Ἐν Πειραιεῖ 18-12-2014
ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ
ΑΛΗΘΟΥΣ ΕΝΩΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Μελετώντας κανείς τά κείμενα τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί τοῦ αἱρεσιάρχου «πάπα» Φραγκίσκου, κατά τήν πρόσφατη θρονική ἑορτή τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου (29, 30-11-2014), διαπιστώνει τήν ἔντονη καί διακαή ἐπιθυμία καί τῶν δύο γιά πλήρη κοινωνία καί ἑνότητα μεταξύ τους. Γιά νά γίνουμε πιό συγκεκριμένοι, παραθέτουμε τά λεχθέντα τους ἀπό τά ἴδια τά κείμενά τους.
Πρῶτον, ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στήν προσλαλιά του πρός τόν
αἱρεσιάρχη
«πάπα» Φραγκίσκο, κατά τήν δοξολογία στόν Πατριαρχικό Ναό κατά τήν ἐπίσημη ἐπίσκεψή του στό Οἰκ. Πατριαρχεῖο στίς 29-11-2014, δήλωσε : «Ἡ ἐνταῦθα ἔλευσις Ὑμῶν… μαρτυροῦσα τήν βούλησιν Ὑμῶν καί τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ὅπως συνεχισθῇ ἡ ἀδελφική μετά τῆς ἡμετέρας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σταθερά πορεία,
πρός ἀποκατάστασιν τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν».
Καί λίγο παρακάτω ἐπανέλαβε: «…ἵνα ἐπανεύρωμεν τήν πλήρη μεταξύ
τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν κοινωνίαν…»[1].
Δεύτερον, στήν ὁμιλία του πρός τόν
Ποντίφηκα, κατά τήν Θεία
Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στόν Πατριαρχικό Ναό
στίς 30-11-2014, ἐπεσήμανε: «Διά τῆς πρό πεντήκοντα ἐτῶν συναντήσεως ἐκείνων ἐν τῇ Ἁγίᾳ Πόλει ὁ ροῦς τῆς ἱστορίας ἤλλαξε κατεύθυνσιν, αἱ παράλληλοι καί ἐνίοτε συγκρουόμεναι πορεῖαι τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν συνηντήθησαν εἰς τό κοινόν ὅραμα τῆς ἐπανευρέσεως τῆς ἀπολεσθείσης ἑνότητος αὐτῶν, ἡ ψυγεῖσα ἀγάπη ἀνεζωπυρώθη, καί ἐχαλυβδώθη ἡ θέλησις ἡμῶν ὅπως πράξωμεν πᾶν τό καθ᾿ ἡμᾶς, ἵνα ἐκ νέου ἀνατείλῃ ἡ ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καί τῷ κοινῷ Ποτηρίῳ κοινωνία ἡμῶν. Ἔκτοτε ἤνοιξεν ἡ ὁδός πρός Ἐμμαούς, ὁδός πιθανῶς μακρά καί ἐνίοτε δύσβατος, πλήν ἀνεπίστροφος, ἀοράτως τοῦ Κυρίου συμπορευομένου μεθ᾿ ἡμῶν, ἄχρις οὗ Οὗτος ἀποκαλυφθῇ ἡμῖν «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Λουκ. κδ΄ 35)».
Στή συνέχεια τόνισε: «Τήν
πίστιν ταύτην ἐβίωσαν καί ἐδογμάτισαν οἱ κοινοί Πατέρες τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, συνελθόντες ἐξ ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις, κληροδοτήσαντες
αὐτήν εἰς τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὡς θεμέλιον ἀκλόνητον τῆς ἑνότητος ἡμῶν. Τήν πίστιν ταύτην, τήν ὁποίαν διεφυλάξαμεν κοινήν ἐν τῇ ἀνατολῇ καί ἐν τῇ δύσει ἐπί μίαν χιλιετίαν, καλούμεθα
καί πάλιν νά θέσωμεν ὡς βάσιν τῆς ἐνότητος ἡμῶν, ὥστε «σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. β΄ 2-3), νά
χωρήσωμεν μετά τοῦ Παύλου ἐπί τά πρόσω «τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενοι τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ΄
14)». Λίγο ἀργότερα ὑπογράμμισε: «…ἐπείγει ὅσον ποτέ ἄλλοτε ἡ πορεία πρός τήν ἑνότητα ὅσων ἐπικαλοῦνται τό ὄνομα τοῦ μεγάλου Εἰρηνοποιοῦ». Τέλος, ἀνέφερε ὅτι «ἡ ἑνότης, περί τῆς ὁποίας ἡμεῖς πολυπραγμονοῦμεν, πραγματοποιεῖται ἤδη εἴς τινας περιοχάς, ἀτυχῶς, διά τοῦ μαρτυρίου»[2].
Τέλος, στήν κοινή δήλωση,
πού ὑπέγραψαν
ὁ
«πάπας» Φραγκῖσκος καί ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στίς 30-11-2014, μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται ὅτι: «Ἐκφράζομεν τήν εἰλικρινῆ καί σταθεράν ἀποφασιστικότητά μας, ὑπακούοντες εἰς τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐντείνωμεν τάς προσπαθείας
μας διά τήν προώθησιν τῆς πλήρους ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν καί, ὑπεράνω ὅλων, μεταξύ τῶν Καθολικῶν καί τῶν Ὀρθοδόξων»[3].
Ἀπό την πλευρά του ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ κ. Φραγκῖσκος στήν ὁμιλία του πρός τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, κατά τήν Θεία Λειτουργία
τῆς Ἑορτῆς τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου στόν Πατριαρχικό Ναό
στίς 30-11-2014, ἐπεσήμανε: «Τό νά συναντηθοῦμε καί νά κοιτάξει ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, τό νά ἀνταλλάξουμε τόν ἀσπασμό τῆς εἰρήνης, τό νά προσευχηθουῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ἀποτελοῦν οὐσιαστικές διαστάσεις τῆς πορείας ἐκείνης πρός τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας πρός τήν ὁποίαν τείνουμε». Καί πρόσθεσε: «Γιά μιά εὐτυχή σύμπτωση, αὐτή ἡ ἐπίσκεψή μου γίνεται ἀρκετές μέρες μετά ἀπό τόν ἑορτασμό τῆς 50ῆς ἐπετείου τῆς ἔκδοσης τοῦ Διατάγματος τῆς δεύτερης συνόδου τοῦ Βατικανοῦ Unitatis Redintegratio γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητος μεταξύ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Πρόκειται γιά ἕνα θεμελιώδες κείμενο, μέ τό ὁποῖο ἀνοίχθηκε ἕνας νέος δρόμος γιά τήν συνάντηση μεταξύ τῶν καθολικῶν καί τῶν ἀδελφῶν τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων».
Ταυτόχρονα συμπλήρωσε: «Φρονῶ σημαντικό νά ἐπισημάνω τόν σεβασμό αὐτῆς τῆς ἀρχῆς ὡς οὐσιαστικῆς καί ἀμοιβαίας προϋπόθεσης γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας, πού δέν σημαίνει ὑποταγή τοῦ ἑνός στόν ἄλλο, οὔτε ἀφομοίωση, ἀλλά μᾶλλον ἀποδοχή ὅλων τῶν δωρεῶν, πού ὁ Θεός ἔδωσε στόν καθένα, γιά νά φανερώσει σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο τό μέγα
μυστήριο τῆς σωτηρίας, πραγματοποιηθέν ἀπό τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, διά μέσου τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Θέλω νά διαβεβαιώσω τόν καθένα ἀπό σᾶς ὅτι, γιά νά φθάσουμε στόν ἀναζητούμενο σκοπό τῆς πλήρους κοινωνίας, ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν προτίθεται νά ἐπιβάλει καμία ἀπαίτηση, παρά μόνον ἐκείνη τῆς ὁμολογίας τῆς κοινῆς πίστεως, καί ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἀναζητήσουμε ἀπό κοινοῦ ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἐμπειρίας τῆς πρώτης χιλιετίας, τούς
τρόπους μέ τούς ὁποίους νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἀναγκαία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας στίς σημερινές συνθήκες: τό μόνο πρᾶγμα πού ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ καί ἐγώ ἀναζητῶ, ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης "τῆς Ἐκκλησίας τῆς προκαθημένης τῆς ἀγάπης", εἶναι ἡ κοινωνία μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες».
Καί κατέληξε: «Παναγιώτατε, εἴμαστε ἤδη ἐν πορεία πρός τήν πλήρη κοινωνία καί ἤδη μποροῦμε νά βιώσουμε σημαντικά σημεῖα μιᾶς πραγματικῆς ἑνότητας, ἔστω καί ἄν αὐτή εἶναι ἀκόμα μερική»[4].
Μετά τά παραπάνω ἀναρωτιέται κανείς, ἄν οἱ ὅροι, πού θέτουν ὁ Οἰκ. Πατριάρχης καί ὁ «πάπας» Φραγκῖσκος, εἶναι οἱ ἀληθεῖς ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἤ οἱ ψευδεῖς ὅροι μιᾶς ψευδοενώσεως. Καί, τέλος πάντων, ποιοί εἶναι οἱ ἀληθεῖς ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως, σύμφωνα πάντα μέ τήν διαχρονική παράδοση καί αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας;
Σύμφωνα μέ τόν ἀοίδιμο παν. ἀρχιμ. κυρό Σπυρίδωνα Μπιλάλη[5], δύο εἶναι οἱ ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία : Α) Ἕνωση ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί Β) Δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Α) Ἕνωση ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἀπό τό Σχίσμα τοῦ 1054 καί μετά, τονίσθηκαν κατ' ἐπανάληψιν οἱ ὅροι τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθοδοξία, οἱ ὁποῖοι, ἀτυχῶς, μέχρι καί σήμερα δέν ἔγιναν ἀποδεκτοί ἀπό τόν πλανεμένο ἀκόμη Παπισμό. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός στήν προδοτική ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας κάλεσε τόν Παπισμό νά ἄρει ἀπό τό μέσον τήν αἰτία τοῦ Σχίσματος, χάριν τῆς ποθητῆς ἑνώσεως: «Ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην, ἐάν μή λυθῆ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον»[6]. Ὁ Παπισμός εἶναι ὁ μόνος καί κύριος ὑπεύθυνος τοῦ Σχίσματος[7].
Ὁ ρῶσος Μητροπολίτης Βρυξελλῶν κυρός Βασίλειος, κατά τήν Ε΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τό 1968, ἀπαντώντας στίς ἀπαράδεκτες κατηγορίες τοῦ οἰκουμενιστοῦ Σεβ. Μητρ. Χαλκηδόνος κυροῦ Μελίτωνος περί φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας τῶν Ὀρθοδόξων, τόνισε: «Δέν πρόκειται περί ἐκκλησιαστικῆς διαιρέσεως καί μονοπλεύρου φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας ἤ ἀπομονωτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά περί σχίσματος τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης, τό ὁποῖο φέρει τήν εὐθύνη τοῦ σχίσματος, ἕνεκα τῶν γνωστῶν λατινικῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν περί τοῦ πρωτείου τοῦ Πάπα, τοῦ Filioque κ.τ.λ. Οὐδόλως φέρει τήν εὐθύνη τοῦ σχίσματος ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐπειδή κατέχει τήν πληρότητα τῆς χάριτος»[8].
Ὁ Παπισμός, πού προκάλεσε τό Σχίσμα, καλεῖται ἤδη νά ἄρει τά αἴτια τοῦ Σχίσματος καί νά ἐπανέλθει στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, συντελώντας στήν ἕνωσή του μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐάν θέλει νά ἐφαρμόσει τόν γνωστό λόγο «ὁ τρώσας καί ἰάσεται». Ὁ Παπισμός θά συντελέσει πράγματι στήν ἀπό ὅλους ποθητή καί μόνιμη ἕνωση, ἐάν μετακινηθεῖ ἀπό τήν θέση του κατά ἕντεκα ὁλόκληρους αἰῶνες καί βρεθεῖ στό ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ὅταν ἀπήγγειλλε τό ἴδιο Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀναγνώριζε ὡς ὑπέρτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή καί στόμα τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας τήν Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ὑπέρ τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, μίλησαν καί ἔγραψαν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέκρουσαν τίς ἀντορθόδοξες ἑνωτικές θεωρίες περί δογματικῆς συνυπάρξεως, οἱ ὁποῖες ἐκπορεύθηκαν ἐσχάτως ἀπό τούς ἐγκεφάλους κάποιων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καί θεολόγων. Ἀναφέρουμε ὀνομαστικά καί μόνον τήν ἐν Κων/λει Σύνοδο τοῦ 1895[9], τόν Παναγιώτη Τρεμπέλα[10], τήν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό Β΄ Συνέδριο περί πίστεως καί τάξεως τό 1937 στό Ἐδιμβοῦργο[11], τήν ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία στό Β΄ Συνέδριο τοῦ λεγομένου «Π.Σ.Ε.» στό Ἔβανστον τό 1954[12],
τούς Μακ. Ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρούς Θεόκλητο Β΄[13] καί Χρυσόστομο Β΄[14], τόν καθηγητή Παναγιώτη Μπρατσιώτη[15], τόν Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Μιχαήλ[16], τόν Ἰωάννη Καρμίρη[17], τόν καθηγητή Λεωνίδα Φιλιππίδη[18], τόν καθηγητή Κων/νο Μουρατίδη[19] καί τόν καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Πετρουπόλεως Ossinin[20].
Πῶς, ὅμως, θά ἐπέλθει ἡ ἀληθής ἕνωση, ὅταν ὁ Παπισμός, ἀποδεχόμενος κατ’ ἀρχήν μόνο τούς κανόνες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325) καί τῆς Σαρδικῆς (343), ἀδιαφόρησε ὡς πρός τήν νομοθεσία σέ σχέση
μέ τήν ἐκκλησιαστική εὐταξία καί πειθαρχία τῶν ὑπολοίπων Ἀνατολικῶν Συνόδων, Οἰκουμενικῶν ἤ Τοπικῶν[21]; Ὁ Παπισμός, χάριν τῆς ἑνώσεως, καλεῖται νά ἀπορρίψει ὅλες τίς πλάνες τῶν, μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054, δεκατεσσάρων
ψευδοοικουμενικῶν συνόδων του, νά ἀπορρίψει ὅλα τά πλανεμένα παπικά
Δεκρετάλια καί νά ἀποδεχθεῖ ἀνεπιφυλάκτως τίς ἑπτά Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους (ὅπως ἐπίσης καί τήν Η΄ ἐπί Μ. Φωτίου καί τήν Θ΄ ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ), ὅλες τίς τοπικές, οἱ ὁποῖες προσέλαβαν οἰκουμενικό κῦρος, καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν οἰκουμενικό κῦρος, ἐπικυρούμενοι ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκ. Συνόδου.
Ἡ αὐθεντία καί ἡ Παράδοση τῆς ἀρχαίας Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μόνη βάση καί τό μόνο ἀσφαλές κριτήριο πιστότητας ἤ ἀποκλίσεως μιᾶς συγχρόνου Ἐκκλησίας. Κάθε Ἐκκλησία, πού καινοτομεῖ, ἀποκόπτει τόν ἑαυτό της αὐτομάτως ἀπό τήν ἑνότητα μέ τήν ἀρχαία Οἰκουμενική Ἐκκλησία. Ὁ πάπας Ρώμης Κελεστῖνος Α΄, σύγχρονος τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, προσηλωμένος
στήν ἐκκλησιαστική
ἀρχαιότητα,
διεκήρυξε : «Παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τήν ἀρχαιότητα»[22].
Οἱ Παπικοί, οἱ κληρονόμοι τῆς πλάνης, χάριν τοῦ θαύματος τῶν θαυμάτων, δηλ. τῆς ἑνώσεως, εἶναι ἀνάγκη νά παρεκκλίνουν ἀπ’ ὅλες τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις τῆς αἱρετικῆς παρασυναγωγῆς τους, καί νά ἐπανεύρουν τήν εὐθεῖα ὁδό, πού ὁδηγεῖ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τήν παρέκκλιση ἀπό τήν πλανεμένη ἀπόκλιση τῶν προγόνων ζητᾶ ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος : «Δέν ὑποχρεούμαστε νά ἀκολουθοῦμε τίς πλάνες τῶν προγόνων μας καί τῶν οἰκείων μας, ἀλλά τό κῦρος τῶν Γραφῶν καί τίς διαταγές τοῦ Θεοῦ»[23].
Ἐπιστροφή τῶν πλανεμένων στήν πρωταρχική
χριστιανική διδασκαλία ἀπαιτεῖ καί ὁ ἅγιος Κυπριανός: «Ὅταν ἀπό τήν συνήθεια καί τήν
παράδοση λείπει ἡ ἀλήθεια, αὐτές δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀρχαιότητα τῆς πλάνης. Ὑπάρχει ἕνα πολύ ἀσφαλές μέσον, μέ τό ὁποῖο οἱ θρησκευτικές ψυχές μποροῦν νά διακρίνουν αὐτό πού εἶναι ἀληθές ἀπό αὐτό πού δέν εἶναι. Ἀρκεῖ νά φθάσουν στήν πρώτη ἀρχή τῆς θείας διδασκαλίας, ἐκεῖ ὅπου τερματίζεται ἡ ἀνθρώπινη πλάνη. Ἄς ἐπιστρέψουμε ἐκεῖ στήν πρωταρχική διδασκαλία,
ἡ ὁποία δόθηκε ἀπό τόν Κύριό μας, ὡς τήν εὐαγγελική ἀρχή, στήν ἀποστολική παράδοση, ἀπ’ὅπου πηγάζει ὁ λόγος τῶν σκέψεων καί τῶν πράξεών μας»[24].
Β) Δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἡ ἕνωση θά γίνει μόνο μέ βάση
τήν ταυτότητα τῆς δογματικῆς πίστεως. Χωρίς ἑνότητα στήν πίστη, ὁποιοσδήποτε ἑνωτικός ὁραματισμός θά καταντᾶ πάντοτε καθαρά οὐτοπία. Οἱ οἰκουμενιστικές θεωρίες τῆς δογματικῆς συνυπάρξεως, πού
βασίζονται στόν ἀντορθόδοξο συγκρητισμό, ἀποτελοῦν γέφυρα τῆς ψευδοῦς ἑνώσεως καί θέτουν σέ κίνδυνο
τήν ἴδια
τήν ὕπαρξη
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ μυστηριακή κοινωνία, ὡς πρῶτο στάδιο ἑνώσεως, χωρίς τήν δογματική ἕνωση, ἀποτελεῖ στήν οὐσία ἄρνηση τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς διδασκαλίας περί τοῦ ὑπερφυοῦς Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Αὐτοί, πού δέν τοποθετοῦν τήν δογματική ἕνωση ὡς θεμέλιο τῆς ἑνώσεως, λόγω τῆς συγχύσεως ἀπό τόν Οἰκουμενισμό, ἀπομακρύνουν τήν ποθητή ἡμέρα τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως.
Ὁ Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, σπεύδοντας ὅπως-ὅπως σέ μιά ψευδῆ ἕνωση, δέν δίστασε νά
δηλώσει, ὅπως φαίνεται στά ἀνωτέρω ἀποσπάσματα τῶν κειμένων του, πού
παραθέσαμε στήν ἀρχή, ὅτι κατευθύνεται πρός τό
κοινό Ἅγιο Ποτήριο καί ὅτι πρέπει νά καταρριφθοῦν καί οἱ τελευταῖοι φραγμοί γιά τήν μετοχή
στό κοινό Ποτήριο Ὀρθοδόξων καί παπικῶν. Οἱ πατριαρχικές δηλώσεις
προφανῶς ἀγνοοῦν τήν πραγματικότητα τῆς πείσμονος ἐμμονῆς τῶν παπικῶν σ’ ὅλες τίς φοβερές αἱρέσεις τους. Τά ἀπαράδεκτα πατριαρχικά
κείμενα ἑτοιμάζουν, φαίνεται, τήν ὁδό γιά αὐθαίρετη καί πραξικοπηματική ἄνωθεν ἕνωση, χωρίς τήν δογματική ἕνωση στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Δυστυχῶς, τά περισσότερα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί οἱ περισσότερες Ὀρθόδοξες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες σιγοῦν καί δέν δίνουν τήν δέουσα ἀπάντηση στά προκλητικά λόγια
τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Ὅμως, τήν ἔμπρακτη ἀπάντηση δίνει τό πανορθόδοξο
πλήρωμα, τό ὁποῖο, πιστό στήν Ὀρθόδοξη πίστη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποδοκιμάζει ὁποιοδήποτε Βαρθολομαιϊκό ἑνωτικό πραξικόπημα καί ἀποδεικνύεται γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ ἄγρυπνος φύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά
συμπεραίνεται α) ἀπό τήν συνεχιζόμενη συλλογή χιλιάδων ὑπογραφῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν στό ἐξαίρετο καί ἐμβριθέστατο, θεολογικότατο
καί ἐπιστημονικότατο κείμενο τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καί Μοναχῶν μέ θέμα: «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου»[25], καί β) ἀπό τό κείμενο διαμαρτυρίας ἑκατοντάδων ἁπλῶν πολιτῶν, ἀλλά πιστῶν τέκνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τό νομό Ἡμαθίας πρός τόν Οἰκ. Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο[26].
Τήν ἀνάγκη τῆς δογματικῆς ἑνώσεως ὑπογραμμίζουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅπως ὁ Κων/νος Δυοβουνιώτης[27],
ὁ Ἀλέξανδρος Σμέμαν[28],
ὁ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος[29], ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας[30]
καί ἡ ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία τό 1954 ἐνώπιον τοῦ Β΄ Συνεδρίου τοῦ λεγομένου «Π.Σ.Ε.» στό Ἔβανστον[31].
Σύμφωνα μέ τόν Βούλγαρο ὀρθόδοξο θεολόγο S. Zankow, «ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε τήν ἄποψη ὅτι ἡ παγκόσμια χριστιανική ἀγάπη συνεπάγεται ἀδιαφορία πρός τίς δογματικές
διαφορές καί ὅτι πάνω σ’αὐτή τήν ἀδιαφορία μπορεῖ νά στηριχθεῖ ἡ ἕνωση. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι φρονοῦμε ὅτι, ὅπως ὁ Χριστιανισμός ἤ ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία χωρίς ἀρχές εἶναι ἀδύνατος καί παράλογος, ἔτσι καί ἡ ἕνωση χωρίς ἑνότητα στήν πίστη εἶναι ἀδύνατη καί παράλογη»[32]. Ἡ δήλωση αὐτή τοῦ S. Zankow, πού ἔγινε τό 1925, ἰσχύει καί σήμερα, καί ἀποτελεῖ ἀποστομωτική ἀπάντηση στή θεωρία τῆς δογματικῆς συνυπάρξεως τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καί θεολόγων καί
στή θεωρία τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου περί ἀποχρωματισμοῦ τῶν θεολογικῶν διαφορῶν μέσω τῆς ἀγάπης.
Ἡ δογματική ἕνωση πρέπει να γίνει μόνο μέ
βάση τήν ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια καί ἀπαράλλακτη μέ τήν διδασκαλία
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἐάν ὁ Παπισμός, χάριν τῆς ἑνώσεως, ποθεῖ εἰλικρινῶς νά βρεθεῖ καί πάλι στό ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί νά ἑνωθεῖ δογματικῶς μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπορρίψει ὅλες τίς πλάνες του καί νά ἀποδεχθεῖ τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό
δόγμα, τήν λατρεία καί τήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση, ὅπως ὀρθῶς παρατηρεῖ ἐν προκειμένω ὁ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος[33].
Κατά τήν δογματική ἕνωση, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά διαφυλάξει
ἀναλλοίωτη
κάθε διδασκαλία της σχετικά μέ τό δόγμα, τή λατρεία καί τήν κανονική τάξη. Ὑπενθυμίζουμε τήν ὀρθόδοξη ἑνωτική ἀρχή τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου: «Ἡ δέ (ἕνωσις) πάντως ἔσται, ἀπαρατρέπτων μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, τό τοῖς πολλοῖς μέν δοκοῦν εἶναι πάντων παραδοξότατον, τῶ δέ Θεῶ ἑτοιμότατον»[34].
Σέ κάθε ἑνωτική ἀπόπειρα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἄγρυπνος θεματοφύλακας τῆς ἀμωμήτου χριστιανικῆς πίστεως, δέν πρέπει νά ἐπιλανθάνεται τῶν λόγων τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «Πάντα τά παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καί προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καί γινώσκομεν
καί σεβόμεθα, οὐδέν περαιτέρω τούτων ἐπιζητοῦντες… Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καί ἐν αὐτοῖς μείνωμεν, μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν
παράδοσιν»[35]. Ἡ αληθής δογματική ἕνωση πρέπει νά γίνει μακρυά ἀπό κάθε καινοτομία στήν
πίστη, καί ὀφείλει νά περιλαμβάνει μόνο τήν ἀποστολική πίστη, πού μᾶς παραδόθηκε ἀπό τούς ἁγίους και θεοφόρους Πατέρες,
σύμφωνα μέ τόν ἐπιγραμματικό λόγο τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Κατά τήν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παρά τῶν Πατέρων ἀποστολικήν πίστιν παρέδωκα,
μηδέν ἔξωθεν ἐπινοήσας»[36].
Σέ κάθε ἑνωτική ἐπαφή μέ τήν Ρώμη, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πρέπει νά παύσει
νά διακηρύττει, μαζί μέ τόν Λεόντιο Βυζάντιο, ὅτι διαφυλλάττει «ἀπρόσκοπτον τήν
παρακαταθήκην»
καί ὅτι θά
διατελέσει «ἀμείωτόν τε καί ἀπλήθυντον φυλλάττουσα» αὐτήν «μέχρι τῆς μεγάλης ἐπιφανείας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[37].
Ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, ἡ δογματική ἕνωση πρέπει νά γίνει μόνο, ὅταν ὁ Παπισμός ἀποδεχθεῖ ἀνεπιφυλάκτως ὅτι ἡ διδασκαλία του πρέπει νά ἀποκαθαρθεῖ, γιά νά βρεθεῖ «πρός τούς θεοφόρους ἡμῶν Πατέρας σύμφωνος καί ὁμόλογος»[38]. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, χάριν τῆς ἀληθοῦς δογματικῆς ἑνώσεως, πρέπει νά ὑπομνήσει στόν Παπισμό, πού
καινοτόμησε τήν πίστη, τόν λόγο τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ: «Πᾶσα λέξις καί φωνή, μή τοῖς πατρᾶσιν εἰρημένη, καινοτομία προδήλως
καθέστηκεν»[39]. Ἡ δογματική ἕνωση θά ὁδηγήσει στήν ἀληθῆ ἕνωση, ἐάν βασισθεῖ στήν ἀποδοχή ἀπό τόν Παπισμό ὅλης τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, διότι «μόνο
ἡ ἀλήθεια σώζει καί μόνον δι’ αὐτῆς εἶναι δυνατή ἡ ἕνωσις»[40].
Εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, οἱ Παπικοί καί ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι, χάριν τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως, εἶναι ἀνάγκη νά κατανοήσουν ὅτι μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά ἐπανεύρουν ἀναλλοίωτη τήν χριστιανική
πίστη, ἡ ὁποία παραδόθηκε ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους καί διαφυλάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης Καρμίρης[41].
Θά ἔλθει ὄντως ἡ ἡμέρα, ἔστω καί στό ἀπώτερο μέλλον, κατά τήν ὁποία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀνικανοποίητοι ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσή τους, θά σπεύσουν «ἐκ δυσμῶν καί βορρᾶ καί θαλάσσης καί ἑώας» στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Καθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία παραμένει ὁ στῦλος καί τό ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας.
Ἀπό οἰκουμενιστές ἐπισκόπους τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπαρχαιωμένη καί ἀπαράδεκτη ἑνωτική μέθοδος γιά τήν ἐποχή τοῦ οἰκουμενιστικοῦ διαλόγου τό κήρυγμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ Παπισμοῦ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Όρθοδοξία.
Φρονοῦμε, ὅμως, ὅτι ἀπαρχαιωμένες εἶναι ὅλες οἱ ἑνωτικές θεωρίες τῶν οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποίες βασίζονται στήν μέθοδο
τοῦ συμβιβασμοῦ, διότι δοκιμάσθηκαν καί
στήν ψευδοσύνοδο τῆς Λυῶνος (1274) καί στήν
ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9) καί ἀπέτυχαν. Τό ἱερό θέμα τῆς ἑνώσεως δέν ἐπιδέχεται ἡμίμετρα καί ἐμβαλωματικές λύσεις, ἀλλά ἀπαιτεῖ τό μόνο ἀντισεισμικό θεμέλιο, τήν
δογματική ἕνωση στήν ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὁποία ποτέ μέχρι σήμερα δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό παπικῆς πλευρᾶς.
Ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς, τό κήρυγμα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων ἑτεροδόξων στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι τό μόνο σύμφωνο μέ τήν
μακραίωνη ὀρθόδοξη παράδοση καί τό μόνο ἱκανό νά τοποθετήσει σέ ἀσφαλή βάση τό ὅλο θέμα τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀγνοοῦσαν τήν διπλωματική γλῶσσα τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν, πού ἐμφοροῦνται ἀπό τό πνεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ, κήρυτταν τήν ἐπιστροφή ὅλων ὅσων πλανήθηκαν ἀπό τήν ὀρθή πίστη: «Ἡκέτωσαν τοίνυν οἱ πάλαι πλανώμενοι˙ ἐρχέσθωσαν εἰς ἀληθινόν καί ἀκαπήλευτον ἰατρεῖον»[42]. Αὐτούς ἀκολούθησαν ὀρθόδοξοι κληρικοί καί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ὅπως ὁ Μακ. Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστόφορος[43],
ὁ Σεβ.
Μητρ. Κυθήρων κυρός Μελέτιος[44], ὁ καθηγητής καί μετέπειτα
μοναχός Κων/νος Καβαρνός[45], ὁ παν. ἀρχιμ. κυρός Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος[46],
ἡ ὀρθόδοξη ἀντιπροσωπεία τό 1954 στό Ἔβανστον[47] καί ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Πετρουπόλεως Ossinin[48].
Ὁ καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης Ἰωάννης Παναγιωτίδης, ὑπέρμαχος τῶν ἑνωτικῶν θεωριῶν τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ Οἰκ. Πατριάρχου κυροῦ Άθηναγόρου, ὑποστήριξε τήν ἀπαράδεκτη θέση τῶν οἰκουμενιστῶν, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν πρέπει νά τεθεῖ ἡ πλήρης δογματική συμφωνία ὡς τό πρῶτο καί ἀμέσως ζητούμενο, ἀλλά μᾶλλον νά προκύψει ὡς καρπός τῆς ζητουμένης προσεγγίσεως, ἀλληλοκατανοήσεως καί
συνεργασίας[49]. Ἡ πρόταση τοῦ Ἰω. Παναγιωτίδου, ἄν υἱοθετοῦνταν, θά ὁδηγοῦσε σέ μία ψευδῆ ἑνωση τύπου Φλωρεντίας.
Ἡ δογματική ἕνωση, ἡ μόνη ἀληθής ἕνωση, δέν ἀποτελεῖ συναισθηματική ὑπόθεση, οὔτε καρπό τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, ὁ ὁποῖος δέν βασίζεται στήν ἀλήθεια. Τέτοιες θεαματικές ἐνέργειες παρακωλύουν σοβαρά
τήν προώθηση τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως, ὅταν ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς δέν γίνονται σαφεῖς καί κατηγορηματικές
δηλώσεις γιά τούς ὅρους τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως, πού νά διαλύουν κάθε εὔλογη ἀνησυχία καί νά προλαμβάνουν ὁποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἡ ἀληθής ἕνωση δέν θά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν θυσία, ἀλλά μέ τήν ἐπιβολή τῆς ὁλότητας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στόν
πλανεμένο Παπισμό. Κάθε ἄλλη ἑνότητα, χωρίς τήν δογματική ἕνωση στήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀποτελεῖ παρωδία ἑνότητας.
Ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος καί λαός καταδικάζει
κάθε ἑνωτική
σπουδή, ἡ ὁποία θά παρέδιδε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέσμια τοῦ Παπισμοῦ. Μέσα σ’ αυτά τά πλαίσια
κινήθηκαν καί οἱ ἀντιδράσεις ἀπό τό περιοδικό «Σωτήρ»[50], τόν σύγχρονο Ὅσιο Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο[51] καί
τόν Σεβ. Μητρ. Ζιχνῶν κυρό Νικόδημο[52]. Τόν μεγάλο κίνδυνο μιᾶς ψευδοῦς ἑνώσεως, μέ βάση τίς ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπισήμανε τό ρωσικό περιοδικό
«The Orthodox Word»[53],
πού ἐκδιδόταν
στήν Ἀμερική,
και ὁ Γ.
Μουστάκης[54].
Πάντως, ἄς μήν ἀπατώμαστε. Ὅπως ἔχουν τά πράγματα μέχρι τώρα,
ἀπό
πλευρᾶς
παπικῶν, δέν
ὑπάρχει
καμμία διάθεση ἀπορρίψεως τῶν παπικῶν πλανῶν καί ἐπανόδου στήν δογματική βάση
τῆς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας. Γράφει ὁ Ἀντώνιος Βακόνδιος: «Σφαλερή εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ἕνωση θά γίνει μόνο, ὅταν ὁ Παπισμός παραμερίσει ἤ ἐγκαταλείψει ὅσα δόγματα καθόρισε μετά τόν
χωρισμό Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[55]. Τό Βατικανό δέν εἶναι διατεθειμένο οὔτε ἕνα ἰῶτα νά ἀφαιρέσει ἀπό τόν ὀρμαθό τῶν αἱρετικῶν καινοτομιῶν του.
Τέλος, ἀδιστάκτως φρονοῦμε ὅτι ἡ ἀληθής ἕνωση θά γίνει μόνο, ὅταν τηρηθεῖ ἀπαρεγκλίτως ἡ διαδικασία τῆς ἐπιστροφῆς τῶν Λατίνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει ἐνσωματωθεῖ στήν ἱερά ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος, πού τελεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας κατά τίς
μεμονωμένες ἐπιστροφές Λατίνων στήν Ὀρθοδοξία. Ἡ εὐχή τῆς εἰσδοχῆς τῶν Λατίνων μιλᾶ σαφῶς περί ἐπιστροφῆς «ἐκ τῆς λατινικῆς πλάνης πρός τήν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ ἀψευδοῦς στόματος (τοῦ Κυρίου) καί τήν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς εὐσεβείας ἀκραιφνῆ Θεολογίαν τε καί Παράδοσιν»[56].
Ἀληθής ἕνωση θά γίνει μόνο, ὅταν ὅλοι οἱ Λατῖνοι, ἀπό τόν «πάπα» μέχρι καί τόν
τελευταῖο παπικό, δώσουν λίβελλο, τόν ὁποῖο ἤδη δίνει κάθε Λατῖνος, ὅταν ἐπιστρέφει στήν Ὀρθοδοξία. Τό κείμενο τοῦ λιβέλλου παρέχει τόν ὅρο τῆς ἀληθοῦς ἑνώσεως: «Θεία χάριτι
προσερχόμενος εἰς τήν Ὀρθόδοξον, ἤτοι τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, παρέχω τόν παρόντα
λίβελλον, δι’ οὖ καθομολογῶ καί στέργω ἅπαντα τά παρά τῶν ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων ἀποφανθέντα καί στερχθέντα, ἀποβαλλόμενος πάντα τά ὑπό τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας καινοτομηθέντα περί
τε τά δόγματα, τά μυστήρια, τάς παραδόσεις καί τήν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας. Τήν Ὀρθοδοξίαν δέ καθομολογῶν καί ὁλοψύχως ἀσπαζόμενος, ἔσομαι πιστόν καί γνήσιον αὐτῆς τέκνον»[57]. Μετά δέ τόν λίβελλο νά ἀκολουθεῖ τό βάπτισμα, καί ὄχι μόνο ἡ χρίση μέ Ἅγιο Μῦρο, ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες, ὅλα τά μυστήρια τῶν Παπικῶν, καί ἑπομένως καί τό Βάπτισμα ἤ μᾶλλον τό ράντισμα ἤ τό βάπτισμα δι’ ἐπιχύσεως, εἶναι ἄκυρα. Κάθε ἄλλη ὕποπτη διαδικασία ἑνώσεως, πού ἤδη ἑτοιμάζεται ἀπό τούς φιλοπαπικούς οἰκουμενιστές, θά ὁδηγήσει σέ τραγική περιπέτεια
τήν Ὀρθοδοξία
καί θά προκαλέσει μεγαλύτερο διχασμό.
[1]
http://cdn.romfea.gr/images/stories/photos/2014/11/Proslalia_pros_Papa.pdf
[2]
http://thriskeftika.blogspot.gr/2014/11/blog-post_458.html
[3]
http://www.amen.gr/article19909
[4]
http://fanarion.blogspot.gr/2014/11/live_30.html
[5]
ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός, Ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β΄, ἔκδ. Β΄ Ὀρθόδοξος Τύπος καί σύλλογος
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σσ. 536-559, Ἀθῆναι 2014.
[6] ΣΥΛΒΕΣΤΡΟΣ ΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Vera Historia…
Concilii Florentini… VI, κεφ. ιζ΄, σ. 167, Hagae –
Comitis, M.DC.LX.
[7] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, σσ. 238-253, Ἀθῆναι 1969
[8]
«Ἐκκλησία»15-16 (1 καί 15.8.1968) 357.
[9]
Τοῦ ἰδίου, Τά Δογματικά καί
Συμβολικά Μνημεῖα… Β΄, Ἀθῆναι
1953, σσ. 935-936.
[10]
Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Ἡ ἄδολος Ἀποστολικότης
τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι
1968, σσ. 27-28.
[11]
«Ἐκκλησία» 15 (1937) 290.
[12]
Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Προσθῆκαι εἰς τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα…, Ἀθῆναι 1967, σ. 25.
[13]
«Ἐκκλησία» 36 (1959) 300.
[14]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ, Τά πεπραγμένα ἀπό 1-10-1965 μέχρι 20-4-1967, Ἀθῆναι
1967, σσ. 321-322.
[15]
«Ἐκκλησία» 27 (1950) 315.
[16]
«Ἐκκλησία» 24 (1947) 274.
[17]
«Ἐκκλησία» 26 (1949) 159-160.
[18]
«Ὀρθόδοξος Σκέψις» 4 (1.3.1958) 51 καί Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Σχέσεις
Καθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι
1958, σσ. 621-622.
[19]
Κ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Θεολογία, Λόγος ἐκφωνηθείς
τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας 2 Μαρτίου 1969 ἐν τῶ Ἱ. Ναῶ τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, Ἀθῆναι
1969, σσ. 8, 10, 14.
[20]
ΜΑΞΙΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΡΔΕΩΝ, Παλαιοκαθολικισμός καί Ὀρθοδοξία Β΄,
Ἀθῆναι 1965, σ. 10.
[21]
Π. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 474.
[22]
Ι. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά…Β΄, σ. 921.
[23] HIERONYM, In Ierem. I, 12.
[24] ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ, Epist. LXIII, ad Caecilium Fratrum.
[25]
http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx
[26]
http://katanixis.blogspot.gr/2014/12/blog-post_24.html
[27] Κ. ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ, Περί τῆς ἑνώσεως τῆς Ἁγγλικανικῆς Ἐκκλησίας μετά τῆς Ὀρθοδόξου καί τοῦ κῦρους τῶν Ἁγγλικανικῶν χειροτονιῶν, Ἀθῆναι 1932, σ. 16.
[28]
Ὀρθόδοξος θεώρησις τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ
Βατικανοῦ, ἐπιμέλεια Μ. Δ. Σπυροπούλου, Ἀθῆναι 1967, σ. 21.
[29]
Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Αἱ βάσεις τῆς ἑνώσεως
τῶν Ἐκκλησιῶν, Κων/λις
1905, σσ. 60-61.
[30]
Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Ἡ ἄδολος…, σ.
28.
[31]
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Προσθῆκαι…, σ.
[32]
Τοῦ ἰδίου, Ὀρθοδοξία καί Παλαιοκαθολικισμός, τ. Β΄, Ἀθῆναι 1967, σ. 9.
[33]
Χ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Αἱ βάσεις…, σ. 61.
[34]
ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Τά εὑρεθέντα, τ. Α΄, Λειψία 1768, σ. 471.
[35]
ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, I, 1, PG 94, 792A.
[36]
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ἐπιστολή πρός Σεραπίωνα
Θμούεως, 33, ΒΕΠΕΣ 33, 120.
[37]
ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, Κατά Νεστορίου καί Εὐτυχοῦς 3, PG 86/1, 1384.
[38]
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία 9, PG 151, 104Β.
[39]
ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Πονήματα θεολογικά καί πολεμικά, PG 91, 216C, 217A.
[40]
Κ. ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ, Διαφοροποίησις, Ἐκκοσμίκευσις
καί νεώτεραι ἐξελίξεις ἐν τῶ
δικαίω τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1961, σσ. 157-158.
[41]
«Ἐκκλησία» 15 (1959) 273
[42]
ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ὁμιλία
17 εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος, PG 77, 1105Α.
[43]
«Ἁγιορειτική Βιβλιοθήκη» 283-284 (Μάρτιος - Ἀπρίλιος 1960) 78.
[44]
«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» 564-565 ε΄- στ΄ (Μάιος - Ἰούνιος 1965) 174-175.
[45]
Κ. ΚΑΒΑΡΝΟΣ, Τό ζήτημα τῆς ἑνώσεως, ἔκδ. Β΄, Ἀθῆναι 1968, σ. 34.
[46]
ΑΡΧΙΜ. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ἱστορία
τοῦ Σχίσματος τῆς
Λατινικῆς Ἐκκλησίας
ἀπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς, Λειψία
1867, σ. 174.
[47]
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Προσθῆκαι…, σσ. 24-25.
[48]
ΜΑΞΙΜΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΡΔΕΩΝ, Παλαιοκαθολικισμός…, σ. 11.
[49]
«Ἀκτῖνες» 274 (Ὀκτώβριος 1966) 301.
[50]
«Σωτήρ» 401 (26.2.1969) 131.
[51]
«Τύπος Ἑλληνικός - Ὀρθόδοξος»
70 (Δεκέμβριος 1966) 4.
[52] «Ἐκκλησία» 3 (1.2.1964) 64-65.
[53] «Ecumenism and Communism», The
Orthodox Word, (January – February 1969) 30, 31, 33, 35.
[54] «Ἀκτῖνες» 297 (Ἰανουάριος 1969) 29-31.
[55] ΑΝΤ. ΒΑΚΟΝΔΙΟΣ, Ἡ Β΄ἐν Βατικανῶ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ ἕνωσις τῶν χριστιανῶν, Ἀθῆναι 1963, σ. 16.
[56]
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά Δογματικά…, σ. 992.
[57]
Ὅ. π.
Πηγή: "Θρησκευτικά"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.