ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ «ΙΣΟΤΙΜΩΝ» ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
(Ἀπουσία πρωτείου ἐξουσίας στὸν Ρώμης Κελεστίνο)
Ὁ Κύριλλος εἶχε τὴν κύρια εὐθύνη τῆς θεολογικῆς ἀπαντήσεως
στὸν Νεστόριο —εἶχε πρωτεῖο ἀληθείας
Παρακολουθώντας ὁ ἐρευνητὴς τὰ θεολογικὰ δρώμενα τῆς περιόδου 428-444, ἐπισημαίνει εὔκολα τὸν ἀπόλυτα πρωταγωνιστικὸ ρόλο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἀρχίζουν ὅλα ἀπὸ τὸν Κύριλλο, ἐξελίσσονται μὲ τὸν ἴδιο νὰ κρατάει τὸν πρῶτο ρόλο καὶ τελειώνουν μὲ τὴν εὐθύνη του. Κι ἐνῶ ἡ ἐνάρξη τῶν θεολογικῶν —ἀκριβέστερα, τῶν χριστολογικῶν— συζητήσεων ἀνήκει στὸν Κύριλλο (ὅπως ἀνήκει καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς σχετικῆς θεολογίας), δείχνοντας εὐελιξία στὴν γλωσσικὴ διατύπωση ἔπεισε καὶ τοὺς Δυτικοὺς καὶ τοὺς Ἀνατολικοὺς γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς Χριστολογίας του. Ἔτσι τὸν ἀκολούθησαν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, πλὴν ἐκπροσώπων ἀκραίων τάσεων, αὐτῶν ποὺ ἔρρεπαν πρὸς τὸν μονοφυσιτισμὸ καὶ αὐτῶν ποὺ ὁδηγήθηκαν στὸν νεστοριανικὸ διοφυσιτισμό.
Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ ἀνέδειξε τὸν Κύριλλο φορέα πρωτείου ἀληθείας. Ὅ,τι δημιούργησε στην θεολογία καὶ ὅ,τι προσέφερε στὴν Ἐκκλησία ὀφείλεται ὄχι σὲ πρωτεῖο ἐξουσίας, τὸ ὁποῖο δεν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, οὔτε σὲ πρωτεῖο τιμῆ, στὸ ὁποῖο προηγοῦνταν οἱ ἐπίσκοποι Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπολεως· ὀφείλεται στὸ ἱερὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἔγινε τὸ ἐκλεκτὸ ἐκεῖνο σκεῦος, τὸ ὁποῖο κατεξοχὴν καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ ἀναλύσει εὐρύτερα καὶ ἀκριβέστερα τὴν ἀλήθεια τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑνώθηκαν «καθ' ὑπόστασιν» ἀδιαίρετα, χωρὶς τροπὴ καὶ χωρὶς σύγχυση, σ' ἕνα πρόσωπο.
Τὸ ἔργο του ἐπιτέλεσε ὁ Κύριλλος μὲ πάμπολλες δυσκολίες, ἀφ' ἑνὸς ἕνεκα τῆς μικρῆς ἕως ἀνύπαρκτης τότε θεολογικῆς ἑτοιμότητας τῆς πλειοψηφίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ἀφ' ἑτέρου ἕνεκα τῶν ἰσχυρῶν κακόδοξων τάσεων, ποὺ εἴχανε ἀναπτυχθεῖ στοὺς κόλπους τῶν ἀντιοχειανῶν θεολογικῶν κύκλων καὶ στοὺς ἐπηρεαζόμενους ἀπὸ τὶς ἀπολλιναριστικὲς κακοδοξίες.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς 3ης δεκαετίας τοῦ Ε' αἰῶνα καὶ ἀκριβεστερα τὸ Πάσχα τοῦ 428 ἐμφανίσθηκε δυναμικὰ ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ αἵρεση, ποὺ εἶχε ὡς αἰχμὴ τὴν ἄρνηση τῆς ἀληθείας ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι Θεοτόκος, ἀποτελοῦσε τὴν κορύφωση σχετικῶν ἀντιλήψεων ποὺ ἐκκολάφθηκαν στοὺς κόλπους τῆς ἱστορικογραμματικῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Δ' αἰῶνα. Ἀρχικὸς προβολέας σχετικῶν ἀντιλήψεων ὑπῆρξε ὁ πολὺς Διόδωρος Ταρσοῦ (†392) καὶ θεμελιωτὴς ὁ μαθητής του Θεόδωρος Μοψουεστίας (†428). Ὁ τελευταῖος προσπαθοῦσε, φαίνεται, νὰ μὴν προκαλεῖ καί, δρῶντας στὴν μακρινὴ συριακὴ πολίχνη Μοψουεστία, δὲν ἔγινε γρήγορα γνωστὴ ἡ χριστολογική του παρέκκλιση.
Τώρα ὅμως, μὲ τὸν Νεστόριο, τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν διαφορετικά. Ὅλα ἐκτυλίχθηκαν στὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους μὲ πολὺ θόρυβο καὶ μάλιστα μὲ ἀναθεματισμὸ ὅσων ὁμολογούσανε Θεοτόκο τὴν Παρθένο Μαρία. Τὸ γεγονὸς ἔγινε γνωστὸ εὐρύτατα καὶ ὅταν ὁ Κύριλλος ἀπέκτησε σαφῆ πληροφόρηση τὸ θεώρησε «σκάνδαλον οἰκουμενικὸν» (PG77, 41Β).
Ἡ ἄρνηση τοῦ ὅρου Θεοτόκος ἀποτελοῦσε κακοδοξία, διότι ἀναφερότανε στὴν ἴδια τὴν θεία ἀλήθεια καὶ γι' αὐτὸ ἀφοροῦσε στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν καὶ ἄρα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, στὴν οἰκουμένη. Καὶ ἄλλοι γνώριζαν ὅ,τι γνωρίζε ὁ Κύριλλος, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ φυσικὰ οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς. Ἐντούτοις ὁ Κύριλλος μόνο εἶχε τὶς προϋποθέσεις νὰ συλλάβει τὶς πραγματικὲς διαστάσεις καὶ τὶς ριζικὰ ἀνατρεπτικὲς συνέπειες τῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου.
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ὁ Κύριλλος μόνον ἀνέλαβε πρωτοβουλία ἀντιμετωπίσεως τῆς κακοδοξίας, χωρὶς μάλιστα θεολογικὴ βοήθεια ἀπὸ ἄλλο ἐκκλησιαστικὸ κέντρο. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ρώμης Κελεστίνος γνώριζε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Νεστόριο καὶ ἀπὸ κείμενα ἐκείνου πολὺ καλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ τήρησε σιωπὴ καὶ κατόπιν ζήτησε σχετικὰ τὴν γνώμη τοῦ Κυρίλλου (PG 77, 41. Charles Pietri, Roma Christiana, II, σ. 1350). Ὁ Κελεστίνος μὲ τοὺς περὶ αὐτὸν καὶ τὴν σύνοδό του ἀδυνατοῦσε ν' ἀντιμετωπίσει τὸ θεολογικὸ πρόβλημα, μολονότι αἰσθανότανε βαριὰ τὴν εὐθύνη του ὡς φορέα τῶν πρεσβειῶν τιμῆς, ὡς πρωτοθρόνου ἐπισκοποῦ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Κύριλλος τότε ἔπραξε ὅ,τι παλαιότερα ἔπραξαν οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος (†107/117), Διονύσιος Κορίνθου (†160/180;), Εἰρηναῖος τῆς Λυῶν (†202;), Μ. Ἀθανάσιος (†373), Μ. Βασίλειος (†379) ἢ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος (†390), ποὺ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως oἱ ἴδιοι ὑπογραμμίζουν, ἀντιμετώπισαν αὐτοὶ κατεξοχὴν ὡς πρωτοπόροι τὶς κακοδοξίες, ἀναλύοντας βαθύτερα τὴν ἀλήθεια.
Ἡ ὅλη τακτική, τὴν ὁποία ὁ Κύριλλος ἀκολούθησε στὴν προσπάθειά του ν' ἀνατρέψει τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου καὶ ν' ἀντιμετωπίσει τὸν ἴδιο, προϋποθέτει: βεβαιότητα ἐσωτερικὴ γιὰ τὴν ἀλήθεια ποὺ βίωνε καὶ δίδασκε καὶ συνείδηση αὐξημένης εὐθύνης γιὰ τὴν φανέρωση καὶ τὴν στήριξη τῆς ἀληθείας τῶν δύο φύσεων στὸν ἕνα Χριστό. Ἡ ἐσωτερική του βεβαιότητα ὀφειλότανε στὴν συνειδητὴ παραδοσιακότητά του, στὴν κατανόηση καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀποδοχὴ τῆς θεολογίας τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ἀλλὰ καὶ στὴν κατὰ σημαντικὸ μέρος γνώση καὶ ἀποδοχὴ τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων.
Ἔτσι ἀνέλαβε, ἀπολύτως ἐνσυνείδητα, τὶς θεολογικὲς πρωτοβουλίες καὶ ὡς καλὸς ποιμένας φρόντισε πρώτιστα νὰ ἐξηγήσει ἀναλυτικὰ καὶ θεολογικὰ στοὺς κληρικούς, στοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας τὸ γιατὶ ὅσα γιὰ τὴν Θεοτόκο καὶ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ δίδασκε ὁ Νεστόριος εἶναι κακόδοξα (Ἐπιστ. I: PG 77, 9-40). Στὴν συνέχεια, περὶ τὸν Ἰανουάριο ἢ Φεβρουάριο τοῦ 429, ἔγραψε πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Νεστόριο (PG11, 40-41), ἐλπίζοντας στὴν μεταμέλειά του. Ἀντὶ αὐτῆς ἦλθε ὑπεροπτικὴ ἀπαντήση τοῦ Νεστορίου, γεγονὸς ποὺ σήμαινε ὅτι ὁ Κύριλλος ὄφειλε μόνος καὶ χωρὶς θεολογικὴ βοήθεια νὰ προβεῖ σὲ θεμελιώδη θεολογικὴ ἀνάλυση τοῦ χριστολογικοῦ ζητήματος.
Ἔγραψε, λοιπόν, τὴν Β' Ἐπιστολή του πρὸς τὸν Νεστόριο, ἕνα κείμενο μεγάλης θεολογικῆς ἀξίας, θεμέλιο τῆς χριστολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Θεμελίωσε δηλαδὴ (Ἰανουάριο-Φεβρουάριο τοῦ 430) τὴν λύση τοῦ χριστολογικοῦ τότε ζητήματος, χωρὶς τὴν συνεννόηση γιὰ τὶς θέσεις ποὺ θὰ ὑποστήριζε καὶ χωρὶς τὴν ἐξουσιοδότηση ἄλλων ἀρχιεπισκόπων ἢ ἐκκλησιαστικῶν παραγόντων. Τὰ σχετικὰ ἔργα τοῦ Κυρίλλου, τὰ μεταγενέστερα, συνιστοῦν περαιτέρω ἀνάπτυξη κι ἐμβάθυνση ὅσων διατύπωσε στὴν ἐπιστολὴ αὐτή.
Ἀφοῦ πλέον εἶχε διατυπώσει βασικὰ τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ χριστολογικὸ ζήτημα, μὲ τὸν πολυσήμαντο μάλιστα ὅρο «καθ' ὑπόστασιν» ἕνωση τῶν δύο φύσεων, τότε μόνο πληροφόρησε (Ἀπρίλιο-Ἰούνιο τοῦ 430) τὸν πρωτόθρονο ἐπίσκοπο Ρώμης (PG 77, 80-89) καὶ ἄλλους γιὰ τὴν χριστολογική του διδασκαλία. Ὁ Κελεστίνος εἶχε ἤδη γράψει σχετικὰ πρὸς τὸν Κύριλλο, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ θεολογήσει καὶ νὰ βοηθήσει. Ἐνδεικτικὸ τῆς θεολογικῆς αὐτῆς ἀδυναμίας εἶναι ὅτι ὁ Κελεστίνος, γράφοντας πρὸς Κύριλλο, χαρακτηρίζει τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς γενικὰ καὶ ἀόριστα ὡς θέμα ποὺ ἀφορᾶ στὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ (PG 77, 92C). Ἀκόμη ἐνδεικτικότερο τῆς ἀδυναμίας αὐτῆς εἶναι ὅτι στὴν Ἐπιστολή του ὁ Κελεστίνος πρὸς Νεστόριο τὸν ἐπιπλήττει, ἀλλὰ δὲν ἐκθέτει καὶ τὸ τί ἀκριβῶς ὀφείλει νὰ πιστεύει (Mansi IV 1025. ACO 1,11, σ. 77). Πόσο μόνος στὸ θεολογικὸ ἔργο ἤτανε τότε ὁ Κύριλλος καὶ πόσο ἀμέτοχες οἱ ἄλλες κορυφὲς τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καὶ ἀπὸ δύο Ἐπιστολὲς τοῦ ἰδίου.
Πρὸς τὸν Κελεστίνο γράφει: «γέγραφα (=τῷ Νεστορίῳ) τὴν ἔκθεσιν ὡς ἐν συντόμῳ τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔχουσαν» (PG 77, 84Α). Μόνος καὶ χωρὶς ἀνάμειξη τοῦ Κελεστίνου ἐκθέτει τὴν πίστη καὶ ἁπλῶς τὸν πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἐκτεθεῖσα πίστη εἶναι «ὀρθή». Ἡ «ἔκθεσις» τῆς πίστεως εἶναι αὐτὴ ποὺ περιλαμβάνεται στὴν Β' Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο. Ἀκόμα καὶ ἀργότερα, ὅταν τὰ πνεύματα εἴχανε ὀξυνθεῖ καὶ λίγο-πολὺ ὅλοι, σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση, γνώριζαν καὶ παρακολουθούσανε τὶς θεολογικὲς συζητήσεις, ὁ Κύριλλος διατύπωσε τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμούς: Ὀκτώβριος 430), τὰ ὁποῖα ὄφειλε ὁ Νεστόριος ὑποχρεωτικὰ νὰ δεχθεῖ καὶ ν' ἀναθεματίσει ὅσους πίστευαν διαφορετικά, χωρὶς νὰ γνωρίσει τὸ περιεχόμενό τους στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία καὶ στοὺς Ἀνατολικούς. Ἐνήργησε συνειδητὰ ὡς φορέας πρωτείου ἀληθείας.
Ὁ Ρώμης γνώριζε ὅτι ὁ Κύριλλος θὰ προβεῖ στὴν ἐνέργεια αὐτή, ἀλλὰ δὲν γνώριζε τὸ περιεχόμενο τῆς ἐνεργείας. Οἱ Ἀνατολικοὶ θ' ἀντιδράσουν στὸ περιεχόμενο γιὰ λόγους κυρίως γοήτρου, ἀλλὰ τὴν οὐσία τῶν 12 Κεφαλαίων θὰ τὴν δεχθοῦνε τελικά. Ὁ Ρώμης οὔτε στὴν κορυφαία θεολογικὰ στιγμὴ αὐτὴ εἶχε πρωτοβουλία καὶ ἀκριβὴ γνώση αὐτοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀπαντοῦσε στὸν Νεστόριο, ἀγνοοῦσε τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ μὲ τὸ ἐμπνευσμένο στόμα τοῦ Κυρίλλου ἀνέτρεπαν τὴν αἵρεση τοῦ νεστοριανισμοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἔκανε ὁ Κελεστίνος ἤτανε νὰ ἐξουσιοδοτήσει συνοδικὰ (11 Αὐγούστου 430) καὶ ἐν λευκῷ τὸν Κύριλλο γιὰ ὅ,τι αὐτὸς ἔκρινε ὀρθὸ σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση.
Στὸν Ἀντιοχείας Ἰωάννη ἐπίσης ἔγραψε ὁ Κύριλλος ὅτι «συνεβούλευσε» τὸν Νεστόριο ν' ἀπόσχει «τῶν σκαιῶν καὶ ἐξεστραμμένων (=διεστραμμένων) ζητημάτων (=διδασκαλιῶν)», ἀλλὰ μάταια (Ἐπιστ. ΙΓ': PG77, 96Α). Ζητάει ὁ Κύριλλος ἐπιτακτικὰ ἀπὸ τὸν Νεστόριο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κακοδοξία, κάτι ποὺ δυνατὸ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς διάθεση ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς ἢ ὡς προβολὴ πρωτείου ἐξουσίας. Τέτοια διάθεση ἀποκλείεται, διότι, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Νεστόριο ἀπαιτεῖ μὲ αὐθεντία, πρὸς τοὺς ἄλλους ἀρχιεπισκόπους κι ἐπισκόπους συμπεριφέρεται μὲ τιμὲς καὶ βαθύτατο σεβασμό. Ζητάει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν Νεστόριο ἐπειδὴ αὐτὸς δίδασκε κακόδοξα.
Αὐτὸ ποὺ παρέχει στὸν Κύριλλο δύναμη καὶ σθένος ν' ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Νεστόριο εἶναι ἢ ἐσωτερική του βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ἐκφράζει. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας, ποὺ στὴν συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ γιὰ τὸ χριστολογικὸ ζήτημα εἶχε ὁ Κύριλλος, ἀφοῦ αὐτὸς τότε κατεξοχὴν χαριτώθηκε ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ διευρύνει αὐθεντικὰ τὴν διδασκαλία περὶ τῆς ἀληθείας γιὰ τὶς φύσεις καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Κύριλλος ὀργανωτὴς καὶ συντονιστὴς τοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ Νεστορίου
Οἱ πρωτόβουλες κινήσεις τοῦ Κυρίλλου πρὸς ἀνατροπὴ τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας, τοῦ ὁποίου ἔγινε φορέας, φαίνονται νὰ περιορίζονται ἀπὸ κάποιες φράσεις του. Εἶναι μάλιστα φράσεις, ποὺ προβλήθηκαν ἀπὸ ρωμαιοκαθολικοὺς ἐρευνητες ὡς ἀποδεικτικὲς τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Πρόκειται γιὰ χωρία τῆς Α' Ἐπιστολῆς τοῦ Κυρίλλου πρὸς Κελεστίνο (Ἀπρίλιος τοῦ 430). Ἐδῶ, λοιπόν, ἐνημερώνει τὸν Κελεστίνο γιὰ τὶς ἐνέργειές του νὰ ἐκθέσει τὴν ὀρθὴ διδασκαλία πρὸς τὸν Νεστόριο, νὰ ἐλέγξει αὐτὸν ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνημερώσει ἐκ τῶν ὑστέρων γραπτὰ καὶ ἄλλους ἐπισκόπους καὶ μάλιστα τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀμοιβαία ἐνημέρωση μεταξὺ τῶν ἐπικεφαλῆς τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελοῦσε ἱερὸ καὶ ἀναγκαῖο ἔθος, πολὺ περισσότερο ποὺ τώρα ἡ κακοδοξία τοῦ Νεστορίου ἤτανε καὶ χαρακτηρίσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριλλο «σκάνδαλον οἰκουμενικόν». Ἡ σχετικὴ φράση:
«Ἐπειδὴ δὲ καὶ Θεὸς ἀπαιτεῖ τὸ νηφάλιον ἐν τούτοις (=στὰ πράγματα αὐτὰ) καὶ τὰ μακρὰ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔθη πείθουσιν ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι...» (PG 77, 80Β).
Ἡ διατύπωση «πείθουσι» τὰ «ἔθη» (=οἱ συνήθειες) τῆς Ἐκκλησίας «ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ (=τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης) ὁσιότητι» ἐκτιμήθηκε ὡς δηλωτικὴ τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ Κυρίλλου καὶ κάθε ἄλλου ἐπισκόπου ν' «ἀπευθύνεται στὸν ἔχοντα πρωτεῖο ἐξουσίας, ὥστε νὰ ἔχει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδεια γιὰ ὁποιαδήποτε ἐνέργειά του. Πρόκειται ὅμως γιὰ ἱερὸ ἔθος πού, ὅπως καὶ σημειώσαμε, ἰσχύει γενικά, γιὰ ὅλες τὶς κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι, βάσει τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, δῆθεν «ἐπισήμαναν» ὅτι ὁ Κύριλλος προϋποθέτει πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Ρώμης, μποροῦνε νὰ διαπιστώσουν τὴν γενικότητα τοῦ ἔθους αὐτοῦ, διαβάζοντας π.χ. Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου πρὸς τὸν Ροῦφο Θεσσαλονίκης. Ἐδῶ δηλώνεται ἡ τακτικὴ τῆς ἀμοιβαίας ἐνημερώσεως τῶν ἐπίσκοπων, μὲ ἀνάλογες λέξεις γιὰ τὸ ἴδιο μάλιστα θέμα, τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεστορίου:
«Ἀκόλουθον ἅπαντα τὰ ταῖς Ἐκκλησίαις χρήσιμα καὶ τὰ ἀνακύπτοντα καθ' ἡμέραν, ὡς ἔθος εἰπεῖν, ἀνακοινοῦσθαι τῇ σῇ ὁσιότητι...» (Ἐπιστολὴ MB': PG 77, 221Β).
Ἄλλωστε, στὴν ἴδια πρὸς Κελεστίνο Ἐπιστολή του ὁ Κύριλλος ἐπισημαίνει τὸ γενικὸ αὐτὸ «ἔθος» ἐνημερώσεως, λέγοντάς του ὅτι, πρὶν νὰ βεβαιωθεῖ (ὁ Κύριλλος) γιὰ τὴν κακοδοξία τοῦ Νεστορίου, δὲν ἔγραφε οὔτε πρὸς τὸν Κελεστίνο οὔτε πρὸς ἄλλους ἐπισκόπους («συλλειτουργούς»).
«Ἐσίγων μὲν οὖν παρωχηκότα (=τὸν περασμένο) καιρόν. Καὶ οὐδὲν ὅλως οὔτε πρὸς τὴν σὴν θεοσέβειαν γέγραφα... οὔτε μὴν πρὸς ἕτερον τῶν συλλειτουργῶν...» (PG 77, 80C).
Στὴν ἴδια πάντα Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου ἐπισημαίνεται ὁ σκοπός της, ποὺ τελικὰ εἶναι ἡ διαδικασία τῆς ἐπιβολῆς «ἀκοινωνησίας» στὸν Νεστόριο καὶ ὄχι τὸ νὰ ζητηθεῖ ἀπὸ τὸν Κελεστίνο ἡ γνώμη του γιὰ τὴν κακοδοξότητα ἢ μὴ τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου. Ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀκοινωνησία εἶχε ληφθεῖ καὶ συνοδικὰ μὲ πρωτοβουλία τοῦ Κυρίλλου.
«Ἐγὼ δὲ (=ὁ Κύριλλος), καίτοι βουληθεὶς συνοδικῷ γράμματι φανερὸν αὐτῷ καταστήσας, ὅτε ταῦτα λέγοντι (=τοῦ Νεστορίου) καὶ φρονοῦντι κοινωνεῖν οὐ δυνάμεθα. Τοῦτο μὲν οὐ πεποίηκα... Λογισάμενος δὲ ὅτι χρὴ τοῖς ὀλισθήσασι χεῖρα διδόναι... παρῄνεσα διὰ γραμμάτων ἀποσχέσθαι τῆς τοιαύτης κακοδοξίας. Ἀλλ' ὠνήσαμεν οὐδὲν» (Ἐπιστ. ΙΑ', Πρὸς Κελεστίνον. PG 77, 81 Α).
Τὴν τιμωρία τῆς ἀκοινωνησίας, γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματική, ἔπρεπε νὰ στηρίξουν οἱ κορυφαῖες κεφαλὲς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Νεστόριος, ὡς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, κατεῖχε πρεσβεῖα τιμῆς (μετὰ τὸν Ρώμης), ἐνῶ ὁ Κύριλλος εἶχε πρεσβεῖα ὡς τρίτος τῇ τάξει. Ἀκόμα, ἡ τιμωρία τοῦ Νεστορίου μὲ ἀκοινωνησία γινότανε δυσκολότερη, διότι αὐτὸς διέθετε —καὶ τὸ διακήρυττε— τὴν εὔνοια τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, τοῦ ἰδίου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ πρόβαλλε ἀπειλητικὰ τὸ κῦρος τοῦ «θρόνου» του, ὡς θρόνου τῆς πρωτεύουσας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Κύριλλος ἀνακοινώνει στὸν Κελεστίνο τὴν ἀπόφαση γιὰ ἀκοινωνησία ποὺ εἶχε ληφθεῖ «μετὰ παρρησίας» καὶ τοῦ λέγει ὅτι πρέπει («χρή») νὰ εἰπεῖ τὴν γνώμη του («τυπῶσαι τὸ δοκοῦν») γιὰ τὸ πῶς θ' ἀντιμετωπισθεῖ τὸ θέμα τῆς ἀκοινωνησίας, ἂν δηλαδὴ ἐφαρμοσθεῖ ἐπιεικέστερα («πότερον πότε χρὴ κοινωνεῖν αὐτῷ [=τῷ Νεστορίω] ἢ λοιπὸν ἀπειπεῖν μετὰ παρρησίας, ὅτι τοιαῦτα φρονοῦντι καὶ διδάσκοντι οὐδεὶς κοινωνεῖ») (PG 77, 84D). Συγχρόνως ὁ Κύριλλος ὑπαγορεύει στὸν Κελεστίνο τὶς ἐνέργειες, στις ὁποῖες καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ προβεῖ γιὰ τὸ θέμα:
«Τὸν δὲ ἐπὶ τούτοις σκοπὸν τῆς σῆς θεοσεβείας χρὴ γενέσθαι διὰ γραμμάτων καταφανῆ καὶ τοῖς εὐσεβεστάτοις τοῖς κατὰ Μακεδονίαν καὶ ἅπασι τοῖς κατὰ τὴν Ἀνατολήν. Ἐπιθυμοῦσι γὰρ αὐτοῖς, δώσομεν ἀφορμὰς τοῦ πάντας μία ψυχὴ καὶ μία γνώμη στῆναι καὶ ἐπαγωνίσασθαι τῇ ὀρθῇ πίστει πολεμουμένῃ» (PG 77, 84D-85A).
Οἱ ἐπίσκοποι Μακεδονίας καὶ Ἀνατολῆς ἤτανε ἤδη ἐνημερωμένοι ἀπὸ τὸν Κύριλλο, ἀλλὰ «ἐπιθυμοῦσαν», ζητούσανε, νὰ ἔχουν βεβαίωση ὅτι ὅλοι (σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύση) ὁμόφωνα θ' ἀντιμετωπίσουνε τὴν κακοδοξία.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Κύριλλος, ἐνεργώντας ὅ,τι ἐνήργησε πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστορίου καὶ τῆς διδασκαλίας του, εἶχε τὴν συνείδηση ὅτι ἐνεργεῖ καὶ ὡς αὐθεντικὸς φορέας τῆς ἀληθείας καὶ ὡς διοργανωτὴς καὶ συντονιστὴς τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῆς κακοδοξίας. Ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης Κελεστίνου ὑπῆρξε ρόλος καθοδηγουμένου καὶ ὄχι καθοδηγητή, ἀποδέκτη ἀποφάσεων, ὑποδείξεων καὶ ἀπόψεων τοῦ Κυρίλλου καὶ ὄχι ρόλος κέντρου ἀποφάσεων ἢ προβολῆς ἀπόψεων.
Στὸν Κελεστίνο Ρώμης ὁ Κύριλλος ἔδειχνε ἀδελφικὸ σεβασμὸ καὶ ἴσως κάτι περισσότερο (διότι, φυσικά, τὸν ἀναγνωρίζε ὡς πρωτόθρονο), ἀλλὰ μόνο τὸν ἐνημέρωνε καὶ δὲν τοῦ ζήτησε ὁδηγίες στὸ κυρίως ἔργο του. Τὸν βεβαιώνει μόνο ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὴν θεολογικὴ τοποθέτηση τοῦ (Κυρίλλου) οἱ Ἀνατολικοὶ ὅλοι καὶ τὸν προτρέπει μόνο, καθὼς εἴδαμε (PG 77, 84Α-85Α), νὰ γράψει καὶ αὐτὸς πρὸς διάφορες Ἐκκλησίες, ὥστε νὰ γίνει καταφανὴς ἡ συμφωνία ὅλων. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ποινὴ τῆς ἀκοινωνησίας, ποὺ τὸν ρωτάει πῶς καὶ πότε αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν Νεστόριο, τοῦ δήλωσε ὅτι ὁ ἴδιος (ὁ Κύριλλος) τὴν εἶχε ἀποφασίσει, ἀλλὰ ζητάει νὰ πράξει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Κελεστίνος, ἀφενὸς γιὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα εὐρύτερης ἐκκλησιαστικῆς συμφωνίας καὶ ἀφετέρου διότι ὁ Ρώμης εἶχε τὰ πρεσβεῖα τιμῆς καὶ διέθετε γι' αὐτὸ ἰδιαίτερο κῦρος.
Σχετικά, πρέπει νὰ ὑπομνήσουμε ὅτι, ὅπως ὁ Κύριλλος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ρώμης νὰ γράψει πρὸς ἐπισκόπους, προκειμένου νὰ πεισθοῦν ὅλοι ἀπ' ὅλους ὅτι εἶναι ὁμόγνωμοι, ἔτσι ἀργότερα ζήτησε μὲ σεβασμὸ ἀπὸ τὸν Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως νὰ γράψει πρὸς ἐπισκόπους, γιὰ νὰ δεχθοῦν (ὅπως πρότεινε ὁ Κύριλλος) ἄσκηση οἰκονομίας στὸ θέμα Θεοδώρου Μοψουεστίας (Ἐπιστολὴ 72: PG11, 345ΑΒ).
Τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὸ θεολογικοεκκλησιαστικὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς τὸν πρῶτο καὶ ἀποφασιστικὸ ρόλο κρατοῦσε ὁ Κύριλλος καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ διάβημά του νὰ συντάξει τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμούς). Τὸ κείμενο τοῦτο, στὸ ὁποῖο προσέδιδε ὁ Κύριλλος ὁμολογιακό, οἰκουμενικὸ καὶ ὑποχρεωτικὸ χαρακτῆρα, περιεῖχε θεολογικὰ στοιχεῖα πέρα ἐκείνων, πού, ἐξ ὑστέρων ἔστω, γνώριζε ὁ Κελεστίνος ἀπὸ τὴν Β' πρὸς Νεστόριο Ἐπιστολὴ τοῦ Κυρίλλου. Μὲ τὴν ἀπαίτηση μάλιστα γιὰ ἀναθεματισμοὺς ὑπερακόντιζε τὴν συμφωνία τοῦ Κελεστίνου, ποὺ εἶχε συμφωνήσει μόνο γιὰ ἀκοινωνησία. Τώρα δηλαδὴ ὁ Κύριλλος πραγματοποιοῦσε ριζικότερα βήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Κελεστίνος δὲν εἶχε ἰδέα καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως οὐδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Ἀντίθετα, μὲ τὴν στάση του στὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431) ἔδειξε ὅτι ἀκολουθεῖ καὶ ἀποδέχεται ὅ,τι ὑποστήριξε θεολογικὰ καὶ ὅ,τι ἔπραξε πρωτόβουλα ὁ Κύριλλος.
Στὴν Γ' Ἐπιστολὴ πρὸς Νεστόριο, ὅπου τὰ 12 Κεφάλαια (ἀναθεματισμοί), ὁ Κύριλλος παρουσιάζει τὴν ὅλη Ἐκκλησία («κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν Ἑώαν»), φυσικὰ καὶ τῆς Ρώμης, συμφωνοῦσαν μὲ ὅσα ὁ ἴδιος γιὰ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ διατύπωσε, διατυπώνει καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Νεστόριο, μολονότι δὲν ζήτησε τὴν γνώμη τους γιὰ τὰ νέα τουλάχιστον στοιχεῖα καὶ τοὺς ἀναθέματισμοὺς τῆς Γ' Ἐπιστολῆς.
«Συνέθετο δὲ καὶ ἡ κατὰ τὴν Ρώμην ἁγία σύνοδος καὶ ἡμεῖς ἅπαντες (=ἀλεξανδρινοὶ καὶ ἀντιοχειανοὶ ἀνατολικοὶ)» (PG 77, 108D).
Τὸ βάρος, μάλιστα, τῆς ἀναφορᾶς τοῦ Κυρίλλου στὴν δυτικὴ Ἐκκλησία πέφτει στὴν σύνοδο τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων καὶ ὄχι προσωπικὰ στὸν Ρώμης Κελεστίνο, ποὺ ἀναφέρεται ἁπλὰ ὡς πρόεδρος μόνο τῆς συνόδου αὐτῆς (PG 77, 108Α).
Ὁ πρωταγωνιστικὸς ρόλος τοῦ Κυρίλλου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὅπως καὶ ἡ διάθεση τοῦ Κελεστίνου Ρώμης ν' ἀποδέχεται καὶ ν' ἀκολουθεῖ καθ' ὅλα καὶ πιστὰ τὸν Κύριλλο, καταφαίνονται στὴν κύρια Ἐπιστολὴ τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν Κύριλλο, μόλις ἔλαβε τὴν Β' Ἐπιστολὴ (τὴν δογματικὴ) τοῦ τελευταίου πρὸς Νεστόριο. Τὴν Β' Ἐπιστολὴ αὐτὴ μετέφερε στὴν Ρώμη ὁ διάκονος Ποσειδώνιος μ' ἐντολὴ νὰ ἐξηγήσει λεπτομερέστερα τὴν θεολογικὴ τοποθέτηση τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν σύνοδος συμφώνησαν ἀπόλυτα μὲ ὅσα ὁ Κύριλλος διατύπωνε καὶ τὸν ἐγκωμίασαν. Εἰδικότερα ὁ Κελεστίνος, διαβάζοντας καὶ ἀκούγοντας γιὰ τὴν θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστορίου, ἐντυπωσιάσθηκε, χαρακτήρισε τὸν ἑαυτό του στυγνὸ («τῇ ἡμετέρᾳ στυγνότητι») (προφανῶς μὲ τὴν ἔννοια τῆς θεολογικῆς ἀδυναμίας), ὁμολόγησε ὅτι ἡ θεολογία τοῦ Κυρίλλου εἶναι ἄριστο φάρμακο γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς κακοδοξίας καὶ ὁδηγὸς πρὸς κατανόηση τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ δήλωσε ὅτι τὰ αὐτὰ φρονεῖ καὶ ὁ ἴδιος.
Προχώρησε ὅμως ἀκόμα περισσότερο. Ἐπήνεσε τὸν Κύριλλο γιὰ τὴν «ἐγρήγορση», τὴν ἐπαγρύπνηση, ποὺ ἐπέδειξε πρὸς ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι καὶ ὁ Κελεστίνος στὴν Ρώμη γνώριζε τὰ τῆς κακοδοξίας τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ δὲν διέθετε τὴν ἀναγκαία ἑτοιμότητα, τὴν «ἐγρήγορση» τοῦ Κυρίλλου, τὸν ὁποῖο γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συγκρίνει γενναιόψυχα μὲ τοὺς προκατόχους του (βλ. Μ. Ἀθανάσιο, Διονύσιο παλαιοτέρα), τοὺς ὁποίους, μάλιστα, ὑπερέβη («νενικηκέναι»). Ὅπως oἱ προκάτοχοι ἀναδείχθηκαν «ἔκδικοι», ὑπερασπιστές, τοῦ «ὀρθοδόξου δόγματος», ἔτσι καὶ ὁ Κύριλλος ἔγινε «ἔκδικος ἰσχυρότατος» τῆς πίστεως.
...συνεχίζεται στην προηγούμενη ανάρτηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.