Πενήντα περίπου χρόνια
μετὰ ἀπὸ τὸν σάλο, ποὺ οἱ
ἰδέες καὶ τὸ
ἔργο του εἶχαν
προκαλέσει στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία –μὲ
ἀποτέλεσμα τὸν παρ’ ὀλίγον
ἀφορισμό του ἀπὸ
τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος–
ὁ Νίκος Καζαντζάκης ἐπανέρχεται δυναμικὰ
στὴν ἐπικαιρότητά μας, τόσο μέσῳ ἑνὸς
θεολογικοῦ χώρου, ὅσο καὶ
μέσῳ ἑνὸς πανελλαδικοῦ φορέα ἐνημέρωσης.
Καί, ὁ
μὲν θεολογικὸς χῶρος
–σὲ «στρογγυλὴ τράπεζα», μὲ
θέμα «Πνευματικότητα καὶ Θρησκευτικότητα στὸ
Νίκο Καζαντζάκη»–
φαίνεται ὅτι τὸν…ἐξαγιάζειii. Ἀπὸ
τὴν πλευρά του, ὁ φορέας ἐνημέρωσης
τὸν διαφημίζει πανελλαδικῶς ὡς
«διαχρονικὸ στοχαστὴ» καὶ
ὡς «μεγάλο Ἕλληνα» καὶ
τὸν χαρακτηρίζει ὡς «οἰκουμενικὸ
λογοτέχνη» καὶ ὡς «πιὸ ἐπίκαιρο
ἀπὸ ποτέ»· πληροφορεῖ δὲ
τὸ εὐρύτερο κοινὸ ὅτι,
τὸ φύλλο τῆς Κυριακῆς
2.12.2013 συνοδεύεται ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ «Ταξιδεύοντας–Αγγλια»iii.
Γιατί «Ἐπίκαιρος»; Ποιά, ἄραγε,
μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ
Νίκου Καζαντζάκη σ’ αὐτὴν τὴν κρίσιμη κατάσταση, τὴν ὁποίαν
πολλοὶ χαρακτηρίζουν ὡς ἀνθρωπιστικὴ
κρίση,
ὡς κοινωνικὸ ὁλοκαύτωμα, ὡς
σιωπηλὴ γενοκτονίαiv καὶ ὡς
εἰρηνικὴ ἀντικατάσταση
πληθυσμοῦ (δηλαδή, ἐθνοκάθαρση);
Πῶς,
δηλαδή, θὰ μποροῦσαν οἱ
ἰδέες τοῦ «μεγάλου Ἕλληνα»
–οἱ ἴδιες πού, πρὸ πεντηκονταετίας, εἶχαν
προκαλέσει τόσο σάλο καὶ τὸν παρ’ ὀλίγον ἀφορισμὸ
του– νὰ βοηθήσουν τὸν σημερινὸ
Ἕλληνα ἀναγνώστη νὰ
ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκ
βάθρων ἀνατροπὴ ὅλων
τῶν δεδομένων, τῶν ἀξιῶν
καὶ τῶν θεσμῶν τῆς
κοινωνίας του, ἀλλὰ καὶ τὸν φυσικὸ ἀφανισμό
του, στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης;
Καζαντζάκης καὶ Παγκοσμιοποίηση: Τὶς
«ἀπάντησες» στὰ ἐρωτήματα
αὐτὰ δίνει, τὸ 1940, ὁ
ἴδιος ὁ Καζαντζάκης στὸ
προσφερόμενο “ταξιδογράφημά” του, στὸ ὁποῖο
αἰφνιδιάζει τοὺς ἀνυποψίαστους
ἀναγνῶστες του ὑπεισάγοντας,
τόσο τὸ μεταφυσικό του ὅραμα γιὰ
ἕναν νέο, πλανητικῆς
ἐμβέλειας, πολιτισμό, ὅσο
καὶ τοὺς ὅρους γιὰ τὴν
πραγματοποίησή του. Συγκεκριμένα, στὸν πρόλογό του, ὁ
«διαχρονικὸς διανοητὴς» διαμηνύει στοὺς
ἀναγνῶστες του ὅτι, διαχρονικά, γιὰ
νὰ γίνει «τὸ μέγα πήδημα ἀπὸ τὸν ἕνα πολιτισμὸ στὸν ἄλλο», εἶναι «ἀπαραίτητο
νὰ προηγηθεῖ ἡ καταστροφή, νὰ γκρεμιστοῦν πολλὰ σεβαστὰ κι ἀγαπημένα ποὺ ἐμποδίζουν καὶ ν’ ἀνοίξει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἡ ψυχὴ καινούριο δρόμο».
Καζαντζάκης καὶ Νέα Ἐποχή: Αὐτὸ ποὺ καθιστὰ τὸ
συγκεκριμένο “ταξιδογράφημα” ξεχωριστὸ εἶναι
ὅτι,
μέσα σὲ περίπου τριάντα ἀπὸ
τὶς 250 σελίδες του, ὁ Καζαντζάκης
συμπυκνώνει, μὲ τὴν «θρησκευτικότητα» καὶ τὴν
«πνευματικότητά» του, τὰ θεμελιώδη μηνύματα καὶ τὶς
μεθοδεῖες τῆς Νέας Ἐποχῆς,
ποὺ εἶναι ἡ ἠθικο-μεταφυσικὴ
σπονδυλικὴ στήλη τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ
τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων. Αὐτὲς
οἱ λίγες σελίδες φαίνεται ὅτι ἐνέπνευσαν
πολλούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ διάσημους διανοητές, ὅπως
π.χ. τὸν νεομαρξιστὴ Ἐντγκὰρ
Μορέν, πασίγνωστο Ἀποδομιστὴ καὶ
μέγα ὑπέρμαχο τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ
τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων.
Καζαντζάκης καὶ Ἀποδόμηση: Σημειωτέον ὅτι, ἡ
Ἀποδόμηση εἶναι ἕνα
εἶδος (ἀντι)φιλοσοφικῆς
σκέψης ποὺ ἀποσυνθέτει τὸ
σύνολο τῆς δυτικῆς σκέψης (καί, κατὰ
συνέπεια, ὅλα τὰ δεδομένα τοῦ δυτικοῦ
πολιτισμοῦ), τὰ ὁποία ἀνασυνθέτει σὲ
ἕνα νέο μόρφωμα. Μὲ τὸ
νέο αὐτὸ μόρφωμα, οἱ ἀποδομιστὲς
ἀναπροσαρμόζουν τὴν
σκέψη
τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου
(καί, κατὰ συνέπεια, τὴν δομὴ
τῆς προσωπικότητάς του) στὰ δεδομένα τῆς
παγκοσμιοποίησης, ὅπως ἀκριβῶς τὸ περιέγραφε ὁ Καζαντζάκης στὸν
συγκεκριμένο πρόλογο, τὸ 1940:
«Ἑκατομμύρια ἀγωνιστὲς τὴ στιγμὴ τούτη, καὶ στὶς πέντε ἠπείρους, ἐκτελοῦν τέλεια τὸ ἱερὸ προδρομικὸ ἔργο τῆς ἀποσύνθεσης· οἱ πνεματικοὶ ἄνθρωποι ἂς δουλεύουν, ὅσο μποροῦν, ἀπὸ τώρα, τὰ στοιχεῖα τῆς σύνθεσης».
Μοιραία Ἀναγκαιότητα: Στὸν
συγκεκριμένο πρόλογο, ὁ Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τὸ φοβερὸ
αἱματοκύλισμα μεταξὺ τῶν
δύο ἀντιμαχόμενων πλευρῶν, κατὰ
τὸν πόλεμο τοῦ 1940, ὡς
«ἀνατριχιαστικὴ δαιμονικὴ
δράση», ὡς «σπάταλη θυσία ζωῆς», ὡς
«ὁμαδικὸ παραλήρημα» κ.ο.κ.
Παρ’ ὅλα
ταῦτα, δὲν τάσσεται ἐμφανῶς
ὑπὲρ κάποιας ἐξ αὐτῶν,
ἀλλὰ οὔτε καὶ
ὑπὲρ τῆς
εἰρήνης. Καὶ τοῦτο
διότι πιστεύει ὅτι, ὁ «ἐλεύτερος» ἄνθρωπος πρέπει νὰ
δεῖ «σφαιρικὰ» τὶς «δύο παραταξες ποὺ ἀποτελοῦν τὴ συμπαγῆ ἁπλοϊκὴ καὶ βελάζουσα μᾶζα τοῦ σκεπτόμενου ὄχλου»· ὅτι,
δηλαδή, πρέπει νὰ τὶς κρίνει μὲ «ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνεξαρτησία» καὶ μὲ
«ἀθόλωτο μάτι –ἀθόλωτο κι ἀπὸ τὸ μῖσος κι ἀπὸ τὴν ἀγάπη». Μόνον ἔτσι,
ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀντιληφθεῖ
ὅτι, τέτοια αἱματοκυλίσματα ἐντάσσονται
στὰ πλαίσια τῆς διαχρονικῆς
σύγκρουσης μεταξὺ δύο κόσμων· μίας σύγκρουσης ποὺ
–σύμφωνα μὲ τὸν «διαχρονικὸ στοχαστή»–
ἀποτελεῖ, διαχρονικῶς, «μοιραία ἀναγκαιότητα».
Ἰδού,
λοιπόν, μία πρώτη ἀπάντηση στὶς ἀγωνίες
τοῦ ἀπεγνωσμένου Ἕλληνα: νὰ
γίνει «ἐλεύτερος», ὥστε νὰ
ἀντιληφθεῖ ὅτι,
ὁ οἰκονομικὸς πόλεμος ἐθνοκάθαρσης,
ποὺ οἱ δυνάμεις τῆς παγκοσμιοποίησης ἔχουν
ἐξαπολύσει ἐναντίον τοῦ
ἰδίου, τῆς κοινωνίας καὶ
τοῦ πολιτισμοῦ του, ἀποτελεῖ
διαχρονικὴ καὶ «μοιραία ἀναγκαιότητα», γιὰ
«ν’ ἀνοίξει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἡ ψυχὴ καινούριο δρόμο»!
Ὁ «Ἐλεύτερος»: Τί, ὅμως,
εἶναι ἐλευθερία; Καὶ τί ἐννοεῖ
ὁ Καζαντζάκης μὲ τὸν
χαρακτηρισμὸ «ἐλεύτερος»; Πῶς θεωρεῖ
ὅτι γίνεται κάποιος «ἐλεύτερος»; Ἀπὸ
τί τὸν καλεῖ νὰ
“ἀπελευτερωθεί”; Καί, ποιὸ εἶναι
τὸ τίμημα τῆς «ἐλευτερίας»
του;
Διαχρονικὴ
ἀπάντηση στὰ περὶ
τῆς ἐξωτερικῆς
ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου
ἔδωσαν ἡ Σεισάχθεια (ἀρχὲς
6ου αἰ. π.Χ.) καὶ ἡ
Μάχη τοῦ Μαραθῶνα (490 π.Χ.)· ἐνῷ
στὰ περὶ τῆς ἐσωτερικῆς
ἐλευθερίας του, ἔδωσε ἡ
Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση.
Γιὰ
τὸν Καζαντζάκη, ὅμως, «ἐλεύτερος»
γίνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἡ
ψυχὴ τοῦ «ἔχει κουνηθεῖ», ἔχει
«κάμει ἕνα βῆμα πιὸ πέρα, νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὶς παλιὲς ἠθικές, ποὺ κατάντησαν ἀνηθικότητες, σκλαβιὲς καὶ θάνατος, καὶ νὰ δημιουργήσει ἕνα καινούριο ὅραμα: ἕνα νέο πολιτισμό». Κατ’ αὐτόν,
δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ἐλεύτερος» ὅταν
ἡ ψυχή του –ἐμπνεόμενη ἀπὸ
τὸ ὅραμα ἑνὸς
νέου πολιτισμοῦ– ἔχει κενωθεῖ ἀπὸ
κάθε συναίσθημα μίσους ἢ ἀγάπης καὶ ἔχει
ἀπελευθερωθεῖ
ἀπὸ τὸ
σύνολο τῶν δυτικῶν ἠθικῶν
ἀξιῶν.
Ὁ Ἀπάνθρωπος Νοῦς: Ἔχοντας «γλυτώσει» τὴν δική του ψυχὴ
ἀπὸ τὶς «παλιὲς ἠθικές»,
ὁ «ἐλεύτερος» πλέον Καζαντζάκης ὑπαγορεύει
στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ τὸ
πὼς πρέπει, ὡς «ἐλεύτεροι»,
νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν πόλεμο τοῦ
’40 ποὺ μαίνεται:
«Κι οἱ πιὸ πνεματικοὶ ἄνθρωποι, κι οἱ πιὸ νηφάλιοι, σιγὰ σιγὰ παρασύρουνται ἀπὸ τὸ στρόβιλο καὶ μπαίνουν στὸν ἀγῶνα. Μονάχα ἕνας νοῦς ποὺ θὰ ‘βλέπε ἀπὸ πολὺ μεγάλο ὕψος τὴν ἐποχή μας θὰ δικαίωνε ἐξίσου ὅλους τους ἀγωνιζομένους. Ποῦ θὰ πολεμήσεις, ἀριστερὰ ἢ δεξιά, γιὰ τὸν ἀπάνθρωπο αὐτὸ νοῦ δὲ θὰ ‘χε καμιὰ σημασία. Σημασία θὰ 'χε ἡ ἁγνότητα, ἡ ἔνταση τοῦ ἀγῶνα, ἡ θυσία. Μὰ ἕνας τέτοιος νοῦς, σήμερα, δύσκολο νὰ ὑπάρξει».
Εἶναι
φανερὸ ὅτι, ὁ νοῦς, ὁ ὁρῶν τὰ πάντα ἀπὸ
«πολὺ μεγάλο ὕψος», ὁ
σπάνιος καὶ τόσο δυσεύρετος νοῦς, τὸν
ὁποῖον ἐξυμνεῖ ὁ
Καζαντζάκης, εἶναι ὁ δικός του. Χαρακτηρίζοντας, ὅμως,
τὸν νοῦ του «ἀπάνθρωπο», ὁ
«μεγάλος Ἕλληνας» ἀποκαλύπτει ἐμμέσως
ὅτι, οἱ «παλιὲς
ἠθικὲς» τὶς ὁποῖες τόσο περιφρονεῖ καὶ
ἀπορρίπτει, εἶναι αὐτὲς
ποὺ ἐπικεντρώνονται στὸν ἄνθρωπο.
«Παλιὲς Ἠθικὲς» καὶ Ἀποδόμηση: Ἀλλά,
τέτοιες, εἶναι μόνον ὁ ἀρχαιοελληνικὸς
ἀνθρωπισμὸς καί, στὴν
συνέχεια, μόνον ὁ Ὀρθόδοξος θεοανθρωπισμός. Αὐτὸ
ποὺ καθιστᾶ τὶς
ἀξίες ἀμφοτέρων ἀδιαπραγμάτευτες
εἶναι ὅτι αὐτὲς προστατεύουν τὴν ἐξωτερικὴ
καὶ ἐσωτερικὴ
ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου
ἀντιστοίχως· αἰτούμενες ἀπὸ
αὐτὸν νὰ τὶς ἐπιδιώκει ἐνεργὰ
καὶ νὰ τὶς ὑπερασπίζεται μὲ τὴν
ζωή του.
Ὅταν,
λοιπόν, ὁ «μεγάλος Ἕλληνας» μὲ
τὸν «ἀπάνθρωπο νοῦ» χλευάζει τὶς
«παλιὲς ἠθικές», χλευάζει τὸ σύνολο τῶν
ἀδιαπραγμάτευτων ἀξιῶν
τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ,
μὲ πρώτη τὴν ἐλευθερία
τοῦ ἀνθρώπου –ἐξωτερικὴ
καὶ ἐσωτερική. Καί, ὅταν παρουσιάζει ὡς
τὸ μέγιστο προσὸν ἑνὸς
«πνεματικοῦ καὶ νηφάλιου» ἀνθρώπου, τὴν
τήρηση ἴσων ἀποστάσεων μεταξὺ
ἐπιτιθεμένων καὶ ἀμυνομένων
–καί, μάλιστα, ἐν μέσῳ πολέμου–, ἀποδομεῖ
τὸ ἀδιαπραγμάτευτο τοῦ ἀγῶνα
προάσπισης τῶν ἐλευθεριῶν
αὐτῶν.
Τὸ Ψήλωμα τοῦ Νοῦ: Ὅταν,
πάλι, χλευάζει τὴν «συμπαγῆ ἁπλοϊκὴ καὶ βελάζουσα μᾶζα τοῦ σκεπτόμενου ὄχλου» καὶ καλεῖ τὸν
ἀναγνώστη νὰ φθάσει στὸ
ἴδιο «πολὺ μεγάλο ὕψος» τοῦ
δικοῦ του «ἀπάνθρωπου νοῦ»,
ὁ «μεγάλος Ἕλληνας» ἐξωθεῖ
τὸν ἀναγνώστη νὰ γίνει –ἀπὸ
ἀδιάφορος, ἢ χλιαρός, ἢ
ἁπλὰ ἀντιδραστικός– ἐνεργὰ
καὶ συνειδητὰ «ἀπάνθρωπος». Μὲ
ἄλλα λόγια, τὸν ἐξωθεῖ
νὰ ἀπεμπολήσει ἐνεργὰ
ἀμφότερες τὶς «παλιὲς
ἠθικές», ποὺ δόμησαν τὴν
προσωπικότητα καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ ποὺ
προάσπιζαν τὴν ἐλευθερία του, ὡς πολίτη καὶ
ὡς προσώπου, γιὰ νὰ
προσχωρήσει ἐνεργὰ –καί, μάλιστα, χωρὶς νὰ
τὸ ἀντιληφθεῖ– στὴν
μεταφυσικὴ ἀντίληψη τοῦ Καζαντζάκη.
Ποιά, ὅμως,
εἶναι ἡ ἀντίληψη
αὐτή;
Ἡ «Θρησκευτικότητα» καὶ ἡ «Πνευματικότητά» του: Εἶναι ἀλήθεια
ὅτι, ἡ λογοτεχνικὴ δεινότητα τοῦ
Καζαντζάκη, μὲ τὶς μεγαλειώδεις καὶ ὑψηλόφρονες
νιτσεϊκὲς ἐξάρσεις της, κάνουν τὰ κείμενά του τόσο
γοητευτικά, συναρπαστικὰ καὶ μεθυστικά, ὥστε οἱ
ἀνυποψίαστοι ἢ ἀποίμαντοι
ἢ “προοδευτικοὶ” ἀναγνῶστες
του νὰ μὴν ἐντοπίζουν τὰ λεκτικὰ
καὶ νοητικά τους ἅλματα. Ἔτσι,
δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι, ἡ
μεταφυσικὴ ἀντίληψη ποὺ τὰ
διαποτίζει εἶναι ἀνηλεῶς ἀντιανθρώπινη καὶ –κατὰ
συνέπεια– βαθύτατα ἀντιχριστιανικὴ καὶ
ἀνελεύθερη. Ὅσοι δὲ
ἐξ αὐτῶν τὸ συνειδητοποιοῦν, τὴν
ἀποδέχονται ὡς «μοιραία ἀναγκαιότητα»,
γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν καὶ
αὐτοὶ ὅσο “δυνατοί”, «ἐλεύτεροι» καὶ
ἀπάνθρωποι ὅσο καὶ
αὐτός.
Ὁ
ἴδιος, πάντως, μιμούμενος ἢ ἀντιποιούμενος
–ἢ ἀρνούμενος;– τὴν Καλὴ
Ἀγγελία τοῦ χριστιανισμοῦ
–δηλαδή, τὸ Εὐαγγέλιο–, χαρακτηρίζει τὸ μεταφυσικό του ὅραμα
ὡς «καλὴ Ἀγγελία». Σημειωτέον ὅτι, ἀργότερα,
καὶ ὁ νεομαρξιστὴς Ἀποδομηστὴς
Ε. Μορὲν κηρύττει τὸ «νέο εὐαγγέλιό»
του, ἡ «Ἀντι-εὐαγγελικὸ Εὐαγγέλιο»
τῆς παγκοσμιοποίησης, στὸ ὁποῖο
δίνει ἀνάλογο περιεχόμενο.
Μὲ
ἄλλα λόγια, ὁ Καζαντζάκης καλύπτει
τὴν ἀντιανθρώπινη, ἀντιχριστιανικὴ
καὶ ἀνελεύθερη «θρησκευτικότητά» του –καὶ
τὴν ἔκταση τῶν
ἐπιπτώσεών της στὴν
κοινωνία καὶ στὸν δυτικὸ
πολιτισμὸ– μὲ τὴν
ὑψιπετῆ «πνευματικότητά» του·
δηλαδή, μὲ τὸν μανδύα τῆς “ἀνώτερης”
καὶ τῆς “ὑψηλής” σκέψης τοῦ «ἐλεύτερου»
καὶ “δυνατοῦ” ἀνθρώπου
μὲ τὸν «ἀπάνθρωπο νοῦ».
Δημιουργικὴ Καταστροφή: Ἔτσι,
ἐξαγγέλλει στοὺς ἀναγνῶστες
του ὅτι: «Ἡ ἀνθρωπότητα βρίσκεται σὲ ἀπότομη στὴν πορεία τῆς στροφή· κι ὅπως πάντα σὲ τέτοιες ἀπότομες στροφές(…) Δὲν ἀρκεῖ ἡ καλυτέρεψη, ἡ ἀναθεώρηση, ἡ συνέχεια: ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἐνίωσε πιὰ τὴν ἀνάγκη νὰ γίνει συθέμελη ἀνατροπή, ἀλλαγὴ μετώπου, νέα ἱεραρχία
στὶς ἀξίες, νέα ἀνατίμηση τῆς ἀρετῆς».
Γιὰ
νὰ «βροῦμε τὴ λύτρωση», εὐαγγελίζεται
ὁ «διαχρονικὸς στοχαστὴς»
(ποὺ δὲν τὴν εἶχε βρεῖ σὲ
καμμία ἀπὸ τὶς δύο ἀπελευθερώσεις τῶν
«παλιῶν ἠθικῶν»), πρέπει νὰ γίνει τὸ
«μέγα πήδημα ἀπὸ τὸν ἕνα πολιτισμὸ στὸν ἄλλο». Ὅμως, εἶναι «ἀπαραίτητο νὰ προηγηθεῖ ἡ καταστροφή, νὰ
γκρεμιστοῦν πολλὰ σεβαστὰ κι’ ἀγαπημένα ποὺ ἐμποδίζουν καὶ ν’ ἀνοίξει ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ἡ ψυχὴ καινούριο δρόμο».
Ἑπομένως,
ὡς μόνη λύτρωση γιὰ τὸν
συντελούμενο ἀφανισμὸ τοῦ
σύγχρονου Ἕλληνα καὶ τῆς
Ἑλλάδος, ὁ «μεγάλος Ἕλληνας»
τοῦ προτείνει τὸν «ἀπάνθρωπο
νοῦ», ὥστε νὰ δεῖ
πέρα «ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴν
ἀγάπη», ὅτι: ὁ
ἴδιος, ἡ κοινωνία του καὶ
ὁ πολιτισμός του
συνιστοῦν ἐμπόδια γιὰ νὰ
γίνει τὸ «μέγα πήδημα ἀπὸ τὸν ἕνα πολιτισμὸ στὸν ἄλλο»· καὶ ὅτι, ὡς ἐκ τούτου, τὸ αἱματοκύλισμά
του καὶ ἡ «συθέμελη»
καταστροφή τους, ἀποτελοῦν μοιραία ἀναγκαιότητα.
Ὁ «Μεγάλος Σκοπός»: Σημειωτέον ὅτι, ἐν
μέσῳ τῶν καταστροφικῶν ἐπιθέσεων
τῶν δυνάμεων τοῦ ναζισμοῦ,
τὸ 1940, ὁ Καζαντζάκης προσθέτει
καὶ τὸ ἑξῆς συγκλονιστικό: ὅτι, οἱ
ἀγωνιζόμενοι στὶς «δύο παράταξες» (δηλαδή, τόσο οἱ
ἐπιτιθέμενοι, ὅσο καὶ
οἱ ἀμυνόμενοι) εἶναι,
κατὰ βάθος, «κρυφοὶ συνεργάτες καὶ μάχουνται γιὰ τὸν ἴδιο μεγάλο σκοπό. Ποιὸ σκοπό; Νὰ κουνηθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου» γιὰ
νὰ «δημιουργήσει ἕνα καινούριο πολιτισμό».
Τὸ
μήνυμα, ἑπομένως, ποὺ στέλνει ὁ
«διαχρονικὸς στοχαστὴς» στοὺς
σημερινοὺς Ἕλληνες ἀναγνῶστες
εἶναι ὅτι, θὰ βροῦν
τὴν «λύτρωση» ἐὰν αἰσθανθοῦν
–καὶ ἐὰν σταθοῦν– ἀλληλέγγυοι πρὸς
ὅσους τοὺς καταστρέφουν, δεδομένου ὅτι,
καὶ οἱ δυό τους –θύτες καὶ θύματα–, εἶναι
«κρυφοὶ συνεργάτες ποὺ μάχουνται γιὰ τὸν ἴδιο μεγάλο σκοπό»: τὴν
δημιουργία τοῦ νέου “πολιτισμοῦ” τῆς
παγκοσμιοποίησης.
«Νεαροὶ» καὶ «Ὡριμασμένοι» Ὀργανισμοί: Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ
Καζαντζάκης ἐντάσσει κάθε τέτοια “δημιουργικὴ
καταστροφὴ” στὴν διαχρονικὴ σύγκρουση μεταξὺ
τῶν δύο «βαθύτερων ὁρμῶν» τοῦ
ἀνθρώπου: τῆς Πείνας καὶ
τοῦ Φόβου.
Σύμφωνα μὲ
τὸν «διαχρονικὸ στοχαστή»,
συγκρούονται –διαχρονικὰ καὶ ἀπὸ μοιραία ἀναγκαιότητα– ἀπὸ
τὴν μία, οἱ πεινασμένοι, «γεροί», «ζωντανοί», «νεαροὶ ὀργανισμοί», ποὺ –γιὰ νὰ βροῦν «θροφὴ» γιὰ «νὰ μὴν πεθάνουν» καὶ λαχταρώντας ἕναν «πιὸ
δίκαιο κόσμο»– κάνουν πόλεμο· καί, ἀπὸ
τὴν ἄλλη, οἱ «ὡριμασμένοι ὀργανισμοί», ποὺ –χορτασμένοι, καὶ
ἐπειδὴ φοβοῦνται ὅτι
θὰ χάσουν τὰ κεκτημένα τους–
θέλουν «νὰ μὴν ἀνατραπεῖ ἡ καθιερωμένη τάξη» καὶ
γι’ αὐτὸ θέλουν εἰρήνη (γιὰ
τὴν ἐλευθερία τους, ὁ Καζαντζάκης δὲν
κάνει λόγο).
Μὲ
αὐτὰ τὰ κρυπτομαρξιστικά, ψευδοανθρωπιστικά, παραχριστιανικὰ
καὶ ἄκρως συγκινησιακὰ ἐπιχειρήματα,
ὁ «διαχρονικὸς στοχαστὴς»
ἐξωθεῖ τὸν ἀνυποψίαστο ἀναγνώστη νὰ
προτιμήσει, μεταξὺ τῶν δύο «βαθύτερων ὁρμῶν»
τοῦ ἀνθρώπου, τὴν Πεῖνα.
Δικαιώνοντας, ὅμως, τὴν Πεῖνα
ὡς διαχρονικὴ ὁρμὴ
γιὰ ἀναζήτηση «θροφῆς», ὁ
Καζαντζάκης τὴν δικαιώνει καὶ ὡς
διαχρονικὴ ἀφορμὴ γιὰ
πόλεμο,
καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ὡς διαχρονικὴ
ἀφορμὴ γιὰ ἐπιθετικὸ πόλεμο. Ταυτόχρονα,
διαστρέφει –καὶ τεχνηέντως εὐτελίζει μέσα στὴν
συνείδηση τοῦ ἀναγνώστη– τὴν ἔννοια
τῆς εἰρήνης· διότι τὴν παρουσιάζει ὡς
προϊόν του Φόβου τῶν χορτασμένων, δειλῶν, ἄδικων
καὶ ὥριμων πρός… βρῶσιν κοινωνιῶν.
Πεῖνα καὶ «Θροφή»: Ἔχοντας ἔτσι
πλέον διασφαλίσει τὴν δικαίωση τοῦ ἐπιθετικοῦ
πολέμου, ὁ «οἰκουμενικὸς λογοτέχνης»
παραμερίζει, μὲ ἀξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία, τὸ βασικὸ
ὑποστηρικτικό του ἐπιχείρημα:
τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς
πείνας.
Τώρα, ὡς
Πεῖνα, ὁρίζει τὴν ὁρμὴ
τοῦ «ξαγριεμένου» ἀνθρώπου
«ν’ ἁπλώσει ὅσο μπορεῖ περισσότερο γύρα του τὴν δύναμή του, ν’ ἁρπάξει,
νὰ κατακτήσει, νὰ κάμει δικό του, νὰ φάει», πού, ὅμως, ἀκυρώνει
τόσο τὰ συγκινησιακὰ περὶ
ἀναζήτησης «θροφῆς» τῶν
ἐπιτιθεμένων «γιὰ νὰ
μὴν πεθάνουν», ὅσο καὶ
τὸ δευτερεῦον ἐπιχείρημά
του περὶ τῆς «λαχτάρας» τους γιὰ ἕναν
«πιὸ δίκαιο κόσμο».
Μὲ
ἄλλα λόγια, μεταπηδώντας ἀπὸ
τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς
Πείνας, στὴν μεταφορική της ἑρμηνεία, ὁ
Καζαντζάκης προσδίδει μεταφορικὴ ἑρμηνεία
καὶ στὴν ἔννοια τῆς «θροφῆς».
Τώρα, ὡς «θροφὴ» τῶν
ἐπιτιθεμένων θέτει τὴν ἱκανοποίηση
τῶν πιὸ ἐξουσιαστικῶν,
ἁρπακτικῶν, ἀνηλεῶν,
ἄλογων καὶ ἀνθρωποκτόνων
ὁρμεμφύτων τους. Μὲ αὐτὸν
τὸν ἀριστοτεχνικὸ τρόπο, καταλήγει νὰ
δικαιώνει τὴν ἀπὸ μέρους τῶν «ξαγριεμένων» ὑποδούλωση
καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῶν
«ὡριμασμένων», δειλῶν, χορτασμένων καὶ
ἄδικων κοινωνιῶν.
Ἐπιλεκτικὴ Ἀπανθρωπιά: Σημειωτέον ὅτι, ἡ
ἀπανθρωπιὰ ἔναντι
τῶν ἀδυνάμων τὴν ὁποίαν
καλλιεργεῖ ἡ νιτσεϊκὴ δυναμολαγνεία τοῦ
Καζαντζάκη, στρέφεται ΜΟΝΟΝ ἐναντίον τῶν
εἰρηνικῶν κοινωνιῶν, τὶς
ὁποῖες διαβάλλει στὴν συνείδηση τῶν
ἴδιων τῶν μελῶν
τους, ὡς χορτασμένες, δειλές, ἀδύναμες κ.λπ.. Ὅσα
ἀπὸ τὰ μέλη αὐτὰ
παρασυρθοῦν καὶ μεταλλαχθοῦν σὲ
“δυνατούς”-θύτες, ἡ ἀκόμα καὶ σὲ
μοιρολάτρες-θύματα, θὰ μετατραποῦν, εἴτε
σὲ –ἐκ τῶν ἔνδον– συνεργοὺς τῶν
“δυνατῶν” καταστροφέων τῶν εἰρηνικῶν κοινωνιῶν
τους, εἴτε σὲ ἐθελόδουλους.
Αὐτό,
δηλαδή, ποὺ ὁ Καζαντζάκης ὑπέβαλλε στὸν
ἀναγνώστη τοῦ 1940 εἶναι
ὅτι, ἂν ἤθελε νὰ εἶναι
«πνεματικὸς» καὶ «ἐλεύτερος»
καὶ νὰ «λυτρωθεῖ», ὄφειλε
νὰ συνταχθεῖ μὲ
τοὺς δυνατοὺς (ἡ
νὰ ὑποταχθεῖ σ’ αὐτούς),
ἀκόμα καὶ ἐὰν
εἶναι ἐχθροί του (δηλαδή, οἱ δυνάμεις τοῦ
ναζισμοῦ), ἀκριβῶς
ἐπειδή, μέσα ἀπὸ
τὰ ἐρείπια τοῦ
δικοῦ του «ὡριμασμένου» κόσμου, αὐτοὶ
θὰ δημιουργοῦσαν
ἕναν νέο.
«Ἐξαίσια,
Ὅλο Αἵματα Στιγμή»: Τὸ
πόσο «λυτρώνεται» ὁ δικός του «ἀπάνθρωπος νοῦς»
ἀπὸ τὴν «ἀνατριχιαστικὴ δαιμονικὴ
δράση» τοῦ 1940, φαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ
τὴν ἀγαλλίαση ποὺ αὐτὴ
τοῦ προκαλεῖ:
«Μπροστὰ ἀπὸ τὰ μάτια μας, κάθε ὥρα, κάθε δευτερολεφτό,
γκρεμίζεται ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά, δεμένη μὲ τὰ περασμένα, θρηνάει καὶ ὀδύρεται· ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ
θρηνάει καὶ νὰ ὀδύρεται –αὐτὴ ‘ναὶ ἡ δουλειὰ της– κι ἂς προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε μὲ μάτι καθαρὸ τὴν ἐξαίσια, ὅλο αἵματα στιγμὴ ποὺ περνοῦμε».
Ἄραγε,
πόσους ἀνυποψίαστους, ἢ ἀποίμαντους,
ἢ “προοδευτικούς” ἀναγνῶστες
θὰ ἐπηρεάσει ὁ ἀπάνθρωπος
νοῦς τοῦ Ν. Καζαντζάκη –τοῦ πανταχόθεν ἐξυμνούμενου
ὡς «διαχρονικοῦ στοχαστῆ»,
«οἰκουμενικοῦ λογοτέχνη», «μεγάλου Ἕλληνα»,
«πιὸ ἐπίκαιρου ἀπὸ
ποτέ», καὶ ὡς σχεδὸν …ἁγίου–,
μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δοῦν
τὴν σημερινὴ «ἀνατριχιαστικὴ δαιμονικὴ δράση» τῶν
ἰσχυρῶν τῆς γῆς ἐναντίον
τῆς Ἑλλάδος, ὡς μία σύγχρονη «ἐξαίσια, ὅλο αἵματα στιγμή»;
«Νέα Ἱεραρχία στὶς Ἀξίες»: Ἀπὸ
τὰ παραπάνω διαπιστώνουμε ὅτι, στὸν
ἐν λόγῳ μεταφορικὸ
ὁρισμὸ τῆς Πείνας, ἐλλοχεύει ἡ
«νέα ἱεραρχία στὶς ἀξίες»
τῆς δυναμολαγνικῆς μεταφυσικῆς
ἀντίληψης τοῦ Καζαντζάκη, ἡ
ὁποία ἀντιστρέφει τὶς
ἀξίες τοῦ δυτικοῦ
πολιτισμοῦ –τῆς ἐλευθερίας καὶ
τοῦ ἐλέους προεξαρχόντων.
Ἀλλά,
καὶ οἱ παγκοσμιοποιητὲς δὲν
διακατέχονται, σήμερα, ἀπὸ τὸ ἴδιο μεταφορικὸ εἶδος
Πείνας τῶν δυνάμεων τοῦ ναζισμοῦ;
Καί, αὐτὴ δὲν τοὺς ἐξωθεῖ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν τὴν
ὁρμὴ ὅσων ὑποφέρουν ἀπὸ
τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοιά
της, γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιήσουν ὡς εἰσβολεῖς-καταστροφεῖς
τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν;
Μήπως, λοιπόν, αὐτὸ
ποὺ καθιστᾶ τὸν Νίκο Καζαντζάκη «πιὸ
ἐπίκαιρο ἀπὸ
ποτὲ» εἶναι ὅτι, οἱ ἰδέες
τοῦ διευκολύνουν τοὺς ἰσχυρούς
τῆς γῆς, ἐπειδὴ ἀναπροσαρμόζουν τὴν
σκέψη
τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου
στὶς ἀνηλεεῖς, ἀπάνθρωπες
καὶ ὑποδουλωτικὲς συνθῆκες
τῆς παγκοσμιοποίησης;
Χωρὶς Ἐλευθερία καὶ Ἔλεος: Τὸ ἐρώτημα εἶναι θεμιτὸ
διότι, οἱ ἀναγνῶστες ποὺ θὰ
υἱοθετήσουν ἀβασάνιστα τὸν
ἐν λόγῳ ὁρισμό,
θὰ διολισθήσουν –ἀδιόρατα καὶ
ἀνεπίγνωστα– στὴν ἀποδοχὴ
ἑνὸς κόσμου ἱερχαρχημένου βάσει τῆς
«φυσικῆς» ἠθικῆς· δηλαδή, θὰ
διολισθήσουν στὴν ἀποδοχὴ ἑνὸς
κόσμου ἱεραρχημένου βάσει μίας δαρβίνειας ἠθικῆς,
ὅπου κυριαρχεῖ ὁ
δυνατώτερος
καὶ μίας μπεργκσόνιας ἠθικῆς,
ὅπου ἐπιζεῖ
ὁ πλέον προσαρμοζόμενος καὶ
ὅπου δὲν ὑπεισέρχεται
τὸ ἔλεος ἔναντι
τῶν ἀδυνάμων, πόσον μᾶλλον
θέμα ἐλευθερίας τους (ὅπως
συμβαίνει καὶ στὸν σατανισμό, ὅπου, γιὰ
τοὺς Δυνατούς, «Τὸ “Θέλω” εἶναι
ὁ Νόμος», ἄρα «οἱ
σκλάβοι πρέπει νὰ ὑπηρετοῦν»).
Γιατί «Διαχρονικός»; Συνοψίζοντας, λοιπόν, τὴν
νιτσεϊκή, δυναμολαγνικὴ σκέψη τοῦ Καζαντζάκη, ὅπως
τὴν ἐκθέτει στὸ συγκεκριμένο
“ταξιδογράφημά” του, διαπιστώνουμε τὸ ἑξῆς:
ὅτι, αὐτὴ
ὑπερβαίνει τόσο τὸν μαρξισμὸ
–ἡ ὁρμὴ τοῦ ὁποίου ἀπέρρεε ἀπὸ
τὴν κυριολεκτικὴ ἔννοια
τῆς Πείνας–, ὅσο καὶ
τὸν ναζισμὸ – ἡ
ὁρμὴ τοῦ ὁποίου ἀπέρρεε ἀπὸ
τὴν μεταφορική της ἑρμηνεία· συγχρόνως, ὅμως,
διατηρεῖ τὰ θεμελιώδη στοιχεῖα τοῦ
ὁλοκληρωτισμοῦ
ἀμφοτέρων, τὰ ὁποῖα
ἐνσωματώνει σὲ ἕνα
νέο μόρφωμα: τὴν μοιραία ἀναγκαιότητα τῆς
ὁλοκληρωτικῆς,
ἀνηλεοῦς καὶ
διαχρονικῆς κυριαρχίας τῶν ἰσχυρῶν
ἐπὶ τῶν ἀδυνάμων.
Ὁ Θρίαμβος τοῦ Κακοῦ: Πάντως, στὴν σχετικὴ
διαφημιστικὴ σελίδα της, ἡ ἐφημερίδα
ποὺ προσέφερε τὸ βιβλίο «Ταξιδεύοντας-Ἀγγλία»,
προσθέτει τὴν ἑξῆς καζαντζάκειο μεταφυσικὴ ρήση:
«Ὑπάρχει στὸν κόσμο τοῦτον ἕνας μυστικὸς
νόμος, σκληρὸς καὶ ἀπαραβίαστος:
τὸ κακὸ πάντα στὴν ἀρχὴ θριαμβεύει καὶ πάντα στὸ
τέλος νικᾶται».
Σ’ αὐτήν,
ὁ «διαχρονικὸς στοχαστὴς»
ἀποκαλύπτει τὸ πόσο ἀδυσώπητη
καὶ ἀνηλεὴς –δηλαδή, τὸ πόσο ἀντιανθρώπινη
καὶ ἀντιχριστιανική– εἶναι
ἡ μεταφυσικὴ ἀντίληψη
ποὺ τὸν ὅριζε, καὶ ἀπὸ
τὴν ὁποίαν ἀνέμενε τὴν
«λύτρωσή» του.
Ἐντυπωσιασμένος
ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη αὐτοῦ
του «μυστικοῦ νόμου», ὁ ἀναγνώστης
δὲν συνειδητοποιεῖ ὅτι,
δι’ αὐτῆς, ὁ Καζαντζάκης συγκαλύπτει τὸ
πραγματικὸ μυστικὸ τοῦ «μυστικοῦ νόμου»: ὅτι
δηλαδή, ναὶ μὲν τὸ Κακὸ «πάντα στὸ τέλος νικᾶται»,
ὅμως ὄχι ἅπαξ
καὶ διὰ παντός, οὔτε
καὶ ἀπὸ
τὸ Καλό. Κατ’ αὐτόν, τὸ
Κακὸ νικᾶται μέν, ἀλλὰ
διαρκῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἀμέσως ἑπόμενη ἀπὸ
τὶς –νομοτελειακὰ ἐπιβαλλόμενες καὶ
ἀενάως ἐπαναλαμβανόμενες– διαχρονικὲς
«ξαγριεμένες» ἐφορμήσεις του.
Ἀντιστροφὴ Ἀξιῶν: Συνδυάζοντας τὴν
προβολὴ τοῦ Κακοῦ ὡς
ἀναπόδραστα νομοτελειακοῦ μὲ
τὰ ψευδοχριστιανικὰ περὶ
ἥττας τοῦ Κακοῦ
«στὸ τέλος», ὁ «διαχρονικὸς
στοχαστὴς» ἐπιτελεῖ, μέσα στὴν
συνείδηση τοῦ ἀνυποψίαστου ἀναγνώστη, τὶς
ἑξῆς τρεῖς ἀντιστροφὲς
ἀξιῶν: α) ἐξυψώνει σὲ
λειτουργοὺς τῆς κοσμικῆς νομοτέλειας ὅσους
διαχρονικὰ διαπράττουν τὸ Κακό· β) ἀπενοχοποιεῖ
διαχρονικά,
ὡς ἁπλοὺς διεκπεραιωτὲς τοῦ
ἀναπόφευκτου, τοὺς συνεργούς τους· καὶ
γ) βυθίζει διαχρονικὰ στὴν μοιρολατρικὴ ὑποταγὴ
ὅσους τὸ ὑφίστανται,
παραπλανώντας τους μὲ τὴν ἐλπίδα μίας μετὰ θάνατον δικαίωσης.
Θὰ
ἀρκοῦσε ἡ ρήση αὐτὴ
καὶ ἡ ἀγαλλίασή του γιὰ ἐκείνην
τὴν «ἐξαίσια, ὅλο αἵματα
στιγμὴ» τοῦ αἱματοκυλίσματος τοῦ 1940, γιὰ
νὰ καταλήξουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι,
ὁ Νίκος Καζαντζάκης εἶχε ἀπόλυτη
ἐπίγνωση ὅτι ὁ
ἴδιος συντασσόταν μὲ τὸ
Κακό.
Ἀποκαλυπτικὴ Ἐπιλογή: Ἀλλά, καὶ
ὡς διαφημιστικὴ ἐπιλογή,
ἡ συγκεκριμένη ρήση ἀποκαλύπτει ὅτι,
παρὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν
μόρφωσή τους, πολλοὶ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ποὺ
ἐξυμνοῦν καὶ
προβάλλουν τὸν Νίκο Καζαντζάκη, δὲν συνειδητοποιοῦν
ὅτι οἱ ἰδέες του δικαιώνουν τὴν
ἐκδικητικὴ μανία τῶν
παγκοσμιοποιητῶν ἔναντι τῆς Ἑλλάδας, ποὺ
ὑπῆρξε, διαχρονικά, τὸ μόνο ἐμπόδιο στὴν
διαχρονικὴ ἀδηφάγο ἀνθρωποκτόνο Πεῖνα
κάθε «ξαγριεμένου»: ἀνθρώπου, «ὀργανισμοῦ»
καὶ Πνεύματος.
____________________________
i.-Ὅλες
οἱ ὑπογραμμίσεις
στὸ παρὸν κείμενο εἶναι
δικές μας.
ii.-Τὴν
22.10.2013, ἡ «Διεθνὴς Ἑταιρεία
Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη» συνδιοργάνωσε, μὲ καθηγητὲς
τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ
Α.Π.Θ. –καὶ παρουσία Μητροπολίτου τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος–
«στρογγυλὴ τράπεζα», μὲ θέμα «Πνευματικότητα
καὶ Θρησκευτικότητα στὸ
Νίκο Καζαντζάκη». Σὲ σχετικὸ
σχόλιό της, μὲ τίτλο «Ἡ Θεολογικὴ
Σχολὴ Α.Π.Θ. “Ἁγιοποιεί” τὸν
Καζαντζάκη», ἡ ἑβδομαδιαία ἐφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (22.11.2013, σ. 2) πληροφορεῖ τοὺς
ὀρθόδοξους ἀναγνῶστες
της ὅτι, οἱ μετέχοντες, ὄχι
μόνον «δὲν στηλίτευσαν τὸν ἐκκλησιομάχο
καὶ ἀντίχριστο
Καζαντζάκη, ἀλλὰ προσπάθησαν
νὰ τὸν
παρουσιάσουν ὡς …ἅγιο».
iii.-Ἔκδ.
ΕΘΝΟΣ Α.Ε., 2013.
iv.-Βλ. ἐφημ.
ΤΟ ΧΩΝΙ, 15.12.2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.