Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 2016 πορεύεται χωρίς τις ορθόδοξες προδιαγραφές!

Η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 2016
1. Έχει αποκλείσει τον λαό του Θεού από όλες τις διαδικασίες!
2. Απουσιάζουν εντελώς απ’ αυτήν θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως έναντι των ποικίλων αιρέσεων!
3. Υπάρχει πρόταση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (κατά μίμηση Παπικών πρακτικών) για την παρουσία στην Πανορθόδοξη Σύνοδο “παρατηρητών” παπικών, προτεσταντών, αντιχαλκηδονίων μονοφυσιτών, δηλ. καταδικασμένων αιρετικών!!  Τούτο όμως είναι πρωτάκουστο και έχει αποκλειστεί από την διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση! Οι καταδικασμένοι αιρετικοί αμέσως εκδιώκονταν της Συνόδου από τους Αγίους Πατέρες και δεν συμμετείχαν στη συνέχεια των εργασιών της!
Η τυχόν παρουσία τους θα προκαλέσει σύγχυση στους πιστούς μας εισάγοντας στη συνείδησή τους τη θεοσοφική προσέγγιση «μαζί και διαφορετικά» και αντί να ενώσει, θα διαιρέσει την Εκκλησία!
................................................................................................................................................................................................
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: ποιο είναι το ιδιάζον στοιχείο που χαρακτηρίζει μια σύνοδο ως Οικουμενική και τι τη διαφοροποιεί από τις ψευδοσυνόδους;
Σε αυτό το ερώτημα απάντησε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος δια στόματος του Ιωάννου, του διακόνου της Αγ. Σοφίας, στην λέξη προς λέξη αναίρεση του όρου της ληστρικής εν Ιερεία συνόδου που διασώζεται στα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου:
Για την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα κριτήρια αψευδούς Οικουμενικότητας είναι δυο, και δεν εξαντλούνται στα τυπικά της συγκλήσεως (ποιος συγκαλεί, πόσοι και ποιοι συμμετέχουν κοκ):
1.  Η αποδοχή των αποφάσεων από την εκκλησιαστική συνείδηση, από το Σώμα του Χριστού, από ολόκληρη την Εκκλησία. Αν τις αποφάσεις μιας Συνόδου δεν τις αποδεχθεί το πλήρωμα της Εκκλησίας, η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως Οικουμενική, και
2.  Η απόλυτη συμφωνία των αποφάσεων με την προγενέστερη πατερική, συνοδική και εκκλησιαστική παράδοση. Ο Άγ. Μάξιμος Ομολογητής είναι απολύτως σαφής : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καί ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβής τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινε». Μια Σύνοδος που δεν ακολουθεί την έως τότε εκκλησιαστική παράδοση όπως αυτή έχει εκφραστεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Συνόδους, αλλά την περιφρονεί και  προσπαθεί να την ανατρέψει, είναι ψευδοσύνοδος, ανεξάρτητα αν σ’ αυτή συμμετέχει μεγάλος αριθμός επισκόπων που εκπροσωπούν όλα τα πατριαρχεία και τις τοπικές εκκλησίες!
Αντιθέτως, μια Σύνοδος που συγκαλείται ως τοπική, από μια και μόνο τοπική Εκκλησία, με μικρό αριθμό επισκόπων, αν στις αποφάσεις της ακολουθεί την εκκλησιαστική παράδοση και εκφράζει την πίστη της Εκκλησίας τότε πληροί τις προϋποθέσεις της οικουμενικότητας και αναγνωρίζεται ως Οικουμενική (βλ. Β΄ Οικουμενική, 381 μ.Χ.).

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – 2016 μ.Χ.

Ας έλθουμε όμως και στο σήμερα. Ως γνωστόν, έχει προγραμματιστεί η σύγκληση της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», της Πανορθοδόξου Συνόδου, την Πεντηκοστή του 2016 στην Κωνσταντινούπολη.
Κατ’ αρχήν ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν μπορούμε παρά να χαρούμε και να δοξάζουμε τον Θεό, όταν η Χάρις Του επιτρέπει τέτοια σημαντικά γεγονότα στη ζωή της Εκκλησίας μας. Παράλληλα όμως, ως μέλη του Σώματος του Χριστού έχουμε υποχρέωση και ευθύνη, ο καθένας μας ανάλογα με τη θέση και τις δυνατότητες που έχει, να ενδιαφερόμαστε και να μην αδιαφορούμε για τα σοβαρά και κρίσιμα αυτά θέματα. Μάλιστα αυτές τις μέρες που συνεδριάζει στη Γενεύη η Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, η τελευταία και πλέον καθοριστική πριν από τη Σύνοδο, οφείλουμε όλοι μας να ευχηθούμε και να προσευχηθούμε ο Θεός να φωτίζει τα μέλη της, ώστε οι αποφάσεις τους να είναι πραγματικά εν Αγίω Πνεύματι.
Σύμφωνα, όμως, με όσα είπαμε παραπάνω δεν μπορούμε να αποφανθούμε εκ των προτέρων για τη μέλλουσα Σύνοδο, αν για την εκκλησιαστική συνείδηση αναδειχθεί πράγματι σε Ιερή Σύνοδο ή –Θεός φυλάξοι– σε μία ακόμη ψευδοσύνοδο. Ασφαλώς ευχόμαστε και προσευχόμαστε οι αποφάσεις της Πανορθοδόξου Συνόδου να αρχίζουν με το «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν», και να είναι πράγματι θεοφώτιστες.
Βέβαια, κατά καιρούς έχουν εκφραστεί πολλές επιφυλάξεις, τόσο από ακαδημαϊκούς θεολόγους, όσο και από πρόσωπα τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση αναγνωρίζει ως θεοφόρα και χαρισματούχα, για τη σκοπιμότητα, τη διαδικασία και κυρίως τα αποτελέσματα αυτής της Συνόδου. Ασφαλώς δεν είναι της παρούσης η αναλυτική αναφορά στα θέματα αυτά. Επισημαίνουμε όμως με φόβο Θεού και τη δέουσα επιφύλαξη μόνο τρία ζητήματα:
1.  Σημαντικό μειονέκτημα, θα τολμούσα να πω σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα, της διαδικασίας προετοιμασίας και, συνεπώς, της ιδίας της Πανορθοδόξου Συνόδου είναι ο αποκλεισμός του λαού του Θεού από όλες τις διαδικασίες και η πλημμελής, έως ανύπαρκτη, ενημέρωσή του. Οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες συνοδικώς και πανορθοδόξως το 1848 έδωσαν μαθήματα ορθοδόξου εκκλησιολογίας και απεφάνθησαν ότι «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοιειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»!
Όμως, αντίθετα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, η  Πανορθόδοξη Σύνοδος, δυστυχώς, προετοιμάζεται επί εννιά δεκαετίες, από το 1920, ερήμην του λαού του Θεού. Και όταν λέμε «λαός του Θεού» εννοούμε ολόκληρο το Σώμα της Εκκλησίας, τους λαϊκούς, τις μοναστικές αδελφότητες, το Άγιο Όρος, τους κληρικούς (από διακόνους έως Επισκόπους), τους θεολόγους, τις Θεολογικές Σχολές και όλες τις πνευματικές δυνάμεις της Εκκλησίας μας. Θα έπρεπε να είχε σημάνει πνευματικός συναγερμός (θεολογικών συζητήσεων, πνευματικών ζυμώσεων και κυρίως προσευχής) στο πλήρωμα της Εκκλησίας για τέτοιας εμβελείας εκκλησιαστικό γεγονός! Δυστυχώς όμως τίποτα τέτοιο δεν συνέβη! Οι αρμόδιοι θέλησαν και, εν πολλοίς το πέτυχαν, να
κρατήσουν τον πιστό λαό εντελώς μακριά, χωρίς να έχει την παραμικρή συμμετοχή, ούτε καν τη στοιχειώδη ενημέρωση για τις διεργασίες αυτές. Και δυστυχώς, όχι μόνο οι λαϊκοί, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα και οι περισσότεροι Επίσκοποι και Σύνοδοι των Τοπικών Εκκλησιών κρατήθηκαν εντελώς μακριά από την προετοιμασία ενός τέτοιου σημαντικού γεγονότος. Τη διεκπεραίωση αυτής της μοναδικής διαδικασίας ανέλαβε μία μικρή ομάδα προσώπων, που είχαν βέβαια μια συνοδική τυπική εξουσιοδότηση-νομιμοποίηση, αλλά ουσιαστικά για το έργο αυτό ήσαν αποκομμένοι, από το λοιπό πλήρωμα της Εκκλησίας. Απλώς, κάπου-κάπου, ανακοινώνονται ειλημμένες αποφάσεις και τετελεσμένα γεγονότα. Να υπενθυμίσουμε την έμπονη καταγγελία διακεκριμένου Επισκόπου της Εκκλησίας μας ότι τα κείμενα των προσυνοδικών διασκέψεων «είναι άγνωστα στους περισσότερους Αρχιερείς και σε μένα, και παραμένουν σε κάποιες Επιτροπές και Γραφεία, και δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενό τους»[1]! Είναι προφανής η σοβαρότητα της αναφοράς αυτής, που καταδεικνύει το σοβαρότατο εκκλησιολογικό έλλειμμα της διαδικασίας αυτής και συνεπώς και της ιδίας της Συνόδου…
2.  Επίσης, σημαντικές επιφυλάξεις έχουν τεθεί από πολλούς για τη θεματολογία της Συνόδου. Σε τέτοιες μεγάλες Συνόδους προτεραιότητα στη θεματολογία πρέπει να έχουν τα ζητήματα πίστεως και να ακολουθούν τα ζητήματα εκκλησιαστικής τάξεως. Λέει πολύ χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος: «Χρή γαρ πρῶτον πᾶσαν περί τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καί τότε περί τῶν πραγμάτων ἒρευναν ποιεῖσθαι». Δυστυχώς όμως από την έως τώρα προετοιμασία της Συνόδου απουσιάζουν εντελώς θέματα οριοθετήσεως της Ορθοδόξου πίστεως έναντι των ποικίλων αιρετικών και πλανεμένων αντιλήψεων και πρακτικών: Τα καινοφανή παπικά δόγματα πρωτείου και αλαθήτου της Α΄ Βατικανής (1870), η νέα εκκλησιολογία της Β΄ Βατικανής (1965), οι προτεσταντικές πλάνες, ο υλισμός, ο αθεϊσμός, η θεοσοφία, ο  συγκρητισμός κ.α. δεν φαίνεται να απασχολούν τη Σύνοδο, ωσάν να μην έχουν καμμία επίδραση στη ζωή της Εκκλησίας μας και των μελών της. Αντίθετα, στην προετοιμασία της Συνόδου πλεονάζουν θέματα εκκλησιαστικής τάξεως και ζωής, ορισμένα από τα οποία είναι ήσσονος σημασίας ή έχουν ήδη λυθεί από την παράδοσή μας, για τα οποία όμως, ως μη όφειλε, έχουν αναλωθεί πολλές ώρες συζητήσεων και διορθόδοξης συνεργασίας. Θα είναι τουλάχιστον λυπηρό να επαληθευθεί για την επί 90 χρόνια προετοιμαζομένη Πανορθόδοξο Σύνοδο η θυμόσοφος αρχαία ρήση «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν», διότι τότε η «οδύνη» αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε όνειδος για την Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Μη γένοιτο…
Το σοβαρό αυτό κενό στη θεματολογία της Πανορθοδόξου Συνόδου μπορεί να το καλύψει εν πολλοίς η ομόφωνη συνοδική πρόταση του Πατριαρχείου της Σερβίας που ζητά την ένταξη στα θέματα της Συνόδου της τυπικής αναγνωρίσεως των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων, διότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν λάβει σοβαρότατες θεολογικές και δογματικές αποφάσεις. Τυχόν ρητή και άμεση απόρριψη του αιτήματος αυτού ή έμμεση απόρριψή του με την παραπομπή σε «συνοδικές» καλένδες του μέλλοντος (απωτέρου ή μάλλον απωτάτου) θα κλονίσει τη θεολογική αξιοπιστία και Ορθοδοξία της Πανορθοδόξου Συνόδου! Αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι αυτοί και δεν συζητηθεί το θέμα αυτό τώρα, με προφανή σκοπό να μη δυσαρεστήσουμε το Βατικανό (!), η Πανορθόδοξη Σύνοδος από Σύνοδος της Ορθοδοξίας κινδυνεύει να καταντήσει θεραπαινίδα του Βατικανού! Θα είναι φρικτά τρομερό στα κείμενα της Πανορθοδόξου Συνόδου να γίνει αναφορά στο ΠΣΕ (Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών») – νομιμοποιώντας το ουσιαστικά – και να μην υπάρξει αναγνώριση των Η΄ και Θ΄ Οικουμενικών Συνόδων… Ο Θεός να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο!
3. Υπάρχει η πρόταση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την παρουσία στην Πανορθόδοξη Σύνοδο ως “παρατηρητών” παπικών, προτεσταντών, αντιχαλκηδονίων μονοφυσιτών, δηλ. καταδικασμένων αιρετικών από την εκκλησιαστική συνείδηση, από Πατέρες και Οικουμενικές Συνόδους! Ουδέποτε στη δισχιλιόχρονη ζωή της Εκκλησίας, στις τοπικές ή σε Οικουμενικές Συνόδους, υπήρχαν “παρατηρητές”. Μόνο στις δύο παπικές συνόδους του Βατικανού εμφανίστηκε το καθεστώς των “παρατηρητών”! Η Πανορθόδοξη όμως Σύνοδος δεν μπορεί να έχει ως πρότυπο τις παπικές πρακτικές, μεθόδους και μεθοδεύσεις. Επίσης, η Πανορθόδοξη Σύνοδος αποτελεί, πρέπει να αποτελεί, την ύψιστη φανέρωση και έκφραση της ίδιας της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού και δεν μπορεί να εκπέσει σε συνέδριο ανταλλαγής απόψεων, ούτε σε μια απλή πανηγυρική εκδήλωση-συνάντηση με κριτήρια και στοχεύσεις «εκ του κόσμου τούτου»…
Στην ιστορία της Εκκλησίας οι αιρετικοί καλούνταν και παρίσταντο στις Συνόδους όχι ως «παρατηρητές», αλλά για να απολογηθούν ή να εκφράσουν την μετάνοιά τους, και αν επέμεναν στην πλάνη και στην αίρεση καθαιρούνταν, αναθεματίζονταν και αμέσως εκδιώκονταν της Συνόδου και δεν συμμετείχαν στη συνέχεια των εργασιών της. Η παρουσία στην Πανορθόδοξο Σύνοδο ως «παρατηρητών» εκπροσώπων αιρετικών Κοινοτήτων και Ομολογιών που έχουν καταδικαστεί από την πατερική συνείδηση και τις Οικουμενικές Συνόδους νομιμοποιεί την πλάνη και την αίρεση και συνεπώς ακυρώνει την ίδια τη Σύνοδο: Σύνοδος η οποία δε διαστέλλει «αναμέσον βεβήλου και αγίου» (Όρος της Ζ΄ Οικουμενικής), την Ορθοδοξία από την αίρεση, την αλήθεια του Χριστού από τη δαιμονική πλάνη νομιμοποιώντας εκκλησιαστικά την αίρεση δεν μπορεί να είναι πραγματικά Ορθόδοξη, αλλά κινδυνεύει να εκπέσει σε ψευδοσύνοδο και ληστρική. Επί πλέον δε, η παρουσία ως «παρατηρητών» εκπροσώπων αιρέσεων θα έχει σοβαρότατες, καταστροφικές ποιμαντικές προεκτάσεις:
1. θα προκαλέσει σύγχυση στους πιστούς μας εισάγοντας στη συνείδησή τους τη θεοσοφική προσέγγιση «μαζί και διαφορετικά» (δηλ. δεν έχει καμία σημασία το περιεχόμενο της πίστης) και
2. αντί να συντελέσει στην ενότητα της Εκκλησίας μας θα την κλονίσει δίνοντας σοβαρότατα επιχειρήματα για τη δημιουργία ή την εδραίωση σχισμάτων! Ας ευχηθούμε και προσευχηθούμε να μην οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο οδυνηρό σημείο, και επιβεβαιωθούν οι χειρότεροι των φόβων …
Θα ήθελα να τελειώσω τις σύντομες αυτές σκέψεις πόνου και αγωνίας με σχετική αναφορά του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, στην οποία είναι εμφανέστατη η αγωνία του για την κατάληξη της Πανορθοδόξου Συνόδου. Γράφει ο Σεβασμιώτατος: «Τό θέμα δέν εἶναι νά συγκληθῆ ἁπλῶς ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,[προσθέτω εγώ: για να ικανοποιηθεί η ρηχή υστεροφημία κάποιων ότι επί ημερών τους συγκροτήθηκε τέτοια Σύνοδος, ή για να επιτευχθούν εθνοφυλετικές στοχοθεσίες κάποιων άλλων] ἀλλά νά παραμείνη στήν ἱστορία ὡς ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη καί νά εἶναι διάδοχη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς Συνόδου τοῦ 879-80 (Η΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο), τῆς Συνόδου τοῦ 1351 (Θ΄ Οἰκουμενική) καί τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848, στίς ὁποῖες πρέπει νά ἀναφερθῆ, ὅπως γίνεται σέ τέτοιες μεγάλες Συνόδους, γιά νά μήν παρουσιασθῆ ὡς ἀποκεκομμένη ἀπό τίς προηγούμενες Συνόδους, ἀλλ’ ὡς συνέχειά τους. Ἄν δέν γίνη ἀναφορά στίς προηγούμενες Οἰκουμενικές καί Μεγάλες Συνόδους ἤ ἄν ἀναφερθοῦν μόνον οἱ ἑπτά (7) Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί παραλειφθοῦν οἱ ἑπόμενες, τότε θά ὑπάρξη σοβαρό θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική πρόκληση ὄχι ἁπλῶς τῆς ἱστορίας, ἀλλά τῆς πραγματικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό μιά θεολογική, ἐκκλησιολογική καί κανονική προοπτική»[2].
Πάτρα, 11 Οκτωβρίου 2015
Εορτή των Πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου

[2] ο.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.