ δικαιολογία ὅλων τῶν πλανῶν καὶ διαστροφῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὶς Συνόδους ποὺ ἐδημιούργησαν, τὶς χειροτονίες Ἐπισκόπων, τὴν Ἐπισκοποκεντρικὴ Ἐκκλησία, τὴν λῆξι καὶ τὸ τέλος τῆς ἀποτειχίσεως καὶ τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, τὴν λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σὲ καιρὸ εἰρήνης καὶ τῆς μὴ ὑπάρξεως αἱρέσεως, χωρὶς αὐτὴ νὰ καταδικασθῆ Συνοδικῶς κ.λπ.
   Δὲν σᾶς κρύβω ὅτι ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἀντιπαράθεσί μου μὲ τοὺς Γ.Ο.Χ. ἑδραιώνεται καὶ κατασταλάζει ἡ γνώμη μου ὅτι, ὄχι μόνο κάτι δὲν πάει καλὰ στοὺς Γ.Ο.Χ., ἀλλὰ καὶ ὅτι αὐτὸ μὲ κάθε τρόπο τὸ καλύπτουν καὶ τὸ δικαιολογοῦν σὲ σημεῖο, ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τους νὰ μὴν εἶναι ὁ αἱρετικός, Οἰκουμενιστὴς κ.λπ., ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ θὰ τοὺς θίξη ἢ θὰ τοὺς ὑποδείξη τὰ λάθη τους.
   Ἐρχόμενος, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λίγα εἰσαγωγικά, στὸ θέμα τὸ
ὁποῖο ἀνακινήσατε καὶ ἀφορᾶ δύο ἐπιστολὲς τὶς ὁποῖες ἐδημοσιεύσατε στό ἱστολόγιο   «Κρυφὸ Σχολειό» (ἐδῶ) καὶ οἱ ὁποῖες ἀντηλλάγησαν πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ἑπτά (27) περίπου χρόνια, ἔχω νὰ παρατηρήσω τὰ ἑξῆς, πρὶν ἀναφερθῶ στὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν.

   Μοῦ ἐπροκάλεσε ὄντως ἀλγεινὴ καὶ οἰκτρὰ ἐντύπωσι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσπαθεῖτε νὰ ἀντιπαρέλθετε τὰ θέματα, στὰ  ὁποῖα διαφωνήσαμε, καὶ νὰ μετατοπίσετε ἀλλοῦ τὸ πρόβλημα, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως στοὺς ἀναγνῶστες τῶν ἱστολογίων σας, καὶ ὄχι μόνο, τὴν ἐντύπωσι ὅτι καλῶς καὶ ὁμολογιακῶς βαδίζετε καὶ ὅτι αὐτά, διὰ τὰ ὁποῖα κατηγοροῦνται οἱ Γ.Ο.Χ., εἶναι ψέματα ἐξ αἰτίας αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι τὰ διαδίδουν. Νομίζω ὅτι δὲν ἔχετε καταλάβει βασικὰ πράγματα (ἢ τὸ χειρότερο κάνετε πὼς δὲν τὰ καταλαβαίνετε), ὅτι δηλαδὴ δὲν ἔχει σημασία ποῖος ἀναφέρει κάτι, ἀλλὰ ποῦ τὸ στηρίζει καὶ ἔτσι, ἀντὶ νὰ πολεμήσετε τὰ ἐπιχειρήματά του μὲ ἀνάλογες ἀποδείξεις, μεταφέρετε ἀλλοῦ τὸ θέμα, προσπαθώντας νὰ ἀποδείξετε τὴν ἀθωότητα τῶν Γ.Ο.Χ. ἀπὸ τὶς ὑποτιθέμενες πλάνες καὶ παραβάσεις τῶν ἄλλων.
  Τί ἄλλο ἄραγε θὰ μποροῦσα νὰ σκεφθῶ, ὅσο καλὸ λογισμὸ προσπάθησα νὰ βάλω, ὅταν ἀνακινεῖτε ἕνα γεγονός πού συνέβη πρὸ τριακονταετίας καὶ μὲ αὐτὸ προσπαθεῖτε νὰ πείσετε τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστολογίου σας, γιὰ τὸ ποιός εἶναι σήμερα αὐτός, ὁ
ὁποῖος σᾶς κατηγορεῖ; Τί σημασία ἔχει σήμερα, ἂν ἐγὼ πρὶν τριάντα χρόνια εἶχα ἄλλες ἰδέες; Μήπως σήμερα θὰ ἐβλάπτοντο οἱ ἀδελφοί, ἂν Ὀρθόδοξα τοὺς ἐδίδασκα, ἀπὸ τὶς πρὶν τριάντα χρόνια ἰδέες μου; Ἢ μήπως, αὐτὰ τὰ ὁποῖα καταμαρτυρῶ σήμερα γιὰ τοὺς Γ.Ο.Χ., δὲν ἔχουν ἰσχὺ καὶ ἀξία ἐξ αἰτίας τῶν πρὸ τριάντα ἐτῶν ἀπόψεών μου; Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα οὐσιαστικὰ καὶ πατερικὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσετε τὴν σημερινὴ πορεία τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ στρέφεστε πλέον στὶς προσωπικὲς ἀντιλήψεις ποὺ εἶχε κάποιος πρὶν τριάντα χρόνια;
  Διότι, ὅπως ἐγὼ θὰ πρέπει νὰ στραφῶ σ’ αὐτὸ ποὺ σήμερα μὲ κατηγορεῖτε, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἔκανα ποτὲ Ἀποτείχισι, ἐξ αἰτίας, ὅπως γράφετε, τοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἔγγραφο ἀποτειχίσεώς μου, καὶ νὰ ἀπολογηθῶ δι’ αὐτό, καὶ ἂν ἀποδειχθῆ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ κάνω, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, ζητώντας μάλιστα συγγνώμη γιὰ τὴν καθυστέρησι ἢ ὀλιγωρία μου, ἔτσι κι ἐσεῖς, νομίζω, ὅτι θὰ πρέπει νὰ ἀσχοληθῆτε μὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα σᾶς κατηγοροῦν καὶ νὰ τὰ διορθώσετε, ἂν διαπιστωθῆ ὅτι ὄντως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.
   Ἀντιλαμβάνομαι  ὅμως ὅτι,  ὅποιος σᾶς κατηγορεῖ, γίνεται αὐτομάτως ἐχθρός σας καὶ ἐχθρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁποία, ὅπως φαίνεται, μόνο ἐσεῖς ἐκπροσωπεῖτε καὶ πρέπει, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο, νὰ τὸν ξεκάνετε μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο.
   Νομίζω, ἐν κατακλεῖδι αὐτῆς τῆς ἑνότητος, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὴν Ἀποτείχισι, καὶ στὴν καταστολὴ καὶ καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸ ἔχουν κάνει οἱ Παλαιοημερολογίτες (Γ.Ο.Χ.), διότι πέρα ὅλων τῶν ἄλλων, ἔχουν δώσει τὰ περισσότερα ἐπιχειρήματα στοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ στοὺς Ἀντιοικουμενιστές (οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ πολεμοῦν κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο μὲ τοὺς Γ.Ο.Χ.), διὰ νὰ κρατήσουν κοντά τους τοὺς ἀνησυχοῦντας Ὀρθοδόξους καὶ ἔτσι νὰ διαιωνισθῆ ἡ αἵρεσις καὶ δι’ αὐτῆς νὰ προετοιμαστῆ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἀντιχρίστου. Καὶ ἐδῶ ἰσχύει τὸ γνωμικό, «ἑνὸς κακοῦ μύρια ἕπονται».
  Θὰ ἔπρεπε δηλαδή, ἀδελφοί, νὰ εὑρεθοῦμε ὅλοι, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, στὴν παράταξι τοῦ Κυρίου διὰ τῆς Ἀποτειχίσεως καὶ ὄχι νὰ δημιουργήσουμε Συνόδους καὶ Ἐκκλησίες, ἀλληλοσυγκρουόμενες καὶ ἀλληλοκαθαιρούμενες, καὶ τὴν λεγόμενη παραταξιακὴ Ὀρθοδοξία καὶ τὸν ἡμερολογιακὸ δογματισμό. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν θελήσατε νὰ ἔχετε καμμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν σεβασμιώτατο Σέρβο Ἐπίσκοπο Ἀρτέμιο, μολονότι ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὴν Σερβικὴ Σύνοδο, μολονότι ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, μολονότι τέλος πάντων ἀκολουθοῦσε τὸ Παλαιό Ἡμερολόγιο, διότι δὲν προσεχώρησε σὲ κάποια Σύνοδο τῶν Γ.Ο.Χ., ὁπότε ἐθεωρήθηκε ἀπὸ ἐσᾶς ἐλλιπὴς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ Ὀρθοδοξίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάντια καὶ τὸ κατάντημα τῶν Συνόδων τῶν Γ.Ο.Χ.
  ρχομαι μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε τὶς προθέσεις σας, νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο μὲ κατηγορεῖτε· ὅτι δηλαδή, ὅπως γράφετε, μὲ κεφαλαῖα μάλιστα γράμματα, «ὁ π. Εὐθύμιος ΔΕΝ ΕΚΑΝΕ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙ. (Δὲν ὑπάρχει ἔγγραφο ἀποτειχίσεώς του ὅπως ἄλλων ἀποτειχισμένων κληρικῶν)». Αὐτὸ τὸ θέμα τὸ προτάσσω τῶν ἄλλων γιὰ τὰ ὁποῖα κατηγοροῦμαι, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἐπίκαιρο, ἐνῶ τὰ ἄλλα ἀναχρονιστικά.
  Κατ’ ἀρχὰς πιστεύω ὅτι καὶ αυτὴ ἡ κατηγορία ἐντάσσεται στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς προθέσεις σας, εἰς τὶς ὁποῖες ἀναφέρθηκα ἀνωτέρω. Ἐξ ἀρχῆς πρέπει νὰ ἀναφέρω ὅτι, ὄντως δὲν ἔκανα ἕνα εἰδικὸ ἔγγραφο Ἀποτειχίσεως, διότι ὄχι μόνο τὸ ἐθεώρησα περιττὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἀλλὰ προσέτι τὸ ἐθεώρησα καὶ σὰν ὑποβολιμαῖο ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ. Ἡ ὑπόθεσις τοῦ ἐγγράφου περὶ Ἀποτειχίσεως ἐτέθη σὲ μᾶς, ὅταν σὲ κάποια σύναξι, αὐτὸ τὸ ἐζήτησαν οἱ πατέρες Γεώργιος Ἀγγελακάκης καὶ Σταῦρος Βάϊος. Αὐτοὶ τὸ ἐθεώρησαν ἀναγκαῖο διὰ τὴν Ἀποτείχισι καὶ ἐγὼ τὸ ἐδέχθην ὡς ἐπουσιῶδες θέμα καὶ χάριν τῆς ἑνότητος καὶ ὁμοψυχίας. Ὅταν ὅμως οἱ ἀνωτέρω πατέρες ἀπήτησαν, ἐκ τῶν ὑστέρων, τὴν ὑπαγωγή μας στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ ἐθεώρησαν ἀναγκαῖο διὰ νὰ ἔχωμε μαζί των ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, τότε ἀντελήφθην ὅτι τὸ ἡμερολόγιο ἦτο καὶ δι’ αὐτοὺς θέμα πίστεως καί, ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν εἴχαμε αὐτὴ τὴν ἀντίληψι, ἀποφασίσαμε νὰ συνεχίσουμε τὴν Ἀποτείχισι χωρὶς νὰ ἔχωμε μεταξύ μας ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο λόγῳ τοῦ ἡμερολογίου. Δηλαδή, καὶ οἱ πατέρες αὐτοί, δὲν ὑπήχθησαν σὲ κάποια Σύνοδο τῶν Γ.Ο.Χ., διότι τὸ ἐθεώρησαν παράνομο καὶ ἐκτὸς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
  Ἡ ἄποψίς μου καὶ ἡ θέσις μου γενικὰ διὰ τὸ ἔγγραφο τῆς Ἀποτειχίσεως εἶναι ὅτι, προκειμένου περὶ Ἀποτειχίσεως, δὲν ἀπαιτεῖται τέτοιο ἔγγραφο, οὔτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, οὔτε ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Εἶναι δὲ μία ἐπινόησις τῶν συγχρόνων πατέρων, ἴσως ἀπὸ κάποια παρανόησι καὶ ἐπίρροια τῆς Λιβέλλου, τὴν ὁποία ἔδιδον οἱ αἱρετικοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅταν προσήρχοντο ἐν μετανοίᾳ στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Λίβελλος, ὅμως, αὐτὴ δὲν ἀπευθύνετο πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους καί, μάλιστα, πρὸς τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία κατεδίκαζε τὴν αἵρεσι καὶ ἐδέχετο μὲ αὐτὴν τὴν ἔγγραφο ὁμολογία αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἀναθεμάτιζαν τὴν αἵρεσι καὶ προσήρχοντο στὴν Ὀρθοδοξία.
   Ὅπως καταλαβαίνετε, ἀδελφοί, τὸ ἔγγραφο αὐτὸ δὲν ἔχει καμιὰ σχέσι μὲ τὴν Ἀποτείχισι, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖται ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ μὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι παρέμειναν ἀπὸ φόβο ἢ δειλία στοὺς αἱρετικούς, ἕως τῆς ἀναλαμπῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ βέβαια, ἐπειδὴ γιὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. ἔχει συντελεστῆ καὶ ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ κανονικά (ἀφοῦ αὐτοὶ νομίζουν ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία), ὅπως τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης, χωρὶς τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, χωρὶς νὰ ἐκθρονιστοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ νὰ μετανοήσουν, ἢ νὰ τοποθετηθοῦν σ’ αὐτούς (τοὺς θρόνους) Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἢ νὰ παραμείνουν μὲ ἀπόφασι τῆς Συνόδου οἱ μετανοημένοι καὶ ἐπιστρέψαντες αἱρετικοί, θὰ πρέπη τὸ ἔγγραφο αὐτὸ νὰ ἀπευθύνεται σὲ κάποια παράταξι τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ αὐτοὶ νὰ ρυθμίζουν τὰ τῆς ἐπιστροφῆς μας, ἱερωσύνης κ.λπ. Τέτοια πράγματα, ὅμως, δὲν διενοήθημεν γιὰ τὶς Συνόδους τῶν Γ.Ο.Χ., γιὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους πάλιν καὶ πολλάκις ἐκθέσαμε.
   Ἂν πάλι τὸ ἔγγραφο αὐτὸ τῆς Ἀποτειχίσεως θεωρηθῆ σὰν μιὰ ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως, αὐτὸ πάλι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν Ἀποτείχισι ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους, διότι ἡ ἴδια ἡ Ἀποτείχισι εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἐπὶ πλέον δύναται νὰ γίνη ὁποιαδήποτε στιγμὴ ζητηθῆ. Περιττὸ νὰ ἀναφέρωμε ὅτι ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἔχουν κάνει καὶ οἱ Ἀντιοικουμενιστές, ἐνῶ πρακτικὰ εἶναι ἐνσωματωμένοι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές. Ἡ Ἀποτείχισις δηλαδή, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τὰ λέει ὅλα καί, μάλιστα, μὲ τὸν πλέον σαφῆ καὶ πρακτικὸ τρόπο, διότι ἐπὶ πλέον συνοδεύεται ἀπὸ διωγμούς, καθαιρέσεις κ.λπ.
   Θὰ ἀναφερθοῦμε πρὸς κατοχύρωσι τῶν λεγομένων καὶ σὲ κάποιους ἱεροὺς Κανόνες. Ὁ ὄγδοος κανὼν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τὰ ἑξῆς: «Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ. Πρὸ πάντων δὲ τοῦτο ὁμολογῆσαι αὐτοὺς ἐγγράφως προσήκει, ὅτι συνθήσονται καὶ ἀκολουθήσουσι τοῖς τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας δόγμασι».
   Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ Κανόνος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «…Τούτων οὕτως ἐγνωσμένων, λέγει ὁ παρὼν Κανών∙ ὅτι, ἀνίσως οἱ τοιοῦτοι Ναυατιανοί προσέλθουν εἰς τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἐφάνη εὔλογον νά χειροθετοῦνται καί οὕτω νά δέχωνται, καί νά μένουν εἰς τόν κλῆρόν τους, οἱ ὄντες δηλ. καί ἐν τῷ σχίσματι κληρικοί (οὕτως ἐδέχθη διά χειροθεσίας τούς Δονατιστάς καί ὁ ξς’ τῆς ἐν Καρθαγένῃ) πλήν, πρέπει νά ὁμολογοῦν ἐγγράφως, πῶς ἔχουν νά φυλάξουν ὅλα τά δόγματα τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, κ.λπ.». Ὁ ἱερὸς λοιπὸν αὐτὸς Κανὼν ἀπαιτεῖ ἔγγραφον ὁμολογία ἀπὸ τοὺς Ναυατιανούς, οἱ ὁποῖοι ὀνομάζοντο καὶ Καθαροί, ἀλλὰ στοὺς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν αἵρεσι μετὰ τὴν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ σὰν βεβαίωσι ὅτι θὰ φυλάξουν ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰδικὰ αὐτά, τὰ ὁποῖα παρέβαινον αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί. Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἀπαιτεῖται γραπτῶς πρὸς βεβαίωσι καὶ κατατίθεται ἀπὸ τὸν ἐπιστρέφοντα ἀπὸ τὴν αἵρεσι στὴν Ὀρθόδοξο Σύνοδο. Δὲν ἔχει ἀπολύτως καμμία σχέσι μὲ τὴν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Ἀποτείχισι.
   Ὁ ἕβδομος κανὼν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Τοὺς προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων, ἀπὸ αἱρετικῶν, δεχόμεθα κατὰ τὴν ὑποτεταγμένην ἀκολουθίαν, καὶ συνήθειαν. Ἀρειανοὺς μέν, καὶ Μακεδονιανούς, καὶ Σαββατιανούς, καὶ Ναυατιανούς, τοὺς λέγοντας ἑαυτοὺς Καθαροὺς καὶ Ἀριστερούς, καὶ τοὺς Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, εἴτουν Τετραδίτας, καὶ Ἀπολλιναριστάς, δεχόμεθα διδόντας λιβέλλους, καὶ ἀναθεματίζοντας πᾶσαν αἵρεσιν, μὴ φρονοῦσαν, ὡς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, καὶ σφραγιζομένους, ἤτοι χριομένους, πρῶτον τῷ ἁγίῳ μύρῳ τό τε μέτωπον, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰς ῥίνας, καὶ τὸ στόμα, καὶ τὰ ὦτα· καὶ σφραγίζοντες αὐτούς, λέγομεν· Σφραγὶς δωρεὰς Πνεύματος ἁγίου».
   Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἑρμηνεύοντας τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἱεροῦ Κανόνος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ὁ παρὼν κανὼν διορίζεται, τίνι τρόπο πρέπει νά δεχώμεθα τούς ἀπό τῶν αἱρέσεων προσερχομένους εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί τήν μερίδα τῶν σωζομένων, λέγων ὅτι τούς μέν Ἀρειανούς, καί Μακεδονιανούς, καί Ναυατιανούς, περί ὧν εἴπομεν ἐν τῷ α΄ Κανόνι τῆς παρούσης Συνόδου, καί τούς Σαββατιανούς καί Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, ἤτοι τετραδίτας καί Ἀπολλιναριστάς δεχόμεθα, ἀφ’ οὗ δώσουν Λιβέλλους, ἤγουν ἔκδοσιν ἔγγραφον (ἡ Λίβελλος γάρ Λατινική φωνή, ἔκδοσις ἑρμηνεύεται κατά τόν Ζωναρᾶν) ἀναθεματίζουσαν καί τήν εἰδικήν των, καί κάθε ἄλλην ἀκόμη αἵρεσιν ὁποῦ δέν φρονεῖ καθώς φρονεῖ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, (καθώς καί ἡ α’ Οἰκουμενική ἐζήτησε ταύτην ἔγγραφον ἀπό τούς Ναυατιανούς ἰδίως ἐν τῷ η΄Κανόνι), τῶν ὁποίων καί σφραγίζομεν πρῶτον μέ τὸ ἅγιον Μύρον τὸ μέτωπον, τοὺς ὀφθαλμοὺς κ.λπ.».
  Ἐδῶ πάλι σαφῶς ὁ ἱερὸς Κανὼν καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρονται σὲ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν στὴν Ὀρθοδοξία καὶ δίδουν λίβελλο πρὸς τὴν ὀρθόδοξο Σύνοδο ὡς ἐγγύησι τῆς μετανοίας των καὶ ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν αἵρεσι. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι κατωτέρω ὁ ἱερὸς Κανών, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς αἱρετικοὺς τοὺς ὁποίους ἀναβαπτίζει, δὲν ζητεῖ οὔτε λίβελλο, προφανῶς ἐπειδὴ κατά τὴν βάπτισι γίνεται καὶ ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, προηγεῖται ἡ κατήχησις κ.λπ. Σαφῶς ὁμιλοῦν οἱ ἱεροὶ Κανόνες διὰ ὕπαρξι Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας κ.λπ. Τὸ ἴδιο ἀναφέρει καὶ ὁ ἐννενηκοστὸς πέμπτος κανὼν (95ος) τῆς ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
   Ἀπὸ τὰ πρακτικὰ ἐπίσης τῶν Συνόδων διαβάζομε γιὰ λιβέλλους τὶς ὁποῖες κατέθεσαν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ σὲ τοπικές, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεφον ἀπὸ αἱρέσεις ἢ ἤθελον νὰ καταγγείλουν κάποιους αἱρετικούς (π.χ. στὴν Δ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές, στὴν ἐπὶ Πάπα ἁγίου Μαρτίνου ἐν Ρώμῃ τοπικὴ κ.λπ.).
    Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τέλος, ὄχι μόνο δέν ζητᾶ ἔγγραφο Ἀποτείχισι, ἀλλά διδάσκει καί μάλιστα περί τῆς Μοιχειανικῆς αἱρέσεως ὅτι ἀπαιτεῖται γιά τήν Ἀποτείχισι μόνον ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.  Τά χωρία τά ὁποῖα περιέχουν αὐτήν τήν διδασκαλία εἶναι πάμπολλα, ἀλλά ἀναφέρω ἐνδεικτικῶς ἕνα, ἐπιφυλασσόμενος, ἐάν συνεχισθῆ ὁ διάλογος, νά προσκομίζω καί μερικά ἀκόμη. Σέ ἐπιστολή του ὁ ὅσιος πρός τόν ἐξόριστο μοναχό Ναυκράτιο, λύει κάποιες ἀπορίες σέ ἀνάλογες ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες τοῦ ἐτέθησαν, καί μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης, εἰρχθῆναι τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος ἀρτίως ἀρχιερέως ἐν ἐκκλησίᾳ, λέγοντος δέ ὅμως ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί, ἀπολώλαμεν. διατί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. ἤ διατί προκειμένης τῆς αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ἡ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν, ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές, οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ. εἰ δέ πνεῦμα ζήλου θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί προθυμεῖται ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι, μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ’ αὐτοῦ ἐνθρονιασθείσῃ ἐκκλησίᾳ μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. καί μακάριος οὗτος, πολλῶν καί ἄλλων παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος. τεθέντος δέ θυσιαστηρίου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οὐδέν τό κωλύον λειτουργεῖν ἐκεῖσε»  (Φατ. 40,119,129).
   Πρέπει ἀκόμη νά προσθέσω καί στό σημεῖο αὐτό, μήπως καί βοηθήσει τήν σκέψι σας νά ἀπαγγιστρωθῆ ἀπό τό ἔγγραφο τῆς Ἀποτειχίσεως, ὅτι οἱ αἱρετικοί, καί δή οἱ εἰκονομάχοι, ἐζητοῦσαν τέτοια ἔγγραφα καί ὁμολογίες γιά νά κρατοῦν στήν αἵρεσι καί τήν πλάνη τούς ὑπηκόους των.  Ἀναφέρω χαρακτηριστικά καί ἕνα ἀκόμη κείμενο ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «Ἐρώτησις 10. περί τῶν ὑπογραψάντων κοσμικῶν ἐν τῇ αἱρέσει καί κοινωνούντων, εἰ χρή τοῖς τοιούτοις κοσμικοῖς ὀρθοδόξους κοσμικούς συνεσθίειν.
   Ἀπόκρισις. ἡ ἀδιαφορία τῶν κακῶν τό αἴτιον˙ ἀνά μέσον γάρ καθαροῦ καί βεβήλου οὐ διέστελλον. χρή οὖν, εἴπερ ζηλωταί εἰσιν οἱ ὀρθοδοξοῦντες, μή προσίεσθαι τούς τοιούτους εἰς συνεστίασιν, εἰ μή πρότερον ὑπέρ τῆς πονηρᾶς ὑπογραφῆς ἐπιτιμηθεῖεν, εἶτα καί ἀπόσχοιντο τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας» (Φατ. 549, 843, 53. -P.G. 99, 1648D).
    Τελικά, ἀδελφοί, ἔγγραφο γιὰ τὴν Ἀποτείχισι δὲν εἶδα κάπου νὰ ἀναφέρεται ἢ νὰ ἀπαιτεῖται. Ἂν ὅμως ἔχετε κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς Πατέρες, τὰ ὁποῖα νὰ συνηγοροῦν ὑπὲρ τῆς ἀπόψεώς σας, νὰ μᾶς τὰ καταθέσετε καὶ ἐμεῖς θὰ κρίνωμε τὸ τί πρέπει νὰ κάνωμε εἰς τὴν παροῦσαν κατάστασι. Ἀναρωτιέμαι ὅμως, τί σᾶς ἐνδιαφέρει ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀποτειχιστήκαμε τὴν στιγμὴ ποὺ δὲν ἀνήκουμε στοὺς Γ.Ο.Χ. καὶ οὔτε οἱ πατέρες ποὺ ἀναφέρατε ἀνήκουν εἰς αὐτούς. Ἡ μόνη, κι ἐδῶ, ἐξήγησις εἶναι ὅτι ψάχνετε νὰ βρῆτε κάποια ὑποτιθέμενα λάθη μας γιὰ νὰ καλύψετε τὶς πλάνες καὶ ἐκτροπὲς τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
  Θὰ ἔλθω ἐν συνεχείᾳ στὶς δυὸ ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες ἐδημοσιεύσατε στὸ ἱστολόγιό σας καὶ θὰ ἀναφερθῶ στὶς ἀπόψεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, οἱ ὁποῖες ἐκφράζονται ἀπὸ τὸν μεγάλο, ὅπως γράφετε, θεολόγο της ἐποχῆς μας Ἀριστοτέλη Δελήμπαση (ἐδῶ).
   Πρέπει κατ’ ἀρχάς, ἀδελφοί, γιὰ νὰ μὴν πελαγώσουμε ἀπὸ τὰ γραφόμενα, νὰ συνοψίσωμε τὶς διαφορὲς καὶ νὰ κάνουμε συγκεκριμένες τὶς ἀπόψεις ἑκάστης πλευρᾶς. Ὁ Ἀριστοτέλης Δελήμπασης λοιπόν, (ἀναφέρω μόνο αὐτόν, ἐπειδὴ εἶναι γενικῶς ἀποδεκτὸς «ὡς μεγάλος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας», ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογίτες ὅλων τῶν παρατάξεων) εἰσηγεῖται ὅτι οἱ ἄδικες ποινές, ὅταν δὲν ἀφοροῦν θέματα τῆς πίστεως, δὲν πρέπει νὰ τηροῦνται ἀπὸ αὐτὸν στὸν ὁποῖο ὑπεβλήθησαν, ἀλλὰ νὰ συνεχίζει νὰ ἐξασκεῖ τὰ καθήκοντά του, ἀντιμετωπίζοντας αὐτὲς ὡς ἀνύπαρκτες. Δηλαδή, ταυτίζει τὶς ποινές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὰ θέματα πίστεως μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ποινές, οἱ ὁποῖες ὑπεβλήθησαν γιὰ διάφορα ἄλλα θέματα πλὴν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως.
   Ἐδῶ παραδόξως ἔχουμε μιὰ σύγκλισι καὶ ταύτισι τῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀριστοτέλη Δελήμπαση μὲ τοὺς Ἀντιοικουμενιστές, ἀλλὰ μὲ τελείως ἀντίθετο σκοπὸ καὶ ἀποτέλεσμα. Καὶ αὐτοί, λοιπόν,
ταυτίζουν τὶς ἄδικες ποινές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν θέματα πίστεως μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἄδικες ποινές, ἀλλὰ μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τὶς ὑπαγάγουν, ὅλες τὶς ποινές, στὴν κρίσι τῆς Συνόδου καὶ ἔτσι νὰ καταργήσουν τὴν ἀποτείχισι γιὰ θέματα πίστεως. Ὁ Ἀριστοτέλης Δελήμπασης ἀντιθέτως, ταυτίζει τὶς ποινὲς αὐτὲς γιὰ νὰ τὶς ἀκυρώση ὅλες ὡς ἀνύπαρκτες κι ἔτσι νὰ συμβάλλη στὸ σημερινὸ ἄθλιο καθεστὼς τῶν Γ.Ο.Χ., εἰς τὸ ὁποῖο κατ’ οὐσίαν ὁ ἱερεὺς εἶναι ἀσύδοτος, κρίνει μόνος του τὴν ποινή, τὴν ὁποία τοῦ ὑπέβαλε ἡ Σύνοδος καὶ ἐν ἀνάγκῃ, ἂν δὲν πειστῆ ἡ Σύνοδος νὰ ὑποταχθῆ στὸν ἱερέα, μεταγράφεται, δίκην ποδοσφαιρικῶν ὁμάδων, σὲ ἄλλη Σύνοδο καὶ συνεχίζει κανονικὰ νὰ ἐξασκῆ τὰ καθήκοντά του.
   Ἐγὼ ἀντιθέτως, στὴν ἐπιστολὴ τὴν ὁποία ἐδημοσιεύσατε, ἔχω τὴν ἄποψι ὅτι διαχωρίζονται σαφῶς οἱ ποινές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὰ θέματα τῆς πίστεως, ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ποινές. Ἀναφέρω δὲ ὅτι μόνο οἱ ποινὲς γιὰ θέματα πίστεως δὲν τηροῦνται, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἄδικες ποινὲς πρέπει νὰ τηροῦνται μέχρι νὰ ἀκυρωθοῦν ἀπὸ ἄλλο ἀνώτερο ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ σημερινή μου ἄποψις, τὴν ὁποία, ὅπως ἐσεῖς ἀποδείξατε, εἶχα καὶ πρὶν τριάντα (30) περίπου χρόνια, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζομαι ἐναντίον τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καὶ εἰδικὰ τοῦ γραφείου ἐπὶ τῶν αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς.
   Θὰ γίνω ἐν συνεχείᾳ σαφέστερος στὶς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη Δελήμπαση, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνονται στὴν συγκεκριμένη β΄ ἐπιστολὴ τοῦ ἱστολογίου «Κρυφὸ Σχολειό». Διαβάζουμε στὴν σελ. ἕξ (6) τοῦ περιοδικοῦ “Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ ὁμολογητής”: «Ἐκκλίνων τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὑποστηρίζεις καὶ ὅτι “οἱ Κανόνες” καὶ οἱ Ἅγιοι “προϋποθέτουν τὴν τήρησιν τῆς ποινῆς τῆς Ἐκκλησίας δικαίας ἢ ἀδίκου”. Τὸ ἀντίθετο ὅμως λέγουν καὶ ὁρίζουν οἱ Ἱ. Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο προβλέπουν καὶ τὴν ἀποτείχισιν εἰς περίπτωσιν ἀδικίας. Ὅταν, δηλαδή, ὁ ἐπίσκοπος κατηγορεῖται ἐν “δικαιοσύνῃ”, λέγει ὁ ΛΑ΄ Ἀποστολικὸς Κανών, ἤτοι ὅταν εἶναι ἄδικος, τουτέστιν ὅταν πράττῃ “παρὰ τὸ καθῆκον καὶ δίκαιον”, ὡς ἑρμηνεύει ὁ κανονολόγος Ζωναρᾶς, τότε ὁ ἀδικούμενος ἱερεὺς ἔχει κανονικὸν δικαίωμα νὰ ἀποτειχισθῇ ἐξ αὐτοῦ. Δικαιοῦται, “καταφρονήσας” αὐτοῦ, νὰ διακόψῃ τὸ μνημόσυνόν του καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν, καὶ νὰ “συναγάγῃ” τοὺς πιστοὺς “χωρίς”, ἤτοι “ξεχωριστά”, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καὶ νὰ “πήξῃ” “θυσιαστήριον ἕτερον” δηλαδὴ νὰ “λειτουργῇ” “κτίσας ἄλλην ἐκκλησίαν”, κατὰ τὸ Πηδάλιον». Δὲν ὑπάρχει νομίζω, ἀδελφοί, πιὸ ἀτυχὴς θεολογικὴ ἀκροβασία ἀπὸ αὐτήν. Διότι ἐδῶ, πέραν τῆς ταυτίσεως τῶν ποινῶν ποὺ προαναφέραμε, ἐπιδεικνύεται παχυλὴ ἄγνοια (ἢ ἠθελημένη σκοπιμότητα) διὰ τὸ ποῖος ἐφαρμόζει αὐτὴν τήν, ὄχι γιὰ θέματα πίστεως, ἀποτείχισι καὶ γιὰ ποῖον λόγο. Καὶ ἀποφαίνεται σαφῶς ὁ συγγραφέας της ἐπιστολῆς (σ.ε. τοῦ λοιποῦ)  ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ὑφίσταται τὴν ἀδικία, δηλαδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος, στὸν ὁποῖο ἐπεβλήθη ἡ ἄδικος ποινή, ἐφαρμόζει τὴν ἀποτείχισι, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Ἀποστολικὸς αὐτὸς Κανών, διὰ τὴν ἀδικία τὴν ὁποία ὑπέστη. Τὸ ἄδικος, ὅμως ἐδῶ, δὲν ἔχει σαφῶς αὐτὴν τὴν ἔννοια, ἡ δὲ ἑρμηνεία τὴν ὁποία δίδει ὁ  σ.ε. εἶναι σκόπιμος, ἂν ὄχι ἐμπαθής. Τὸ ἄδικος ἐδῶ, ἐκλαμβάνεται μὲ τὴν γενικὴν ἔννοια καὶ μάλιστα, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἄδικος ὄχι στὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ στοὺς ἄλλους.
   Πιστὴ ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ περίπτωσις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Κατ’ αὐτὴν ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ θρόνου του Ἀρσάκιον καὶ Ἀττικό, Ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ὄχι γιὰ θέματα πίστεως, οὔτε ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔκαναν κάποια ἀδικία στοὺς ἴδιους, ἀλλ’ ἐπειδή (ὁ Ἀρσάκιος καὶ ὁ Ἀττικός) ἀδίκησαν ἢ συνήργησαν καὶ ἐνέκριναν τὴν ἀδικία κατὰ τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος τοὺς ἀποτειχισθέντας τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς μακαρίζει, καὶ τοὺς κατατάσσει μεταξὺ τῶν Ἁγίων.
 Ἐδῶ βλέπουμε καὶ τὴν ἀντιμετώπισι τοῦ ἴδιου τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου, ὁ ὁποῖος, στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴν ἀδικία τὴν ὁποία ὑπέστη, καὶ τὴν ἄδικο ποινὴ ἡ ὁποία τοῦ ἐπεβλήθη, δὲν ἐχρησιμοποίησε τὸν Ἀποστολικὸ αὐτὸν Κανόνα, ἂν καὶ σαφῶς τὸν ἐγνώριζε, ἀλλὰ ἐζήτησε Σύνοδο καὶ ἀπόφασι Συνοδικὴ νὰ διορθώση καὶ ἀκυρώση τὴν κατ’ αὐτοῦ ἄδικον ποινή.
  Διαβάζομε τὰ ἑξῆς ἀπὸ τὸν βιογράφο του ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστή, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται διὰ τὴν ἐπάνοδό του ἀπὸ τὴν πρώτη ἐξορία: «Ἐπεί τοίνυν ἐπανιών ἔγγιστά που τῆς πόλεως γίνεται, οὐ πρότερον εἰσελθεῖν ἠξίου, πρίν ἄν μείζονι κριτηρίῳ τά κατ’ ἐκεῖνον ἐπιτραπῇ. Ἀλλά τό πλῆθος ἤσχαλλε, καί τόλμης ἥπτετο, καί τούς κρατοῦντας ἐλοιδορεῖτο, ἕως ἅπαντες εἰς ταυτόν συνελθόντες, καί τά μέν δεήσει χρησάμενοι, τά δέ καί προσβιασάμενοι, πείθουσι μόλις ἐπιβῆναι τῆς πόλεως. Ὡς δέ καί τῷ θρόνῳ καθίζειν ἔμελλον, ἰσχυρῶς ἀντείχετο, πάλιν δεῖν, λέγων, τά ψηφισθέντα δοκιμασθῆναι πρότερον καθολικωτέρας τυχόντα ἐπικρίσεως. Ἀλλ’ ὁ τοῦ λαοῦ κρείττων γίνεται πόθος (ἐγλίχοντο γάρ τῆς μελιχρᾶς ἐπακοῦσαι γλώττης, ἧς συνήθως ἀπέλαυον), καί εἰς τόν πατριαρχικόν οὕτως ἀνάγουσιν θρόνον. Ὁ δέ πάντας τε ἡδέως εἶδε, καί ὥσπερ ἔθος, τήν εἰρήνην αὐτοῖς ἐπηύξατο.  Οὕτω μέν ἡ Ἐκκλησία τόν ἑαυτῆς νυμφίον ἀπολαβοῦσα, καί τό περιελθόν αὐτῇ τέως σκυθρωπόν λύσασα, ἤνθει καί ἔθαλλε ταῖς ποτίμοις αὐτοῦ τῶν λόγων ἀρδευομένη πηγαῖς» (P.G. 114, 1173Β).
   Ἐδῶ βλέπουμε ὁ Ἅγιος μὲ πολλὴ σαφήνεια, τὴν ἄδικο ἀπόφασι κατ’ αὐτοῦ νὰ θέλη νὰ τὴν διορθώση, ὄχι ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἄλλη μεγαλύτερη Σύνοδος. Καὶ αὐτό, ὅπως βλέπουμε, τὸ ἀπήτησε δύο φορές. Τί πιὸ ἁπλὸ θὰ ἦτο δι’ αὐτόν, τὴν ἄδικον ἀπόφασι νὰ τὴν θεωρήση, ὅπως ὁ  σ.ε. ὡς ἀνύπαρκτον καὶ νὰ αὐτοδικαιώση καὶ ἀποκαταστήση τὸν ἑαυτό του, τὴν στιγμὴ μάλιστα κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαὸς ὅλος, ὄχι μόνο ἦτο μὲ τὸ μέρος του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπίεζε πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι, μαζὶ μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία;
   Τὸ ὅτι τελικὰ ἐδέχθη τὴν ἀπόφασι τοῦ λαοῦ, ἐνῶ ὁ ἴδιος σαφῶς ἠρνεῖτο νὰ ἀποδώση στὸν ἑαυτό του δικαιοσύνη καὶ νὰ θεωρήση ἀνύπαρκτον τὴν ἄδικον ποινήν, δείχνει πάλι τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖο, ὁ λαὸς τελικὰ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο νὰ κρίνη ἀκόμα καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὁ δὲ Ἅγιος καὶ εἰς αὐτὴν τὴν περίπτωσι δὲν ἀπέδωσε δικαιοσύνη στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὑπήκουσε στὴν θέλησι καὶ τὴν ἀπόφασι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀποφάσεως κατ’ οὐσίαν ἀνωτέρας καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁποία αὐτὸς ἐζητοῦσε, δηλαδὴ τῆς συγκλίσεως μεγαλυτέρας Συνόδου!
   Εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐκθέσουμε καὶ ταυτόχρονα νὰ καταδικάσουμε τὶς θέσεις τοῦ σ.ε., ὁ ὁποῖος ἐπηρεασμένος ἀπ τν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας, Ἀριστοτέλη Δελήμπαση, γράφει τὰ ἑξῆς στὴν δημοσιευθεῖσα ἐπιστολὴ διὰ τὸν Χρυσορρήμονα ἅγιο: «Ἐδῶ ἂς ἀναφερθῆ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος, πρὸ ἄλλης συνοδικῆς κρίσεως, καὶ μάλιστα διὰ θέματα δικαιοσύνης καὶ οὐχὶ πίστεως, ἔκρινε μόνος του τὴν ψευδοποινὴν τοῦ ἀφορισμοῦ, ποὺ τοῦ εἶχον ἐπιβάλλει οἱ ἐχθροὶ του διὰ συνόδου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ τὴν φυλάττῃ ἀλλὰ νὰ τὴν ἀθετῇ. Τὴν ἔκρινεν ὅμως ὀρθοδόξως καὶ θεαρέστως βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων ὡς διαλαμβάνει καὶ τὸ Ἱερὸν Πηδάλιον εἰς τὴν ἑρμηνείαν καὶ τὰ σχόλια τοῦ ΛΒ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος»  (σελ. 9-10 ἐπιστολῆς).
    Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἅγιος, ὄχι μόνο κατὰ τὴν πρώτη ἐξορία του, δὲν ἔκρινε μόνος του τὴν ποινή, ἡ ὁποία τοῦ ἐπεβλήθη παρανόμως καὶ ἀδίκως, ὅπως προαναφέραμε, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν Δευτέρα ἐξορία του πάλι δὲν ἔκρινε μόνος του τὴν παράνομο καὶ ἄδικο ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλὰ τὴν ἔκρινε ἔτσι ὅλη ἡ Οἰκουμένη, στὶς ἡμέρες του, καὶ ὄχι ἐκ τῶν ὑστέρων, καὶ αὐτός (ὅπως καὶ κατὰ τὴν πρώτη ἐξορία) τὴν ἀπόφασι αὐτὴ τὴν ἀπεδέχθη. Τὴν ἔκρινε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης Ἰννοκέντιος, ὁ ὁποῖος καθήρεσε τὸν διάδοχόν του Ἀρσάκιο καὶ τὸν Ἀττικὸ διὰ λόγους δικαιοσύνης· τὴν ἔκρινε ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος, ὁ ὁποῖος συνέτρεχε στὴν Κουκουσὸ ἀπὸ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία, σὲ σημεῖο νὰ διαταχθῆ ἡ μετάβασίς του σὲ μακρυνότερο μέρος τὴν Πιτιοῦντα· τὴν ἔκριναν τέλος καὶ τὴν κατέκριναν καὶ τὴν ἀκύρωσαν οἱ πλησιόχωροι Ἐπίσκοποι στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, τοῦ παρεχώρησαν τὰ πάντα καί, ἂν ἠδύναντο θὰ τοῦ ἔδιδον καὶ τὸν ἴδιο τὸ θρόνο των. Μετ’ αὐτῶν ἀσφαλῶς, τῶν πλησιοχώρων  Ἐπισκόπων, τὴν ἄδεια καὶ τὴν συμβολὴ ἐχειροτόνησε ἑπτὰ Ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ διακόνους στοὺς πλησιόχωρους βαρβάρους, σύμφωνα πάντα μὲ τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Μεταφραστή, καὶ μάλιστα αὐτὸ ἔγινε κατόπιν θαύματος τοῦ Ἁγίου: «Toῦτο τό θαῦμα πιστεῦσαι τούς τῆς χώρας ταύτης ποιεῖ, καί τῷ βαπτίσματι προσελθεῖν ἀριθμοῦ κρείττονας. Ἑπτά τοίνυν ἐπισκόπους σύν ἅμα πρεσβυτέροις καί διακόνοις ἱκανοῖς τῷ πλήθει τῶν πιστευσάντων ἐπί τούτοις χειροτονήσας, ἐπείπερ εὕροι τινάς αὐτῶν τήν Ἑλλήνων φράσιν ἐπισταμένους τούτοις ὅσα καί γλώσσῃ χρησάμενος, τόν τε θεῖον Δαβίδ καί τήν Καινήν ἅπασαν πρός τήν Ἑλλάδα γλῶτταν δι’ αὐτῶν μεταβάλλει» (P.G. 114, 1193C). Πῶς ἄλλωστε θὰ ἠδύναντο νὰ χειροτονήση ὁ Ἅγιος μόνος του Ἐπισκόπους, αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἦτο γνώστης ἄριστος ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως; Ἄρα εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοὶ τοῦ σ.ε. ὅσον ἀφορᾶ τὸν Χρυσορρήμονα.
   Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ σ.ε. ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρει ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τοὺς Ἁγίους, οὐδόλως συντείνουν εἰς τὸ νὰ βεβαιώσουν τὸν ἰσχυρισμό του, ὅτι ὁ ἀδίκως τιμωρηθεὶς ὑπὸ Ἐπισκόπου ἢ Συνόδου ὄχι διὰ θέματα πίστεως, δύναται νὰ ἀποτειχιστῆ ἢ νὰ καταφρονήση τὸ ἐπιτίμιο ἀπὸ μόνος του καὶ νὰ αὐτοδικαιωθῆ. Ἐδῶ προτείνω καὶ προκαλῶ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἱστολογίου κ. Ν. Μάννη, καὶ οἱονδήποτε ἀδελφὸ ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ., νὰ μελετήσουν διεξοδικὰ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀριστοτέλη Δελήμπαση καί, ἂν κάποιο βροῦν ὅτι συντείνει ὑπὲρ τῶν ἀπόψεών του, νὰ μᾶς τὸ παρουσιάσουν καὶ ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀπαντήσουμε ἀναλόγως, ἐρευνώντας το. Ἐγὼ ἀναφέρθηκα μόνο στὸν Χρυσόστομο ἅγιο, ἐπειδὴ εἶναι κραυγαλέες οἱ διαστροφὲς τὶς ὁποῖες κάνει ὁ σ.ε., ὅτι δῆθεν μόνος του ἀπεκατεστάθη καὶ αὐτοδικαιώθη, καὶ δὲν ἀναλύω, θὰ λέγαμε βῆμα πρὸς βῆμα, τὰ ὑπόλοιπα τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ νὰ μὴν μακρηγορῶ.
   Δὲν θὰ πρέπη ὅμως νὰ παραλείψω μία ἀκόμη διαστροφὴ τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία γίνεται τεχνηέντως μὲ τὴν ἀπόκρυψι μίας σημαντικῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἡ ὁποία ἀφορᾶ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα. Ἐνῶ ἀναφέρεται διεξοδικὰ ὁ σ.ε.  στὸν ΛΒ΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα καὶ στὶς ὑποσημειώσεις του, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἴπαμε, λένε τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὰ συμπεράσματα τὰ ὁποῖα βγάζει, παρελείπει ἐπιμελῶς καὶ ἀποκρύπτει τὴν πρώτη ὑποσημείωσι τοῦ Κανόνος τούτου, ἡ ὁποία λέγει ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου τὰ ἑξῆς: «Δὲν λέγει ὀρθῶς ὁ Βαλσαμών, λοιπόν, ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ ΛΒ΄ Κανόνος τῆς ἐν Καρθαγ. διοριζόμενος τρόπον τινά, ὅτι οἱ ἀκαίρως ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου ἀφοριζόμενοι δέν ἔχουν ἀνάγκην νά φυλάττωσι τόν τοιοῦτον ἀφορισμόν, ἐπειδή οἱ Κανόνες οὗτοι τό ἐναντίον διορίζονται». Παραλείποντας λοιπόν, αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς ὑποσημειώσεως ἀναφέρει τὸ ἀμέσως ἑπόμενο τμῆμα: «Ἐκ τοῦ Κανόνος τούτου συμπεραίνεται ὅτι καὶ οἱ Πνευματικοὶ δέν πρέπει νά λύουν τά ἐπιτίμια τῶν ἄλλων ὁμοταγῶν των Πνευματικῶν, ἄν αὐτά δέν ᾖναι παρά Κανόνας καὶ πάντῃ ἄλογα». Γιατί λοιπόν, ὁ σ.ε. παρέλειψε αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς ὑποσημειώσεως καὶ ἀνέφερε τὸ ἀμέσως ἑπόμενο, τὸ ὁποῖο, ἂν δὲν χαρακτηρισθῆ ἐκτὸς θέματος, τουλάχιστον συντείνει εἰς τὸ ὅτι κάποιος ἄλλος λύει τὰ παρὰ Κανόνος καὶ ἄλογα ἐπιτίμια τοῦ πνευματικοῦ καὶ ὄχι ὁ ἴδιος στὸν ὁποῖο ἐπεβλήθησαν; Πιθανῶς λοιπόν, ἢ καὶ προφανῶς, τὸ τμῆμα αὐτὸ τῆς ὑποσημειώσεως δὲν τὸ ἀνέφερε, ἐπειδὴ δὲν ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀπόψεις του καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ τὸ διαστρέψει. Ἂν πάλι κάνουμε λάθος, ἂς μᾶς τὸ ὑποδείξει ὁ κ. Μάννης καὶ οἱ Γ.Ο.Χ.
   Θὰ ἀναφέρω ἐν συνεχείᾳ ἕνα δύο σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς τὴν ὁποία ἐδημοσιεύσατε ὡς ἀπάντησι στὴν ἰδική μου, διὰ νὰ ἰδοῦμε τὴν σκέψι τοῦ σ.ε.  ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου καὶ θὰ κλείσωμε αὐτὴν τὴν ἑνότητα μὲ τὴν ἐπιφύλαξι νὰ ἐπανέλθωμε, ἂν χρειαστῆ, μὲ διεξοδικώτερη ἔρευνα.
   Στὴν ἀρχὴ τῆς ἀπαντητικῆς ἐπιστολῆς ὁ σ.ε. ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Ἐρωτᾶς “ποῖος θὰ μᾶς τὸ πῆ”, “ἂν εἶναι δικαία ἢ ἄδικος μία ἐκκλησιαστικὴ κρίσις”. Οἱ Ἱ. Κανόνες, ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθοδοξία. Διὰ τοῦτο εἰς τὰς Ἁγίας Οἰκουμενικὰς Συνόδους οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐπὶ τούτου ἐκφωνοῦν: “Οἱ Κανόνες κρατείτωσαν” κ.λπ.». Ἐδῶ πάλι γίνεται μία παραποίησις τῶν λεγομένων μου στὴν πρώτη ἐπιστολή. Ἀναφέρω ὅλο τὸ σχετικὸ κείμενο γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ τὸ τί ἐρωτοῦσα καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ διαστροφὴ πρὸς ἐξαγωγὴ ἰδίων συμπερασμάτων ἀπὸ τὸν σ.ε.: «Εἰς τὸ πρῶτο περιοδικὸ σελὶς 3 γίνεται μία σύγχυσις τῶν διαφόρων ποινῶν εἴτε αὐτὲς προέρχονται ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, εἴτε εἶναι διοικητικές, ἠθικὲς κλπ. καὶ ὅλες, ἐφ’ ὅσον εἶναι ἄδικες, τὶς καταδικάζετε καὶ τὶς θεωρεῖτε ἀνύπαρκτες. Αὐτὸ νομίζω ἀντίκειται στοὺς κανόνες καὶ στὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
    Κατ’ ἀρχὰς τὸ ἂν εἶναι δικαία ἢ ἄδικος μία ἐκκλησιαστικὴ κρίσις, ποῖος θὰ μᾶς τὸ πῇ, ὁ κατηγορούμενος ἢ ἡ Ἐκκλησία; Οἱ κανόνες λέγουν θὰ μᾶς πῇ ἡ Ἐκκλησία. Δι’ αὐτὸ τὸν λόγο δίδουν τὴν εὐκαιρία στὸν κατηγορούμενο νὰ κριθῇ ἀπὸ ἀνώτερο ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, ἐφ’ ὅσον πιστεύει ὅτι ἀδικήθηκε ἀπὸ πρῶτο δικαστήριο (ιε΄ Καρθαγένης, ξστ΄ Καρθαγένης, ιβ΄ Ἀντιοχείας, δ΄ Θεοφίλου). Δὲν δίδει κανένας κανὼν ἀπ’ ὅ,τι ξέρω τὸ δικαίωμα νὰ πῇ ὁ κατηγορούμενος μόνος του καὶ νὰ ἀποφασίσῃ ἂν εἶναι δικαία ἢ ἄδικος ἢ ἀνύπαρκτη ἡ ποινή. Ἂν ἔδιναν τέτοιο δικαίωμα οἱ κανόνες στὸν κατηγορούμενο, καταλαβαίνετε ὅτι θὰ ἐτίθετο ἡ γνώμη του πάνω ἀπὸ τὴν γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε αὐτὸ θὰ ἐσήμαινε προτεσταντισμὸ χειρίστου εἴδους».
   Ὅπως βλέπουμε, ἐγὼ δὲν ἐρωτῶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα γράφει ὁ σ.ε. «Ποῖος θὰ μᾶς πῆ ἂν εἶναι δίκαιος ἢ ἄδικος μία ἐκκλησιαστικὴ κρίσις», ἀλλὰ ἐρωτῶ «ποῖος θὰ μᾶς π ἂν εἶναι δίκαιος ἢ ἄδικος μία ἐκκλησιαστικὴ κρίσις, ὁ κατηγορούμενος ἢ ἡ Ἐκκλησία;». Ἀπὸ τὰ γραφόμενά μου, τὰ ὁποῖα ἀνωτέρω παρέθεσα, καταλαβαίνει καὶ ὁ πλέον ἀδαὴς καὶ ἄσχετος ὅτι ἐξ ἀρχῆς διαχωρίζω τὶς ποινές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὰ θέματα τῆς πίστεως, ἀπὸ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες ποινὲς καὶ ἀναφέρομαι συγκεκριμένα, ὄχι στὶς ποινὲς οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τὴν πίστι, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες. Κάνω ἐπίσης συγκεκριμένη τὴν ἐρώτησι μὲ τὴν ἐπισήμανσι «ὁ κατηγορούμενος ἢ ἡ Ἐκκλησία», διὰ νὰ ἀποφευχθῆ πᾶσα παρερμηνεία. Καὶ ἡ ἀπάντησις τοῦ σ.ε.; «Οἱ Ἱ. Κανόνες, ἀπαντᾶ, ἡ Ὀρθοδοξία».
   Νομίζω ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατο κάποιος νὰ ἐκφέρη μιὰ περισσότερο παραπλανητική, ἀσαφῆ καὶ θὰ λέγαμε Ἰησουΐτικη ἀπάντησι. Μία ἀπάντησι ἡ ὁποία, ἐνῶ δὲν λέει ἀπολύτως τίποτα, συγχρόνως ἀνοίγει τοὺς ἀσκοὺς τοὺς Αἰόλου, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο, πρὸς πᾶσαν αὐθαιρεσίαν. Τὸ χειρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δίδεται αὐτὴ ἡ ἀπάντησις διὰ νὰ ὑποστηριχθῆ ἡ θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη Δελήμπαση, εἰς τὴν ὁποία δυστυχῶς παρέσυρε καὶ τὸν Γέροντα π. Στέφανο καὶ πολλοὺς ἄλλους, ὅτι δηλαδή, ὁσάκις κάποιος κρίνει ὅτι ἡ ποινή, ἡ ὁποία τοῦ ὑπεβλήθη, εἶναι ἄδικος δὲν χρειάζεται νὰ ἀκολουθήση τὰ διατεταγμένα ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων περὶ ἐφέσεως, ἐκκλήτου κ.λπ., ἀλλὰ δύναται, χωρὶς νὰ παρανομῆ, μόνος του νὰ ἀθωώση τὸν ἑαυτόν του. Ὅπως ὅμως ἀναφέραμε μὲ τὴν παράθεσι τῶν κειμένων τὴν ὁποία κάνει ὁ σ.ε., οὐδόλως ἀποδεικνύει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἰσχυρίζεται, καὶ μάλιστα σὰν νὰ τὸ διδάσκη ἡ Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ φαίνεται ὁλοκάθαρα τὸ ἀντίθετο. Δηλαδή, κανένας Κανὼν δὲν ἐπιτρέπει τὴν αὐτοδικαίωσι κάποιου, ὅταν δὲν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως, ἀλλὰ μόνο ἐπιτρέπει τὴν ἀναγωγὴ σὲ ἀνώτερο κριτήριο.
    Ἐξ αἰτίας λοιπόν, τοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχει κάποιος ἱερὸς Κανών, ὁ ὁποῖος νὰ συνηγορῆ μὲ τὶς ἀπόψεις του, ἀναφέρεται γενικὰ στὴν ἀπόρριψι τῶν ἀδίκων ποινῶν. Ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα.
    Στὴν σελ. (5) ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς πατέρας οὐδέποτε ἀντορθόδοξος καὶ ἄδικος κρίσις γίνεται δεκτὴ ὡς ὄντως ἐκκλησιαστικὴ κρίσις, ἀλλὰ ἀποκρούεται ὡς ἀντιεκκλησιαστική». Δηλαδή, ἀπὸ ποιόν ἀποκρούεται, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν κατηγορούμενο, ἀπὸ ἄλλο κριτήριο ἢ τέλος πάντων ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Καὶ ὡς τί ἀποκρούεται, ὡς ἄδικος ἢ ὡς ἀνύπαρκτος μὲ τὴν ὁποία δὲν πρέπει (ἐφ’ ὅσον εἶναι ἀνύπαρκτος) κἂν νὰ ἀσχοληθοῦμε;
   Καὶ κατωτέρω συνεχίζει: «Τοῦτο μαρτυροῦν ὅλοι οἱ ἀγῶνες πίστεως καὶ δικαιοσύνης τῆς Ὀρθοδοξίας». Εἰλικρινά, ἀδελφοί, ἐγὼ δὲν εἶδα, πέρα τῶν ἀγώνων τῆς πίστεως καὶ τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν παθῶν, νὰ κάνη κάποιος Ἅγιος ἀγῶνα γιὰ νὰ δικαιωθῆ ἢ νὰ ἀθωωθῆ ὁ ἑαυτός του, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἀδικία γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν ἐθεωροῦσαν εὐλογία.
   Κατωτέρω ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀντίθετη ἐκδοχὴ εἶναι διδασκαλία Παπικὴ καὶ ἀναφέρει ἕνα χωρίο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τὰ ὁποῖα (ὅλα αὐτά) κρινόμενα λίαν ἐπιεικῶς εἶναι ἐκτὸς θέματος. Διότι ὁ Μ. Ἀθανάσιος δὲν ἀναφέρεται στὴν ἄδικο κρίσι, ἡ ὁποία τελικὰ μᾶς ὠφελεῖ, ἀλλὰ στὸ νὰ ἀκολουθήσωμε ἕνα πλανεμένο ποιμένα ἢ διδάσκαλο καὶ νὰ δεχθοῦμε τὴν πλάνη ὡς ἀλήθεια.
    Παρερμηνεύων ὁ σ.ε.  τὸν 31ον Ἀποστολικὸ Κανόνα ἀναρωτιέται στὴν σελ. ἕξ (6) τὰ ἑξῆς: «Ἐκκλίνων τῆς Ὀρθοδόξου κρίσεως ὑποστηρίζεις καὶ ὅτι “οἱ Κανόνες” καὶ οἱ Ἅγιοι “προϋποθέτουν τὴν τήρησιν τῆς ποινῆς τῆς Ἐκκλησίας δικαίας ἢ ἀδίκου”. Τὸ ἀντίθετον ὅμως λέγουν καὶ ὁρίζουν οἱ Ἱ. Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο προβλέπουν καὶ τὴν ἀποτείχισιν εἰς περίπτωσιν ἀδικίας. Ὅταν, δηλαδή, ὁ ἐπίσκοπος κατηγορεῖται ἐν “δικαιοσύνῃ”, λέγει ὁ ΛΑ΄ Ἀποστολικὸς Κανών, ἤτοι ὅταν εἶναι ἄδικος, τουτέστιν ὅταν πράττῃ “παρὰ τὸ καθῆκον καὶ δίκαιον”, ὡς ἑρμηνεύει ὁ κανονολόγος Ζωναρᾶς, τότε ὁ ἀδικούμενος ἱερεὺς ἔχει κανονικὸ δικαίωμα νὰ ἀποτειχισθῇ ἐξ αὐτοῦ. Δικαιοῦται “καταφρονήσας” αὐτοῦ, νὰ διακόψῃ τὸ μνημόσυνόν του καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν, καὶ νὰ “συναγάγῃ” τοὺς πιστοὺς “χωρίς”, ἤτοι “ξεχωριστά”, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καὶ νὰ “πήξῃ” “θυσιαστήριον ἕτερον”, δηλαδὴ νὰ “λειτουργῇ” “κτίσας ἄλλην ἐκκλησία “κατὰ τὸ Πηδάλιον”».
    Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ σ.ε. παρερμηνεύει τὸν ἱερὸ Κανόνα, διότι ὁ ἱερὸς Κανὼν καὶ οἱ ἑρμηνευτὲς δὲν ὁμιλοῦν γιὰ τὸν ἀδικούμενο ἱερέα, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄδικο Ἐπίσκοπο, ὅπως ἐξηγήσαμε στὴν κλασσικὴ περίπτωσι τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ἐπισκόπων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἐπὶ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ εἶναι σαφέστατα λάθος ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι, ἂν παρήχετο τὸ δικαίωμα αὐτὸ στὸν ἀδικούμενο ἱερέα, τότε γιατί νὰ ὑπάρχη ἡ ἔφεσις καὶ ἡ ἔκκλητος σὲ ἀνώτερο ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο; Μήπως γιὰ τὶς δίκαιες ποινές, ἐφ’ ὅσον γιὰ τὶς ἄδικες αὐτοδικαιώνεται κάποιος;
   Ἡ εἰσαγωγὴ στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τάξις συνέχει καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον. Πρέπει λοιπόν ἡ εὐταξία, καί πανταχοῦ μέν νά φυλάττηται ὡς συνεκτική καί συσ(τα)τική, μάλιστα δέ εἰς τούς ἐκκλησιαστικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χρέος νά γνωρίζωσιν ὁ καθείς τά ἰδικά των μέτρα καί τά ὅρια τῆς οἰκείας τάξεως νά μήν ὑπερβαίνουσιν.  Ἀλλ’ οἱ μέν Πρεσβύτεροι, καί Διάκονοι καί Κληρικοί πάντες, νά ὑποτάσσωνται εἰς τόν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπον∙ οἱ δέ Ἐπίσκοποι, εἰς τόν ἰδικόν τους Μητροπολίτην∙ οἱ δέ Μητροπολῖται, εἰς τόν ἐδικόν τους Πατριάρχην.  Διά τοῦτο καί ὁ παρών Ἀποστολικὸς Κανὼν διορίζεται οὕτως κ.λπ.».
   Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὴν θεωρία του αὐτὴ ὁ σ.ε.  εἰσάγει τὴν ἀταξία καὶ καταργεῖ τὴν τάξι, ἐφ’ ὅσον ὁ κάθε ἀδικούμενος ἱερεὺς αὐτοδικαιώνεται, ἀποτειχίζεται λόγῳ τῆς ὑφισταμένης εἰς αὐτὸν ἀδικίας κ.λπ.
   Κατωτέρω  ὁμιλεῖ γιὰ τὴν τάξι καὶ εὐταξία καὶ ἀναφέρει ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τό ὁποῖον στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ἔχει ὡς ἑξῆς: «“Κάθε πρᾶγμα ἐκκλησιαστικόν, ὅταν γίνεται κατὰ τὴν εὐταξίαν τῶν Ἱ. Κανόνων, ὄχι μόνο δὲν προξενεῖ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἱερωμένους (Ὀρθοδόξους) καμμίαν ταραχὴν καὶ δυσφημίαν, ἀλλὰ μάλιστα καὶ ἐπαίνους ἀπὸ τοὺς φρονίμους καὶ διακριτικούς”. Τοῦτο λοιπὸν συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀπόκρουσιν τῆς ἀδίκου ποινῆς μέχρι καὶ πρὸ πάντων αὐτῆς τῆς ἀδίκου καθαιρέσεως, ποὺ εἶναι ποινὴ κεφαλική (εἰς θάνατον). Δὲν προϋποθέτουν λοιπόν, οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ Ἅγιοι τὴν τήρησιν τῆς ἀδίκου ποινῆς».
  Ἐδῶ βλέπουμε καθαρὰ τὰ συμπεράσματα τοῦ σ.ε. ὅτι εἶναι ἀντίθετα τῆς τάξεως καὶ εὐταξίας, διότι οἱ ἱεροὶ Κανόνες σὲ περίπτωσι ἀδικίας δὲν ἀναφέρουν πουθενὰ τὴν αὐτοδικαίωσι καὶ τὴν αὐτοαποκατάστασι, ἀλλὰ ὡς τάξι καὶ εὐταξία θεωροῦν τὴν ἔφεσι σὲ ἀνώτερο κριτήριο.
   Παρομοίως κάνει καὶ στὶς ἑρμηνεῖες κάποιων ἄλλων Κανόνων, ὅπως τὸν ΙΔ΄ τῆς Σαρδικῆς, τὸν Δ΄ τῆς Ἀντιοχείας κ.λπ. Καταλήγοντας αὐτὴν τὴν ἑνότητα καὶ διὰ νὰ μὴν ἐπεκταθῶ παρὰ μόνο σὲ περίπτωσι ἐνστάσεως τῶν Γ.Ο.Χ. ἀναφέρω ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου τὸν ΛΖ΄ Κανόνα τῆς Καρθαγένης, ὁ ὁποῖος στὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὁ διά τι ἐξ ἀμελείας ἁμάρτημα ἀφορισθεὶς Ἐπίσκοπος, ἢ ἄλλος ὁποῖος δήποτε Κληρικός, κἄν λέγῃ, ὅτι δέν ἀφωρίσθη δικαίως, πρέπει ὅμως νά μένῃ εἰς τό ἐπιτίμιον τῆς ἀκοινωνησίας καί τοῦ ἀφορισμοῦ, ὥς νά ἐξετασθῇ ἀπό ἄλλους ἀνωτέρους ἡ κρίσις του. Ἐάν δέ προτοῦ νά ἐξετασθῇ, ἄν εὐλόγως ἀφωρίσθη ἤ μή, αὐτός τολμήσῃ νά κοινωνῇ μέ ἄλλους καί νά καταπατήσῃ τόν ἀφορισμόν, φανερόν ὅτι οὗτος μέ τήν καταφρόνησιν αὐτήν κάμνει νά ἐκφωνηθῇ κατ’ ἐπάνω του ἡ  τῆς πρεπούσης καταδίκης ἀπόφασις ὡς ὁ παρὼν διορίζει Κανών». Βλέπουμε καὶ ἐδῶ ὅτι γιὰ τὸν ἀδίκως ἀφορισθέντα Ἐπίσκοπο ἢ κληρικό, νὰ ἐπιβάλλεται ἐκ τοῦ Κανόνος νὰ παραμένη στὸ ἐπιτίμιο, ἕως ὅτου ἐξετασθῆ ἀπὸ ἀνώτερο κριτήριο ἡ ὑπόθεσίς του.
Πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ἐμεῖς ἀναφέρομε ὁλοκλήρους ἱερούς Κανόνες οἱ ὁποῖοι ξεκάθαρα ὁμιλοῦν ἐπί τοῦ θέματος καί ὁ σ.ε. μέ μισόλογα ἀπό τούς Κανόνες καί δικές του ἑρμηνεῖες καί θεωρίες, θέλει νά μᾶς πείσῃ γιά τό ἀντίθετο, ἀπό αὐτό τό ὁποῖο νομοθετοῦν οἱ ἱεροί Κανόνες.
   Θὰ ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ ὀλίγα τινὰ διὰ τὸν Περγάμου Ἰωάννη καὶ τὴν περὶ ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας ὁμιλία του. Ἐδῶ εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνω κάποιες ἐπεξηγήσεις γιὰ νὰ γίνη κατανοητὴ ἡ ὑπόθεσις καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρεξηγήσεις.
    Κατ’ ἀρχὰς ὁ  μακαριστός Γέροντας π. Στέφανος εἶχε καθαιρεθεῖ στὸ ἅγιο Ὄρος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, ὄχι γιὰ θέματα πίστεως, οὔτε γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ διότι στὴν ἀντιπαράθεσί του μὲ τὴν Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν ὑποχώρησε, ἀλλὰ διεκδικοῦσε τὴν θέσι τοῦ ἡγουμένου στὴν μονὴ Καρακάλλου, σὲ σημεῖο νὰ κλείση τὶς πόρτες τῆς μονῆς γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες. Ὅταν τελικὰ ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἤλθαμε σὲ μονὴ τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ὁ τότε Μητροπολίτης Χριστόδουλος συνεργάστηκε μὲ τὸν Γέροντα π. Στέφανο γιὰ νὰ ἀποκατασταθῆ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὸ θέμα τῆς καθαιρέσεως, μὲ ἀνάλογη πράξη ἀνακλήσεως, ἡ ὁποία μόνο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο μποροῦσε νὰ γίνη. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό, ἀπ’ ὅ,τι ἐνθυμοῦμε, ἔγραψε ἐπιστολὴ ὁ Γέροντας π. Στέφανος ζητώντας συγγνώμη ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴ ἔστειλε συνοδευτικὴ ἐπιστολὴ ὁ Χριστόδουλος, παρακαλώντας τὸν Πατριάρχη τότε Δημήτριο νὰ ἄρη τὴν ποινή, ἐφ’ ὅσον τώρα δὲν ὑφίστατο λόγος νὰ ὑπάρχη. Μάλιστα, ἔλεγε τότε ὁ Χριστόδουλος ὅτι εἶχε ἕνα φίλο στὸ Πατριαρχεῖο, τὸν τότε Φιλαδελφείας Βαρθολομαῖο (νῦν Πατριάρχη), ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ βοηθήση νὰ τακτοποιηθῆ τὸ θέμα. Ὄντως ὁ Χριστόδουλος ἐβοήθησε στὴν περίπτωσι αὐτή, διότι καὶ αὐτὸν τὸν ἐξυπηρετοῦσε καί, μάλιστα, ἐκ τῶν ὑστέρων ἔλεγε, ὅτι ἐξετέθη στὸ Πατριαρχεῖο ἐξ αἰτίας τῶν ἑπομένων γεγονότων.
   Ὅταν λοιπὸν ἔγιναν τὰ σχετικὰ στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἤρθη ἡ καθαίρεσις καὶ μάλιστα ἐστάλη ἡ ἀπόφασις στὴν Μητρόπολι Δημητριάδος, τότε ἔγιναν γνωστὰ στὸν Γέροντα π. Στέφανο τὰ λόγια τῆς ὁμιλίας τοῦ Περγάμου Ἰωάννου περὶ ναρκισσευομένης Όρθοδοξίας κ.λπ., ὁπότε ἐπῆγε στὸν Χριστόδουλο καὶ εἶπε ὅτι δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ ἀποκατάστασις ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο, θὰ ἀποτειχιστῆ ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς αἱρέσεως κ.λπ.
   Ἐδῶ θὰ πρέπη νὰ τονιστῆ ἡ σχέσις ἐκείνη τὴν περίοδο τοῦ Γέροντος π. Στεφάνου μὲ τοὺς Παλαιοημερολογίτες καὶ μάλιστα μὲ κάποιον μοναχὸ ὀνόματι Κυπριανό, τὸν ὁποῖο εἶχαν στὸ μοναστήρι καὶ διέδιδαν παντοῦ ὅτι προφητεύει, θεραπεύει, βγάζει δαιμόνια κ.λπ. καὶ συγχρόνως ἔκανε καὶ τὸν διὰ Χριστὸν σαλὸ μὲ διάφορα ἄλλα, προφανῶς γιὰ νὰ καλύψη κάποιες ἀδυναμίες του. Μάλιστα ἐκείνη τὴν περίοδο εἶχε προφητεύσει ὁ μοναχὸς αὐτὸς ὅτι, μετὰ τὸ Πάσχα καὶ μέχρι τὴν Πεντηκοστή, θὰ γίνη πόλεμος μὲ τοὺς Τούρκους κι ἐμεῖς θὰ χάσουμε τὸν πόλεμο καὶ οἱ Τοῦρκοι θὰ φτάσουν μέχρι τοὺς πρόποδες τοῦ Κισσάβου. Στοὺς πρόποδες δὲ τοῦ Κισσάβου ἦτο τὸ γυναικεῖο μοναστήρι τοῦ Γέροντα π. Στεφάνου καὶ μὲ τὴν εὐλογία του τότε,  ἄρχισαν ἐκεῖ νὰ συγκεντρώνονται μεγάλες ποσότητες τροφίμων, νὰ μαζεύονται χρήματα καὶ μάλιστα, ὅπως διεδίδετο, κάποιοι ἔδωσαν χρήματα γιὰ νὰ ἔχουν ἕνα κελὶ στὸ μοναστήρι, τὴν περίοδο τοῦ πολέμου καὶ τῆς πείνας, ἡ ὁποία θὰ ἤρχετο μετὰ τὸ Πάσχα.
  Σὲ ἐμένα αὐτὰ ἔφταναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτοντο τὸ μοναστήρι, διότι εἶχα διακόψει τὶς σχέσεις μου μὲ τὸν Γέροντα π. Στέφανο, λόγῳ ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν σχέσεών του μὲ τοὺς Γ.Ο.Χ. Σὲ μιὰ δὲ προσωπικὴ ἐπικοινωνία μου αὐτὴ τὴν περίοδο μὲ τὸν Γέροντα π. Στέφανο (δὲν ἐνθυμοῦμαι τὸ ἔτος) μοῦ εἶπε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποθηκεύσω τουλάχιστον ἀλεῦρι καὶ νάμα, διὰ νὰ ἔχω τουλάχιστον τὰ ἀπαραίτητα διὰ τὴν Θ. Λειτουργία, ἐπειδὴ ἐγνώριζε ὅτι τὴν περίοδο ἐκείνη λειτουργοῦσα καθημερινά, διότι μοῦ ἐτόνισε μετὰ τὸ Πάσχα θὰ ὑπάρχη μεγάλη πείνα καὶ δυστυχία ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου. Ὅταν δὲ μετὰ τὸ Πάσχα καὶ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν ἔγινε ὁ πόλεμος, διέδωσαν ὅτι κάποιος εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία νὰ εἶναι γονατιστὴ καὶ νὰ παρακαλῆ τὸν Κύριο δι’ αὐτὸ τὸ θέμα κ.λπ., κ.λπ.
  Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καὶ ἐπανερχόμενος στὸν Περγάμου Ἰωάννη καὶ στὴν περὶ ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας ὁμιλία του, ἐγὼ δὲν ἐθεώρησα σωστὸ τὸ ὅτι ἠδύνατο κάποιος κληρικὸς νὰ ἀποτειχιστῆ, μὲ βάσι τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἐπειδὴ κάποιος Ἐπίσκοπος, ἀπὸ ἄλλη Σύνοδο κι ἄλλη τοπικὴ Ἐκκλησία, εἶπε κάτι αἱρετικό. Διότι ὁ Κανὼν οὗτος ὁμιλεῖ σαφῶς διὰ τὸν Ἐπίσκοπο εἰς τὸν ὁποῖον ὑπάγεται ὁ κληρικὸς καὶ δι’ αὐτὸ καὶ τὸν μνημονεύει καὶ ὄχι διὰ τὸν οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο, καὶ μάλιστα ἀνήκοντα σὲ ἄλλη Σύνοδο.
    Δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο ὁ Α. Δελήμπασης, διὰ τοῦ Γέροντα π. Στεφάνου, προσπάθησε νὰ καταστήση αἱρετικό, στὴν περίπτωσι τοῦ Περγάμου Ἰωάννη τὸν Χριστόδουλο, ὡς κηρύξαντα αἵρεσι διὰ τῆς σιωπῆς. Τὸ παράδειγμα δὲ τοῦ Νεστορίου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει πρὸς δικαιολογία καὶ ἐμπέδωσι τῆς αὐθαιρεσίας, εἶναι τελείως ἀκατάλληλο, διότι ὁ Νεστόριος ἦτο παρὼν στὴν κήρυξι τῆς αἱρέσεως μέσα στὸν ναό∙ ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἐκήρυξε τὴν αἵρεσι, ἦτο Ἐπίσκοπος τοῦ Πατριαρχείου καὶ ὄχι ἄλλης Συνόδου καὶ ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίας∙ ὁ Νεστόριος ἦτο ἀπόλυτα σύμφωνος μὲ τὴν αἵρεσι αὐτὴ καὶ συνεργός, ἂν ὄχι ἐμπνευστής∙ καὶ τέλος, ἡ αἵρεσις τοῦ Νεστορίου φαίνεται ἀπὸ τὴν μετέπειτα ὑπεράσπισί της καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν σιωπή του. Ὁ Χριστόδουλος ὅμως, μπορεῖ νὰ εἶχε τόσα ἄλλα δογματικὰ παραστρατήματα καὶ αἱρέσεις, αὐτὴ ὅμως τὴν αἵρεσι τοῦ Περγάμου οὔτε τὴν διεκήρυξε, οὔτε τὴν ὑποστήριξε καὶ δι’ αὐτὸ εἶπε στὸν Γέροντα π. Στέφανο, ὅτι ἴσως νὰ εἶχαν κάποια ἄλλη ἑρμηνεία τὰ λόγια τοῦ Περγάμου, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁποία ἔδωσε ὁ π. Στέφανος. Βέβαια ὁ Χριστόδουλος τότε, πιθανὸν νὰ ἤθελε νὰ δικαιολογήση τὸν συνάδελφό του καὶ συνοδοιπόρο του Περγάμου Ἰωάννη, ὅμως δὲν κατοχυρώνεται ἡ αἵρεσις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μάλιστα βάσει τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Εἶναι δηλαδὴ σὰν νὰ ἐκήρυξε αἵρεσι ὁ Ἐπίσκοπος τότε τοῦ Νεστορίου καὶ ἕνας κληρικὸς τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας ἢ Ἱεροσολύμων κ.λπ. ἀποτειχίζεται ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του βάσει τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου, ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός, τὸν ὁποῖο ἐμνημόνευσε ὁ κληρικὸς ἐκήρυξε τὴν ἴδια αἵρεσι διὰ τῆς σιωπῆς. Αὐτὸ νομίζω εἶναι μία καθαρὴ παρερμηνεία ἢ διαστροφὴ τοῦ Κανόνος, τὴν ὁποία νομίζω μόνο ὁ Α. Δελήμπασης θὰ ἠδύνατο νὰ σοφιστῆ.
   Ἐδῶ πρέπει νὰ τονιστῆ ἡ ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ὅτι ὁ κληρικὸς ἀποτειχίζεται σὲ περίπτωση αἱρέσεως ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ ἀπὸ τὴν Σύνοδο καὶ τὶς ἄλλες τοπικὲς Συνόδους καὶ Ἐκκλησίες· ὁ Ἐπίσκοπος πάλι ἀποτειχίζεται ἀπὸ τὴν Σύνοδο, λόγῳ κηρύξεως αἱρέσεως τῆς Συνόδου καὶ διὰ μέσου αὐτῆς ἀπὸ τὶς ἄλλες Συνόδους καὶ τοπικὲς Ἐκκλησίες· καὶ ἡ Σύνοδος τέλος, ἀποτειχίζεται ἀπὸ τὶς ἄλλες Συνόδους καὶ τοπικὲς Ἐκκλησίες λόγῳ κηρύξεως αἱρέσεως ἀπὸ αὐτές, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης τὸ 1054.
   Ὡς ἐκ τούτου θὰ ἠδύνατο νὰ ἀποτειχιστῆ ὁ Γέροντας π. Στέφανος λόγῳ αἱρέσεως τοῦ Χριστοδούλου, ἐπειδὴ αὐτὸς π.χ. ἀνῆκε στὸ Π.Σ.Ε. ἢ τῶν συμπροσευχῶν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς στὶς ὁποῖες συμμετεῖχε κ.λπ. Τὸ νὰ ἀποτειχιστῆ ὅμως λόγῳ αἱρέσεως τοῦ Περγάμου Ἰωάννου καὶ σιωπῆς τοῦ Χριστόδουλου, αὐτὸ νομίζω ὅτι εἶναι ἕωλο καὶ τελείως ἀκατοχύρωτο. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο βλέπουμε καὶ τὸ Ἅγιο Ὄρος νὰ διακόπτη τὴν μνημόνευσι καὶ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἀθηναγόρα τὸ 1970, ἐπειδὴ αὐτὸν ἐμνημόνευε καὶ αὐτὸς μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου ἔκανε τὴν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων καὶ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρετικὲς παρεκτροπὲς ἀπὸ τὰ λόγια μέχρι τὰ ἔργα.
   Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναφερθῶ ὅτι θὰ ἠδύνατο νομίμως ὁ π. Στέφανος, ὅταν εὑρίσκετο στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ διακόψη τὴν μνημόνευσι τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, ἐπειδὴ αὐτὸς π.χ. στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του εἶπε ὅτι θὰ συνεχίση τὸ ἔργο τοῦ Ἀθηναγόρα, τὶς συμπροσευχὲς κ.λπ. Αὐτὸ ὅμως ὄχι μόνο δὲν τὸ ἔκανε, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἐδέχθη νὰ γίνη ἡγούμενος μὲ τὴν εὐλογία καὶ ἔγκρισι τοῦ Πατριάρχου, ἐδέχθη τὴν καθαίρεσί του κατόπιν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἔστειλε διὰ μέσου τοῦ Χριστοδούλου ἐπιστολὴ ζητώντας συγγνώμη.
  Ὅλα αὐτὰ ἐμβάλλουν τὴν ὑποψία ὅτι ὁ ἐπηρεασμὸς ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ. ἔκανε ὥστε νὰ ζητήση μιὰ πρόχειρη δικαιολογία, τὴν περίπτωσι δηλαδή, τῶν λόγων τοῦ Περγάμου Ἰωάννου, την ὁποία ἀνέλαβε ὁ μεγάλος θεολόγος Α. Δελήμπασης νὰ θεμελιώση καὶ κατοχυρώση, γιὰ νὰ δικαιολογηθῆ ἡ ἀποτείχισις.
Μετὰ δὲν τὴν ἀποτείχισι αὐτή, ὁ Γέροντας π. Στέφανος προσεχώρησε στὴν παράταξι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Μαξίμου τοῦ Α΄ καὶ ἔγινε Μητροπολίτης Πατρῶν καὶ Ἀχαΐας, ἀφοῦ, ὅπως ἐμάθαμε (δὲν γνωρίζω ἂν ἀληθεύη) ξαναβαπτίστηκε καὶ ξαναχειροτονήθηκε. Ὁ δὲ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Μάξιμος ἔλεγε (καὶ ἐγὼ κάποια στιγμὴ τὸ ἄκουσα) ὅτι εἶναι ἡ γνήσιος διάδοχος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐξεντίου, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔγιναν μὲ σκευωρίες καὶ σχίσματα (δηλ. ὁ Χρυσόστομος Κιούσης κ.λπ.). Καὶ αὐτὰ τὰ διαβεβαίωνε ὡς γνώστης τῶν πραγμάτων.
   Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν ὑπόθεσι τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ π. Στεφάνου ἐγὼ ἐτήρησα ἐπιφυλακτικὴ στάσι, γιὰ ὅλους τοὺς λόγους ποὺ προανέφερα, ἀλλὰ ἴσως καὶ διότι δὲν ἐγνώριζα πολλὰ πράγματα τότε γιὰ τὸν Περγάμου Ἰωάννη, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸν Ἀθηναγόρα, τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μὲ τοὺς Παπικοὺς κ.λπ. Ἀνέφερα δὲ τὴν γνώμη ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ζητοῦσε ὁ π. Στέφανος ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Περγάμου, μήπως καὶ ἔδωσε λάθος ἑρμηνεία στὰ λόγια του. Ἄρραγε αὐτὸ εἶναι Ὀρθόδοξο ἢ αἱρετικό; Δυνάμεθα κάποιον ἀπὸ ἕνα λόγο του νὰ τὸν καταδικάσωμε, χωρὶς νὰ ζητήσωμε ἐξηγήσεις καὶ τρόπον τινὰ νὰ τοῦ δώσουμε τὴν νόμιμο καὶ κανονικὴ εὐκαιρία τῆς ἀπολογίας; Ποῖος νόμος καὶ Κανόνας αὐτὸ τὸ κατοχυρώνει; Αὐτοί, δηλαδή, οἱ λόγοι τοῦ Περγάμου ἦταν τὸ ἔγκλημα ἢ ἡ ἀπολογία του διὰ τὸ ἔγκλημα; Καὶ ἂν μὲν ἦτο τὸ ἔγκλημα, ἔπρεπε νὰ τοῦ δώσουμε τὸ νόμιμο καὶ κανονικὸ δικαίωμα τῆς ἀπολογίας, ἂν δὲ ἦταν ἡ ἀπολογία διά τό ἔγκλημα,  τότε ἔπρεπε νὰ προσδιορίσωμε ποῖο ἦτο τὸ ἔγκλημα. Εἶναι ὄντως ἀνόητο νὰ ἰσχυριστοῦμε αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ἕνας λόγος σὲ ἑορταστικὴ ὁμιλία ἦταν ἡ ἀπολογία του, διότι ἡ ἀπολογία γίνεται πέρα τῶν ἄλλων, ἀφοῦ ἐγκληθῆ κάποιος γιὰ τὸ παράπτωμα.
   Φαίνεται ὅμως γιὰ τὸν κ. Μάννη καὶ τοὺς Γ.Ο.Χ. τὸ ἔγκλημα καὶ ἡ ἀπολογία ταυτίζονται, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες σαφῶς διαστέλλονται. Ὡς ἐκ τούτου ὁ κ. Μάννης καὶ οἱ Γ.Ο.Χ. βλέπουν στὴν στάσι μου αὐτὴ προδοσία καὶ διακηρύττουν ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἔγραψε κατὰ τῆς ἀποτειχίσεως, ὅτι ἔλαβε συντριπτικὴ ἀπάντησι ἀπὸ τὸν σ.ε., τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ διαβάσετε καὶ νὰ ξαναδιαβάσετε, ὅτι ὑπερασπίζομαι τὸν αἱρετικὸ Περγάμου Ἰωάννη, ὅτι ἐκφράζω καὶ ἄλλες ἀνορθόδοξες θέσεις καὶ βέβαια, τὸ μεγάλο ἔγκλημα (τὸ γράφει ὁ κ. Ν. Μάννης μὲ κεφαλαῖα γράμματα) ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος δὲν ἔκανε ποτὲ ἀποτείχισι. Ἐλησμόνησε βέβαια ὁ κ. Μάννης καὶ ἕνα ἄλλο μεγάλο ἔγκλημα (ἴσως τὸ μεγαλύτερο) νὰ ἀναφέρη, ὅτι δηλαδή, καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ διορθώση καὶ ἐπανορθώση ὁ π. Εὐθύμιος θὰ πρέπη νὰ ἐνταχθῆ στὴν παράταξι τὴν δική μας, εἰδ’ ἄλλως πάλι θὰ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ σωτηρίας.
  Καὶ ἐπειδὴ ἐμακρύνθη πολὺ ὁ λόγος, ἐνθυμούμενος ἀρχαῖες ἱστορίες καὶ νεανικὲς περιπλανήσεις, προσθέτω ἐπιλογικὰ ὅτι μετὰ τήν περί ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας ὁμιλία τοῦ Περγάμου Ἰωάννη, συνέβησαν τρία γεγονότα, τὰ ὁποῖα μὲ ἀνάγκασαν νὰ ἀποχωρήσω ἀπὸ τὴν Μητρόπολι Δημητριάδος καὶ νὰ ἀνήκω πλέον στοὺς ἀποτειχισμένους. Ἦταν ἡ συμφωνία τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Μπάλαμαντ καὶ Σάμπεζυ μὲ τοὺς Παπικούς καὶ τούς Μονοφυσίτες ἀντιστοίχως, καὶ ἡ ἁγιοποίησι ἐνδιάμεσα τοῦ ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης.
    Γιὰ τὴν συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ, ἀπ’ ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι, μοῦ εἶπε ὁ Χριστόδουλος κάνοντας τὸν ἀνήξερο, ὅτι τὸ ἐπληροφορήθηκε ἀπὸ ἕνα Γαλλικὸ περιοδικό· γιὰ τὴν ἁγιοποίησι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης μετὰ ἀπὸ πολὺ συζήτησι μοῦ ἀνέφερε ὅτι ὁ ἴδιος ἔκανε προσπάθειες νὰ ἁγιοποιηθῆ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ δὲ συνέβαιναν τότε καὶ τὰ γεγονότα τῆς Λαρίσης, στὰ ὁποῖα ἐβοηθοῦσα τοὺς ἀγωνιζομένους, διότι ἐπίστευα ἀκράδαντα ὅτι ὁ λαὸς πρέπει νὰ ἐκλέγη τὸν ποιμένα του καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο εἶναι πονηρὴ ἡ ἐκλογὴ ποὺ γίνεται χωρὶς τὴν συμμετοχὴ κλήρου καὶ λαοῦ παντός, προσέτι δὲ ὅτι ἐφθάσαμε σ’ αὐτὸ τὸ κατάντημα, διότι οἱ Ἐπίσκοποι ἐκλέγουν γιὰ Ἐπισκόπους τοὺς πλέον ἄχρηστους καὶ ἀκατάλληλους (ἡ ἰδία τακτικὴ σημειωτέον συμβαίνει καὶ στούς Γ.Ο.Χ.), ὅλα αὐτὰ δὲν ἄρεσαν στὸν Χριστόδουλο καὶ ἤλθαμε σέ ρῆξι. Ἐζήτησα τότε μὲ αἴτησι τὸ ἀπολυτήριό μου ἀναφέροντας εἰς αὐτήν ὅτι θέλω νὰ ἀποχωρήσω, διότι ἡ Μητρόπολις Δημητριάδος δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.
  Τελειώνοντας ἀναφέρω ὅτι, ὁτιδήποτε ἄλλο χρειαστῆ νὰ διευκρινίσω, εἶμαι ἕτοιμος νὰ τὸ κάνω, ἀρκεῖ τὰ κίνητρα αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἐξηγήσεις νά μήν εἶναι φανερὰ ἐμπαθῆ καὶ ἀρρωστημένα. Ὅσο δὲ γιὰ τὸν μεγάλο θεολόγο τῆς ἐποχῆς μας Α. Δελήμπαση, πιστεύω ὅτι ἔχει τὸ προτέρημα καὶ τὴν τέχνη μὲ μισόλογα ἀπὸ πλῆθος παραπομπῶν, τὰ ὁποῖα ἀνακατεύει μὲ δικά του λόγια, νὰ βγάζη τὰ συμπεράσματα τὰ ὁποῖα τὸν ἐξυπηρετοῦν καί, βέβαια, ἐξυπηρετοῦν καὶ τοὺς Γ.Ο.Χ. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνει κάποιος π.χ. ἀπὸ τὸ ἔργο του «Πάσχα Κυρίου» εἰς τὸ ὁποῖο ἔχει ἑπτὰ χιλιάδες (7000) παραπομπές, οἱ περισσότερες τῶν ὁποίων εἶναι μία ἢ δύο λέξεις, σπάνια τρεῖς καὶ πλέον, τὰ δὲ μισόλογα αὐτὰ τὰ ἀνακατεύει μὲ δικές του σκέψεις πρὸς ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων, π.χ. ἡμερολογιακῶν κ.λπ.
    Ἀλλὰ διὰ ταῦτα ἴσως δοθῆ ἡ εὐκαιρία νὰ ὁμιλήσωμε ἄλλοτε. Τώρα ἐδείξαμε, κατὰ τὸ δή λεγόμενο, ἐκ τοῦ ὄνυχος τὸν λέοντα (τῆς θεολογίας τῆς συγχρόνου ἐποχῆς).
  
 Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.