Να λοιπόν, ποὺ ὁ «Ἀμέθυστος», ποὺ δὲν
ἀνέχεται μύγα στο σπαθί του γιὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο ἢ τοὺς Ἁγίους ποὺ ἐπιλέγει ὡς
τοὺς καλούς, μὲ τὴν «ἀλάθητη» ὡς παπίζουσα, δυτικότροπη, ἀδέκαστη καὶ πε-«φωτισμένη»
σκέψη του, χωρίζει τοὺς Ἁγίους σὲ κατηγορίες καί, ὑπο-τιμώντας ἐξαιρέτως τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη,
ποὺ σήμερα ἑορτάζει, τὸν καταχωρεῖ στὸ δική του ἐμπνεύσεως Ἁγιολόγιο ὡς Δευτέρας
κατηγορίας Ἅγιο! Στηρίζεται σὺν τοῖς ἄλλοις γιὰ νὰ καταδείξει τοὺς «δεύτερης»
ἐπιλογῆς Ἁγίους, καὶ στὸν ὀρθολογιστὴ σχολιογράφο τοῦ ἱστολογίου «Ἀποτείχιση»,
τὸν Ἰωάννη Καρδάση, ὁ ὁποῖος σκοπὸ ἔχει νὰ ἀποπροσανατολίζει καὶ νὰ κρημνίζει
στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν προσωπικότητες καὶ πρακτικὲς Ἁγίων!!!
Δημοσιεύουμε τὸ σχόλιο τοῦ «Ἀμέθυστου»,
τὴν παραπομπὴ γιὰ τὸ ἄρθρο τοῦ
κ. Ἰωάννη Καρδάση καὶ ἕνα παλαιοτερο ἄρθρο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, μὲ τὸ
ὁποῖο ἐπιτυχῶς ἀπαντοῦσε στὶς κατηγορίες τοῦ Καρδάση κατὰ τοῦ ἁγίου Θεοδωρου Στουδίτη, ὅτι τάχα
ἦταν παπόφιλος
Ἅγιος!
ΣΧΟΛΙΟ Αμέθυστου: Η αποτυχία τών Στουδίτων καλύφθηκε,
ευτυχώς γιά τήν πίστη μας, μέ τήν ανάδυση τού Αγίου Ορους. Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΑΓΙΟΣ. Σήμερα χρησιμοποιείται γιά νά
καλύψει τήν μεγαλομανία διαφόρων. Ενα ασφαλές κριτήριο ορθοδοξίας είναι καί
τούτο. Ο πιστός τού Κυρίου Αγιος δέν μπορεί νά χρησιμοποιηθεί γιά σκοπούς
αλλότριους τής πίστεως. Καί είναι γνωστό ότι ο Ζηζιούλας παρόλες τίς
προσπάθειες, δέν μπορεί νά υποτάξει στήν μωρία του, τόν Αγιο Συμεών τόν Νέο
Θεολόγο.
Αμέθυστος
ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Ο
Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης και οι επιστολές του στους Πάπες της Ρώμης
Εισαγωγικά
Είναι γνωστόν, ότι ουδείς
αναμάρτητος, αλλά και ουδείς αλάνθαστος. Αυτό ισχύει για τους πάντες, ακόμη και
τους αγίους, ζώντες και κεκοιμημένους. Οι άγιοι, ούτε αλάνθαστοι είναι, ούτε
αναμάρτητοι, αλλά οι πλέον θεραπευμένοι μέσα στο απέραντο νοσοκομείο, που
αποκαλείται Εκκλησία του Χριστού. Η Εκκλησία του Χριστού, έχει κεφαλή τον
Χριστό, τον μόνον αναμάρτητο, τον μόνον αλάνθαστο, αλλά και τον μόνο πραγματικά
άγιο («εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός…»). Όλα τα μέλη της Εκκλησίας
είναι αμαρτωλά και κάνουν λάθη, είτε μεμονωμένα, είτε συναθροισμένα εν Συνόδω,
όπως μας αποκαλύπτει η ΣΤ΄ Οικουμενική, που αναφέρει, ότι «δογμάτισε απλανώς
και ουχί αλαθήτως». Μπορεί να δογμάτισε με λάθη, αλλά δεν το έκανε για να
παραπλανήσει. Η Εκκλησία του Παρακλήτου, πράγματι έχει όλα τα μέλη της
αμαρτωλά, ζώντα και κεκοιμημένα και μέχρι την τελική Κρίση. Μετά την Κρίση, η
Εκκλησία των Εσχάτων δεν θα έχει πλέον μέλη αμαρτωλά, αλλά μέλη ευρισκόμενα
είτε στην Βασιλεία των Ουρανών, είτε στην Κόλαση.
Τα περί του αντιθέτου έχει προ
αιώνων θεσπίσει ο Παπισμός, ήδη από τον πάπα άγιο Αγαπητό Α΄ και δέχεται το
ακριβώς αντίθετο, δηλ. ότι οι άγιοι είναι αλάνθαστοι και τούτο για να στηρίξει
το αλάθητο του Πάπα. Παρασυρμένοι και ορθόδοξοι θεολόγοι, δυστυχώς, το
πιστεύουν και το διακηρύττουν.
Εφ’ όσον λοιπόν οι πάντες θεωρούνται
αμαρτωλοί και μη αλάνθαστοι, είναι φυσικό να συμπεριλαμβάνεται και ο άγιος Θεόδωρος
Στουδίτης, ο οποίος εκδήλωσε έντονα τον φιλοπαπισμό του...
Ἡ συνέχεια έδῶ
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο
ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
ΩΣ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΣ
ΑΓΙΟΣ
τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
Τις τελευταίες μέρες διεξήχθη ένας διάλογος μεταξύ
ενός μέλους του Ο.Θ.Σ (σ.σ. εννοεῖ τον Ι.Κ.) και του μαρτυρικού αρχιμανδρίτου πατρός Ευθύμιου Τρικαμηνά, περί του
μεγάλου αγωνιστού της Ορθοδοξίας Αγίου Θεόδωρου του Στουδίτου (759-826 ).
Κρίνουμε σκόπιμο να δημοσιοποιήσουμε αυτόν τον χρήσιμο
διάλογο γιά ενημέρωσι των επισκεπτών αυτού του blog, αλλά και γιά συμμετοχή
τους στο διάλογο.
Πέραν των όσων θα αναφερθούν στη συνέχεια από τους
διαλεγομένους, περί της θέσης του αγίου έναντι της Ρώμης, ως λέγει ο Π. Χρήστου,
"τα πέντε πατριαρχεία ονομάζει πεντακόρυφον κράτος της Ορθοδοξίας",
ακριβώς εις την επιστολήν, ένθα ομιλεί και περί της αναφοράς του κράτους της
Οικουμενικής Συνόδου εις τον πάπαν. (επ.2,129, P.G. 99,1417).
Το πρώτο κείμενο του αρχιμ. Ευθυμίου Τρικαμηνά που
καταχωρούμε σήμερα, είναι λίγο μεγάλο σε έκτασι, αλλά αξίζει τον κόπο να το
μελετήσετε, θα ωφεληθήτε πολύ.
Η εποχή μας θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως η εποχή της
διαστροφής των πάντων. Η εποχή δηλαδή κατά την οποία αμφισβητούνται και
διαστρέφονται και αυτά τα ηλίου φαεινότερα, τα βοώντα από μόνα των, τα μη
δεχόμενα άλλη ερμηνεία. Είναι κυρίως η εποχή κατά την οποία αφήνομε να
διαιωνίζωνται και να παγιώνωνται οι σύγχρονες παρεκτροπές και παραβάσεις και
ασχολούμεθα με την δήθεν διόρθωσι των παλαιών, η προσέγγισις των οποίων γίνεται
με καθαρά προτεσταντικό και δυτικό πνεύμα. Συνήθως γινόμεθα αποδέκτες και
αναμεταδίδομε όσα οι ορθολογιστές θεολογούντες παράγουν, οι οποίοι και αυτοί
στηρίζονται σε μελέτες αιρετικών και εχθρών της Ορθοδοξίας. Οι διερευνήσεις και
διορθώσεις των συγχρόνων ορθολογιστών στρέφονται και σε πάγιες θέσεις της
Εκκλησίας, οι οποίες αφορούν συγκεκριμένους αιρετικούς η αγίους. Κατ’ αυτόν
λοιπόν τον τρόπο παρουσιάζουν την Εκκλησία ως σφάλλουσα και τους εαυτούς των ως
διορθωτάς των σφαλμάτων της. Και λέγοντας Εκκλησία εννοούμε την διαχρονική
πίστι και συνείδησι δια τα εν λόγω θέματα.
Μία τέτοια εσφαλμένη αντίληψις διαδίδεται στις ημέρες
μας και δια τον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Οι κατηγορίες οι οποίες του
αποδίδονται από τους συγχρόνους είναι κυρίως η αυστηρότης του και η αποτείχισίς
του δια τον παράνομο γάμο του αυτοκράτορος και το ότι ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του
παπικού
πρωτείου. Δια μεν την αυστηρότητά του στο θέμα της ευλογίας υπό της
Εκκλησίας της μοιχείας του αυτοκράτορος, εμείς ειδικά στις ημέρες μας, δεν
δυνάμεθα να κατανοήσωμε την ακρίβεια του οσίου, εφ’ όσον δια των διαζυγίων
διαλύομε τους νομίμους γάμους και δια των δευτέρων και τρίτων γάμων
επιβραβεύομε η στεφανώνομε τη μοιχεία. Δια δε τα φιλοπαπικά του αισθήματα είναι
ίσως η μεγαλύτερη διαστροφή και αδικία στο πρόσωπό του. Δια να ιδούμε δε τα
πραγματικά του αισθήματα και τις θέσεις του στο θέμα του Παπισμού και του
πρωτείου του Πάπα είναι ανάγκη να παρουσιάσωμε όλα τα σχετικά κείμενα, εις
τρόπον ώστε να εξαχθούν αβίαστα τα συμπεράσματά μας και να τοποθετηθούν τα
πράγματα στη θέσι των.
Είναι αλήθεια ότι αν απομονώσουμε ορισμένα τμήματα από
τις επιστολές του οσίου και τα συρράψωμε μεταξύ των θα εξάγομε το συμπέρασμα
ότι ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ήτο φιλοπαπικός και υποστηρικτής του παπικού
πρωτείου. Διότι όντως υπάρχουν κάποια τμήματα των επιστολών του, τα οποία
μεμονωμένως αναγιγνωσκόμενα δημιουργούν αυτή την εντύπωσι στον αναγνώστη.
Η μελέτη όμως των θέσεων ενός προσώπου, και δη
εκκλησιαστικού, δεν πρέπει να γίνεται κατ’ αυτόν τον αιρετικό τρόπο, αλλά
πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψιν η όλη θεολογική του τοποθέτησις και διδασκαλία
και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραψε αυτά τα οποία εμείς κρίνομε ως
φιλοπαπικά, καθώς επίσης ο σκοπός για τον οποίο εγράφησαν.
Εξετάζοντας λοιπόν υπό αυτάς τας προϋποθέσεις τα δήθεν
φιλοπαπικά χωρία του οσίου αναφέρομε εισαγωγικά ότι η όλη θεολογική του
τοποθέτησις και διδασκαλία είναι άκρως αντιπαπική, σε σημείο μάλιστα κατά το
οποίο μετά βεβαιότητος αβίαστα ισχυριζόμεθα, ότι δεν υπάρχει αντιπαπικώτερος άγιος από τον όσιο
Θεόδωρο τον Στουδίτη.
Ο λόγος είναι απλούστατος και έγκειται εις ότι δεν
υπάρχει άλλος άγιος ο οποίος να επολέμησε τόσο πολύ τις υπερβάσεις και
παρεκτροπές της εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, οι οποίες
επικεντρώνονται σήμερα με απόλυτο μορφή στο πρόσωπο του Πάπα. Πώς άλλωστε είναι
δυνατόν ο όσιος να είναι υποστηρικτής του παπικού πρωτείου με τη σημερινή του
εξέλιξι και διαστροφή, την στιγμή κατά την οποία αποστασιοποιήθηκε και διέκοψε
την εκκλησιαστική κοινωνία
από αγίους Πατριάρχες και ομολογητές, όταν αυτοί ηθέλησαν να αντιμετωπίσουν συγκαταβατικά και με κάποια υποχωρητικότητα την παρανομία του αυτοκράτορος; Και πως αυτός ο οποίος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία και μνημόνευσι από τον ιδικό του Πατριάρχη, όταν το έκρινε εκκλησιαστικώς αναγκαίο και θεολογικώς ορθό, δεν θα το έκανε δια τον Πάπα και οποιονδήποτε άλλο Πατριάρχη, όταν αυτοί διέστρεφον την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι;
από αγίους Πατριάρχες και ομολογητές, όταν αυτοί ηθέλησαν να αντιμετωπίσουν συγκαταβατικά και με κάποια υποχωρητικότητα την παρανομία του αυτοκράτορος; Και πως αυτός ο οποίος διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία και μνημόνευσι από τον ιδικό του Πατριάρχη, όταν το έκρινε εκκλησιαστικώς αναγκαίο και θεολογικώς ορθό, δεν θα το έκανε δια τον Πάπα και οποιονδήποτε άλλο Πατριάρχη, όταν αυτοί διέστρεφον την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι;
Πως επιπλέον αυτός, ο οποίος ήτο υπέρμαχος της
ακριβείας και υπερασπιστής των πατρώων θεσμών, θα ανεχόταν έναν υπερφίαλο Πάπα
να νομοθετή αυθαιρέτως, να εισάγη στο σύμβολο της Πίστεως το «filioque» η να
θεωρή τον εαυτό του αλάθητο και κυρίαρχο όλης της Εκκλησίας την στιγμή κατά την
οποία αντέστη μέχρις αίματος για έναν παράνομο γάμο θεσμοθετημένο και
ευλογημένο από την Εκκλησία;
Η όλη διδασκαλία του οσίου είναι ότι οιαδήποτε
παρεκτροπή από την αποστολική πίστι και Παράδοσι είναι αίρεσι, η οποία
συνεπάγεται χωρισμό από την Εκκλησία και την σωτηρία, ο δε Πάπας δεν άλλαξε μία
μόνο διδασκαλία από την αποστολική πίστι και Παράδοσι, αλλά δεν άφησε τίποτε το
οποίο να μην το αλλάξη και να μην το διαστρέψη. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να
υπάρξη έστω και υποψία φιλοπαπισμού σ’ αυτόν;
Εκείνο όμως το οποίο θα πλήξη καίρια, όπως θα
αναφέρομε κατωτέρω, την καρδιά του Παπισμού με τη σημερινή του διαστροφή είναι
η διδασκαλία του οσίου όσον αφορά τον Απόστολο Πέτρο. Διότι όπως είναι γνωστό
τοις πάσι το όλο οικοδόμημα του σημερινού Παπισμού έχει ως βάσι και κρηπίδα τον
Απόστολο Πέτρο.
Αν λοιπόν ο όσιος δεν εξεχώριζε τον Πέτρο από τους
άλλους Αποστόλους και μάλιστα τους πλέον αφανείς και τελευταίους, αλλά τον
εξίσωνε με αυτούς, πως θα εξεχώριζε τον Πάπα από τους άλλους Πατριάρχες και θα
απέδιδε σ’ αυτόν κυριαρχικά δικαιώματα εφ’ όλης της Εκκλησίας; Υπό αυτήν λοιπόν
την έννοια της διδασκαλίας δηλαδή του οσίου, κάποια άλλη σημασία έχουν τα
φιλοπαπικά χωρία που υπάρχουν.
Kατά την δεύτερη προϋπόθεσι βάσει της οποίας πρέπει να
κρίνωμε τα πράγματα, εκ των συνθηκών δηλαδή κάτω από τις οποίες εγράφησαν,
αναφέρομε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγραφε τα εν λόγω φιλοπαπικά
κρινόμενα χωρία ήσαν οι εξής:
Τα τρία Πατριαρχεία, δηλαδή της Αντιοχείας, των
Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας διετέλουν κάτω από την κυριαρχία των Αράβων,
της Κων/πόλεως δε ευρίσκετο στην πτώσι της αιρέσεως και μόνο της Ρώμης ήτο
ελεύθερο και είχε τη δύναμι να υψώση τη φωνή και να συμμετάσχη ενεργά με λόγια
και έργα στην καταπολέμησί της. Το γεγονός ότι ο όσιος δεν έχει απαιτήσεις
επεμβάσεως από τα άλλα Πατριαρχεία, λόγω της δεινής καταστάσεών των εξ αιτίας
της αιχμαλωσίας, φαίνεται από ανάλογες επιστολές του προς αυτά.
Εις επιστολή του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, αφού
ο ίδιος περιγράφει όλη την εκκλησιαστική κατάστασι και τους διωγμούς λόγω της
εικονομαχίας στην Κων/πολι, επιλέγει στο τέλος της επιστολής τα εξής: «Δι’
όλους αυτούς τους λόγους των διωγμών εμείς οι ανάξιοι παρακαλούμε με δύναμι την
αγία σου ψυχή, σαν εκπρόσωποι όλων όσων αγωνίζονται υπέρ της αληθείας, να δείξη
συμπάθεια και βοήθεια. Και αν δεν είναι δυνατόν να βοηθήσης διαφορετικά, αλλά
με την βοήθεια των προσευχών θα μας δώσης μεγάλη βοήθεια στις ανάγκες μας,
επειδή έχεις την ευμένεια του Θεού».
Τα ίδια αναφέρει και προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας.
Και από αυτόν δηλαδή ζητεί τις προσευχές του επειδή δεν δύναται να βοηθήση
διαφορετικά, προφανώς λόγω των κατακτητών. Τα ίδια περίπου αναφέρει και προς
τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Εις το τέλος της επιστολής του τον παρακαλεί δια της
προσευχής του να ξυπνήση τον Κύριον ο οποίος κατ’ οικονομία φαίνεται σα να
κοιμάται διότι δια της αιρέσεως, λέγει, καταστρεφόμεθα. «Εάν όμως», συνεχίζει
«δύνασαι και με διαφορετικό τρόπο να μας δώσης δηλαδή κάποιο φάρμακο σε βοήθεια
ώστε να ιατρευθούμε, σαν επιστήμων σπεύσε να το κάνης. Διότι είμεθα μέλη ιδικά
σου, επειδή όλοι οι πιστοί είμεθα σώμα Χριστού και μέλη τοποθετημένα σε κάποιο
μέρος του σώματος.»
Χαρακτηριστικό στην παρούσα αναφορά του οσίου είναι
ότι αναφέρει τους ορθοδόξους ομολογητάς της Κων/πόλεως ως μέλη του σώματος του
Πατριάρχου Ιεροσολύμων, το οποίο αναφέρει και στην αλληλογραφία του με τον Πάπα
της Ρώμης, χωρίς αυτό να σημαίνη τίποτα περισσότερο, όπως χαρακτηριστικά ο
ίδιος αναφέρει, από το ότι είμεθα όλη μέλη του σώματος του Χριστού.
Μία τέλος αναφορά δια την κατάστασι των τριών
Πατριαρχείων της Ανατολής μας δίδει πάλι ο όσιος σε επιστολές του προς την
Λαύρα του Αγ. Σάββα. Αφού πάλι περιγράφει τον διωγμό στην Κων/πολι, παρακαλεί
τους πατέρας να συμμετέχουν στην θλίψι του διωγμού και να προτείνουν χείρα
βοηθείας ως φιλάδελφοι. Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι από τους ιδικούς των
βαρβάρους που ταλαιπωρούνται αυτοί έχουν χειρότερους, εννοώντας φυσικά τους
εικονομάχους. Γίναμε, λέγει, εκκλησιαστικά δια της αιρέσεως ως Σόδομα και
Γόμορρα. Τελικώς παρακαλεί δια την των προσευχών βοήθεια διότι εισακούεται από
τον Θεό ως δικαία.
Έχοντας λοιπόν ως δεδομένο ότι το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο, στο οποίο απευθύνθηκε δια βοήθεια ο όσιος ήτο της Ρώμης,
η αναφορά του προς τον Πάπα είναι έτι περισσότερο ικετευτική και η βοήθεια που
ζητά πλέον ουσιαστική. Υπήρχε άλλωστε το δεδομένο ότι και παλαιότεροι μεγάλοι
πατέρες προσέφυγαν, λόγω της υπάρξεως της αιρέσεως στην Ανατολή, στην ορθόδοξο Ρώμη
και ο Πάπας βοήθησε τότε Συνοδικώς την αποκατάστασι της Ορθοδοξίας.
Και στην παρούσα κατάστασι η Ρώμη ήτο αμέτοχος της
αιρέσεως κάι προσέτι της αυτοκρατορικής επιρροής, η οποία υπεράσπιζε την αίρεσι
και ως εκ τούτου, ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απευθύνεται προς τον Πάπα, ως το
μόνο από ανθρωπίνης πλευράς, ο οποίος κατά το δη λεγόμενο μπορεί να βάλη τα
πράγματα στη θέσι των. Η δύναμις άλλωστε του πρωτόθρονου Πατριαρχείου ήτο
δεδομένη και η κατάστασις της Κων/πόλεως λόγω της αιρέσεως και των διωγμών
οικτρά.
Ως εκ τούτου ουδείς ευρέθη, εξ όσων τουλάχιστον
γνωρίζομε πατέρων προ του σχίσματος, να κατηγορήση τον μεγάλο όσιο και
ομολογητή δια φιλοπαπικά αισθήματα και λατινικές αποκλίσεις. Μετά το σχίσμα
όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα ολισθήματα και οι αιρετικές αποκλίσεις της Ρώμης
διαδέχοντο η μία την άλλη, με πρώτο και κύριο την εξουσιαστική κυριαρχία του
Πάπα εφ’ όλης της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, οι Παπικοί πρώτοι προέβαλον την προσφυγή του
οσίου στον Πάπα ως δείγμα και απόδειξι υποτελείας και εξαρτήσεως,
όπως προέβαλον και την προσφυγή του Μ. Αθανασίου και του αγ. Παύλου του
ομολογητού και άλλων οι οποίοι σε ανάλογες περιπτώσεις προσέφυγον δια βοήθεια
προς τον Πάπα και μάλιστα προσωπικώς.
Και εκ των Ορθοδόξων όμως είδον μερικοί μετά το σχίσμα
με καχυποψία την προσφυγή του οσίου στην ορθόδοξο Ρώμη, τα δε λόγια του, τα
οποία του υπενθύμιζον την ευθύνη του ως διαδόχου του απ. Πέτρου και πρωτοθρόνου
Πατριάρχου, τα οποία ίσως έχουν κάποια υπερβολή, τα έκριναν ως αποδεικτικά δια
το ότι ο όσιος εστερνίζετο τις παπικές πλάνες και δη τις περί πρωτείου εξουσίας
του Πάπα εφ’ όλης της Εκκλησίας.
Ο όσιος όμως όχι μόνο δεν είχε τέτοιες ιδέες και
αντιλήψεις, αλλά απεναντίας επολέμει με πάθος κάθε πλάνη και μάλιστα όταν αυτή
προήρχετο από την θρησκευτική και την πολιτική εξουσία. Απόδειξις του
ισχυρισμού μας είναι ότι ο όσιος, ούτε μεταξύ των αποστόλων διέκρινε τον πρώτο
και τον δεύτερο, αλλά τους είχε όλους ίσους, όπως θα αποδείξομε εν συνεχεία.
Οι λεκτικές λοιπόν προσφωνήσεις και διατυπώσεις εις
ουδέν άλλο απέβλεπον ει μη μόνο εις το να βοηθήσουν τον Πάπα να κινηθή
συνοδικώς και να καταδικάση την αίρεσι. Η διδασκαλία άλλωστε του οσίου ήτο ότι
όλοι μολύνονται από την αίρεσι και οι έχοντες δηλαδή φρόνημα υγιές εκ της
εκκλησιαστικής επικοινωνίας και μνημονεύσεως.
Αυτή είναι ξεκάθαρη διδασκαλία του οσίου, συνοψίζεται
δε λακωνικώτατα σε επιστολή του στον μάγιστρο Στέφανο. Εκεί αναφερόμενος στην
ανάγκη της καταπολεμήσεως της αιρέσεως και της επικρατήσεως της Ορθοδοξίας
λέγει ότι ευεργετούμε τους εαυτούς μας, όταν φροντίζωμε δια την διόρθωσι των
κοινών· επειδή είμεθα και εμείς μέσα στην ασθένεια της αιρέσεως, έστω και αν
δεν έχωμε αιρετικά φρονήματα. Διότι μολυνόμεθα από την εκκλησιαστική
επικοινωνία με τους αιρετικούς.
Ούτως λοιπόν εχόντων των πραγμάτων μία συνοδική
καταδίκη εκ μέρους της Δύσεως, θα απήλασσε, αφ’ ενός μεν αυτούς της ευθύνης
λόγω της εκκλησιαστικής επικοινωνίας, θα έδιδε δε, αφ’ ετέρου, και στους
ομολογητάς Ορθοδόξους της Κων/πόλεως δύναμι και ερείσματα δια τον περαιτέρω
αγώνα και, ακόμη, θα συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική καταδίκη της αιρέσεως.
Αυτά ήταν ασφαλώς τα κίνητρα τα οποία ώθησαν τον όσιο να απευθυνθή προς όλα τα
Πατριαρχεία και ιδιαίτερα στον Πάπα της Ρώμης και μάλιστα να τον προτρέπη προς
βοήθεια των Ορθοδόξων ομολογητών.
Πέραν των όσων προανεφέρθησαν, μεγάλη σημασία έχει στο
υπό εξέτασι θέμα, ο τρόπος αντιμετωπίσεως και επικοινωνίας εκ μέρους του οσίου
με τον Πάπα της Ρώμης. Εδώ έχουμε να αναφέρωμε ότι είναι ο ίδιος και
απαράλλακτος με τον τρόπο επικοινωνίας με τους άλλους Πατριάρχας. Στον κάθε ένα
ο όσιος αναφέρει, ως κίνητρο δια την βοήθεια την οποία επιζητεί, κάτι το οποίο
έχει σχέσι με τη θέσι του και τον θρόνο τον οποίο κατέχει.
Στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων
π.χ., στην αρχή κάνει θαυμασία αναφορά των αγίων τόπων στους οποίους ευρίσκεται
ο θρόνος του. Αναφέρει λοιπόν ότι προσκυνεί νοερώς τα πόδια του, τα οποία
πατούν εκεί όπου εβάδισεν ο Θεός, τον τόπο του Κρανίου, τον Πανάγιο τάφο, την
Βηθλεέμ, το όρος Θαβώρ κλπ. Αναφέρει εν συνεχεία την Γεθσημανή στην οποία λέγει
συγκεκριμένα ότι ευρίσκεται ο τάφος της Παναγίας, (το οποίο όμως είναι γνωστό
οι Παπικοί σήμερα δεν το αποδέχονται, αλλά φλυαρούν περί άλλου τάφου δήθεν της
Παναγίας στην Έφεσο). Μεγάλη σημασία έχει η συνέχεια του λόγου την οποία
ακολουθούμε ερμηνευτικώς κατά λέξι διότι έχει μεγάλη βαρύτητα στην παρούσα
υπόθεσι. «Ω πόσο μεγάλων λέγει συγκεκριμένα και φρικτών προσκυνημάτων έχει σαν
δικαιοδοσία της η μακαρία και κορυφαία σου Επισκοπή. Εσύ είσαι ουσιαστικά ο πρώτος
από τους Πατριάρχας,
έστω κι αν είσαι πέμπτος και τελευταίος στην τάξι των Πατριαρχών. Διότι εκεί
όπου ο Επίσκοπος των ψυχών μας και μέγας Αρχιερεύς εγεννήθη και ετέλεσε όλα τα
θεουργικά έργα του και ακόμη έπαθε κατά το ανθρώπινο και ετάφη και ανέστη και
έζησε μετά την ανάστασι και ανελήφθη, είναι ολοφάνερο ότι εκεί σ’ αυτόν τον
τόπο υπάρχει και το υπέρτατο Επισκοπικό αξίωμα».
Είναι πολύ σημαντική η αναφορά αυτή του οσίου προς τον
Πατριάρχη Ιεροσολύμων.
Αναφέρει συγκεκριμένα ότι είναι ο πρώτος των Πατριαρχών, έστω και αν είναι
πέμπτος κατά την τάξι και ότι έχει το υπέρτατο επισκοπικό αξίωμα λόγω των αγίων
τόπων. Αυτό βεβαίως ουδόλως σημαίνει ότι ο όσιος καταργεί την τάξι των
Πατριαρχών, αλλά οι λεκτικές αυτές προσφωνήσεις αποσκοπούν στην απόδοσι τιμής και στην
ενεργοποίησι των προσώπων υπέρ της Ορθοδοξίας. Έτσι θα πρέπει να
εκληφθούν και τα λόγια και οι λεκτικές αβρότητες προς τον Πάπα της Ρώμης.
Είναι γεγονός ότι στην περίπτωσι αποστασιοποιήσεως εκ
της αληθείας και της Ορθοδοξίας, ο όσιος ήτο αυστηρώτατος και σκληρότατος και
ως προς τις λεκτικές του διατυπώσεις προς πάσαν κατεύθυνσι και φυσικά και προς
τον Πάπα της Ρώμης. Αυτό το διαπιστώνομε από επιστολές πάλι του οσίου. Σε
επιστολή του π.χ. προς τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο τον επαινεί
και τον εξυψώνει στη θέσι του τύπου και του τόπου του Χριστού δια πολλών
λεκτικών αβροτήτων, διότι ο Πάπας Πασχάλιος δεν
εδέχθη ουδόλως σε ακρόασι τους αντιπροσώπους των εικονομάχων, αλλά τους
απεδίωξε, μολονότι αυτοί κατείχον τον Οικουμενικό θρόνο και είχον προσέτι και
τις αυτοκρατορικές καλύψεις και διαβεβαιώσεις, ενώ απεναντίας
τους απεσταλμένους των ομολογητών Ορθοδόξων, μολονότι ήσαν ταπεινοί,
ταλαιπωρημένοι και δεδιωγμένοι, τους εδέχθη φιλοφρόνως, άκουσε την
ανάγνωσι των γραμμάτων των και συνάμα έδειξε ότι συμπάσχει με αυτούς και
συμμετέχει στη θλίψι των, ως οικεία μέλη του σώματος του Χριστού.
Είναι λοιπόν πρόδηλον ότι οι επόμενοι εγκωμιαστικοί
λόγοι του οσίου προς τον Πάπα, τον οποίο ο όσιος ονομάζει αθόλωτο και
ακαπήλευτο πηγή της Ορθοδοξίας, εύδιο λιμένα της όλης Εκκλησίας, θεόλευκτο πόλι
του φυγαδευτηρίου της σωτηρίας κλπ. είναι αποτέλεσμα της ορθοδόξου και
ομολογιακής στάσεως του Πάπα Πασχαλίου, της εκδιώξεως δηλαδή εκ μέρους του των
απεσταλμένων των εικονομάχων και του αυτοκράτορος και της συντάξεώς του μετά
των απεσταλμένων των δεδιωγμένων ομολογητών Ορθοδόξων.
Αυτός ο ισχυρισμός μας είναι βάσιμος και αποδεικνύεται
εναργέστατα από ανάλογα περιφρονητικά λόγια του οσίου προς τον Πάπα, όταν αυτός δεν
έλαβε την δέουσα θέσι όσον αφορά τα έκδηλα και φανερά αμαρτήματα του
ιερέως. Φαίνεται από τα γραφόμενα, στην επιστολή του οσίου προς τον μοναχό
Βασίλειο, ότι ο Πάπας ερωτήθηκε δια την θέσι την οποία πρέπει να πάρωμε όσον
αφορά τα φανερά και έκδηλα αμαρτήματα ενός ιερέως. Ο Πάπας λοιπόν απάντησε ότι
δεν πρέπει να ενδιαφερώμεθα δι’ αυτά και προφανώς να μην μας
επηρεάσουν αυτά ως προς την στάσι μας έναντι αυτού του ιερέως.
Ο όσιος αυτό το εθεώρησε μεγάλο παράπτωμα του Πάπα και
λέγει προς τον μοναχό Βασίλειο ότι «ως προς τον Πάπα τι μας ενδιαφέρει αν
πράττη και ενεργή κατ’ αυτόν η κατ’ εκείνο τον τρόπο; Αυτός, συνεχίζει,
πιάστηκε κατά την παροιμία στα ιδικά του πτερά. Διότι δια της αναφοράς του ότι
δεν πρέπει να φροντίζωμε δια τα φανερά αμαρτήματα του ιερέως, δεν εξευτέλισε τον οιονδήποτε ιερέα,
αλλά τον Χριστό την κεφαλή της Εκκλησίας. Όλα αυτά δε τα οποία είπε είναι τόσο βρωμερά,
ώστε δεν δυνάμεθα να τα ακούσωμε δίχως εντροπή. Εάν δε έτσι έχουν τα πράγματα
και όντως τα ανέφερε, αλοίμονο στην Ιεραρχία». «Εμείς όμως», καταλήγει ο όσιος,
«οφείλομε να ομιλούμε με σύνεσι δια τις εκκλησιαστικές κεφαλές και να μην
εκφραζώμεθα με τόση σφοδρότητα». Προφανώς ο μοναχός Βασίλειος
δια το ίδιο θέμα είχε ομιλήσει δια τον Πάπα
με σκληρότερα
λόγια από αυτά του οσίου.
Εφ’ όσον λοιπόν μία απλή αναφορά του Πάπα,
αντίθετη στην ορθόδοξο Παράδοσι ήταν ικανή να κάνη τον όσιο να εκφρασθή με τόση
περιφρόνησι δι’ αυτόν, πως είναι δυνατόν να θεωρείται ως φιλοπαπικός, όταν
τον επαινεί δι’ ορθόδοξες θέσεις του και πως θα θεωρήσομε ότι τα εγκώμια και οι
λεκτικές αβρότητες είχαν σκοπό υποτελείας και αναγνωρίσεως του Παπικού πρωτείου
με τη σημερινή διαστροφή του και όχι αποδώσεως τιμής στη θέσι του και
παρακινήσεώς του σε γενναία στάσι υπέρ της Ορθοδοξίας; Διότι αν
ο όσιος είχε φιλοπαπικές θέσεις και ήτο εγκάθετος του Πάπα και υπεστήριζε τις παπικές φιλοδοξίες, θα έπρεπε να παραβλέψη το
λεκτικό αυτό ολίσθημα του Πάπα η
να προσπαθήση τέλος πάντων να τον δικαιολογήση. Αυτό όμως
το σημείο είναι μία φανερή απόδειξις ότι ο όσιος εστηλίτευε κάθε παράβασι και
διαστροφή της ευαγγελικής διδασκαλίας και Παραδόσεως από όπου και αν προήρχετο.
Επιπλέον δε ομιλούμε δια μία εποχή κατά την οποία η Ρώμη ήτο ορθόδοξος και ειδικά
στο φλέγον τότε θέμα της εικονομαχίας καθώς επίσης και της μοιχειανικής αιρέσεως
είχε τηρήσει άψογο στάσι.
Δια να δείξωμε δε την διαυγεστάτη διδασκαλία του οσίου
ότι δηλαδή ουδείς έχει δικαίωμα να νομοθετή αντίθετα από την ευαγγελική
διδασκαλία και την αποστολική Παράδοσι, ούτε Πατριάρχες, ούτε Πάπας, ούτε
Σύνοδος, αναφέρομε ένα τμήμα θαυμάσιο από επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Τραυλό. Εις αυτό μετά την εισαγωγή και
την αίτησι της κατά πρόσωπο ακροάσεως αναφέρεται στην ορθόδοξο πίστι η οποία
είχε διασαλευθή από την αίρεσι της εικονομαχίας. «Το θέμα της πίστεως»
αναφέρει, «δεν είναι κάτι ανθρώπινο το οποίο έχει δικαίωμα κάποιος να εξουσιάζη
και να καπηλεύεται, είτε εμείς, είτε ο Πατριάρχης. Αν ήταν κάτι ανθρώπινο»,
συνεχίζει «δεν θα έπρεπε να κάνωμε μικρή υποχώρησι και συγκατάβασι, αλλά
μεγάλη, σύμφωνα με την ευαγγελική εντολή. Ο λόγος όμως της ορθοδόξου πίστεως
αναφέρεται στον Θεό του οποίου όλοι είμεθα δούλοι και ως εκ τούτου όχι μόνο ο
οιοσδήποτε όσο μεγάλος και αν είναι δεν έχει δικαίωμα να μετακινήση το
παραμικρό και ελάχιστο, αλλά ούτε και αυτός ο απόστολος Πέτρος και ο Παύλος,
ούτε ακόμη κάποιος από τους αγγέλους. Διότι», καταλήγει, «αν από την ορθόδοξο
πίστι μετακινηθή και το παραμικρό ανατρέπεται και αθετείται το παν».
Η υποθετική αναφορά, και εδώ, του οσίου στους
κορυφαίους αποστόλους, δια να καταδείξη το αδύνατο της παραμικράς αλλαγής στην
ορθόδοξο πίστι, αποδεικνύει ότι πολύ περισσότερο δεν θα εσυγχώρει ούτε θα
εδικαιολόγει την ελαχίστη παρεκτροπή και στον Πάπα. Είναι λοιπόν φανερό ότι
όταν αναφέρεται στις επιστολές του προς αυτόν πιστεύει ότι έχει ορθόδοξο πίστι
και ως εκ τούτου δύναται εκ της θέσεώς του να βοηθήση και την χειμαζομένη εκ
της αιρέσεως Εκκλησία της Κων/πόλεως.
Τέλος αναφορικά με τον τρόπο εκφράσεως και αναφοράς
του οσίου προς τον Πάπα πρέπει να αναφέρωμε ότι, αφ’ ενός μεν είναι ο ίδιος και
απαράλλακτος με τους άλλους Πατριάρχες, αφ’ ετέρου δε ότι θεωρεί την ορθόδοξο
πίστι και Παράδοσι δεδομένη και δεν την θέτει υπό την κρίσι του.
Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αφού περιγράφει κάθε φορά
τις υπάρχουσες αιρέσεις, την μοιχειανική δηλαδή και της εικονομαχίας, καθώς
επίσης και τους διωγμούς των Ορθοδόξων και, εκ του αντιθέτου, αντιδιαστέλλει
την ορθόδοξο διδασκαλία και Παράδοσι, ζητεί την βοήθεια του Πάπα υπέρ της
Ορθοδοξίας, χωρίς να του δίδη το δικαίωμα να εκφέρη την γνώμη του, όπως δηλαδή
θα εδίδετο το δικαίωμα αποφάσεως σε κάποιο κριτή δύο ενισταμένων παρατάξεων.
Αυτό σημαίνει ότι ο όσιος την άπαξ παραδοθείσα
πίστι δεν την έθετε υπό την κρίσι ουδενός, αλλά απλώς την κατέθετε σε
αντιδιαστολή προς την αίρεσι και ζητούσε από τους Ορθοδόξους την υπεράσπισί
της. Αυτή η θέσις του οσίου είναι σημαντικωτάτη και φαίνεται καθαρώτατα
από την αλληλογραφία του προς τον Πάπα και τους άλλους Πατριάρχας.
Δια να καταδείξωμε αυτήν την ορθοδοξότατη θέσι του
οσίου αναφέρομε ένα μεγάλο τμήμα από την πρώτη του επιστολή προς τον Πάπα
Λέοντα, η οποία μάλιστα αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι. Μετά την εισαγωγή
εισέρχεται στο θέμα της μοιχειανικής αιρέσεως. Συγκροτήθηκε, λέγει στην
Κων/πολι μία Σύνοδος, όπως αναφέρει ο προφήτης Ιερεμίας, αληθινά παρανόμων και
ένα συνέδριο μοιχών. Αυτό δηλαδή το οποίο εκεί ειπώθηκε για την ειδωλολατρική
εκπόρνευσι, το ίδιο ακριβώς έγινε και εδώ με την επικύρωσι της στέψεως των
μοιχών. Διότι και στις δύο περιπτώσεις αθετήθη ο ίδιος ο Κύριος, εκείνοι μεν
δια της νομικής παραβάσεως, αυτοί δε δια της ευαγγελικής. Και μάλιστα δεν
εστάθησαν μέχρι αυτού του σημείου, στη δημιουργία απλώς μίας παρασυναγωγής,
σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, με την προηγούμενη συνέλευσι με την οποία
απεδέχθησαν τον μοιχοζεύκτη και συνιερούργησαν μαζί του, αλλά θέλοντας να
διεκδικήσουν για τον εαυτό τους το όνομα της τελείας αιρέσεως, με δεύτερη
δημόσια Σύνοδο απεφάσισαν να υποβληθούν στην ποινή του αναθέματος, όσοι δεν
συμφωνούν με την παράνομη κακοδοξία των, δηλαδή ανεθεμάτισαν όλη την καθολική
Εκκλησία. Αυτούς τους οποίους ευρέθησαν στην Σύνοδο και υπερασπίζοντο την
ευσέβεια άλλους μεν τους εξώρισαν κάπου μακρυά, άλλους δε τους εφυλάκισαν,
επαναφέροντας πάλι εδώ τον συνηθισμένο διωγμό. Η δικαιοσύνη δε, δι’ αυτούς,
συνίστατο στην επικράτησι του πονηρού δόγματος. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο
δογματίζουν ως οικονομία την μοιχοζευξία. Διορίζουν ότι οι νόμοι του Θεού δεν
ισχύουν δια τους βασιλείς. Αυτούς οι οποίοι αντεστάθησαν μέχρις αίματος χάριν
της αληθείας και της δικαιοσύνης, όπως τον Πρόδρομο και τον Χρυσόστομο,
απαγορεύουν να τους μιμούμεθα. Ισχυρίζονται ακόμη ότι κάθε Επίσκοπος έχει
εξουσία απεριόριστη και όχι αυτή την οποία του δίδουν οι Ιεροί Κανόνες.
«Δι’ αυτόν τον λόγο», συνεχίζει ο όσιος, «όταν συμβή
κάποιος ιερωμένος να υποπέση κρυφά η φανερά σε παράπτωμα όπου οι ιεροί κανόνες
επιβάλλουν την καθαίρεσι, με την εξουσία του Επισκόπου παραμένει ακαθαίρετος.
Και απόδειξι αυτών τα οποία λέγω είναι ο μοιχοζεύκτης Ιωσήφ, ο οποίος αν και
υπέπεσε σε διαφόρους καθαιρετικούς κανόνες, συλλειτουργεί με αυτούς δημόσια.
Αυτούς τους οποίους παρανομούν, θεωρώντας ότι τηρούν οικονομία, όλους τους
ονομάζει αγίους δι’ αυτό το οποίο πράττουν. Αυτούς πάλι οι οποίοι δεν
αποδέχονται αυτές τις παρανομίες τους αναθεματίζουν ως αποξενωμένους από το
Θεό. Απόδειξις και στο σημείο αυτό του λόγου είναι ο διωγμός. Τι λοιπόν, ω
μακάριε» λέγει ο όσιος απευθυνόμενος προς τον Πάπα, «θα ηδυνάμεθα να ειπούμε
δι’ όλα αυτά, παρά το αποστολικό χωρίο το οποίο λέγει πολλοί αντίχριστοι
ενεφανίσθησαν, εφ’ όσον δεν εξουσιάζονται όλοι οι άνθρωποι από τους νόμους του
Θεού και τους ιερούς κανόνες.
Αφού λοιπόν αναφέραμε με κάθε ειλικρίνεια όλα αυτά τα
γεγονότα, απευθύνομε στη Χριστομίμητο μακαριότητά σου αυτή τη φωνή, την οποία
είπε ο κορυφαίος Πέτρος μετά των άλλων αποστόλων προς τον Χριστό, όταν εμαίνετο
η τρικυμία στη θάλασσα. Σώσε μας αρχιποιμένα της Εκκλησίας, διότι καταστρεφόμεθα.
Μιμήσου τον Χριστό και άπλωσε το χέρι σου στην ιδική μας Εκκλησία, όπως εκείνος
στον Πέτρο. Αυτός μεν άρχιζε να βυθίζεται στη θάλασσα, εσύ όμως στην ήδη
καταποντισθείσα στο βάθος της αιρέσεως Εκκλησία μας. Επέδειξε ζήλο, όπως
ακριβώς ο συνώνυμός σου Πάπας Λέων, ο οποίος όταν ενεφανίσθη η αίρεσις του
Ευτυχούς, εξηγέρθη με λεόντειο πνεύμα, όπως όλοι γνωρίζουν, με τις δογματικές
αυτού επιστολές. Έτσι και εσύ, τολμώ να πω, επειδή φέρεις το ίδιο όνομα
βροντοφώναξε θεϊκά, μάλλον δε ως βροντή να διακηρύττης τα αρμόδια στην παρούσα
κακοδοξία. Διότι αν αυτοί, αποδίδοντες την αυθεντίαν στους εαυτούς των, δεν
εφοβήθησαν να συγκαλέσουν αιρετική Σύνοδο, αν και δεν είχαν το δικαίωμα να
συγκαλέσουν και ορθόδοξο Σύνοδο χωρίς να λάβη γνώσι και η ιδική σας τοπική Εκκλησία,
όπως απαιτεί η ανέκαθεν συνήθεια, ως εκ τούτου φαίνεται πόσο αναγκαίο και
εύλογο είναι με τη μεσολάβησι της ιδικής σου πρωτευούσης θέσεως να συγκροτηθή
νόμιμη Σύνοδος, ούτως ώστε το ορθόδοξο δόγμα να πολεμήση το αιρετικό. Επιπλέον
δε να μην αναθεματίζεσαι εσύ ο οποίος έχεις την κορυφαία θέσι και όλοι οι
Ορθόδοξοι από τους νέους κενοφώνους. Ούτε ακόμη τη μοιχοσύνοδο αυτή να την
χρησιμοποιούν ως ορμητήριο παρανομίας, όσοι επιθυμούν να διολισθαίνουν εύκολα
προς την αμαρτία».
Άξιον παρατηρήσεως στο εν λόγω κείμενο του οσίου είναι
αφ’ ενός μεν ότι οι παρανομίες και οι αυθαιρεσίες των Επισκόπων, όπως ανάγλυφα
παρουσιάζονται, είναι αρχαίο κακό, και μία θα λέγαμε μόνιμη πληγή στο σώμα της
Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε ότι την Εκκλησία της
Κων/πόλεως, εφ’ όσον υπέπεσε δημοσίως και συνοδικώς στην αίρεσι, την εθεωρούσε
καταποντισθείσα ήδη και νεκρά. Αυτός άλλωστε είναι και ο ουσιαστικός
λόγος της αποτειχίσεώς
του από αυτήν, και επί πλέον ο λόγος δια τον οποίο παρακαλεί τον
Πάπα Λέοντα να επέμβη δραστήρια προς διάσωσί της.
Θα ήτο αστείο να θεωρηθή η προσφυγή του στον Πάπα ως δείγμα
υποτελείας και εξαρτήσεως η αναγνωρίσεως οιουδήποτε πρωτείου, την
στιγμή κατά την οποία σε μία τοπική Εκκλησία υπάρχει αίρεσις, δηλαδή
πνευματικός θάνατος. Σ’ αυτήν την περίπτωσι κάθε επέμβασις από άλλη τοπική
Εκκλησία θεωρείται νόμιμη και επιβεβλημένη, διότι ως μέλη του ιδίου σώματος
συμπάσχομε και συνοδυνώμεθα και συννοσούμε εξ αιτίας της ασθενείας ενός μέλους.
Επί πλέον δε, παρ’ όλη την αθλία κατάστασι της
αιρέσεως και του διωγμού στην Κων/πολι, ο όσιος δεν ζητεί από τον Πάπα να
επέμβη αυθαιρέτως και προσωπικώς, αλλά συνοδικώς, δηλαδή με νόμιμο και
εκκλησιαστικό τρόπο να καταδικασθή η αίρεσις και να αποκατασταθή η Ορθοδοξία.
Εκείνο τέλος το οποίο πρέπει πάλι να τονισθή ως λίαν σημαντικό και δια τους
ιδικούς μας καιρούς είναι ότι η άπαξ παραδοθείσα
πίστις δεν τίθεται υπό την κρίσι ουδενός, απλώς κατατίθεται, αντιδιαστέλλεται
από την αίρεσι και ζητείται η σύνταξις με αυτή και η υπεράσπισίς της.
Αυτός ο τρόπος αναφοράς υπάρχει από τον όσιο σε όλες
τις επιστολές του και φυσικά και σ’ αυτές προς τον Πάπα. Είναι σημαντικό ότι
στην αναφορά του ο όσιος διδάσκει τον Πάπα
αναλύοντας αγιογραφικώς και πατερικώς την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι και
μάλιστα αυτό το κάνει με παρρησία και απευθυνόμενος σε ένα Πάπα ορθόδοξο.
Πόσο αλήθεια θα έπρεπε να μας προβληματίση αυτό στις ημέρες μας, όπου ενώ ο
Πάπας έχει αναδειχθή ως ο μεγαλύτερος αιρετικός όλων των εποχών και ο
δεινότερος εχθρός της Ορθοδοξίας, εμείς τον λιβανίζομε και τον αντιμετωπίζομε
ως αθώα περιστερά και άκακο αρνί.
Θα αναφερθώμε εν συνεχεία στα τμήματα αυτά των
επιστολών του οσίου, τα οποία περιέχουν αυτές τις λεκτικές αβρότητες και
ευρίσκονται κυρίως στις τέσσαρες επιστολές του οσίου προς τον Πάπα. Από τις
αρχικές αναφορές και προσφωνήσεις δηλούται ότι οι δύο επιστολές, οι οποίες
αφορούν την εικονομαχία, εγράφησαν μαζί με άλλους ηγουμένους οι οποίοι
αναφέρονται στην προσφώνησι ονομαστικώς μετά των μονών στις οποίες προΐστατο
έκαστος. Από τις άλλες δύο, οι οποίες αφορούν την μοιχειανική αίρεσι, την μία απέστειλε
μαζί με τον όσιο Πλάτωνα και μόνο μία έχει αποστολέα τον όσιο Θεόδωρο τον
Στουδίτη. Βεβαίως η σύνταξις των επιστολών και το όλο ύφος φαίνεται ότι είναι
του οσίου. Αυτό δηλώνει, όπως και σε άλλο σημείο αναφέραμε, ότι τα πάντα
ανετίθεντο σ’ αυτόν και όλα ετύγχανον της εγκρίσεως και ευλογίας του. Υπάρχουν
και άλλες επιστολές τις οποίες συνέταξε και απέστειλε ο όσιος ως εκπρόσωπος των
ηγουμένων και ομολογητών.
Από την πρώτη λοιπόν προς τον Πάπα Λέοντα επιστολή του
οσίου, η οποία αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι, αναφέρομε την αρχή δηλαδή
τον πρόλογό της. «Επειδή», λέγει ο όσιος, «στον Μ. Πέτρο έδωσε ο Χριστός μετά
από τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και το αξίωμα του αρχηγού της ποίμνης,
προς τον Πέτρο δηλαδή στον διάδοχό του ο,τιδήποτε καινοτομείται στην καθολική
Εκκλησία από εκείνους που λοξοδρομούν από την αλήθεια είναι ανάγκη να
αναφέρεται. Αυτό λοιπόν αφού εδιδάχθημεν και εμείς οι ταπεινοί και ελάχιστοι
από τους παλαιούς αγίους πατέρας, επειδή έγινε και τώρα κάποια καινοτομία στην
ιδική μας Εκκλησία, εθεωρήσαμε αναγκαίο να την αναφέρωμε στον άγγελο της
κορυφαίας σου μακαριότητος, προηγουμένως μεν δια μέσου του ευλαβεστάτου
αρχιμανδρίτου, του αδελφού δηλαδή και συνοδοιπόρου μας Επιφανίου, τώρα δε δια
μέσου της ταπεινής μας επιστολής».
Από τη δεύτερη επιστολή του οσίου προς τον Πάπα
Λέοντα, η οποία και αυτή αναφέρεται στην μοιχειανική αίρεσι, αναφέρομε ένα
τμήμα στο οποίο ο όσιος μετά την εισαγωγή εισέρχεται στο κυρίως θέμα το οποίο
αφορά τα γεγονότα της μοιχειανικής αιρέσεως και λέγει ότι «έγινε Σύνοδος στην
ιδική μας Εκκλησία, μακαριώτατε, με τη συμμετοχή όλου του λαού και στην οποία
παρευρέθησαν και οι πολιτικοί άρχοντες. Η Σύνοδος αυτή έγινε με τον σκοπό της
αθετήσεως του ευαγγελίου του Χριστού, από τον οποίο εσύ έλαβες τα κλειδιά, δια
μέσου του πρωτοστάτου των αποστόλων Πέτρου και των διαδόχων του μέχρι αυτού του
προκατόχου σου. Και όπως είναι αρμόδιο θα ανεχθή να ακούση με ακρίβεια τα
γεγονότα η θεομίμητος επιείκειά σου. Θα αρχίσωμε λοιπόν από το νόμο και τους
προφήτας. Λέγει λοιπόν εκεί μη μοιχεύσης, μη ψευδομαρτυρήσης, να μην προφέρης
το όνομα του Κυρίου σου δια μάταια πράγματα. Και ο μεν Ιερεμίας λέγει ότι είναι
άφρων και ασεβής αυτός ο οποίος κρατάει την μοιχαλίδα....».
Θα αναφέρωμε και ένα τμήμα από επιστολή του οσίου προς
τον Πάπα της Ρώμης Πασχάλιο, η οποία αναφέρεται στην εικονομαχική αίρεσι. Στην
εισαγωγή αναφέρει ότι ο λόγος δια τον οποίο οι πατέρες συντάσσουν την επιστολή
είναι ότι η κεφαλή των δηλαδή ο Πατριάρχης είναι στην φυλακή λόγω της αιρέσεως
και οι υπόλοιποι πατέρες είναι διεσκορπισμένοι εδώ και εκεί, σύμφωνα με τις
αυτοκρατορικές εντολές. Εν συνεχεία λέγει τα εξής: «Άκουσέ μας, αποστολική
κεφαλή, θεοπρόβλητε ποιμένα των προβάτων του Χριστού, εσύ ο οποίος κρατείς τα
κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, εσύ ο οποίος είσαι η πέτρα της πίστεως, στην
οποία πέτρα οικοδομήθηκε η καθολική Εκκλησία. Λύκοι άγριοι εισέβαλαν στην αυλή
του Κυρίου και οι δυνάμεις του σκότους, όπως και παλαιότερα εκτύπησαν επάνω
της. Τι σημαίνει αυτό; Διώκεται ο Χριστός μαζί με την μητέρα του και τους
υπηρέτες του, εφ’ όσον η επίθεσις κατά της εικόνος είναι και διωγμός του
πρωτοτύπου. Αποτέλεσμα αυτού του διωγμού είναι η εκθρόνισις του Πατριάρχου, οι
εξορίες και περιορισμοί των Επισκόπων, των ιερέων και των μοναχών, φυλακίσεις
και σιδερένια δεσμά, βασανιστήρια και τέλος θανατικές ποινές. Η σεπτή εικόνα
του Σωτήρος Θεού, την οποία τρέμουν οι δαίμονες, εξυβρίσθη, εξευτελίσθη, όχι
μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και σε κάθε χώρα και πόλι. Τα άγια θυσιαστήρια
κατεστράφησαν, οι ναοί απώλεσαν την ευπρέπειά των, τα ιερά εβεβηλώθησαν,
εχύθησαν και χύνονται καθημερινώς αίματα όσων υπερασπίζουν το ευαγγέλιο και
γίνονται διωγμοί και εξορίες όσων έχουν απομείνει. Ως εκ τούτου εσιώπησε κάθε
ευσεβές στόμα από τον φόβο του θανάτου και εκ του αντιθέτου άνοιξαν το στόμα
των οι βλάσφημες γλώσσες και εκλονίσθη κάθε άνθρωπος ο οποίος είναι μικρόψυχος.
Αλλοίμονο, λέγει η γραφή, ομοιάζομε ωσάν εκείνον ο οποίος συνάγει τα άχυρα κατά
τον καιρό του θερισμού και ωσάν αυτόν ο οποίος μαζεύει άχρηστα σταφύλια τον
καιρό του τρύγου, επειδή δεν υπάρχουν καλά».
Θα αναφέρωμε και ένα τελευταίο χωρίο από επιστολή του
οσίου ως εκπροσώπου των ομολογητών πατέρων προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον
Τραυλό, το οποίο δύναται και αυτό να χαρακτηρισθή ως φιλοπαπικό. Σ’ αυτήν, αφού
ευχαριστεί τον αυτοκράτορα δια την επάνοδό του εκ της εξορίας, αναφέρεται στα
θέματα της εικονομαχίας. Δεν αποδέχεται δε διάλογο μετά των αιρετικών ως
εναντιούμενο στην αποστολική παραγγελία. Εν συνεχεία αναφέρει ότι εάν κάτι από
τα θέματα της πίστεως αμφισβητείται, ή δεν γίνεται πιστευτό στην μεγαλοφροσύνη
του, να επιλυθή από τον Αρχιερέα με τρόπο ευσεβή. Επί πλέον δε επειδή η εξουσία
του, λέγει, είναι θεοστήρικτος και έχει ζήλο δια την ευσέβεια, δια την ωφέλεια
όλων, ας διατάξη να δοθή η διασάφησις του δόγματος από την παλαιά Ρώμη, πως
δηλαδή άνωθεν και εξ αρχής εξεδόθη πατροπαράδοτα. Διότι αυτή, χριστομίμητε
βασιλεύ, του λέγει είναι η πιο κορυφαία από τις Εκκλησίες του Θεού, την οποία
ίδρυσε ο Πέτρος προς τον οποίον ο Κύριος είπε. Συ είσαι ο Πέτρος και σ’ αυτήν
την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία και οι δυνάμεις του Άδη δεν θα την
καταβάλλουν».
Από τα αναφερθέντα «φιλοπαπικά» δήθεν χωρία του οσίου
αναφέρομε τα επίμαχα σημεία. Ο όσιος θεωρεί τον Πάπα διάδοχο του αποστόλου
Πέτρου. Ο Πέτρος έλαβε από τον Χριστό τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών,
δηλαδή το δεσμείν και λύειν και συγχρόνως ηγητική θέσι μέσα στην Εκκλησία. Ο
Πάπας ως διάδοχος του Πέτρου, έχει και αυτός τα κλειδιά της βασιλείας των
ουρανών, δηλαδή το δεσμείν και λύειν και ως εκ τούτου έχει μεγίστη ευθύνη να
επεμβαίνη σε ο,τιδήποτε καινοτομείται στην Εκκλησία. Τέλος δε σε ο,τιδήποτε
καινοτομείται, ή αμφισβητείται να ζητήται η διασάφησις από την πρωτόθρονη
Εκκλησία της Ρώμης.
Δια να κατανοηθούν τα εν λόγω, «φιλοπαπικά» φαινόμενα
εξωτερικώς, σημεία των επιστολών του οσίου πρέπει να προσπαθήσωμε να εισέλθωμε
στο πνεύμα του, ώστε να διαφύγωμε τον όλεθρο, σύμφωνα με τον απόστολο, της του
γράμματος απονεκρώσεως. Το πνεύμα του λοιπόν είναι ότι πρέπει να αναλάβουν
πρωτοβουλίες ει δυνατόν και οι πέτρες, προκειμένου να βοηθήσουν να ανορθωθή μία
Εκκλησία η οποία, σύμφωνα με την διδασκαλία του οσίου, έχει ναυαγήσει και
ευρίσκεται δια της αιρέσεως ήδη καταποντισθείσα στο βυθό της απωλείας.
Τη θέσι του αυτή την εκφράζει πολύ εύγλωττα σε
επιστολή του προς τον Λογοθέτη Παντολέοντα. Σ’ αυτήν, αφού τον επαινεί δια την
παρρησία του και την βοήθεια την οποία προσέφερε δι’ αυτής στην Εκκλησία,
συνεχίζει και αναφέρει ότι είναι εντολή του Θεού να μη σιωπούμε κατά την
περίοδο την οποία κινδυνεύει η πίστις. Εν συνεχεία αναφέρει τα αγιογραφικά
χωρία, τα οποία νομοθετούν την παρρησία εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, και
προσθέτει ότι, όταν κινδυνεύη η πίστις, δεν είναι δυνατόν εμείς να λέγωμε:
ποιός είμαι εγώ ο οποίος θα ομιλήσω; Μήπως είμαι ιερεύς; όχι βεβαίως˙ μήπως
άρχοντας η στρατιώτης η γεωργός; ούτε αυτό. Είμαι ένας πτωχός ο οποίος με
δυσκολία εξασφαλίζω την καθημερινή μου τροφή. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να
φροντίσω εγώ δι’ αυτό το θέμα. Αλλοίμονο, επιλέγει ο όσιος, οι πέτρες θα πρέπει
να ομιλήσουν δια την αποκατάστασι της ορθοδόξου πίστεως και συ μένεις σιωπηλός
και αδιάφορος; Η αναίσθητη φύσις υπάκουσε στο Θεό και εσύ δεικνύεις αδιαφορία;
Αυτό το οποίο δεν έχει ψυχή, ούτε θα δώση απολογία στο Θεό εφοβήθη κατά κάποιο
τρόπο την εντολή και εσύ, ο οποίος θα απολογηθής στην κρίσι του Θεού ακόμη και
δι’ ένα λόγο αργό, έστω και αν είσαι ζητιάνος, λέγεις με παραλογισμό, τι με
ενδιαφέρει εμένα αυτό;
Αυτά, δέσποτά μου, λέγει ο Παύλος, τα ανέφερα δια τον
εαυτό μου και τον Απολλώ προς χάριν ιδική σας, δια να μάθετε από εμάς να μην
έχετε φρόνημα διαφορετικό από αυτό το οποίο είναι γραμμένο. Ώστε και αυτός ο
πτωχός θα είναι αναπολόγητος κατά την ημέρα της κρίσεως, εάν δεν ομιλή με
παρρησία όταν κινδυνεύη η πίστις, και θα κατακριθή και μόνο δι’ αυτό. Πολύ δε
περισσότερο θα κατακριθούν οι έχοντες τα ανώτερα αξιώματα, μέχρι και αυτού του βασιλέως,
η δε τιμωρία των θα είναι η ανώτερη όλων. Διότι λέγει η Γραφή ότι οι έχοντες
αξιώματα θα κριθούν πολύ αυστηρότερα και ακόμη λέγει ότι η τιμωρία θα είναι
μεγάλη σ’ αυτούς οι οποίοι ασκούν εξουσία˙
Σ’ αυτό το θαυμάσιο τμήμα από τις επιστολές του οσίου,
φαίνεται καθαρά η όλη διδασκαλία και η ευθιξία του δια τα θέματα της πίστεως.
Είναι ως εκ τούτου πολύ φυσικό, εφ’ όσον ζητά την επέμβασι και την παρρησία του
τελευταίου χριστιανού και αυτών ακόμη των αναισθήτων λίθων, να ζητά δια την
προστασία και αποκατάστασι της πίστεως την επέμβασι των υψηλά ισταμένων και δη
του Πάπα. Το ίδιο πράττει ο όσιος όταν απευθύνεται σε επιστολές του σε διάφορα
πρόσωπα, τα οποία εμφορούνται μεν από την ορθόδοξο πίστι, κατέχουν δε διάφορα
αξιώματα. Ζητά δηλαδή από αυτούς να ομιλήσουν προς τον βασιλέα και να
εξασκήσουν όσον δυνατόν την επιρροή των προς αυτόν δια την αποκατάστασι της
ορθοδόξου πίστεως.
Απευθυνόμενος π.χ. προς τον Μάγιστρο Στέφανο, αφού τον
επαινεί όπως συνηθίζει δια την ευσέβειά του, του λέγει να συγκινηθή από τις παρακλήσεις
του και να απλώση το χέρι του και όσον δύναται να βοηθήση να σηκωθή η τοπική
Εκκλησία η οποία δια της αιρέσεως ευρίσκετο σε πτώσι. Συνεχίζοντας τον
παροτρύνει όση δύναμι έχει να την εξασκήση δια να ομιλήση προσωπικά στον
αυτοκράτορα. Ο αγώνας αυτός, επιλέγει, είναι δια τον Χριστό, την Θεοτόκο και
όλους τους αγίους.
Τα ίδια περίπου παρακαλεί σε επιστολή του η οποία
απευθύνεται στον Λογοθέτη Ιωάννη. Και εδώ αφού περιγράφει το τέλος του
εικονομάχου αυτοκράτορος Λέοντος του Ε΄, παρακαλεί τον Ιωάννη εκ της θέσεώς του
να ομιλήση υπέρ της πίστεως, να ενημερώση τον νέο αυτοκράτορα, ώστε αυτός να
αποκαταστήση την ευσέβεια δια να μην τιμωρηθή. Εν τέλει, επιλέγει, ότι χάριν
της ανορθώσεως της πίστεως είναι ανάγκη να θυσιάση τον εαυτόν του, όπως έκανε
μέχρι τώρα δια την σωτηρία του κράτους και του λαού.
Οι παρακλήσεις και παραινέσεις του οσίου προς
διαφόρους αξιωματούχους δια να απευθυνθούν προς τον αυτοκράτορα υπέρ της
ευσεβείας αναφέρονται και σε άλλες επιστολές του. Ως εκ τούτου γίνεται
αντιληπτό ότι την επέμβασι του Πάπα σε μία τοπική Εκκλησία, η οποία έχει δια
της αιρέσεως εκτροχιασθή, την εθεωρούσε φυσική, έστω και αν δεν την εζητούσε.
Είναι αστείο να θεωρήται επέμβασις του Πάπα ή κυριαρχία
αυτού εφ’ όλης της Εκκλησίας, η προσπάθεια να ανασυρθή από τον βυθό της
απωλείας μία αδελφή τοπική Εκκλησία, την στιγμή μάλιστα κατά την οποία ήτο ο
μόνος, όπως αναφέραμε, ο οποίος ηδύνατο να το πράξη, δεδομένου ότι τα άλλα
Πατριαρχεία ήσαν υπόδουλα στους Άραβες. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και τα άλλα
Πατριαρχεία, όταν έπεσε στην αίρεσι του «filioque» το Πατριαρχείο της Ρώμης.
Έπρεπε να επέμβουν και με κάθε τρόπο να αποκαταστήσουν συνοδικώς την Ορθοδοξία.
Επειδή όμως αυτό τότε δεν ήτο δυνατόν να γίνη, εξ αιτίας του ότι η Ρώμη ήτο
τότε πανίσχυρη πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, ενώ τα άλλα Πατριαρχεία
συμπεριλαμβανομένης και της Κων/πόλεως ευρίσκοντο σε κακή κατάστασι, προτίμησαν
να αποκόψουν το σάπιο και νεκρό λόγω της αιρέσεως μέλος του σώματος του
Χριστού, ούτως ώστε να μην υπάρχη δια της εκκλησιαστικής επικοινωνίας συμμετοχή
στην αίρεσι.
Το ίδιο πρέπει να γίνη και στις ημέρες μας. Αντί
δηλαδή να γίνωνται οι ατέρμονες θεολογικοί διάλογοι με τους αιρετικούς, οι
οποίοι μόνον αυτούς βοηθούν στην αμετανοησία των, να γίνη μία Σύνοδος και να
κληθούν και αυτοί προς απολογία. Εάν δεν μετανοήσουν να επικυρωθή εκ νέου η
καθαίρεσίς των και να χειροτονηθούν άλλοι στις θέσεις των.
Αυτό έκαναν παλαιά οι Σύνοδοι όταν παραστρατούσαν κάποιοι
Επίσκοποι η Πατριάρχες.
Σήμερα βεβαίως οι Επίσκοποι όχι μόνο δεν έχουν το
σθένος να καλέσουν τους αιρετικούς σε απολογία, αλλά ούτε καν να τους ονομάσουν
αιρετικούς. Με αυτό λοιπόν το πνεύμα το οποίο επικρατεί στις ημέρες μας, πως
είναι δυνατόν να κατανοήσωμε τον άγ. Θεόδωρο τον Στουδίτη, ο οποίος εζήτησε την
παρέμβασι του Πάπα και των άλλων Πατριαρχών, προκειμένου να βοηθήσουν συνοδικώς
να αποκατασταθή η Ορθοδοξία στην Κων/πολι.
Όσον αφορά τις λεκτικές αβρότητες, τις οποίες
χρησιμοποιεί ο όσιος απευθυνόμενος προς τον Πάπα, πρέπει να τονίσωμε ότι ο
μόνος λόγος δια τον οποίο τις αναφέρει είναι, πέραν της αποδόσεως της τιμής, να
τον αναγκάση να δραστηριοποιηθή και να κινηθή συνοδικώς υπέρ της αποκαταστάσεως
της Ορθοδοξίας στην Κων/πολι.
Αυτό το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα αν αναλογισθούμε,
όπως προαναφέραμε, ότι σε ανάλογες περιπτώσεις σφαλμάτων του Πάπα και μάλιστα
σε θέματα όχι πίστεως αλλά ηθικής, ο όσιος ωμίλησε δι’ αυτόν με πολύ
περιφρονητικά λόγια, ενώ αν ήτο φιλοπαπικός ή διακατείχετο από το σύνδρομο του
παπικού πρωτείου (με την σημερινή διεστραμμένη του μορφή), ή ήτο εγκάθετος του
Πάπα στην Κων/πολι, θα έπρεπε, αν είχε τέτοιες αντιλήψεις δι’ αυτόν, να
συγκαλύψη το ατόπημά του και τρόπον τινα να τον δικαιολογήση.
Η βασική όμως αρχή η οποία διακατείχε τον όσιο ήτο να
επαινή υπερβαλλόντως κάποιον, ο οποίος είχε ορθόδοξο φρόνημα και αγωνίζετο δια
την πίστι, και να ψέγη πάλι υπερβαλλόντως κάποιον, ο οποίος έσφαλε στην πίστι ή
ήτο δειλός στην υπεράσπισί της. Αυτό το έκανε χωρίς διάκρισι προσώπων, υψηλά
ισταμένων και αξιωματούχων, δηλαδή από τον αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη, τον Πάπα
μέχρι και τον τελευταίο χριστιανό. Αυτή ακριβώς ήτο η μεγάλη αρετή του οσίου,
ότι δηλαδή δεν προσωποληπτούσε, ούτε ήθελε «να τα έχη καλά», κατά το δη
λεγόμενο, με τους μεγάλους χάριν ιδιοτελών σκοπών, όπως σήμερα αφελώς
κατηγορείται.
Αρμόζει στο σημείο αυτό να αναφέρωμε κάποια παραδείγματα
δια να κατανοήσωμε ότι ο όσιος δεν εθυσίαζε τις αρχές του χάριν των προσώπων,
ούτε ποτέ εφάνη δειλός η διπλωμάτης. Κατ’ αρχάς, αν ήθελε να έχη πρόσβασι στα
βασίλεια, ή να αποκομίση οιαδήποτε οφέλη από την εξουσία, ή να επεμβαίνη και να
κινή τα νήματα, όπως κατηγορήθη από αφελείς περί τα θρησκευτικά και αγεύστους
περί τα πνευματικά ιστορικούς, δεν θα έπρεπε να κινήση το θέμα της μοιχείας του
αυτοκράτορος Κων/νου του ΣΤ΄, δεδομένου ότι ο μοιχικός γάμος έγινε με την
εξαδέλφη του Θεοδότη.
Αν συνεκάλυπτε το θέμα και δια της σιωπής το
αποδεχόταν και το επευλογούσε, θα εφαίνετο καλός στους στενούς του συγγενείς
και, επί πλέον, θα είχε δια μέσου της Θεοδότης μία μόνιμη πρόσβασι στα βασίλεια
και ακόμη την δια βίου ευμένεια του αυτοκράτορος.
Αν δεν συνεκάλυπτε επίσης την παρανομία εξ αρχής,
τουλάχιστον έπρεπε να την συγκαλύψη εκ των υστέρων, όταν η Θεοδότη ήλθε στο
μοναστήρι του οσίου με δώρα προς τον σκοπό αυτό αλλά την απέπεμψε κακήν κακώς.
Ο όσιος απεναντίας αφ’ ενός μεν δεν εδέχθη τα δώρα
διότι δεν ενδιαφέρετο δια κοσμικά οφέλη, αλλά αφ’ ετέρου, χάριν της αληθείας
και της ορθοδόξου πίστεως και Παραδόσεως, απεδέχθη τη διάλυσι (δια του πολέμου
εναντίον αυτής της μοιχείας) και της ιδικής του μονής, η οποία ήτο το καύχημα
της Κων/πόλεως.
Ο ασυμβίβαστος επίσης πόλεμος εναντίον των εικονομάχων
αυτοκρατόρων, Πατριαρχών και Επισκόπων δεικνύει πάλι την προσήλωσί του στην
ορθόδοξο Παράδοσι και το απροσωπόληπτο του χαρακτήρος του. Ουδέν έθετο υπεράνω
της πίστεως, ούτε πρόσωπο, ούτε θεσμό.
Χαρακτηριστικό επίσης αυτής της αρετής του ήτο και η
όλη στάσις του έναντι των αγίων Πατριαρχών Ταρασίου και Νικηφόρου. Όταν
επρόκειτο δια θέματα τα οποία εκείνος έκρινε σοβαρά δια την πίστι και την
Παράδοσι διίστατο από αυτούς ακολουθών την ακρίβεια, ενώ εκείνοι την οικονομία.
Όταν πάλι επρόκειτο δια τους αγώνας της πίστεως ηνώνετο με αυτούς και όσους
άλλους συνετάσσοντο με την ορθόδοξο παράταξι, χωρίς εμπάθεια και υστεροβουλία,
ωσάν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ των. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο
επαινεί στις επιστολές του τον Πατριάρχη Νικηφόρο δια την ομολογία και εξορία
του και με πόση ταπείνωσι ομιλεί στις επιστολές οι οποίες απευθύνονται προς
αυτόν.
Από την άλλη πάλι πλευρά ο Αγ. Νικηφόρος, όπως
αναφέρει ο βιογράφος του οσίου, ποτέ δεν εσταμάτησε να επαινή τον όσιο Θεόδωρο,
ακόμη και τον καιρό της μεταξύ των διαστάσεως. Όταν δε πάλι απεκατεστάθη η
μεταξύ των εκκλησιαστική επικοινωνία είχαν εκ νέου τέτοια φιλία και αγάπη, ώστε
ο ένας να ευχαριστήται και να χαίρεται με την επικοινωνία του άλλου.
Να αναφέρωμε στο σημείο αυτό, ότι πάντοτε ο Αγ. Νικηφόρος
ωμιλούσε προς όλους με θαυμασμό δια τον όσιο και σε όλες τις συνεστιάσεις των
πατέρων τον τοποθετούσε να καθίση δίπλα του και να ευλογήσουν μαζί την τράπεζα.
Αναφερόμενοι επίσης στις λεκτικές αβρότητες του οσίου
προς τον Πάπα, πρέπει να προσθέσωμε ότι λεκτικές αβρότητες υπάρχουν σε
επιστολές του οσίου και σε άλλα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και μάλιστα κατέχοντα
πολιτικά αξιώματα.
Σε επιστολή του π.χ. προς τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον
Τραυλό, την οποία απέστειλε ως εκπρόσωπος πάντων των ηγουμένων ομολογητών,
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η βασιλεία του είναι θεόπεμπτος, η εξουσία του
θεοπρόβλητος, δικαία, χαρμόσυνος, ευφρόσυνος, πολυπόθητος, ειρηνική,
φιλοδίκαιη, χριστομίμητος, εξαίρετος, ισόρροπος των παλαιών μεγάλων βασιλέων
κλπ. Μία τέτοια, αναφέρει, βασιλεία είναι δύσκολο κανείς να εύρη κατάλληλα
λόγια να την εγκωμιάση. Παρακαλεί εν συνεχεία να αξιωθούν οι ομολογητές πατέρες
της ιεράς θέας του, να ακούσουν την γλυκυτάτη φωνή του, η οποία βγαίνει από ένα
θεόσοφο στόμα και γενικώς καταλήγει ευχόμενος αυτά τα οποία ακούουν με τα αυτιά
των να τα ιδούν και με τα μάτια των και να ευφρανθούν πνευματικά οι πατέρες και,
αποδιώκοντας την κατήφεια ως κάποιο πένθιμο ένδυμα, να ενδυθούν τη χαρά και την
αγαλλίασι.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτά τα λόγια του οσίου προς
τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Β΄ τον Τραυλό, τα οποία είναι καταφανέστατο ότι
ελέχθησαν μόνο και μόνο δια να κινήσουν το νέο αυτοκράτορα υπέρ της ευσεβείας
και είναι λεκτικές αβρότητες, οι οποίες έχουν περισσότερο θα λέγαμε ψυχολογικό
σκοπό, να τονώσουν δηλαδή και να παροτρύνουν τον βασιλέα ώστε να κινηθή υπέρ
της Ορθοδοξίας. Διότι εν τελευταία αναλύσει όλες αυτές οι αβρότητες απευθύνοντο
εν γνώσει, κατ’ ουσίαν σε ένα αυτοκράτορα εικονομάχο μετριοπαθή, ο οποίος, αν
μη τι άλλο, δεν είχε θεόστεπτο τη βασιλεία και θεοπρόβλητο την εξουσία, διότι
αναρριχήθηκε στο θρόνο με σκευωρία και απάτη και μάλιστα φονεύοντας τον προηγούμενο
αυτοκράτορα Λέοντα τον Ε΄ τον Αρμένιο, ούτε ήτο φιλοδίκαιος, διότι δεν επέτρεψε
τελικά στους πατέρες να επανέλθουν στις μονές των, ούτε ακόμη η φωνή του ήτο
ηδίστη, διότι ο Μιχαήλ ήτο ψευδός. Παρ’ όλα αυτά όμως κανείς λογικός άνθρωπος
δεν θα τολμούσε να κατηγορήση τον όσιο δια ψευδολογία ή κολακεία, την στιγμή
κατά την οποία απευθύνεται σε ένα αυτοκράτορα έχοντας ως στόχο να τον βοηθήση
να κινηθή υπέρ της ευσεβείας.
Στην περίπτωσι των λεκτικών αβροτήτων του οσίου προς
τον Πάπα, έχομε και το δεδομένο ότι ο όσιος εγνώριζε εκ των προτέρων τις
δογματικές θέσεις της Ρώμης δια το ζήτημα των ιερών εικόνων, τις οποίες ο Πάπας
είχε καταθέσει εκτός των αλλων και δι’ αντιπροσώπου του στην Ζ΄ Οικουμενική
Σύνοδο. Στο ζήτημα δε της μοιχειανικής αιρέσεως πάλι ο Πάπας υπεστήριζε τις
θέσεις του οσίου, τον οποίο εγκωμίασε και παρωμοίασε με τον Ιωάννη τον
Βαπτιστή. Παρ’ όλα αυτά η Εκκλησία της Ρώμης πέραν μιας απλής λεκτικής
αναγνωρίσεως των θέσεων του οσίου, δεν προσέφερε τίποτε ουσιαστικό και στις δύο
αιρέσεις, όπως παρακαλούσε στις επιστολές του ο όσιος.
Πρέπει επίσης να ληφθή υπ’ όψιν ότι κατά την περίοδο
αυτή όπου απεστάλησαν οι επιστολές, η Εκκλησία της
Κων/πόλεως ευρίσκετο στην πτώσι της αιρέσεως, το οποίο σημαίνει ότι δεν ήτο καν
Εκκλησία, αλλά αιρετική παρασυναγωγή και η κίνησις να απευθυνθή κάποιος
σε μία τέτοια περίπτωσι σε μία άλλη Εκκλησία, η οποία διασώζει την ορθόδοξο
πίστι και να αναφερθή με κάποιες λεκτικές αβρότητες πρέπει να θεωρηθή πολύ
φυσικό. Εκτός όλων αυτών, ο όσιος πάντοτε ζητά συνοδική επέμβασι της Εκκλησίας της Ρώμης και όχι προσωπική του Πάπα,
πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν επίστευε σε κάποιο αλάθητο του Πάπα, ούτε ότι
αυτός κατείχε κάποια υπερεξουσία την οποία εξασκούσε ως εκπρόσωπος του
αποστόλου Πέτρου.
Είναι όμως αρμόδιο να εξετάσωμε και τις θέσεις του
οσίου ως προς τον απόστολο Πέτρο δια να κατανοήσωμε καλύτερα και τι εφρόνει δια
τον Πάπα. Διότι όπως προαναφέραμε όλο το παπικό οικοδόμημα με τη σημερινή του
εξέλιξι και διαστροφή έχει δήθεν ως βάσι τον απόστολο Πέτρο.
Κατ’ αρχάς να ίδωμε τι επίστευε ο όσιος δια τα κλειδιά
του αποστόλου Πέτρου. Αναφέρομε λοιπόν ένα τμήμα της ιε΄ από τις μικρές
λεγόμενες κατηχήσεις του οσίου, η οποία επιγράφεται «δογματική περί τιμής και
της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων». Μετά λοιπόν από μία θαυμασία διδασκαλία
δια τις εικόνες αναφερόμενος στην προσκύνησί των λέγει τα εξής:
«Έχω ακούσει ότι στη Ρώμη έχουν σε μεγάλη τιμή τα
κλειδιά του κορυφαίου των αποστόλων, Πέτρου. Μολονότι ο Κύριος δεν έδωσε στον
Πέτρο τα κλειδιά αισθητώς αλλά δια του λόγου, τα οποία είναι το δεσμείν και
λύειν. Αυτοί όμως στη Ρώμη κατεσκεύασαν αργυρά κλειδιά και τα θέτουν εις
προσκύνησι. Τόσο μεγάλη είναι η πίστις των. Εκεί λοιπόν ευρίσκεται τώρα η
άρρηκτος πέτρα της πίστεως, η οποία εθεμελιώθη σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου. Εδώ
(στην Κων/πολι), όπως φαίνεται, πλεονάζει η
απιστία και η ανομία. Δια τούτο εγώ ο ταπεινός έχοντας άλγος και πόνο στην
καρδιά μου και φοβούμενος το κρίμα της σιωπής, αναγκάζομαι να ομιλήσω με λόγια
ολίγα και περιεκτικά. Διότι αν οι αιρετικοί δεν σταματούν δημοσίως και
ιδιωτικώς, γραπτώς και προφορικώς να ομιλούν με βλάσφημα λόγια δια τον Χριστό,
εμείς είναι σωστό, εφ’ όσον έχομε την αλήθεια, να καθόμαστε στους οίκους μας
και να συζητούμε μεταξύ μας τα αρμόδια; Και πώς θα υποφέρωμε σ’ αυτήν την περίπτωσι
την οργή του Κυρίου; Πώς πάλι θα μιμηθώμε τους αγίους πατέρας μας οι οποίοι, σε
παρόμοιες περιστάσεις αιρέσεως, την σιωπή και τη δειλία την ωνόμασαν προδοσία
της αληθείας;».
Αναφέραμε μεγαλύτερο από το αναγκαίο τμήμα της
κατηχήσεως δια να ιδούμε το όλο πνεύμα του οσίου εν καιρώ αιρέσεως και τι
εδίδασκε εν καιρώ αιρέσεως τους μοναχούς του. Αυτό λοιπόν το οποίο διδάσκει
στην κατήχησί του είναι ότι τα κλειδιά τα οποία έδωσε ο Κύριος στον Πέτρο είναι
το δεσμείν και λύειν. Επίσης αντιδιαστέλλει την Ορθοδοξία της Ρώμης αυτή την
εποχή με την αίρεσι της Κων/πόλεως. Εκεί, αναφέρει, είναι η αρραγής πέτρα της
πίστεως και εδώ η απιστία και ανομία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος δια τον οποίο
επαινεί και την Ρώμη και τον Πάπα.
Αν κατανοήσωμε την αγάπη του οσίου προς την Ορθοδοξία,
τότε αυτομάτως λύονται και όλες οι ενστάσεις περί δήθεν φιλοπαπισμού του οσίου
κλπ. Αν πάλι εκ του αντιθέτου θελήσωμε να προσκολληθούμε σε μία άχρωμη από
πλευράς Ορθοδοξίας Ανατολή δια ν’ αποφύγωμε δήθεν την αιρετική Δύσι, όπως
σήμερα πράττομε, τότε όντως είμαστε εκτός του πνεύματος του οσίου και της
Ορθοδοξίας, διότι το πνεύμα του οσίου ήταν να προσκολλάται μόνον στην αλήθεια
και στην ορθή πίστι, όπου τοπικά και αν αυτή ευρίσκεται. Για παράδειγμα αν
σήμερα εζούσε ο όσιος στις ημέρες μας δεν θα απομακρυνόταν μόνον από την
αιρετική Δύσι αλλά εξίσου και από την Οικουμενιστική Ανατολή.
Αν τέλος, τα αργυρά κλειδιά τα κατεσκεύασαν οι Πάπες
με δόλιο τρόπο, δια να θεμελιώσουν δηλαδή το παπικό πρωτείο, αυτό δεν το
γνωρίζομε. Ο όσιος όμως το εκλαμβάνει με αθώο τρόπο και το χρησιμοποιεί ως
παράδειγμα ευλαβείας δια την εικονομαχική αίρεσι, η οποία υπήρχε στην Κων/πολι.
Αυτήν την εξουσία, του δεσμείν και λύειν, ο όσιος
απερίφραστα διδάσκει ότι την έδωσε ο Χριστός και σε όλους τους αποστόλους. Σε
επιστολή του λοιπόν προς τον μοναχό Ευπρεπιανό, αναφερόμενος στην μοιχειανική
αίρεσι διδάσκει πως μεταφέρεται η χάρις της ιερωσύνης και το δεσμείν και λύειν
εν συναρτήσει με την ορθόδοξο πίστι και Παράδοσι. Αναφέρει ότι αυτοί οι οποίοι παραβαίνουν τις
ευαγγελικές εντολές δημοσίως και συνοδικώς δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον δια τους
ιερούς κανόνες. Διδάσκει ότι οι ιεροί κανόνες είναι και αυτοί επισφραγισμένοι
με το Αγ. Πνεύμα και εάν καταλυθούν είναι αδύνατος η σωτηρία μας. Δεν θα
υπάρχουν πλέον η ιερωσύνη, η θυσία και όλα τα άλλα φάρμακα της σωτηρίας. Η κατάλυσις των ιερών κανόνων και των
ευαγγελικών εντολών είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Διότι ο Χριστός, ο οποίος
έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών στον Πέτρο είπε συγχρόνως ότι,
όποιον λύση και δέση θα γίνη αυτό και αυτό. Το ίδιο πράγμα εν συνεχεία είπε και
προς όλους τους αποστόλους. «Λάβετε Πνεύμα άγιον. Σε όσους συγχωρήσετε τις
αμαρτίες θα είναι συγχωρημένες, σε όσους δεν τις συγχωρήσετε θα είναι ασυγχώρητες».
Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο σ’ αυτούς και στους διαδόχους των διεβίβασε την εξουσία, εάν όμως πράττουν τα όμοια με αυτούς.
Δι’ αυτόν τον λόγο ο Μ. Βασίλειος και οι ισότιμοι με αυτόν άγιοι έλαβον την
ίδια εξουσία, διότι απεδέχθησαν πλήρως τους αποστολικούς κανόνες, όχι μόνο
χωρίς να καινοτομήσουν αλλά και να αυξήσουν, εκεί όπου έπρεπε αυτούς.
Η διδασκαλία λοιπόν του οσίου είναι ότι όλοι οι
απόστολοι είχαν την ίδια εξουσία του αποστόλου Πέτρου και όλοι οι διάδοχοί των,
υπό την προϋπόθεσι ότι θα αποδέχοντο όλο το ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες.
Ως παράδειγμα αναφέρει τον Μ. Βασίλειο, τον προσφιλή του άγιο, και όλους τους
ισότιμους με αυτόν αγίους, οι οποίοι όχι μόνο δεν εκαινοτόμησαν αλλά και
επαύξησαν τους ιερούς κανόνες, υπό την έννοια ότι τους έκαναν αυστηρότερους
εκεί όπου έπρεπε.
Άρα λοιπόν (σύμφωνα με τον όσιο) η καινοτομία, η πλάνη και η αίρεσις σημαίνει και στέρησι στους διαδόχους των αποστόλων της
χάριτος του δεσμείν και λύειν. Αυτή τη στέρησι της χάριτος την είχαν όλοι
οι αιρετικοί πριν την εποχή του οσίου, οι αιρετικοί της εποχής του και φυσικά
οι μετέπειτα αιρετικοί Παπικοί, Προτεστάντες μέχρι των σημερινών Οικουμενιστών.
Είναι δύσκολο να αναζητήση κάποιος διαυγέστερη διδασκαλία και προσηρμοσμένη
πλήρως στην ιερά Παράδοσι. Το σημαντικό είναι ότι στη σκέψι του οσίου κυριαρχεί
η πεποίθησις ότι δια να να είναι κάποιος διάδοχος των Αποστόλων πρέπει πρώτα
να ταυτισθή και να αφομοιωθή με
αυτούς κατά την πίστι και κατά δεύτερον
και επόμενο ως απόρροια της πίστεως, την
χειροτονία. Δι’ αυτόν τον λόγο τονίζει ότι θα έχουν κατά τη διαδοχή των την
εξουσίαν του δεσμείν και λύειν «εάνπερ ωσαύτως πράξοιεν». Δηλαδή θέτει ως
προϋπόθεσι του δεσμείν και λύειν την ορθόδοξο πίστι.
Το πλέον θαυμαστό είναι ότι στην περίπτωσι του οσίου
Θεοδώρου του Στουδίτου την ξεκάθαρη και ασυμβίβαστη διδασκαλία, την πλήρως
προσηρμοσμένη στην ιερά Παράδοσι την συναντούμε στην μελέτη οιουδήποτε κειμένου
του.
Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να ακούσωμε και τι
διδάσκει ο όσιος δια το περιβόητο αξίωμα του αποστόλου Πέτρου, δια το οποίο
κατακαυχώνται οι Παπικοί και το οποίο έχει άμεση συνάφεια και σχέσι με το υπό
εξέτασι θέμα. Σε ομιλία του λοιπόν η οποία επιγράφεται «Εγκώμιον εις τον μέγαν
Ιωάννην τον απόστολο και Ευαγγελιστή Χριστού», αναφερόμενος στην επιστήθιον
πρόσπτωσι του Ιωάννου προς τον Χριστόν κατά τον μυστικό δείπνο, εγκωμιάζει
αναλόγως τον επιστήθιο μαθητή και αναφέρει ότι εκείνα τα οποία ο Πέτρος δεν
είχε το θάρρος να κάνη, ο Ιωάννης τα έκανε αυθόρμητα πρώτος και δι’ αυτού του
τρόπου ο Πέτρος έδωσε στον εαυτόν του τη δεύτερη θέσι με την υπεροχή του
Ιωάννου. Εξετάζοντας αυτές τις απόψεις, γίνεται κατανοητό στον καθένα πόση
είναι η υπεροχή του Ιωάννη. Από εδώ νομίζω, συνεχίζει ο όσιος, ως από κάποια
ζωήρρυτο πηγή άντλησε ο Ιωάννης τα θεϊκά νάματα και εκ τούτων εξήλθαν οι
ποταμοί της θεολογίας. Στην ακροτελεύτεια παράγραφο του εγκωμίου αποκαλεί τον
Ιωάννη μέγα του ευαγγελίου ήλιο, πηγή της θεολογίας, ανεξάντλητο, ακρότατο
μεταξύ των αποστόλων, ίσο με τον Πέτρο (κατά λέξι ισόπετρο) και εν τέλει τον
παρακαλεί δια να βοηθήση την χειμαζομένη εκ της αιρέσεως Εκκλησία της
Κων/πόλεως. Αφού περιγράφει την κατάστασι του διωγμού με συντομία τον παρακαλεί
να πάρη μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, διότι και οι τρεις ήσαν πάντοτε
παρόντες σε όλα τα έργα του Χριστού και διεκρίνοντο από τους άλλους δια την
μεγάλη πνευματικότητά των, να παρακαλέσουν τον Θεό ώστε να επανέλθη η Εκκλησία
στην ωραιότητα της Ορθοδοξίας.
Στον εγκωμιαστικό επίσης λόγο του προς τον απόστολο
Βαρθολομαίο ο όσιος αναφέρει τα εξής: «Ο Πέτρος διδάσκει τα έθνη, αλλά και ο
Βαρθολομαίος κάνει ακριβώς το ίδιο. Τα πόδια του Πέτρου είναι ωραία διότι
ευαγγελίζονται τα αγαθά, αλλά και του Βαρθολομαίου εξ ίσου διότι θεολογεί τα
υψηλά. Ο Πέτρος κάνει μεγάλα θαύματα, αλλά και ο Βαρθολομαίος αθρόα. Ο Πέτρος
σταυρώνεται ανάποδα, αλλά και ο Βαρθολομαίος πάσχει αντίστοιχα και
αποκεφαλίζεται. Όσα πράττει ο Πέτρος, τόσα ενεργεί και ο Βαρθολομαίος. Σε όσα
μυστήρια προχωρεί ο Πέτρος, εξ ίσου στα ίδια μυείται και ο Βαρθολομαίος. Εξ
ίσου ανέρχεται με τον Πέτρο στο ύψος της θεολογίας, εξ ίσου γίνεται θεμέλιος της
Εκκλησίας, εξ ίσου έλαβε και όλα τα άλλα χαρίσματα.
Από τους δύο αυτούς λόγους προς τον Αγ. Ιωάννη τον
Θεολόγο και τον απόστολο Βαρθολομαίο διακρίνομε ότι ο όσιος θεωρεί ίσους όλους
τους αποστόλους και δεν αναγνωρίζει κανένα υπεροχικό αξίωμα στον Πέτρο. Η
ένστασις την οποία θα επρόβαλε κάποιος ότι πρόκειται για λόγους εγκωμιαστικούς,
οι οποίοι προφανώς εξεφωνήθησαν στις εορτές των συγκεκριμένων αποστόλων και ως
εκ τούτου χαρακτηρίζονται από ανάλογη συναισθηματική φόρτισι και τάσι υπερβολής
ως προς την εκθείασι των εορταζομένων αγίων δεν ευσταθεί, διότι ο όσιος
αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις από τη ζωή και το έργο των αποστόλων
και δεν είναι δυνατόν να εξυψώνη έναν άγιο εις βάρος κάποιου άλλου, ούτε
βεβαίως να ομιλή με πλαστά επιχειρήματα και άστοχες συγκρίσεις, διότι τότε δεν
πείθει τους ακροατές του λόγου του Θεού, ούτε βεβαίως θεολογεί αλλά ομιλεί με
κοσμικό πνεύμα. Οπωσδήποτε πάντως, αν διακατείχετο από το παπικό σύνδρομο, δεν
θα εκθείαζε τους άλλους αποστόλους αλλά μάλλον τον Πέτρο.
Υπάρχει και μία επιστολή του οσίου προς τον μοναχό
Υπάτιο, στην οποία πάλι ο όσιος αποκαλύπτει την διδασκαλία του όσον αφορά τη
θέσι του Πέτρου. Σ’ αυτή τη μικρή επιστολή ο όσιος αναφέρει τα εξής: «Ποιός ήτο
ανώτερος του Πέτρου και του Ιωάννου μεταξύ των αποστόλων; Και όμως ο Ιωάννης
παραχωρεί τη θέσι του στον Πέτρο δια να διδάξη το λαό. Όταν επίσης ο Παύλος
ομιλή ελεγκτικά ο Πέτρος υποχωρεί. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο δεν προσπαθούσε
κάποιος απόστολος να αρπάξη το πρωτείο από τους άλλους, αλλά όλοι προσπαθούσαν
να πράξουν αυτό το οποίο ήτο αναγκαίο και αποσκοπούσαν στην ύπαρξι τάξεως στον
αγώνα των. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και σεις», καταλήγει ο όσιος, «να γίνετε
μιμητές των αγίων».
Είναι θαυμάσια και αποκαλυπτική η διδασκαλία του οσίου
σ’ αυτό το σημείο και δια τον επιπρόσθετο λόγο ότι ομιλεί ακριβώς δια το
πρωτείο. Οι απόστολοι, λέγει, δεν είχαν πρωτεία, ούτε ησχολούντο με αυτά. Δι’
αυτό, αναλόγως της ανάγκης του κηρύγματος ο ένας υπετάσσετο στον άλλον. Ως εκ
τούτου είναι γεγονός ότι μόνο ένα πρωτείο γνωρίζει η Ορθοδοξία˙ το πρωτείο της
αρετής της ταπεινώσεως, το οποίο κατείχαν οι Απόστολοι και το οποίο ελλείπει
παντελώς τόσο από τον Πάπα όσο και από τους σημερινούς «Ορθοδόξους» Επισκόπους.
Σημαντικό είναι το σημείο της αναφοράς του οσίου «αλλ’ ως αν το χρειώδες γίνοιτο
και το τακτικόν αυτοίς εσκοπείτο», το οποίο καταδεικνύει την προτεραιότητα την
οποία έδιδαν οι Απόστολοι στη διάδοσι του Ευαγγελίου σε σχέσι με εμάς σήμερα,
που δίδουμε προτεραιότητα στα πρωτεία και στις εξωτερικές τιμές.
Το γεγονός τώρα ότι ο Πάπας ευρέθη να διεκδική το
πρωτείο του Πέτρου και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης να κατηγορήται ως
φιλοπαπικός είναι κατά τη γνώμη μας και τα δύο ένας αρρωστημένος παραλογισμός.
Δι’ αυτό εξ’ αρχής του εν λόγω θέματος θέσαμε ως προϋπόθεσι όχι την παρουσίασι
ενός η δύο τμημάτων από τους λόγους του οσίου, αλλά όλης της θεωρητικής και
πρακτικής διδασκαλίας του, η οποία είναι άκρως αντιπαπική.
Θα αναφέρομε εν κατακλείδι ένα τμήμα από μία ακόμη
κατήχησι του οσίου δια να καταδείξωμε πόσο αυτός εμισούσε και απεχθάνετο τα
πρωτεία και τα εθεωρούσε έργα κοσμικά. Πρόκειται δια την πεντηκοστή ενάτη (ΝΘ΄)
μεγάλη κατήχησι, της οποίας βασική διδασκαλία είναι η ταπείνωσις. Σ’ αυτήν
μεταξύ των άλλων ο όσιος αναφέρει ότι, όταν έχωμε φιληδονία, ή αγαπούμε τα πάθη,
ή επιθυμούμε να στηρίξωμε τα θελήματά μας, ή συν τοις άλλοις διεκδικούμε τα
πρωτεία, ή φιλονικούμε δια μανδύας, ενδύματα, γραφεία κλπ. και ο,τιδήποτε άλλο,
δεν είναι, καταλήγει ο όσιος, αυτό απόδειξις ότι είμεθα σαρκικοί; Δεν γίνεται
τότε ο αγώνας μας με κοσμικά πρότυπα;
Δια τον όσιο λοιπόν, η διεκδίκησις των πρωτείων είναι
μαζί με τα άλλα πάθη απόδειξις ότι είμεθα σαρκικοί και κοσμικοί
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1
Διά τοῦτο
ταῦτα
ἐπεβοησόμεθα
οἱ
ἀνάξιοι
τῇ
ἁγίᾳ σου ψυχῇ ὡς ἀπό στόματος πάντων τῶν ἀντεχομένων τῆς ἀληθείας, εἰς ἀντίληψιν καί συμπάθειαν ἡμῶν ἐκκαλούμενοι αὐτήν˙ οἴδαμεν γάρ ὅτι, κἄν μή οἷόν τε ἐπικουρεῖν ἄλλως, ἀλλά γε τῇ τῶν εὐχῶν βοηθείᾳ μέγα παρέξει ἡμῖν ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις τό ὄφελος, εὐμενῆ τόν θεόν έχουσα (Ἐπιστολή 275. Πάπᾳ Ἀλεξανδρείας, Φατοῦρος σελ. 408, στιχ. 69).
2
Ἀλλά
γενοῦ
ὑμῖν εἷς τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ὦ μακαριώτατε, διύπνισον τόν ἀκοίμητον ὀφθαλμόν, οἰκονομικῶς καθεύδοντα, ὅτι ἀπολλύμεθα τέλεον. εἴ πως καί ἄλλως ἐστί τι φάρμακον βοηθείας, ἰατρεῦσαι τούς ἠσθενηκότας ὡς ἐπιστήμων ἐπείχθητι. Ναί, δεόμεθα, ἁγιώτατε, ἀντιβολοῦμεν, παρακαλοῦμεν˙ σοῦ ἐσμεν μέλη, ἐπεί οἱ πάντες πιστοί σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους (Ἐπιστολή 276. Πατριάρχῃ Ἱεροσολύμων, Φατοῦρος σελ. 412, στιχ. 82).
3
Ἀλλά
στενάξατε ἐφ’
ἡμᾶς, ὦ συμπαθέστατοι, ὡς σύσσωμοι, ὀρέξατε χεῖρα πρεσβευτικήν ὡς φιλάδελφοι, τῶν αὐτόθι χείρονα τά ἡμέτερα βαρβαρίζεται. ὡς Σόδομα ἤδη γεγόναμεν καί ὡς Γόμορρα ἤδη ὡμοιώθημεν. διά τοῦτο τοιγαροῦν καί ἐπεβοησάμεθα τῇ ἁγιωσύνῃ ὑμῶν οἱ ταπεινοί ὡς ἐν ἑνί στόματι τῶν πάντων ἀδελφῶν καί συμπασχόντων˙ ἴσμεν γάρ ὅτι ἰσχύει ἡ δικαία ὑμῶν δέησις ἐνεργουμένη, ὡς ἄν τῷ ἐξιλασμῷ αὐτῆς κοπάσῃ ἡ θραῦσις τῆς αἱρετικῆς ῥομφαίας, τοῦ Κυρίου εἰς εἰρηνικήν ὀρθοδοξίαν ἐπανάγοντος καί τήν καθ’ἡμᾶς ἐκκλησίαν (Ἐπιστολή 277. Εἰς τήν λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάβα, Φατοῦρος σελ. 414, στιχ. 66)
4
Ναί, κύριέ μου ἀειπόθητε,
ἐκδυσωπῶ κἀγώ ὁ τάλας καί ἄλλως ὅτι ἡμῖν αὐτοῖς εὐεργετοῦμεν τοῦ κοινοῦ φροντίζοντες, ἐπείπερ συννοσοῦμεν, κἄν οὔ φρονήματι στρεβλῷ, ὅμως δ’ οὖν χραινόμενοι τῇ αἱρετικῇ κοινωνία (Ἐπιστολή 420. Στεφάνῳ μαγίστρῳ, Φατοῦρος σελ. 589, στιχ. 36).
5
Τοιγαροῦν
ὡς
ἀπών
τῷ
σώματι παρών δέ τῷ
πνεύματι πρῶτον
μέν ὁ
ταπεινός κατασπάζομαι τά θεοβαδῆ
αὐτῆς ἴχνη (τοῦτο γάρ ἐμοί εὐλογία τε καί ἁγιασμός), ἔπειτα ὡς πρός αὐτῆς ἐπιτραπείς ἄπειμι ἐν τοῖς σεβαστοῖς τόποις˙ προσπτύσομαι τό θεῖον ἔδαφος, οὗ τά θεῖα ἴχνη βέβηκεν, τό ζωοποιόν μνῆμα, ἐφ’ ᾧ τό πανάγιον σῶμα τοῦ θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατετέθη, τόν χῶρον τοῦ ἁγίου Κρανίου, ἐν ᾧ ἐσταύρωται ὁ Κύριος τῆς δόξης. Μέτειμι ἀλλαχοῦ˙ ὁρῶ τήν ἁγίαν Βηθλεέμ, προσκυνῶ τήν θείαν φάτνην ὑπέρ τήν στάμνον τήν χρυσῆν, ἐν ᾗ οὐ μάννα, ἀλλ’ ὁ τῆς ζωῆς ἄρτος τέθειται. καί μήν βλέπω τό ἅγιον ὄρος, οὗ ἡ θειοτάτη μεταμόρφωσις, τό τῶν ἐλαιῶν ὄρος, ἀφ’ οὗ ἀνέπτη πρός οὐρανούς ὁ τῶν ὅλων Κύριος, τήν ἁγίαν Γεσσημανῆ, ἐφ’ ᾗ ὁ τάφος τῆς πανσεβάστου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοῦτο κἀκεῖνο, ἵνα μή μακρόν ἀποτείνοιμι λόγον. ὤ, πῶς καί ἀπ' αὐτῆς μόνης τῆς ἐπιμνήσεως ἁγιασμοῦ ἐστι μετάληψις· ὤ, πηλίκων καί φρικτῶν σεβασμάτων ἡ τῆς σῆς μακαριότητος ὑπάρχει κορυφή. Σύ πρῶτος πατριαρχῶν, κἄν πεντάζοις τῷ ἀριθμῷ· οὗ γάρ ὁ ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν καί τῶν ὅλων ἀρχιερεύς καί ἐγεννήθη καί ἔδρασε τά θεουργά πάντων καί ἔπαθεν καί τέθαπται καί ἀνέστη καί ἔζησε καί ἀνελήφθη, ἐκεῖ δῆλον ὅτι τό ὑπεραῖρον ἁπάντων ἀξίωμα... (Ἐπιστολή 276. Πατριάρχῃ ῾Ιεροσολύμων, Φατοῦρος σελ. 409, στιχ. 13).
6
Ἐπεσκέψατο
ἡμᾶς ἀνατολῇ ἐξ ὕψους, Χριστός ὁ θεός ἡμῶν, τήν σήν ἐν τῇ δύσει μακαριότητα ὥσπερ τινά λυχνίαν θεαυγῆ εἰς ἐπίλαμψιν τῆς ὑπ’ οὐρανόν ἐκκλησίας ἐπί τόν ἀποστολικόν πρώτιστον θρόνον θέμενος. καί γάρ ᾔσθημεν φωτός νοεροῦ οἱ ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθήμενοι τῆς πονηρᾶς αἱρέσεως καί τό νέφος τῆς ἀθυμίας ἀπεθέμεθα καί πρός χρηστάς ἐλπίδας ἀνενεύσαμεν, μεμαθηκότες δι’ ὧν ἀπεστείλαμεν ἀδελφῶν ἡμῶν καί συνδούλων οἷα καί ἡλίκα πέπραχέ τε καί λέλεχεν ἡ ἁγία ὑμῶν κορυφαιότης, τούς μέν αἱρετικούς ἀποκρισιαρίους ὡς λωποδύτας μηδέ εἰς ἱεράν αὐτῆς θέαν προσηκαμένη, πόρρω δέ ὄντας ἐνδίκως ἀποπεμψαμένη, τοῖς δέ ἡμετέροις ταλαιπωρήμασι διά τῆς ἐπακροάσεως τῶν γραμμάτων καί διηγήσεως τῶν ἀποσταλέντων ἐπιστυγνάσασά τε καί ἐπιστενάξασα θεομιμήτως ὡς ἐπί οἰκείοις μέλεσι. καί ὄντως ἔγνωμεν οἱ ταπεινοί ὡς ἐναργής διάδοχος τοῦ τῶν ἀποστόλων κορυφαίου προέστη τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας˙ ἀληθῶς πεπείσμεθα ὅτι οὐκ ἐγκατέλιπεν Κύριος τέλεον τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν, μιᾶς καί μόνης τῆς παρ’ ὑμῶν ἐπικουρίας ἄνωθέν τε καί ἐξ ἀρχῆς ἐν ταῖς συμβαινούσαις περιστάσεσιν ὑπαρχούσης αὐτῇ θεοῦ προμηθείᾳ. ὑμεῖς οὖν ὡς ἀληθῶς ἡ ἀθόλωτος καί ἀκαπήλευτος πηγή ἐξ ἀρχῆς τῆς ὀρθοδοξίας, ὑμεῖς ὁ πάσης αἱρετικῆς ζάλης ἀνῳκισμένος εὔδιος λιμήν τῆς ὅλης ἐκκλησίας, ὑμεῖς ἡ θεόλεκτος πόλις τοῦ φυγαδευτηρίου τῆς σωτηρίας. ἀλλ’ ὅτι τολμηρόν παρ’ ἡμῶν τῶν οἰκτρῶν καί ἀναξίων ἐγκώμια συναίρειν τήν ὑπό θείων γλωσσῶν πάλαι μεμεκαρισμένην ὑμῶν θεωνυμίαν δέον ἐπί τό πονοῦν ἐλθεῖν (Ἐπιστολή 272. Τῷ αὐτῷ [Πασχαλίῳ πάπᾳ Ῥώμης], Φατοῦρος σελ. 402, στιχ. 6).
7
Περί
δέ
τοῦ
πάπα,
τίς
ἡμῖν λόγος οὕτως πράσσοντος ἤ ἐκεῖνο, ὡς τοῖς οἰκείοις, συγχώρησον, ἑάλω πτεροῖς κατά τό λόγιον; μηδέν γάρ περί τῶν ἐκδήλων ἁμαρτημάτων τοῦ ἱερέως φροντίζειν φάμενος οὐ τόν τινα ἱερέα, ἀλλά τήν κεφαλήν τῆς ἐκκλησίας κατεκωμῴδησεν τοσαῦτα καί ἀπεμυσάξατο, ὡς ἡμᾶς αἰδεσθῆναι καί ἀκοῦσαι. Εἰ δέ ἀληθῶς οὕτως ἐστί, φεῦ τῆς ἱεραρχίας. Πλήν νουνεχῶς κινοῦμεν τήν γλῶτταν, παρακαλοῦμεν, ἐπί τάς κεφαλάς καί μή οὕτω σφοδρῶς ἀποφαινώμεθα (Ἐπιστολή 28. Βασιλείῳ μονάζοντι, Φατοῦρος σελ. 78, στιχ. 92).
8
Ἐπειδή
δέ ὁ
δεύτερος λόγος περί τῆς
εἰλικρινοῦς τε καί ἀμωμήτου ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἐστι πίστεως, ἐκεῖνο μετά αἰδοῦς τολμῶμεν ἀνενέγκαι, ὡς, εἰ μέν ἀνθρώπινον τι ἦν τό λεγόμενον καί ἤ πρός τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν ἀρχιερέως ἤ παρ’ ἡμῶν τῶν ἀναξίων ἐξουσιαζομένων, οὔ τί που το μικρόν, ἀλλά γάρ καί τό πᾶν παραχωρεῖν ἔδει, οὕτω τῆς ἐντολῆς κελευούσης. ἐπεί δέ περί θεοῦ καί εἰς θεόν ὁ λόγος, οὗ δοῦλα τά σύμπαντα, οὐχ ὁ τίσδε ἤ τίσδε, ἀλλ' οὐδ εἰ Πέτρος καί Παῦλος οὐδ᾿ ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἄν κἄν τό βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διά τούτου τοῦ παντός εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου (429. ᾿Επιστολή ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρός Μιχαήλ βασιλέα, Φατοῦρος σελ. 601,στιχ. 21).
9
Γέγονε τοίνυν, ὦ
θειοτάτη τῶν
ὅλων
κεφαλῶν
κεφαλή, κατά τόν προφήτην Ἱερεμίαν
σύνοδος ὡς
ἀληθῶς ἀθετούντων καί συνέδριον μοιχωμένων. ὅπερ γάρ ἐκεῖσε διά τῆς εἰδωλικῆς ἐκπορνεύσεως λέλεκται, τοῦτο ἐνταῦθα διά τῆς μοιχοζευκτικῆς ἐπικυρώσεως δέδεικται˙ ἀμφότεροι γάρ τόν αὐτόν Κύριον ἠθετήκασιν, οἱ μέν διά τῆς νομικῆς, οἱ δέ διά τῆς εὐαγγελικῆς παραβάσεως. καί γε οὐ μέχρι τούτου ἔστησαν, παρασυναγωγή διά προτέρας
συνελεύσεως ἐν
τῇ
τοῦ
μοιχοζεύκτου παραδοχῇ
καί συνιερουργίᾳ
κατά τόν θεῖον
Βασίλειον χρηματίσαντες, ἀλλ’,
ὡς
ἄν
ἑαυτοῖς αἱρέσεως τελείας ὄνομα περιποιήσωνται, δι’ ἑτέρας συνόδου δημοσίας τούς μή τῇ παρανόμῳ αὐτῶν κακοδοξίᾳ συγκαταθεμένους, μᾶλλον δέ ὅλην τήν καθολικήν ἐκκλησίαν, ἀναθεματισμῷ ὑποβεβλήκασι, τούς ἤδη φθάσαντας ἐπί προσώπου αὐτῶν πόρρω που οὕς μέν ἐξοστρακίσαντες, οὕς δέ φυλακαῖς κατέχοντες, διωγμόν κατά τό σύνηθες τῶν ἐνταῦθα πάλιν καινουργήσαντες. καί τό δικαίωμα αὐτοῖς λόγου πονηροῦ κραταίωμα. οἰκονομίαν οὖν τήν ζευξιμοιχείαν δογματίζουσιν˙ ἐπί τῶν βασιλέων τούς θείους νόμους μή κρατεῖν διορίζονται˙ τούς ὑπέρ ἀληθείας καί δικαίου μέχρις αἵματος ἐνστάντας, ὥσπερ τόν Πρόδρομον καί Χρυσόστομον, μιμεῖσθαι ἀπαγορεύουσιν˙ ἕκαστον τῶν ἱεραρχῶν ἐξουσιάζειν ἐν τοῖς θείοις κανόσι παρά τα ἐν αὐτοῖς κεκανονισμένα ἀποφαίνονται.
Καί
διά τοῦτο,
ὁπόταν
τύχῃ
καί κρυπτῶς
καί ἐμφανῶς ἁλῶναί τινα τῶν ἱερωμένων καθαιρετικοῖς κανόσι, τῇ τοῦ βουλομένου ἐξουσίᾳ μένειν ἀκαθαίρετον. καί μάρτυς τοῦ λόγου ὁ διαφόροις κανόσι σύν ἄλλοις κεκρατημένος μοιχοζεύκτης καί
συλλειτουργῶν
αὐτοῖς δημοσίᾳ. Τούς παρανομίας ὡς οἰκονομίας ποιοῦντας ἄλλους τε καί ἑαυτούς ἁγίους ἐν τούτῳ ὀνομάζουσι καί τούς μή ταύτας προσιεμένους ὡς ἠλλοτριωμένους θεοῦ ἀναθεματίζουσι˙ μάρτυς δέ κἀνταῦθα τοῦ λόγου ὧν καί ὁ διωγμός. τί οὖν ἔστιν ἐν τούτοις, ὦ μάκαρ, εἰπεῖν ἤ τό ἀποστολικόν ἐκεῖνο, ὅτι νῦν πολλοί ἀντίχριστοι γεγόνασιν, εἴπερ μή ὑπό τῶν θείων νόμων καί κανόνων πάντες ἄνθρωποι ἐξουσιαζόμεθα;
Τούτων
ἤδη
ἀψευδῶς ὑπό τῆς εὐτελείας ἡμῶν ἀνενεχθέντων ἐκείνην τήν φωνήν, ἥν ὁ κορυφαῖος σύν τοῖς λοιποῖς ἀποστόλοις προσήγαγεν Χριστῷ, ἡνίκα ὁ τῆς θαλάσσης κλύδων ἐπεγείρετο, προσφέρομεν τῇ χριστομιμήτῳ σου μακαριότητι˙ σῶσον ἡμᾶς, ἀρχιποιμήν τῆς ὑπ’ οὐρανόν ἐκκλησίας, ἀπολλύμεθα. μίμησαί σου τόν διδάσκαλον Χριστόν
καί ὄρεξον
χεῖρα
τῇ
καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ, ὡς ἐκεῖνος Πέτρῳ, ὅσον ὁ μέν ἀρχομένῳ καταποντίζεσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ, αὐτός δ’ αὖ καταποντισθείσῃ ἤδη ἐν τῷ τῆς αἱρέσεως βάθει. ζήλωσόν σου, δεόμεθα, τόν ὁμώνυμον πάπαν, καί ὡς ἐκεῖνος τηνικαῦτα τῆς Εὐτυχιανικῆς αἱρέσεως ἀναφυείσης λεόντειον πως διηγέρθη τῷ πνεύματι, ὡς ἴσασι πάντες, ταῖς δογματικαῖς αὐτοῦ ἐπιστολαῖς, οὕτω καὐτός, τολμῶ λέγειν, φερωνύμως βρύξον θείως, μᾶλλον δέ βρόντησον κατά τῆς παρούσης κακοδοξίας τά εἰκότα. εἰ γάρ οὗτοι ἑαυτοῖς ἐξαυθεντήσαντες αἱρετικήν σύνοδον ἐκπληρῶσαι οὐκ ἔδεισαν καίπερ, εἰ καί ὀρθόδοξον, οὐκ ἄνευ τῆς ὑμῶν εἰδήσεως ἐξουσιάζοντες, ὡς τό ἄνωθεν κεκρατηκός ἔθος, πόσῳ γε μᾶλλον εὔλογον καί ἀναγκαῖον ἄν εἴη, ὑπομνήσκομεν φόβῳ, ὑπό τῆς θείας πρωταρχίας σου ἔννομον κροτηθῆναι σύνοδον, ὡς ἄν τό ὀρθόδοξον τῆς ἐκκλησίας δόγμα τό αἱρετικόν ἀποκρούσηται καί μήτε ἡ κορυφαιότης σου σύν ἅπασι τοῖς ὀρθοδόξοις ἀναθεματίζοιτο παρά τῶν νέων κενοφώνων μήτ’ αὖ ὁρμητήριον ἀνομίας τήν μοιχοσύνοδον εὑρίσκοντες οἱ βουλόμενοι κατολισθαίνουσιν εὐπετῶς πρός την ἁμαρτίαν (Έπιστολή 33.Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης, Φατοῦρος σελ. 92, στιχ. 16).
10
Ἐπειδήπερ
Πέτρῳ
τῷ
μεγάλῳ
δέδωκε Χριστός ὁ
θεός μετά τάς κλεῖς
τῆς
βασιλείας τῶν
οὐρανῶν καί τό τῆς ποιμνιαρχίας ἀξίωμα, πρός Πέτρον ἤτοι τόν αὐτοῦ διάδοχον ὁτιοῦν καινοτομούμενον ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ παρά τῶν ἀποσφαλλομένων τῆς ἀληθείας ἀναγκαῖον ἀναφέρεσθαι. Τοῦτο τοιγαροῦν δεδιδαγμένοι καί ἡμεῖς οἱ ταπεινοί καί ἐλάχιστοι ἐκ τῶν ἀνέκαθεν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, ἐπεί ὑπήρχθη τις καί νῦν καινοτομία ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ, καί πρότερον μέν διά μέσου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιμανδρίτου, ἤγουν τοῦ ἀδελφοῦ καί συνδούλου ἡμῶν Ἐπιφανίου, καί νῦν διά τοῦ εὐτελοῦς ἡμῶν γραμματείου ὀφειλόμενον ἡγησάμεθα τῷ ἀγγέλῳ τῆς κορυφαίας σου μακαριότητος ταύτην ἀνενεγκεῖν. (Έπιστολή 33. Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης, Φατοῦρος σελ. 91, στιχ. 5).
11
Σύνοδος γέγονεν ἐν
τοῖς
καθ’ ἡμᾶς, ὦ μακαριώτατε, πάνδημος, συγκαθεσθέντων καί ἀρχόντων τῶν ἐν τέλει˙ καί ἡ σύνοδος ἐπ’ ἀθετήσει τοῦ εὐαγγελίου Χριστοῦ, οὗ σύ τάς κλεῖς ἐδέξω πρός αὐτοῦ διά μέσου τοῦ τῶν ἀποστόλων πρωτοστάτου καί τῶν ἀμοιβαδόν μέχρι τοῦ προηγησαμένου τήν ἱερωτάτην σου κορυφήν. Καί ὅπως ἀνάσχοιτο ἐπακηκοέναι ἡ θεομίμητος ἐπιείκειά σου, ἀρξῴμεθα δέ ἀπό τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. καί γοῦν φησίν, οὐ μοιχεύσεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, οὐ λήψῃ τό ὄνομα Κυρίου τοῦ θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ. καί Ἱερεμίας μέν, ἄφρων καί ἀσεβής ὁ κατέχων μοιχαλίδα (Ἐπιστολή 34. Τῷ αὐτῷ [Τῷ ἰσαγγέλῳ μακαριωτάτῳ καί ἀποστολικῷ πατρί πατέρων Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης Πλάτων ἔγκλειστος καί Θεόδωρος πρεσβύτερος καί ἡγούμενος τῶν Στουδίου] Φατοῦρος σελ. 95, στιχ. 24).
12
Ἄκουε,
ἀποστολική
κάρα, θεοπρόβλητε ποιμήν τῶν
Χριστοῦ
προβάτων, κλειδοῦχε
τῆς
οὐρανῶν βασιλείας, πέτρα τῆς πίστεως, ἐφ’ ᾗ ᾠκοδόμηται ἡ καθολική ἐκκλησία˙ Πέτρος γάρ σύ, τόν Πέτρου θρόνον κοσμῶν καί διέπων˙ λύκοι βαρεῖς εἰσεφθάρησαν ἐν τῇ αὐλῇ Κυρίου, πύλαι ᾅδου ὡς πάλαι προσερράγησαν αὐτῇ. τί τοῦτο; διώκεται Χριστός σύν μητρί καί θεράπουσιν,
εἴπερ
ἡ
τῆς
εἰκόνος
καταδρομή τοῦ
πρωτοτύπου διωγμός˙ ἐντεῦθεν κατένεξις πατριαρχικῆς κεφαλῆς ἐξορίαι τε καί περιορισμοί ἀρχιερέων τε καί ἱερέων, μοναστῶν τε καί μοναζουσῶν, εἱρκταί τε καί σιδηρώσεις, βάσανοί τε καί τέλος
θάνατοι. ὤ
τοῦ
φοβεροῦ
ἀκούσματος˙
ἡ
σεπτή εἰκών
τοῦ
Σωτῆρος
ἡμῶν θεοῦ, ἥν καί δαίμονες φρίττουσιν, ἐνύβρισται, ἐξουδένωται, οὐ μόνον ἐν τῇ βασιλευούσῃ πόλει, ἀλλά γάρ καί κατά πᾶσαν χώραν καί πολίχνην. Θυσιαστήρια ἠφανίσθη, ναοί ἠμαυρώθησαν, ἱερά ἐκοινώθη, ἐχέθη αἵματα καί χέεται τῶν ἀντεχομένων τοῦ εὐαγγελίου, διωγμοί καί φυγαδεῖαι τῶν ἔτι ὑπολελειμμένων. ἐσίγησεν πᾶν εὐσεβοῦν στόμα δέει θανάτου, ἠνέῳκται ἡ ἀντίθετος καί βλάσφημος γλῶσσα, σεσάλευται πᾶσα σάρξ ἀμφοτερίζουσα. οἴμμοι, φησίν, ὅτι ἐγενήθημεν ὡς συνάγων καλάμην ἐν ἀμητῷ καί ὡς ἐπιφυλλίδα ἐν τρυγητῷ, οὐχ ὑπάρχοντος βότρυος (Ἐπιστολή 271. Πασχαλίῳ πάπᾳ Ῥώμης, Φατοῦρος σελ. 400, στιχ. 17).
13
Εἰ
δε τι ἀμφιβαλλόμενον ἤ ἀπιστούμενον τῇ θείᾳ ὑμῶν μεγαλονοίᾳ διαλύεσθαι ὑπό τοῦ ἀρχιερέως εὐσεβῶς, ἡ μεγάλη καί θεοστήρικτος αὐτῆς χείρ, ὡς ζηλοτυποῦσα τά θεῖα ἐπ᾿ ὠφελείᾳ τοῦ παντός, κελευσάτω παρά τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης δέξασθαι τήν διασάφησιν ὡς ἄνωθέν τε καί ἐξ ἀρχῆς πατροπαραδότως ἐξεδόθη· αὕτη γάρ, χριστομίμητε βασιλεῦ, ἡ κορυφαιοτάτη τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ θεοῦ, ἧς Πέτρος πρωτόθρονος, πρός ὅν ὁ Κύριός φησιν· σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν· καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (429. ᾿Επιστολή ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρός Μιχαήλ βασιλέα, Φατοῦρος σελ. 601,στιχ. 34).
14
Ἐντολή
γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν
ἐν
καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως. λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. καί, ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. καί· ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. ὥστε ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, ἐγώ τίς εἰμι; ἱερεύς; ἀλλ’ οὐδαμοῦ. ἄρχων; καί οὐδ’ οὕτως. στρατιώτης; καί ποῦ; γεωργός; καί οὐδ’ αὐτό τοῦτο. πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. οὐά, οἱ λίθοι κράζουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις θεόν ἐπακήκοεν, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐμψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν, τίς μοι ἐν τοῦτο φροντίς; ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν καί Ἀπολλώ δι’ ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ’ ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησίν. καί, κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσιν (Ἐπιστολή 425. Παντολέοντι λογοθέτῃ, Φατοῦρος σελ. 595, στιχ. 12).
15
Παρακλήθητι, ὁ
εὐπαράκλητος,
συγκινήθητι, ὁ
θεοκίνητος˙ ὄρεξον
χεῖρα
χαμαί κειμένῃ
τῇ
καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ ὅσον ἐνδέχεται, ἐφ’ ὅσον ἰσχύς λάλησον εἰς τά ὦτα τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως ἔτι ἀγαθά. ὑπέρ Χριστοῦ σοι τό ἀγώνισμα, ὑπέρ τῆς Θεοτόκου, ὑπέρ πάντων ἁγίων (Ἐπιστολή 420. Στεφάνῳ μαγίστρῳ, Φατοῦρος σελ. 589, στιχ. 22).
16
Τί δήποτε
οὕτως
σοι, κύριέ μου, ἐξετραγῴδησα τοῦ ἐξαγίστου τόν θάνατον; ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν ἐντεῦθεν οὐ μόνον τόν εὐσεβῆ βασιλέα ἐπιγνῶναι τό κατάλληλον τῇ ἀσεβείᾳ τοῦ ἀσεβοῦς ἀποτέλεσμα, ἀλλά καί πάντα ἄνθρωπον. καί ἄγαμαι λίαν πῶς ὁ ἀγαθός ἡμῶν δεσπότης γνούς τοῦτο οὐ θριαμβεύει τήν τοῦ παλαμναίου δυσσέβειαν καί χαρίζεται ἑαυτῷ τε καί τῷ ὑπηκόῳ τό τῆς ὀρθοδοξίας ἐξίλασμα ὡς βασιλεύς εἰρηναρχίας χριστομιμήτως. διά τοῦτο αἰτῶ, ἀντιβολῶ ὁ ταπεινός ἐπειχθῆναί σε τόν εὐσεβέστατον, καθάπερ καί ἤκουσταί μοι ὅτι ἐκινήθης, δοῦναι ἑαυτόν ὁλικῶς εἰς ἀνόρθωσιν τῆς πίστεως, ἐν ᾗ ἐστι τό σωτήριον τοῦ τε κράτους καί τοῦ ὑπηκόου παντός (Ἐπιστολή 424. Ἰωάννῃ λογοθέτῃ, Φατοῦρος σελ. 594, στιχ. 22).
17
Ὁ
δέ γε πατριάρχης καί πολλῷ
πλέον, τήν μετά συνέσεως τοῦ
ἀνδρός
ἀποσεμνύνων
παῤῥησίαν
διαπαντός˙ καί διά τοῦτο,
μηδέ τῆς
πρός αὐτόν
διαθέσεως καθυφέσθαι θελήσας ποτέ, μηδ’ ἐν αὐτῷ τῷ τῆς διαστάσεως καιρῷ˙ μή τήν γνώμην συνόλως μεταβαλεῖν˙ μή τήν τιμήν τήν ὑπερβαλλόντως ἐκεῖνον ἐτίμα, σμικρύναι, ἤ καί βραχύ παραπέμψεσθαι (P.G. 99, 160Α).
Ἔνθεν τοι καί τά πρός ἀλλήλους εὖ θέμενοι πάλιν ὅ τε πατριάρχης καί ὁ ὅσιος, φιλίᾳ τε θερμοτέρᾳ τόν πόθον ἐπί τό μᾶλλον αὐξήσαντες, ἔμενον τοῦ λοιποῦ ἐν ἀλλήλοις, οὐ σώμασι μόνον, ἀλλά πολλῷ πλέον καί ταῖς ψυχαῖς ἀδιαίρετοι, θάτερος θατέρῳ ἡδόμενος καί τοῖς ἀμφοτέροις καί ἀμφότεροι (P.G. 99, 165Α).
18
Ἀφ’
ἧς
ἐν
μιᾷ
τῶν
ἐπισήμων,
μετά τῶν
ἐξεχόντων
μητροπολιτῶν,
πρός τόν ἁγιώτατον
ἀνελθών
πατριάρχην, μεγαλοπρεπῶς
λίαν κατά τήν ἀναλογίαν
τῶν
ἀψευδῶν αὐτοῦ δι’ εὐσέβειαν ἄθλων, καί τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς πρός αὐτοῦ ἐπηνέγκατο˙ διεξιόντος τοῦ ἱερομύστου Νικηφόρου τά ἀξιόπιστα καί ἀληθῆ τῆς τε ἀνδρείας καί παῤῥησίας αὐτοῦ ἐπί πάντων πλεονεκτήματα, τά τε στίγματα τῶν μαστίγων, καί τάς ἐμφρουρίους κακώσεις, καί λιμούς, καί
καθημερινούς θανάτους οὕς
ἀνέτλη
παρά τῶν
ὑπασπιστῶν τῆς εἰκονομαχικῆς λύττης ἐν τοῖς πέντε ἔτεσιν τῆς τυραννίδος τοῦ ἀμειλίκτου καί ἀπηνοῦς Λέοντος˙ καί οὐ τοῖς διά λόγων μόνον ἐπαίνοις τό πρωτεῖον αὐτῷ ἀπεδίδου, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον καί δι’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων˙ ἐπ’ εὐωχίαν γάρ τραπέντες, τήν σύν ἑαυτῷ ἐπί μιᾶς στιβάδος καθίζησιν αὐτῷ μόνῳ παραχωρεῖ, φύσας πρός τούς ἱερούς δαιτυμόνας˙ Παραχωρήσατε, ἀδελφοί, τῷ πολυάθλῳ Πατρί ἡμῶν τήν προεδρίαν καθάπερ ἐμοί, κἄν ἥκιστά γε ταύτης ὀρέγηται ὁ σοφός, ἵνα συνημμένως ἄμφω καθήμενοι, τήν τοῦ ἄρτου κλᾶσιν ποιησώμεθα˙ ᾧ γάρ πλέον ἐφανερώθη τά τεκμήρια τῆς πρός τόν κοινόν Δεσπότην ἀγάπης, πλέον δήποτε καί ὀφείλεται˙ καθώς καί ὁ Κύριος ἐν Εὐαγγελίοις ἔφησεν˙ διαφορά γάρ ὥσπερ ἐστί τῆς τῶν ἁγίων ζωῆς, οὕτω καί γερῶν, ἀναλόγως τοῖς ἑκάστου κατορθώμασιν ἐπιμετροῦντος Θεοῦ τήν ἀντέκτισιν˙ καί εἰ παρά Θεῷ τοῦτό γε, ἀκόλουθον ἄν εἴη καί παρ’ ἡμῖν τοῖς μετρίοις˙ οὕτως εἶχε σχέσεως πρός τόν ἐν ἁγίοις Θεόδωρον ὁ τόν ἀρχιερατικόν ταῖς νικηφόροις ἀρεταῖς κατακοσμήσας θῶκον (P.G. 99, 320, Α).
19
Ἡμεῖς, οἱ ἐπί τό αὐτό συνεληλυθότες κατά κέλευσιν τῆς θεοστέπτου ὑμῶν βασιλείας ἐλάχιστοι ἐπίσκοποί τε καί ἡγούμενοι, πρώτην φωνήν ταύτην φθεγγόμεθα ἐπί τοῦ θεοπροβλήτου ὑμῶν κράτους εὐχαριστήριόν τε καί αἰνετήριον, ὅτι ἀνεκλήθημεν οἱ ἀπωσμένοι, ὅτι ἠλεήθημεν οἱ τεταλαιπωρημένοι, ὅτι ἀνεψύξαμεν οἱ ἐκλελοιπότες ἀπό χειμῶνος εἰς ἔαρ, ἀπό ζάλης εἰς γαλήνην, ἀπό ἀθυμίας εἰς εὐθυμίαν, ξένα τινά καί παράδοξα ἑωρακότες˙ τοιαύτη γάρ ἡ δικαία ὑμῶν βασιλεία χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος, πολύευκτος, εἰρήναρχος, φιλοδίκαιος, πολλαῖς ἑτέραις προσηγορίαις ἀξιώνυμος, μιμήσει Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν τά διεστῶτα συνάπτουσα, τά νενοσηκότα ὑγιάζουσα, τά λυπηρά χαροποιοῦσα, ἐξαίρετος τις οὖσα βασιλεία καί τῶν πάλαι μακαριζομένων ἰσόρροπος˙ ἥν ἀποσεμνύνειν τοῖς ἐγκωμίοις οὐκ ἄν εὐμαρῶς γλῶσσα ἀνθρώπου ἐξαρκέσειεν.
Ἀλλ’ ἐπειδή ταῦτα οὕτως, παρακαλοῦμεν καί ἀντιβολοῦμεν οἱ ἀνάξιοι καί αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ὑμῶν θέας ἀξιωθῆναι καί φωνῆς ἡδίστης ἀκοῦσαι τοῦ παντίμου καί θεοσόφου στόματος ὑμῶν, ὡς ἄν, ἅπερ ὠσίν ἀκούομεν, ταῦτα κατ’ ὀφθαλμούς θεασάμενοι σκιρτήσοιμεν τῷ πνεύματι, ὥσπερ τι ἔνδυμα πενθικόν τήν κατήφειαν μετενδιδυσκόμενοι
εὐφροσύνης
ἀγαλλιάματι
(429. ᾿Επιστολή ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρός Μιχαήλ βασιλέα, Φατοῦρος σελ. 600, στιχ. 3).
20
Μανθάνω
δέ
ὅτι
ἐν
Ρώμῃ καί τάς κλεῖς τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων Πέτρου διά τιμῆς ἄγουσι· καίτοι γε ὁ Κύριος οὐ κλεῖς αὐτῷ δίδωσιν αἰσθητάς, ἀλλά τάς διά λόγου, εἰς τό δεσμεῖν καί λύειν· οἱ δέ ἀργυρᾶς πεποιηκότες ταύτας προτιθέασιν εἰς προσκύνησιν· τοσαύτη οὖν ἐστιν αὐτῶν ἡ πίστις. Κἀκεῖ ἡ ἀρραγής πέτρα τῆς πίστεως τεθεμελιωμένη κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου· ἐνταῦθα δέ, ὡς ἔοικε, πλεονάζει ἡ ἀπιστία καί ἀνομία. Διά τοῦτο ὁ ταπεινός ἐγώ ἀλγυνόμενος τήν καρδίαν καί δεδιώς τό τῆς σιωπῆς κρίμα, ἐξ ἀναγκαίου φθέγγομαι ἅ φθέγγομαι βραχέα καί ὀλιγοστά· εἰ γάρ οἱ ἑτερόδοξοι οὐ παύονται, ἰδίᾳ τε καί δημοσίᾳ, ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, γλῶσσαν βλάσφημον κινεῖν κατά τοῦ Χριστοῦ, ἡμεῖς οὐδέ οἴκοι καθήμενοι ὁμιλήσομεν πρός ἀλλήλους τά προσήκοντα; Καί πῶς οἴσομεν τήν ὀργήν Κυρίου; πῶς δέ μιμησόμεθα τούς πατέρας ἡμῶν, οἵ ἐν τοῖς ὁμοίοις καιροῖς τό ὑποσιωπᾶν καί ὑποστέλλεσθαι προδοσίαν ἀληθείας ἔφασαν εἶναι; (ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ 15).
21
Περί τοῦ
τρίτου τί καί φῶμεν;
οἱ
γάρ τό εὐαγγέλιον
παραβαίνειν γυμνῇ
τῇ
κεφαλῇ
κατατολμήσαντες καί τούς μή παραβαίνειν αἱρετισαμένους ἀναθεματίσαντες, τί περί κανόνων αὐτοίς μελήσει; καί γε καί τούτων ὑπό Πνεύματος Ἁγίου ἐσφραγισμένων καί ἐν τῇ λύσει αὐτῶν λελυμένων ὄντων τῶν ἁπάντων εἰς σωτηρίαν ἡμῶν ἡκόντων˙ οὐδαμοῦ γάρ ἱερωσύνη, θυσία, τἆλλα ἰάματα τῶν ψυχικῶν ἡμῶν ἀρρωστημάτων. τί δέ λέγω κανόνων καί ποιοῦμαι διαφοράν; ταυτόν ἐστιν εἰπεῖν καί ἐπ’ αὐτῶν εὐαγγελίου Χριστοῦ. αὐτός γάρ τάς κλεῖς δέδωκε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τῷ μεγάλῳ Πέτρῳ φάσκων, ὅν ἄν λύσῃς, καί ὅν ἄν δήσῃς, ἔσται τό καί τό. καί πάλιν πᾶσι τοῖς ἀποστόλοις˙ λάβετε πνεῦμα ἅγιον˙ ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται καί ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται, καί ἑπομένως τούτοις εἰς τούς μετ’ αὐτούς διαβιβάζων τήν ἐξουσίαν, ἐάνπερ ὡσαύτως πράξοιεν. καί διά τοῦτο Βασιλείου καί τῶν ἰσοστασίων αὐτῷ ἁγίων ὡς τῶν ἀποστολικῶν ὄντων κανόνων δεδεγμένων, καθότι ἐξακολουθήκασι μηδέν καινοτομηκότες, ἀλλά καί ἐπαυξήσαντες κατά τό δέον (Ἐπιστολή 36. Εὐπρεπιανῷ καί τοῖς σύν αὐτῷ, Φατοῦρος σελ. 105, στιχ. 123).
22
ι’. Ἐντεῦθεν ἡ ἐπιστήθιος πρόσπτωσις˙ ὤ τοῦ ἀξιώματος! τά χερουβίμ, Θεοῦ ὄχημα, καί Ἰωάννης ἐπιστέρνιον ἀνάκλιμα˙ Μωϋσῆς μόλις ἴδεν Θεοῦ τά ὀπίσθια καί ταῦτα αἰτησάμενος˙ καί Ἰωάννης αὐτεπάγγελτος ἐπίπροσθεν περιφύς, καί πυνθάνεται ἐκεῖνα δηλαδή ἅ Πέτρος ὁ κορυφαῖος θαῤῥήσειν οὐκ ἤνεγκεν, δούς ἑαυτῷ τά δευτέρια, τῇ εἰς Ἰωάννην προτιμήσει˙ ἀμφοτέρας τάς θεωρίας ἐξετάζων, γνοίης οἷον καί ἡλίκον τό ὑπεροχικόν Ἰωάννου ἀξίωμα˙ ἐντεῦθεν μοι δοκεῖ ὥσπερ ἀπό τινος πηγαίας ζωῆς τά θεόβρυτα αὐτόν τῆς σοφίας ἀρύσασθαι νάματα, κἀκ τούτων ἐκ τῆς ἐμψύχου κοιλίας τούς ποταμούς τῆς θεολογίας ῥυΐσκεσθαι (Ἐγκώμιον εἰς τόν μέγαν Ἰωάννην τόν ἀπόστολον καί εὐαγγελιστήν τοῦ Χριστοῦ, P.G. 99, 785A).
ιβ’.
Ἀλλά,
ὦ
μακαριώτατε καί τρισμακαριώτατε καί παμμακαριώτατε Ἰωάννη, ὁ μέγας τοῦ Εὐαγγελίου ἥλιος, ὁ βρυήρ τῆς θεολογίας ὁ ἀέναος, τῶν ἀποστόλων ἀκρέμων, ἰσόπετρε, σύ ἡμᾶς οὐρανόθεν εὐμενῶς ἔπιδε, ὅσης τά ὧδε κατηφείας, ἠφάνισται θυσιαστήρια ἐστεμμένα θείοις ἀγάλμασιν, ἀφῄρηται ναῶν ἱερῶν εὐπρέπεια˙ ἡ εἰκών Χριστοῦ καθύβρισται˙ ἐξουδένωται καί ἐν πόλεσιν καί ἐν χώραις καί κατ’ οἴκους˙ πρός δέ καί τῆς Θεομήτορος, καί οὗ τινος οὖν ἄλλου τῶν οἷος σύ καί μείων σοῦ θεοφόρων. Ὀδυρμοῦ τά πάντα. Λάβε Πέτρον, συμπαράλαβε Ἰάκωβον, δεόμεθα˙ οἱ τρεῖς ἀεί Χριστῷ συμπάρεδροι, μεταμορφουμένῳ, θαυματουργοῦντι τά πολλά, ἀγωνιῶντι, προσευχομένῳ˙ ὡς ἤδη τῶν ὁμοχώρων μυστικώτεροι, αὐτοί καί νῦν σύν τῇ λοιπῇ σεβασμίᾳ ἐννάδι τήν ἁγίαν Τριάδα εὐμενῆ ἡμῖν καταστήσασθε, ἐπιτιμῆσαι Χριστόν τῇ πονηρᾷ ταύτῃ θαλάσσῃ, ὥς ποτε τῇ Τιβεριάδᾳ, γαλήνης εἰρηνοδώρου ἀντανισχούσης, ἐπαναδρομεῖν τάς ἑαυτοῦ Ἐκκλησίας εἰς τήν ἀρχαίαν καί ἀρεσθεῖσαν τῆς Ὀρθοδοξίας ὡραιότητα (Ἐγκώμιον εἰς τόν μέγαν Ἰωάννην τόν ἀπόστολον καί εὐαγγελιστήν τοῦ Χριστοῦ, P.G. 99, 788B).
23
β. Ἄθρει
γάρ ἀγαπητέ.
Πέτρος μαθητεύει τά ἔθνη,
ἀλλά
καί Βαρθολομαῖος
μετιχνιᾶται
τά ἴσα.
Πέτρου ὡραῖοι οἱ πόδες τά ἀγαθά εὐαγγελιζομένου, ἀλλά καί Βαρθολομαίου ἐϊσότερα εἰς τά μετέωρα θεολογοῦντος. Πέτρος τερατουργῶν τά μεγάλα, ἀλλά καί Βαρθολομαῖος θαυματουργῶν τά ῥαγδαῖα. Πέτρος ἀνασταυροῦται, ἀλλά καί Βαρθολομαῖος ἀντίποινα πάσχων καρατομεῖται˙ ὅσα δρᾷ Πέτρος, ἐπί τοσοῦτα ἐμβατεύει Βαρθολομαῖος˙ ἐπ’ ἴσης εἰς τό τῆς θεολογίας ἀνίησιν ὄρος, ἐπ’ ἴσης θεμελιοῖ τήν Ἐκκλησίαν, ἀντίρροπα ἔσχεν τά λοιπά θεῖα χαρίσματα (Ἐγκώμιον εἰς τόν ἔνδοξον καί ἅγιον ἀπόστολον Χριστοῦ Βαρθολομαῖον, P.G. 99, 792D).
24
εἴη
γάρ ὁ
Χριστός οὕτω
μεθ’ ὑμῶν. τίς Πέτρου καί Ἰωάννου μείζων ἐν ἀποστόλοις; ἀλλά καί Πέτρος παραχωρεῖται ὑπό Ἰωάννου δημηγορεῖν, παίει καί Πέτρος, Παύλου λαλοῦντος˙ οὐ γάρ ὅπως τό πρωτεῖόν τις ἁρπάσοι, ἀλλ’ ὡς ἄν τό χρειῶδες γίνοιτο καί τό τακτικόν αὐτοῖς ἐσκοπεῖτο. Οὕτω καί αὐτοί μιμηταί εἴητε τῶν ἁγίων (Ἐπιστολή 236. Ὑπατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος σελ. 370, στιχ. 14).
25
Ἀλλά
παρακαλοῦμεν
καί δεόμεθα, ἵνα
ἀξίως
τῆς
ὑψηλῆς πολιτείας ταύτης βιοτεύωμεν, ἵνα μή ἔξω κόσμου ὄντες τά ἔνδον κόσμου πράττωμεν, ἵνα μή σάρκας φυγόντες σαρκικῶς ζήσωμεν. Τοῦτο δέ, ὡς γίνεται καί ἔστι, γινώσκετε, κἄν ἡμεῖς μή λέγωμεν˙ εἰ γάρ φιληδονοῦμεν, εἰ γάρ φιλοπαθοῦμεν, εἰ τά θελήματα ἡμῶν ἱστῶμεν, εἰ πρωτείων ἀντιποιούμεθα, εἰ φιλονεικοῦμεν περί μανδύων, περί ἱματίων, περί κουκουλλίων, περί στάσεως,
περί γραφείων, περί πινακιδίων, περί τινων οὖν ἄλλων μικρῶν καί μηδαμινῶν, πῶς οὐχί σαρκικοί ἐσμεν; πῶς οὐχί κοσμικόν ἡμῶν τό ἀγώνισμα; (Φιλοκαλία 18Α, Θεοδώρου Στουδίτου
Κατηχήσεις, Μεγ. Κατήχησις ΝΘ’(59).
Πηγή: "Ἀποτείχιση"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.