Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

«Θα πλανηθούν ακόμα και εκλεκτοί» (Α)

                                                              (Ματθ. κδ΄ 24)


Ο αδιάφορος για αγώνες κατά της αιρέσεως, βρίσκει όμοιους πνευματικούς, που επιβραβεύουν την αδιαφορία του!


          Τοῦ  Ἰωάννου  Ρίζου
  
      Σχεδόν κάθε ένας που εισέρχεται στον χώρο της Εκκλησίας με μια αποφασιστική διάθεση να σωθεί, έχει –σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό– την αίσθηση ότι είναι εκλεκτός. Ειδικά όταν η παρουσία του στον χώρο της Πίστεως πολυκαιρίσει με κάποια επιτεύγματα αρετής, τότε αυτή η αρχική αίσθηση του γίνεται κρυφή αλλά ακλόνητη βεβαιότητα ότι είναι εκλεκτός ή  διανύει τον δρόμο των εκλεκτών.
Ένας πιστός, ιερέας, μοναχός, ηγούμενος, επίσκοπος όμως, που προσεύχεται, εξομολογείται, κοινωνεί, ελεεί, νηστεύει, εγκρατεύεται, διακονεί την εκκλησία ή τον συνάνθρωπο, πολεμά και ίσως επικρατεί στα πάθη του, ζει μακριά από το κοσμικό φρόνημα ή ακόμα και εγκατέλειψε τον κόσμο και γενικά εκτελεί τις εντολές του Ευαγγελίου, πως είναι δυνατόν να πλανηθεί;

Εν πρώτοις, εφόσον μας διαβεβαιώνει ο Κύριος ότι είναι δυνατόν, το δεχόμαστε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Θα δούμε στο παρόν άρθρο λίγο πιο αναλυτικά το πρόβλημα με οδηγό, όπως πάντα, την διδασκαλία των «φίλων του Χριστού» (Ιω.ιε΄14), των αγίων Πατέρων.
Πώς λοιπόν μπορεί να πέσει σε πλάνη ο καλός και αγωνιστής πιστός;

Στην εξεύρεση  της απάντησης μας βοηθά ο Αββάς Αμμωνάς (ΒΕΠΕΣ 40, 59 κ.ε.). Μας λέει ο άγιος:
«Τέσσερα πράγματα υπάρχουν που, ένα εκ των οποίων αν έχει ο άνθρωπος, ούτε μετάνοια έχει, ούτε την προσευχή του κάνει δεκτή ο Θεός».
Είναι συγκλονιστικό να εστιάσουμε  στη σπουδαιότητα αυτών των τεσσάρων πραγμάτων που είναι ικανά να εξανεμίσουν κόπους, θυσίες, προσευχές, νηστείες, εγκράτειες και κάθε άλλη εκτέλεση των θείων εντολών.  Και μάλιστα να δούμε, ποια είναι αυτά τα τέσσερα  πράγματα που μπορούν να μας φέρουν σε κατάσταση, που να μην κάνει δεκτή ο Θεός την εξομολόγηση μας (επειδή δεν εμπεριέχει  την μετάνοια στα εξαγορευμένα αμαρτήματα μας), αλλά και να μην κάνει δεκτή ούτε την προσευχή μας.

Το πρώτο λοιπόν πράγμα, κατά τον πολίτη της Άνω Ιερουσαλήμ Αββά Αμμωνά, που επιφέρουν αυτά τα φριχτά αποτελέσματα –ανοίγοντας παράλληλα διάπλατα την πόρτα της πλάνης, γιατί τι μένει εκτός από την πλάνη σε κάποιον που, ενώ θρησκεύει, ούτε μετάνοια έχει, ούτε  η προσευχή του γίνεται δεκτή;

Το πρώτο πράγμα λοιπόν είναι το να πιστεύει κάποιος ότι ζει θεάρεστα.
«Ότι η διαγωγή του αρέσει στον Θεό και στους ανθρώπους και ότι η παρουσία του ωφελεί πνευματικά τους άλλους»… «Εάν τέτοια σκέφτεται ο άνθρωπος, ο Θεός δεν κατοικεί σε αυτόν».
Αντί της παραπάνω πεποιθήσεως:  «…μάλλον ο άνθρωπος πρέπει να σκέφτεται ότι είναι ένα κουρέλι βρωμερό, πεταμένο στα σκουπίδια. Και αν δεν πείθει την ψυχή του ότι είναι ακαθαρτότερη από τα ζώα, τα πουλιά και τα σκυλιά δεν δέχεται την προσευχή του ο Θεός».
Όχι απλώς να το λέει ο άνθρωπος εν είδει ταπεινολογίας (για να πείσει τον εαυτο του και τους άλλους ότι είναι «προχωρημένος») αλλά να είναι βεβαιωμένος για το ότι είναι κατώτερος από τα ζώα  –λόγω των αμαρτιών του. Γιατί: «Τα ζώα και τα πουλιά και τα σκυλιά ποτέ δεν αμάρτησαν ενώπιον του Θεού. Και ούτε θα τα δικάσει ο Θεός στην Κρίση».
Το τι πιστεύει στα κατάβαθα της ψυχής του, λοιπόν, ο άνθρωπος για τον εαυτό του και τα έργα του, αποτελεί τον πρώτο κίνδυνο. Είναι φανερό βέβαια ότι ο Αββάς αναφέρεται στην υπερηφάνεια και την θορυβώδη  κόρη της... την αυτοδικαίωση,  που υπάρχει βαθειά κρυμμένη στην ψυχή του καθενός.
Αν επιχειρήσουμε να κάνουμε μια μεταφορά αυτής της ανάλυσης και διδασκαλίας του αγίου στην καθημερινότητα μας και να δούμε πρακτικά πως αυτή η καλά κρυμμένη και ανομολόγητη υπερηφάνεια, εκδηλώνεται, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε την στάση πολλών ανθρώπων της εκκλησίας (λαϊκών ή ρασοφόρων) σε πολλά θέματα.
Συναντάμε για παράδειγμα ανθρώπους της εκκλησίας να μη θέλουν να ακούσουν ή να διαβάσουν, για το τι διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες για διάφορα θέματα και, κυρίως στην εποχή μας, για το επίκαιρο θέμα της αίρεσης. Ή, αν ακούν, αμέσως μετά το αρνούνται ή το αγνοούν.
Η άρνηση τους να μάθουν, η αδιαφορία να ψάξουν και να μελετήσουν, η αποφυγή λήψης υπεύθυνης θέσης  και η χρήση του άλλοθι της υπακοής σε πνευματικούς ή η διακράτηση μιας προσωπικής άποψης για το τι είναι σωτηριώδες και τι όχι, δεν είναι καθόλου αθώα.
Είναι φανερό σημάδι της ενδόμυχης επιλογής τους να απέχουν και εν τέλει να αρνηθούν την διδασκαλία όπως παραδόθηκε.
 Παράλληλα, για να τα έχουν  και καλά με την συνείδηση τους διαλέγουν κατάλληλους πνευματικούς οδηγούς που, όντας όμοιοι με αυτούς, τους καθησυχάζουν και τους προτρέπουν στην παραμονή τους στην άγνοια και  την αδιαφορία. Τόσο αυτοί οι πιστοί, όσο και οι πνευματικοί τους «ανακαλύπτουν» κάποτε και αποδείξεις στο ότι η στάση τους έχει την εύνοια και την ευαρέσκεια του Θεού. Προβάλλουν λοιπόν προσωπικές υπερφυσικές εμπειρίες, φανταστικές ή αληθινές, και πείθουν εαυτούς και αλλήλους  ότι ο Θεός τους εγκρίνει και είναι ευχαριστημένος μαζί τους.
Έτσι ολοκληρώνεται η παγίδα του διαβόλου, με την οποία δημιουργεί το αίσθημα της δικαίωσης του πιστού για την άγνοια ή την άρνηση του στο να ασχοληθεί με την πλήρη διδασκαλία της Πίστεως. 

Μια ψυχή που νιώθει ότι είναι θεάρεστη, είναι η αγαπημένη ψυχή για τον διάβολο. Μια τέτοια ψυχή δεν νιώθει τον φόβο και την ανάγκη να ελέγχει την πορεία της συνεχώς, και να ψιλοκοσκινίζει τις εντολές του Χριστού βλέποντας το αν και πόσο συμβαδίζει  με αυτά που δίδαξε ο Χριστός και οι άγιοι. Το «εγώ» της αυτοδικαιώνεται με συνοπτικές διαδικασίες και αυτό της αρκεί για να καθοδηγήσει τον ίδιο της τον εαυτό. Αδιαφορεί για την διδασκαλία των αγίων και αρκείται σε αυτά που ταιριάζουν στην δική του γνώμη.
Μια τέτοια  ψυχή έλκει τον διάβολο, ο οποίος  της ενδυναμώνει αυτήν την τάση της πεισματικής άγνοιας και της αδιαφορίας για  την πλήρη σωστική αλήθεια και την καταπείθει ότι η δική της σωτηρία είναι ευθύνη ενός άλλου! Του πνευματικού της!

Με την βοήθεια του  «κατάλληλου» πνευματικού –που πιστεύει τα ίδια πράγματα, όντας ο ίδιος κατά την ίδια πλάνη υποκείμενος (δηλαδή αγνοεί ή περιφρονεί την διδασκαλία των αγίων), ολοκληρώνεται η παγίδα από την οποία πολύ δύσκολα βγαίνει κανείς. Ο διάβολος χρησιμοποιεί πάντα τους κατάλληλους πνευματικούς για να απολέσει τους ομοίους με αυτούς πιστούς. Έτσι η σιγουριά του ανθρώπου για την άποψη του οδηγεί στην επιλογή πνευματικού που θα συμβαδίζει ή δεν θα ενοχλεί τις θέσεις του.  Με έναν τέτοιο «καλό»  πνευματικό ο διάβολος μπορεί να διδάξει στον πιστό –και να γίνουν αποδεκτά από αυτόν– πράγματα που δεν δίδαξαν ο Χριστός και οι άγιοι. Αν δε  προσθέσει ο διάβολος και κάποια ψευδοθαύματα, και  «γεροντοφαντασίες, τότε επισφραγίζει την απάτη, χαρίζοντας ικανοποίηση και στις δύο πλευρές.

Η  αποτείχιση κάποιου  μπορεί να μη είναι θεάρεστη αν τα κίνητρα του προήλθαν από (ή έθρεψαν στην πορεία) την υπερηφάνεια του.
Κάποιος μπορεί να αποτειχίστηκε για να αποδείξει στον εαυτό του ότι είναι σημαντικός κι όχι τυχαίος. Ή να το αποδείξει στον κύκλο της ενορίας του, στον κύκλο των μοναχών, αν είναι μοναχός, στον κύκλο του κλήρου, αν είναι κληρικός, ή και της οικογένειας και των φίλων του ακόμα, αν ένιωθε ότι η εικόνα των άλλων για αυτόν ήταν περιφρονητική. Κάποιος άλλος μπορεί να αποτειχίστηκε «εξ εριθείας» όπως λέει ο Απ. Παύλος (Φιλιπ. α΄15), δηλαδή επειδή είναι φιλόμαχος με διάφορα συμπλέγματα και απωθημένα.
Tα άτομα αυτά, μπαίνουν στον χώρο της αποτείχισης ή και οποιοδήποτε άλλου ακριβέστερου πνευματικού αγώνα, όντας γεμάτα από άγνοια, εμμονές, δεισιδαιμονίες ή προσωπικές απόψεις και γνώμες που εμποδίζουν το πνεύμα του Θεού να τα προετοιμάσει και να τα σοφίσει για όλα όσα έχουν να αντιμετωπίσουν. Τέτοια άτομα συνήθως εμποδίζουν ακόμα και τους άλλους πιστούς να έχουν μια σχέση θετικής αλληλεπίδρασης στον αγώνα. Η υπερηφάνεια τους έχει γίνει ψηλός τοίχος που απομονώνει και απαγορεύει όχι την γνώμη αλλά την γνώση του άλλου. Η αντίθετη γνώμη του άλλου δεν τους ενοχλεί, γιατί είναι απλώς μια γνώμη που εύκολα μπορεί να την πετάξουν στα σκουπίδια. Το εξοργιστικό για αυτούς είναι η γνώση του άλλου. Και ενώ είναι πολύ εύκολο να την ελέγξουν μέσω των αποδεικτικών πηγών, την αρνούνται και μένουν πεισματικά  σε αυτά που ξέρουν.
 Έτσι προχωρώντας τυφλά με οδηγό την  αθέατη και απρόσιτη  υπερηφάνεια τους, έρχονται αντιμέτωποι με τα πονηρά πνεύματα εντελώς ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την εξαπάτηση τους από αυτά. Στην πραγματικότητα όμως απελευθερώνουν από τις αλυσίδες τους τα  πονηρά πνευμάτων που ήδη υπήρχαν εγκλωβισμένα μέσα τους και τα αφήνουν να πράξουν τα έργα τους. 
            (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.