Η ἁγιοποίηση ἑνὸς Οἰκουμενιστὴ καὶ Μασόνου Ἐπισκόπου
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ
(Ἡ ζωή του, ἡ δράση
του, ἡ διδασκαλία του, δικαιολογοῦν τοὺς παραπάνω χαρακτηρισμούς, ὅπως φαίνεται
ἀπὸ τὰ παρουσιαζόμενα ἐδῶ κείμενά του,
δὲν δικαιολογοῦν ὅμως τὴν ἁγιοποίησή του).
Μέσα στὴ δισχιλιετῆ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν, ἀπὸ ἀνθρωπίνης πλευρᾶς, τὸ πιὸ λαμπρὸ καὶ ἔνδοξο μέρος της. Οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ ὡραιότερη προσφορὰ καὶ ἡ καθαρώτερη θυσία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεό. Εἶναι οἱ διαχρονικοὶ ὁδοδεῖκτες διὰ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἡ ἀκριβὴς στάθμη, ἡ ὁποία δὲν ἐπιδέχεται τὸ ὀλιγότερο ἢ τὸ περισσότερο. Εἶναι ἐπὶ πλέον οἱ προστάτες μας καὶ οἱ μεσῖτες διὰ τὰ ἰδικά μας λάθη στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τέλος οἱ στῦλοι τῆς ἀληθείας καὶ τὰ ἀπόρθητα κάστρα τὰ ὁποῖα ὁ ἐχθρὸς δὲν ἠμπόρεσε νὰ κυριεύση. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι, οἱ ἐπίγειοι ἄγγελοι, οἱ οὐρανοβάμονες, οἱ τὰ πάντα θυσιάσαντες διὰ τὸν Θεὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου τὰ ἀληθινὰ πρότυπά μας.
Αὐτὰ ὅλα, εἶναι ἀληθινὰ καὶ πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτησι. Στὴν ἐποχή μας ὅμως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ὡς ἡ ἐποχὴ τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων, στὸ πρόσωπο τοῦ Χρυσοστόμου Καλαφάτη, Μητροπολίτου Σμύρνης, ἀμφισβητήθηκε καὶ προσεβλήθη τὸ ἱερώτερο μέρος τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ τὸ ἁγιολόγιό της. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, τὸ ὁποῖο εἶναι φοβερὸ καὶ ἀδιανόητο ὡς πρὸς τὶς συνέπειές του, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον ἔγινε συστηματικὴ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους νὰ ἐξαπατηθῆ ὁ λαὸς καὶ νὰ ἀποδεχθῆ ἕνα Μασόνο καὶ αἱρεσιάρχη ὡς ἅγιο. Δηλαδὴ τοῦ ἐπαρουσίασαν τὸν κόρακα ὡς περιστέρι καὶ τὸν χαμαιλέοντα ὡς ὑψιπέτη ἀετό. Καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ τὸν προσκυνήση, διότι συνήθισε ὁ λαός μας, ὅπου βλέπει φωτοστέφανο καὶ εἰκόνα, νὰ βάζη μετάνοια καὶ νὰ σταυροκοπιέται.
Ἔτσι λοιπὸν τὴν τιμή, ἡ ὁποία θὰ ἥρμοζε νὰ ἀποδοθῆ διὰ μέσου τῶν ἁγίων στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ αἰτία τῆς ἁγιότητός τους, τὴν ἀπέδωσε ἀφελῶς διὰ μέσου τοῦ σκοτεινοῦ κατὰ τὴν πίστι καὶ ραδιούργου Χρυσοστόμου Σμύρνης στὸν διάβολο, διότι ὁ διάβολος εἶναι ἡ αἰτία τῆς πλάνης καὶ πτώσεως τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τοιουτοτρόπως, κατὰ τὸ ἁγιογραφικό, ἐστάθη τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἐν τόπῳ ἁγίῳ καὶ ἀπεδείχθη ὅτι ἡ Ἐκκλησία χειραφετεῖται φανερὰ ἀπὸ τοὺς Μασόνους, οἱ ὁποῖοι πλέον διακηρύσσουν ἀπροκάλυπτα ὅτι ἔχουν τὸν τέκτονα ἅγιό τους καί, ἐπὶ πλέον, ὅτι δὲν θὰ ἠδύνατο ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης νὰ φθάση στὴν ἁγιότητα ἂν δὲν ἦτο τέκτονας. Αὐτὰ ἐγράφησαν σὲ μασονικὰ περιοδικὰ καὶ ἔχουν διακηρυχθῆ ἀπὸ ἀξιωματούχους Μασόνους, χωρὶς βεβαίως νὰ θιγοῦν οἱ ἁγιοποιήσαντες αὐτὸν Ἐπίσκοποι.
Εἶναι ὅμως ἄξιον ἀπορίας τὸ ἑξῆς. Διατί οἱ ἁγιοποιήσαντες τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι σήμερα διαλέγονται μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους, δὲν δέχονται ὄχι συζήτησι, ἀλλὰ οὔτε κουβέντα γιὰ τὴν μασονικὴ αὐτὴ ἁγιοποίησι;
Διατί
κατεσκεύασαν ἕναν
«ἅγιο»
καὶ
τὸν
ἄφησαν
μετὰ
ἀπροστάτευτο
στὶς
ἐπικρίσεις
τοῦ
λαοῦ,
εἰς
τρόπον ὥστε
νὰ
δίδουν τὴν
ἐντύπωσι
ὅτι
πλέον οἱ
ἁγιοποιήσεις
δὲν
γίνονται μὲ
ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ μὲ παπικὰ καὶ μασονικά;
Διατί
δὲν
ἀπαντοῦν σὲ ὅσα τοὺς καταμαρτυροῦμε σχετικὰ μὲ τὴν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι, ἀλλὰ ἀντιμετωπίζουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο οἱ ἴδιοι ἐδημιούργησαν, μὲ κυνικὴ ἀδιαφορία;
Διατί, τέλος πάντων, νὰ φαίνεται σήμερα ὅτι αὐτοὶ ἐτίμησαν ἰδιαιτέρως ἕνα ἐθνομάρτυρα μὲ τὸ νὰ τοῦ φορέσουν φωτοστέφανο καί, ἀπεναντίας, νὰ φαίνεται ὅτι ἐμεῖς πολεμοῦμε τὴν μνήμη ἑνὸς νεκροῦ;
Τί
σχέσι ἔχουν
οἱ
πατριωτικοὶ
ἀγῶνες μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ γιατί ἐπιτέλους, ἂν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα καὶ πιστεύουν ὅτι τὸ οἱοδήποτε μαρτύριο δημιουργεῖ ἁγίους, δὲν ἁγιοποιοῦν καὶ τοὺς ἄλλους ἐθνομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι, ἂν μὴ τί ἄλλο, εἶχαν πιὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης; Ποιό ἄλλο παρόμοιο φαινόμενο ἔχουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἁγιοποιήσεως δηλαδὴ κάποιου, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε μόνο γιὰ τοὺς πατριωτικοὺς ἀγῶνες, ἐνῷ διὰ τοὺς θρησκευτικοὺς ἦτο πάντοτε καὶ μονίμως ἀπών;
Ἂν γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις, καὶ γιὰ τόσες ἄλλες οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν, ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, σίγουρα οἱ ἁγιοποιήσαντες τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης Ἐπίσκοποι θὰ τὶς εἶχαν δώσει. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο, ὅτι δηλαδὴ ἡ συμμετοχὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν ἐν λόγῳ ἁγιοποίησι εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ συμμετοχή Του καὶ στὴν ἐκλογὴ τῶν ἁγιοποιησάντων τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης Ἐπισκόπων. Ὁπότε ὁ ἅγιος ποὺ ἐδημιούργησαν εἶναι ἀκριβῶς στὰ μέτρα τους, τὰ ὁποία εἶναι αἱρετικά, μασονικὰ καὶ νεοεποχίτικα.
Εἶναι καλὸ ὅμως, προκειμένου νὰ μὴ φανοῦμε στὰ μάτια κάποιου (ποὺ δὲν γνωρίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα καὶ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας) φανατικοὶ καὶ ἐμπαθεῖς, νὰ στηρίξουμε τὶς θέσεις μας, ὥστε ὁ κάθε καλοπροαίρετος Ὀρθόδοξος νὰ ἐνημερωθῆ καὶ νὰ τοποθετηθῆ ἀναλόγως. Διότι εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ἂν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι γνωρίζαμε τὴν Παράδοσί μας καὶ τὶς ὑποχρεώσεις μας μέσα τὴν Ἐκκλησία, δὲν θὰ τολμοῦσαν οἱ Ἐπίσκοποι, οὔτε μασονικὲς ἁγιοποιήσεις νὰ κάνουν, οὔτε βεβαίως νὰ ὁδηγοῦν τὴν Ἐκκλησία στὴν Παπικὴ ὑποταγὴ καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ ἐκκοσμίκευσι.
Ξεκινώντας,
λοιπόν,
ἀπὸ αὐτὸν καθ’ ἑαυτὸν τὸν πατριωτισμὸ τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ἀναφέρουμε ὅτι ὄχι μόνο ἦτο ὑπερβολικὸς καὶ ὑπέρμετρος, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον τυφλὸς καὶ ἐμπαθής. Ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν συγχρόνων του βιογράφων, τὰ ὁποῖα ἦλθαν στὸ φῶς, βλέπομε ὅτι ὁ ἴδιος αὐτὸς ὁ τυφλὸς καὶ ἐμπαθὴς (παθολογικὸς) πατριωτισμός του τὸν ὁδηγοῦσε στὴν ὑποτίμησι καὶ περιφρόνησι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.
Ἔτσι τὸν βλέπουμε π.χ. σὲ ἐπιστολή του νὰ ἀποκαλῆ κτήνη καὶ κτηνανθρώπους τοὺς Μουσουλμάνους Πομάκους τοῦ Αἵμου, τοὺς δὲ μεγάλους ἰσχυροὺς τῆς γῆς, ἀρχηγοὺς τῶν μεγάλων δυνάμεων, νὰ τοὺς ἀποκαλῆ σωτῆρες καὶ δικαίους κριτές. Ὁ τυφλὸς καὶ ἐμπαθὴς πατριωτισμός του τὸν ὁδήγησε νὰ προσκυνᾶ δουλικὰ καὶ γλοιώδη τὸν κάθε ἰσχυρὸ τῆς ἡμέρας, ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς ἡγέτες τῶν μεγάλων κρατῶν μέχρι τοὺς θρησκευτικούς, προκειμένου νὰ τοὺς προσεταιρισθῆ εἰς βοήθεια τῆς πατρίδος.
Ὁ ἴδιος αὐτὸς ἀχαλίνωτος καὶ ἀνεξέλεγκτος πατριωτισμός του τὸν ὁδήγησε ὄχι μόνο στὸ νὰ ἐμπιστεύεται καὶ νὰ στηρίζεται στὰ ψεύτικα λόγια καὶ στὶς ὑποσχέσεις τῶν ξένων, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποτάσσεται πλήρως σ’ αὐτοὺς καὶ νὰ βλέπη στὰ μέτωπά τους τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ πατριωτισμὸς τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ παρερμηνεύη τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ νὰ ταυτίζη τὰ κείμενά του μὲ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Μ. Ἀσίας. Αὐτὸς ὁ ξέφρενος καὶ ἄρρωστος πατριωτισμός του τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ λησμονήση ὅτι ἦτο θρησκευτικὸς καὶ πνευματικὸς ἡγέτης, στὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐμπιστεύθηκε τὴ σωτηρία πολλῶν ψυχῶν καὶ νὰ ζῆ στὴν αὐταπάτη ὅτι ἦτο πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος θὰ χρησιμοποιοῦσε ὅλα τὰ μέσα, ἀκόμη καὶ τὴν θρησκευτική του ἰδιότητα καὶ τὴν ἀρχιερωσύνη καὶ τὴν πίστι του καὶ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς πατρίδος.
Ἔτσι τὸν βλέπουμε, σύμφωνα πάντα μὲ τοὺς βιογράφους του, ὄχι μόνο νὰ ὁπλοφορῆ, καὶ μάλιστα σὲ καιρὸ εἰρήνης, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶναι ἄριστος στὴν σκοποβολὴ καί, μάλιστα, ἄριστος καὶ μὲ τὰ δύο χέρια καὶ ἐπιπλέον νὰ θέτη τὸν ἑαυτόν του πρότυπο διὰ τοὺς ὑπολοίπους Ἕλληνες, προκειμένου νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Τὸν βλέπουμε νὰ ἡγεῖται καὶ νὰ καθοδηγῆ τὰ ἀντάρτικα σώματα στὴν Μακεδονία, νὰ δημιουργῆ μόνος του αὐτόχθονα στρατιωτικὰ τμήματα στὴν Μ. Ἀσία, νὰ συνεργάζεται μὲ τοὺς πολιτικούς, νὰ καταθέτη σχέδια διὰ τὴν πορεία καὶ ἐξέλιξι τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων, νὰ τοὺς ἐλέγχη δριμύτατα διὰ λάθη των, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν γνώμη του δὲν ἔπρεπε νὰ γίνουν καί, τὸ χειρότερο, νὰ ἐντάσσεται ὁ ἴδιος στὰ πολιτικὰ κόμματα καὶ σχήματα καὶ νὰ ὑπόσχεται ἄκρα καὶ διὰ βίου ὑποταγή.
Τὸ χειρότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι ὁ τυφλὸς καὶ νοσηρὸς πατριωτισμός του τὸν ἐμπόδισε νὰ διακρίνη, ὅτι ὡς ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων ὤφειλε νὰ τὰ προστατεύση ἀπὸ τὴν ἀγριότητα καὶ θηριωδία τῶν Τούρκων. Τὸν ἔκανε νὰ τρέφη ψεύτικες ἐλπίδες καὶ αὐταπάτες ἀκόμη καὶ τὴν παραμονὴ τῆς εἰσόδου τῶν Τούρκων στὴ Σμύρνη. Αὐτὸς ὁ τόσο ὀργανωτικός, ὁ τόσο δυναμικὸς καὶ δραστήριος δὲν ἔκανε τὴν παραμικρὴ κίνησι, ὥστε νὰ μεταφερθῆ ἐγκαίρως ὁ λαός, ὁ ὁποῖος συνέρρεε στὴ Σμύρνη ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Μ. Ἀσίας μετὰ τὴν κατάρρευσι τοῦ μετώπου στὸ Ἀφιὸν Καραχισάρ, στὰ ἀπέναντι ἐλεύθερα ἑλληνικὰ νησιά.
Ἀκόμη καὶ τὶς τελευταῖες κρίσιμες ἡμέρες κατηνάλωνε τὸν χρόνο του μὲ τὸ νὰ ἀποστέλη τηλεγραφήματα στοὺς ἰσχυροὺς καὶ νὰ ἐλπίζη στὴ βοήθειά τους καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς προξένους τῶν μεγάλων δυνάμεων καὶ νὰ δέχεται ἀπὸ αὐτοὺς ψεύτικες ὑποσχέσεις.
Τὸ πλέον ὅμως σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τί θὰ συνέβαινε, ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατελάμβαναν τὴν Σμύρνη. Αὐτὸ τὸ εἶχε πληροφορηθῆ ἀπὸ τὶς καταλήψεις ἀπὸ τοὺς Τούρκους τῶν ἄλλων πόλεων τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸ εἶχε περιγράψει μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο σὲ ἐπιστολές του, ὅταν ἐκλιπαροῦσε γιὰ βοήθεια.
Καὶ
ὅμως
δὲν
ἐπέδειξε
οὔτε
τὸ
ἐλάχιστον
ἐνδιαφέρον
διὰ
τὴν
διάσωσι τοῦ
ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ. Ἤθελε νὰ παραμείνουν οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ προφανῶς διὰ νὰ μὴ χαθοῦν τὰ δικαιώματα καὶ οἱ διεκδικήσεις καὶ ἔτσι ἐνήργησε μέχρι τέλους σὰν ψυχρὸς πολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης καὶ ὄχι σὰν πατέρας, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ διασῴση τὰ τέκνα του.
Θὰ ἠμπορούσαμε νὰ ποῦμε στὸ σημεῖο αὐτό, ὅτι ὁ τυφλὸς καὶ ξέφρενος πατριωτισμός του τὸν ὁδήγησε τρόπον τινὰ νὰ βοηθήση τοὺς Τούρκους στὸ νὰ ἔχουν ἄφθονη λεία διὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ πάσης φύσεως πάθη τους. Θὰ ἠδυνάμεθα δέ, ἐπιπλέον, μετὰ βεβαιότητος νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ παρουσία του στὴ Σμύρνη μετὰ τὴν κατάληψί της ἀπὸ τοὺς Τούρκους, συνετέλεσε ὥστε αὐτοὶ νὰ ἐξαγριωθοῦν περισσότερο, βλέποντας ἐμπρός τους τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό του ἔθνους τους καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ συμπεριφερθοῦν μὲ μεγαλύτερη ἀγριότητα καὶ στὸν ὑπόλοιπο λαό.
Ὅπως καταλαβαίνει κανείς, ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν μία μικρὴ περίληψι τοῦ πατριωτικοῦ μένους τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν ἁγιότητα στὴν ὁποία οἱ Ἐπίσκοποι τὸ ἔτος 1992 τὸν ἀνήγαγον. Διότι ὁ ξέφρενος καὶ τυφλὸς πατριωτισμὸς ὁδηγεῖ ὄχι σὲ ἁγιότητα ἀλλὰ σὲ ἀγριότητα, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀλλαγὴ πορείας ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποία διδάσκει ὁ Χριστὸς καὶ τὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ συνεχίσωμε μὲ ἀκόμη σημαντικώτερα θέματα, τὰ ὁποῖα ἅπτονται τῆς πίστεως τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης.
Ἡ
Ὀρθόδοξος
πίστις, στὴ
θεωρητικὴ
καὶ
πρακτική της μορφή,
εἶναι
τὸ
κριτήριο, τὸ
σημεῖο
ἀναφορᾶς καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ κάθε χριστιανοῦ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἄνευ αὐτῆς νὰ εὐαρεστήση κανεὶς τὸ Θεὸ ὁ,τιδήποτε καὶ ἂν κάνη, ἀκόμη καὶ ἂν θυσιάση τὴ ζωή του καὶ χύση τὸ αἷμα του χάριν τῆς πίστεώς του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οὐδέποτε ἡ Ὀρθοδοξία ἐδέχθη τοὺς μάρτυρες τῶν αἱρετικῶν, οὔτε ἀπέδωσε οἱαδήποτε τιμὴ σὲ ὅσους ἔσφαλλαν στὰ θέματα τῆς πίστεως.
Ἡ περίπτωσις τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ἀποτελεῖ πρόβλημα σὲ κάθε ἐρευνητὴ τῆς ζωῆς του, ὄχι φυσικὰ ἂν ἦταν Ὀρθόδοξος ἢ αἱρετικός, ἀλλὰ ἂν πραγματικὰ ἐπίστευε καὶ ποῦ ἐπίστευε. Εἶναι τόσο συγκεγχυμένη καὶ θολὴ ἡ πίστις του, ποὺ δὲν γνωρίζουμε ἂν ἦταν χριστιανός, εἰδωλολάτρης ἢ ἄθεος. Τὸ μόνο ποὺ πάντοτε φαίνεται σ’ αὐτὸν εἶναι ἡ ἀπέραντη πίστις του καὶ λατρεία πρὸς τὴν πατρίδα, τὴν ὁποία εἶχε θεοποιήσει καὶ χάριν τῆς ὁποίας ἐθυσίαζε τὰ πάντα. Αὐτὸ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἴσως πλάνη του, διότι ἀπέδωσε κάπου ἀλλοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀνῆκε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀποδοθῆ στὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολὴ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης της καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου»
(Μάρκ. 12,30). Ἴσως
αὐτὴ ἡ πλάνη νὰ τὸν ὁδήγησε στὶς ὑπόλοιπες αἱρέσεις, προκειμένου νὰ προσεταιρισθῆ, χάριν τῆς βοηθείας τῆς πατρίδος, τοὺς ἰσχυροὺς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς.
Κατ’
ἀρχὰς βλέπουμε νὰ ἔχη εἰδωλολατρικὲς καὶ πανθεϊστικὲς ἀντιλήψεις καὶ νὰ ἐκφράζεται ἀναλόγως σὲ γραπτὰ κείμενά του. Οὐδέποτε ἐχρησιμοποίει παραδείγματα καὶ λόγια τῶν ἁγίων πατέρων, ἀλλὰ μονίμως τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Οὐδέποτε ὡμίλει δογματικὰ ἢ Ὀρθόδοξα, ἀλλὰ πάντοτε ἀνθρωπιστικὰ καὶ ἄχρωμα. Οὐδέποτε ὑπερασπίσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία ἢ τὴν ἐθεώρησε ὡς τὴν σωτήριον ἀλήθεια, ἀλλὰ πάντοτε τὴν ἐξίσωνε μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ μάλιστα σὲ σημεῖο, ποὺ νὰ προτείνη τοὺς αἱρετικοὺς ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησι τῶν Ὀρθοδόξων. Οὐδέποτε ἐθεώρησε τοὺς αἱρετικοὺς ὡς ἐχθροὺς καὶ λύκους γιὰ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπεναντίας τοὺς προσεκάλει στοὺς ναούς του νὰ ὁμιλήσουν καὶ νὰ κατηχήσουν τοὺς Ὀρθοδόξους.
Καὶ γιὰ νὰ γίνωμε πιὸ συγκεκριμένοι ὡς πρὸς τὶς εἰδωλολατρικές του ἀντιλήψεις, ἀναφέρουμε τὶς ἐκφράσεις του ἀπὸ λόγους καὶ ἐπιστολές του: «θεῖος
Ὅμηρος»,
«ὢ
Θεοί!», «ἡ
θεὰ
νίκη», «ὢ γῆ καὶ Θεός»...
Ἐκτὸς ὅμως ὅλων αὐτῶν, εἶχε εἰδωλοποιήσει τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο καί, σύμφωνα μὲ τὶς ἀντιλήψεις τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς, τὸν εἶχε κάνει αὐτοσκοπό. Δι’ αὐτὸ προέτρεπε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ἔχουν ἔρωτα στὸ χορό, στὴ γυμναστική, νὰ ἔχουν λατρεία στὰ δάση καὶ τὰ ἄνθη, νὰ δημιουργοῦν ὡραῖα καὶ πλαστικὰ σώματα, νὰ προσέχουν τὴ σωματική τους ὑγεία καί, βεβαίως, νὰ ἔχουν ἀπόλυτο προσήλωσι στὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ πνεῦμα. Ἡ θεοποίησις τοῦ εἰδώλου «ἄνθρωπος» τὸν ἔκανε νὰ διακηρύσση περὶ τῆς ἐλεημοσύνης: «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἐλεημοσύνη καὶ ἡ ἀληθὴς φιλανθρωπία, ἣν εἰς οὐδένα ἄλλον χρεωστῆ ὁ ἄνθρωπος παρὰ μόνον εἰς ἑαυτόν». Ὁ ἐνθρονιστήριος λόγος του στὴν Σμύρνη εἶναι ἕνα μνημεῖο εἰδωλολατρείας, τὸ ὁποῖο θὰ ἐζήλευαν οἱ ἀρχαῖοι καὶ νέοι δωδεκαθεϊστές.
Ὡς πρὸς τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης δὲν ἔβλεπε πουθενὰ πλάνη ἢ αἵρεσι, ἀλλὰ ὅλους τοὺς ἔβλεπε Ὀρθοδόξους. Εἶναι ὄντως πρωτοφανὴς καὶ μοναδικὴ ἡ ἀντίληψίς του αὐτὴ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε οὔτε στοὺς πλέον ἀκραίους Οἰκουμενιστές. Ἐπίστευε καὶ διεκήρυσσε ὅτι οἱ Προτεστάντες ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ὅτι εἶναι ἀληθινοὶ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, ὅτι στοὺς Ἐπισκόπους των ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Χριστὸς τὸ ποίμνιο, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποί των πρέπει νὰ κάνουν ἱεραποστολὴ καὶ φυσικά, ὅταν πεθάνουν, πηγαίνουν στὸν Παράδεισο. Εἶναι ἀνάγκη νὰ παραθέσωμε ἕνα–δύο δείγματα ἀπὸ ἐπιστολὲς τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης πρὸς τοὺς πάστορες τῶν Προτεσταντῶν διὰ νὰ κατανοήσωμε τὸ μέγεθος τῆς διαστροφῆς καὶ πλάνης του:
«Εἰς τὸ ζωηρὸν τοῦτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὑμετέρας Σεβασμιότητος καὶ πάσης τῆς ἐν Χῷ Ὑμῶν Ἀδελφότητος, ἀποκρινόμεθα καὶ ἡμεῖς οἱ ταπεινοὶ τῆς Ἀνατολῆς Ἐπίσκοποι μετὰ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἴσου, ἂν μὴ καὶ θερμοτέρου ἐνδιαφέροντος, διότι ἐν ταῖς Ὑμετέραις Ἐκκλησίαις τοῦ Νέου Κόσμου καὶ ἰδίως ταῖς Ἐπισκοπιαναῖς καὶ Ἀγγλικανικαῖς ἡμεῖς ἐμβλέπομεν ἂν ὄχι τὸν τύπον τῆς ἰδεώδους Ἐκκλησίας τῶν πρώτων ἀποστολικῶν χρόνων, ἀλλὰ πάντως τὸν τύπον ἁγνῆς, ἁπλῆς, ἀπερίττου ἀρχεγόνου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ Χριστιανικὴ πίστις καὶ ἀλήθεια ὀρθοτομεῖται εἰς βαθμὸν σχεδὸν εἰπεῖν τέλειον καὶ τοιοῦτον, ὁποῖος τὰς Ἐπισκοπιανὰς Ἐκκλησίας ἐξ ὅλων τῶν προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν πλησιάζει τελείως
πρὸς
τὰς
ἡμετέρας
Ἀποστολικὰς
Ἐκκλησίας,
ὧν
αἱ
διδασκαλίαι καὶ
αἱ
παραδόσεις
παρ’ ὅλην
τὴν
χωρίζουσαν τὰς
Ὑμετέρας
Ἐκκλησίας
ἀπέραντον
ἀπόστασιν,
τόπον καὶ
χρόνον συμπίπτουσι καὶ συνταυτίζονται»
(Χρήστου Σολομωνίδη «ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ», σελ. 58).
«Ἐθαύμασα ἀληθῶς τὸν ζῆλον Ὑμῶν τὸν ἀποστολικόν, δι’ οὗ, μετὰ τῶν εὐσεβεστάτων καὶ ὀτρηρῶν συνεργατῶν Σας, μὴ φειδόμενοι κόπων καὶ διαπερῶντες μακρὰ πελάγη, περιήλθετε τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κατηχήσητε καὶ καλέσητε τὰς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρὸς στενωτέραν ἐπικοινωνίαν τῶν ἁπανταχοῦ πιστευόντων
καὶ
βεβαπτισμένων
εἰς
τὸ
ὄνομα
τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, ὃς ἐστὶν ἡ κεφαλὴ πάντων ἡμῶν, ὡς ἀληθεὶς διάδοχοι Αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων»
(Ἀρχεῖο τοῦ ἀνεψιοῦ του Χρυσ. Σμύρνης, Μητροπολίτου Αὐστρίας Χρύσ. Τσίτερ, Τόμος Γ΄, σελ.
106).
Ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἐπίστευε στὴ λεγομένη βαπτισματικὴ
θεολογία. Ἐπίστευε ὅτι, ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι, ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύουν καὶ ἂν εἶναι αἱρετικοί. Αὐτὴ ἡ πλάνη καὶ αἵρεσις εἶναι, θὰ λέγαμε, πρωτοποριακὴ διὰ τὴν ἐποχὴ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης καὶ διακηρύσσεται σήμερα ἀπὸ τοὺς Προτεστάντες καὶ τοπὺς «ὀρθόδοξους» Οἰκουμενιστές.
Ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἐπίστευε στὴ λεγομένη θεωρία τῶν
κλάδων. Αὐτὴ ἡ θεωρία λέγει ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν κλαδιὰ τοῦ δένδρου τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἐκφράσεις του, μάλιστα, ἀναφέρεται στὶς Ἐκκλησίες, ἐννοώντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς, καὶ στὴν Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νὰ συγκροτηθῆ ἀπὸ τὴν ἕνωσι ὅλων αὐτῶν. Ἀναφέρουμε πρὸς πίστωσι τῆς ἐν λόγῳ πλάνης του ἕνα τμῆμα ἀπὸ προσφώνησί του στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Σμύρνης τοῦ Ἀγγλικανοῦ Ἐπισκόπου Γιβραλτὰρ Κ. KNIGHT:
«Μόνον νὰ εὐχηθῶμεν ὅπως μίαν ὥραν τάχιον ὁ Ἀρχιποίμην Χριστὸς συναθροίση ὅλα τὰ διεσκορπισμένα εἰς διαφόρους Ἐκκλησίας πρόβατά του
εἰς
μίαν αὐλήν,
τὴν
οἰκουμενικὴν Ἐκκλησίαν, συμφώνως πρὸς τὴν Εὐαγγελικὴν περικοπήν, ἡ ὁποία διὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων, ἀνεγνώσθη τὴν σήμερον “καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν”, ὁ Χριστός, Οὗ ἡ χάρις καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν. Ἀμήν» (Ἔνθα ἀνωτέρω, Τόμος Γ’, σελ. 120 -122).
Γιὰ τὴν πίστι του στὴ θεωρία
τῶν
κλάδων ἀναφέρουμε καὶ ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὸ σχέδιο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης γιὰ τὴν Μικρασιατικὴ ἄμυνα. Ἐδῶ μάλιστα προτάσσονται οἱ κλάδοι τῶν αἱρετικῶν καὶ ἕπονται οἱ τῶν Ὀρθοδόξων:
«Τὸ Ἐθνικόν μας Κέντρον τῆς Κων)πόλεως θὰ κάμη ὑστάτην ἔκκλησιν πρὸς τὴν παγκόσμιον
Χριστιανικὴν
συνείδησιν καὶ πρὸς τὰς Ὑπάτας ἐκκλησιαστικὰς Κορυφὰς τῶν διαφόρων μεγάλων τοῦ κορμοῦ τῆς Χριστιανοσύνης δένδρου κλάδων, ἀπὸ τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Κανταβρυγίας ἢ τοῦ Πριμάτου τῆς Ἀμερικῆς ἢ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Σκωτικῆς Πρεσβυτεριανῆς Ἐκκλησίας τῆς Σουηδίας, τῆς Ἑλβετίας καὶ αὐτῆς τῆς Λουθηριανῆς Γερμανίας· πρὸς
τοὺς
Ὀρθοδόξους
Βασιλεῖς
καὶ
τοὺς
Ἀρχιεπισκόπους
τῆς
Ρουμανίας, τῆς
Σερβίας, τοὺς
Προέδρους καὶ
τοὺς
Ὀρθοδόξους
Μητροπολίτας τῆς
Τσεχοσλοβακίας, τῆς
Πολωνίας καὶ
πρὸς
αὐτοὺς ἔτι τοὺς μπολσεβικίζοντας
Ρώσους, Πατριάρχην καὶ
Μητροπολίτας, ἐν
ὀνόματι
τῆς
Χριστιανικῆς
ἀλληλεγγύης»
(Χρήστου Σολομωνίδη, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ, Β΄ Τόμος , σελ. 71).
Ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης εἶχε ἀπέχθεια πρὸς τὸν μοναχισμό. Μάλιστα ἐθεωροῦσε ὅτι ἡ δημιουργία τοῦ μοναχισμοῦ προῆλθε ἀπὸ ἀντίδρασι στὴν ἀκολασία τῆς Ρώμης. Αὐτὴ ἡ ἀντίδρασίς του εἶναι βεβαίως φυσικὸ νὰ ὑπάρχη, ἐφ΄ ὅσον ὁ Χρυσόστομος εἶχε εἰδωλοποιήσει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐκήρυττε τὴν προσήλωσι στὸ κάλλος τοῦ σώματος σύμφωνα μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἐνῷ ὁ μοναχισμὸς ρίπτει ὅλο τὸ βάρος στὸ κάλλος τῆς ψυχῆς. Ἀναφέρομε ἕνα τμῆμα ἀπὸ ἕνα σχέδιό του διὰ τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται: «Ὁ Μύχιός μου πόθος καὶ τὸ ὀνειροπολούμενο παρ’ ἐμοῦ ἐκκλησιαστικὸ πρόγραμμα».
«Ὡς γνωστὸν ἡ Ρώμη εἶχεν ἐξαπολύσει καὶ ἐξαπλώσει τὴν ἀκολασίαν· καὶ ἐντεῦθεν ἐγεννήθη ἡ ἀντίδρασις διὰ τῆς ἀγαμίας. Ἀλλ' ὅσον κακὸν εἶνε ἡ ἀκολασία, ἄλλο τόσον κακὸν εἶνε
καὶ
ἡ ἀγαμία, ὡς ὑφίσταται παρ’ ἡμῖν δι’
ἀσκητισμόν.
Ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πρέπει νὰ ἐπανέλθωμεν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ κάλλους, ὅπως ἦτο αὕτη παρὰ τοῖς ἀρχαῖοις ἡμῶν προγόνοις, καὶ εἰς τὸν σεβασμὸν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας, ὅπως τὸν διδάσκει ὁ Χριστιανισμός. Καὶ τότε οὔτε ἀκολασία, οὔτε ἀγαμία θὰ ὑπάρχη. Τὸ σῶμα ἡμῶν κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον εἶνε Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ αἰσχυνόμενος διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ σώματος καὶ φεύγων αὐτὴν διὰ ἀσκητισμὸν
ὁμοιάζει
πρὸς
τὸν
αἰσχυνόμενον
διὰ
τὴν
ἀγάπην
τῶν
ὡραίων
ἀνθέων,
ὧν
ἀποφεύγει
καὶ
φοβεῖται
τὴν
γλυκεῖαν
εὐωδίαν
διὰ
νὰ
μὴ
ἁμαρτήση» (Σελ. 33).
Ἐδῶ, ὅπως ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὑπάρχει φοβερὴ διαστρέβλωσι τοῦ ἀποστολικοῦ χωρίου, τὸ ὁποῖο ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἑρμηνεύει σύμφωνα μὲ τὶς εἰδωλολατρικὲς περὶ σώματος ἀντιλήψεις.
Ἡ θεωρητικὴ πάλι περὶ Μοναχισμοῦ τοποθέτησίς του εἶναι αἵρεσις, διότι ἀντιστρατεύεται σὲ μία θεμελιώδη παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἰσόχρονη μὲ αὐτήν. Μετὰ ἀπὸ ὅσα προαναφέρθησαν, θὰ ἦταν ἴσως περιττὸ νὰ προστεθοῦν στὶς πλάνες του οἱ συμπροσευχές του μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ἀντιμετωπίσεις του καὶ ἡ στάσις του πρὸς αὐτοὺς ὡς νὰ ἦταν Ὀρθόδοξοι, ἡ ταύτησίς του μὲ αὐτοὺς σὲ σημεῖο νὰ τοὺς προσκαλῆ διὰ νὰ κατηχήσουν τὸ ποίμνιό του καὶ ἡ προτροπή του πρὸς τὸ ποίμνιό του νὰ τοὺς ἔχουν ὡς πρότυπα πρὸς μίμησι.
Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μία βραχυτάτη περίληψι τῆς ἐσωτερικῆς του διαστροφῆς περὶ τὴν πίστι καὶ εἶναι ἴσως μοναδικὴ περίπτωσις ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐνῷ ἐξωτερικὰ παρουσιάζετο ὡς Ὀρθόδοξος, κατ’ οὐσίαν ἦτο ἀκραιφνὴς Προτεστάντης, ἀρχαιολάτρης καὶ εἰδωλολάτρης. Ἡ ἁγιοποίησίς του δὲ δεικνύει ὅτι τὸ ἴδιο σκότος εἶχαν καὶ οἱ Ἐπίσκοποι οἱ ὁποῖοι τὸν ἁγιοποίησαν.
Θὰ συνεχίσωμε ὅμως μὲ ἀναφορά μας στὸν πόθο τοῦ διὰ τὸν ἐκσχυγχρονισμὸ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ἰδοῦμε καλύτερα τὶς Προτεσταντικές του ἀντιλήψεις.
Σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν διακαῆ πόθο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης διὰ τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὰ δυτικὰ πρότυπα, τὰ παπικὰ δηλαδὴ καὶ τὰ προτεσταντικά. Πρέπει νὰ τονισθῆ ὅτι ὁ πόθος αὐτὸς τοῦ Χρυσοστόμου δὲν περιορίζετο στὸ νὰ χρησιμοποιήση ἡ ἐκκλησία τὰ διάφορα ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης, ὅπως τὸν ἠλεκτρισμό, τὸ αὐτοκίνητο, τὴν τυπογραφία κλπ., πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἦτο ἀξιόμεμπτος ἀλλὰ ἀξιέπαινος, ἀλλὰ κυρίως ἐπεκτείνετο ὁ μύχιος καὶ διακαὴς πόθος του στὸ νὰ ἐκσυγχρονισθῆ καὶ νὰ συμβαδίση ἡ ἐκκλησία μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὸν πολιτισμὸ μὲ τὶς νέες ἰδέες καὶ ἀντιλήψεις τοῦ 20ου αἰῶνα, μὲ τὴν ἐξέλιξι στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴ νέα εὐρωπαϊκὴ διανόησι, μὲ τὶς ἀνθρωπιστικὲς ἀντιλήψεις, ἀποκομμένες ὅμως ἀπὸ τὸν σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα, μὲ τὸν ὁποῖο ἀσχολεῖται κυρίως καὶ ἀποκλειστικῶς ἡ ἐκκλησία, καὶ γενικῶς, μὲ τὸ νὰ συμφωνῆ ἡ ἐκκλησία μὲ ὅ,τι νέο καὶ προοδευτικὸ ἐνεφανίζετο στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, εἴτε ὡς ἰδεολογία, εἴτε ὡς τρόπος ζωῆς.
Εἶναι βεβαίως πασιφανὲς ὅτι αὐτὲς οἱ νέες ἀντιλήψεις τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς ὡδήγησαν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀθεΐα, στὸν μηδενισμό, στὸ νὰ ζῆ ὁ ἄνθρωπος ἐφήμερα, χωρὶς ἰδανικὰ καὶ προοπτική, στὸ νὰ εἰδωλοποιήση τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προσκυνῆ ὅλα τὰ εἴδωλα τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς ἀναπαύσεως τῶν παθῶν του. Ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας, ὡς μέθοδος παθοκτόνος καὶ πνευματικότητος, ἦτο ἄγνωστος στὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἐνῷ ἀντιθέτως ἦτο ὑπέρμετρος ὁ ζῆλος του διὰ τὴν ἐκγύμνασι τοῦ σώματος, ὡς μέσον ὅμως γιὰ τὴν πιὸ ἄνετη ἐπιβίωσί του καὶ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ βεβαίως τὴν ἐπίτευξι τῶν πατριωτικῶν πόθων του. Δι’ αὐτὸ ἦτο πάντοτε παρὼν στοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς ἀγῶνες στίβου, ἐγκωμίαζε τοὺς ἀθλητὲς καὶ βοηθοῦσε παντοιοτρόπως στὴ δημιουργία ἀθλητικῶν ἐγκαταστάσεων καὶ ἀθλητικῶν συλλόγων.
Διὰ νὰ ἰδοῦμε τὴν θεωρητικὴ τοποθέτησι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ὡς πρὸς τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς ἐκκλησίας ἀναφέρουμε ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὸ ἔργο του «Ὁ
μύχιός μου πόθος καὶ
τὸ
παρ’ ἐμοῦ ὀνειροπολούμενον ἐκκλησιαστικὸν πρόγραμμα»,
στὸ
ὁποῖο παρουσιάζονται ἀνάγλυφα καὶ οἱ θεωρητικὲς καὶ οἱ πρακτικές του τοποθετήσεις.
«....Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν σταθερά, ἄκαμπτος, ἀμετάβλητος ἐν τὴ ἐσωτερικὴ ζωή της, ἥτις εἶνε τὸ δόγμα, ὀφείλει ἐν τῇ ἐξωτερικῇ μορφῇ τῆς ὑπάρξεώς της νὰ εὑρίσκεται ἀείποτε ἐν κινήσει ἐν μέσῳ τῆς παγκοσμίου
κινήσεως καὶ
τῆς
ἀεννάου
δίνης τοῦ
ρεύματος τοῦ
χρόνου,
κινήσεως καὶ
ρεύματος, ἥτις
παρασύρει καὶ
ἀλλοιεῖ ἑκάστοτε τοὺς κοινωνικούς, πολιτειακοὺς καὶ ἐκκλησιαστικοὺς ἐν τῷ κόσμῳ θεσμούς· καὶ ὀφείλει ἀείποτε νὰ εὑρίσκηται ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὰς προόδους τοῦ αἰῶνος καὶ τὰς ἑκάστοτε ἀνάγκας τῆς ἐποχῆς, καὶ ἴδια πρὸς τὸ νέον πνεῦμα τῶν φιλελευθέρων ἐπιστημονικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτειακῶν θεσμῶν, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ παύση ἀνταποκρινομένη πρὸς τοὺς ἀρχαίους εὐρεῖς καὶ διαυγεῖς ἐκκλησιαστικοὺς αὐτῆς ὁρίζοντας, οἵτινες εἶνε ἀπαύγασμα καὶ ἀπόρροια τῶν αἰωνίου κύρους ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ....... »
(Σελ. 7).
Ἐδῶ φαίνεται ἡ θεωρητικὴ σύγχυσις καὶ πλάνη στὸ νοῦ τοῦ Χρυσοστόμου, ἐπειδὴ ἐπίστευε, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του, ὅτι τὰ δόγματα τῆς πίστεως δὲν ἐκφράζονται μὲ τὴν πρακτικὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν καὶ ὅτι «τὸ νέο πνεῦμα τῶν φιλελευθέρων ἐπιστημονικῶν, κοινωνικῶν καὶ πολιτειακῶν θεσμῶν», δὲν ἦτο ἀπόρροια τῆς διαστροφῆς τῆς Δύσεως στὴν πίστι καὶ τὴν παράδοσι τῆς ἐκκλησίας.
Συνεχίζοντας
στὸ
ἴδιο
τὸ
ἔργο
του βλέπουμε ὅτι
θέλει νὰ
εἰσαχθῆ τὸ φιλελεύθερο πνεῦμα τῆς Δύσεως βαθύτερα στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: «διὰ τῆς ὑπ’ αὐτῆς ἐπιμόνου καλλιεργείας φιλικῶν καὶ ἀδελφικῶν δεσμῶν καὶ πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μετὰ τῶν λοιπῶν ὄχι μόνον αὐτοκεφάλων καὶ αὐτονόμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ μετὰ τῶν ὁποίων πνευματικοὶ δεσμοὶ τόσον ἐχαλαρώθησαν, ὥστε ἐμποιοῦσι τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδαμῶς κἂν ὑφίστανται οὗτοι, ἀλλὰ καὶ μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν μὴ Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἴδια τῆς Παλαιοκαθολικῆς, τῆς Καθολικῆς, τῆς Ἀγγλικανῆς, τῆς Προτεσταντικῆς, τῆς Ἀρμενικῆς καὶ τῶν λοιπῶν ἰδίᾳ κατὰ Ἀνατολὰς Χριστιανικῶν παραφυάδων καὶ ἀποχρώσεων, καὶ ταῦτα πάντα πρὸς πληρεστέραν καὶ τελειοτέραν ἐξυπηρέτησιν τῶν μεγάλων ἀναγκῶν καὶ ἀπαιτήσεων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου»
(Σελ. 8, ὡς
ἀνωτ.).
Ὁ συγχρωτισμὸς βεβαίως σὲ πνευματικὸ ἐπίπεδο μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι πρόδηλο ὅτι εἶναι ἀλλοίωσις καὶ διαστρέβλωσις τῶν δογμάτων καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς ἐκκλησίας.
Στὴν πρακτικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας ὁ Χρυσόστομος πρότεινε τὴ συντόμευσι τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τὴν ἀναθεώρησι καὶ ἀνακάθαρσι τῶν ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων, τὴν συστηματικοποίησι τοῦ κηρύγματος, τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καὶ ζωγραφικῆς, τὴν κατάργησι τῶν πολλῶν ἑορτῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀργιῶν, τὸν περιορισμὸ τῶν νηστειῶν, τὴν κατάργησι τοῦ ράσου τῶν κληρικῶν, τὴν τοποθέτησι καθισμάτων στοὺς ναούς, τὴν κατάργησι τῆς ἀγαμίας τῶν ἐπισκόπων καὶ βεβαίως προγραμματισμὸ διὰ συνεννόησι καὶ προσεγγιστικὴ ἕνωσι μὲ τὶς διάφορες «ἐκκλησίες». Ἀναφέρουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ τμῆμα ἀπὸ τὸν μύχιο πόθο τοῦ Χρυσοστόμου διὰ νὰ ἰδοῦμε τὸ πνεῦμα του καὶ τὰ πρότυπά του:
«Λοιπὸν αὐταὶ αἱ ἐνιαύσιοι Σύνοδοι θὰ ἐπενέγκωσι τὰς συμφώνως πρὸς τοὺς καιροὺς διαρρυθμίσεις ἐν τὴ δημοσία ἡμῶν λατρεία. Θὰ μελετήσωσι μετὰ προσοχῆς καὶ εὐλαβείας τὰ ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις συμβαίνοντα, ὡς πρὸς τὴν διάρκειαν τῆς δημοσίου προσευχῆς καὶ τὴν σταθερότητα τῆς ἐνάρξεως καὶ ἀπολύσεως τῶν ἱερῶν μας ἀκολουθιῶν, ὡς πρὸς τὴν τοποθέτησιν καθισμάτων, ὡς πρὸς τοὺς τρόπους τῆς Μουσικῆς καὶ μελῳδίας, οἵτινες πρέπει ἐν τῇ Ἐκκλησία νὰ προτιμηθῶσιν, ὡς πρὸς τὴν διαρρύθμισιν τῶν τελετουργικῶν καὶ ὑμνογραφικῶν βιβλίων μας, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα ζωντανοῦ καὶ καρποφόρου κηρύγματος, ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν πολυαρίθμων ἑορτῶν καὶ νηστειῶν, καὶ τοῦ τρόπου τῆς τηρήσεως αὐτῶν, δι’ ἃς ὡρισμένως ἔχει πολλὰ νὰ ὠφεληθῆ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καὶ ἀπ’ αὐτῆς τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἐτακτοποίησε κάλλιον ἡμῶν τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας της»
(Σελ. 34).
Βλέπουμε
ἐδῶ ὅτι πάντοτε τὰ πρότυπά του ἦταν ἡ Δύσις καὶ οἱ αἱρετικοί.
Ἕνα χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς καλπάζουσας ἐπιθυμίας του διὰ τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς ἐκκλησίας σύμφωνα μὲ τὰ δυτικὰ πρότυπα, εἶναι καὶ τὸ πῶς ἤθελε ὁ Χρυσόστομος νὰ λειτουργῆ ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Ἀντιγράφουμε, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα του, ἕνα ἄλλο τμῆμα ἀπὸ τὸν μύχιο πόθο του: «καὶ
τρίτην διὰ
τὴν
προπαρασκευὴν
τῶν
μελλόντων ἐπιστημόνων
θεολόγων, ὅσοι
καταρτιζόμενοι ἀναλόγως
θὰ
συνεχίσωσι τὰς
ἐπιστημονικάς των σπουδὰς ἐν Εὐρώπῃ· ἵνα ἐπανερχόμενοι καταλάβωσι, τὰς καθηγητικὰς ἐν τῇ Σχολῇ ἕδρας...»
(Σελ. 40).
«...Ἐν τῇ Θεολογικῇ ταύτῃ Σχολῇ (Χάλκης) ἐν συναφείᾳ πρὸς τὰς τρεῖς ταύτας Σχολὰς θὰ συνυπάρχη καὶ εἶδος βιοτεχνικῶν μαθημάτων καὶ ἰδίως πρακτικῆς Ἰατρικῆς, ἐφηρμοσμένης χημείας, γεωπονίας,
φωτογραφίας, κηπουρικῆς,
γυμναστικῆς,
χημείας..., γνώσεις δὲ
διδασκόμεναι, ἔσονται
ἐκτὸς
τῆς Θεολογίας, κατὰ
πλάτος καὶ
βάθος, καὶ
ἡ
ἀνατομία
καὶ
ἡ
φυσιολογία, καὶ
ἡ
γεωλογία καὶ
τὰ
φυσικομαθηματικά, καὶ
ἡ
ἰχνογραφία,
ἵνα
οἱ
τρόφιμοι τῆς
Σχολῆς
ἔχωσι
συγχρονισμὸν
καὶ
εἶνε
ἐνήμεροι
τῶν
μεγάλων προβλημάτων, τὰ
ὁποῖα
ἡ
σύγχρονος ἐπιστήμη
προβάλλει εἰς
ἑαυτὴν πρὸς μελέτην καὶ λύσιν»
(σελ. 41).
«...Ἐκ τῆς τοιαύτης Σχολῆς, μὲ τὰ ἄριστα προγράμματα καὶ Θεολογικὰ καὶ Ἐκκλησιαστικὰ Περιοδικά της, ὀργανωμένης κατὰ τρόπον καὶ τύπον ὅσον τὸ δυνατὸν τελειότερον, κατὰ τὰ ὑποδείγματα παρεμφερῶν Σχολῶν, ὑφισταμένων ἐν Ἀγγλίᾳ καὶ Ἀμερικῇ, ἐν Γερμανίᾳ, ἐν Γαλλίᾳ, ἐν Ἑλβετίᾳ, ἐν Ρωσσίᾳ, ἐν Ἰταλίᾳ καὶ
ὁπουδήποτε
ἀλλαχοῦ πρὸς μόρφωσιν τοῦ κλήρου καὶ ἀνάδειξιν τῶν ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς τοιαύτης Σχολῆς θὰ πνέη τὸ νέον πνεῦμα, τὸ ἐπιστημονικὸν καὶ Θεολογικόν, καὶ τὸ πρακτικὸν ἐκκλησιαστικόν, συμφώνως πρὸς τὸ ὁποῖον ἡ κατ’ Ἀνατολὰς Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία θὰ διέπη τὰ κατ’ αὐτήν, καὶ τὸ ὁποῖον πνεῦμα ἔσται ἀπαράλλακτον τὸ αὐτό, ὑπ’ ἄλλην μορφήν, πρὸς τὰς γνησίως ὀρθοδόξους ἀρχαίας παραδόσεις τῆς λατρευτῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται εἰς τόσην ἁρμονίαν πρὸς
τὸ
ἀνατέλλον
νέον πνεῦμα
Χριστιανικοῦ
σοσιαλισμοῦ,
ἀδελφοσύνης,
ἀλληλεγγύης
καὶ
παγκοσμίου καθολικότητος,
καὶ
τοῦ
ὁποίου
βάσις θεμελιώδης εἶνε
ἡ
κατάργησις τῶν
φραγμῶν,
ὅσοι
χωρίζουσιν
ἔθνος
ἀπὸ ἔθνους καὶ ἄνθρωπον ἀπὸ ἀνθρώπου, καὶ τὸ ὁποῖον καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι ἡμῶν ἐξέφραζον ἄριστα ὡς ἑξῆς “πάντας ἀνθρώπους ἀγώμεθα δημότας καὶ πολίτας καὶ μὴ ἕκαστος ἰδίοις διωρισμένοι ὦμεν δικαίοις, ἀλλ’ εἷς βίος ἦ καὶ κόσμος” .. ἀρκεῖ νὰ μορφωθῆ ἡ πρώτη καθαρὰ ζύμη, ἥτις προώρισται νὰ ζυμώση ὅλον τὸ φύραμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων καὶ ἀρχόντων....»
(σελ. 42, 43).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι οὐδὲν πνευματικὸν ἔχει νὰ προτείνη διὰ τὴν ἄνοδο τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῆς Σχολῆς, ἀλλὰ ἀπεναντίας προτείνει νὰ βυθισθῆ ἡ Σχολὴ στὸ χάος τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ἐπιστημονισμοῦ καὶ τῆς φυσιούσης, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, γνώσεως. Εἶναι πρωτοφανὲς δὲ νὰ προτείνη νὰ διδάσκωνται οἱ φοιτητὲς ὄχι μόνο θεολογικὰ μαθήματα, ἀλλὰ καὶ διάφορα ἄλλα ἄχρηστα γιὰ ἕνα θεολόγο, μέχρι τῆς κηπουρικῆς καὶ τῆς φωτογραφίας. Τὸ πλέον ὅμως ἀπελπιστικὸ εἶναι πὼς προτείνει ἐν τέλει οἱ φοιτητές, προκειμένου νὰ ἀναλάβουν τὶς καθηγητικὲς στὴ σχολὴ ἕδρες, νὰ κάνουν –θὰ λέγαμε– μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Εὐρώπη, ὥστε φορτωμένοι μὲ ὅλα τὰ κουσούρια της νὰ ἐπανέρχωνται στὴν σχολὴ γιὰ νὰ τὰ μεταδώσουν καὶ στοὺς ἄλλους.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἀγνοοῦσε τὸν ἀληθῆ σκοπὸ τῆς ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος εἶναι σωτηριολογικὸς καὶ εἶχε ἐνστερνισθῆ τὸν δυτικό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνθρωπιστικός. Διὰ τοῦτο ἐθαύμαζε καὶ ἐξύψωνε τοὺς Εὐρωπαίους ἀνθρωπιστὲς καὶ φιλοσόφους, ἐθεωροῦσε δὲ ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἦτο τὸ τέλειο καὶ ἰδανικὸ γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς νέου κόσμου.
Ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ἕνα τμῆμα ἀπὸ ὁμιλία του μετὰ τὴν ἐπάνοδο ἀπὸ τὴν ἐξορία του στὴ Σμύρνη: «Ὁ δὲ ἐρχόμενος εἰς φῶς νέος κόσμος, τοῦ ὁποίου δημιουργοὶ εἶνε οἱ νέοι μεγάλοι προφῆται τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὁ Βίλσων, ὁ Λόυδ Τζώρτζ, ὁ Κλεμανσώ, ὁ Βενιζέλος, ἔσται ἀπείρως ὡραιότερος, φαιδρότερος, ἡμερώτερος κόσμος, ἀληθῶς θεῖος καὶ οὐράνιος, διανοίγων ἡμῖν νέους διαυγεῖς ὁρίζοντας νέας ἀντιλήψεως τῆς ζωῆς, ὁρίζοντας καὶ ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖοι ὑπερακοντίζουσι καὶ αὐτῶν τῶν ἀκράτων ἰδεαλιστῶν καὶ αἰσιοδόξων, ὁποῖος μὴν καὶ εἶμαι καγῶ, καὶ τὰς πλέον τολμηροτάτας καὶ χιμαιρικᾶς προσδοκίας. Ναί· ἐσπείραμεν ἐν δάκρυσιν· ἐκλαύσαμεν καὶ ἐστενάξαμεν, ἀλλὰ θὰ θερίσωμεν ὄχι δράγματα, ὄχι ἀγκάλας, ἀλλὰ θημωνίας ὅλας εὐδαιμονίας καὶ ἐλευθερίας...
...Τοῦτο δὲ καὶ ὁ μέγας προφήτης τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὁ Βίλσων, τὸ διεκήρυξεν ἐν τῷ μεγάλῳ Ἀμφιθεάτρω τῆς Σορβόννης τῶν Παρισίων, ἐκεῖ ὅπου οἱ μεγάλοι σοφοί τῆς Γαλλίας, ὁ πρύτανις τῆς Ἀκαδημίας Πουαγκαρέ, ἀδελφός τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας διὰ λόγους πλήρους λυρισμοῦ ἐξῇρε τὴν συμμετοχήν του “εἰς τὸν θρίαμβον τῆς ἰδέας τῆς ἐλευθερίας, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ”, εἶπεν ἐκεῖ ὁ Βίλσων τὸ
νέον Εὐαγγέλιον
τοῦ
νέου κόσμου:
“τὸ
ἔργον
ἐκείνων,
ὅσοι
συναθροίζονται ὅπως
ὑπαγορεύσωσι
τοὺς
ὅρους
τῆς
εἰρήνης
τοῦ
κόσμου ἁπλοποιεῖται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οὐδενὸς εἴμεθα κύριοι, ἀλλ’ ἁπλῶς θεράποντες τῆς ἀνθρωπότητος”· τοῦτο εἶνε ὅ,τι εἶπεν ὁ Κύριος “οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι”· “καὶ ἂν δὲν λάβωμεν ὑπ’ ὄψιν τὰς ἐπιταγὰς τῆς ἀνθρωπότητος, θὰ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἀτιμοτάτης ἠθικῆς χρεωκοπίας, ἣν ἀνέγραψε πότε ἡ ἱστορία”· λόγοι ἄξιοι
ἑνὸς Σωκράτους, ἑνὸς Πλάτωνος, ἑνὸς Ἀριστοτέλους, λόγοι ἄξιοι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἀνέφικτοι εἰς προηγουμένας ἐποχὰς καὶ εἰς ἄλλας πλὴν τῶν κατ’ ἐξοχὴν Χριστιανικῶν λαῶν καὶ φιλοσόφων ψυχάς.....»
(«Χρυσόστομος Σμύρνης», Χρήστου Σολομωνίδη, Τόμος Γ', σελ. 23,24).
Ἀπὸ αὐτὰ τὰ κείμενα τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης καταλαβαίνει κανείς, πόσο σκότος ὑπῆρχε μέσα του, ὥστε νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο καὶ τοὺς ἁγίους καὶ νὰ προσηλώνεται στοὺς Εὐρωπαίους ἀνθρωπιστὲς καὶ φιλοσόφους, τοὺς ὁποίους ἀνέβαζε στὸν οὐρανό. Ἀλλὰ θὰ συνεχίσουμε μὲ τὴν σχέσι τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τὴν Μασονία.
Ἡ σχέσις τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης μὲ τὴ Μασονία.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ Μασονικὲς στοὲς ἐπιμελῶς δὲν ἀποκαλύπτουν τὰ μέλη τους καὶ εἰδικὰ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κατέχουν θέσεις δημόσιες καὶ ἀξιώματα καὶ δὴ ἐκκλησιαστικά. Τοῦτο γίνεται διὰ εὐνοήτους λόγους, οἱ ὁποῖοι κυρίως συνίστανται στὸ ὅτι ἡ Μασονία εἶναι βεβαρημένη μὲ τὴν κατηγορία τῆς θρησκείας καὶ τῆς σκοτεινῆς δύναμης. Εἶναι λοιπὸν φυσικὸ νὰ μὴ δύναται κάποιος εὔκολα νὰ ἀποκαλύψη τὴ μασονικὴ ἰδιότητα ἑνὸς προσώπου, ὅσο αὐτὸς τουλάχιστον εὑρίσκεται στὴν παροῦσα ζωή.
Συμβαίνει
ὅμως
συχνὰ
μετὰ
τὸ
θάνατο κάποιου, ἡ
Μασονία διὰ
λόγους αὐτοπροβολῆς νὰ ἀποκαλύπτη τὴν μασονικὴ ἰδιότητα ἐπιφανῶν προσώπων. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ὁμολογεῖ ἡ Μασονία μετὰ τὸν θάνατό τους ὅτι ἀνήκουν στὶς τάξεις της, εἶναι πάντοτε ἄνθρωποι μὲ χαλαρὰ θρησκευτικὴ συνείδησι καὶ βεβαρημένο θρησκευτικὸ ποινικὸ μητρῷο. Εἶναι ἄτομα τὰ ὁποῖα στὴ ζωή τους τὰ πῆγαν καλὰ μὲ ὅλους καὶ δὲν πολέμησαν οὔτε τὴ Μασονία οὔτε τοὺς αἱρετικούς.
Τὸ ὅτι λοιπὸν ἡ Μασονία ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦταν Μασόνος, καταδεικνύει τὴν πνευματικὴ στάθμη τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία –ὅπως ἕως τώρα παρουσιάσαμε– ἦταν ἀπελπιστικὰ χαμηλή, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ μὴ γνωρίζουμε ἂν πίστευε καὶ ποῦ πίστευε. Αὐτὸ γιὰ τὴ Μασονία ἀποτελεῖ τίτλο τιμῆς καὶ κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν Μασόνων, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀποτελεῖ προδοσία, ὄνειδος καὶ καταισχύνη. Ἡ ὁμολογία τῆς Μασονίας, ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦταν ὁμογάλακτος ἀδελφός τους, δὲν εἶναι αὐθαίρετη καὶ ἀβάσιμη, ἀλλὰ στηρίζεται στὶς ὁμολογίες ἐπιφανῶν Μασόνων, οἱ ὁποῖοι ἦταν στενοὶ συνεργάτες του. Αὐτοὶ ἦταν κυρίως δύο, ὁ Ἰωάννης Κωτούλας, γραμματεὺς τῆς Μητροπόλεως Σμύρνης καὶ συγχρόνως ἱδρυτὴς τῆς στοᾶς «ΙΩΝΙΑ» καὶ πρῶτος σεβάσμιος αὐτῆς, καὶ ὁ Ἀντώνης Ἀθηνογένης δεύτερος σεβάσμιος τῆς ἰδίας στοᾶς καὶ συγχρόνως τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, μέλος τῆς διαχειριστικῆς ἐπιτροπῆς τῆς θρησκευτικῆς ἀδελφότητος «Εὐσέβεια» καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ περιοδικοῦ «Ἱερὸς Πολύκαρπος», στὰ ὁποῖα προΐστατο ὁ Μητροπολίτης.
Ἐκτὸς ὅμως αὐτῶν τῶν ὑψηλοβάθμων Μασόνων, οἱ ὁποῖοι ἦταν στενοὶ συνεργάτες του, ὁ Χρυσόστομος ἐδέχετο δωρεὲς διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἱδρύματα ἀπὸ μασονικὲς στοές, ὅταν αὐτὲς ὀργάνωναν χοροὺς καὶ ἐκδηλώσεις καὶ διέθεταν τὰ χρήματα γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Τέτοια ὡς γνωστὸν κάνουν οἱ Μασόνοι διὰ νὰ δημιουργήσουν ὑπέρ τους καλὲς ἐντυπώσεις καὶ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς ἀφελεῖς. Ὡς μέλος ἐπίσης τῆς Μασονίας ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος καὶ στὴ μασονικὴ ἐγκυκλοπαίδεια (Ν. Λάσκαρη σελ. 5061).
Εἶχε ἐπίσης σχέσεις καὶ συνεργασία μὲ τὶς διεθνεῖς ὀργανώσεις ΧΑΝ καὶ ΧΕΝ, οἱ ὁποῖες ὡς γνωστὸν κατευθύνονται ἀπὸ τὴν Μασονία.
Τὸ κυριώτερο ὅμως στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο συνηγορεῖ ὑπὲρ τοῦ ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἦτο Μασόνος, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἰδεολογία του, ἡ ὁποία ταυτίζεται πλήρως μὲ τὰ πιστεύω τῆς Μασονίας. Οἱ εἰδωλολατρικές του δηλαδὴ ἀντιλήψεις, ἡ προσήλωσίς του στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, ἡ πλήρης ἀδιαφορία του διὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, οἱ ἄριστες σχέσεις του μὲ τοὺς αἱρετικούς, τὰ αἱρετικά του φρονήματα, ἡ ἐπιμονή του στὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰ δυτικὰ πρότυπα καί, ἐπιπλέον, τὸ ὅτι ποτὲ δὲν τὴν κατηγόρησε, δεικνύουν ἕναν ἄνθρωπο ἐσωτερικὰ Μασόνο. Ἡ ἐσωτερικὴ πλήρης ταύτησις τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης μὲ τὴ Μασονία εἶναι βεβαίως πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀνῆκε κάποιος τυπικὰ στὴ Μασονία, γιὰ κάποια προφανῶς ἀνάγκη, ἀλλὰ νὰ μὴ συμφωνοῦσε ἐσωτερικὰ μὲ τὴν ἰδεολογία της. Καὶ ἡ ἰδεολογία τοῦ Χρυσοστόμου ἀποδεικνύεται ὅτι ἦταν μασονικὴ ἀπὸ τὰ κείμενά του καὶ τὴν ὅλη ζωή του. Ἂν λάβουμε ὑπόψιν ὅτι ἡ Μασονία ἀνέχεται ὅλα τὰ πιστεύω τῶν μελῶν της, ἀρκεῖ νὰ ὑποτάσσωνται στὶς ἀρχές της καὶ νὰ θεωροῦν ὡς ἀνώτερη ἰδεολογία τὴν δική της, καταλαβαίνει κανεὶς πόσο ἱκανοποιεῖται, ὅταν κάποιος ταυτίσει πλήρως τὴν ἰδεολογία του καὶ τὴν πίστι του μὲ τὴν πίστι τῆς Μασονίας καὶ δὲν διαφωνεῖ σὲ τίποτε ἀπὸ αὐτήν.
Θὰ μπορούσαμε νὰ προβληματιστοῦμε στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ταυτίστηκε μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς Μασονίας καὶ ἔγινε Μασόνος, προκειμένου νὰ ἔχη βοήθεια ἀπὸ αὐτὴ στὰ πατριωτικὰ θέματα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ἐν ἐξελίξει καὶ κυριολεκτικῶς τὸν ἔκαιγαν. Ὅμως αὐτό, ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἶναι προδοσία τῆς πίστεως γιὰ κάποιον Ὀρθόδοξο καὶ μάλιστα Ἐπίσκοπο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Χρυσόστομος διαψεύστηκε παταγωδῶς. Διότι τὰ γεγονότα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς ἔδειξαν δι’ ἄλλη μία φορά ὅτι, ὅταν κάποιος μεταθέσει τὴν ἐλπίδα του ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους, ὁπωσδήποτε θὰ ναυαγήση. Πόσο μᾶλλον ὅταν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι σκοτεινοὶ καὶ ἔχουν ὡς Θεό τους τὸν διάβολο.
Σημειώνουμε
στὸ
σημεῖο
αὐτὸ τὴν γνώμη συγχρόνου ἱστορικοῦ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, σχετικὰ μὲ τὴ θέσι τῶν Μασόνων στὴ σφαγὴ τῶν Ἑλλήνων, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ ποῦ ἐναπέθετε ὁ Χρυσόστομος τὶς ἐλπίδες του καὶ γιατί αὐτὲς διαψεύστηκαν:
«Κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ οἱ Τοῦρκοι τέκτονες τῆς Σμύρνης, καθὼς καὶ οἱ περισσότεροι ἐκεῖ Εὐρωπαῖοι, ἐλησμόνησαν τὶς ἐπαγγελίες τῶν Στοῶν τους: «ἀλληλεγγύη», «ἀλληλοβοήθεια», «δικαιοσύνη», καὶ φάνηκαν σκληρά, ἀπάνθρωπα καὶ ἀνοικτίρμονα πρὸς τοὺς διωκόμενους καὶ σφαζόμενους Ἕλληνες καὶ Ἀρμενίους. Στὴ φοβερὴ ἐκείνη σφαγὴ καὶ τὸν ξολοθρεμὸ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Τούρκους τέκτονες δὲν κινήθηκε γιὰ νὰ σώσει καὶ προφυλάξει τοὺς καταδιωκομένους Ἕλληνες.
»Ἔτσι ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ μεγάλοι λόγοι καὶ τὰ ἀνθρωπιστικὰ συνθήματα, γιὰ τοὺς Τούρκους τουλάχιστον τέκτονες καὶ τοὺς περισσότερους Εὐρωπαίους τῆς Σμύρνης, ἦσαν κοῦφα καὶ κενὰ καὶ πὼς μόνα καὶ ἀθάνατα ρήματα εἶναι καὶ παραμένουν ἐκεῖνα ποὺ πρόφεραν τὰ χείλη τοῦ γλυκυτάτου Ναζωραίου: ”Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους”, “Ἀγαπᾶτε καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν ὡς ἑαυτούς”. Αὐτὰ μόνον κατατείνουν πρὸς τὴν ἠθικὴν τελειότητα καὶ αὐτὰ μόνον ἀποτελοῦν καὶ πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ λαμπερὸ ὁδηγητικὸ φῶς τῆς ἀνθρωπότητας....» (Χρήστου
Σολομωνίδη, Σμυρναϊκὰ
σημειώματα, σελ. 70).
Δὲν εἶναι παράξενο τὸ ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, προκειμένου νὰ ἁγιοποιήση τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, δὲν ἐζήτησε ἐξηγήσεις, οὔτε ἐμήνυσε τοὺς Μασόνους, οἱ ὁποῖοι –ἀπὸ πολὺ πρὶν– ἰσχυρίζοντο ὅτι ἦτο Μασόνος. Δὲν θέλησε δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ Σύνοδος νὰ ζητήση τὸ λόγο, ὥστε νὰ ἀρθῆ ἀπὸ τὸν χαλκευμένο «ἅγιο» μία τόσο βαριὰ κατηγορία. Αὐτὸ προφανῶς δὲν τὸ ἔκανε, ἢ διότι φοβήθηκε ὅτι, ἂν σκαλίση τὸ θέμα, θὰ βγοῦν πολλὰ στὴ φόρα γιὰ τὸν «ἅγιό τους», ἢ διότι φοβήθηκε νὰ τὰ βάλη μὲ τοὺς Μασόνους, ἢ διότι ἡ ἁγιοποίησις ἡ ἴδια ἦταν κατευθυνόμενη ἀπὸ τοὺς Μασόνους καὶ ἡ Σύνοδος ἐτελοῦσε ἐντολὲς ἀνωτέρων, ἢ τέλος, διότι ἡ ἁγιοποίησις ἔγινε κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο στὸ πόδι καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ἀγεύστους καὶ ἀμετόχους της Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ἔτσι λοιπὸν φόρτωσαν στὸ ἁγιολόγιο, στὸ καθαρώτερο δηλαδὴ μέρος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸν τὸν κατὰ πάντα σκοτεινὸ ἄνθρωπο, ἄλλαξαν ἐκ θεμελίων τὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τοὺς ἁγίους, ἔβαλαν φωτοστέφανο καὶ στεφάνωσαν στὸ πρόσωπο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης τὴ Μασονία, ἔβαλαν τὸν ἀφελῆ καὶ ἄβουλο λαὸ νὰ προσκυνᾶ ἕνα Μασόνο καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ὁ χορὸς βαστάει καλά... Εἶναι ὅμως ἐκ τῶν πραγμάτων βέβαιο ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος διακατέχεται ἀπὸ τὶς ἴδιες ἰδέες μὲ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, διότι ἂν δὲν εἶχε τὰ ἴδια πιστεύω μὲ αὐτὸν δὲν θὰ τὸν ἁγιοποιοῦσε.
Πάντως
τὸ
ὅτι
ἡ
Σύνοδος τῆς
Ἐκκλησίας
δὲν
ἐζήτησε
τὸν
λόγο ἀπὸ τοὺς Μασόνους γιὰ τὸν Χρυσόστομο, εἶναι σημαντικὸ στοιχεῖο ὑπὲρ τοῦ ὅτι ἐγνώριζε καὶ πίστευε ὅτι ὄντως ἦτο Μασόνος. Θέλησε δὲ νὰ παρακάμψη αὐτὸν τὸν σκόπελο διὰ τῆς σιωπῆς.
Ἐκ τῶν ὑστέρων δέ, ὅταν ἐξέσπασαν οἱ ὁμοβροντίες καὶ οἱ διαμαρτυρίες γιὰ τὸ πῶς ἁγιοποιήθηκε ἕνας Μασόνος, ἰσχυρίσθηκε, διὰ στόματος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ὅτι τὸ μαρτύριο ξεπλένει ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ ἄρα μπορεῖ νὰ εἶναι ἅγιος, ἔστω καὶ ἕνας Μασόνος.
Εἶπε ἐπίσης καὶ τὸν ἀστεῖο ἰσχυρισμὸ ὅτι ἡ Μασονία καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὸ 1933 κι ἄφησε ἔτσι νὰ ἐννοηθῆ ὅτι γιὰ τὰ προηγούμενα χρόνια, στὰ ὁποῖα ἔζησε ὁ «ἅγιός τους», δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα. Ἐν τέλει δέ, ὅταν καὶ αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα ἀναιρέθηκαν ὡς βέλη νηπίων, ἀντιμετώπισε στὴ συνέχεια τὶς διαμαρτυρίες διὰ τῆς σιωπῆς. Δηλαδή, στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα. Εἶναι δηλαδὴ μὲ τὴν νεκρικὴ καὶ μακαρία σιωπή της σὰ νὰ λέη ἡ Σύνοδος, ὅτι ὅσο θέλετε φωνάζετε, γράφετε καὶ διαμαρτυρηθεῖτε, τελικὰ αὐτὸ ποὺ θέλουμε ἐμεῖς θὰ γίνη. Δὲν ὑπάρχει ἴσως χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ ἀφήνης τὰ σοβαρώτερα θέματα νὰ τὰ λύσουν οἱ ἀκαταλληλότεροι ἄνθρωποι.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρουμε ὅτι, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴ Σμύρνη τῶν ἑκατὸ χιλιάδων ἀνθρώπων, σύμφωνα μὲ τοὺς ἱστορικούς, λειτουργοῦσαν περισσότερες ἀπὸ δέκα Μασονικὲς στοές, ὅσες δηλαδὴ δὲν λειτουργοῦν σήμερα στὴν Ἀθῆνα τῶν τεσσάρων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Ὁ δὲ Χρυσόστομος ὡς ποιμὴν τῆς πόλεως καὶ διάδοχός του Ἁγ. Πολυκάρπου, ὄχι μόνο δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τοὺς λύκους, ἀλλὰ ἀπεναντίας τὰ βρῆκε μαζί τους καὶ ἔγινε ὡς ἕνας ἀπὸ αὐτούς.
Ἡ ἁγιοποίησίς του καὶ τὰ ἐπακόλουθα αὐτῆς
Ἡ ἁγιοποίησις ἑνὸς προσώπου εἶναι κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ κατὰ δεύτερο καὶ ἑπόμενο ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται ἀπὸ τὸν ἀγῶνα τοῦ ἐν λόγῳ προσώπου διὰ τὴν τήρησι τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καὶ ἀπὸ τὴν ἐν γένει ζωή του, ἡ ὁποία εἶναι πλήρως σύμφωνος μὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ δίδει (καὶ ἐν ὅσῳ ζῆ, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατο) στὸν ἀφοσιωμένο καθ’ ὅλα δοῦλο του ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὰ συντελοῦν πρὸς οἰκοδομὴ τοῦ σώματός του, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴ ἡ ἀνάπαυσις καὶ εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸ εὐαίσθητο ὀρθόδοξο κριτήριο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸ ὀρθόδοξο βίωμα τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καί, συγχρόνως, δεχόμενος τὶς ἀνταύγειες τῆς χάριτος ποὺ ἐκπέμπει, πιστοποιεῖ θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς χαριτώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἠμπορεῖ νὰ πρεσβεύη καὶ διὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἔτσι λοιπὸν ἡ ἀνάπαυσις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κριτήριο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ συμπίπτουν καὶ συνταυτίζονται καὶ μόνο τότε θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς «ἅγιος» μὲ τὴν στενὴ (εἰδικὴ) ἔννοια τοῦ ὅρου. Διότι, ὡς γνωστόν, ὑπάρχουν στὴν Ὀρθοδοξία τρεῖς ἔννοιες τῆς λέξεως ἅγιος. Εἶναι πρῶτον ἡ γενική, κατὰ τὴν ὁποία ἅγιοι θεωροῦνται ὅλοι οἱ βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ὡς βαδίζοντες τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητος, σύμφωνα μὲ τὶς ἁγιογραφικὲς ἐκφράσεις καὶ προσφωνήσεις τοῦ Ἀποστόλου Παύλου· εἶναι δεύτερον, ἡ εἰδικὴ ἔννοια, κατὰ τὴν ὁποία, ἅγιος εἶναι ὁ χαριτωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος, ὁ δυνάμενος νὰ πρεσβεύη καὶ διὰ τοὺς ἄλλους, σύμφωνα μὲ τὸ ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας· καὶ τρίτον, ἡ ἀπόλυτος ἔννοια τοῦ ὅρου, κατὰ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι μόνος ὁ Θεός, ὁ χορηγός τῆς ἁγιότητος καὶ κάθε καλοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν λειτουργικὴ ἔκφρασι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος...».
Ἐρχόμενοι, ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικά, στὴν περίπτωσι τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης πρέπει νὰ τονίσωμε τὰ ἑξῆς:
1.
Οὐδεμία
ἔνδειξις
ἢ
ἔστω
ὑπόνοια
ἀναπαύσεως
καὶ
εὐαρεστήσεως
τοῦ
Θεοῦ
ὑπῆρξε στὸν ἐν λόγῳ ἐθνομάρτυρα διὰ τῆς ἐπιτελέσεως κάποιου θαύματος καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Οὐδέν, ἐπίσης, πνευματικὸν χάρισμα ἔλαβε, πχ. προφητείας καὶ προοράσεως, ἰάσεως κλπ., σύμφωνα μὲ τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα καταθέτουν οἱ βιογράφοι του.
2.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ κριτήριο τοῦ ὀρθοδόξου ἐνστίκτου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸν κατέτασσε πάντοτε μεταξὺ τῶν Ἐθνομαρτύρων καὶ οὐδέποτε μεταξὺ τῶν Ἱερομαρτύρων καὶ ἁγίων. Διὰ τὸν λόγο αὐτὸ πάντοτε τοῦ κατέθεταν στεφάνους καὶ τελοῦσαν μνημόσυνα ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του, πρωτοστατούντων σ’ αὐτὰ τῶν ἰδίων τῶν Ἐπισκόπων.
3.
Τὰ
στοιχεῖα
τὰ
ὁποῖα προκύπτουν ἀπὸ τὴν βιογραφία του καὶ τὴν ἀλληλογραφία του, ὅσον ἀφορᾶ τὰ αἱρετικά του φρονήματα, τὴν σχέσι του μὲ τὴν Μασονία, τὶς εἰδωλολατρικές του ἀντιλήψεις, τὴν προσήλωσί του στὸ πνεῦμα τῆς Δύσεως καὶ στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, τὸ ἀντιμοναχικό του πνεῦμα, τὴν ἐκκοσμίκευσι ποὺ ἤθελε νὰ ἐπιβάλλη στὴν Ἐκκλησία καί, προσέτι, τὸν τυφλὸ καὶ ξέφρενο πατριωτισμό, ἀπόρροια τοῦ ὁποίου ἦτο ἡ θυσία τῆς ἀρχιερωσύνης του στὸ εἴδωλο τῆς πατρίδος καὶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τὸ μῖσος τῶν Τούρκων καὶ τελικὰ ὁ οἰκτρὸς θάνατός του, ὄχι μόνο ἐπιβάλλουν νὰ μὴν τὸν κατατάξωμε στοὺς ἁγίους, ἀλλὰ οὔτε καὶ στοὺς ἁπλοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς.
4.
Ἡ
σκοτεινὴ
μεθόδευσις τῆς
ἁγιοποιήσεώς
του καὶ
ἡ
μετὰ
πείσματος ἐμμονὴ σ’ αὐτήν, παρὰ τὰ τόσα εἰς βάρος του στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἦλθαν στὸ φῶς τῆς δημοσιότητος καὶ κατετέθησαν στὴν ἁγιοποιήσασα αὐτὸν σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, καθιστοῦν σαφὲς καὶ γίνεται ἡλίου φαεινότερο, ὅτι ὄχι μόνο οἱ Ἐπίσκοποι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὰ ἴδια φρονήματα τοῦ «ἁγίου» των, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον εἶναι ὑποδουλωμένοι στὶς σκοτεινὲς δυνάμεις καὶ λειτουργοῦν ὡς μισθωτοὶ ὑπηρέτες των.
5.
Ἡ
ἁγιοποίησις
τοῦ
Χρυσοστόμου Σμύρνης, αὐτὴ καθ’ ἐαυτή, ἐδημιούργησε τεράστια προβλήματα στὴν Ὀρθοδοξία καὶ μάλιστα ἔθιξε τὴν ἴδια τὴν Ἱερὰ Παράδοσι, προσέβαλε τοὺς πραγματικὰ ἁγίους της καὶ τὸ ὅλο ἁγιολόγιό της, ἄνοιξε τὴν θύρα τῶν ὀρθοδόξων λαῶν διὰ τῆς δημιουργίας τῶν λεγομένων «ἐθνικῶν ἁγίων», παρουσίασε τοὺς ἁγίους ὡς δῆθεν ἀντιμαχομένους καὶ ἀντιλέγοντας στὰ θέματα πχ. τῶν αἱρετικῶν κλπ. καί, τὸ κυριώτερο, δημιούργησε ἐρείσματα σὲ ὅσους ἀγωνίζονται ὑπὲρ τῆς ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ συναγελασμοῦ της μετὰ τῶν αἱρετικῶν, εἰς τρόπον ὥστε νὰ δικαιολογοῦν τὶς πράξεις των στηριζόμενοι στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο ἑνὸς «ἁγίου». Ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὰ πατερικὰ «τιμὴ ἁγίου μίμησις ἁγίου».
Δηλαδὴ κατασκευάσαμε ἕναν ἅγιο στὰ μέτρα μας, διὰ νὰ τὸν ἔχωμε καὶ νὰ τὸν προβάλλωμε δικαιολογώντας τὶς πράξεις μας. Εἶναι δὲ ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποία προκειμένου νὰ μιμηθῆς ἕναν ἅγιο πρέπει νὰ κατέβης πνευματικὰ καὶ ὄχι νὰ ἀνέβης. Αὐτοὶ ἦταν μέχρι τώρα οἱ «ἅγιοι» τῶν αἱρετικῶν καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ «ἅγιοί» της Ν. Ἐποχῆς.
Τέτοιους
«ἁγίους»
κατεσκεύαζε μέχρι τώρα ὁ Πάπας, ἀλλά, ὅπως μᾶς ἀπέδειξαν οἱ Ἐπίσκοποι, μπορεῖ ἡ παραγωγή των νὰ γίνη καὶ ἐδῶ. Καὶ ὁ μὲν Πάπας ἀποδεικνύεται πιὸ συνεπὴς στὸν ἑαυτό του καὶ στὶς ἀρχές του, διότι οἱ ἅγιοι ποὺ κατασκευάζει ἐκφράζουν πλήρως τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ δυτικὸ πνεῦμα, ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ἐκφράζει μόνο τοὺς ἁγιοποιήσαντες αὐτὸν Ἐπισκόπους, ἀλλὰ οὐδόλως τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Τὸ πρόβλημα, ὅπως καταλαβαίνει κανεὶς δὲν εἶναι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, ἀλλὰ οἱ Ἐπίσκοποι. Διότι αὐτὸς ὅ,τι καὶ νὰ εἶναι, σὲ τελευταία ἀνάλυσι θὰ τὸν κρίνη ὁ Θεός. Ἐμεῖς τὸν κρίνουμε μόνο καὶ ἐφ’ ὅσον μᾶς τὸν σερβίρισαν μὲ φωτοστέφανο νὰ τὸν προσκυνοῦμε καὶ νὰ τὸν θεωροῦμε σὰν πρότυπο πρὸς μίμησι. Ἡ ἁγιοποίησίς του ὅμως ἀπέδειξε περίτρανα τὸ μέγεθος τῆς ἀποστασίας τῶν Ἐπισκόπων καὶ τὸ ὅτι πρέπει νὰ τοὺς ἐμπιστεύεται καὶ νὰ τοὺς θεωρῆ ποιμένας του μόνον ὅποιος ἀπεφάσισε νὰ αὐτοκτονήση πνευματικὰ καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἀκολουθήση τὶς ἀρχὲς τῆς Ν. Ἐποχῆς, διαγράφοντας μὲ μία μονοκονδυλιὰ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Ἔχουμε καὶ κάποια ἄλλα προβλήματα στὴν περίπτωσι αὐτῆς τῆς ἁγιοποιήσεως. Μέχρι τώρα ἦτο γνωστὸ σὲ ὅλους ὅτι προκειμένου νὰ γίνη κάποια ἁγιοποίησις τὸν λόγο εἶχε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο κατατίθεντο τὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα συνηγοροῦσαν στὴν ἁγιοποίησι, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ συνείδησις τοῦ ὁποίου ἦτο, ὅπως εἴπαμε, καθοριστικὴ διὰ τὴν ἁγιοποίησι. Αὐτὴ ἡ διαδικασία ἔγινε ὅπως γνωρίζουμε καὶ στὴν περίπτωσι τῆς ἁγιοποιήσεως τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου, τὴν ὁποία τελικὰ ἔκανε ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας μὲ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδο.
Πῶς λοιπὸν τώρα, συνέβη σὲ κάποιον, ὁ ὁποῖος ἔδρασε στὸν χῶρο καὶ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, νὰ ἁγιοποιεῖται ἀπὸ μία αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία μὲ τὴν ὁποία ὁ μόνος του δεσμὸς δὲν ἦτο ἐκκλησιαστικὸς ἀλλὰ πατριωτικός; Πῶς συνέβη ἔξαφνα, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐπέμβη στὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ ἕνα θέμα στὸ ὁποῖο, μέχρι τώρα καὶ διὰ τὰ ἰδικά της πρόσωπα, ὅταν ἐπρόκειτο γιὰ ἁγιοποίησι, κατέφευγε εἰς αὐτό. Καὶ πῶς συνέβη νὰ μὴν ἀντιδράση τὸ Πατριαρχεῖο δι’ αὐτὴν τὴν αὐθαίρετη ἐπέμβασι στὸ χῶρο του, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία γνωρίζομε ὅτι διὰ θέματα δικαιοδοσίας π.χ. τῶν λεγομένων νέων χωρῶν, εἶχαν ὁμηρικοὺς καυγάδες; Ἐμεῖς δι’ ὅλα αὐτὰ θὰ δυνάμεθα νὰ δώσωμε τὶς ἀπαντήσεις μας, ἀλλὰ πρέπει κάποτε νὰ μάθουν νὰ ἀπολογοῦνται διὰ τὶς πράξεις των καὶ οἱ μεγάλοι.
Ἕνα ἀκόμη πρόβλημα, τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε στὴν παροῦσα ἁγιοποίησι, εἶναι ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως, ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων, τῶν ἀντιδρώντων σ’ αὐτήν των τὴν ἐνέργειαν. Ἐνῷ δηλαδὴ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπερασπισθοῦν τὸν ἅγιο, τὸν ὁποῖο κατεσκεύασαν, καὶ νὰ τὸν ἀθῳώσουν ἀπὸ τὶς τόσες βαριὲς κατηγορίες τὶς ὁποῖες δὲν θὰ ἄντεχε ὁ τελευταῖος ὀρθόδοξος χριστιανός, αὐτοὶ τὸν ἀνέβασαν στὸ ὕψος τοῦ Ἁγ. Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ ἀμέσως τὸν ἐγκατέλειψαν ἀνυπεράσπιστο στὴ γενικὴ κατακραυγή.
Ἔτσι λοιπὸν ἐπέλεξαν σὰν τὸν καλύτερο στρατηγικὸ τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν ἀντιδρώντων τὴν μακαρία σιωπή. Τὴν σιωπὴ τοῦ νεκροταφείου. Εἴτε λοιπὸν ὁμιλοῦμε δι’ αὐτὸ τὸ θέμα στοὺς Ἐπισκόπους, εἴτε ὁμιλοῦμε σὲ ἕνα νεκρὸ ἢ σὲ ἕνα τοῖχο, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Εἰσπράττουμε δηλαδὴ τὴν ἀπάντησι τῶν ἑπτασφραγίστων καὶ ἑρμητικὰ κλειστῶν χειλέων. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγει ἁπλὰ ὁ λαός. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα». Οἱ δὲ ἀφελεῖς καὶ μισθωτοὶ ἱερεῖς καὶ ὅλοι οἱ προσκυνημένοι καὶ ἀνελεύθεροι κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ὅταν τοὺς μιλᾶς γι’ αὐτὴν τὴν ἁγιοποίησι, σοῦ ἀπαντοῦν λακωνικώτατα «ἀφοῦ τὸν ἁγιοποίησε ἡ Σύνοδος ἐμεῖς πρέπει νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμε».
Τελειώντας
πρέπει νὰ
ἀναφέρωμε
ὅτι
τὸ
μόνο πλέον ποὺ
ἀναμένουμε
ἀπὸ τοὺς νεοπατέρας καὶ νεοεποχίτας Ἐπισκόπους, μία καὶ ἄνοιξε διάπλατα διὰ τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ἡ ὁδὸς τῶν ἁγιοποιήσεων, εἶναι νὰ ἁγιοποιήσουν τὸν πρόεδρο τῶν ὁμοφυλοφίλων, προκειμένου νὰ ἔχουν καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ Μασόνοι, κάποιον ἅγιο, καὶ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, ἂν θέλουν τὸ θέμα νὰ τὸ θέσουν σὲ πατριωτικὸ ἐπίπεδο. Ἡ δὲ φωνὴ τοῦ θεοφόρου πατρὸς Μ. Βασιλείου εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἠχήση ἀπὸ τὰ βάθη τῶν πρωτοχριστιανικῶν αἰώνων καὶ σήμερα περιγράφουσα καὶ διεκτραγῳδοῦσα τὴν τότε ἀλλὰ καὶ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι καὶ τὸ κατάντημα τῶν Ἐπισκόπων:
«Ἀνατέτραπται μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυται δὲ Ἐκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δὲ τῶν μὴ φοβουμένων τὸν Κύριον ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι (γίνονται
δηλαδὴ
Ἐπίσκοποι
οἱ
φίλαρχοι) καὶ ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπὸν ἆθλον δυσσεβείας ἡ προεδρία πρόκειται, (ἡ Ἐπισκοπὴ εἶναι τὸ ἔπαθλο γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς), ὥστε ὁ τὰ χαλεπώτερα βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπὴν λαοῦ προτιμότερος (ἐπίσκοπος γίνεται ὁ πλέον βλάσφημος) ...Ἠμαύρωται
κανόνων ἀκρίβεια,
ἐξουσία
τοῦ
ἁμαρτάνειν
πολλή...» (Μ. Βασιλείου ΕΠΕ, 3,86).
Ἱερομόναχου, π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ