Εἶναι γνωστὸς ὁ διάλογος ποὺ ἄνοιξε πέρυσι ἡ Μητρόπολη
Πειραιῶς γιὰ τὸ καίριο θέμα ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν Πίστη καὶ τὴ σωτηρία μας: τῆς ἀπομακρύνσεώς
μας ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές. Συγκεκριμένα ὁ π. Παῦλος
Δημητρακόπουλος (μὲ τὴ συνδρομὴν τοῦ π. Ἀγγέλου) ἔκαναν κριτική σὲ βιβλίο τοῦ
π. Εὐθυμίου*. Ὅμως, αὐτὸς ὁ διάλογος ποὺ ἄνοιξε –μὲ τὶς εὐλογίες
τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς– εἶχε ὡς καρπὸ ἕνα κακόδοξο κείμενο τοῦ π. Παύλου, ποὺ
ἐκδόθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια Μητρόπολη ὡς φυλλάδιο, μὲ τὸ ὁποῖο διαστρεβλώθηκε ἡ πάγια
ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ στάση τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς
Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους ποὺ αἱρετίζουν καὶ ὡς ἐκ τούτου τέμνει «νὲα» ἀντιπατερικὴ
ὁδὸ γιὰ τὴν ἀντιμέτωπιση τῶν αἱρετικῶν!
Στὸ φυλλάδιο αὐτὸ ἀπάντησε ὁ π. Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς καὶ ἀπέδειξε μὲ πληθώρα πατερικῶν κειμένων τὶς αὐθαίρετες θέσεις τῆς
Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἡ ὁποία μὴ δυναμένη νὰ ἀντικρούσει τὸ γεγονὸς ὅτι
διαστρέβλωσε ἁγιοπατερικὲς θέσεις, ἀλλὰ καὶ μὴ θέλουσα νὰ ζητήσει συγγνώμη γι’
αὐτὸ τὸ ὀλίσθημα, ἀρνήθηκε νὰ συνεχίσει τὸ διάλογο ποὺ αὐτὴ ἄνοιξε, ἀρνήθηκε νὰ
ἀπαντήσει στὴ δευτερολογία τοῦ π. Εὐθυμίου, ἀρνήθηκε νὰ ἀπαντήσει καὶ στὶς 3 ἐρωτήσεις
ποὺ ἐν συνεχείᾳ τοὺς ἔθεσε!
Γιὰ νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν δυσκολία ἡ Ἱ. Μητρόπολις καὶ
νὰ καλύψει τὴν ἀδυναμία της νὰ συνεχίσει τὸν διάλογο ποὺ ἐπιπόλαια ἄνοιξε, προφασίστηκε
ὅτι τὸ θέμα θὰ συζητηθεῖ δημόσια σὲ Ἡμερίδα περὶ Ἀποτειχίσεως ποὺ θὰ διοργανώσει,
ὥστε ἐκεῖ νὰ ἀκουστοῦν ὅλες οἱ ἀπόψεις καὶ νὰ ἐξαχθοῦν συμπεράσματα! Μέχρι
τώρα (ἂν καὶ πέρασαν ἀρκετοὶ μῆνες) δὲν προσδιορίσθηκε
ἡ ἡμερομηνία τῆς Ἡμερίδας, παρότι σὲ Σύναξη κληρικῶν ἀνακοινώθηκαν καὶ ὀνόματα ὁμιλητῶν.
Ἐξ αὐτῶν, ὅπως μάθαμε οἱ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς καὶ π. Θεόδωρος Ζήσης ἀρνήθηκαν
νὰ κάνουν εἰσήγηση στὴν Ἡμερίδα, τὴν δὲ πρόσκληση πρὸς τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ,
γιὰ νὰ κάνει εἰσήγηση, οἱ διοργανωτὲς τὴν ἀνακάλεσαν, γιατὶ δὲν τοὺς ἄρεσαν οἱ
προτάσεις ποὺ ...ἔκανε!
Γράψαμε αὐτὰ τὰ εἰσαγωγικά, προκειμένου νὰ ἐνημερωθεῖ
ὁ ἀναγνώστης γιὰ τὶς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐγράφη καὶ τὰ πλαίσια μέσα στὰ
ὁποῖα κινεῖται ἡ μελέτη-ἀπάντηση αὐτὴ τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἐμμονὴ
τῶν τῆς Μητροπόλεως νὰ συνεχίσουν τὴν κακόδοξη τακτική τους.
Παραθέτουμε ἕνα τμῆμα τοῦ βιβλίου: «Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν»
καὶ «Ἐπὶ Πατριάρχου Βέκκου», μιᾶς καὶ ἀπὸ κάποιους ἀνακινήθηκε τὸ θέμα τῆς ἀποτειχίσεως
καὶ διετυπώθηκαν ἀνακρίβειες γι’ αὐτό, λόγῳ ἀγνοίας τῶν Πατερικῶν κειμένων.
Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν**
Θά
ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν».
Στό κεφάλαιο αὐτό δείχνετε, πατέρες (τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς), ὄχι μόνο μία ἄγνοια βασικῶν
θεμάτων, ἀλλά καί μία σύγχυσι σέ σημεῖο πού νά παρεξηγῆτε καί νά παρερμηνεύετε,
αὐτά τά ὁποῖα κρίνετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
«Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού ἀναφέρει (ὁ π. Εὐθύμιος), ὅτι “ὁσάκις μιά Τοπική Ἐκκλησία ἀπεδέχετο δημοσίως
καί συνοδικῶς μιά αἵρεση, οἱ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες ἀπεσχίζοντο ἀπό αὐτή πρό
συνοδικῆς κρίσεως” (σελ.
150). Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική
κρίση καί ἀπόφαση. Εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη
της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879».
Ἐδῶ κάνετε σύγχυσι μεταξύ τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως
καί τῆς καταδίκης τῶν φορέων της, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔζησαν μετά ἑκατόν
πενῆντα (150) χρόνια. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ φορεῖς
της εἶναι ἄκριτοι πρέπει κανονικά νά συνέλθη Σύνοδος ἁρμοδία (πχ. ἄν πρόκειται
γιά κάποιον Ἐπίσκοπο ἡ τοπική Σύνοδος τῆς ἐπαρχίας, ἄν πρόκειται γιά Πατριάρχη ἤ
ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία, Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική) καί νά καταδικάση καί τήν
αἵρεσι ἐκ νέου καί τούς φορεῖς της.
Ἄν πάλι συμβῆ καί καταδικασθῆ μία τοπική Ἐκκλησία
ἀπό ἁρμοδία Σύνοδο καί ἀποκοπῆ ἀπό τίς ἄλλες ὡς ἀμετανόητος καί ἐπειδὴ ἀδυνατοῦν οἱ ἄλλες (διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους) νά
τοποθετήσουν εἰς αὐτή Ὀρθοδόξους ποιμένες, τότε εἰς αὐτήν τήν κανονικῶς ἀποκοπεῖσα
τοπική Ἐκκλησία, δέν χρειάζεται νά κριθοῦν καί νά καταδικασθοῦν οἱ ἑπόμενοι
διαδοχικῶς ποιμένες της ὡς αἱρετικοί, διότι, ἐφ’ ὅσον ἀπεκόπη ἐξ ἀρχῆς ἡ τοπική
αὐτή Ἐκκλησία ὡς αἱρετική, ἐνεκρώθη (ὅπως π.χ. τό χέρι ὅταν ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα
νεκρώνεται) καί ὡς νεκροί δέν δύνανται νά μεταδώσουν τήν χάρι τοῦ ἁγ.
Πνεύματος, εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα κατακεκριμένοι.
Ἔτσι ἐθεωρήθησαν –μετά τήν ἀποκοπή τους ἀπό
τήν Ὀρθοδοξία– οἱ Μονοφυσίτες καί οἱ Παπικοί –μετά τό σχίσμα. Αὐτά τά ἀναφέρει
καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης
στήν ὑποσημείωσι τῆς ἑρμηνείας τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τούς σχισματικούς: «Διότι καθώς ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως».
στήν ὑποσημείωσι τῆς ἑρμηνείας τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τούς σχισματικούς: «Διότι καθώς ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως».
Ἄρα λοιπόν αὐτά πού γράφετε, ὅτι δηλαδή «εἰδικά γιά τήν περίπτωσι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ
Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879» εἶναι λάθος,
διότι συγχέετε τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως μέ τήν καταδίκη τῶν μετά ἑκατόν πενῆντα
χρόνια αἱρετικῶν. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες, γιά νά καταδικασθῆ κάποιος,
πρέπει νά κληθῆ σέ δίκη, νά δικασθῆ, νά ἀπολογηθῆ κλπ. (ΟΔ΄ Ἀποστ. κ.ἄ.)
Αὐτό ἐπίσης πού ἀναφέρετε, καί μάλιστα μέ
τονισμένα γράμματα, «Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία
ἀπεσχίσθη
ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι», εἶναι πάλι λάθος, διότι ἡ συνοδική κρίσις (δηλαδή ἀπόφασις
Γενικῆς Συνόδου), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε, εἶναι ἡ ἁρμοδία
γιά νά κρίνη τήν τοπική Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία συνοδικῶς ἀποφαίνεται καί ἀποφασίζει τήν ἀποτείχισι λόγῳ αἱρέσεως ἀπό ἄλλη
τοπική Ἐκκλησία. Ἡ ἀποτείχισις π.χ. τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου ἀπό
τόν ὁμώνυμο Πάπα τῆς Ρώμης Σέργιο, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ «Filioque»,
ἔγινε μέ ἀπόφασι τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τῆς Κων/πόλεως, χωρίς ὅμως νά
καταδικασθῆ συνοδικά ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς
Ρώμης.
Ἄλλο, λοιπόν, ἡ καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἄλλο ἡ
συνοδική ἀπόφαση ἐνδημούσης Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία,
λόγῳ αἱρέσεως, καί ἄλλο ἡ συνοδική καταδίκη ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική
Σύνοδο (ὅπως ἐπί Νεστορίου) αἱρετικῶν Πατριαρχῶν ἤ Παπῶν. Τέτοια, ἐπίσης, ἀπόφασι
ἔλαβε ἡ Στ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία κατεδίκασε τρεῖς Πατριάρχες Κων/πόλεως καί ἕνα
Πάπα Ρώμης ὡς Μονοθελητές. Ἐσεῖς δυστυχῶς, πατέρες, τά συγχέετε, προκειμένου νά
ἀποδείξετε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἔγινε κατόπιν συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Ἄρα λοιπόν, ἡ ἀποτείχισις τό 1009 τοῦ
Πατριάρχου Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμό του Πάπα Ρώμης Σέργιο ἔγινε πρό συνοδικῆς
κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πάπα Σεργίου καί ἄρα εἶναι κατά πάντα σύμφωνος μέ τόν
ὑπό ἐξέτασι Κανόνα. Τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε συνοδικῶς, ἀπό τήν ἐνδημοῦσα
δηλαδή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, αὐτό ἐξυπακούεται, διότι μία τοπική Ἐκκλησία δέν
δύναται δι’ ἄλλου τρόπου νά ἀποφασίση κάτι, καί μάλιστα γιά σοβαρά θέματα
πίστεως. Ὅ,τι δηλαδή συμβαίνει
στήν ἀποτείχισι κάποιου κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀποτείχισι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλη, μόνο πού ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι συνοδική. Ἡ τοπική, ὅμως, αὐτή Ἐκκλησία πού ἔπεσε σέ αἵρεσι, δέν ἔχει καταδικασθῆ, διότι δέν εἶναι ἁρμοδία ἡ μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη ἄλλη, ἀλλά πρέπει νά συνέλθη ἀνωτέρα καί γενικωτέρα Σύνοδος.
στήν ἀποτείχισι κάποιου κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀποτείχισι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλη, μόνο πού ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι συνοδική. Ἡ τοπική, ὅμως, αὐτή Ἐκκλησία πού ἔπεσε σέ αἵρεσι, δέν ἔχει καταδικασθῆ, διότι δέν εἶναι ἁρμοδία ἡ μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη ἄλλη, ἀλλά πρέπει νά συνέλθη ἀνωτέρα καί γενικωτέρα Σύνοδος.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί προκειμένου νά ὑπάρχη
γενικωτέρα καί Πανορθόδοξος ἀπόφασις, τό 1054 μέ τήν ἑδραίωσι τοῦ σχίσματος, ὁ
Πατριάρχης Μιχαήλ ὁ Κηρουλάριος ἀπέστειλε ἐπιστολές πρός τούς ὑπολοίπους
Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐκθέτοντας τήν δημιουργηθεῖσα κατάστασι, τονίζοντας τίς
παπικές πλάνες καί εἰδικά τήν αἵρεσι τοῦ «Filioque», ζητώντας τήν
συμφωνία καί συγκατάθεσί των καί τονίζοντας ὅτι ἔπρεπε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νά
διαγραφῆ πλέον ἀπό τά δίπτυχα.
Μάλιστα, στήν ἀπάντησί του, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας
Πέτρος ἀνέφερε ὅτι πρό πολλοῦ ἡ Ἀλεξάνδρεια εἶχε διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα τόν
Πάπα τῆς Ρώμης, ἀπό τότε δηλαδή πού ὁ Πάπας Βιγίλλιος δέν εἶχε συμφωνήσει μέ
τήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο διά νά ἀναθεματίση τά κεφάλαια τοῦ Θεοδώρητου Κύρου,
τά ὁποῖα ἐστρέφοντο ἐναντίον τοῦ ἁγ. Κυρίλλου: «Περιείχετο τοῖς ἱεροῖς γράμμασι τῆς ἁγιωσύνης σου, φήμην τινά τοῖς σοῖς
ἐνηχηθῆναι ὠσίν, ὡς τόν πάπαν τοῖς ἱεροῖς
ἀναφέρω διπτύχοις, τοῦτο αὐτό ποιούντων καί τῶν ἄλλων (ἁγιωτάτων) πατριαρχῶν,
καί ὡς οὐκ ἔδει τοσοῦτον ἀγνόημα ἀγνοῆσαι, καί μάλιστα πρό τῶν ἄλλων ἐμέ, εἰδότα
ὅτι ἀπό τῆς ἁγίας ἕκτης οἰκουμενικῆς συνόδου καί ἐπίταδε, ἵνα τοῖς σοῖς
χρήσωμαι ῥήμασιν, ἡ ἐν τοῖς ἱεροῖς
διπτύχοις ἀναφορά ἐξεκόπη τοῦ πάπα, διά τό τόν τηνικαῦτα πάπαν Βιγίλλιον μή
ἀπαντῆσαι κατά τήν σύνοδον, μήτε μήν ἀναθεματίσαι τά παρά τοῦ Θεοδωρήτου κατά τῆς
ὀρθῆς πίστεως καί τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γραφέντα∙ καί ἔκτοτε
καί μέχρι τοῦ νῦν ἀποτμηθῆναι τῆς καθ’ ἡμᾶς
ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τόν πάπαν» (Πρακτικά τῶν Συνόδων 3, 549).
...Μέ αὐτά, ἐπίσης, τά ὁποία ὑποστηρίζετε,
διδάσκετε κατ’ οὐσίαν, ὅτι ὁ καθένας στηριζόμενος σέ μία συνοδική ἀπόφασι ἔχει
τήν ἀσφάλεια καί βεβαιότητα ὅτι ἵσταται ἐπί ὀρθοδόξου ἐδάφους, ὁπότε καί οἱ εἰκονομάχοι
θά πρέπει νά ἦταν Ὀρθόδοξοι, διότι ἐστηρίζοντο στίς ἀποφάσεις κάποιων Συνόδων.
Τό ἴδιο βεβαίως ἰσχυρίζονται σήμερα καί οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὅ,τι
πράττουν ἐπικοινωνώντας καί ἀναγνωρίζοντας τούς αἱρετικούς, δηλώνουν ὅτι εἶναι ἀποφάσεις
τοπικῶν καί πανορθοδόξων Συνόδων.
Εἰς τό τέλος αὐτοῦ
τοῦ κεφαλαίου γράφετε τά ἑξῆς:
«Ἐδῶ ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ Τοπική Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως ἀπεσχίσθη ἀπό αὐτήν τῆς Ρώμης πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἐπειδή δέν συνεκρότησε
Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὡστόσο, ὅπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν Συνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μία Τοπική Ἐκκλησία δέν ἀποσχίζεται ἀπό ἄλλη Τοπική μέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά μέ Τοπική».
Ἐδῶ, πατέρες, δείχνετε πάλι σά νά μή
καταλαβαίνετε ἁπλά πράγματα, ἐπειδή προφανῶς δέν ἐναρμονίζονται μέ τίς θεωρίες
σας. Θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ τό χωρίο τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, νά ξεχωρίσετε τό
τοπίο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ καί αὐτό δι’ ἀποτείχισι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τήν Ρώμη
προτοῦ νά καταδικασθῆ αὐτή. Ἄρα λοιπόν καί ὁ Βαλσαμών δέχεται ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφασι
περί ἀποτειχίσεως τῆς Κων/πόλεως δέν ἐσήμαινε καί τήν συνοδική καταδίκη τῆς
Ρώμης. Τό χωρίο τοῦ Βαλσαμῶνος εἶναι τό ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων, μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι
ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρό τοῦ
καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα Ἱερῶν
Κανόνων Β, 695).
Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, τό παρακάμψατε ἀσχολίαστο
τό χωρίο αὐτό, προφανῶς ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τίς ἀπόψεις σας, οἱ ὁποῖες
πάντοτε εἶναι ἀστήρικτες ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς. Αὐτός, νομίζω, εἶναι ὁ λόγος
πού πίπτετε σέ τόσο μεγάλες ἀτοπίες, νά συμπλέετε δηλαδή ἰδεολογικά μέ τούς Οἰκουμενιστές
καί μέ αὐτούς ἀκόμη τούς Παπικούς.
Στή
συνέχεια θά ἀναφερθῶ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἡ ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων ἐπί
Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου». Στό σημεῖο αὐτό τῆς κριτικῆς μελέτης σας
προσπαθεῖτε νά δικαιολογήσετε καί νά ταυτίσετε, τήν τότε δημιουργηθεῖσα –μετά
τό σχίσμα– κατάστασι τῶν Ἑνωτικῶν καί Ἀνθενωτικῶν, μέ τήν σημερινή τῶν Οἰκουμενιστῶν
καί Ἀντιοικουμενιστῶν. Μάλιστα αὐτό τό ἀναφέρετε καθαρά στή σελ. 41 ὡς ἑξῆς: «Ἐντεῦθεν προέκυψε μία ἀένναη καί ἀκατάπαυστη
πάλη καί ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν δύο μερίδων, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Μόνο πού τούς τότε Λατινόφρονες ἔχουν ἀντικαταστήσει οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές».
Μέ τήν θεωρία σας αὐτή, νομίζετε ὅτι εὔκολα θά
δυνηθῆτε νά τοποθετήσετε καί νά ταυτίσετε τούς σημερινούς ἀντιοικουμενιστές μέ
τούς τότε Ὀρθοδόξους ἤ Ἀνθενωτικούς, καί τούς τότε Ἑνωτικούς ἤ Λατινόφρονες μέ
τούς σημερινούς Οἰκουμενιστές. Ὁ σκοπός τῆς ταυτίσεως τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων
εἶναι προφανής, ὅτι δηλαδή αὐτό πού ἔπραττον τότε οἱ Ἀνθενωτικοί πράττουν καί
τώρα οἱ ἀντιοικουμενιστές, μέ τό νά ἐπικοινωνοῦν δηλαδή ἐκκλησιαστικά μέ τούς Οἰκουμενιστές.
Τό ἀναφέρετε μάλιστα κατωτέρω ὡς ἑξῆς: «Ἐκεῖνο
πού πρέπει νά τονιστῆ μετά ἀπό τήν σύντομη αὐτή εἰσαγωγή, εἶναι ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
δέν διέκοπταν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, (παρ' ὅλο πού αὐτοί
δέν εἶχαν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο φρόνημα), παρά μόνον ὅταν αὐτοί προχωροῦσαν, μετά ἀπό
διαλόγους καί συνοδικές διαδικασίες, σέ ἐπίσημη ἕνωση μέ τούς Παπικούς».
Ἡ σύγκρισις ὅμως, πατέρες, καί ταύτησις τῶν
δύο αὐτῶν καταστάσεων εἶναι ἀνεπίτρεπτη καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους γνῶστες τῶν ἐκκλησιαστικῶν
καί θεολογικῶν πραγμάτων καί ἀγωνιζομένους ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτά βλέπομε νά τά πράττουν οἱ Οἰκουμενιστές
καί οἱ Παπικοί, προκειμένου νά δικαιολογήσουν τήν στάσι των καί νά ἀποκοιμίσουν,
ὅσους ἔχουν πνευματικές καί δογματικές ἀνησυχίες καί ἐνδιαφέροντα. Αὐτοί
λοιπόν, δέχονται ὅτι τό «Filioque» ἐπιστεύετο στή Δύσι ἀπό
τόν ΣΤ’ αἰῶνα, ὅτι ὑπῆρχε καί πρίν τό σχίσμα τό πρωτεῖο ἐξουσίας τῆς Ρώμης, ὅτι
ὑπῆρχαν καί τότε μετά τό σχίσμα στήν Ἀνατολή Λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι
εἶχαν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των κλπ. Ἄρα λοιπόν πάλι, πατέρες, ὑποστηρίζετε
αὐτά πού ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὡς αἱρετικοί, ἔχουν τούς
λόγους των νά παίρνουν αὐτές τίς θέσεις.
Ἡ οὐσιώδης διαφορά αὐτῶν τῶν δύο καταστάσεων,
τῶν σημερινῶν δηλαδή Οἰκουμενιστῶν καί τῶν τότε Ἑνωτικῶν ἤ Λατινοφρόνων εἶναι ὅτι
τότε, οἱ Ἑνωτικοί καί Λατινόφρονες, ἦσαν κυρίως οἱ πολιτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι
προσπαθοῦσαν νά ἐπηρεάσουν τούς ἐκκλησιαστικούς ἤ καί νά προσεταιρισθοῦν
κάποιους ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι περιφέροντο στά ἀνάκτορα καί ἤθελαν νά τά ἔχουν
καλά μέ τήν πολιτική ἐξουσία. Οἱ ἐκκλησιαστικοί ὅμως ἄρχοντες καί ποιμένες, οἱ
μοναχοί καί ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι.
Σήμερα συμβαίνει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Οἱ ἐκκλησιαστικοί
δηλαδή ἄρχοντες καί ποιμένες, καί εἰδικά οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, εἶναι
οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὄργανα καί ὑποχείρια καί τῶν
πολιτικῶν ἀρχόντων καί τῶν Παπικῶν καί τῶν Μασόνων καί τῆς Ν. Ἐποχῆς, οἱ
μοναχοί –καί δή οἱ Ἁγιορεῖτες– συνοδοιποροῦν μαζί των, πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων,
ὁ δέ λαός εἶναι ἤ πλήρως ἀδιάφορος ἤ, στήν καλύτερη, περίπτωσι ἄγεται καί
φέρεται ἀπό τούς πνευματικούς καί τίς ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι
στούς οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους.
Τότε λοιπόν, πού οἱ
Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι, δέν ὑπῆρχε
πρόβλημα ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ Λατινόφρονες, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, καί εἰδικά
οἱ ὑπό ἐξέτασιν ὁσιομάρτυρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες, διότι κατά τόν ὅσιο
Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὁ Ἐπίσκοπος πού θά μνημονεύσομε στή Θ. Λειτουργία πρέπει
νά εἶναι Ὀρθόδοξος, χωρίς νά ἐξετάζωμε τά περαιτέρω, μέ ποιόν δηλαδή αὐτός ἐπικοινωνεῖ
ἀπό δειλία καί φόβο ἤ ἀπό ποιόν ἐχειροτονήθη,
ἀρκεῖ νά μήν συλλειτουργῆ μέ αἱρετικούς κλπ. διότι τότε, ἀναφέρει ὁ ὅσιος, δέν
θά εὕρομε κανένα καθαρό καί θά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικά ἀπό ὅλους:
«Ἀλλά τίς ὁ πρός τόν θεῖον Γερμανόν ἀναποδισμός καί τό ἐκεῖθεν ἐκ παντός
ζητεῖν τήν χειροτονίαν; τί γάρ καί οἱ ἐν μέσῳ τρεῖς αἱρετικοί; οὐκ ἔστιν τις μή
ὑπ’ αὐτῶν χειροτονηθείς ἤ ἐκ τῶν πρός αὐτῶν χειροτονηθέντων, κατά κάθοδον μέχρι
Ταρασίου ἀμειβομένης τῆς χειροτονίας. Πόσοι ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν καί βορρᾶ
καί θαλάσσης ἥκασιν ἐν τῷ μεταξύ καί συνήφθησαν διά κοινωνίας τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ
ἱερωμένοι; καί ὅσοι ἄνευ χρημάτων τηνικάδε κεχειροτόνηνται καί κεχειροτονήκασι,
κἄν ᾑρέτιζον; ταῦτα πάντα θεοῦ μόνου γινώσκειν καί οὐκ ἀνθρώπου
διαβεβαιοῦσθαι, καί διά τοῦτο πάντας καθῃρημένους ὑπολαμβάνειν. Ἀλλ’ ἐπεί ἄνθρωποι, ὡς ἄνθρωποι, παρακαλῶ, τά
πράγματα κατίδωμεν. Διότι ἄνθρωπος, εἰς πρόσωπον, θεός δέ εἰς καρδίαν ὁρᾷ, καί ἡ διά στόματος ὁμολογία μόνον ἀπαιτείσθω, ἡνίκα μή
προφανῶς διαψεύδηται˙ καθ’ ἥν καί Ταράσιος τήν χειροτονίαν ἐδέξατο, ἐφ’ ᾗ καί οἱ τότε ζηλωταί
καί ἀκριβεῖς καί συνῆλθον Ταρασίῳ καί ὡμογνωμόνουν, κἄν θᾶττον μετά τήν σύνοδον
διηνέχθησαν πρός τῇ παραδοχῇ κατ’ αὐτούς
τῆς ἐν χρήμασι χειροτονίας καί δι’ ἄλλα τινά ζητήματα. Ἄν τοῦτο γε οὕτω
δοκοίη εὖ ἔχειν καί ὑμῖν, καί πρός τό ἑξῆς βαδιούμεθα˙ ταῦτα γάρ καί ἀπό
Ταρασίου μέχρι τοῦ δεῦρο λεχθήσεται. Τί δέ τό συμπέρασμα; τό ἀπό παντός ἱερέως ἀδιαβλήτου
κατά τόν Θεολόγον καί Χρυσόστομον μετέχειν.
ὁ μέν γάρ φησίν, ἔστω σοι πᾶς ἀξιόπιστος εἰς τήν κάθαρσιν, μόνον ἔστω
τις τῶν ἐγκρίτων καί μή προδήλως κατεγνωσμένων, μηδέ τῶν τῆς πίστεως ἀλλοτρίων˙
ὁ δέ, περιεργάζου, πολυπραγμόνει˙ οὐ γάρ ἀκίνδυνος ἡ ἀνεξέταστος κοινωνία. Περί
γάρ μεγάλων ὁ κίνδυνος.
»Ἐκζητήσωμεν τοίνυν καί πολυπραγμονήσωμεν,
παρ’ οὗ ὀφείλομεν κοινωνῆσαι. Εἰ τήν
πίστιν ὁμολογοίη ὀρθήν, εἰ μή χρήμασι κεχειροτόνηται, εἰ μή τι ἄλλο τῶν κατά
τόν βίον αὐτοῦ ὑποπτευομένων καί ἠκουσμένων σφαλερῶν ἀληθές. Εἰ δέ ὅτι τήν χειροτονίαν καταγομένην ἔχει ἀπό
τοῦ δεῖνος, εἴτε ἐξ αἱρετικοῦ εἴτε ἐκ χρηματοχειροτονήτου, αὐτός δέ οὔτε αἱρετικός
οὔτε ἐν γνώσει ἐκ χρηματολήπτου εἴτουν Σιμωνιακοῦ κεχειροτονημένος, ὁμολογοίη
δέ ὅμως τήν πᾶσαν ἀλήθειαν, τήν τε πίστιν φυλάττειν καί τούς κανόνας ἀπαρατρώτους,
τούς τε κατ’ ἀμφότερα παρατετραμμένους ἀποβαλλόμενος, οὐδείς ἡμῖν λόγος ἀποχῆς
πρός αὐτόν˙ ἀκατάγνωστος γάρ ὁ τοιοῦτος κατά τούς προδεδηλωμένους ἁγίους, καί
δι’ αὐτῶν κατά πάντας.
»Οὕτω τοίνυν καί κοινωνοῦμεν, καί ὑμῖν ταὐτό
ποιεῖν συμβεβουλεύμεθα, εἴπερ ἀκουοίμεθα. Ἐπεί, εἰ περισσότερον διηρεύνηται, ἀποκρούεται
μέν, ὡς δέδεικται, τά τῶν πατέρων παραγγέλματα, ἐκλιμπάνει δέ τοσοῦτον τό τῆς ἱερωσύνης
δῶρον, ἐφ’ ᾧ τό χριστιανοί καλεῖσθαι ἔχομεν, ὡς εἰς ἐθνικήν ἡμᾶς μεταπεσεῖν
λατρείαν (ὅπερ ἄτοπον), πρός τό γε καί ἀκριβευομένους οὕτω μηδέ ἐν δύσει καί ἀνατολῇ
ἀφικομένους εὑρίσκειν τό ζητούμενον, ἀναδρομάδην καθαιρομένων πάντων διά τῆς ἀλληλούχου
συλλειτουργήσεως˙ ἐπειδή προφανῶς τῷ Ρωμαίων προέδρῳ ἐπί Ταρασίου συνιεράτευσαν
οἱ ἐκ τῶνδε ἀποκρισιάριοι ἀποσταλέντες, κἀκεῖνοι τάχα τοῖς τῆς ἑῴας, καί φροῦδα
ἐντεῦθεν τά τῆς ἱερωσύνης˙ ὅ ἀπαγορεύσαντες πάντως καταδεξόμεθα ἐν τῷ
προειρημένῳ κατά τούς ἁγίους μέτρῳ στῆναι. Διότι πολλά συνέβη καί συμβαίνει
τοιαῦτα παραπτώματα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἅ οὐδείς τῶν ἁγίων ηὕρηται οὕτω διερευνήσας
(ὅτι μηδέ οἷόν τε) οὔτε μήν ἐκδέδωκεν φυλάττειν ἡμᾶς» (Φατ.
53, 157, 50-101).
Τό ὅτι δέ οἱ Πατριάρχες ὅλης τῆς περιόδου, ἀπό
τό σχίσμα μέχρι τόν Ἰωάννη τόν Βέκκο, ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι φαίνεται
καθαρά ἀπό τούς Πατριαρχικούς Πίνακες τοῦ Μανουήλ Γεδεών. Μάλιστα γιά τόν
προκάτοχο τοῦ Βέκκου, Ἰωσήφ τόν Α’ ἀναφέρεται ἀπό τόν Γεδεών ὡς «ὀρθοδοξίας στῦλος καί κλέος τῶν μοναχῶν»
καί ὅτι «διώκησε τήν Ἐκκλησίαν μέχρι τοῦ
Μαΐου τοῦ 1275, ὅτε μή δυνάμενος ἐπί πλέον νά ὑπομείνῃ τήν ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ δόγματι ἐμμονήν τοῦ πατριάρχου ὁ λατινόφρων αὐτοκράτωρ
Μιχαήλ ὁ Παλαιολόγος, ἀπεμάκρυνεν ἀπό τοῦ θρόνου» (Πατριαρχικοί Πίνακες
σελ. 286).
Εἶναι γνωστό δέ, ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Βέκκος κατ’
ἀρχάς ἦτο σφόδρα Ἀνθενωτικός καί Ὀρθόδοξος, κατόπιν δέ φυλακίσεως καί ταλαιπωριῶν
ἀπό τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν Παλαιολόγο, μετεστράφη σέ Ἑνωτικό καί
Λατινόφρονα καί μάλιστα ἀποδεχόμενος τίς παπικές πλάνες καί θεωρητικῶς στηρίζων
αὐτές. Αὐτό τό μαρτυροῦν οἱ ἱστορικοί Παχυμέρης καί Νικηφόρος Χοῦμνος καί τό
μεταφέρει ἀπό αὐτούς ὁ Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος στό βιβλίο του «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος» (σελ. 88-91).
Ἐπίσης ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος μᾶς μεταφέρει
τά ἑξῆς στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν καί πιστοποιοῦν τό γεγονός ὅτι οἱ Ἑνωτικοί
καί Λατινόφρονες ἦσαν οἱ πολιτικοί καί κάποιοι κληρικοί, τούς ὁποίους κατά
καιρούς προσεταιρίζοντο, ἐνῶ οἱ Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς ἦσαν Ἀνθενωτικοί καί Ὀρθόδοξοι.
«Ὁ δέ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐτείχιζε μέν
πανταχόθεν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τροφάς εἰσεκόμιζε, πέμπων δέ χρήματα ἐξεπολέμου
κατά τοῦ Καρόλου τούς πέριξ ἐκείνου βασιλεῖς· διεπρεσβεύσατο δέ καί πρός τόν
Πάπαν πολλάκις καί παρεκάλει αὐτόν, ἵνα μή ἐπιτρέψῃ τόν κατά τῶν Ἑλλήνων τοῦ
Καρόλου πόλεμον, τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν ὑπισχνούμενος» (σελ. 85).
Ὀλίγον κατωτέρῳ δέ ἀναφέρει σχετικά μέ αὐτήν
τήν ὑπόθεσι τά ἑξῆς: «Ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ
καλέσας παρ’ αὐτῷ τόν Πατριάρχην Ἰωσήφ, τούς ἀρχιερεῖς καί τινας κληρικούς
προέτρεπεν αὐτούς, ἵνα παραδεχθῶσι τήν τῶν ἐκκλησιῶν ἕνωσιν λέγων, ὅτι οὐδεμίαν
ἀντικανονίαν ἔχει ἡ ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα· προὐβάλλετο δέ
πρός ὑποστήριξιν τῆς ἑαυτοῦ γνώμης τό παράδειγμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰωάννου
Βατάτζη, ὅς ὑπέσχετο τῷ Πάπᾳ νά μνημονεύεται τό ὄνομα αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐάν
ἀπέχῃ νά βοηθῇ τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει Λατίνους» (σελ. 87).
Ὀλίγον δέ ἀνωτέρω, καί κατά τήν περίοδο πού ἡ
Κων/πολις ἦτο ὑπό τήν κυριαρχίαν τῶν Φράγκων, ὁ Α. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Αὐτοκράτορος
τούτου (Ἰωάννου τοῦ Βατάτζη) ἀπέστειλεν
ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ εἰς Νίκαιαν ἐν ἔτει 1233 πρεσβείαν ἐκ δύο Φραγγισκάνων καί
δύο Δομινικάνων μετ’ ἐκθέσεως ὁμολογίας τῆς πίστεως τῶν Λατίνων, οὔτε ὅ τε Αὐτοκράτωρ
καί ὁ Πατριάρχης εὐμενῶς ἐδέχθησαν. Μετά τῶν πρεσβευτῶν τούτων ἐγένοντο δύο
διαλέξεις περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγ. Πνεύματος καί περί τῶν ἀζύμων ἐνώπιον τοῦ
Αὐτοκράτορος, τοῦ Πατριάρχου, πολλῶν ἀρχιερέων καί τῆς Συγκλήτου. Αὐτουργός δέ
τοῦ μετά τῶν πρεσβευτῶν τοῦ Πάπα διαλόγου ἦν ὁ τῶν φιλοσόφων ὕπατος καί μέγας ἐν
λογισταῖς Δημήτριος ὁ Καρύκης καί ὁ πολύς ἐν φιλοσοφίᾳ Νικηφόρος ὁ Βλεμμύδης.
»Ὁ Αὐτοκράτωρ
βλέπων ὅτι ἐκ τῶν διαλέξεων τούτων οὐδεμία ὠφέλεια προσγίνεται, καί ὅτι εἰς ἔριδας
καί λογομαχίας περιῆλθον, προέτεινεν εἰς τά ἐρίζοντα μέρη, ἵνα οἱ Λατῖνοι τά
μέν ἄζυμα τηρήσωσιν, ἀφαιρέσωσι δέ τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ γενομένην προσθήκην. Πρός
ταῦτα ἀπήντησαν οἱ πρεσβευταί τοῦ Πάπα, ὅτι ἡ Λατινική ἐκκλησία οὐδέ ἰῶτα ἕν ἀφίνει
ἐκ τῆς διδασκαλίας αὑτῆς, ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία ὀφείλει νά ὁμοφρονήσῃ τῇ
Λατινικῇ, καί ὅτι πάντα τά κατά Λατίνων γραφέντα πρέπει νά καῶσι. Τότε ὁ μέν
Πατριάρχης Γερμανός, βλέπων ἀδύνατον τήν τῆς ἑνώσεως ἐπίτευξιν, ἐξέδωκε τό κατά
Λατίνων περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος σύγγραμμά του· ὁ δέ Αὐτοκράτωρ
ἐπανέλαβε, συμμαχήσας τοῖς Βουλγάροις
τόν κατά τῶν Λατίνων πόλεμον» (σελ. 78).
Μέ ὅλα αὐτά, πατέρες, πού ἀναφέρω ἀπό τήν ἐκκλησιαστική
ἱστορία καί ἄλλα πολλά πού παραλείπω δέν δύναμαι νά κατανοήσω πῶς συμπεράνατε ὅτι
οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες «μέχρι τῆς
Συνόδου τῆς Λυών δέν διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες».
Αὐτοί ἐμνημόνευον Ὀρθοδόξους καί Ἀνθενωτικούς Πατριάρχες καί μάλιστα Πατριάρχες,
οἱ ὁποῖοι σέ τόσο δύσκολες περιστάσεις καί μέ τόσες πολλές πιέσεις τίς ὁποῖες ὑφίσταντο,
ἐκρατοῦσαν τήν ὀρθόδοξο πίστι καί δέν ὑπεχώρουν οὐδέ βῆμα ποδός. Τό ὅτι δέ, συγχέετε τούς ὀρθοδόξους
Πατριάρχες μέ τούς Λατινόφρονες πολιτικούς καί τό περιβάλλον τους, νομίζω ὅτι εἶναι
σκόπιμο, προκειμένου νά δικαιολογήσετε τήν σημερινή ἀπραξία καί τόν ἐφησυχασμό
τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί βεβαίως νά ἐξισώσετε τούς Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς
τότε Ἀνθενωτικούς καί Ὀρθοδόξους.
Κάποια ἀκόμη στοιχεῖα ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι
ἀναγκαῖον, πατέρες, νά σᾶς δώσω γιά νά κατανοήσετε καί ἐσεῖς καί οἱ ἀναγνῶστες
τῶν κειμένων σας, τό πόσο ἀταίριαστες καί σκόπιμες εἶναι οἱ παρομοιώσεις πού
κάνετε καί ὅτι κατ’ οὐσίαν παρομοιάζετε τήν ἡμέρα μέ τήν νύκτα.
Μία θαυμασία ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ
πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η’ τόν Παλαιολόγο ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ.
Δημητρακόπουλος, σέ ἀνάλογη πρότασι περί ἑνώσεως ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος: «Ὁ Πατριάρχης κατακρίνει ἐν τῇ ἀπολογίᾳ του
τήν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην τῶν Λατίνων, καί ἀποδείκνυσι διά πολλῶν ἰσχυρῶν
μαρτυριῶν, ὅτι οὐκ ἔξεστι τό τοῦ Πάπα ὄνομα ἐν τοῖς διπτύχοις ἐγγραφῆναι.
Περαίνων δέ τήν ἀπολογία λέγει... Μή γοῦν συμπεριενεχθῶμεν τούτοις, μηδέ πρός ἕνα
συμπεριγραφῶμεν περίβολον, ἵνα μή συναμεληθέντες εἰς καταπάτημα καί ἡμεῖς τῷ διαβόλῳ
προτεθησόμεθα. Τί γοῦν βδελυξόμεθα τούτους, ἤ αὐτῶν κατευξόμεθα; οὐδαμῶς· ἀλλά
τό μή χρανθῆναι μέν τῇ κοινωνίᾳ τούτων καί τῆς ψώρας αὐτῶν ἤ τῆς λοιμικῆς νόσου
μετασχεῖν περί πολλοῦ ποιησόμεθα, καί φυλάξωμεν ἑαυτούς κατά πάντα τρόπον καί τῆς
μερίδος αὐτῶν παντάπασιν ἀποσχώμεθα, μή μέντοι ὡς ἐχθρούς αὐτούς ἡγητέον οὐδέ
μισητέον, εἰ καί αὐτοί καθ’ ἡμῶν ἀεί λυσσῶσι καί μαίνονται» (σελ. 89).
Μήπως,
πατέρες, βλέπετε τίποτε κοινό εἰς αὐτήν τήν ὁμολογιακήν ἀπάντησι τοῦ Πατριάρχου
Ἰωσήφ, ἡ ὁποία μάλιστα εἰπώθηκε σέ τόσο δύσκολες συνθῆκες, καί στά σημερινά
«γλοιώδη σάλια» τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα
κλπ.; Παρ’ ὅλα αὐτά ἰσχυρίζεσθε ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες τότε ἐκοινώνουν μέ τούς
Λατινόφρονας ἑνωτικούς μέχρι τήν ἕνωσι τῆς Λυών (1274), ἐνῶ αὐτό ἔπρεπε νά τό ἀναφέρετε
γιά τούς σημερινούς Ἁγιορεῖτες καί, βεβαίως, ὄχι γιά νά ὑπερασπισθῆτε τό
δυνητικόν τοῦ Κανόνος, ἀλλά γιά νά τούς κατακρίνετε γιά τήν ἀποστασία των.
Τά ἴδια ὑπέσχοντο οἱ Παπικοί ἀπεσταλμένοι κάθε
φορά πού ἤρχοντο εἰς τήν Κων/πολι, προκειμένου νά προτείνουν τήν ἕνωσι. Αὐτό τό
ἀναφέρει ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος λίγο πρίν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας: «Ἐπείπερ οἱ ἐκ τῆς Ρώμης, πάντων ἀπαρατρέπτων
μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, καί τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας παραδόσεων ἐγγράφων
τε καί ἀγράφων, ἀξιοῦσιν ἡμῖν ἑνωθῆναι ὅλῃ ψυχῇ, καί πάντα ὁμολογοῦσι τά ἡμέτερα
διαρρήδην, καί πατροπαράδοτα, καί ἅγια εἶναι, πλήν ἕν τοῦτο καί μόνο παρ’ ἡμῶν ἀπαιτοῦσι,
τό μνημονεύειν τόν Ρώμης ὡς ἅγιον ἐν ταῖς ἁγίαις ἡμῶν τελεταῖς· δοκεῖ μοι μηδέν
ἤ μικρόν διαφέρειν, κἀμέ ὑπομνῆσαι περί τούτου τινά, καί κοινῇ τήν καθ’ ἡμᾶς
σύνοδον διασκέψασθαι» (ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ - Τόμος Α’, σελ. 403).
Ὁ αὐτοκράτωρ λοιπόν, ἐφ’ ὅσον ἐπεθύμει τήν ἕνωσι,
ἔστειλε ἀντιπροσωπεία εἰς τόν Πάπα καί μάλιστα ἀνθρώπους πού ἐπρόσκειντο εἰς αὐτόν,
χωρίς βεβαίως τήν συναίνεσι τοῦ Πατριάρχου καί τῆς Συνόδου. Ὁ Ἀνδρ.
Δημητρακόπουλος τό ἀναφέρει ὡς ἑξῆς: «Οὕτως
ἀνηρτημένων τῶν πραγμάτων ἀπεστάλησαν ὑπό τοῦ Αὐτοκράτορος πρεσβευταί πρός τόν
Πάπαν Γρηγόριον ὁ πρό τοῦ Ἰωσήφ πατριαρχεύσας Γερμανός καί ὁ μητροπολίτης
Νικαίας Θεοφάνης καί ἐκ τῶν συγκλητικῶν ὁ μέγας λογοθέτης Γεώργιος ὁ Ἀκροπολίτης,
ὁ πρωτοβεστιάριος Πανάρετος καί ὁ μέγας διερμηνευτής Βερροιώτης, οἵτινες
λαβόντες δύο τριήρεις ἐν μέν τῇ μιᾷ εἰσῆλθον οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν δέ τῇ ἑτέρᾳ,
πλήν τοῦ μεγάλου λογοθέτου, οἱ ἐκ τοῦ βασιλέως, καί ἀπέπλευσαν περί τῆς ἀρχῆς
τοῦ Μαρτίου τοῦ ἔτους 1274, ἐπιφερόμενοι πολλά ἱερά δῶρα, στολάς χρυσοπάστους
καί κατάχρυσα εἰκονίσματα» (σελ. 92).
Ἡ ἕνωσις δέ τῶν «Ἐκκλησιῶν» ἔγινε βάσει τριῶν
κεφαλαίων. Μᾶς τά ἀναφέρει ὁ Ἀνδρ. Δημητρακόπουλος παίρνοντας τά ἱστορικά
στοιχεῖα ἀπό τούς ἱστορικούς Νικηφόρο Χοῦμνο καί Παχυμέρη: «Δέχεται λέγει τήν πρεσβείαν ἀσμένως ὁ Πάπας
καί ὑπισχνεῖται ραδίως ἐκτελέσειν ὁπόσα κατά βούλησίν ἐστι τῷ βασιλεῖ· καί
πέμπει μετά τῶν βασιλικῶν πρέσβεων εὐθύς τούς δεξομένους καί συμβιβάσοντας τήν
κοινωνίαν. Ἦκον οὖν, καί γέγονεν ἡ κοινωνία ἐφ’ ὅρῳ τριῶν κεφαλαίων· ἑνός μέν ἐν
ταῖς ἱεραῖς ὑμνῳδίαις τόν Πάπαν εἰς τά δίπτυχα μνημονεύεσθαι ὁμοῦ τοῖς ἑτέροις
τέτρασι Πατριάρχαις· δευτέρου δέ τῆς ἐκκλήτου· τοῦτο δέ ἐστιν ἐξεῖναι τῷ
βουλομένῳ καθάπερ εἰ μεῖζον καί ἐντελέστερον ἀνατρέχειν δικαστήριον τό τῆς
παλαιᾶς Ρώμης· καί τρίτου τοῦ πρωτεύειν ἐν ἅπασι. Περί δέ τῆς προσθήκης, ἥν ἐκεῖνοι
περί τό ἱερόν καινοτομοῦσι Σύμβολον, ἤ περί ἄλλης οἱασοῦν ὑποθέσεως ἀναγκαστικῆς
τις ἔρις τέως οὐ συνηνέχθη» (σελ. 94).
Ὅταν ἐπέστρεψε ἡ πρεσβεία ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἐπαρουσίασε
στούς κληρικούς τούς ὅρους τῆς ἑνώσεως: «Καί
αὐτός ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ προσκαλέσας τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει κληρικούς “μηδέ
χάριν ἄλλου, ἔλεγε, πραγματεύεσθαι τήν εἰρήνην ἤ τοῦ δεινούς πολέμους ἀνακοπῆναι
καί Ἑλλήνων αἵματα περιποιηθῆναι ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δέ καί πάλιν
τήν Ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδέ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου. Τρισί δέ
κεφαλαίοις καί μόνοις τό πρός τήν τῶν Ρωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον
περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καί μνημοσύνῳ”» (σελ. 95).
Εἰς
τήν Σύνοδον, λοιπόν, τῆς Λυών, τρία πράγματα συνεφωνήθησαν προκειμένου νά γίνη ἡ
ἕνωσις. Τό πρωτεῖον, ἡ Ἔκκλητος καί ἡ μνημόνευσις. Οὔτε ἐτέθη τό θέμα τῆς προσθήκης εἰς τό Σύμβολο, οὔτε
τά ἄζυμα, οὔτε τό καθαρτήριο πῦρ, οὔτε κάτι ἄλλο δογματικό. Τό Πρωτεῖον ὅμως
καί ἡ Ἔκκλητος ἔχουν καθαρά διοικητικό χαρακτῆρα, ἐδίδοντο δέ πρωτεῖα καί ἔκκλητοι
ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους καί στόν Ρώμης καί στόν Κων/πόλεως. Ἀπομένει δέ ἡ μνημόνευσις,
ἡ ὁποία ἔχει δογματικό χαρακτῆρα καί σημαίνει ὅτι μέ αὐτόν, τόν ὁποῖον
μνημονεύομε, ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι. Ἄρα διά τῆς μνηνονεύσεως τοῦ Πάπα ἀπεδέχοντο
οἱ Ὀρθόδοξοι ὅλες τίς δογματικές πλάνες καί ἐκτροπές του, π.χ. τήν προσθήκη εἰς
τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ἄζυμα, τό καθαρτήριο πῦρ κλπ.
Τό
ἴδιο, φυσικά, συμβαίνει καί σήμερα διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Βαρθολομαίου. Ἀποδέχονται,
ὅσοι τόν μνημονεύουν, ὅτι οἱ Παπικοί ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια, ἀποδέχονται τήν
θεωρία «τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», συμμετέχουν διά τῆς μνημονεύσεως στό Π.Σ.Ε.,
στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων κλπ. Αὐτό τό διασαφίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί οἱ ἴδιοι
οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες εἰς τήν ὁμολογιακήν πρός τόν αὐτοκράτορα
ἐπιστολή των: «Ἄνωθεν γάρ
ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· τήν ἐπί
τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο.
Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό
τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως
καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Μία ἐπιπλέον ἀπόδειξις, ὅτι τότε οἱ Πατριάρχες
καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Ὀρθόδοξοι καί Ἀνθενωτικοί, εἶναι ὅτι στούς διαλόγους μέ
τούς Λατίνους πού ἐγίνοντο κατά καιρούς, οἱ Ὀρθόδοξοι ὥριζαν ὡς ἐκπροσώπους ὁμιλητές
τούς πλέον καταλλήλους καί Ἀνθενωτικούς, ὅπως π.χ. τόν Ἰωσήφ τόν Βρυέννιο, τόν
Νικηφόρο Βλεμμύδη, τόν ἅγ. Μᾶρκο τόν Εὐγενικό κλπ., ἐνῶ ἀντιθέτως σήμερα οἱ αἱρετικοί
Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς τοποθετοῦν ὡς ἐκπροσώπους στούς διαλόγους τόν Περγάμου
Ἰωάννη Ζηζιούλα, τόν Μεσσηνίας Χρυσόστομο, τόν Δημητριάδος Ἰγνάτιο κλπ.
(πρωτοπαλλήκαρα πρωτοκλασάτα στελέχη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).
Ἔπειτα ἀπό τά στοιχεῖα πού σᾶς κατέθεσα, εἶναι
ἀνάγκη νά μᾶς ἀποδείξετε κι ἐσεῖς, ποιούς Λατινόφρονες Πατριάρχες ἐμνημόνευαν οἱ
Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών (1274), ὥστε νά κατανοήσωμε, ἀπό
ποιούς ἔπρεπε νά ἀποτειχισθοῦν καί δέν τό ἔπραξαν καί ἔτσι νά φανοῦν ἀληθινές οἱ
θεωρίες σας. Ἄν αὐτό δέν τό πράξετε,
πατέρες, γιά νά ὑπερασπισθῆτε αὐτά πού ἐπικαλεῖσθε στήν κριτική σας μελέτη,
τότε νομίζω ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξις θά εἶναι ἡ ἴδια ἡ στάσι σας καί ἡ σιωπή σας.
Γράφετε πρός τό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τά ἑξῆς:
«Ἄν οἱ ἐν λόγῳ Ὁσιομάρτυρες ἐθεωροῦσαν τούς Λατινόφρονες αἱρετικούς, γιατί δέν ἐφάρμοσαν τόν 15ο
τῆς ΑΒ' καί δέν ἀποτειχίστηκαν ἀπό αὐτούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Λυών, ἀλλά τόν ἐφάρμοσαν
μόνο μετά ἀπό αὐτήν; Ἄν ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, θά ἔπρεπε
νά τόν ἐφαρμόσουν ὁπωσδήποτε καί ἀπέναντι στούς Λατινόφρονες. Φαίνεται εἶχαν
λιγότερο ζῆλο γιά τήν πίστη ἀπό τόν π. Εὐθύμιο! Καί γιατί κατηγορεῖ ἐμᾶς, πού ἀκόμη
ἐξακολουθοῦμε νά ἔχουμε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς σημερινούς Λατινόφρονες
(γράφε Οἰκουμενιστές), ἐνῶ παράλληλα ἀγωνιζόμαστε κατά τῆς αἱρέσεως μέ κάθε
τρόπο, ἐπιζητοῦντες τήν Συνοδική καταδίκη της; Πῶς, οἱ τότε Ὁσιομάρτυρες, δέν ἐμολύνοντο
ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τους μέ τούς Λατινόφρονες καί ἐμεῖς μολυνόμαστε ἀπό
τούς Οἰκουμενιστές;».
Ζητοῦμε λοιπόν, μετά ἀπό αὐτά πού γράφετε,
πατέρες, νά μᾶς ὑποδείξετε ἀπό ποιούς συγκεκριμένα Λατινόφρονες ἔπρεπε πρό τῆς
Συνόδου τῆς Λυών νά ἀποτειχισθοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες καί δέν τό ἔπραξαν,
ὅπως ἰσχυρίζεσθε. Ἄν τελικά, δέν ἀναφέρετε αὐτούς τούς Λατινόφρονες Πατριάρχες
καί Ἀρχιερεῖς, ὁπωσδήποτε θά ἀποδειχθῆ ὅτι καμμία σχέσι δέν ἔχει, οὔτε εἰς τό ἐλάχιστο
ὁμοιότητα, ἡ παρομοίωσις πού ἐκάνατε μεταξύ τῶν σημερινῶν Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν
καί τῶν τότε Ἑνωτικῶν καί Ἀνθενωτικῶν ἀντιστοίχως. Μᾶλλον τό ἕνα ἀποτελεῖ τήν ἀρνητική
φωτογραφία καί εἰκόνα τοῦ ἄλλου.
Θά ἀποδειχθῆ, ἐπίσης, ὅτι δέν σᾶς κατηγορῶ ἐγώ
γιά ἐφησυχασμό καί συμβιβασμό, ἀλλά οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες.
Ἐσεῖς ὅμως, ὡς συνήθως, στρέφεσθε ἐναντίον αὐτῶν τούς ὁποίους θεωρεῖτε ὅτι εὔκολα
μπορεῖτε νά ἀντιμετωπίσετε, ἀλλά δέν καταλαβαίνετε ὅτι οἱ κατήγοροί σας εἶναι ἡ
ἴδια ἡ ἁγ. Γραφή, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καθώς καί τά αἵματα καί τά μαρτύριά
των.
Τελειώνοντας αὐτήν τήν ἑνότητα πρέπει νά ἀναφέρω
ὅτι, ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων ἐπί Βέκκου, ἀποτελεῖ ἀκριβῆ ἐφαρμογή
τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Βέκκος,
κατά τήν περίοδο τῆς ἀποτειχίσεως τῶν Ἁγίων, δέν εἶχε καθαιρεθῆ ἀπό Σύνοδο καί,
ἄρα, ἡ ἀποτείχισις ἔγινε «πρό συνοδικῆς
διαγνώσεως τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας». Τώρα, ἄν πατέρες, ὅπως
ἀναφέρετε, οἱ Ἅγιοι εἶχαν καί ἄλλους Κανόνες ὑπ’ ὄψιν τους, δέν θά ἔχομε ἀντίρρησι,
ἄν φυσικά δέν τά γράφετε αὐτά μέ κάποια σκοπιμότητα ἤ γιά νά θολώσετε κοινῶς τά
νερά, δηλαδή, ἄν δέν τά γράφετε γιά νά περιθωριοποιήσετε τόν ἐν λόγῳ Κανόνα ἤ
γιά νά μεταφέρετε ἀλλοῦ τό θέμα κλπ.
___________________________
(*) Τρικαμηνᾶ Εὐθυμίου, ἱερομονάχου, «Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΕ΄ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ
ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΕΩΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΗΡΥΣΣΟΝΤΟΣ ΕΠ’ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΙΡΕΣΙ».
(**) Τρικαμηνᾶ Εὐθυμίου, ἱερομονάχου, «Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ Ι. ΜΗΤΡ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ», Εἰς περιοδ. «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος»,
τ. 15-16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.