(Κείμενα τῶν π. Εἰρ. Δεληδήμου, Παναγιώτη, Γ.Κ., π. Εὐθ. Τρικαμηνᾶ)
Τελευταῖα γίναμε ἀποδέκτες κάποιων ἐρωτημάτων, σχετικὰ μὲ τὶς ἐναντιοφάνειες στὰ κείμενα κάποιων Ἁγίων, μὲ τὸ ἂν οἱ Ἅγιοι κάνουν λάθη σὲ θέματα Πίστεως, ἂν αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ αἱρετικοὺς καί, ἐπίσης, ἂν κάποιους εὐσεβεῖς καὶ καταρτισμένους σύγχρονους θεολόγους, θὰ τοὺς βλέπουμε ὡς αἱρετικούς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι κάπου σφάλλουν.
Τελευταῖα γίναμε ἀποδέκτες κάποιων ἐρωτημάτων, σχετικὰ μὲ τὶς ἐναντιοφάνειες στὰ κείμενα κάποιων Ἁγίων, μὲ τὸ ἂν οἱ Ἅγιοι κάνουν λάθη σὲ θέματα Πίστεως, ἂν αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ αἱρετικοὺς καί, ἐπίσης, ἂν κάποιους εὐσεβεῖς καὶ καταρτισμένους σύγχρονους θεολόγους, θὰ τοὺς βλέπουμε ὡς αἱρετικούς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι κάπου σφάλλουν.
Καταθέτουμε τέσσερα (4) κείμενα, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις
στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ στοὺς παρακάτω συναφεῖς προβληματισμούς:
• Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι; Ἢ ἐναντιώνεται
ἡ διδασκαλία τοῦ ἑνός, στὴν διδασκαλία τοῦ ἄλλου;
• Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλουν;
• Πότε μιὰ ἐσφαλμένη
Πατερικὴ θέση (ἢ καὶ θέση
σύγχρονου πιστοῦ) συνιστᾶ αἵρεση;
• Ποιά εἶναι ἡ σημασία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στὴ χάραξη τοῦ κανόνα τῆς Πίστεως;
Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι;
τοῦ ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου
Εἶναι πραγματικὰ οἱ ἅγιοι ἀλάθητοι;
Ἡ θεωρία περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν «θεουμένων» ποὺ ἀναπτύσσεται ...φαίνεται
πειστικὴ καὶ εἶναι πραγματικὰ ὡραία. Θὰ θέλαμε εἰλικρινὰ ἔτσι νὰ εἶναι τὰ
πράγματα. Ὅμως πρέπει νὰ ἐρευνήσουμε ἂν εἶναι ὄντως ἔτσι. Ἡ θεωρία φαίνεται
πολὺ λογική, ἀλλὰ σ’ αὐτὰ τὰ θέματα ὑπεισέρχεται τὸ μυστήριο, ποὺ εἶναι ὑπὲρ
λόγον.
Δὲν θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ δογματίσουμε
γιὰ τὴ θέωσι ἐμεῖς ποὺ βρισκόμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτή. Οὔτε ὅμως θὰ
στηριχτοῦμε σὲ συγχρόνους εἰδικοὺς τῆς δογματικῆς θεολογίας, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν
δὲν γνωρίζουμε ἂν ἀνήκουν στοὺς «θεουμένους». Θὰ ἀφήσουμε νὰ μιλήσουν οἱ μόνοι
εἰδικοί, οἱ ἴδιοι οἱ ἀναχθέντες στὸ στάδιο τῆς θεοπτίας, οἱ ἀνεγνωρισμένοι
ἅγιοι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος
Βασίλειος ὁ Μέγας, ἕνας ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους φωστῆρας τῆς τρισηλίου
θεότητος», ἀναγνωρίζει ὅτι μποροῦν οἱ
ἅγιοι νὰ διαπράξουν λάθη, ὄχι βεβαίως ἀπὸ «πονηρία γνώμης». Λέγει περι τοῦ
Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Μεγάλου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας
(+264, μνήμη 3η Ὀκτωβρόυ), ὅτι στὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Σαβελλίου ἔφθασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ὑπεστήριξε αἱρετικὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα χρησιμοποίησαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Ἀνόμοιοι:
(+264, μνήμη 3η Ὀκτωβρόυ), ὅτι στὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Σαβελλίου ἔφθασε στὸ ἀντίθετο ἄκρο καὶ ὑπεστήριξε αἱρετικὲς ἰδέες ποὺ ἀργότερα χρησιμοποίησαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Ἀνόμοιοι:
«Οὐ
πάντα θαυμάζομεν τοῦ ἀνδρός· ἔστι δὲ ἃ καὶ παντελῶς
διαγράφομεν. Σχεδὸν γὰρ
ταυτησὶ τῆς νῦν περιθρυλουμένης ἀσεβείας, τῆς κατὰ τὸ Ἀνόμοιον λέγω, οὗτός
ἐστιν, ὅσα γε ἡμεῖς ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἀνθρώποις τὰ σπέρματα παρασχών. Αἴτιον δέ,
οἶμαι, οὐ πονηρία γνώμης, ἀλλὰ τὸ σφόδρα βούλεσθαι ἀντιτείνειν τῷ Σαβελλίῳ. Εἴωθα γοῦν ἀπεικάζειν ἐγὼ φυτοκόμῳ νεαροῦ φυτοῦ διαστροφὴν
ἀπευθύνοντι, εἶτα τῇ ἀμετρίᾳ τῆς ἀνθολκῆς διαμαρτόντι τοῦ μέσου καὶ πρὸς τὸ
ἐναντίον ἀπαγαγόντι τὸ βλάστημα. Τοιοῦτόν τι καὶ περὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον
γεγενημένον εὕρομεν. Ἀντιβαίνων γὰρ σφοδρῶς τῇ ἀσεβείᾳ τοῦ
Λίβυος, ἔλαθεν ἑαυτὸν εἰς τὸ ἐναντίον κακὸν ὑπὸ τῆς ἄγαν φιλοτιμίας ὑπενεχθείς»
(Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 32, 268-269).
Ἐλεγχθεὶς τότε ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἀπὸ
τὸν σύγχρονό του ἐπίσκοπο Ρώμης Διονύσιο κατενόησε καὶ διόρθωσε τὰ λάθη του.
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης (μνήμη τὴν
10η Ἰανουαρίου), τὸν ὁποῖον ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεκάλεσε
«ἄνδρα μετὰ τὸν ἀδελφὸ δεύτερον ἔν τε λόγοις καὶ τρόποις» προειδοποιεῖ ὅτι ὅσα
ὁ ἴδιος γράφει στὸν «Ἀπολογητικὸν περὶ τῆς Ἑξαημέρου» δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται
ἀλάθητα:
«Τὰ δὲ ἡμέτερα ὡς ἐν γυμνασίῳ τινὶ
σχολαστικῶς ἐπιχειρούμενα τοῖς ἐντυγχάνουσι προκείσθω, μηδεμιᾶς μηδενὶ διὰ
τούτων βλάβης προσγινομένης, εἴ τι παρὰ τὴν
κοινὴν ὑπόληψιν ἐν τοῖς λεγομένοις εὑρίσκοιτο. Οὐ γὰρ δόγμα τὸν λόγον
ποιούμεθα, ὥστε ἀφορμὴν δοῦναι τοῖς διαβάλλουσιν· ἀλλ' ὁμολογοῦμεν ἐγγυμνάζειν μόνον
ἑαυτῶν τὴν διάνοιαν, τοῖς προκειμένοις νοήμασιν, οὐ διδασκαλίαν ἐξηγητικὴν τοῖς
ἐφεξῆς ἀποτίθεσθαι»
(Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ.
44, 68).
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἰδιαιτέρως ἀνέπτυξε
τὸ θέμα αὐτὸ ὑπῆρξε ὁ Ἅγιος Φώτιος ὁ Μέγας,
ἀντικρούοντας τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῶν Φράγκων ὅτι ὁ κάθε ἅγιος εἶναι ἀλάθητος.
Ὅσο κι ἂν φανῆ παράξενο, τὴν ἄποψι
περὶ τοῦ ἀλαθήτου τῶν ἁγίων ὑπεστήριξαν πρῶτοι οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι. Ἐπειδὴ
πίστευαν ὅτι στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Ἀμβροσίου, Ἱερωνύμου καὶ Αὐγουστίνου
βρῆκαν τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Filioque, καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσαν τοὺς ἁγίους ἀλαθήτους ὑπεστήριξαν
ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Filioque εἶναι ἀλάθητη καὶ πρέπει τὸ Filioque νὰ προστεθῆ ὁπωσδήποτε στὸ Σύμβολο
τῆς Πίστεως!
Ὁ Ἅγιος Φώτιος ἀπάντησε στοὺς
ἰσχυρισμοὺς αὐτοὺς μὲ δύο περίφημα συγγράμματα: τὴν Ἐπιστολὴ «Τῷ Θεοφιλεστάτῳ, ἱερωτάτῳ ἀρχιερεῖ
ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ τῷ θαυμασιωτάτῳ καὶ περιωνύμῳ ἀρχιεπισκόπῳ καὶ
μητροπολίτῃ Ἀκυλείας»
(Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ.
102, 793-821) καὶ τὸν «Λόγον
περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 280-400).
Οἱ ἀρχὲς ποὺ διατύπωσε ὁ μέγας Πατὴρ
καὶ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν στὰ ἑξῆς:
α) Πολλοὶ ἅγιοι συνέβη νὰ πέσουν σὲ
δογματικὰ σφάλματα· γι’ αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας δὲν
στηρίζεται σὲ μεμονωμένες γνῶμες ὡρισμένων ἁγίων, ἀλλὰ πρῶτα στὴν Ἁγία Γραφὴ
καὶ κατόπιν στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδος καὶ τὴν ὁμοφωνία τῆς πλειοψηφίας τῶν
Πατέρων.
β) Οἱ ἅγιοι ποὺ ἔπεσαν σὲ σφάλματα
διαφέρουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἔσφαλαν μὲν ὡς ἄνθρωποι, δὲν ἐφιλονείκησαν
ὅμως πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ὅταν συνέβη
νὰ ἐλεγχθοῦν. Ἀντιθέτως οἱ αἱρετικοὶ ἐμμένουν μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη τους.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου
Φωτίου:
«Ἡμεῖς δέ, ἐπεὶ καὶ ἄλλους τινὰς τῶν
μακαρίων ἡμῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων ἐν πολλοῖς τε ἄλλοις τῆς ἀκριβείας τῶν
ὀρθῶν δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, τὸ μὲν παρενεχθὲν οὐ προσθήκην
δεχόμεθα, τοὺς ἄνδρας δε ἀσπαζόμεθα...
Καὶ γὰρ καὶ Διοονύσιον τὸν
Ἀλεξανδρείας τῷ χορῷ τῶν ἁγίων πατέρων συντάττοντες, τὰς ὑπ’ αὐτοῦ λεχθείσας
πρὸς τὸν Λίβυν Σαβέλλιον Ἀρειανικὰς φωνὰς οὐμενοῦν οὐ συναποδεχόμεθα, ἀλλὰ καὶ
παντελῶς ἐκτρεπόμεθα. Καὶ τὸν ἐν μάρτυσι μέγαν Μεθόδιον, ὃς τοὺς ἀρχιερατικοὺς
τοῦ Πατάρων θρόνου ἐπηδαλιούχησεν οἴακας· ἔτι μὲν καὶ Εἰρηναῖον τοῦ Λουγδούνων
ἐπίσκοπον, καὶ Παπίαν τὸν τῆς Ἱεραπόλεως· τὸν μέν, τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον
ἀναδησάμενον· τοὺς δέ, ἄνδρας ὄντας ἀποστολικούς,
καὶ τοῖς τοῦ βίου τρόποις θαυμάσιον ἐξαστράπτοντας. Ἀλλ’ οὔν, εἴ τί γε τῆς
ἀληθελιας ὠλιγώρησαν, καὶ παρηνέχθησαν φθέγξασθαι ἀπεναντίας τοῦ κοινοῦ καὶ
ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος, ἐν τούτοις μὲν οὐχ ἑπόμεθα· τῆς πατρικῆς δὲ τιμῆς καὶ δόξης οὐμενοῦν
οὐδὲν αὐτῶν περικόπτομεν.
Ἐπιλείψει με ἡ ἡμέρα τοὺς ἄνδρας
ἀπαριθμούμενον, οὓς τῇ μὲν τῶν Πατέρων τιμῇ σεμνύνομεν· ἐν οἷς δὲ
τῆς ἀληθείας παρηνέχθησαν, οὐ μιμούμεθα» (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τόμ. 102, 813-816).
Ὁ Ἅγιος Φώτιος γνώριζε πολὺ καλὰ τὰ
συγγράμματα παμπόλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ εἶχε περιγράψει στὴν
Μυριόβιβλό του. Γι’ αὐτό, ἀναφέροντας τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα καὶ πολλὰ ἄλλα,
κατώρθωσε ἐπιτυχῶς νὰ ἀντικρούση τὸν ἰσχυρισμὸ τῶν Φράγκων ὅτι οἱ ἅγιοι εἶναι
ἀλάθητοι.
Οἱ ὀρθολογιστὲς Φράγκοι προέβαλλαν
τὸ σόφισμα: ἂν ἀναγνωρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο Πατέρα, πρέπει νὰ συμφωνοῦμε σ’
ὅ,τι εἶπε: ἂν δεχθοῦμε ὅτι εἰσηγήθη «δυσσεβῆ δόγματα», πρέπει νὰ τὸν ἀποκηρύξουμε
ὡς αἱρετικό.
«Καὶ δεῖ», ἔλεγαν, «τοὺς ἱεροὺς
Πατέρας μὴ δυσσεβείας ὑπάγειν ἐγκλήματι. Ἢ γὰρ εὐσεβῶς ἐδογμάτισαν καὶ χρὴ τοὺς
ὅσοι Πατέρας αὐτοὺς ἐπιγράφονται, συμφρονεῖν αὐτῶν τῷ φρονήματι, ἢ τῶν δυσσεβῶν
εἰσηγητὰς δογμάτων γεγονότας κἀκείνους μετὰ τοῦ φρονήματος ὡς ἀσεβεῖς
ἀποπέμπεσθαι» (Ἑλλ.
Πατρολ. Migne τόμ.
102, 344).
Τὸ σόφισμα ἔλεγε ὅτι ἂν
ἀποδοκιμάσουμε ὡρισμένες διδασκαλίες κάποιων ἁγίων, πρέπει νὰ ἀποδοκιμάσουμε
καὶ τοὺς ἴδιους:
«Ἢ δεῖ τοὺς ἄνδρας τιμῶντας καὶ ἃ
τούτοις γέγραπται μὴ παραγράφεσθαι, ἢ παραγραφομένους τῶν ρημάτων ἔνια καὶ
αὐτοὺς ἐκείνους συμπαραγράφεσθαι» (τόμ. 102, 357)...
Ἂν θέλεις νὰ βρῆς τὴν ἀλήθεια, «τὸν Δεσπότην αὐτὸν ἔχεις (δηλ. τοὺς
λόγους τοῦ Κυρίου μέσα στὴν Ἁγία Γραφή)· τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων τὰς ψήφους· χορὸν
θεοφόρων Πατέρων ἀριθμοῦ κρείττονα» (102, 817).
Θὰ ἔπρεπε, λέγει, νὰ ἀποδοκιμάσουμε
τοὺς Πατέρες αὐτοὺς ὡς αἱρετικούς, μόνον ἂν τοὺς ἔγινε ἔλεγχος γιὰ τὰ σφάλματα
καὶ δὲν μετενόησαν. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν: ἡ πείσμων
ἐμμονὴ στὴν πλάνη.
Θὰ τοὺς θεωρούσαμε λοιπὸν αἱρετικούς,
«εἰ μὲν διδαχθέντες μὴ μετέθεντο, εἰ
τοῖς δικαίοις ἐλέγχοις οὐ μετεβάλλοντο». «Εἰ δὲ οἷα τὰ ἀνθρώπινα καίτοι τὰ ἄλλα
τοῖς ἀρίστοις ἐνευθυμοῦντες ἢ ἀγνοίᾳ τινὶ περιέπεσαν ἢ παροράμασι ὐπηνέχησαν,
οὐκ ἀντεῖπον δὲ διδασκόμενοι οὐδὲ πρὸς τὸ νουθετοῦν ἀπηυθαδειάσαντο, τί τοῦτο
πρὸς σέ;» (102, 348).
Καὶ ἀλλοῦ ὁ Μέγας Φώτιος: «Ἔτι δέ, εἰ μὲν ὐπομνησθέντες περὶ
τοῦ προκειμένου κεφαλαίου, τῶν εἰρημένων Πατέρων ἀντεῖπε τὸ σύνταγμα, καὶ πρὸς
ἔνστασίν τινα καὶ ἀπείθειαν ἀπεθρασύναντο διέτεινάν τε τῇ αὐτῇ παρατροπῇ τῆς
δόξης, καὶ ἐπ’ αὐτῆς τὸν βίον μετὰ τοὺς ἐλέγχους κατέστρεψαν, ἀνάγκη τούτους
συναποβάλλεσθαι τῷ φρονήματι».
Ἂν δὲ γιὰ κάποια αἰτία ποὺ ἀγνοοῦμε ξέφυγαν ἀπὸ
τὴν αὐθύτητα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἤλεγξε κανείς, δὲν θὰ δεχθοῦμε τὰ σφάλματά τους,
ἀλλὰ τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς Πατέρες.
Το κύρος των Πατέρων και των Συνόδων,
Δύση και Ανατολή, Αίρεση και Ορθοδοξία,
μέσα από τη διδασκαλία αγίου Φωτίου του Μεγάλου
του Παναγιώτη τοῦ ἱστολογίου
http://antiairetikos.blogspot.gr/2013/02/9.html
http://antiairetikos.blogspot.gr/2013/02/9.html
Από τη μελέτη των δύο αυτών έργων του Φωτίου, προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι οπαδοί του Φιλιόκβε επικαλούνται ως συμμάχους τους τρεις σημαντικούς θεολόγους της Δύσης. Ο Μέγας Φώτιος γράφει:
«Προφασίζονται ότι αυτό [δηλ. το Φιλιόκβε] είπε ο Αμβρόσιος [339-397[89]] στους λόγους του για το Πνεύμα, ακόμα και ο Αυγουστίνος [354-430] και ο Ιερώνυμος [347-420]» (ΑΠΜ)[90].
Επειδή
αναφέρει τα ονόματα τους τουλάχιστον πέντε φορές στα δύο κείμενα,
καταλαβαίνουμε ότι οι διάσημοι αυτοί θεολόγοι ήταν τα «ισχυρά χαρτιά»
των αιρετικών και τους πρόβαλαν διαρκώς για να στηρίξουν τις θέσεις
τους.
Μελετώντας πάντως τα εν λόγω κείμενα του Φωτίου διάφορες σκέψεις προκύπτουν:
Καταρχάς, δεν αποκλείει ρητά την πιθανότητα να έγιναν εσφαλμένες διατυπώσεις από τους τρεις Πατέρες. Λογικά, αν ο Φώτιος γνώριζε με βεβαιότητα ότι οι τρεις εξέχοντες θεολόγοι ουδέποτε διατύπωσαν παρεξηγήσιμες θέσεις σχετικά με το Φιλιόκβε,
θα το έγραφε χωρίς να διστάσει· θα εξέταζε ένα προς ένα τα επιχειρήματα
των αιρετικών και θα τα κατέρριπτε. Όμως, σωστά επισημαίνει ο Στυλ. Παπαδόπουλος, ότι ο Φώτιος «δεν ανασκεύασε συγκεκριμένα χωρία» τους[91], αλλά προσπάθησε να τους υπερασπιστεί παραδίδοντας
μας μια πολύτιμη διδασκαλία σχετικά με την υπαρκτή πιθανότητα ένας
Πατέρας της Εκκλησίας να κάνει λάθος χωρίς να χάσει το θεολογικό του
κύρος, και προωθώντας τη σημασία της Συμφωνίας Πατέρων και των Συνοδικών αποφάσεων στη διατύπωση της ορθής πίστης.
Και πάλι όμως, το γεγονός ότι δεν αποκλείει ρητά την πιθανότητα λάθους, δεν σημαίνει ότι ο Φώτιος ήξερε
πως οι αιρετικοί είχαν δίκιο. Μπορεί απλώς να είχε περιορισμένη γνώση
του έργου των Λατίνων Πατέρων, κυρίως από ανθολόγια, πρόβλημα που ήταν
γενικότερο στην Ανατολή[92], και έτσι δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει όσα έλεγαν οι οπαδοί τουΦιλιόκβε.
Σχετικά με τα τρία αυτά πρόσωπα, ο δογματολόγος Νικόλαος Ματσούκας γράφει πως «ο
Φώτιος υπερασπίζεται τον Αυγουστίνο και τον Ιερώνυμο· θεωρεί τις
απόψεις των συγχρόνων του δυτικών ως παραχαράξεις της πραγματικής
διδασκαλίας των δύο αυτών θεολόγων. Ωστόσο η Ρώμη αποδίδει στον Αμβρόσιο ασάφειες που δημιούργησαν κάποια ομίχλη στο θέμα του Filioque»[93].
Και ο Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει:
«Εις τον Αμβρόσιον η εκ του Υιού εκπόρευσις σημαίνει την εν χρόνω πέμψιν του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ ουχί τον τρόπον της υπάρξεως Αυτού, ενώ εις τον Αυγουστίνον η εκπόρευσις σημαίνει και πέμψιν αλλά και τρόπον υπάρξεως. Η διδασκαλία του Αμβροσίου είναι Ορθόδοξος ενώ του Αυγουστίνου δεν είναι»[94].
Με μια πρόχειρη έρευνα μας στη βιβλιογραφία, είδαμε πως ο Αυγουστίνος είναι αυτός που κυρίως βαρύνεται με την ευθύνη της πρώιμης διατύπωσης ενός προβληματικού Φιλιόκβε. Αντιθέτως, δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιον έγκυρο ερευνητή που να συνδέει τον Ιερώνυμο με το πρόβλημα αυτό.
Αυτό πάντως που μας απασχολεί στο παρόν άρθρο δεν είναι τα συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά η διδασκαλία του Μεγάλου Φωτίου σχετικά με το κύρος των Πατέρων. Και επάνω σ’ αυτό, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέση του σχετικά με το περίφημο ζήτημα της Συμφωνίας Πατέρων (Consensus Patrum).
Γράφει ο Μέγας Φώτιος:
«Μπορούμε όμως πρώτον να πούμε σ’ αυτούς αυτό που είναι ολοφάνερο σε όλους, ότι, αν αυτόν τον λόγο [δηλ. το Φιλιόκβε] τον είπαν δέκα ή και είκοσι από τους πατέρες, είναι άπειροι όμως εκείνοι που δεν τον είπαν. Ποιοι είναι αυτοί που υβρίζουν τους πατέρες; Αυτοί πουπεριορίζουν το σύνολο της ευσέβειάς τους σε λίγους και σε αυτούς μάλιστα που αντιλέγουν και αντιτάσσονται σε οικουμενικές συνόδους και αντιμάχονται αμέτρητο πλήθος θεοφόρων πατέρων, ή αυτοί που παραλαμβάνουν πολλαπλάσιους συνηγόρους;
Υβρίζει κάποιος τους Πατέρες, όπως λέγεις, αν δεν λέγει ότι το Πνεύμα
εκπορεύεται από τον Υιό, γιατί έτσι εκείνοι μίλησαν. Και πως δενυβρίζει πολλαπλάσιους αυτός που λέγει αυτό το πράγμα;» (Επ.ΚΔ΄)[95].
Και αλλού:
«Αλλ’ είπαν, λέγει, οι Πατέρες ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό; Ναι, αλλά λίγοι στον αριθμό. Οι περισσότεροι αρνήθηκαν να το πουν […] Αναζητείς Πατέρες συνηγόρους της γνώμης σου; Έχεις τον ίδιο τον Κύριο, τις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, τον αμέτρητο χορό των θεοφόρων Πατέρων» (Επ.ΚΔ΄)[96].
Η θέση του σπουδαίου ιεράρχη της Ανατολής, είναι σαφής:
Όταν μιλάμε για Συμφωνία Πατέρων, εννοούμε συμφωνία της συντριπτικής πλειοψηφίας τους, σε ποσοστό τέτοιο που η διαφορά των αριθμών των μεν και των δε, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την ορθή κατεύθυνση. Και
βεβαίως, οι ισχυρισμοί των αιρετικών δεν έχουν καμία τύχη, όταν αυτή η
συντριπτική πλειοψηφία βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με εκφρασμένες
θέσεις Οικουμενικών Συνόδων.
Εδώ χρειάζονται, ίσως, δύο παρατηρήσεις:
1) Είναι δεδομένη η διαρκής αμφιβολία που εκφράζει ο Φώτιος στα δύο έργα του, αν όντως οι Αυγουστίνος, Αμβρόσιος και Ιερώνυμος αναφέρθηκαν στο Φιλιόκβε. Αυτή η αμφιβολία, δεν ταιριάζει με τη βεβαιότητα της φράσης: «είπαν … οι Πατέρες ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό; Ναι αλλά λίγοι». Κατά συνέπεια, αυτό το σίγουρο «Ναι» δεν μπορεί να αφορά τα τρία αυτά πρόσωπα. Πρόκειται μάλλον, για άλλους ιεράρχες της Δύσης που ο Φώτιος γνώριζε ότι συμφωνούσαν με τους αιρετικούς.
2) Η Συμφωνία Πατέρων, είναι μια έννοια που αφορά τις ανεξάρτητες σύμφωνες γνώμεςπου
έχουν διατυπώσει κατά καιρούς οι Πατέρες. Γι’ αυτό μιλάμε για
πλειοψηφία. Είναι διαφορετική περίπτωση η ομαδική συμμετοχή
Επισκόπων-Πατέρων σε μία Οικουμενική Σύνοδο, όπου εκεί δεν ισχύει η πλειοψηφία, αλλά οι αποφάσεις σε ζητήματα πίστεως, λαμβάνονται πάντα με βάση την αρχή της ομοφωνίας[97].
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα παράμετρος που εμπεριέχεται στη διδασκαλία του Φωτίου για τηΣυμφωνία Πατέρων είναι η εξής:
«Αν λοιπόν ο Ζαχαρίας και ο Γρηγόριος, που
τόσο απέχουν χρονικά ο ένας από τον άλλο, δεν είχαν διαφορετικές γνώμες
μεταξύ τους για την εκπόρευση του παναγίου Πνεύματος, είναι φανερό ότι
και ο ανάμεσα στους δύο ιερός χορός των προϊσταμένων κατά διαδοχή της
Ρωμαϊκής Εκκλησίας πρέσβευαν και τηρούσαν χωρίς νεωτερισμούς την ίδια
πίστη. Γιατί, όπως από τα άκρα συγκρατούνται και συναπαρτίζονται τα ενδιάμεσα ευκολότερα, έτσι συγκροτούνται και συγκατευθύνονται» (ΑΠΜ)[98].
Στο παραπάνω απόσπασμα, η ουσία δεν βρίσκεται στα δύο αυτά πρόσωπα, τον Γρηγόριοκαι τον Ζαχαρία. Ο Μέγας Φώτιος μας έχει πει ήδη πως η ορθή πίστη διαθέτει μέγα πλήθος μαρτυριών και αποφάσεων υπέρ της. Στις
περιπτώσεις όμως που παρατηρούνται χάσματα στις γνώσεις μας για κάποιες
ιστορικές περιόδους, λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την ομοιομορφία των
μαρτυριών στην αρχή και στο τέλος του χάσματος και εύκολα υποθέτουμε ότι
ο «Κανόνας της Πίστεως» τηρούνταν κανονικά στη «σκοτεινή» αυτή περίοδο, ακόμα κι αν υπήρξαν μεμονωμένες εξαιρέσεις.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα θίγει ο Μέγας Φώτιος,
που το συναντάμε συχνά σε διαλόγους με αιρετικούς, οι οποίοι, στην
προσπάθεια τους να βρουν συμμάχους και χωρίς να έχουν άλλα στηρίγματα, προσπαθούν να μετατρέψουν την σιωπή των Πατέρων, σε συμφωνία με τις αιρετικές τους θέσεις.
Αυτό, μας λέει ο Φώτιος δεν θα πρέπει να το επιτρέψουμε, διότι ο Πατέρας της Εκκλησίας, «οικονομώντας τους λόγους του με κρίση και μεθοδεύοντας μάλλον να ανακηρύσσεται με βαθμιαία επίδοση η ευσέβεια (γιατί αν εισχωρήσει ήρεμα στις ψυχές των ανθρώπων, αναδίδεται δυνατότερη η φλόγα του δόγματος, ενώ με την ταχύτητα και την ξαφνική
προσβολή της λάμψης πολλές φορές το μάτι του νου, και μάλιστα των
πολλών, συνήθως θαμπώνει, όπως βέβαια και η αστραπή προξενεί επισκότιση
στα μάτια, και μάλιστα στα πιο ασθενικά), γι’ αυτό αποσιωπά βέβαια
αυτό που φλεγόταν περισσότερο από κάθε άλλο να κηρύττει, κρατούσε όμως
τη σιωπή, ώστε, όταν ερχόταν η ώρα να μπορεί να κηρύττει αυτό που
αποσιωπούσε με πιο μεγάλη φωνή. Θα μπορούσε να συγγράψει πολυσέλιδο
βιβλίο, αν κάποιος θελήσει να παραδώσει γραπτά τα ονόματα αυτών και τις
αίτιες, για τις όποιες συχνά
δεν πρόβαλλαν το άνθος της αλήθειας, ώστε και το άνθος να γίνει
ωραιότερο και η βλάστηση να αυξηθεί περισσότερο και να συλλέξουν καρπό
πολλαπλάσιο. Αλλ’ εκείνους βέβαια τους θαυμάζομε και για την πάνω από το λόγο έμπνευση και τη σοφή οικονομία.» (ΑΠΜ)[99].
Σύμφωνα με τον Φώτιο λοιπόν, η σιωπή των Πατέρων δεν είναι τίποτε περίεργο ή μεμπτό, αφού μπορεί να έχει ως αιτία αυτό που περιγράφει ο Απόστολος Παύλος στο Α΄ Κορ. 3,2 ή στοΕβρ. 5,13-14.
Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους αιρετικούς,
να μετατρέψουν τη σιωπή των Πατέρων σε δήθεν συμφωνία με τις δικές τους
πλάνες.
Σύμφωνα με τον Μέγα Φώτιο, ένας Πατέρας της Εκκλησίας είναι πρόσωπο με χαρίσματα «αξιοθαύμαστα», που ακτινοβολεί «αρετή» και «ευσέβεια» (ΑΠΜ)[100] και η «λαμπρότητα του βίου του» συνοδεύεται από «άμεμπτη» πίστη (Επ.ΚΔ΄)[101].
Κατά συνέπεια, τυχόν ενδοιασμός μας για τις απόψεις ενός Πατέρα της
Εκκλησίας, δεν πρέπει να μετατρέπεται σε επιπόλαιη «καταδίκη» αυτού
χωρίς να προηγηθεί έρευνα:
«[Λέτε εσείς οι αιρετικοί, πως κάποιοι Πατέρες συμφώνησαν] ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Και από που μπορεί να επιβεβαιωθεί και να το πιστέψομε, έχοντας περάσει τόσος χρόνος, ότι δεν κακοποιήθηκαν τα γραπτά τους;» (ΑΠΜ)[102] (σε άλλο σημείο κατηγορεί οΦώτιος ανοιχτά τους αιρετικούς, λέγοντας πως είναι πιθανό να «έχουν οι πνευματομάχοι νοθεύσει τα συγγράμματα [των Πατέρων]» (ΑΠΜ)[103]).
Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι πιθανόν, οι Πατέρες να κατηγορούνται επειδή «μίλησαν ίσως κατ’ οικονομίαν» (ΑΠΜ)[104] (βλ. και Επ.ΚΔ΄[105]) και είναι ισχυρό το παράδειγμα που μας δίνει οΑπόστολος Παύλος:
«Τα είπαν αυτά εκείνοι που λες εσύ. Αν
όμως τα είπαν από κάποια περιστασιακή ανάγκη ή αμυνόμενοι στη λύσσα των
εθνικών ή αντικρούοντας κάποια άλλη αιρετική δοξασία, ή από συγκατάβαση
στην αδυναμία των ακροατών του […] πως εσύ αυτό που έχει λεχθεί όχι με έννοια δογματική, κάνοντας το δόγμα και νόμο, προξενείς στον εαυτό σου βέβαια απώλεια […] Είπε ο κήρυκας της οικουμένης [δηλ. ο Απόστολος Παύλος] […] στους εθνικούς [Αθηναίους] […]συγκατανεύοντας στην πνευματική τους αδυναμία […] [για τον] ‘’άγνωστο θεό’’ […] ‘’αυτόν εγώ σας καθιστώ γνωστόν’’ […] αυτά
εσύ θα τα κάνεις δόγμα και θα τολμήσεις να καταγγείλεις, ότι ο
καθαιρέτης των ειδώλων κηρύττει αυτόν που ο Ελληνισμός σεβόταν και
αποκαλούσε άγνωστο θεό;» (ΑΠΜ)[106].
Ο Φώτιος μάλιστα, απαριθμεί μερικές ανάλογες περιπτώσεις από την αρχαία Εκκλησία:
«Και σε πόσους άλλους από τους μακάριους και άγιους Πατέρες μας μπορείς να τα βρεις αυτά! […] τον Αλεξάνδρειάς Διονύσιο, που από αντίθεση προς τον Σαβέλλιο πλησίασε κάπως τον Άρειο, τον διαπρεπή ανάμεσα στους Ιερομάρτυρες, τον μεγάλο Μεθόδιο των Πατάρων […]άνδρες ιεροί και διδάσκαλοι των ιερών μαθημάτων, τις
θέσεις των όποιων δεν τις δεχόμαστε βέβαια όλες, αλλά απονέμοντάς τους
βραβείο για τον καλό βίο τους και την άλλη ιερή διδασκαλία τους, τους
περιβάλλομε με πολλές τιμές […] όπως τον Ειρηναίο, τον αρχιερέα του Θεού […] και το μαθητή του Ιππόλυτο, αρχιερέα και μάρτυρα, άνδρες θαυμαστούς για τις πολλές αρετές τους,αλλά μερικές φορές δεν παύουν κάποιοι λόγοι τους ν’ απομακρύνονται από τη δογματική ακρίβεια.» (ΑΠΜ)[107].
Κατά τον Μέγα Φώτιο λοιπόν,
όταν ένα πρόσωπο έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός Πατέρα της
Εκκλησίας, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη όλα τα ενδεχόμενα πριν του
καταλογίσουμε κάποιο σφάλμα.
Ακόμα ένα εμπόδιο βάζει ο Φώτιος στους αιρετικούς, που με επιπολαιότητα και βιασύνη προσπαθούν να μετατρέψουν τους Πατέρες σε συμμάχους τους.
Τα ζητήματα προς εξέταση είναι δύο:
1. Μήπως
ο Πατέρας αυτός εξέφρασε μια εσφαλμένη θέση, για την οποία όμως
ουδέποτε κλήθηκε να την διευκρινίσει, και άρα δεν γνωρίζουμε την αιτία
της;
2. Μήπως ο Πατέρας που εξέφρασε την εσφαλμένη θέση, κλήθηκε σε απολογία, και μετά από τις νουθεσίες μετανόησε γι’ αυτήν;
Ο Μέγας Φώτιος γράφει:
«Την καινοτομία βέβαια, που νοθεύει και παραχαράσσει τον Δεσποτικό λόγο, την απορρίπτομε, τον πατέρα όμως αυτής, που μάλιστα σωπαίνει και δεν είναι παρών ούτε αντιλέγει, δεν τον καταδικάζομε[…] όταν δεν υπάρχει κατηγορία δεν υπάρχει ούτε απόφαση για την καταγγελία και όταν δεν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, αυτός που τολμά να κατηγορεί […]στρέφει την κατηγορία εναντίον του εαυτού του» (Επ.ΚΔ΄)[108].
Εδώ πρόκειται για μια πάγια θέση της Εκκλησίας, που λέει ότι «πρέπει προηγουμένως να καθορισθεί από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα ποιοί είναι πράγματι αιρετικοί»[109].
Ακόμα
χειρότερα όμως για τον αιρετικό, είναι να κάνει το λάθος να επικαλεστεί
εσφαλμένες θέσεις Πατέρων για τις οποίες οι ίδιοι αποδέχτηκαν τις
διορθώσεις της Εκκλησίας[110]:
«Αν
όμως σύμφωνα με τα ανθρώπινα πράγματα, μολονότι κατά τα άλλα διέθεταν
πολλές αρετές, ή έπεσαν σε κάποια άγνοια ή παρασύρθηκαν από κάποια
αβλεψία, δεν έφεραν αντίρρηση διδασκόμενοι ούτε αυθαδείασαν στις νουθεσίες […] πως θα βρεις καταφύγιο σ’ αυτούς… ;» (ΑΠΜ)[111].
Με τις προϋποθέσεις αυτές λοιπόν, αν κάποιοι Πατέρες «σε κάτι έδειξαν ολιγωρία ως προς την αλήθεια και παρασύρθηκαν να πουν πράγματα αντίθετα προς το κοινό εκκλησιαστικό δόγμα,σ’ αυτά βέβαια δεν τους ακολουθούμε, από την πατρική όμως τιμή και δόξα αυτών δεν περικόπτομε τίποτε» (Επ.ΚΔ΄)[112].
Όπως είδαμε λοιπόν, σύμφωνα με τον Μέγα Φώτιο οι Πατέρες είναι δυνατόν να σφάλουν. Σύμφωνα με τον Στυλ. Παπαδόπουλο, οι θέσεις του εξέχοντα ιεράρχη επάνω στο ζήτημα του Πατερικού σφάλματος αποτελούν μια απόλυτα ρεαλιστική θεώρηση[113].
Καταρχάς, για τον Μέγα Φώτιο, «το ανθρώπινο ολίσθημα δεν μπορεί να το αποφεύγει πάντοτε αυτός που αποτελείται από πηλό και ρευστή ύλη· κάποτε μάλιστα και στους άριστους εκδηλώνονται κάποια ίχνη κηλίδας» (ΑΠΜ)[114] (πρβλ. Α' Ιωάν. 1,8: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν»).
Στην περίπτωση αυτή, «την παρέκκλιση βέβαια από τον λόγο του Κυρίου δεν την δεχόμαστε, εκείνους όμως δεν τους αποχωρίζομε από τον χορό των Πατέρων» (Επ.ΚΔ΄)[115].
Υπάρχει όμως μία σπουδαία παράμετρος, την οποία αναλύει εξαιρετικά ο Στυλ. Παπαδόπουλος και γι’ αυτό παραθέτουμε το κείμενο του:
«Το σφάλμα οφείλεται κατ’ αυτόν [δηλ. τον Μέγα Φώτιο] στους εξής λόγους: Στην ‘’άγνοια’’, στο ότι ‘’ανθρώπινον’’ η πλάνη. Προσθέτει όμως ο Φώτιος ότι πλανήθηκαν οι Πατέρες για θέματα που δεν υπήρχε ‘’ζήτησις’’, που δε ζητήθηκε η γνώμη τους [Στο πρωτότυπο: «ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται»]. Η παρατήρηση του Φωτίου έχει τεράστια σημασία.Οι
Πατέρες σε κάποιες περιπτώσεις πλανήθηκαν, μα δε θα συνέβαινε τούτο, αν
επρόκειτο για πρόβλημα καίριο της εποχής, αν το θέμα ήταν εκείνο που
προκαλούσε την κρίση της εποχής, αν οι πιστοί των χρόνων εκείνων
συνέδεαν την απάντηση στο θέμα με τη σωτηρία τους, αν ‘’παρακαλούσαν’’
για την απάντηση [Στο πρωτότυπο: «ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε»[116]].
Κάτω από τις τελευταίες προϋποθέσεις δηλαδή, το άγιο Πνεύμα, διακονία
του οποίου είναι η σωτηρία του ανθρώπου, θα φώτιζε το Διδάσκαλο της
Εκκλησίας να φανερώση γνήσια την αλήθεια κι όχι εσφαλμένα»[117] (βλ. Επ.ΚΔ΄)[118].
Αφού ολοκληρώσαμε όσα ο άγιος Φώτιος εξετάζει
σχετικά με τους Πατέρες της Εκκλησίας, ας δούμε τώρα και τη διδασκαλία
του για τις Οικουμενικές Συνόδους, το μέγιστο ανάχωμα κατά των αιρετικών
που καταρρίπτει όλες τις σοφιστείες τους σχετικά με το αν κάποιοι
Πατέρες «είπαν», «τι είπαν», «πως το είπαν» κ.λπ.
Γράφει ο Μέγας Φώτιος:
«[Ας υποθέσουμε ότι] Αυτοί οι τρεις το είπαν, όπως λεν οι Ρωμαίοι. Δεν
το είπαν όμως οι αρχιερείς των επτά συνόδων. Γιατί τον ορισμό της
πίστης μας τον επιβεβαίωσαν όλες διαδοχικά, και μ’ αυτές συμφώνησαν
χωρίς αντίρρηση οι πρόεδροι και φωστήρες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και νομοθέτησαν να μην προστεθεί ούτε ν’ αφαιρεθεί καμμιά διδασκαλία από τον ορισμό της πίστεως» (ΑΠΜ)[119].
Επισημαίνει δηλ. ο Φώτιος ότι οι αιρετικοί τολμούν «την προσθήκη αυτή [του Φιλιόκβε]παραποιώντας την έκθεση της πίστεως που βεβαίωσαν οι επτά σύνοδοι» (ΑΠΜ)[120]. Διότι είναι σαφές, «από τις άγιες επτά οικουμενικές συνόδους ευθύς η δεύτερη δογμάτισε ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, ακολούθησε η τρίτη, το βεβαίωσε η τέταρτη, συμφώνησε η πέμπτη, το διακήρυξε μαζί η έκτη, το επισφράγισε με λαμπρά αγωνίσματα η έβδομη[…] Εσένα όμως [που τις απορρίπτεις] ποια ασεβής αγέλη σε δίδαξε και σε άλλαξε …;» (ΑΠΜ)[121].
Κατά τον Φώτιο, Κάθε Οικουμενική Σύνοδος είναι «θεόπνευστη» (ΑΠΜ)[122] και «πνευματοκίνητη» (ΑΠΜ)[123], άρα, κάθε ετεροδιδασκαλία «ανατρέπει […] την ίδια την ουσία του Πνεύματος» (ΑΠΜ)[124].
Η ορθή δογματική διδασκαλία στηρίζεται σε «οικουμενικές ομολογίες» (ΑΠΜ)[125], «λαμπρύνεται […]με οικουμενικά και άγια ψηφίσματα» (ΑΠΜ)[126]. Αντιθέτως, ο αιρετικός καταφέρεται «εναντίον των οικουμενικών και αγίων συνόδων» (ΑΠΜ)[127], των οποίων «τα δόγματα αποδέχονται τα πέρατα της οικουμένης» (ΑΠΜ)[128].
Τελικά, ουδεμία δικαιολογία υπάρχει για τους αιρετικούς:
«Αντιλέγουν και αντιτάσσονται σε οικουμενικές συνόδους … αντιμάχονται αμέτρητο πλήθος θεοφόρων πατέρων» (Επ.ΚΔ΄)[129], και περιφρονούν «την ακρίβεια των διατυπώσεων», των «συνοδικών όρων και των δογμάτων» (Επ.ΚΔ΄)[130].
Μετά από τα παραπάνω, εύκολα κατανοούμε για ποιον λόγο ο Μέγας Φώτιος αποτέλεσε «κόκκινο πανί» για τους Λατίνους, και φάρο Ορθοδοξίας για την Εκκλησία.
Ελπίζουμε ότι η εκτενής και αναλυτική αυτή εξέταση της διδασκαλίας του Μεγάλου Φωτίουνα
φανεί χρήσιμη και να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν το
πολίτευμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για τους χριστιανούς, οι αποφάσεις
των Οικουμενικών Συνόδων αποτελούν τον αλάθητο εκφραστή της
Εκκλησιαστικής πίστης. Επιπλέον όμως, και η Συμφωνία Πατέρων (με
την έννοια της συμφωνίας μιας ισχυρότατης πλειοψηφίας ανεξάρτητων
Πατερικών διατυπώσεων μέσα στην πορεία του χρόνου) αποτελεί έγκυρο οδηγό
δογματικής έκφρασης.
[Η
παπική Δύση λοιπόν, ας αναζητά τον «αντίπαλο» της στην καταγεγραμμένη
και αδιάψευστη Πατερική και Οικουμενική Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή μας
δείχνει ποιος οφείλει να επιστρέψει στα παραδεδομένα, διότι διαφορετικά
δεν μιλάμε για Ένωση Εκκλησιών, αλλά για μια βεβιασμένη και απαράδεκτη
συγκόλληση ανόμοιων πραγμάτων. Και βεβαίως, ακόμα και η κοινή, πρακτική
λογική, υπαγορεύει ότι αν δεν εξαλειφθούν όλεςοι
αιχμές που δημιουργεί μια ρωγμή, δεν μπορεί να γίνει ουδεμία «ένωση».
Έτσι και στην περίπτωση των παπικών στρεβλώσεων, η υποχώρηση ακόμα και
στο Φιλιόκβε ή
σε άλλα ζητήματα, δεν σημαίνει τίποτα, αν μαζί τους δεν εγκαταλειφθεί
οριστικά ο θεσμός (και το όραμα) του παπικού πρωτείου εξουσίας, πηγή
πλήθους προβλημάτων στο παρελθόν και πολύ πιθανόν και στο μέλλον.]
[89] Για τις χρονολογίες των τριών Πατέρων, βλ. Ιωαννίδης Φώτιος, «Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς της Δύσης (Β΄-ΣΤ΄ αι.)», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 84· 86· 53· 55· 91· 93.
[91] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 331.
[92] Βλ. Νικήτας Δημήτρης, «Η παρουσία του Αυγουστίνου στην Ανατολική Εκκλησία», περιοδ. «Κληρονομία», τόμ. 14, τεύχ. 1 (ΙΟΥΝ 1982), σελ. 10.
[93] Ματσούκας Νικόλαος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 130, σημ. #104.
[97] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Χριστιανισμός και πολιτισμός», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 122.
[109] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 235.
[113] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α', ό.π., σελ. 45.
[116] Δυστυχώς, η καθοριστικής σημασίας λέξη «παρεκάλεσε», απουσιάζει από το πρωτότυπο κείμενο στην έκδοση Μερετάκη (Μερετάκης 13,
σελ. 260) κι έτσι στη μετάφραση μεταβάλλεται όλο το νόημα. Σε κάθε
περίπτωση θεωρήσαμε πιο έγκυρο και αξιόπιστο να επικαλεστούμε τον
εξέχοντα πατρολόγο Στυλ. Παπαδόπουλο, την ερμηνεία του οποίου ακολουθούν και η Άννα Κόλτσιου-Νικήτα (βλ. «Το Κύρος των Πατέρων της Εκκλησίας, μια ανέκδοτη επιστολική πραγματεία», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 26) και ο Νίκος Νικολαΐδης (βλ. «Θέματα Πατερικής Θεολογίας», Γραφικές τέχνες «Μέλισσα», Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 68).
[117] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α', ό.π., σελ. 45.
Τι είπε ο άγιος Φώτιος για τα λάθη των αγίων Πατέρων
Έχουμε
κατ' επανάληψιν μιλήσει για την έννοια της Θείας Αποκάλυψης και
της Θεοπνευστίας
στην Εκκλησία του Κυρίου σε αυτή την ιστοσελίδα. Έχουμε επίσης πει ότι άλλο
πράγμα είναι το "αλάθητο",
και άλλο πράγμα η Θεοπνευστία. Και ότι ακόμα και οι άγιοι Πατέρες, έχουν κάποια όρια,
στο τι απ' όσα δίδαξαν, αποτελεί Θεία Αποκάλυψη, και στο τι αποτελεί προσωπική
τους γνώμη. Καιρός όμως, να δούμε τι λέει γι' αυτό το θέμα, ένας από τους
ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος Φώτιος!
Ψυχολογικές ανάγκες
Η χρησιμότητα του παρόντος άρθρου, πέρα
από το ότι μας βοηθάει να έχουμε ένα Ορθόδοξο κριτήριο ανάγνωσης και αποδοχής
των γραμμένων σε κείμενα αγίων Πατέρων, διορθώνει την εσφαλμένη (και συχνά
στενόμυαλη) στάση ορισμένων Χριστιανών, που προσκολλούνται σε κείμενα αγίων
Πατέρων, με μία Ορθοδοξίζουσας μορφής Προτεσταντική νοοτροπία. Όπως δηλαδή οι
Προτεστάντες μένουν κολλημένοι "στο γράμμα" της Αγίας Γραφής,
χάνοντας το Πνεύμα, έτσι και μερικοί αδελφοί μας, από υπερβολική αγάπη και
σεβασμό προς τους αγίου Πατέρες, εκλαμβάνουν οτιδήποτε δουν γραμμένο από
αυτούς, ως κατ' ανάγκην "Θεία Αποκάλυψη", και επειδή το είπε
κάποιος άγιος, ακόμα και λάθος αν είναι, αρνούνται πεισματικά να εξετάσουν με
ανοιχτή διάνοια και μια διαφορετική θέση.
Είναι λογικό και ψυχολογικά χρήσιμο, να
επιζητούμε κάποιο "σταθερό" σημείο αναφοράς, μια αμετακίνητη και
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ βάση, πάνω στην οποία να στηρίξουμε την πίστη μας. Όμως αυτό δεν
σημαίνει, ότι οι ψυχολογικές μας ανάγκες για κάτι τέτοιο, πρέπει να μας
οδηγήσουν σε μία ουτοπική θεώρηση ορισμένων πραγμάτων, όπως είναι για
παράδειγμα τα Ιερά Κείμενα. Η Θεία Αποκάλυψη, δεν δόθηκε για να μας στερήσει
την ελευθερία και την κριτική σκέψη, και να μας κάνει άγνωμους αποδέκτες
προ-κατασκευασμένων "δογματικών πακέτων". Δόθηκε ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ, για να
μας ΑΣΚΗΣΕΙ την ελευθερία και την κριτική σκέψη. Το δόγμα δόθηκε
για να μας οδηγήσει ΕΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ στη βίωση της εν
Χριστώ ζωής, ώστε να μπορούμε κι εμείς να βιώσουμε όλα όσα κατέγραψαν πριν
από εμάς οι άγιοι Πατέρες, που βίωναν την εν Χριστώ ζωή. Γιατί τελικά τα όσα
μας παρέδωσαν, δεν είναι παρά εκφράσεις της εν Χριστώ εμπειρίας τους, με στόχο
να μας οδηγήσουν στη βίωση αυτής της ίδιας αγιοποιού εμπειρίας. Το να
αγκιστρώνεται κάποιος τυφλά σε κείμενα, αρνούμενος να αξιοποιήσει το θεόδοτο
δώρο της ΥΠΕΥΘΥΝΗΣ αναζήτησης της κατά Θεόν ζωής, όχι μόνο δεν αποτελεί ευκταίο
Χριστιανικό χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως, αποτελεί προσπάθεια αποποίησης
ευθυνών, και φυγοπονία! Ζητάει καταφύγιο βεβαιοτήτων, στρουθοκαμηλίζοντας, αντί
να ασκήσει κρίση και κόπο εξιχνίασης των βαθέων του Θεού.
Ο παραδεδομένος από τον Θεό λόγος, είναι
"λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου να ανατείλει ο Φωσφόρος
στις καρδιές μας" (Β΄ Πέτρου 1/α: 19). Προσέξτε! Δεν μιλάει για
προσκόλληση στον προφητικό λόγο. Μιλάει για μια προσωρινή σχέση, ΩΣΠΟΥ
να αρχίσει να διδάσκεται πλέον ο Χριστιανός από τον Θεό άμεσα, και να
βιώνει την εν Αγίω Πνεύματι ζωή. Τα κείμενα των αγίων, είναι βοηθητικά και
προσωρινά. Η ΣΧΕΣΗ με τον Θεό είναι αιώνια!
Τι είπε ο
άγιος Φώτιος
Ενώ λοιπόν τα κείμενα των αγίων Πατέρων, στην
συντριπτική τους πλειονότητα, είναι πλήρη Πνεύματος Αγίου, και μας δίνουν
πληθώρα Θείων Αποκαλύψεων, υπάρχουν και ορισμένα σημεία, ή ορισμένες τους
θέσεις, (ΣΠΑΝΙΟΤΑΤΑ βέβαια), που και αυτά περιέχουν ορισμένα λάθη, ή
προσωπικές τους απόψεις, που θα ήταν λάθος κάποιος να τα εκλάβει ως Αποκάλυψη
Θεού, μόνο και μόνο επειδή τα έγραψε κάποιος άγιος.
Όταν για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, υπολογίζει σε κείμενό του την ημερομηνία γέννησης του Κυρίου
Ιησού, και λέει ότι ο πατέρας του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή ήταν
"αρχιερέας", και μπερδεύει τα δύο θυσιαστήρια του ναού, πρόκειται για
σαφέστατο λάθος. Ή όταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης μιλάει για την σωτηρία και των
ασεβών, κι εδώ είναι κάτι που η Εκκλησία το έχει χαρακτηρίσει λάθος Συνοδικά!
Και όταν ο
άγιος Αυγουστίνος ερμηνεύει την εν Χριστώ Σωτηρία δικανικά, και πάλι είναι
λάθος, μια και συγκρούεται ευθέως με την πίστη των άλλων αγίων πατέρων. Μάλιστα
θέσεις του αγίου Αυγουστίνου, αποτέλεσαν (και αποτελούν) αφορμές ρήξης με τη Δυτική
εκκλησία, καθώς εκεί εμμένουν σε κάποιες από τις εσφαλμένες θέσεις του, μόνο
και μόνο επειδή ήταν άγιος!
Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα κοιτάμε τα
κείμενα τών αγίων πατέρων με καχυποψία και με υψηλοφροσύνη ενώπιόν τους; Θα τα
διαβάζουμε άραγε με πνεύμα αντιλογίας και αναζητώντας σε αυτά σφάλματα;
Όχι βέβαια! Τα κείμενα των αγίων
Πατέρων, είναι πηγή σοφίας, γνώσεως και Αγιοπνευματικής ζωής. Είναι
διαμάντια Θείας Αποκάλυψης και πηγή Αποστολικών Παραδόσεων, και ξεχειλίζουν από
τη Χάρη του Θεού. Τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, είναι φως και ζωή. Αυτό όμως,
δεν σημαίνει ότι είναι αλάθητα! Αυτό δεν σημαίνει, ότι επειδή γράφτηκε κάτι από
κάποιον άγιο, είναι ΚΑΤ' ΑΝΑΓΚΗΝ σωστό, και ότι πρέπει να το υποστηρίζουμε με
φανατισμό, έστω και αν κάποιος μας επιδεικνύει ντοκουμέντα για κάτι
διαφορετικό. Όλοι οι άνθρωποι, ακόμα και οι άγιοι, έχουν κάνει λάθη στη ζωή
τους! Και ο σκοπός αυτού του άρθρου, είναι να βοηθήσει να αποφεύγονται ΟΙ
ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ, και οι αδικαιολόγητες προσκολλήσεις σε κάτι σπάνιο, που βεβαίως θα
μπορούσε να είναι λάθος, σε αυτά τα κείμενα.
Τι κριτήρια μπορούμε λοιπόν να
αναζητήσουμε, για το πότε είναι δυνατόν κάποιος άγιος Πατέρας να έχει κάνει
κάπου λάθος;
Ας δούμε τι γράφει γι' αυτό ακριβώς το
θέμα, ένας απ' αυτούς, δηλαδή από τους ίδιους τους αγίους Πατέρες, ο άγιος
Φώτιος:
«…Πόσαι δε περιστάσεις πραγμάτων πολλούς (=πατέρες) εξεβιάζοντο, τα μεν
παραφθέγξασθαι, τα δε προς οικονομίαν ειπείν, τα δε και των απειθούντων
επαναστάντων, τα δε και αγνοία, οία δη περιολισθήσαι ανθρώπινον... Ει δε
παρεφθέξαντο μεν ή διά τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος
εξετράπησαν, ουδεμία δε ζήτησις αυτοις προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της
αληθείας ουδείς αυτούς παρακάλεσε, πατέρας μεν ουδέν ελλάτον αυτούς, ει
και μη τούτο είπον, επιγραφόμεθα... τοις λόγοις τούτων, εν οις παρηνέχθησαν,
ουχ εψόμεθα…» (Φωτίου, Επιστολή Ε΄, Προς τον Ακυλουΐας Ιωάννην ι΄, εις Ι.
Βαλέττα, Φωτίου Επιστολαί, Λονδίνο 1864, σ. 196).
Ας δούμε τι σημαίνουν τα λόγια αυτά σε
απλή σημερινή γλώσσα:
«...Ακόμη, πόσες δυσκολίες των
καταστάσεων ανάγκαζαν πολλούς Πατέρες άλλα να τα παραποιούν, άλλα να τα λεν με
πνεύμα συγκατάβασης, άλλα να λεν όταν ξεσηκώνονταν οι απείθαρχοι, άλλα να
τα λεν από άγνοια, καθώς βέβαια είναι ανθρώπινο να σφάλει κανείς. Και αν
παραποίησαν κάτι ή, για κάποιο λόγο που εμείς τώρα αγνοούμε,
παρεξέκλιναν από την ορθή πορεία, τη στιγμή μάλιστα που δεν τους ζητήθηκε
να εκφέρουν άποψη ούτε κανείς τους παρακάλεσε να του διδάξουν την αλήθεια, τους
αναγνωρίζουμε το ίδιο ως Πατέρες, όπως θα τους αναγνωρίζαμε και αν δεν
εξέφραζαν αυτή την άποψη... τη διδασκαλία τους στην οποία πλανήθηκαν δε θα την
ακολουθήσουμε...» (Μετάφραση
από το φιλόλογο Παύλο Χατζηπαππά, την οποία μεταφέραμε σε μονοτονικό).
Για το ίδιο κείμενο, ο θεολόγος Μιχαήλ
Μπερκουτάκης, κάνει τα εξής σχόλια, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια για να
κατανοήσουμε τα λεγόμενα του αγίου Φωτίου σε βάθος:
«...Ακόμα, πόσες φορές οι δύσκολες
περιστάσεις της ζωής δεν ανάγκασαν πολλούς από τους Πατέρες και Διδασκάλους της
Εκκλησίας, άλλα πράγματα να τα παραποιήσουν, επειδή δεν μπόρεσαν ούτε και οι
ίδιοι, να τα κατανόησαν σωστά, άλλα πράγματα να τα πουν με πνεύμα οικονομίας
και συγκατάβασης, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τη δύναμη, να εννοήσουν το
πραγματικό τους νόημα, άλλα πράγματα να τα πουν με αυστηρό και ελεγκτικό
τρόπο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους απειθείς αιρετικούς, που εξεγείρονταν
εναντίον της Εκκλησίας, ενώ, τέλος, άλλα πράγματα να τα πουν λανθασμένα από
άγνοια, γιατί, φυσικά, είναι ανθρώπινο, το να σφάλλει κανείς. Ακόμη, όμως, και
αν οι Πατέρες της Εκκλησίας παραποίησαν κάτι ή παρεξέκλιναν από την ορθή πίστη,
είτε γιατί θεολόγησαν για ζητήματα, για τα οποία δεν υπήρχε σωτηριολογική
σημασία, είτε γιατί δεν τους παρακάλεσε ο λαός του Θεού, να του αποκαλύψουν την
αλήθεια, που είναι αναγκαία για τη σωτηρία του, είτε για οποιονδήποτε άλλο
λόγο, τον οποίο εμείς σήμερα αγνοούμε, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση,
ότι έχουμε το δικαίωμα, να τους αναγνωρίζουμε ως Πατέρες λιγότερο, από όσο θα
τους αναγνωρίζαμε, αν δεν είχαν υποπέσει σε σφάλματα... αρκεί, φυσικά, να μην
ακολουθούμε τη διδασκαλία τους στα σημεία εκείνα, που έκαναν λάθη...». (Παράφραση του κειμένου από το θεολόγο
Μπερκουτάκη Μιχαήλ).
Τα λόγια του αγίου Φωτίου, είναι
χαρακτηριστικά: Ένας άγιος Πατέρας, μας λέει σαφώς, ότι ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ
να συναντήσουμε λάθη στα κείμενα των αγίων Πατέρων. Γι' αυτό και είναι
αδικαιολόγητοι, όσοι εμμένουν σε φράσεις αγίων Πατέρων, για να υποστηρίξουν με
φανατισμό ζητήματα που "δεν ήταν ζητούμενα" στην εποχή που γράφτηκαν,
αλλά που σε μια μετέπειτα εποχή, διορθώθηκαν και διατυπώθηκαν σωστά, είτε από
άλλους αγίους Πατέρες, είτε από επιστημονικά ντοκουμέντα, αν ήταν επιστημονικά
ζητήματα, είτε όταν έφθασε πλέον ο καιρός να δοθεί γι' αυτά μια πληρέστερη
θεώρηση από την Εκκλησία του Κυρίου.
Η Εκκλησία, είναι Εκκλησία αληθείας. Και
είναι πάντα ενωμένη με τον Ζώντα Χριστό. Δεν εξαρτάται από κείμενα. Δεν
προσκολλάται σε κείμενα και προσωπικές θέσεις, όταν τα στοιχεία δείχνουν κάτι
διαφορετικό, ούτε έχει πρόβλημα να πει ότι όλα τα μέλη της είναι δυνατόν
(ως άνθρωποι) να κάνουν λάθη. Και αυτό το ξεκαθαρίζει στο ανωτέρω κείμενο ένας
άγιος Πατέρας, ο άγιος Φώτιος. Το ότι οι άγιοι Πατέρες έκαναν και λάθη,
είναι Πατερική διδασκαλία!
Εάν λοιπόν κάποιος επιμένει, να αναζητάει
μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας το "αλάθητο", τότε κατ' ανάγκην πρέπει
να δεχθεί ότι κάνει λάθος ένας άγιος της Εκκλησίας, ο άγιος Φώτιος!
Γ. Κ.
Ἀπὸ ἀπάντηση τοῦ
π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
σὲ θέσεις τοῦ κ. Ἰ.
Καρδάση
...Είναι ανάγκη προκειμένου
να αποδείξωμε ότι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν σύγχυσι
και αντίθεσις μεταξύ των αγίων, ούτε αμφισβήτησι των κειμένων της Αγ.
Γραφής, αλλά σύγχυσις υπάρχει κατ’ ουσίαν μόνο μέσα μας, να αναφερθούμε σε δύο
βασικές αρχές της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
1) Γνησία ιερά
Παράδοσις είναι ο,τι επιστεύετο παντού, πάντοτε και υπό πάντων. Το παντού έχει
τοπική έννοια και σημαίνει τη γενική πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας, έστω
δηλαδή αν σε κάποιο σημείο της γης υπάρχει αντίθετη άποψις επί του θέματος από
κάποιους. Δηλαδή η γενικά επικρατούσα πίστις και αντίληψις υπερισχύει της
μερικής. Το πάντοτε έχει διαχρονική έννοια και σημαίνει την γενική πίστι και
αντίληψι της Εκκλησίας στο πέρασμα του χρόνου, έστω και αν σε κάποιες χρονικές
περιόδους εισήλθε δια της πλάνης άλλη αντίληψις, η οποία εν συνεχεία
καταπολεμήθηκε υπό των ομολογητών Ορθοδόξων, όπως π.χ. στο θέμα του
Αρειανισμού, του Μονοθελητισμού, της Εικονομαχίας κλπ. Το υπό πάντων έχει
ειδική έννοια και σημαίνει την πίστι και αντίληψι της Εκκλησίας όπως διασώθηκε
δια μέσου των αγίων εν τω συνόλω των, έστω και αν κάποιος μεμονωμένος άγιος
έχει αντίθετη άποψι επί του θέματος.
2) Επί οιουδήποτε
θέματος υπερισχύει η διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου από την εγκεκριμένη
τοπική, και της εγκεκριμένης τοπικής Συνόδου από την διδασκαλία των μεμονωμένων
αγίων, και των αγίων από την διδασκαλία οιωνδήποτε άλλων θεολόγων, κληρικών κλπ.
και, τέλος, η διδασκαλία και η γνώμη των πλειόνων από τους μεμονωμένους, έστω και
αν αυτοί οι μεμονωμένοι είναι θεολόγοι, κληρικοί κλπ. Αυτό το τονίζει στην
εισαγωγή του Πηδαλίου ο αγ. Νικόδημος, προκειμένου να λύση εκ των προτέρων
κάποιες εναντιοφάνειες.
Θα πρέπει επίσης να
τονίσωμε ότι η Παράδοσις της Εκκλησίας δεν εθεώρησε ποτέ τους αγίους ως
αλανθάστους, αλλά μόνο τις εγκεκριμένες Οικουμενικές Συνόδους. Όταν λοιπόν
υπάρχει διισταμένη γνώμη για κάποιο θέμα μεταξύ των αγίων, με βάσι τις δύο
προαναφερθείσες αξιωματικές αρχές επιλύεται αυτομάτως, αν αναζητήσουμε την
διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του εν λόγω θέματος.
Η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας ως γνωστόν ετίθετο ως βάσις και ωμολογείτο πίστις εις αυτήν, προκειμένου, όχι να εκφέρη γνώμη κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά να αρχίση τις εργασίες της. Έτσι λοιπόν προκειμένου να λύσουμε οιοδήποτε πρόβλημα, το οποίο έχει σχέσι είτε με την πίστι και την διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε με τους αγίους, είτε με την Αγ. Γραφή κλπ., είναι αρμόδιο να γνωρίζωμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του θέματος και με αυτή να συνταυτιστούμε έστω και αν διαφωνούν κάποιοι άγιοι η θεολόγοι, κληρικοί κλπ.
Αυτή η διδασκαλία είναι κατά τον απόστολο ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας και βάσει αυτής γνωρίζουμε ακριβώς τι πιστεύει η Εκκλησία για τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Αγ. Κύριλλο κλπ.
Αν τώρα κάποιος άγιος η πολύ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνή και έχει αντίθετο γνώμη, εμείς θεωρούμε τη γνώμη του λανθασμένη και προσωπική, όχι εκκλησιαστική και ουδόλως δύναται να αντιπαρατεθή στην διαχρονική πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας, πολύ δε περισσότερο να την υποσκελίση.
Η διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας ως γνωστόν ετίθετο ως βάσις και ωμολογείτο πίστις εις αυτήν, προκειμένου, όχι να εκφέρη γνώμη κάποια Οικουμενική Σύνοδος, αλλά να αρχίση τις εργασίες της. Έτσι λοιπόν προκειμένου να λύσουμε οιοδήποτε πρόβλημα, το οποίο έχει σχέσι είτε με την πίστι και την διδασκαλία της Εκκλησίας, είτε με τους αγίους, είτε με την Αγ. Γραφή κλπ., είναι αρμόδιο να γνωρίζωμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας επί του θέματος και με αυτή να συνταυτιστούμε έστω και αν διαφωνούν κάποιοι άγιοι η θεολόγοι, κληρικοί κλπ.
Αυτή η διδασκαλία είναι κατά τον απόστολο ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας και βάσει αυτής γνωρίζουμε ακριβώς τι πιστεύει η Εκκλησία για τον Αγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, τον Αγ. Κύριλλο κλπ.
Αν τώρα κάποιος άγιος η πολύ περισσότερο θεολόγος κλπ. διαφωνή και έχει αντίθετο γνώμη, εμείς θεωρούμε τη γνώμη του λανθασμένη και προσωπική, όχι εκκλησιαστική και ουδόλως δύναται να αντιπαρατεθή στην διαχρονική πίστι και διδασκαλία της Εκκλησίας, πολύ δε περισσότερο να την υποσκελίση.
Ένα άλλο σημείο που
πρέπει να προσέξωμε είναι το ότι οι άγιοι ερμηνεύουν τους αγίους και προσπαθούν
να ερμηνεύσουν ορθόδοξα τα δυσνόητα κείμενά τους, ώστε να μην υπάρξη εις αυτά
εναντιοφάνεια με την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας. Και εμείς πρέπει να
προσπαθούμε να κάνωμε το ίδιο και όχι να τους παρουσιάζωμε ως διαφωνούντας και
έχοντας διαφορετικές απόψεις και διδασκαλίες, διότι τότε δεν οικοδομούμε τους
πιστούς αλλά τους γκρεμίζουμε και δεν ορθοτομούμε, αλλά διχοτομούμε, τον λόγο
της αληθείας. Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής τον Αγ. Διονύσιο τον
Αρεοπαγίτη, τον οποίο οι σύγχρονοι θεολόγοι μας χαρακτηρίζουν ως αρειανίζοντα.
Έτσι ερμηνεύουν οι πατέρες το χωρίον του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις
του Χριστού σεσαρκωμένη», το οποίο οι Μονοφυσίτες ερμηνεύουν με αιρετικό τρόπο.
Έτσι ερμηνεύει ο Αγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης τον Αγ. Γρηγόριο Νύσσης εις τον οποίο
οι σημερινοί θεολόγοι προσάπτουν πλήθος αιρέσεων.
Άκουσε αδελφέ,
και θαύμασε πως ο όσιος ερμηνεύει τον Αγ. Γρηγόριο φέροντας μάλιστα ως συνήγορο
και τον Αγ. Μάρκο τον ομολογητή, εις την κατηγορία που οι σημερινοί θεολόγοι
του προσάπτουν, ότι δηλαδή ήτο υπέρμαχος της θεωρίας των Παπικών «περί της των
πάντων αποκαταστάσεως» με την διεστραμμένη έννοια του τέλους της κολάσεως του
καθαρτηρίου πυρός, των αξιομισθιών των αγίων κλπ.(2)
Κατά τον ίδιο επίσης
τρόπο ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος ο αγιορείτης εις το Πηδάλιο πλήθος ιερών
κανόνων, οι οποίοι φαίνονται να είναι ενάντιοι σε άλλους και με θαυμάσιο τρόπο
αποδεικνύει την μεταξύ των συμφωνία παρά την εξωτερική εναντιοφάνεια. Η βάσις
δηλαδή σε όλα αυτά είναι να στηριχθούμε στην διαχρονική διδασκαλία της
Εκκλησίας επί οιουδήποτε θέματος και προς αυτήν να κατευθύνουμε τις ερμηνείες
των αγίων.
Αν όμως ερμηνεύσωμε αυτόνομα τους αγίους ανεξάρτητα από την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα κατά το δοκούν εις ημάς, τότε και τους αγίους θα παρουσιάσωμε ως διαφωνούντας μεταξύ των και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν θα προξενήσωμε και ανάπαυσι ψυχική δεν θα έχωμε, διότι η ερμηνευτική μας μέθοδος θα στηρίζεται εις τον εγωϊσμό. Βλέπεις αδελφέ, ότι εις την Εκκλησία δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διδάσκη τίποτε δικό του, ούτε και οι άγιοι, αλλά όλοι οφείλουν να ακολουθούν την άπαξ παραδοθείσα πίστι της Εκκλησίας.
Αν όμως ερμηνεύσωμε αυτόνομα τους αγίους ανεξάρτητα από την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα κατά το δοκούν εις ημάς, τότε και τους αγίους θα παρουσιάσωμε ως διαφωνούντας μεταξύ των και σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν θα προξενήσωμε και ανάπαυσι ψυχική δεν θα έχωμε, διότι η ερμηνευτική μας μέθοδος θα στηρίζεται εις τον εγωϊσμό. Βλέπεις αδελφέ, ότι εις την Εκκλησία δεν έχει κανείς το δικαίωμα να διδάσκη τίποτε δικό του, ούτε και οι άγιοι, αλλά όλοι οφείλουν να ακολουθούν την άπαξ παραδοθείσα πίστι της Εκκλησίας.
Αυτή η πίστις της
Εκκλησίας υπαρχει και για τους αγίους, και για τα πατερικά κείμενα και για τα
υμνολογικά κείμενα και για την Ορθόδοξο λατρεία κλπ. Αν τώρα κάποιος άγιος με
κάτι από αυτά διαφωνή εμείς απλούστατα θεωρούμε ότι ως άνθρωπος έκανε λάθος και
ακολουθούμε την διαχρονική διδασκαλία της Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν όλοι
οι άλλοι άγιοι. Εδώ δηλαδή ευρίσκει αρίστη εφαρμογή το «η γνώμη των πλειόνων
κρατείτω», που έχει ειπωθή στις Οικουμενικές Συνόδους και σε διαφόρους ιερούς
κανόνες την στιγμή μάλιστα που είναι σύμφωνος με όλη την ιερά Παράδοσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.