Β΄ Μέρος
Γράφαμε προχθές, ὅτι ὁ π. Παῦλος Δημητρακόπουλος
διαστρέφει οἰκτρῶς τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση, γιατί ἔταξε σκοπὸ τῆς ζωῆς
του νὰ διαγράψει ὡς ἄχρηστη τὴν Διακοπὴ Μνημοσύνου καὶ τὴν Ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς
Παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές! Συνεχίζουμε σήμερα, μὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο διαστροφῆς
τῶν Ἁγίων Πατέρων στὸ ἴδιο του ἄρθρο.
Παραθέτει τὸ ἑξῆς χωρίο ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο:
«Εάν ο επίσκοπος η ο πρεσβύτερος, οι όντες
οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς αναστρέφονται…» καὶ
τὸ σχολιάζει: «Όταν εδώ ο άγιος ομιλεί περί
κακής αναστροφής, δεν εννοεί την έκπτωση του ποιμένος σε αίρεση, αλλά κυρίως
την έκπτωσή του σε άλλης φύσεως αμαρτήματα, (ηθικά παραπτώματα ή
αδικήματα), που προκαλούν σκάνδαλο στον λαό. Αυτού του είδους όμως τα
αμαρτήματα ρυθμίζουν οι Κανόνες 13ος, 14ος και το πρώτο μέρος του 15ου της ΑΒ΄
Συνόδου. Σε απόλυτη συμφωνία με τους παραπάνω κανόνες είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος
σ’ ένα ερμηνευτικό του λόγο στην Β΄ προς Τιμόθεον επιστολή παρατηρεί: «Ει μεν γαρ δόγμα έχει διεστραμμένον καν
άγγελος η, μη πείθου. Ει δε ορθά διδάσκει, μη τω βίω πρόσεχε, αλλά τοις
ρήμασιν… Αλλ’ ου δίδωσι πένησι, φησίν, ουδέ καλώς διοικεί. Πόθεν σοι τούτο
δήλον; Πριν η μάθης, μη μέμψη, φοβήθητι τας ευθύνας. Πολλά από υπονοίας
κρίνεται… Ει δε κατέμαθες και εξήτασας και είδες, ανάμενε τον κριτήν. Μη
προαρπάσης του Χριστού την τάξιν. Εκείνου ταύτα εστί εξετάζειν, ου σου. Συ
δούλος ει έσχατος, ου δεσπότης. Συ πρόβατον ει, μη τοίνυν περιεργάζου τον
ποιμένα, ίνα μη και εφ’ οις εκείνου κατηγορείς, ευθύνας δως».[3] Στην
προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η γνώμη ενός μεμονωμένου Πατρός, (του Μεγάλου Αθανασίου),
αλλά όσα νομοθετούν Συνοδικώς οι Άγιοι Πατέρες, που συνέταξαν τους παρά πάνω
Κανόνες, οι οποίοι έχουν ισχύ νόμου μέσα στην Εκκλησία».
Ἐδῶ, δυστυχῶς, πρόκειται γιὰ «καραμπινάτη»
διαστροφὴ τῆς ἁγιοπατερικῆς μας Παραδόσεως.
Οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» δὲν ἔχουν νὰ ζηλέψουν κάτι, ἀντίθετα πρέπει νὰ
μιμηθοῦν τὸν π. Παῦλο στὴ διαστροφὴ τῶν Γραφῶν καὶ τὴν «μείωση» καὶ τὸ ντρόπιασμα
τῶν Ἁγίων μας ἀπὸ τὸν π. Παῦλο, ὅπως τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ κείμενό του αὐτὸ ἐκφράζει τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ διαστρέφει ὁ π. Παῦλος! Γιατὶ ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ ἄγνοια τοῦ π.
Π. Δημητρακόπουλου, ἐφ’ ὅσον, ὅσα παραθέτει τώρα (σήμερα, Ἰούνιο τοῦ 2015) τὰ
ἔχει …ξαναγράψει(!) τὸ 2012 καὶ ἔχουν λάβει
ἁγιοπατερικὴ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν π.
Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ ἀπὸ τὸ 2013, διὰ τῆς ὁποίας ἀνατρέπεται ὁ νεο-πατερικὸς συλλογισμὸς τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς! Ἐκεῖ μάλιστα ὁ π. Εὐθύμιος ἐπισήμαινε: «τά ἐπιχειρήματα πού προσάγετε εἶναι λανθασμένα καί
προσπαθεῖτε νά τά στηρίξετε ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τόν ὀρθολογισμό». Ὁ π. Παῦλος, ὅμως, παρότι ἀνετράπη ὁ ὀρθολογισμός του μὲ ἐκείνη τὴν ἀπάντηση, ἐπιμένει ἀμετάπιστος, γι'
αὐτὸ τοποθετήσαμε ὡς ὑπότιτλο τοῦ παρόντος ἄρθρου τὴν παροιμία «Τὸν ἀράπη κι ἂν τὸν πλένεις τὸ σαπούνι σου
χαλᾶς»!
Παραθέτουμε χωρὶς σχολιασμὸ τὴν
ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου. Ἂς τὴν μελετήσει προσεκτικὰ ὁ ἀναγνώστης γιὰ νὰ
διακρίνει τὴν ἀπάτη τοῦ π. Παύλου· πῶς «κόβει
καὶ ράβει» στὰ μέτρα του τὰ Πατερικὰ κείμενα!
Ἔγραφε τότε ὁ π. Εὐθύμιος:
«Θά ἀναφερθῶ κατωτέρω στή συνέχεια τῆς κριτικῆς σας μελέτης (ἀπευθύνεται πρὸς τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν
Αἱρέσεων τῆς Μητρ. Πειραιῶς), τό κεφάλαιο τῆς ὁποίας ἐπιγράφεται «Ἀποστολικοί Πατέρες». Ἡ γενική
εἰκόνα
καί αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, πλήν τοῦ ὅτι ἀρχίζετε τήν κάθε ἐπιχειρηματολογία
ἔχοντας προσδιορισμένο σκοπό, νά καταλήξετε δηλαδή στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
Κανόνος, εἶναι ἐπί πλέον εὐδιάκριτος ἡ προχειρότης μέ τήν ὁποία κατασκευάζετε
αὐτήν τήν ἐπιχειρηματολογία. Ἐννοῶ ὅτι τά ἐπιχειρήματα
πού προσάγετε εἶναι λανθασμένα καί
προσπαθεῖτε νά τά στηρίξετε ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τόν ὀρθολογισμό. Τελικά τό συμπέρασμα πού ἐξάγετε ταιριάζει βεβαίως
ἀπόλυτα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά δέν ταιριάζει καθόλου μέ τό
γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν. Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ
ἀναλυτικά γιά νά γίνω σαφής.
Τό χωρίο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν (2,19) τό σχολιάζετε καί ἀναφέρετε
τά ἑξῆς: “Κατ' ἀρχήν στό χωρίο αὐτό δέν γίνεται λόγος
ἀποκλειστικά περί αἱρετικῶν
ποιμένων, ἀλλά περί πονηρῶν
ποιμένων, πού εἶναι μία γενικότερη ἔκφρασις, διότι πονηροί ποιμένες δέν εἶναι
μόνον οἱ αἱρετικοί, ἀλλά γενικότερα ἄνθρωποι διεφθαρμένοι, πού μέ τήν ζωή καί
τά ἔργα τους, σκανδαλίζουν καί καταστρέφουν τίς ψυχές τοῦ λογικοῦ ποιμνίου τους”.
Αὐτό τό ὁποῖον ἀναφέρετε, πατέρες, εἶναι λάθος, διότι ἐδῶ οἱ Ἀποστολικές
Διαταγές ὁμιλοῦν μόνο γιά αἱρετικούς.
Γιά νά τό ἀντιληφθῆτε πρέπει νά σκεφθῆτε ὅτι μόνο γιά θέματα πίστεως, δηλαδή αἱρέσεως, ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων ἀπαιτοῦν τήν
ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς τούς ποιμένας. Γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων εἶναι νά μήν τούς κρίνωμε,
ἀλλά νά ἀναμένωμε τήν κρίσι τῆς Συνόδου. Θά σᾶς
ἀναφέρω τό χαρακτηριστικό χωρίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος
ξεχωρίζει τούς πονηρούς ποιμένες σέ αἱρετικούς καί σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἄλλα
ἁμαρτήματα. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς:
“Πῶς οὖν ὁ Παῦλός φησι· Πείθεσθε
τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε; Ἀνωτέρω εἰπών, Ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν, τότε εἶπε, Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ
τῆς θείας Γραφῆς” (ΕΠΕ 25,370-P.G. 63,231.
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διαχωρίζει τούς πονηρούς ποιμένες α) σέ αἱρετικούς καί β) σ’
αὐτούς πού ἔχουν διάφορα ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα. Ἀπό μέν λοιπόν
τούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι σφάλλουν περί τήν πίστι, παραγγέλλει ἀμέσως νά φεύγωμε
ἀπό κοντά τους. Ἄν ὅμως ἔχουν διάφορα ἄλλα ἁμαρτήματα, μᾶς διδάσκει νά μήν τά
ἐξετάζωμε. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν καί ἐδῶ οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ὁμιλοῦν περί πονηρῶν
ποιμένων, ἀπό τούς ὁποίους πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρυνθοῦμε, σημαίνει ὅτι οἱ
πονηροί αὐτοί ποιμένες σφάλλουν εἰς τήν πίστι, δηλαδή εἶναι αἱρετικοί. Διότι ἄν
ἐπρόκειτο νά σφάλλουν σέ ἄλλα θέματα, δέν θά τούς ἀπεκάλουν φθορεῖς, οὔτε
λύκους, οἱ ὁποῖοι θά κατασπαράξουν τά λογικά πρόβατα, οὔτε βεβαίως θά
ἀπαιτοῦσαν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ.
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἄρα λοιπόν, αὐτά τά ὁποῖα γράφετε
εἶναι λάθος καί προφανῶς τά γράφετε, ἐπειδή τά θέματα τῆς πίστεως καί ὅλα τά ἄλλα θέματα τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν τοῦ
Ἐπισκόπου, τά ἔχετε κατατάξει στήν ἴδια κατηγορία καί προτείνετε τήν ἴδια ἀντιμετώπισι, σύμφωνα μέ ὅλο τό σκεπτικό σας καί εἰδικά μέ
τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Οἱ Ἀποστολικές ὅμως Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί μάλιστα
διδάσκουν τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσο κίνδυνο πού
διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως ἀπό ἕναν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πατέρες, εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νά γράφετε αὐτά τά
πράγματα. Ἀναφέρουν λοιπόν τά ἑξῆς: “ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ
πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν
ὄψεται, καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην ὥσπερ
γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν,
οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι
κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”.
Δηλαδή τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν
ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού
θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ Διαταγές, εἶναι ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί
ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεσι∙ ὁ ποιμένας θά
φέρη τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθῆ γιά τήν ἰδική μου ζημία».
Ὑπάρχει,
ὅμως, καὶ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ π. Εὐθύμιου ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἴδιο θέμα,
δημοσιευμένη κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ 2012 καὶ ἀναρτημένη στὸ ἱστολόγιό μας, καὶ ἄρα
γνωστὴ στὸν π. Παῦλο. Παραθέτουμε στὴ συνέχεια τὸ σχετικὸ τμῆμα:
Ἀπευθυνόμενος
πρὸς Ἁγιορείτη μοναχό, (ποὺ δὲν
θέλει νὰ γίνει γνωστὸ τὸ ὄνομά του) ὁ π. Εὐθύμιος τοῦ λέγει:
Γράφεις, πάτερ ……, τά ἑξῆς: «Ἐξ ἄλλου ἀδυνατῶ νά διανοηθῶ ὅτι, κατά τήν
μακράν ἐνασχόλησίν του μέ τό θέμα, δέν ἔπεσε στήν ἀντίληψίν του τοὐλάχιστον τό ἐν
ἀρχῇ τοῦ Πηδαλίου (σελ. 4, σημ. 2) σχόλιον τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, τό σαφέστατα
διακρίνων τόν δυνάμει ἀχαρίτωτον ψευδεπίσκοπον (πρό τῆς Συνοδικῆς καταδίκης
του) ἀπό τόν ἐν ἐνεργείᾳ τοιοῦτον (μετά ταύτην)· καί ὅσα περί τοῦ “καθαιρείσθω”
κ.λπ. ἐπισημαίνει, φέρων εἰς συνηγορίαν καί τούς Ἁγ. Ἀποστόλους».
Ἐδῶ πραγματικά, πάτερ ...., θέλω τήν βοήθειά σου γιά νά διακρίνωμε καί οἱ δύο ἀπό
κοινοῦ ποία εἶναι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος πού θίγεις. Ἐπειδή
λοιπόν, ὄντως ἔχω ἀσχοληθῆ μέ τά γραφόμενα εἰς τό Πηδάλιο σχόλια τοῦ ἁγ.
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, κατέληξα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι τά «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα ἀναφέρουν
οἱ Κανόνες, ἰσχύουν γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Καί ἐκεῖ, φυσικά, χρειάζεται τό δεύτερο
πρόσωπο (ἡ Σύνοδος ἐν προκειμένῳ) ἡ ὁποία θά ἐπιβάλη τά προβλεπόμενα ὑπό τῶν
Κανόνων ἐπιτίμια στό συγκεκριμένο πρόσωπο. Εἰς τούς κηρύσσοντας ὅμως, οἱαδήποτε
αἵρεσι, δέν ὑπάρχει τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω»
ἀλλά τό «ἀνάθεμα ἔστω». Αὐτό τό
βλέπομε στόν ἀπ. Παῦλο (Γαλ. 1,8), ὅπου δύο φορές μετ’ ἐμφάσεως ἀναθεματίζονται
οἱ διδάσκοντες οἱαδήποτε αἵρεσι, εἰς τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπου ἀναθεματίζονται
ὅλες οἱ μέχρι τότε αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί, σέ πολλούς Ἁγίους και βεβαίως σέ
πολλούς ἱερούς Κανόνες εἰς τό Πηδάλιο.
Τό πρόβλημα λοιπόν ἑστιάζεται εἰς τό ἑξῆς:
Τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», τά ὁποῖα γιά νά ἐνεργοποιηθοῦν εἰς τό
συγκεκριμένο πρόσωπο, χρειάζονται τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, εἶναι τό ἴδιο μέ τό
«ἀνάθεμα ἔστω», τό ὁποῖο ἐπιβάλλεται
στούς αἱρετικούς καί στίς αἱρέσεις; Χρειάζεται δηλαδή ἡ παρέμβασις τοῦ δευτέρου
προσώπου (ἤτοι τῆς Συνόδου) ἤ ὁ λόγος τοῦ ἀπ. Παύλου ἐνεργεῖ διαχρονικά σέ οἱονδήποτε
κηρύσσει δημοσίως καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κάποια αἵρεσι;
Κατ’ ἀρχάς ἡ διάταξις τοῦ λόγου τοῦ ἀποστόλου
Παύλου δέν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νά σκεφθοῦμε ὅτι, γιά νά ἐνεργήση ὁ ἀναθεματισμός,
χρειάζεται κάποια ἄλλη παρέμβασι. Αὐτό τό ἀποδεικνύει ἐπί πλέον καί τό γεγονός ὅτι
τοποθετεῖ καθ’ ὑπόθεσιν μεταξύ αὐτῶν πού ἀναθεματίζονται, ἄν διδάξουν κάποια αἵρεσι,
καί αὐτούς τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους, ἀκόμη δέ καί τούς ἀγγέλους. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις, ἐπειδή ἀπ’
εὐθείας μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ἐμπεριέχει τόν ἀναθεματισμό ἀπό τόν Θεό καί ἀπό
τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς γράφει καί τό Συνοδικό
τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν ἀρχή του γιά τούς αἱρετικούς: «....καί τάς ἀράς δέ, αἷς ἑαυτούς ὑποβάλλουσιν
οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καί ὀφειλόμενον δεῖν ὠήθημεν ἀναγράψαι»·
καί κατωτέρω τό Συνοδικό ἀναφέρει: «διό
κοινῇ πάντες ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως
αὐτοῖς τήν ἀράν, ᾗ ἑαυτούς ὑπεβάλοντο, ἐπιφέρομεν». Δηλαδή ἀναφέρει τό
Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι τόν ἀναθεματισμό δέν τό ἐπιβάλλει εἰς τούς αἱρετικούς
κάποια Σύνοδος, ἀλλά οἱ ἴδιοι ὑποβάλλουν εἰς αὐτόν τούς ἑαυτούς των, λόγῳ τῆς αἱρέσεως.
Μία ἐπί πλέον τρανή ἀπόδειξις διά τό ὅτι
ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός φυσικῶς ἀπό μόνος του στούς κηρύσσοντας οἱανδήποτε ἑτεροδιδασκαλία
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἅγ. Νικόδημος, τόν ὁποῖο,
πάτερ ...., ἐπικαλεῖσαι.
Ἑρμηνεύοντας λοιπόν ὁ ἅγ. Νικόδημος ἄριστα, κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ, τούς ἱερούς
Κανόνες, ὅπου αὐτοί ἀναφέρουν τό «καθαιρείσθω»
καί τό «ἀφοριζέσθω», τά ἑρμηνεύει μέ
τήν ἔκφρασι «νά καθαίρεται καί νά ἀφορίζεται», δηλαδή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ
δευτέρου προσώπου λαμβάνει ἰσχύν τό προβλεπόμενο ἐπιτίμιο. Ὅπου ὅμως ἀναφέρουν οἱ ἱεροί Κανόνες τό «ἀνάθεμα ἔστω», ἐδῶ δέν ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος,
κατ’ ἀναλογίαν μέ τά προηγούμενα, μέ τήν ἔκφρασι «νά ἀναθεματίζεται», δηλαδή
γιά νά ἰσχύση ὁ ἀναθεματισμός πού ὁρίζει ὁ Κανόνας χρειάζεται νά ἐνεργήση ἡ
Σύνοδος, ἀλλά ἀναφέρει τήν ἔκφρασι «ὁ
παρών κανών ἀναθεματίζει ὅσους ἔχουν ἤ διδάσκουν αὐτό καί αὐτό...». Αὐτό θά
τό διαπιστώσης ἀνάγλυφα πάτερ, στήν ἑρμηνεία τῶν Κανόνων τῆς ἐν Γάγγρᾳ Συνόδου.
Ὡς γνωστόν ἡ τοπική αὐτή Σύνοδος ἐπικυρώθηκε ὀνομαστικῶς,
σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Νικόδημο, ἀπό μία Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀορίστως ἀπό ἄλλες
δύο. Ἀπό τούς εἴκοσι ἕνα (21) λοιπόν Κανόνες πού ἐξέδωσε, οἱ εἴκοσι (20)
περιέχουν τήν ἔκφρασι «ἀνάθεμα ἔστω».
Κάθε δηλαδή Κανόνας καταδικάζει καί ἀναθεματίζει κάποια αἵρεσι, πού εἶχαν οἱ
λεγόμενοι Εὐσταθιανοί. Καί στούς εἴκοσι αὐτούς Κανόνες στήν συγκεκριμένη ἔκφρασι
ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει: «ὁ παρών κανών ἀναθεματίζει
κλπ.». Δέν ἀναφέρει δηλαδή, μέ ἄλλα
λόγια, ὅτι ὅποιος ἔχει αὐτό τό φρόνημα νά ἀναθεματίζεται ἀπό τήν Σύνοδο, ὅπως
στό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω», ἀλλά
ὁ Κανών ἀναθεματίζει ὅποιον ἔχει αὐτό τό φρόνημα, δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός ἰσχύει
(αὐτομάτως), χωρίς ἀπόφασι ἄλλης Συνόδου, εἰς τούς φρονοῦντας αἱρετικά.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά ὁποῖα σοῦ ἀνέφερα,
νομίζω ὅτι γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι δέν ἔχει καμμία σχέσι τό «καθαιρείσθω» πού ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή
σου μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως καί ἀπορῶ πῶς τά συνέδεσες, εἰς
τρόπον ὥστε νά τά ὑποβιβάσης καί ἐξισώσης μέ ὅλα τά ἄλλα παραπτώματα.
Ἐπιπροσθέτως θά σοῦ ἀναφέρω καί τό
πολύ γνωστό παράδειγμα τοῦ ἀββᾶ Ἀγάθωνος, τό ὁποῖον ἀναφέρεται στόν Εὐεργεντινό:
«Ἀπῆλθον ποτέ τινές πρός τόν Ἀββᾶ Ἀγάθωνα·
ἤκουσαν γάρ ὅτι μεγάλην ἔχει διάκρισιν· καί θέλοντας δοκιμάσαι αὐτόν εἰ ὀργίζεται,
λέγουσιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων; ἀκούομεν περί σοῦ ὅτι πόρνος εἶ καί ὑπερήφανος· ὁ
δέ εἶπε· ναί, οὕτως ἔχει. Λέγουσι πάλιν αὐτῷ· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καί
κατάλαλος; ὁ δέ εἶπεν· ἐγώ εἰμι· οἱ δέ πάλιν· σύ εἶ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός; καί ἀπεκρίθη·
οὐκ εἰμί αἱρετικός. Καί παρεκάλεσαν αὐτόν λέγοντες· εἰπέ ἡμῖν,
διατί τοσαῦτα εἴπομέν σοι καί κατεδέξω, τοῦτον δέ τόν λόγον οὐκ ἐβάστασας;
Λέγει αὐτοῖς· τά πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω· ὄφελος γάρ ἐστι τῇ ψυχῇ μου· τό δέ αἱρετικός,
χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ. Οἱ δέ ἀκούσαντες τήν διάκρισιν αὐτοῦ ἐθαύμασαν καί ἀπῆλθον
οἰκοδομηθέντες» (Β΄ τόμ. Ὑπόθεσις β΄, σελ. 56).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι καί ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων
δέν ἀντιμετώπισε τήν αἵρεσι σάν ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα καί δι’ αὐτό ἀρνήθηκε νά
χαρακτηρισθῆ, ἔστω ἀπό ταπείνωσι, αἱρετικός, διότι, ὅπως ἀνέφερε, «τό δέ
αἱρετικός, χωρισμός ἐστιν ἀπό Θεοῦ».
Δηλαδή ἡ αἵρεσις ἡ ἴδια σέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς
Συνόδου.
Αὐτά τά κείμενα πάτερ, μπόρεσα νά
συγκεντρώσω ἐπί τοῦ θέματος τουτου. Ἄν ἐσύ ἔχης ἁγιογραφικά ἤ πατερικά χωρία τά
ὁποῖα νά πιστοποιοῦν καί νά ἀποδεικνύουν τό ἀντίθετο σέ παρακαλῶ νά μᾶς τά
προσκομίσης, γιά νά τά μελετήσωμε καί νά τοποθετηθοῦμε ἀναλόγως. Ὄχι ὅμως νά
θέλης νά τό κάνωμε ἀβασάνιστα χρησιμοποιώντας μάλιστα τά λόγια τοῦ ἁγ.
Νικοδήμου, τά ὁποῖα κατά τή γνώμη μου εἰπώθηκαν γιά ἄλλες περιπτώσεις καί ὄχι
γιά τήν αἵρεσι.
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά
διευκρινίσωμε ὅτι οἱ Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά καθαίρεσι καί ἔχουν σχέσι
μέ τά θέματα τῆς πίστεως, καθαιροῦν ὄχι αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα, ἀλλά
αὐτούς πού θά ἐπιτρέψουν εἰς ὅσους τά ἔχουν νά πράξουν κάτι ἤ νά συμμετέχουν σέ
κάτι ἐκκλησιαστικό μέ αὐτούς π.χ. συμπροσευχή κλπ. (45ος, 46ος,
47ος Καν. ἁγ. Ἀποστόλων κλπ.). Ἡ καθαίρεσις στούς ἔχοντας αἱρετικά
φρονήματα προφανῶς δέν διορθώνει τό κακό, οὔτε ὁ ἀφορισμός, διότι καί αὐτός ἔχει
κάποια χρονική διάρκεια καί ἐπιφέρει προσωρινή ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τά
μυστήρια, ἀλλά μόνον ὁ ἀναθεματισμός, διότι μόνον δι’ αὐτοῦ καταδικάζεται καί ἡ
αἵρεσις καί ὁ αἱρετικός καί ἀποκόπτονται παντελῶς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί
μάλιστα μέ αἰώνια ἰσχύ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἐάν κάποιον αἱρετικό ἁπλῶς τόν
καθαιροῦσαν οἱ Κανόνες, θά ἠδύνατο ἔστω καί καθηρημένος νά συνεχίζη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
νά διαδίδη τά αἱρετικά του φρονήματα. Ἄρα τό «καθαιρείσθω καί ἀφοριζέσθω» τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου πού ἐπικαλεῖσαι δέν ἔχει
καμμία ἀπολύτως σχέσι μέ τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.