Ὁ Κελεστίνος συμφωνεῖ τόσο πολὺ μὲ τὰ τοῦ Κυρίλλου, ὥστε δὲν κρίνει φρόνιμο νὰ προσθέσει κάτι («προσθεῖναι δέ τινα καὶ ἡμεῖς ἐμέλλομεν, ἀγαπητὲ ἀδελφέ, εἰ μὴ ἑωρῶμέν σε τὰ αὐτὰ φρονοῦντα πάντα, ἅπερ φρονοῦμεν καὶ ἐν τῇ βεβαιώσει τῆς πίστεως δοκιμάζομέν σε ἔκδικον ἰσχυρότατον»: PG77, 92Α). Τὸ γεγονὸς ὅμως ὅτι χαρακτηρίζει τὸ δογματικὸ πρόβλημα ποὺ δημιούργησε ὁ Νεστόριος ὡς πρόβλημα τῆς «γεννήσεως» τοῦ Χριστοῦ (PG 77, 92C καὶ 93Β), σημαίνει ὅτι δὲν εἶχε κατανοήσει ἀκριβῶς τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ ἄρα συνετὰ ἔπραξε, ποὺ δὲν θέλησε νὰ προσθέσει κάτι θεολογικὸ σὲ ὅσα ὁ Κύριλλος διατύπωσε. Ἄλλωστε, σὲ καμία Ἐπιστολή του ὁ Κελεστίνος, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔγραψε σχετικὰ μὲ τὸν Νεστόριο καὶ τὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, οὔτε ἀναπτύσσει οὔτε ἐκθέτει τὴν ὀρθὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἢ ἐπιχειρήματα κατὰ τοῦ Νεστορίου. Μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, γίνεται φανερὸ κι ἔμμεσα ὅτι ὁ Κελεστίνος μὲ τὸν δικό του τρόπο ἀναγνωρίζει πρωτεῖο ἀληθείας στὸν Κύριλλο, κάτι ποὺ δὲν εἶχε ὁ ἴδιος. Γιὰ νὰ μὴ χάσει ὅμως τὸ δικό του κῦρος ὡς πρωτοθρόνου στὴν Ἐκκλησία, δηλώνει ὅτι «φρονοῦμεν» τὰ αὐτὰ καὶ ὅτι «ἐδοκιμάζομέν σε ἔκδικον ἰσχυρότατον», σὲ κρίνουμε, δηλαδή, ἐμεῖς, ἰσχυρότατο ὑπερασπιστὴ τῆς πίστεως.
«Ὡς δὲ τὴν ἡμετέραν διάνοιαν εἰς τὰ παρὰ τῆς ἀδελφότητος γραφέντα μετεστήσαμεν, ὤφθη ἡμῖν εὐθὺς ἑτοιμοτάτη θεραπεία, δι' ἧς ἡ νόσος ὑγιεινῷ φαρμάκῳ ἀπελαθείη· φημὶ δὴ τὴν τῆς καθαρᾶς πηγῆς ἔκροιαν, τὴν ἀπὸ τοῦ λόγου τῆς σῆς ἀγάπης ἐκρέουσαν... καὶ πᾶσιν ἀνοίγεται ὁ τρόπος τῆς δεούσης περὶ τὴν ἡμετέραν πίστιν ἐννοίας... ἓν καὶ τὸ αὐτὸ περὶ τοῦ Δεσπότου φρονοῦμεν... Καὶ χαίρομεν τοσαύτην ἐνεῖναι ὁρῶντας τῇ σῇ εὐλαβείᾳ ἐγρήγορσιν, ὡς ἤδη σὲ νενικηκέναι τὰ ὑποδείγματα τῶν σοῦ προηγησαμένων, γενομένων ἀεὶ καὶ αὐτῶν ἐκδίκων τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος...» (Κελεστίνου, Ἐπιστολὴ πρὸς Κύριλλον: PG 77, 89Β- 92Α).
Στὴν τελευταία παραγραφο τῆς Ἐπιστολῆς του ὁ Κελεστίνος πληροφορεῖ ὅτι συνάπτει («συναφθείσης») τὸ κῦρος-ἐξουσία («αὐθεντία») τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης καὶ φυσικὰ τῆς ἐκεῖ συνόδου (ἀφοῦ ἡ ἀπόφαση λήφθηκε ἀπὸ σύνοδο προεδρεύοντος τοῦ Κελεστίνου) πρὸς τὴν αὐθεντία τοῦ Κυρίλλου. Ὁ Κύριλλος θὰ μπορεῖ ἔκτοτε νὰ ἐνεργεῖ χρησιμοποιώντας καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ Ρώμης («τῇ ἡμετέρᾳ διαδοχῇ χρησάμενος»: διαδοχὴ ὀνομαζότανε ἡ διαδοχὴ ἢ ἡ ἀνάληψη θέσεως καὶ ἰδιαίτερα ἡ ἀρχηγία φιλοσοφικῆς σχολῆς). Ὁ Κύριλλος, τρόπον τινά, θὰ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ καὶ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Ρώμης, ἄλλα ὄχι μόνο μὲ τὴν ψῆφο τοῦ Ρώμης.
Ὁ Κελεστίνος ἐδῶ δὲν διακρίνει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς λοιποὺς Ἀρχιεπισκόπους καὶ δὲν προβάλλει προσωπικὴ ἐξουσία, δηλαδὴ πρωτεῖο ἐξουσίας. Ἁπλῶς «συνάπτει», ἑνώνει, προσθέτει, ὡς πρωτόθρονος βέβαια, τὴν φωνή του στὴν φωνὴ ἐκείνου, ποὺ εἶχε ἀναλάβει ὄχι μόνο τὸ θεολογικὸ ἔργο, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐθύνη συντονισμοῦ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας πρὸς ἀντιμετώπιση τοῦ νεστοριανισμοῦ. Ἄλλωστε, γι' αὐτὸ ὁ Κελεστίνος δὲν ζητάει ἀπὸ τὸν Νεστόριο νὰ ὁμολογεῖ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλὰ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία Ρωμαίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ ὅ,τι «πᾶσα ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία κατέχει, ὡς καὶ ἡ ἁγία ἡ κατὰ τὴν μεγάλην Κωνσταντινούπολιν Ἐκκλησία» (Mansi IV 1036· 1048. ACO I, I 1 σ. 83, 89-90).
«Συναφθείσης σοι τοίνυν τῆς αὐθεντίας τοῦ ἡμετέρου θρόνου, τῇ ἡμέτερᾳ διαδοχῇ χρησάμενος, ταύτην ἐκβιβάσας ἀκριβεῖ στερρότητι τὴν ἀπόφασιν, ἵνα ἢ ἐντὸς δέκα ἡμερῶν ... τὰ κακὰ κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ ἀθετήσῃ καὶ ἑαυτὸν διαβεβαιώσηται ταύτην κατέχειν τὴν πίστιν περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἣν καὶ ἡ Ρωμαίων καὶ ἡ τῆς σῆς ἁγιότητος Ἐκκλησία καὶ ἡ καθόλου καθοσίωσις (= Ἐκκλησία)· ἢ ἐὰν μὴ ταῦτα ποιήσει εὐθὺς ἡ σῇ ἁγιότης ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας προνοησαμένη μάθῃ αὐτὸν (=τὸν Νεστόριον) παντὶ τρόπῳ ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου σωματίου ἀποκινητέον» (Κελεστίνου, Πρὸς Κύριλλον: PG 77, 93ΑΒ).
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται περίεργο, πῶς καὶ γιατί ὁ Ρώμης δὲν προσπάθησε ὡς πρωτόθρονος νὰ ἔχει τὸν πρῶτο λόγο στὸ ζήτημα τοῦ νεστοριανισμοῦ. Κατανοεῖται ἴσως ἡ ἀπροθυμία καὶ ἡ ἀδυναμία του νὰ ἐπωμισθεῖ τὴν θεολογικὴ εὐθύνη, τὴν ἄσκηση πρωτογενοῦς θεολογίας, ποὺ θ' ἀνέτρεπε τὴν κακοδοξία, ἐπειδὴ στὸ περιβάλλον του δὲν ὑπῆρχαν τόσο σπουδαῖοι θεολόγοι. Γιὰ πολλοὺς φαίνεται δυσνόητη ἡ ἀπροθυμία του νὰ διαδραματίσει ρόλο συντονιστικό, ποὺ καὶ αὐτὸς ἀφέθηκε πρόθυμα στὸν Κύριλλο. Ἐὰν ὁ Κελεστίνος πίστευε ὅτι διέθετε πρωτεῖο ἐξουσίας, θὰ θεωροῦσε τὴν ἀπόφασή του (ἐν συνόδῳ) κατὰ τοῦ Νεστορίου ὁριστικὴ καὶ δὲν θὰ ἔθετε στὴν κρίση τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὴν ἀπόφασή του αὐτή. Στὴν οὐσία θεωροῦσε, πολὺ σωστά, τὴν Γενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας ὑπεράνω καὶ τῆς δικῆς του κρίσεως. Γιὰ τὸ φρόνημα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅταν παρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς μικρότητες ἡ αἴσθηση τῆς γνησίας ἐκκλησιαστικότητας κυριαρχοῦσε, ὅλοι συνειδητοποιούσανε καὶ θεωροῦσαν αὐτονόητο ν' ἀκολουθοῦν ἐκείνους, τοὺς ὁποίους χαρίτωσε καὶ φώτισε κατεξοχὴν τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νὰ ἐμβαθύνουν καὶ νὰ ἐξηγοῦν βαθύτερα καὶ πειστικότερα τὴν ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ παρεξηγεῖται καὶ προσβάλλεται βάναυσα, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Νεστορίου.
Δὲν εἶναι, σχετικά, τυχαῖο ὅτι καὶ στὴν διάρκεια τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Κελεστίνος δὲν εἶχε καθόλου καθοριστικὸ ρόλο, ἀφοῦ α) ἡ θεολογικὴ ἀποφάση λήφθηκε πρὶν φθάσουν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Δύσεως στὴν Ἔφεσο καὶ αὐτοὶ δὲν διαμαρτυρήθηκαν γι' αὐτό· β) οἱ θεολογικὲς ἀποφάσεις καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέτρα ἦσαν εὐρύτερα καὶ ριζικότερα ἀπὸ αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ σύνοδός του ἐξουσιοδότησαν τὸν Κύριλλο μὲ τὴν πρὸς αὐτὸν Ἐπιστολή· καὶ γ) στὶς θεολογικὲς προσπάθειες καὶ συντονιστικὲς ἐνέργειες (ἀπὸ τὴν λήξη τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου ὣς τὸ 433), ποὺ ὁδήγησαν μὲ τόσες δυσκολίες στὴν θεολογικὴ συμφωνία, ὅπως καταγράφηκε στὴν περίφημη «Ἔκθεσιν πίστεως τῶν διαλλαγῶν», ὁ Ρώμης καὶ ἡ σύνοδος τῶν δυτικῶν δὲν εἴχανε οὐσιαστικὴ ἀνάμιξη. Τὴν σημασία τοῦ γεγονότος ἀντιλαμβάνεται κανείς, ἂν σκεφθεῖ ὅτι τὸ κείμενο αὐτὸ τῶν «Διαλλαγῶν» ἀποτέλεσε τελικὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Γ' Οἰκ. Συνόδου, τὸν δογματικό της Ὅρο.
Πρέπει ὅμως νὰ σημειώσουμε ὅτι, ὅταν καθυστερημένα οἱ δυτικοὶ ἐκπρόσωποι φθάσανε στὴν Ἔφεσο, προκειμένου νὰ τονίσουνε τὸ κῦρος τῆς Ρώμης, ζητήσανε νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ ληφθεῖσες ἀποφάσεις, ὥστε νὰ ἐλέγξουν ἐὰν συμφωνοῦν μὲ ὅσα ὁ Κελεστίνος καὶ ἡ σύνοδός τους φρονοῦσαν. Εὐτυχῶς, συμφωνούσανε μέχρι κεραίας. Ἐπίσης, τὸ αἴσθημα ὑπεροχῆς τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὡς πρωτοθρόνου ὑπογραμμίζει καὶ ἡ ἀποστολὴ προσωπικοῦ του ἀπεσταλμένου στὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, πέρα τῶν ἐκπροσώπων τῆς συνόδου τῶν δυτικῶν (βέβαια καὶ ὁ Καρθαγένης Καπρέολος ἔστειλε δικό του ἐκπρόσωπο στὴν Σύνοδο, χωρὶς διαμαρτυρία τοῦ Ρώμης). Πρόκειται γιὰ τὸν ἔμπιστο τοῦ Κελεστίνου πρεσβύτερο Φίλιππο, πού, ὅταν μίλησε στὴν Σύνοδο, μεταξὺ ἄλλων εἶπε ὅτι «κεφαλὴ ὅλης τῆς πίστεως ἢ καὶ τῶν ἀποστόλων ὁ μακάριος Πέτρος ὁ ἀπόστολος» (ACO I, I 3 σ. 5826). Τέτοιες ἰδέες τότε δὲν ἤσανε στὴν Ρώμη τελείως ἄγνωστες. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, ὥστε ν' ἀποφευχθοῦν προεκτάσεις τῆς ἰδέας αὐτῆς στοὺς ἐπισκόπους Ρώμης, εἶναι ἡ στάση τῶν ἐπισκόπων, μελῶν τῆς Συνόδου, ποὺ ἀποτελούσανε τὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ συνοδικοί, λοιπόν, ἐπευφήμησαν ἔντονα τὸ γράμμα τοῦ Κελεστίνου, καθόσον ἐμφανίστηκε μὲ αὐτὸ ὁμόψυχος πρὸς τὴν Σύνοδο. Οἱ συνοδικοὶ ἔτσι τοποθέτησαν μὲ τὸν τρόπο τους στὸ ἴδιο ἐπίπεδο τὸν Κελεστίνο καὶ τὸν Κύριλλο, χαρακτηρίζοντας Παῦλο τὸν ἕναν, Παῦλο καὶ τὸν ἄλλον, ἕναν καί ἕναν, ὅ,τι ὁ ἕνας αὐτὸ καὶ ὁ ἄλλος, μολονότι τὰ λεχθέντα ὑπὲρ τοῦ Κελεστίνου ὑπῆρξαν ἁπλῶς φιλοφρονήσεις, ἐφόσον δὲν συνετέλεσε στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου παρὰ μόνον μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν προαποφασισθέντων.
«Πάντες οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἅμα εἶπον· αὕτη δικαία κρίσις. Νέῳ Παύλῳ Κελεστίνῳ, νέῳ Παύλῳ Κυρίλλω. Κελεστίνῳ τῷ φύλακι τῆς πίστεως, Κελεστίνω ὁμοψύχῳ τῆς συνόδου... εἷς Κελεστίνος, εἷς Κύριλλος, μία πίστις τῆς Συνόδου, μία πίστις τῆς οἰκουμένης» (ACO I, I 3, σ. 5724-27).
Οἱ συνοδικοί, ὅσο καὶ ἂν τιμούσανε τὸν πρωτόθρονο ἐπίσκοπο Ρώμης, δὲν τοποθετοῦσαν αὐτὸν στὴν κορυφὴ ὡς κάτοχο πρωτείου ἐξουσίας ἢ ὡς ἱστάμενο ὑπεράνω τῆς Συνόδου.
Τὴν ὅλη αὐτὴ κατάσταση καὶ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ποὺ φυσικὰ ἐνδιαφερότανε γιὰ τὸ κῦρος του ὡς πρωτοθρόνου ἐπισκόπου, ἀλλὰ ποὺ δὲν πρόβαλλε πρωτεῖο ἐξουσίας, κατανοεῖ ὁ ἐρευνητὴς καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ρώμης δὲν διαδραμάτισε θεολογικὸ καὶ συντονιστικὸ ρόλο οὔτε στὶς προηγούμενες Α' καὶ Β' Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Τοῦ ἀναγνωρίζεται πρωτεῖο ἀληθείας. «Καθολικὸς διδάσκαλος»
Τὸ θεολογικὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου, ποὺ καὶ πρωτόβουλο καὶ αὐθεντικὸ καὶ ἀποτελεσματικὸ ὑπῆρξε, ἀναγνωρίσθηκε ἀμέσως ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς καὶ μὲ διακυμάνσεις ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικούς. Ἐὰν ἐξαιρέσουμε τοὺς ἀκραίους ἀλεξανδρινούς, ποὺ ἔρρεπαν σὲ μονοφυσιτισμό, καὶ τοὺς ἀκραίους ἀντιοχειανούς, ποὺ ἔρρεπαν σὲ νεστοριανισμό, ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη ἀναγνώρισε στὸν Κύριλλο, τουλάχιστον ἔμμεσα, πρωτεῖο ἀληθείας, ἐφόσον θεωροῦσε ὅτι ὁ Κύριλλος τότε ὑπῆρξε τὸ κύριο ὄργανο τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρὸς ἀντίκρουση τῆς κακοδοξίας μέσῳ τῆς θεολογικῆς ἐμβαθύνσεως στὸ μυστήριο τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.
Πρῶτος διαπίστωσε πρωτεῖο ἀληθείας στὸν Κύριλλο ὁ Ρώμης Κελεστίνος καὶ γι' αὐτὸ τὸν χαρακτήρισε «ἔκδικον ἰσχυρότατον» τῆς πίστεως (ὑπερασπιστὴ τῆς πίστεως), ὁ ὁποῖος μάλιστα ὑπερέβη τοὺς προκατόχους του (PG 77, 92Α). Ὁ Κελεστίνος, στὸ γράμμα ποὺ ἔστειλε πρὸς τοὺς συνοδικοὺς τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπονέμει ἀκόμα σπουδαιότερο τίτλο στὸν Κύριλλο, ὀνομάζοντάς τον «καθολικὸν διδάσκαλον», κάτι ποὺ σπάνια συνέβαινε. Ἀμέσως μετά, σημειώνει ὅτι ὁ Κύριλλος ἀνέλαβε νὰ ἐξηγήσει στὸν Νεστόριο θεολογικὰ τὸ λάθος του καὶ νὰ διορθωθεῖ.
«Ἐπειδὴ μνήμης πάντων ἄξιά ἐστι, τὰ τοῦ τῆς Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας ἱερέως Κυρίλλου, τουτέστι τοῦ καθολικοῦ διδασκάλου πρὸς τοῦτον (=τὸν Νεστόριο) γράμματα, οἷς αὐτῷ οὗτος ἀπέστειλεν, ὥστε θέλειν ἐσπούδασεν αὐτὸν εἶναι διορθούμενον» (ACO I, I 7, σ. 1335-8).
Τὸν Κελεστίνο διαδέχθηκε ὁ Σίξτος Γ' (432-440), ποὺ ἐπίσης ἀναγνώρισε στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίλλου τὸν πρωτεργάτη καὶ συντονιστὴ τοῦ θεολογικοεκκλησιαστικοῦ ἀγῶνα κατὰ τοῦ νεστοριανισμοῦ. Γράφει, λοιπόν, ὁ Σίξτος ὅτι ἡ παγκόσμια («κοσμικὴ») Ἐκκλησία ὀφείλει τὰ μέγιστα στὸν Κύριλλο, δεδομένου ὅτι «πάντες» οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἔγιναν «ὑποχείριοι» τοῦ Κυρίλλου, δηλαδὴ ὑπέκυψαν καὶ δέχθηκαν τὴν θεολογία του. Στὸ ἔργο κατὰ τῆς κακοδοξίας ὑπερέβη ὁ Κυριλλος ὅλους.
«Τοσοῦτον γάρ σοι ὀφείλει ἡ κοσμικὴ (=ἡ παγκόσμια-οἰκουμενικὴ) Ἐκκλησία, ὅσον σοι πάντες εἰσὶν ὑποχείριοι, ὅς γε πανταχοῦ πάντας νενίκηκας» (ACO I, I 7, σ. 14334-35).
Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ διάδοχος τοῦ Νεστορίου Μαξιμιανὸς (431-434) εἶχε τὴν ἴδια ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἔργο γενικὰ καὶ τὸ πρωτεῖο ἀληθείας εἰδικὰ τοῦ Κυρίλλου. Ἀναγνώριζε ὅτι κατὰ τὴν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχὴ «μόνος ἄξιος» κρίθηκε ὁ Κύριλλος νὰ πάθει καὶ νὰ βαστάσει τὰ στίγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ δεχθεῖ τὸν στέφανο γιὰ τοὺς «ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας», τῆς θεολογίας, ἀγῶνες. Ἡ θεολογικὴ προσφορά του ἀποτελεῖ «ἄρτον», ὁ ὁποῖος κατῆλθε ἀπὸ τὸν Θεὸ («ἐκ τοῦ οὐρανοῦ»), δίνοντας ζωὴ πνευματικὴ στοὺς ἀνθρώπους.
«Μόνος ἄξιος ἐκρίθης τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων, καταξιωθεὶς τὰ στίγματα αὐτοῦ... Ἀνεδήσω τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας στεφάνους... Ἔσχες τὸν ἄρτον τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατελθόντα καὶ ζωὴν δεδωκότα τότε ἀνθρώποις τὴν ἄνωθεν» (Μαξιμιανοῦ, Πρὸς Κύριλλον: PG11, 149Α).
Ἐξαίρεση στὴν ἀναγνώριση τῆς θεολογικῆς αὐθεντίας τοῦ Κυρίλλου δὲν ἀποτέλεσε οὔτε ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τόσο αὐστηρὰ τὸν ἔκρινε παλαιότερα. Στὴν μακρὰ Ἐπιστολή του 83 πρὸς τὸν Διόσκορο (444-451), τὸν διάδοχο τοῦ Κυρίλλου στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας, βεβαιώνει τὸν παραλήπτη ὅτι ὄχι μόνο χρησιμοποιεῖ-μελετάει ἔργα τοῦ Κυρίλλου (καὶ τοῦ Θεοφίλου), ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπερασπίζεται, ἀποστομώνει («ἐπιστομίζομεν») ὅσους ἀντιλέγουν σ' αὐτὰ (PG 83, 1272C). Ἐπίσης, πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριλλος πολλὲς φορὲς τοῦ ἔστειλε ἔργα του (τὸ Κατὰ Ἰουλιανοῦ κ.α.), τὰ ὁποῖα διάβασε καὶ θαύμασε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔγραψε σχετικὰ στὸν «μακαρίας μνήμης» Κύριλλο.
«Ὅτι δὲ καὶ ὁ τῆς μακαρίας μνήμης Κύριλλος πολλάκις ἡμῖν ἀπέστειλεν, οἶμαι καὶ τὴν σὴν σαφῶς εἰδέναι τελειότητα... ἐκπέπομφεν ἡμῖν (=ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης) τὰς βίβλους καὶ ἀναγνόντες ἐθαυμάσαμεν καὶ ἀπεστείλαμεν (= ἐγράψαμε) τῷ τῆς μακαρίας μνήμης Κυρίλλῳ» (PG 83, 1273Α).
Ἐνδεικτικότερο γιὰ τὴν γνώμη, ποὺ μεταγενέστερα ὁ Θεοδώρητος εἶχε γιὰ τὸν Κύριλλο, εἶναι ἡ χρησιμοποίηση χωρίων τοῦ τελευταίου πρὸς ἀντίκρουση τῶν μονοφυσιτῶν. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀλλαγῆς στάσεως τοῦ Θεοδωρήτου εἶναι προπαντὸς ὅτι προβάλλει (στὸ ἔργο Ἐρανιστής, τοῦ ἔτους 447) τὸν θεμελιώδη τοῦ Κυρίλλου χριστολογικὸ ὅρο «καθ' ὑπόστασιν» ἕνωση, χωρὶς ἡ ἕνωση νὰ συνεπάγεται σύγχυση τῶν φύσεων. Καὶ τὸν ὅρο καὶ τὴν ἐπεξήγηση παλαιότερα τὰ ἀπέρριπτε ὡς αἱρετικά.
«Κἂν εἰ λέγοιτο τυχὸν ἡνῶσθαι σαρκὶ καθ' ὑπόστασιν ὁ Μονογενὴς τοῦ Θεοῦ Λόγος, οὒκ ἀνάχυσίν τινα εἰς ἀλλήλοις τῶν φύσεων πεπρᾶχθαί φαμεν...» (Ἐρανιστὴς Β': PG 83, 212CD).
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριλλος εἶχε καὶ αὐτὸς βαθιὰ συνείδηση τῆς θεολογικῆς του εὐσταθείας καὶ τοῦ ἔργου ποὺ ἀνέλαβε, νὰ ἐμβαθύνει δηλαδὴ περαιτέρω στὸ μυστήριο τοῦ ἑνὸς προσώπου καὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸ ἔργο του καὶ δὲν ἀπαιτεῖ εὔσημα καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ δὲν δυσκολεύεται νὰ πληροφορήσει μὲ ἀκρίβεια καὶ ἀντικειμενικὰ τὸν τότε αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β', ὅτι τὴν δική του («τῇ ἐμῇ πίστει») διδασκαλία καὶ θεολογία δεχθήκανε ὡς ὀρθὴ ὄχι μόνο ἡ ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἡ Σύνοδος στὴν Ἔφεσο, ἡ Ἐκκλησία ὁλοκλήρη. Εἶναι πεπεισμένος ὁ Κύριλλος ὅτι δὲν ἐξῆλθε τῆς εὐαγγελικῆς παραδόσεως καὶ ὅτι ἀκολουθεῖ τὸν ὀρθὸ δρόμο τῶν ἱερῶν δογμάτων, κάτι ποὺ ὁμολόγησαν γραπτῶς καὶ oἱ Πατέρες τῆς Γ' Οἰκουμ. Συνόδου.
«...τῇ γὰρ ἐμῇ πίστει μεμαρτύρηκε τὴν ὀρθότητα καὶ ἡ Ρωμαίων Ἐκκλησία καὶ μὴν καὶ ἡ ἁγία Σύνοδος ἡ ἐξ ἁπάσης, ὡς ἔπος εἰπεῖν, τῆς ὑπ' οὐρανὸν συναγηγερμένη. Ὅτι γὰρ κατ' οὐδένα τρόπον ἔξω γεγονῶς, ἀλλοίην ἂν τῆς τε ἀποστολικῆς καὶ εὐαγγελικῆς παραδόσεως, ὀρθήν τε καὶ ἀδιάστροφον τῶν ἱερῶν δογμάτων διελαύνων τρῖβον, παμψηφεὶ διωμολογήκασι καὶ τοῦτο ἔγγράφως ἐπὶ πίστεως ὑπομνημάτων...» (Ἀπολογητικὸς πρὸς Θεοδόσιον: PG 76, 481ΑΒ).
Γράφοντας ἐπίσης πρὸς τὸν Ἰωάννη Ἀντιοχείας (ἀρχὲς 431) τὸν βεβαιώνει ὅτι ἤλεγξε τὶς ἀπόψεις τοῦ Θεοδωρήτου μὲ τὴν συνεργεία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
«Ἐγὼ τοίνυν... τῷ φωτὶ τοῦ παναγίου Πνεύματος συνεργῶ πρὸς τὴν ἔρευναν τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας χρησάμενος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς δοθείσης μοι δυνάμεως, διήλεγξα ταῦτα ὡς οἷόν τε ἦν». (Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰωάννην Ἀντιοχείας. PG 76, 389C. Συνοδευτικὴ Πρὸς τὴν τοῦ Θεοδωρητοῦ ἀντίρρησιν).
Ἀπ' ὅλα τὰ γεγονότα, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, προκύπτει ὅτι κεντρικὸ πρόσωπο τότε ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Κύριλλος. Οἱ παραδοσιακότεροι ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς στρέφονταν πρὸς τὸν Κύριλλον, ἀναμένοντας ἀπὸ αὐτὸν νὰ δείξει τί καὶ πῶς πρέπει νὰ πιστεύουν γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὶς φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Οἱ νεστοριανοὶ καὶ οἱ ἀκραῖοι Ἀντιοχειανοὶ τὸν καταπολεμήσανε σκληρά. Οἱ ἤπιοι Ἀντιοχειανοὶ συζητούσανε (ἐνίοτε πολεμικὰ) καὶ τελικὰ συνεννοήθηκαν μαζί του. Οἱ ἀπολλιναρίζοντες καὶ μονοφυσιτίζοντες ἀκραῖοι ἀλεξανδρινοί, τελικά, τὸν παρερμήνευσαν καὶ τὸν ἀπέρριψαν. Κανεὶς ἀπὸ τὸ 428 ἕως τὸ 451 δὲν εἶχε οὐδέτερη στάση ἔναντι τοῦ Κυρίλλου, κανεὶς δὲν ἀδιαφόρησε γιὰ τὴν θεολογία του. Θετικὰ ἢ ἀρνητικά, ὅλοι ὀφείλανε νὰ λάβουν θέση ἔναντι τοῦ Κυρίλλου, διότι αὐτὸς ὕψωσε τὸ οἰκοδόμημα τῆς χριστολογίας τῆς Ἐκκλησίας.
Στυλιανὸς Παπαδόπουλος
(*) Τὸ κεφάλαιο ὁλοκληρώνεται στὶς ὑπόλοιπες σελίδες (360-377) μὲ τὰ ἑξῆς μέρη:
«Σημασία καὶ εὖρος τῶν προσφωνήσεων “πατὴρ” καὶ ”κύριος”»·
«Θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας στὸν Χριστὸ καὶ ἐποικοδόμηση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πιστῶν στὴν Ἐκκλησία»·
«Πέτρος σημαίνει βράχος καὶ πέτρα εἶναι ἡ πίστη (Ἰω. 1,42) ὡς θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας»·
«Ἡ ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἡ πτώση του αἰτία τῆς ὀνομαστικῆ ὑποσχέσεως τῶν “κλειδῶν” καὶ τοῦ ”ποίμαινε τὰ πρόβατά μου” (Ἀποκατάσταση τοῦ Πέτρου)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.