Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Μια Ημερίδα κατασυκοφάντησης του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου και διαστρέβλωσης της διδασκαλίας της Εκκλησίας!



Παρουσιάζουμε ἀπομαγνητοφωνημένη τὴν Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς στὴν Ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε γιὰ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου.
Πρόκειται γιὰ μιὰ Ἡμερίδα καὶ μιὰ Εἰσήγηση ντροπῆς, διότι ἦταν μιὰ Ἡμερίδα σκόπιμης διαστρέβλωσης τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ Πατρός. Εἶναι τόσο ἐξόφλαμη ἡ παραποίηση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς ἐπιστήμων μελετητὴς καὶ θεολόγος γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν παραποίηση. Ἀρκεῖ ἕνας παραλληλισμὸς τῶν ὅσων εἶπε ὁ Πειραιῶς καὶ τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου. (Ἡ διαστρέβλωση, βέβαια, ὁδηγεῖ σὲ ὀργή, ὅποιον ἀκούσει τὸν δεύτερο Εἰσηγητή, τὸν ἀνεκδιήγητο π. Βασίλειο Παπαδάκη, ὁ ὁποῖος τόλμησε νὰ πεῖ χωρὶς νὰ τὸν ἀντικρούσει ὁ Πειραιῶς, ὅτι δὲν ὑπάρχει αἵρεση τοῦ ...Οἰκουμενισμοῦ!!! Καὶ τότε -εὐφυέστατε π. Βασίλειε- ποιά αἵρεση ἀναθεμάτισε δυὸ συνεχεῖς χρονιὲς ὁ Μητροπολίτης ποὺ διοργάνωσε τὴν Ἡμερίδα, ὁ κ. Σεραφείμ;).
Γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν κ. Σεραφείμ, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς δὲν κατάλαβε, παρότι λέει πὼς μελέτησε τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ὅτι ὁ Ἅγιος διαχωρίζει τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους ἐκείνους ποὺ ἐνεργοῦν βλαπτικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Δὲν κατάλαβε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν ἔχει Ἐπισκοκεντρικὴ σκέψη καὶ θέση, ἀλλὰ Χριστοκεντρική.
Δὲν κατάλαβε ὅτι ἡ Διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ποὺ αἱρετίζει ἢ ἀντιβαίνει καὶ παραβαίνει τὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολές, δὲν σημαίνει Διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀντίθετα· σημαίνει προσπάθεια νὰ παραμείνει σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι μὲ ἐκείνους, ποὺ ἀφιστάμενοι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας, ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ κ. Σεραφείμ τὴν μιὰ λέει πὼς ὁ Ἅγιος Θεόδωρος διέκοψε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πὼς ποτὲ δὲν διέκοψε τὴν κοινωνία μαζί του!
Ἐνῶ λοιπόν, τὸ ἐρώτημα ποὺ ἡ Ἡμερίδα ἐξετάζει, εἶναι ἐὰν διέκοψε τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου του, τελικὰ δίδει ἀπάντηση σὲ ἄλλο ἐρώτημα, ἐὰν διέκοψε τὴν κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία!!!
Ἀπίθανα πράγματα!
Διαπραγματεύεται τὸ θέμα καὶ δείχνει νὰ ἀγνοεῖ τὰ δεδομένα τοῦ θέματος!!!
Στὴν Εἰσήγησή του εἶναι ὁλοφάνερη αὐτὴ ἡ σύγχυση. Καὶ φοβούμαστε ὅτι δὲν εἶναι σύγχυση, ἀλλὰ συνειδητὴ ἐπιλογή, ποὺ στόχευε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀδυναμία τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν διαχρονικὴ Πατερικὴ διδασκαλία.
Παραθέτουμε α) Λίγα μικρὰ ἀποσπάσματα τῆς Εἰσηγήσεως τοῦ μητροπολίτη Πειραιῶς ποὺ ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅσα εἰσαγωγικὰ γράφουμε, β) Ὅλη τὴν Εἰσήγηση τοῦ μητροπολίτη Πειραιῶς, γ) Ἐλάχιστα σχόλια ἐπὶ τῆς Εἰσηγήσεως, μιᾶς καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἐντὸς τῶν προσεχῶν ἡμερῶν ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ,  ὁ ὁποῖος ἐπὶ μία εἰκοσαετία μελετὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο.
 Εἶπε στὴν Εἰσήγηση ὁ κ. Σεραφείμ:
διακοπὴ τῆς κοινωνίας, ὡς συγκεκριμένη μορφὴ διαμαρτυρίας, πρέπει σ’ αὐτὴν τὴν φάση νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἔλεγχος καὶ ἀποδοκιμασία τῆς πράξεως. Ἔτσι, ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας ὡς μορφὴ ἀντίδρασης, πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ, ὡς μυστηριακὴ ἀποχὴ ποὺ δὲν θέτει, ὅμως, τὸν ἱ. Πατέρα ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος σπεύδει νὰ ἐπεξηγήσει ἀκριβέστερα τὴν στάση του, ὑπογραμμίζοντας ὅτι εἴμαστε σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μακάρι νὰ μὴ βρεθοῦμε ποτὲ στὴν ἀνάγκη νὰ ἀποσχιστοῦμε ἀπὸ αὐτήν, λέει στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 4 ἐπιστολή του. Ἡ συγκεκριμένη θέση του εἶναι μιὰ εὐθεία ἀπάντηση στὴν διαφαινόμενη κατηγορία ὅτι εἶναι ἀκοινώνητος μὲ τὸν Πατριάρχη. Ἔχοντας ὡς κύριο μέλημά του νὰ ἀποφύγει τὸ στῖγμα τοῦ σχισματικοῦ, ἐπαναλαμβάνει ὅτι βρίσκεται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπιχείρημα τῆς λειτουργικῆς μνημόνευσης· δηλαδή, μνημονεύει κάποιον μὲ τὸν ὁποῖον δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ συμμετάσχει σὲ κάποιο λειτουργικὸ ἑορτασμό. Ἐξαιτίας τῆς ἀντίδρασής του, ὁδηγήθηκε, βέβαια, στὴν ἐξορία γιὰ ἕνα ἑξάμηνο, τὸ 797, στὴν Θεσσαλονίκη.
.............................................................................................
Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου σημαίνει ὅτι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν βρισκόταν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Πατριάρχη, ὅμως δὲν τὸν εἶχε ἀποκηρύξει, ἀντιθέτως ἦταν ἀπολύτως νομιμόφρων σὲ αὐτόν, δεδομένου ὅτι δὲν διέκοψε τὴν μνημόνευσή του, ἀλλὰ προσευχόταν γι’ αὐτὸν στὴ Θεία Λειτουργία. Ὅπως γράφει στὴν ἄλλη ἐπιστολή του στοὺς εὐσεβεῖς δεσπότας, ἐννοώντας προφανῶς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη, ὀφείλεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, ἡ φιλία καὶ ἡ ἔντευξις. Εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 21 ἐπιστολή του.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γνώριζε πολὺ καλά, ὅτι ἡ διατήρησις τῆς λειτουργικῆς πράξης μνημόνευσης τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, ἀποτελοῦσε ἀναντικατάστατον στοιχεῖο ἑνότητος καὶ κανονικότητος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ συνέπειαν θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, ἀφοῦ μία τέτοια ἐνέργεια θὰ δημουργοῦσε ἐπὶ πλέον δύσκολες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀναπόδραστα θὰ κατέληγαν σὲ σχίσμα.
.......................................................................................
Μὲ ἄλλα λόγια, παρὰ τὶς ὀξύτατες διαφωνίες, ποὺ συχνὰ ἐξέφραζε, καὶ παρὰ τὴν ἀκριβῆ θέση τὴν ὁποία εἶχε, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, δὲν διέκοψε ποτὲ τὴν μυστηριακὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία.
...................................................................
 Ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας ὡς συγκεκριμένη μορφὴ διαμαρτυρίας σὲ καμία περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ἔθετε ἑαυτὸν ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπιδιώκοντας νὰ δημιουργήσει κάποια αὐτοκέφαλη ἢ ἀνεξάρτητη παρεκκλησία. Στὰ σχετικὰ κείμενα δὲν ὑπάρχει καμία ἐπαρκὴς μαρτυρία γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός. Ἡ πρόσκαιρη ἀκοινωνησία ἢ διαφορετικὰ ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ ἱεροῦ πατρὸς δὲν συνεπάγεται κατ’ ἀνάγκην καὶ μυστηριακὴ ἀποχή, ἀλλὰ διακοπὴ καὶ ἔλλειψη κοινωνίας σὲ αὐστηρὰ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν κοινωνοῦσε, ἦταν ἀκοινώνητος, ὑπῆρξε μιὰ ψυχρότητα στὶς σχέσεις τους, κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο, δυστυχῶς, καὶ στὴν δική μας καθημερινὴ ἐμπειρία.


............................................................................
Μὲ ἄλλα λόγια, παρὰ τὶς ὀξύτατες διαφωνίες, ποὺ συχνὰ ἐξέφραζε, καὶ παρὰ τὴν ἀκριβῆ θέση τὴν ὁποία εἶχε, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, δὲν διέκοψε ποτὲ τὴν μυστηρακὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν διεξοδικὴ
μελέτη καὶ τὴν μακρόχρονη προσπάθεια διερευνήσεως τῶν στουδιτικῶν συγγραμμάτων ποὺ ἔχει γίνει στὶς θεολογικές μας σχολές, ὑπάρχει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑποστηριχθεῖ τεκμηριωμένα ὅτι οἱ σφοδρὲς ἀντιπαραθέσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, μὲ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, εἶχαν καταλήξει σὲ κατάσταση σχίσματος, ἀπομονώσεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας.


Θεολογικὴ Ἡμερίδα  τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸν Πειραϊκὸ Σύνδεσμο Πειραιῶς
τὴν 27/11/2014 μὲ θέμα:
15ος ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Διευθύνοντος τὴν Ἡμερίδα ἀρχιμ. π. Παύλου Δημητρακόπουλου:
«Ὅλες οἱ μέχρι τώρα γενόμενες προσπάθειες ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος, δὲν ἔφεραν δυστυχῶς τὸ ἐπιθυμητο ἀποτέλεσμα, τὴν Συνοδική, δηλαδή, καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε ὁμάδες πιστῶν, ἰδίως μέσα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, στὴν ἀναζήτηση τρόπων προφυλάξεως ἀπὸ τὴ δίνη τῆς αἱρέσεως καὶ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ποὺ τὴν προωθοῦν», ὅπως τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου. Ὁ ἱ. αὐτὸς Κανόνας «δίδει τὴν δυνατότητα σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ ἀποτειχιστοῦν καὶ νὰ διακόψουν κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ἀκόμη καὶ πρὸ τῆς Συνοδικῆς αὐτῶν κρίσεως».
Oἱ ἕως τώρα ἀποτειχίσεις δείχνουν τὴν «ἀγωνία τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ νὰ πληροφορηθεῖ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καὶ ἂν ἐνδείκνυται νὰ ἐφαρμόσει αὐτὸν ἐν τῇ πράξει. Ἐπειδὴ δὲ τὸ θέμα αὐτὸ ἔλαβε τουλάχιστον πανελλήνιες διαστάσεις..., ἡ τοπική μας Ἐκκλησία ἔκρινε σκόπιμο νὰ προχωρήσει στὴν διοργάνωση τῆς παρούσης Ἡμερίδας..., ἐπιθυμοῦσα μέσῳ αὐτῆς νὰ συμβάλλει στὴν περαιτέρω μελέτη καὶ ἔρευνα μὲ βάση τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὴν κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἀμφιλεγομένου αὐτοῦ ζητήματος, πρὸς ἐξέτασιν τῆς ὀρθῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἀποτροπὴ σχισμάτων καὶ διαιρέσεων».

Ἡ Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ:

«Ἡ ἀποτείχιση ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀγώνων τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου»

(Ὅλες οἱ ἐπισημάνσεις καὶ οἱ ὑπογραμμίσεις τοῦ κειμένου εἶναι δικές μας)

Συχνὰ κι ἐντὸς τῆς αὐλῆς τοῦ ἐκκλησιαστικιοῦ μας χώρου διακρίνουμε ἐκδηλώσεις καὶ συμπτώματα μιᾶς σοβαρῆς νοσηρότητος. Τί θὰ μποροῦσε γιὰ παράδειγμα νὰ πεῖς κανείς, καὶ πῶς νὰ κρίνει τὴν συμπεριφορὰ ὡρισμένων χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι κρύβοντας τὰ πρόσωπά τους πίσω ἀπὸ ἠλεκτρονικὰ Μέσα ἐνημέρωσης καὶ κοινωνικῆς δικτύωσης, ποὺ αὐτοδιαφημίζονται ὡς χριστιανικὰ καὶ ὀρθόδοξα, ἐπιτίθενται σὲ κάθε ἀδελφὸ μὲ σκληρότητα, μὲ κακότητα, μὲ ἐμπάθεια, ὄχι γιὰ νὰ τὸν σωφρονήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἐκθέσουν καὶ νὰ τὸν ἀπομειώσουν;
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ζοῦμε σὲ μιὰ τραγικὴ ἐποχή, ὅπου πρωτιστεύοντα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας, ἄνθρωποι ὑπεύθυνοι νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως..., ἀντὶ νὰ ἀκολουθοῦν ἑπόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων τὴν ἀλήθεια πρόσωπο Ἰησοῦ Χριστό, συμβιβάζονται, συσχηματίζονται καὶ πνευματικὰ ἀλληθωρίζουν πρὸς τὸ ψεῦδος, τὴν ἀναλήθεια, τὴν ἐκκοσμίκευση, τὴν στρέβλωση τῆς Πίστεως, τὸν συμψηφισμὸ τῶν πραγμάτων. Τί μπορεῖ νὰ πεῖ, ὅταν πρωτιστεύοντα πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας προσφέρουν ὡς δῶρον ἕνα συμπίλημα κακοδοξιῶν, ἐγκληματικῶν θέσεων, μισαλλοδοξίας, φονταμενταλισμοῦ καὶ ἐγκλήματος, ὅπως εἶναι τὸ τραγικὸ Κοράνιο...
Εἶναι γεγονὸς ὅτι στὶς ἐκτιμήσεις διαφόρων ἐρευνητῶν, ξένων καὶ ἡμετέρων, ὑπάρχει ἡ ἄποψις, τὴν ὁποίαν συμμερίζονται καὶ ἀρκετοὶ θεολόγοι, ποὺ θέλει τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη νὰ ἀνήκει στοὺς Ζηλωτές, ποὺ ἀπαιτοῦσαν ἀκρίβεια ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες Ταράσιο, Νικηφόρο καὶ Μεθόδιο στοὺς μετριοπαθεῖς καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐπεδίωκαν τὴν ἄσκηση Οἰκονομίας.
Εἰδικότερα πιστεύεται τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴν χώρα οἱ ἀποκαλούμενοι Ζηλωτὲς καὶ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ὡς σφοδροὶ πολέμιοι τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χρησιμοποιοῦν καθ’ ὑπερβολὴν στὰ κείμενά τους τὸν ἅγιον Θεοδωρο τὸν Στουδίτη ὡς σημαία τους· ἄλλωστε ὑπάρχουν καὶ Σύλλογοι καὶ Σωματεῖα ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του καὶ τὸν θεωροῦν ὡς ἀκραιφνῆ Ὀρθόδοξο, ὡς Ζηλωτή, ὡς μόνιμο ἀντιρρησία, ὡς ἐπαναστάτη ἐναντίον τῶν κακῶς κειμένων, καὶ ὡς αὐτὸν ποὺ ἔφτασε νὰ γίνει ἀκόμα καὶ σχισματικὸς χάριν τῆς ἀληθείας.
Ἐδῶ πρεπει νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸ χρέος καὶ τὸ καθῆκον ποὺ ἔχει κάθε χριστιανὸς νὰ διαμαρτύρεται γιὰ τὰ κακῶς κείμενα, λεγόμενα καὶ πραττόμενα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐκφράζει τὴν γνώμη του, χωρὶς νὰ καιροσκοπεῖ ὅμως. Ὀφείλει νὰ ἔχει εὐθύτητα στὴν γνώμη του καὶ νὰ μὴ σιωπᾶ, ὅταν κινδυνεύει καὶ ἀμφισβητεῖται τὸ περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καὶ ἐμπειρίας. Ἡ παρρησία καὶ ὁ ζῆλος γιὰ θέματα Πίστεως εἶναι ἀρετές. Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐκδήλωσή τους χρειάζονται γνώση, διάκριση καὶ ἐντὸς τοῦ πλαισίου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀλήθεια καὶ ἀγάπη.
Τὸ ζήτημα τῆς κοινωνίας ἢ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ ἱεροῦ Πατρὸς μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο εἶναι ἕνα ἰδιαιτέρως εὐαίσθητο θέμα. Σὲ μεγάλο βαθμὸ οἱ δυσκολίες του ὀφείλονται ἀφ’ ἑνὸς στὴν ἀπώλεια ὁρισμένων πηγῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου στὸ περιστασιακὸ καὶ ἀποσπασματικὸ χαρακτῆρα ὅσων διασώθηκαν.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα βρέθηκε σὲ μιὰ ἰδιάζουσα ἐκκλησιολογικὴ κατάσταση στὴ σχέση του μὲ τοὺς προϊσταμένους του Πατριάρχες Ταράσιο καὶ Νικηφόρο, ἐξαιτίας τῆς στάσης του γιὰ τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ 2ο γάμο, τὸ 795, τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Στ΄. Ζήτημα τὸ ὁποῖον ἐθεώρησε ὡς μεῖζον καὶ κρίσιμο, μέχρι τοῦ σημείου νὰ τὸ θεωρεῖ ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεση. Πρὸς τοῦτο εἶναι ἀπαραίτητο νὰ παρακολουθήσουμε τὴν κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ συνοπτικὴ ἔκθεση τῶν σχετικῶν συμβάντων.
Σύμφωνα με τὴν μαρτυρία τῆς Χρονογραφίας τοῦ Θεοφάνους, ὁ ἱ. Πατὴρ ἐξαρχῆς ἀποδοκίμασε τὴν πράξη τῆς μοιχείας τοῦ αὐτοκράτορα, ἀντέδρασε στὴν συγκατάβαση καὶ τὴν ἀνεκτικότητα τοῦ Πατριάρχη καὶ διέκοψε τὴν κοινωνία μαζί του. Ἀπ’ τὴν πλευρά του, ὁ ἱ. Πατήρ, στὶς σωζόμενες ἐπιστολὲς αὐτῆς τῆς περιόδου, ἐπιχειρηματολογεῖ διὰ πολλῶν παραδειγμάτων διὰ τὸ χρέος καὶ τὸ καθῆκον ποὺ αἰσθάνεται ὅτι ἔχει νὰ ὀρθώνει,                                               ὅταν χρειάζεται, ἀκόμη καὶ στοὺς ἀνωτέρους του.
διακοπὴ τῆς κοινωνίας, ὡς συγκεκριμένη μορφὴ διαμαρτυρίας, πρέπει σ’ αὐτὴν τὴν φάση νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἔλεγχος καὶ ἀποδοκιμασία τῆς πράξεως. Ἔτσι, ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας ὡς μορφὴ ἀντίδρασης, πρέπει νὰ ἑρμηνευθεῖ, ὡς μυστηριακὴ ἀποχὴ ποὺ δὲν θέτει, ὅμως, τὸν ἱ. Πατέρα ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος σπεύδει νὰ ἐπεξηγήσει ἀκριβέστερα τὴν στάση του, ὑπογραμμίζοντας ὅτι εἴμαστε σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ μακάρι νὰ μὴ βρεθοῦμε ποτὲ στὴν ἀνάγκη νὰ ἀποσχιστοῦμε ἀπὸ αὐτήν, λέει στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 4 ἐπιστολή του. Ἡ συγκεκριμένη θέση του εἶναι μιὰ εὐθεία ἀπάντηση στὴν διαφαινόμενη κατηγορία ὅτι εἶναι ἀκοινώνητος μὲ τὸν Πατριάρχη. Ἔχοντας ὡς κύριο μέλημά του νὰ ἀποφύγει τὸ στῖγμα τοῦ σχισματικοῦ, ἐπαναλαμβάνει ὅτι βρίσκεται σὲ πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπιχείρημα τῆς λειτουργικῆς μνημόνευσης· δηλαδή, μνημονεύει κάποιον μὲ τὸν ὁποῖον δὲν ἦταν διατεθειμένος νὰ συμμετάσχει σὲ κάποιο λειτουργικὸ ἑορτασμό. Ἐξαιτίας τῆς ἀντίδρασής του, ὁδηγήθηκε, βέβαια, στὴν ἐξορία γιὰ ἕνα ἑξάμηνο, τὸ 797, στὴν Θεσσαλονίκη.
Ἀργότερα σὲ μιὰ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Νικηφόρο, βρίσκει τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὶς συνθῆκες κατὰ τὶς ὁποῖες συμφιλιώθηκε καὶ ἀποκατέστησε τὶς σχέσεις του μὲ τὸν προκάτοχό του.
Ἡ ἑπομένη ἀντιπαράθεση τοῦ Θεοδώρου, τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρός μας, με τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο ἄρχισε, ὅταν ὁ τελευταῖος, ὕστερα ἀπὸ αὐτοκρατορικὴ ἀπαίτηση, συνεκάλεσε τὸ 806 τοπικὴ σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποκατέστησε κατ’ οἰκονομίαν τὸν ἱερέα Ἰωσήφ, ποὺ εἶχε ἱερουργήσει τὸν 2ο γάμο τοῦ αὐτοκράτορα. Οἱ Στουδίτες πατέρες ἀποφάσισαν νὰ ἀποφύγουν διακριτικὰ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ μὲ ὅποιον ἄλλον εἶχε συλλειτουργήσει μαζί του, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ Πατριάρχου. Ἡ τακτική τους ἦταν νὰ παραλείπουν νὰ συμμετέχουν σὲ τελετές, στὶς ὁποῖες ἔπρεπε νὰ παρευρίσκονται. Ὅπως γράφει ὁ ὅσιος Θεόδωρος σὲ μία ἐπιστολή του, προκειμένου νὰ δικαιολογοῦν κάθε φορὰ τὴν ἀπουσία τους, μηχανεύονταν κάποιες προφάσεις καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐνεργοῦσαν κατ’ οἰκονομίαν.
Κατὰ τὸ ἴδιο διάστημα, ἀπευθύνει ἀρκετὲς ἐπιστολὲς πρὸς διαφόρους ἐπισήμους, στὶς ὁποῖες προσπαθεῖ ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση ποὺ κρατοῦσε ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀναζητήσει συμπαραστά στὸν ἱερό του ἀγῶνα. Γράφοντας πρὸς τὸν Πατριάρχη, ἐπαναλαμβάνει ἕναν ἰσχυρισμόν του παλαιότερον: «Οὐκ ἐσμὲν ἀποσχῖσται, ὦ ἁγία κεφαλή, τῆς τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, μήποτε τοῦτο πάθωμεν, ἀλλ’, εἰ καὶ ἄλλως ἐν πολλοῖς ἁμαρτήμασι ὑπάρχομεν, πλὴν ὅμως ὀρθόδοξοι καὶ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τρόφιμοι», γράφει στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 25 ἐπιστολή του. Τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα προβάλλει καὶ στὴν ἐπιστολή του στὸν μοναχὸ Βασίλειο, ὅτι δὲν εἴμεθα σχισματικοί, ἀλλ’ εἴμαστε ὁμόσωμοι μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἐναπομείναντας μοναχοὺς στὴν Μονὴ Σακκουδίωνος, τοὺς συμβουλεύει νὰ προσεύχονται γιὰ τοὺς βασιλεῖς, τὸν Πατριάρχη, μὲ σκοπὸν νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Σύμφωνα μὲ μαρτυρία ἄλλης ἐπιστολῆς αὐτῆς τῆς περιόδου, ὁ ἴδιος συνεχίζει νὰ μνημονεύει, ὅπως εἶχε καθῆκον, ἐν τῇ Μυσταγωγίᾳ, τόσο τὸν αὐτοκράτορα, ὅσο καὶ τὸν Πατριάρχη.
Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου σημαίνει ὅτι, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν βρισκόταν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Πατριάρχη, ὅμως δὲν τὸν εἶχε ἀποκηρύξει, ἀντιθέτως ἦταν ἀπολύτως νομιμόφρων σὲ αὐτόν, δεδομένου ὅτι δὲν διέκοψε τὴν μνημόνευσή του, ἀλλὰ προσευχόταν γι’ αὐτὸν στὴ Θεία Λειτουργία. Ὅπως γράφει στὴν ἄλλη ἐπιστολή του στοὺς εὐσεβεῖς δεσπότας, ἐννοώντας προφανῶς τὸν Αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη, ὀφείλεται ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, ἡ φιλία καὶ ἡ ἔντευξις. Εἶναι ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 21 ἐπιστολή του.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γνώριζε πολὺ καλά, ὅτι ἡ διατήρησις τῆς λειτουργικῆς πράξης μνημόνευσης τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, ἀποτελοῦσε ἀναντικατάστατον στοιχεῖο ἑνότητος καὶ κανονικότητος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ συνέπειαν θὰ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, ἀφοῦ μία τέτοια ἐνέργεια θὰ δημουργοῦσε ἐπὶ πλέον δύσκολες καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἀναπόδραστα θὰ κατέληγαν σὲ σχίσμα.
Σὲ ἀρκετὲς ἐπιστολὲς ἀποτυπώνεται ἡ ἐπίπονη προσπάθειά του νὰ ἀντικρούσει μὲ κάθε τρόπο τὴν κατηγορία ὅτι δῆθεν προετοιμάζει σχίσμα καὶ ἑπομένως, ὅπως θὰ ἀποσκοποῦσε σὲ μία ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπή. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος δὲν ἦταν κάποιος ἀπομονωμένος ἐρημίτης καὶ ἀναχωρητής, ἀλλὰ ὑπεύθυνος πνευματικὸς προϊστάμενος πολυπληθεστάτης μοναστικῆς ἀδελφότητος, ἐντὸς τῶν τειχῶν τῆς Κων/πόλεως καί, περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον, βίωνε καθημερινά, τόσο τὰ δυσεπίλυτα προβλήματα, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦσαν οἱ διαιρέσεις καὶ οἱ σχισματικὲς καταστάσεις, ὅσο καὶ τὴν σπουδαιότητα ἑνὸς τέτοιου πλήγματος στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ τὶς ἐπίμονες καὶ χρονοβόρες προσπάθειες ποὺ ἀπαιτοῦνταν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως.
Στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἀναφέραμε πρὸς τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, τοῦ ἀπευθύνει μιὰ σαφῆ προειδοποίηση πώς, ἐὰν δὲν καθαιρεθεῖ ὁ ἱερεὺς Ἰωσήφ, θὰ συμβεῖ μεγάλο σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Τοῦ ὑποδεικνύει ὅτι, ὡς καλὸς ποιμένας καὶ ἐπιστήμονας γιατρός, πρέπει νὰ θεραπεύσει τὸ ποίμνιό του, μὲ τὰ φάρμακα τῆς ἰατρείας ποὺ διαθέτει. Θὰ πρέπει νὰ προτιμήσει νὰ ἐμποδίσει ἕνα πρόβατο, τὸν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ κερδίσει τὰ ὑπόλοιπα καὶ νὰ μὴ διακινδυνεύσει ἡ Ἐκκλησία νὰ μολυνθεῖ ἀπὸ τὴν ψώρα τοῦ ἑνός, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει. Γιὰ τὸν ἱερὸ πατέρα τὸ σχίσμα εἶναι μία μολυσματικὴ ἀσθένεια ποὺ πρέπει νὰ καταπολεμηθεῖ ἀμέσως γιὰ νὰ μὴν προσβληθεῖ ὁλόκληρο τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα.
Ὅπως ἐξηγεῖ στὴν ἐπιστολὴ στὸν ἀδελφο του Ἰωσήφ, Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ἐὰν σταματοῦσε νὰ διαμαρτύρεται καὶ σιωποῦσε, αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι ἔδινε τὴν συγκατάθεσή του, ἀφοῦ «ἡ σιωπὴ μέρος συγκαταθέσεως» λέγει χαρακτηριστικὰ στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 43 ἐπιστολή του.
Τὸ 809 συνεκλήθη νέα τοπικὴ σύνοδος στὴν Κων/πολη, ἡ ὁποία, δυστυχῶς, ἀποκατέστησε ἐκ νέου τὸν ἱερέα Ἰωσὴφ καὶ κατεδίκασε σὲ ἐξορία τὸν ὅσιο, γιατὶ δὲν εἶχε δεχθεῖ τὴν ἄσκηση τῆς οἰκονομίας, τὴν ὁποία κατὰ καιροὺς ἐφήρμοζε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἔλεγε ἡ Σύνοδος αὐτή.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα τῆς Συνόδου, στέλνει μία νέα ἐπιστολὴ στὸν πατριάρχη Νικηφόρο, θέλοντας νὰ τοῦ ἐκθέσει τὶς θέσεις του. Φαίνεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχε συμμετάσχει στὴν συγκεκριμένη σύνοδο. Ἡ ἐπιχειρηματολογία του εἶναι σχεδὸν ἴδια μὲ αὐτὴν τῆς προηγουμένης ἐπιστολῆς στὸν ἴδιο πρὶν ἕνα χρόνο. Ἐν πρώτοις τοῦ ἐκφράζει τὸν σεβασμό του καὶ τὸν προειδοποιεῖ ὅτι, ἂν δὲν καθαιρεθεῖ ὁ ἱερέας Ἰωσήφ, ἀπεργάζεται μεγάλο σχίσμα εἰς τὴν Ἐκκλησία. «Μέγα σχίσμα ἐργάζει ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ», γράφει χαρακτηριστικά...
Ἀπὸ τὴν διετοῦς διαρκείας δεύτερη ἐξορία του διασώζονται 22 ἐπιστολές, ἀπευθυνόμενες σὲ διάφορες ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ τότε ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης Λέοντα τοῦ Γ΄, στὶς ὁποῖες ἐπιχειρηματολογεῖ γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς συγκεκριμένης Συνόδου. Γιὰ τὸν ἴδιο, ἡ ὑπόθεση τῆς μοιχείας ἀποδεικνύεται πλέον ὡς μία «χαλεποτάτη αἵρεσις» γιὰ τὴν ὁποία εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀντιδράσει ὑπερασπιζόμενος τὴν ἀλήθεια τῆς ἁγιογραφικῆς, πατερικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως μαρτυρεῖται στὰ κείμενα, ὁ ἀδελφός του... τὸν εἶχε συμβουλεύσει νὰ ἐπιδείξει μετριοπάθεια καὶ διαλλακτικότητα καὶ νὰ μὴν ἀπομονωθεῖ. Τοῦ εἶχε προτείνει νὰ μὴν ... δημιουργήσει κατάσταση σχίσματος στὴν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ ἱερέα Ἰωσήφ.
Ὁ ὅσιος ὅμως Θεόδωρος, ἀπαντᾶ στὸν ἀδελφό του ὅτι μιὰ τέτοια τοποθέτηση τὸν βρίσκει μὲν σύμφωνο, ἀλλά, τοῦ γράφει ἐν συνεχείᾳ, ἀσφαλῶς ἐξ  αἰτίας ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν ἀποσχιζόμαστε ἀπὸ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, πλὴν ὅμως ἀποσχιζόμαστε ἀπὸ ὅσους ἐπεκύρωσαν τὴν πράξη τῆς μοιχείας. Γιατὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου. Ἐὰν εἶναι Ἐκκλησία, τότε πράγματι εἴμαστε ἀποσχισμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἑνώθηκε μὲ αὐτὴν καὶ δὲν δεχόμαστε τὸ τελέσαντα τὸν μοιχικὸ γάμο. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, οἱ ἴδιοι πραγματικὰ ἀποσχίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐξ  αἰτίας ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἑνώθηκε μὲ αὐτούς.
Αὐτὰ περιγράφονται στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 43 ἐπιστολή του.
Αὐτὸ σημαίνει γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν καθολική της διάσταση, ἡ ὁποία παραμένει πιστὴ στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὅσιος καὶ ἱερὸς πατήρ, εὑρίσκεται σὲ ἀδιάκοπη καὶ ἀδιάπτωτη κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Μὲ ἄλλα λόγια, παρὰ τὶς ὀξύτατες διαφωνίες, ποὺ συχνὰ ἐξέφραζε, καὶ παρὰ τὴν ἀκριβῆ θέση τὴν ὁποία εἶχε, κατὰ τὴν ἐκτίμησή μας, δὲν διέκοψε ποτὲ τὴν μυστηρακὴ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν διεξοδικὴ μελέτη καὶ τὴν μακρόχρονη προσπάθεια διερευνήσεως τῶν στουδιτικῶν συγγραμμάτων ποὺ ἔχει γίνει στὶς θεολογικές μας σχολές, ὑπάρχει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ὑποστηριχθεῖ τεκμηριωμένα ὅτι οἱ σφοδρὲς ἀντιπαραθέσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, μὲ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, εἶχαν καταλήξει σὲ κατάσταση σχίσματος, ἀπομονώσεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας.
Ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας ὡς συγκεκριμένη μορφὴ διαμαρτυρίας σὲ καμία περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ἔθετε ἑαυτὸν ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐπιδιώκοντας νὰ δημιουργήσει κάποια αὐτοκέφαλη ἢ ἀνεξάρτητη παρεκκλησία. Στὰ σχετικὰ κείμενα δὲν ὑπάρχει καμία ἐπαρκὴς μαρτυρία γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός. Ἡ πρόσκαιρη ἀκοινωνησία ἢ διαφορετικὰ ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τοῦ ἱεροῦ πατρὸς δὲν συνεπάγεται κατ’ ἀνάγκην καὶ μυστηριακὴ ἀποχή, ἀλλὰ διακοπὴ καὶ ἔλλειψη κοινωνίας σὲ αὐστηρὰ προσωπικὸ ἐπίπεδο. Μὲ ἄλλα λόγια δὲν κοινωνοῦσε, ἦταν ἀκοινώνητος, ὑπῆρξε μιὰ ψυχρότητα στὶς σχέσεις τους, κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἄγνωστο καὶ πρωτόγνωρο, δυστυχῶς, καὶ στὴν δική μας καθημερινὴ ἐμπειρία.
Ἐὰν καταφύγουμε στὴν συγκριτικὴ μελέτη τῆς ἀντίστοιχης χρονολογίας, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε πλῆθος ἄλλων κειμένων του ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, θὰ καταλήξουμε στὸ ἀσφαλὲς συμπέρασμα, ὅτι δὲν ἦταν ἀναγκαστικὰ ἀπαραίτητη ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας νὰ σημαίνει γι’ αὐτὸν μυστηριακὴ ἀκοινωνησία. Ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἱστορικοὺς ὁ πολὺς καὶ ἀντικειμενικὸς στὶς κρίσεις τους μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Στεφανίδης στὸ κλασσικό του σύγγραμμα «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», ἀναφερόμενος στὴν διαμαρτυρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου γιὰ τὸν γάμο τοῦ αὐτοκράτορα, σημειώνει ὅτι αὐτὸς διέκοψε τὴν μετὰ τοῦ Πατριάρχου ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία. Ἕνας ἄλλος ἔγκριτος ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικός, ὁ καθηγητὴς Βλάσιος Φειδᾶς, στὴν ἱστορία του, ἀποφεύγει νὰ προσδιορίσει τὴν στάση τοῦ ὁσίου Θεοδώρου κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ ὁμιλεῖ ἀορίστως γιὰ ἀποδοκιμασία καὶ ἀντιδράσεις τοῦ ὁσίου.
Ἀποτελεῖ, βέβαια, ἀναντίρρητη πραγματικότητα καὶ ἀμετακίνητη βεβαιότητα, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις δὲν θὰ τιμοῦσε γιὰ τόσους αἰῶνες κάποιον σχισματικὸ ὡς Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἱερὸς πατὴρ δὲν ἦταν σχισματικός, ἢ ἔστω πρόσκαιρα σχισματικὸς χάριν τῆς ἀληθείας, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετενόησε καὶ ἐπέστρεψε. Θὰ πρέπει ἐπιπροσθέτως νὰ ἀναφερθεῖ τὸ γεγονὸς δὲν καταδικάστηκε ὡς σχισματικὸς ἀπὸ καμία ἔγκυρη σύνοδο τῆς ἐποχῆς του. Ἐξίσου ἀληθὲς εἶναι ὅτι σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἑκατοντάδες κείμενά του, δὲν παρουσιάζεται νὰ ἐπικροτεῖ, ἢ νὰ ὑποκινεῖ, ἢ νὰ προτρέπει σὲ σχίσμα, σὲ ἀνταρσία κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ὀξύτατες διαμαρτυρίες του ποὺ συχνὰ προέβαλε, δὲν παρασύρθηκε, ὥστε νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας ἢ νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητη καὶ ἀδέσποτη, ἀνεπίσκοπη φατρία ἢ κοινότητα. Ἦταν ἀσφαλῶς καὶ παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ἀνυποχώρητος ὑπέρμαχος τῆς ἀληθείας, τῆς Πίστεως, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀντιποιηθεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία ἢ νὰ προσχωρήσει σὲ ἀνταγωνιστικὲς καὶ παράλληλες κινήσεις ἱδρύοντας ἐνδεχομένως κάποια ἄλλη Ἐκκλησία.
Σὲ δεκάδες ἐπιστολὲς στὶς Κατηχήσεις του ἐκφράζει τὸν δέοντα σεβασμό, τὴν ἀναγνώριση καὶ τὴν τιμὴ στὶς θεσμικὲς ἐκδηλώσεις στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως καὶ πρωτίστως στὸ Ἐπισκοπικὸ λειτούργημα, ζητώντας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του νὰ εὔχονται καὶ νὰ προσεύχονται ὑπὲρ Ἀρχιερέων, ὑπὲρ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων. Ἡ στάση του ἔναντι ὅλων τῶν πνευματικῶν προϊσταμένων κινεῖται ἐπὶ τοῦ πλαισίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἀκολουθώντας την μὲ θαυμαστὴ συνέπεια καὶ καταβάλλοντας ὁ ἴδιος τὸ κόστος τῶν ἐξοριῶν του. Πρόκειται για μιὰ στάση ὑπεύθυνη, προσεκτικὴ καί, προφανῶς, καθοδηγητικὴ γιὰ παρόμοια φαινόμενα καὶ προκλήσεις ποὺ κατὰ καιροὺς κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους. Δὲν εἶναι ἄνευ ἰδιαιτέρας σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράσις τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἀνδρὸς τῆς Πίστεώς μας, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρωτίστως ἡ συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος τὸν ἀνέδειξε πολὺ νωρὶς Πατέρα καὶ Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας; Λέγεται ὅτι, ἀκόμη στὰ χρόνια ποὺ μιλοῦσε, ἐπαινέθηκε ὅτι ὡς ἄλλος τις Βασίλειος.
Παρὰ ταῦτα εἶναι ἄκρως ἐπίκαιρο νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ παράδειγμα ὁσίου Θεοδώρου δὲν κατάφεραν νὰ ἀκολουθήσουν οἱ μαθητὲς ἢ διάδοχοί του, ἀφοῦ κατὰ τὴν Πατριαρχεία τοῦ ἁγίου Μεθοδίου παρεκτράπησαν καὶ ἀμαύρωσαν τὴ φήμη τοῦ πνευματικοῦ τους Πατρός, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἐρευνητὲς νὰ τὸν ἀδικοῦν, καθὼς συχνὰ μπαίνει κι αὐτὸς στὸ στόχαστρο μιᾶς γενικότερης κριτικῆς γιὰ τοὺς Στουδίτες μοναχούς, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἀποδίδονται οἱ εὐθύνες ....... ............... (δὲν ἀκούγεται καλά).
Πέραν αὐτοῦ ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι στὶς περισσότερες πολλοὶ σύγχρονοι, ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται Γνήσιοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὁμιλοῦν καὶ παραπέμπουν συχνὰ σὲ κειμενικὲς μαρτυρίες τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν, δυστυχῶς, μιὰ προκρούστεια μέθοδο, ἀφοῦ συστηματικά, μὲ ἀποσπασματικές, ἐπιλεκτικὲς καὶ συνθηματολογικὲς φράσεις, ἀποσιωποῦν καὶ ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν σὲ ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος συναφῶν κειμένων καὶ ὀρθοδόξων ἐκκλησιολογικῶν θέσεων τοῦ ἱ. Πατρός, οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται μὲ σαφήνεια σὲ ὅλα τὰ συγγράμματά του.

Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές,
Οἱ θεῖοι Πατέρες δὲν ἀπέκοπταν ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸν κοινωνία του μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ παρέμεναν ἐντὸς αὐτῆς, ἔστω καὶ διαφωνώντας ἔντονα ἐν λόγοις, ἔργοις καὶ συγγραφαῖς, γιατὶ ἡ ἀνύστακτη μέριμνά τους, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἔγνοιά τους, εἶχαν χαρακτῆρα ποιμαντικὸ καὶ τὸ κριτήριό τους ἦταν ἀταλάντευτα θεραπευτικό, σωτηριολογικό, καθὼς ἦταν καὶ παρέμεναν μέχρι τέλους ἀληθινοὶ ποιμένες τοῦ Ἀρχιποίμενος.
Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο... «Μὴ φύγεις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία· ἐὰν ὅμως φύγεις ἡ αἰτία δὲν θὰ ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνεις μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾶ νὰ σὲ βλάψει. Ἐὰν δὲ ἐξέλθεις θὰ σὲ κατασπαράξει καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν δική σου μικροψυχία. Τίποτα δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία». Εἶναι εἰς τὸν εξαίρετο λόγο τῆς πρὸς Εὐτρόπιον...
Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ὁποιαδήποτε μάχη γιὰ θέματα Πίστεως δίδεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ λησμονεῖται ἡ αἰώνια ἀρχὴ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν σώζεται, γιατὶ εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλὰ μόνο σώζει. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ εὔχονται τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους νὰ τοὺς βρεῖ μέσα στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα στὴν Μία... Ἐκκλησία.
Στὸ ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχουν ζέοντες χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μὲ αὐξημένη εὐαισθησία διαφωνοῦν καὶ ἀντιδροῦν καὶ συχνὰ βρίσκονται ἐν ἀγανακτίσει ἀπὸ παραπτώματα, προσωπικὲς πτώσεις καὶ ἀπαράδεκτες κακότητες ἐκκλησιαστικῶν προσώπων· ἤ, πολλὲς φορὲς ἐπιπόλαια προσχωροῦν σὲ κάποιες, τουλάχιστον 15, Παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις στὴν Ἑλλάδα, τὶς ἀποκαλούμενες «Ἐκκλησίες τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν».
Τὸ ὀρθὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ σχεδιαζόμενες ἐνέργειες προστασίας ἐκφράζει ἡ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ποὺ διατυπώθηκε τὸ ἔτος 1969, σὲ σχετικὴ μὲ τὸν ἐπάρατο Οἰκουμενισμὸ ἐπιστολή του.
«Ἔχω τήν γνώμην ὅτι δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζόμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φοράν πού θά πταίη ὁ Πατριάρχης· ἀλλά ἀπό μέσα, κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχομε καθῆκον ὁ καθένας νὰ διαμαρτυρόμεθα καὶ ν’ ἀγωνιζόμεθα μέ τόν τρόπον του. Τό νά διακόψη κανεὶς τό μνημόσυνον τοῦ Πατριάρχου, νά ἀποσχισθῆ καί νά δημιουργήση ἰδικήν του Ἐκκλησίαν καί νά ἐξακολουθῆ νά ὁμιλῆ ὑβρίζοντας τόν Πατριάρχην, αὐτό, νομίζω, εἶναι παράλογον».
Ἀπὸ τὴν συνάφεια, λοιπόν, τοῦ ὅλου κειμένου, προκύπτει εὐχερῶς ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς «παραλόγου», ἀναφέρεται κυρίως εἰς τὴν ἀπόσχιση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δημιουργία ἀνεξάρτητης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία θὰ πολεμᾶ τὴν μητέρα Ἐκκλησία. Ἀργότερα, ὅταν ρώτησαν τὸν ὅσιο Γέροντα Παΐσιο, γιατί μνημονεύει τὸν Πατριάρχη, ἀφοῦ οἱ θέσεις του δὲν εἶναι σωστές, ἀπήντησε: «Εἶναι σὰν νὰ ἔχει ἀρρωστήσει ἡ μάνα μου, ἡ Ἐκκλησία, καὶ νὰ μοῦ λένε νὰ μὴν τὴν ἀγαπῶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο. Ὅμως ἐγὼ ἐκεῖ θὰ εἶμαι, μέσα στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἀγαπῶ, ἀλλὰ καὶ θὰ βοηθάω νὰ εἶναι ὅλοι ὀρθόδοξοι».
Λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀδελφούς, ποὺ ἐνίστανται γιὰ θέματα Πίστεως, ὑποστηρίζεται γραπτῶς καὶ προφορικῶς ἡ ἄποψη γιὰ τὸν ὑποχρεωτικὸ χαρακτῆρα τοῦ ΙΕ΄ ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου ποὺ κηρύσσει ἐπ’ Ἐκκλησίᾳ αἵρεση, ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει προηγηθεῖ συνοδικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἢ ὀνομαστικὰ τοῦ συγκεκριμένου αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, θεωροῦμε ἀπαραίτητο σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο νὰ σημειώσουμε τὰ ἑξῆς: Ἐδῶ ὁ Κανόνας ἐπιτρέπει τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μόνο στὴν περίπτωση αἱρέσεως κατεγνωσμένης ἀπὸ Σύνοδο ἢ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρες.
Ἡ ἄχρι καιροῦ μνημόνευση ἑνὸς Ἐπισκόπου καθόλου δὲν σημαίνει συμμετοχὴ στὸ ὁποιοδήποτε αἱρετικό του φρόνημα. Οἱ Ἅγιοι ἐσέβοντο τὸν Συνοδικὸ θεσμὸ καὶ μόνο, ὅταν ὑπῆρχε Συνοδικὴ καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἢ τῶν αἱρετικῶν, τότε ὁ ἀγώνας τους ἀποκτοῦσε στέρεα βάση καὶ ἀδιάσειστο θεμέλιο. Σὲ ὁποιαδήποτε νεοεμφανιζομένη αἵρεση οἱ πιστοὶ ἐντείνουν τὴν διαμαρτυρία τους, ἐλέγχουν κριτικὰ τὴν κακοδοξία, ἀντιπαραθέτουν τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, λαμβάνουν κάθε δυνατὴ προφύλαξη καὶ ἀγωνίζονται, ζητώντας ἐπίμονα, μεθοδικὰ καὶ συνεχῶς τὴν Συνοδική της καταδίκη.
Δὲν μπορεῖ νὰ διαφύγει ὅμως τὴν προσοχή μας ἡ διαχρονικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δηλαδὴ οἱ Πατέρες ἐπιχειροῦν νὰ κατοχυρώσουν καὶ νὰ περιγράψουν θεολογικὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπως ἐκφράζεται ἀπ’ τὰ δόγματα, παρουσιάζουν γεγονότα, πράγματα κι ὄχι ἁπλῶς σκέψεις, ἰδέες, συλλογισμοὺς καὶ ἐννοιολογικὲς διασαφηνίσεις. Συχνὰ ἀκολουθοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν θεολόγο, ἐπαναλαμβάνοντας ὅτι ἡ δύναμη τῆς Πίστεως δὲν βρίσκεται στὰ ρήματα, ἀλλὰ στὰ πράγματα... Τὸ ἴδιο ὑποστηρίζει καὶ τονίζει μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν λέγει: «οὐ γὰρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καὶ ἡ εὐσέβεια. Περὶ δογμάτων καὶ πραγμάτων τὸν ἀγῶνα ποιοῦμαι». Ἀκόμα καὶ ἂν κάποιος, βεβαιώνει ὁ ἱ. Πατήρ, ἐκ τῶν πραγμάτων ὁμοφωνεῖ, δὲν πρόκειται νὰ διαφοροποιηθῶ ὡς πρὸς τὴν λεκτική τους διατύπωση πρὸς τὰς λέξεις ποὺ διαφέρουν.......
Ὅλα αὐτὰ θεωροῦμε ἄκρως σημαντικὰ καὶ καθοριστικὰ σχετικὰ μὲ τὴ στάση ποὺ ὀφείλουν νὰ κρατοῦν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸ τῶν ποικίλων θεολογικῶν προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας. Μόλις ποὺ χρειάζεται νὰ ὑπομνησθεῖ ὅτι ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς καλεῖται νὰ βαδίζει πάντοτε τὴν μέση, τὴν ἀποκαλουμένη βασιλικὴ ὁδό, ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα. Ὅπως ἐπίσης ἐπισημαίνεται τὸ γεγονὸς ὅτι Ἐκκλησία ἔχει δεχθεῖ κατὰ καιροὺς πολλὲς πληγὲς στὸ σῶμα της ἀπ’ τοὺς ἐξ ἀριστερῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς λεγομένους ἐκ δεξιῶν πειρασμούς.
Ὁ δρόμος τῆς ἀκοινωνησίας εἶναι ἄκρως ἐπικίνδυνος καὶ ὀλισθηρός, γιατὶ σὲ περίπτωση λάθους ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀποκόπτει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χάνει τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας του καὶ ἐπιπλέον προκαλεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ὁπως τονίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος, τὸ σχίσμα θεωρεῖται ὡς ἔγκλημα καὶ μάλιστα ἀσυγχώρητο, ποὺ δὲν ἐπουλώνεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου...
Ἀξιοσημείωτο πάντως εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι μεγάλες ὁσιακὲς καὶ χαρισματικὲς μορφὲς τῆς συγχρόνου ἐποχῆς μας, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος, ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ καυσοκαλυβίτης, ὁ Γέρων Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ τῆς Ἀριζόνας μεγάλος μέντορας καὶ ποδηγέτης, ἡ ὁσία Σοφία ἡ ἐν Κλεισούρᾳ καὶ τόσοι ἄλλοι, ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὁ Ζερβάκος καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι, ἐπεσήμαναν μὲν καὶ κατεδίκασαν πολλὰ ἀπὸ τὰ κακῶς κείμενα καὶ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνίοτε ἀποφάσεις ποὺ λαμβάνονται στὶς ἡμέρες μας στὴν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ὅμως κανένας ἐξ αὐτῶν δὲν διανοήθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ καὶ νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν προϊσταμένη του ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ ὁμολογήσουμε μία ἀλήθεια καὶ νὰ καταγράψουμε μιὰ πραγματικότητα. Στὶς μέρες μας εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἐγκαίρως φροντίσει γιὰ οὐσιαστικὴ καὶ πληρέστερη ἐνημέρωση, ποὺ νὰ ἀφορᾶ σὲ ὅλες τὶς δράσεις της σὲ τοπικό, μητροπολιτικό, διορθόδοξο καὶ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο.
Καλὸ θὰ ἦταν νὰ εἶχε φροντίσει γιὰ διαφάνεια καὶ ἀληθινὴ συμμετοχικότητα, γιὰ μεγαλύτερη δραστηριοποίηση τῶν μελῶν της στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἀκόμα γιὰ τὴν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ χαρισματικοῦ σώματος, καθὼς ἐπίσης νὰ ληφθεῖ μέριμνα γιὰ τὴν καλύτερη ἐνεργοποίηση τοῦ Συνοδικοῦ της θεσμοῦ, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς ἐπαναφορᾶς τῆς ζωῆς της στὴν πραγματικὴ Συνοδικότητα. Ἐνῶ δηλαδὴ πολὺ καλὸ γιὰ Συνοδικότητα, ἡ ὁποία εἶναι στὴ φύση καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ καὶ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τῆς Ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις ἐλάχιστοι ἐννοοῦν, ἐπεκ-ἀπευθυνόμενη σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἐνορία, τὸ μοναστήρι, τὶς κατὰ τόπους μητροπόλεις, μέχρι κι αὐτὴ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν Προκαθημένων. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Συνοδικότητα θὰ καλύπτει ὅλες τὶς φανερώσεις τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ, ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρέπει νὰ προνοοῦμε καλά, ὄχι μόνον ἐνώπιον Κυρίου, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων (2Κορ.).
Κατόπιν αὐτῶν μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλει κάποιος ὅτι μιὰ τέτοιου εἴδους πραγματικότητα θὰ συνέβαλε οὐσιαστικὰ πρὸς καταρτισμὸ τῶν Ἁγίων...; Καὶ θὰ ἀποθάρρυνε ἀπὸ διάφορες δυσάρεστες καὶ τραυματικὲς ἐμπειρίες στὴ ζωή της; ... ..... ...... ...... .... ..... ..... ......


Διαβάζοντας τὴν Εἰσήγηση τοῦ Πειραιῶς, ὅποιος εἶναι γνώστης τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, κατανοεῖ τὴν δολιότητα τῶν Εἰσηγητῶν τῆς Ἡμερίδος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Πειραιῶς. Στὴν προσπάθειά του νὰ ἐξουδετερώσει τὸ σκόπελο τῆς ἀποτειχίσεως, τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήσει (γιατὶ φοβᾶται ὅτι ἀμέσως θὰ χάσει τὸ θρόνο του), πρέπει νὰ ἐξουδετερώσει τὸ ἀγκάθι τῆς διδασκαλίας καὶ ἐφαρμογῆς τῆς ἀποτειχίσεως ἀπὸ ἕνα Ἅγιο. Τὸ ὅτι ὁ Θεόδωρος Στουδίτης εἶναι Ἅγιος, δὲν εὐνοεῖ  τοὺς πονηροὺς καὶ δόλιους σκοπούς τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν στὴν θεωρία, ἀλλὰ φιλο-Οἰκουμενιστῶν στὴν πράξη. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθεια, νὰ τὴν ἀλλοιώσουν, ὥστε νὰ ξεπεράσουν αὐτὸν τὸν σκόπελο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπινοοῦν μὲ σατανικὴ ἐπίνευση ἕνα βλακῶδες σενάριο, ποὺ ὁ ἀγνοῶν τὰ κείμενα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὴν ἀντιληφθεῖ!
Συκοφαντεῖ, λοιπόν, τὸν Ἅγιο ὁ Πειραιῶς, γιὰ πρόσκαιρα σχισματικό!!! Ἀλλὰ ταυτόχρονα προσπαθεῖ (ἀφοῦ δὲν εἶναι καλὸ νὰ παρουσιάζεις ἕνα Ἅγιο ὡς σχισματικό) νὰ τὸν δικαιολογήσει! Τί καλωσύνη ποὺ σᾶς διέπει κ. Σεραφείμ! Τί καλοκαρδία! Δὲν βαστάει ἡ καρδιά σας νὰ κακοχαρακτηρίσετε τὸν ἅγιο καὶ γι’ αὐτὸ τὸν καλύπτετε, τὸν σκεπάζετε, ὅπως σκεπάσατε τὸν κ. Χρυσόστομο Σαββᾶτο καὶ τὸν ἀπαλλάξατε ἀπὸ τὴν κατηγορία τῆς κακοδοξίας του περὶ «διηρημένης Ἐκκλησίας»· ὅπως σκεπάσατε τὸν Δημητριάδος Ἰγνάτιο καί, ἀπὸ μεταπατερικὸ θεολόγο ποὺ τὸν κατονομάσατε σὲ προηγούμενη Ἡμερίδα σας, τὸν μετονομάσατε σὲ «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ»! Ὅποιους θέλετε σκεπάζετε, κι ὅποιους θέλετε ξεσκεπάζετε μέσ’ στὸ καταχείμωνο! Κι βέβαια ξεσκεπάζετε τοὺς ἀδύνατους! Δεσπότης εἶστε ὅ,τι θέλετε κάνετε! (Ἢ μᾶλλον ὅ,τι θέλετε, ἐκτὸς ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος, ἀφοῦ αὐτὸς ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς Ἡμερίδας καὶ ὅπως λένε οἱ κακὲς γλῶσσες, ἐπιβάλλει τὶς ἀρρωστημένες θέεις του, σὲ ἐσᾶς τὸν ἰσχυρό!). Ἡ ὅλη προσπάθειά του εἶναι νὰ ταυτίσει τὴν ἀποτείχιση μὲ τὸ σχίσμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ ἄλλος ἀστέρας τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν Τελεβάντος. Καὶ ὡς ὄργανό του, ἐπιστρατεύει τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ψευδολογώντας καὶ διαστρέφοντας μὲ φοβερὴ εὐκολία, ἐνσυνειδήτως δέ, τὶς θέσεις του!!! Φοβερὴ πτώση γιὰ Ἐπίσκοπο!
Ἐφαρμόζει τὴν προκρούστεια λογική καὶ πρακτική, μὲ τὴν ὁποία κατηγορεῖ ἄλλους μὲ τὴν φράση ποὺ ἤδη διαβάσατε: οἱ ζηλωτὲς χρησιμοποιοῦν «προκρούστεια μέθοδο, ἀφοῦ συστηματικά, μὲ ἀποσπασματικές, ἐπιλεκτικὲς καὶ συνθηματολογικὲς φράσεις, ἀποσιωποῦν καὶ ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν σὲ ἕνα ἀναρίθμητο πλῆθος συναφῶν κειμένων...»!
Ἀλήθεια, κ. Σεραφείμ! Ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς κι ἐμεῖς στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκατε (ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογῖτες) ἔχουμε χρησιμοποιήσει μερικὲς πάνω ἀπὸ ἑκατό (100) σελίδες ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ἐνῶ ἐσεῖς χρησιμοποιήσατε μόνο μερικὲς σειρές! Κι ἔχετε τὸ θράσος νὰ μᾶς κατηγορήσετε ὅτι κάνουμε ἐπιλεκτικὴ χρήση τῶν ἔργων του!
Ἀλλὰ γι’ αὐτὰ θὰ σᾶς ἀπαντήσει ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ποὺ ἔχει ἀφιερώσει πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια μελέτης στὸν Ἅγιο. Ἀναμείνατε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.