Άγιος Ευθύμιος ο Ομολογητής
Επίσκοπος Σάρδεων
Νίκος Σταμάτουζας, Θεολόγος
Ο Άγιος Ευθύμιος γεννήθηκε περί το 760 μ.Χ
στη μικρή πόλη Ούζαρα της επαρχίας της Λυκαονίας της Καππαδοκίας, την εποχή που
αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο εικονομάχος Κωνσταντίνος ο Ε΄.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς Χριστιανοί,
αρκετά εύποροι με κτήματα, αμπέλια και χωράφια.
Ο Ευθύμιος είχε πολλά αδέλφια που
ασχολούνταν με διάφορες τέχνες, όμως εκείνος ξεχώριζε για τη φιλομάθειά του και
την κλίση που είχε προς τα ιερά γράμματα. Ήταν δε πολύ έξυπνος και
επιμελής.
Μελετούσε με ζήλο τις Γραφές κάνοντας πράξη τα λόγια του Ιησού: «Ερευνάτε τας Γραφάς, εν αυταίς γαρ ευρήσετε ζωήν αιώνιον».
Ο πατέρας του εκτιμώντας την φιλομάθειά
του, τον έστειλε να σπουδάσει στην Αλεξάνδρεια, όπου εκείνη την εποχή, η
ελληνική παιδεία είχε μεγάλη ακμή. Εκεί ο Ευθύμιος επιδόθηκε με ζήλο στην
μελέτη και αφού τελείωσε τις σπουδές του, γύρισε πίσω στο πατρικό του σπίτι,
κοντά στα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του.
Η ψυχή όμως του Ευθυμίου ζητούσε να έλθει
πιο κοντά στο Θεό. Γνώριζε πόσο μάταια είναι τα πράγματα αυτής της ζωής. Ένιωθε
πόση ευτυχία και ασφάλεια υπάρχει κοντά σον Θεό και στο θέλημά Του και φλεγόταν
από την επιθυμία να Τον πλησιάσει πιο πολύ και να Του αφιερώσει τη ζωή του.
Τότε είπε στον πατέρα του.
«Στοχάζομαι την ματαιότητα του κόσμου
τούτου που μοιάζει με ένα περιβόλι γεμάτο από διάφορα όμορφα και ευωδιαστά
λουλούδια. Σήμερα τα βλέπεις και τα θαυμάζεις, μετά από λίγες μέρες όμως τα
βρίσκεις ξερά και μαραμένα χωρίς ομορφιά, χωρίς άρωμα, πεσμένα στη γη. Βγάζω
λοιπόν το συμπέρασμα πως από την ματαιότητα του κόσμου αυτού, δεν υπάρχει καμιά
ωφέλεια για τον άνθρωπο, γι’ αυτό θα ήταν φρόνιμο να καταφρονήσει τον ψεύτικο
αυτό κόσμο και να φροντίσει την σωτηρία της ψυχής του.»
Ο πατέρας του ακούγοντας αυτά
στεναχωρήθηκε στην αρχή, έπειτα όμως από μικρή σκέψη του είπε: «Αγαπητό μου παιδί, είχα σκοπό να σε παντρέψω και να σε έχω
στήριγμα στα γηρατειά μου, αφού όμως αυτή είναι η επιθυμία σου κάνε ότι σε
φωτίσει ο Θεός».
Έτσι ο Ευθύμιος με την ευχή του πατέρα του
- η μητέρα του είχε στο μεταξύ πεθάνει –πηγαίνει σε μοναστήρι της πατρίδος του
και γίνεται μοναχός.
Από την πρώτη στιγμή δείχνει τέτοια αρετή
και προθυμία στην ασκητική ζωή ώστε πολλοί από τους πατέρες του μοναστηριού τον
είχαν ως πρότυπο και προσπαθούσαν να τον μιμηθούν. Έτσι ο Ευθύμιος
γίνεται «ο επίγειος άγγελος και ο ουράνιος
άνθρωπος».
Πολύ σύντομα ο Θεός τον καλεί στο μεγάλο
λειτούργημα της Ιεροσύνης. Χειροτονείται διάκονος και λίγο αργότερα Ιερεύς.
Η ασκητική του αυξάνεται και μαζί και η
χάρις που λαμβάνει από τον Θεό. Η φήμη του ως αγίου ανθρώπου απλώνεται στη γύρω
περιοχή.
Την εποχή αυτή, εχήρευσε ο θρόνος της
επισκοπής των Σάρδεων και οι ευσεβείς χριστιανοί έψαχναν να βρουν άξιο και
ενάρετο κληρικό για να αναλάβει το αξίωμα αυτό. Κατέληξαν λοιπόν, ότι ο πιο
άξιος για να τους ποιμάνει είναι ο Ευθύμιος και έστειλαν αντιπροσωπεία στο
μοναστήρι όπου βρισκόταν και τον μετέφεραν σχεδόν με τη βία στις Σάρδεις όπου
τον χειροτόνησαν επίσκοπό τους.
Ο Ευθύμιος ως επίσκοπος στέκεται στοργικός
πατέρας και διδάσκαλος των χριστιανών της περιοχής του. Φροντίζει ιδιαίτερα
τους φτωχούς και τους δυστυχισμένους. Προστατεύει τα ορφανά, τις χήρες, τους
αρρώστους και γίνεται παράδειγμα προς μίμηση με την αγία ζωή του και το
ακούραστο ενδιαφέρον του για τον συνάνθρωπο. Ακόμα προσπαθούσε με το κήρυγμά
του να ποτίσει τους χριστιανούς με τα αληθινά νοήματα της διδασκαλίας του
Χριστού και να τους προφυλάξει από τους αιρετικούς.
Εκείνη την εποχή, η εκκλησία βρισκόταν σε
μεγάλη ταραχή από την ολέθρια αίρεση των εικονομάχων. Οι εικονομάχοι, οι οποίοι
είχαν και την υποστήριξη πολλών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, πίστευαν ότι οι
Χριστιανοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις ιερές εικόνες, διότι αυτό είναι
ειδωλολατρία. Οι εικόνες που αναπαριστούν τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους,
χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς ήδη από την εποχή των διωγμών στις
κατακόμβες. Μετά τον 4Ο αιώνα, απελευθερωμένοι από τους διωγμούς οι Χριστιανοί
ανέπτυξαν εικονικές παραστάσεις, με θέματα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Οι
παραστάσεις κοσμούσαν το εσωτερικό των ναών και ήταν τα βιβλία των αγραμμάτων,
που δεν είχαν την δυνατότητα να διαβάσουν την Αγία Γραφή. Οι εικονομάχοι
υποστήριζαν, ότι δεν είναι σωστό να προσκυνούμε τις εικόνες, νομίζοντας ότι οι
Χριστιανοί έδιναν τιμή στο υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη η εικόνα. Έτσι
ξέσπασε μεγάλη αναταραχή στην ορθοδοξία με τους εικονόφιλους να υποστηρίζουν
την προσκύνηση των εικόνων και τους εικονομάχους το αντίθετο. Πολλές εικόνες
παραδόθηκαν στην πυρά και την καταστροφή και πολλοί κληρικοί, μοναχοί και απλοί
λαϊκοί εικονόφιλοι διώχθηκαν, εξορίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια.
Η μεγάλη αυτή αναταραχή που συγκλόνισε την
εκκλησία και γενικότερα τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, χωρίζεται σε δύο περιόδους.
Η πρώτη περίοδος τελειώνει με την Ζ΄ (έβδομη) Οικουμενική σύνοδο που συγκάλεσε
το 787 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία με το γιο της Κωνσταντίνο. Η
Σύνοδος έλαβε χώρα στο ναό της Αγίας Σοφίας στη Νίκαια της Βιθυνίας και έλαβαν
μέρος σ’ αυτή, 367 άγιοι πατέρες. Ανάμεσά τους και ο Ευθύμιος επίσκοπος
Σάρδεων.
Ο Ευθύμιος με την βαθιά γνώση της Γραφής
που κατείχε, απέδειξε ότι πρέπει να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες δίνοντας τιμή
στο πρόσωπο που εικονίζεται και όχι βέβαια στο υλικό από το οποίο έχουν
κατασκευαστεί.
Οι Άγιοι πατέρες αποφάσισαν:
«ΌΣΤΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΥΝΕΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ
ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΝ ΕΙΚΟΝΙ ΠΕΡΙΓΡΑΠΤΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΝ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΝ
ΑΥΤΟΥ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑΝ ΗΜΩΝ, ΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΑ ΕΚΤΥΠΩΜΑΤΑ, ΕΙΗ ΤΩ
ΑΙΩΝΙΩ ΑΝΑΘΕΜΑΤΙ ΥΠΟΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΚΡΑΝ ΤΗΣ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΟΜΗΓΥΡΕΩΣ».
Οι βασιλείς Κωνσταντίνος και Ειρήνη η
Αθηναία, τίμησαν πολύ τον Άγιο Ευθύμιο και τον χρησιμοποίησαν ως κήρυκα σε
διάφορες αποστολές.
Το 802 μ.Χ. ανεβαίνει στο θρόνο του
Βυζαντίου ο Νικηφόρος. Την εποχή αυτή ένας άρχοντας των Σάρδεων ζητούσε να πάρει
ως σύζυγό του μια νεαρή κόρη, η οποία δεν επιθυμούσε το γάμο αυτό. Η κοπέλα
κατέφυγε στον επίσκοπο Ευθύμιο και εκείνος για να την προφυλάξει, την έκειρε
μοναχή. Ο άρχοντας θύμωσε τόσο πολύ, ώστε διέβαλλε τον Άγιο στον αυτοκράτορα
και επέτυχε να εξοριστεί ο Άγιος στην Παταλαραία της Δύσεως όπου υπέστη πολλές
θλίψεις και δοκιμασίες.
Το 813 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων ο Ε΄
ο Αρμένιος, λιοντάρι πραγματικό που κήρυξε αμείλικτο πόλεμο κατά των αγίων
εικόνων. Αυτός ανακάλεσε από την εξορία τον ‘Αγιο, και του είπε: «Άκουσα για
την αρετή σου και αν κάνεις το θέλημά μου θα γυρίσεις πάλι στην επισκοπή σου
και θα ξεχάσεις όλες τις άσχημες μέρες που πέρασες». ΄Ετσι προσπάθησε να τον
πείσει να υποστηρίξει τις θέσεις των εικονομάχων. Ο Άγιος όμως αντιστάθηκε
σθεναρά στον αυτοκράτορα, ο οποίος τον εξόρισε στην Άσσο όπου δοκίμασε πολλές
ταλαιπωρίες. Εκεί παρέμεινε ως το θάνατο του Λέοντα.
Ο επόμενος αυτοκράτορας, Μιχαήλ ο Τραυλός,
ήταν κι αυτός εικονομάχος. Έφερε τον Άγιο Ευθύμιο από την εξορία μαζί με τον
Πατριάρχη Μεθόδιο και τους ρώτησε αν επιμένουν στην προσκύνηση των εικόνων. Ο
Άγιος και πάλι με θάρρος έλεγξε τον αυτοκράτορα και τον ονόμασε δυσσεβή και
παράνομο και υποστήριξε την ορθόδοξη άποψη υπέρ της προσκυνήσεως των αγίων
εικόνων. Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε παρά πολύ και διέταξε να εξορίσουν τον Άγιο
στον Ακρίτα, το ανατολικότερο άκρο της Μαύρης Θάλασσας και εκεί τον έριξαν σε
μια σκοτεινή και βρωμερή φυλακή όπου για τρία ολόκληρα χρόνια υπέφερε πολλά
βασανιστήρια.
Αφού πέθανε και ο Μιχαήλ, ανήλθε στο θρόνο
ο γιος του Θεόφιλος, ο οποίος καλεί τον Άγιο από την εξορία και με φοβέρες
προσπαθεί να τον πείσει να αρνηθεί την προσκύνηση των αγίων εικόνων. Ο Άγιος με
γενναιότητα αρνείται να συγκατανεύσει στις αιρετικές απόψεις του αυτοκράτορα.
Ο Θεόφιλος τότε τον υποβάλλει σε φρικτά
βασανιστήρια. Τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους, του έδωσαν 400 ραβδισμούς σε
όλο του το σώμα, το οποίο έγινε μια ολόκληρη ανοιχτή πληγή. Και έτσι ενώ μόλις
ανέπνεε, τον έρριξαν σε μια βρωμερή φυλακή όπου μετά από 8 ημέρες, έχοντας
περάσει ανυπόφορους πόνους, παρέδωσε την αγίαν ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Μόλις συνέβη αυτό, το ταλαιπωρημένο του
σώμα έλαμψε σαν ήλιος και γέμισε τον τόπο με θαυμάσια ευωδία. Οι χριστιανοί
πήραν κρυφά το σώμα του και το μετέφεραν στο Ναό του Αγίου μάρτυρος Ιουλιανού
και το ενταφίασαν ευλαβικά.
Από την πρώτη στιγμή ο Άγιος, επιτελούσε
πλήθος θαυμάτων. Η θαυματουργική του χάρις έκανε ώστε τυφλοί να βλέπουν, χωλοί
να περπατούν, δαιμονισμένοι να θεραπεύονται. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά
θαύματα από τα πολλά που έγιναν.
Στο Ρύσσειο της Νικομήδειας είχε πέσει
επιδημία πανώλης και καθημερινά πέθαιναν πολλοί. Τότε έφεραν την κάρα του Αγίου
και έκαναν λιτανεία και η επιδημία της πανώλης σταμάτησε να εξαπλώνεται. Κάποιο
παιδί ήταν πολύ άρρωστο από τύφο . Η μητέρα του παρακαλούσε τον Άγιο να το
κάνει καλά. Τη νύχτα είδε τον Άγιο να περνά με λιτανεία έξω από το σπίτι της
και να λέει στον κόσμο «σιγά γιατί εδώ έχουμε άρρωστο» . Τις στιγμές αυτές δεν
ακουγόταν τίποτε, νόμιζες πως περπατούσαν όλοι ξυπόλυτοι. Τότε ο Άγιος ευλόγησε
έξω από το παράθυρο τρεις φορές το άρρωστο παιδί και το πρωί έπαυσε ο πυρετός
και έγινε τελείως καλά.
Το θείο και ιερό Λείψανο παρέμεινε με τη
Χάρη του Θεού άφθορο και τιμόταν ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την
άλωση από τους Τούρκους μετεφέρθη από ευσεβείς χριστιανούς στη Χερσώνα της
Κριμαίας όπου επιτελούσε και εκεί πολλά θαύματα.
Εκείνη την εποχή είχαν πάει στην Χερσώνα
κάποιοι Ευρωπαίοι έμποροι, οι οποίοι βλέποντας τα θαύματα του Αγίου, αποφάσισαν
να κλέψουν το λείψανό του. Το βάλανε λοιπόν μέσα σ’ ένα γερό και βαρύτιμο
σεντούκι, αγόρασαν και μάρμαρα για να κτίσουν εκκλησία στ’ όνομά του και
ανοίχτηκαν στη Μαύρη Θάλασσα. Καθώς όμως περνούσαν κοντά από την κωμόπολη Χηλή
της Μικράς Ασίας, ξέσπασε φουρτούνα που τους ανάγκασε να αγκυροβολήσουν εκεί.
Τη νύκτα φανερώθηκε ο Άγιος και τους είπε: «Αύριο
το πρωί να με βγάλετε σ’ αυτόν τον τόπο και να με αφήσετε. Αν κάνετε αυτό που
σας λέγω θα σας βοηθήσω να πάτε σώοι στην πατρίδα σας». Εκείνοι
αψήφησαν το όνειρο και ξεκίνησαν να φύγουν. Μόλις ανοίχτηκαν στην θάλασσα
ξέσπασε μια φοβερή φουρτούνα και το καράβι έγινε κομμάτια στ’ ανοιχτά της
θάλασσας. Το πρωί οι κορδοτζήδες και οι φαροφύλακες του φαναριού της Χηλής,
είδαν το σεντούκι του Αγίου που είχε βγει στην παραλία, χωρίς να πάθει τίποτε.
Χρυσοστόλιστο και με ζωγραφισμένα εικονίδια που παρίσταναν στάδια του μαρτυρίου
του Αγίου, νόμισαν πως περιέκλειε κάποιο θησαυρό. Ο πρώτος που ύψωσε το
χαντζάρι του για να σχίσει το σεντούκι έμεινε με ξερά τα υψωμένα χέρια του. Το
ίδιο έπαθε και ένας άλλος που προσπάθησε ν’ ανοίξει την κλειδωνιά. Τότε
κατάλαβαν πως πρόκειται για ιερό πράγμα και ειδοποίησαν τους ιερείς της Χηλής
που κατέβηκαν στο γιαλό με εξαπτέρυγα και λαμπάδες και πήραν τον Άγιο στην
Εκκλησία της πόλεως.
Αργότερα έκαναν ειδικό παρεκκλήσι στα
δεξιά της εκκλησίας. Τα μάρμαρα που είχαν μαζί τους οι έμποροι έπεσαν στον πάτο
της θάλασσας και παρ’ ότι πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες από τότε δεν έχουν
καλυφθεί από την άμμο και όταν είναι γαλήνη διακρίνονται μέχρι σήμερα καθαρά,
όπως διηγούνται οι ευσεβείς Χηλήτες.
Το 1922 , κατά την μικρασιατική
καταστροφή, το μισό τμήμα της Χηλής όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες, καταστράφηκε
ολοσχερώς από πυρκαγιά. Τον Σεπτέμβριο του 1922 οι Τούρκοι εξόντωσαν με ομαδική
σφαγή 150 άνδρες από τον άμαχο πληθυσμό της Χηλής του Ευξείνου Πόντου. Στη
μνήμη των μαρτύρων αυτών του έθνους και με την ακλόνητη πίστη για την επάνοδο
στην πατρική γη, οι εκ των επιζησάντων Χηλήτες, έστησαν ευλαβικά αυτή την πλάκα
σ’ αυτούς που υπήρξαν το τελευταίο και τραγικό εκκλησίασμα του ιερού ναού και
οι τελευταίοι που ασπάστηκαν το σεπτό λείψανο του Αγίου Ευθυμίου.Οι ευσεβείς
Χηλήτες φεύγοντας κυνηγημένοι από τον τόπο που γεννήθηκαν κατάφεραν να πάρουν
την Κάρα του Αγίου Ευθυμίου και να την φέρουν στην Ελλάδα. Τι απέγινε το
υπόλοιπο ιερό λείψανο , κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. Η κάρα του
Αγίου ήρθε αρχικά στη βόρειο Ελλάδα και από κεί με πομπή μεγάλη έφτασε στην
Ευγένεια του Κερατσινίου το 1936 και τοποθετήθηκε στο Ναό που έφτιαξαν οι
πρόσφυγες Χηλήτες, αφιερωμένο στον Άγιο Ευθύμιο επίσκοπο Σάρδεων.
Από τότε το Κερατσίνι έχει την ευλογία να
κατέχει αυτόν τον ανεκτίμητο θησαυρό, θερμό προστάτη της πόλεως και πρεσβευτή
προς τον Θεό.
«Άγιε του Θεού Ευθύμιε επίσκοπε Σάρδεων
και ομολογητά πρέσβευε υπέρ ημών».
Κοντάκιον.
Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐθυμίας ἔμπλεως καὶ θυμηδίας ἀῤῥήτου,
φερωνύμως Ὅσιε ὑπὲρ τῶν θείων εἰκόνων, ἔφερες, πικρῶν βασάνων τὰς ἀλγηδόνας,
στέφανον, τῆς ἀφθαρσίας σοὶ προξενούσας, διὰ τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας
ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Ὁ
Οἶκος.
Τῷ ἐν εἰκόνι τυπουμένῳ θεανδρικῷ χαρακτῆρι
ἐνατενίζων, καὶ διὰ τῆς προπτύξεως τὴν σχετικὴν ἀπονέμων προσκύνησιν καὶ τιμήν,
τὰς ὄψεις καὶ τὰ χείλη καθηγίαζες Ὅσιε·δι᾿ αὐτῆς δὲ πρὸς τὸ θεῖον ἀρχέτυπον
διαβιβάζων τὸν νοῦν, καὶ τῷ γλυκυτάτῳ ἔρωτι τῆς αὐτοῦ ἀγαπήσεως τιτρωσκόμενος,
τὰ τῆς θεόπαιδος θαύματα καὶ τῶν ἁγίων ἁπάντων τὰ κατορθώματα, ἰστορεῖσθαι καὶ
τιμᾶσθαι συνοδικῶς ἐβεβαίωσας·ὦν τὸν βίον καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶνας
ζηλῶσας, βασιλεῖς παρανόμους διήλεγξας τὴν τῶν θείων εἰκόνων προσκύνησιν
δυσσεβῶς ἀθετήσαντας. Ὅθεν καὶ διωγμοὺς ἀνδρειοφρόνως ἐγκαρτερήσας καὶ ὁμολογίᾳ
τὸν βίον ἐπισφραγίσας, εἰς οὐρανοὺς σταφανηφόρος περιχαρῶς ἀνελήλυθας· διὰ
τοῦτο ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας ὑπέρμαχος ἔνδοξος.
Μεγαλυνάριον.
Δεῦτε αἱ χορεῖαι τῶν εὐσεβῶν ὕμνοις
ἐγκωμίων καταστέψωμεν εὐλαβῶς, Εὐθύμιον ὄντως τὸν θεῖον Ἱεράρχην καὶ Μάρτυρα
Κυρίου τὸν μεγαλώνυμον.
Έτερον
Μεγαλυνάριον.
Σέβας ἀπονέμων τῷ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
Θεοτόκου ἐκτυπώματι σχετικῶς, πικραῖς ἐξορίαις ἠλάθης θεοφόρε, καὶ θάνατον
ὑπέστης Πάτερ Εὐθύμιε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.