Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
Πόσο ἁρμονικὰ καὶ ἰσορροπημένα
παραθέτει ὁ Ἅγιος τὶς δύο αὐτὲς λειτουργίες τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, τὴ σκέψη καὶ
τὴ μνήμη, ὑπενθυμίζοντας τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο τὶς ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ἡ
καθεμιά, συνταιριασμένη μὲ τὸ ἀντίστοιχο θέμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει νὰ ἀσχολεῖται. Ἡ σκέψη μὲ τὸ θάνατο, γιὰ νὰ
κρατήσει τὸν ἄνθρωπο στὴ φρόνηση καὶ στὴ σύνεση καὶ ἡ μνήμη μὲ τὸ Θεό, γιὰ νὰ τὸν
κρατήσει στὴ ζωντανὴ ἐλπίδα. Εἶναι οἱ κορυφαῖες ἀπασχολήσεις τους στὴν παροῦσα
ζωή. Χαρακτηρίζει, τὴ σκέψη τοῦ θανάτου φοβερότερη ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχει νὰ
σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ θαυμασιότερη ἀπὸ ὅλα ὅσα ἔχει νὰ θυμᾶται.
Τέλειος συνδυασμός.
Εἶναι πολὺ ἐπίκαιρα τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου, καθόσον ὁ φόβος τῆς ἀνασφάλειας
καὶ κατ΄ ἐπέκταση τοῦ θανάτου, πλανᾶται ἀπειλητικὸς καὶ τυραννικὸς στὶς ἡμέρες
μας, λόγω τῆς ἀστάθειας καὶ τῆς κρισιμότητας τῆς καταστάσεως τῶν περὶ τὴν εἰρήνη θεμάτων στὴν ἀνθρωπότητα.
Ἡ εἰρήνη καθίσταται πλέον ἐπισφαλὴς καὶ ὁ κόσμος περιμένει ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς. Μὲ
ἀνεξήγητη καθυστέρηση, μὲ ὕποπτη ἀναβλητικότητα, μὲ ἀπάνθρωπη, σαδιστικὴ
διάθεση, ὡς οἱ χείριστοι τῶν τυράννων, οἱ κρατοῦντες ἰσχυροί τοῦ
κόσμου, περιμένουν νὰ ἐξουθενωθοῦν οἱ ψυχές, κρατώντας τες στὸ χέρι, μέχρι
τελικῆς ψυχικῆς ἐξόντωσης. Νὰ φοβοῦνται οἱ λαοί, γιὰ νὰ κάνουν αὐτοὶ ἀνενόχλητοι
τὶς ἄνομες πράξεις τους.
Ξέρουν πὼς δὲν ἔχουν νὰ
καταφύγουν ἀλλοῦ οἱ ἄνθρωποι καὶ περιμένουν ἀπ` αὐτοὺς τὴ λύτρωση. Ἀφοῦ
κατάφεραν, μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διαθέτουν, νὰ κάνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους θεούς,
τώρα παίζουν χωρὶς ἀντίπαλο. Ποῦ νὰ ἐλπίσει ὁ ἄνθρωπος; Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πίστη
στὸ ζωντανὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ τελειώνουν ὅλα ἐδῶ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἄλλος
κόσμος πνευματικός, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει αἰωνιότητα, ἀφοῦ λησμονήθηκε τὸ ψαλμικό:
«μὴ πεποίθατε ἐπ΄ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἶς οὐκ ἔστι
σωτηρία» (Ψαλ. 145,3), ποῦ νὰ ἐλπίσει;
Ὅμως ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ δι` αὐτοῦ ἡ Ἁγία
μας Ἐκκλησία, δίνει στὸν ἄνθρωπο ἀπάντηση καὶ λύση καὶ
μάλιστα καταλυτική. «Οὐδὲν οὔτε ἐννοίας θανάτου φοβερώτερον, οὔτε Θεοῦ μνήμης θαυμασιώτερον». Ναί, εἶναι φοβερὸς ὁ φόβος τοῦ θανάτου, «ἡ ἀποκαραδοκία τοῦ θανάτου», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ τὴν ἔζησε στὶς περιοδεῖες του. «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον» καὶ «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. Δὲν μένει ὅμως ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴ μία ὁ κίνδυνος τῆς ἀπελπισίας κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἰσχυρότατο ὅπλο ποὺ παραστέκει, τὴν ὑπερβαίνει καὶ τὴν καταλύει. Διότι ὁ μέγας ἀντίπαλός του, ποὺ τὸν ἔχει κατανικήσει καὶ τὸν κατάργησε, εἶναι ὁ Χριστός. Γι` αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγιος: «οὔτε μνήμης Θεοῦ θαυμασιώτερον». Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου ἀπὸ μόνη της, χωρὶς Θεό, εἶναι κόλαση γιὰ τὴν ψυχή.
μάλιστα καταλυτική. «Οὐδὲν οὔτε ἐννοίας θανάτου φοβερώτερον, οὔτε Θεοῦ μνήμης θαυμασιώτερον». Ναί, εἶναι φοβερὸς ὁ φόβος τοῦ θανάτου, «ἡ ἀποκαραδοκία τοῦ θανάτου», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ τὴν ἔζησε στὶς περιοδεῖες του. «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον» καὶ «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία. Δὲν μένει ὅμως ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴ μία ὁ κίνδυνος τῆς ἀπελπισίας κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἰσχυρότατο ὅπλο ποὺ παραστέκει, τὴν ὑπερβαίνει καὶ τὴν καταλύει. Διότι ὁ μέγας ἀντίπαλός του, ποὺ τὸν ἔχει κατανικήσει καὶ τὸν κατάργησε, εἶναι ὁ Χριστός. Γι` αὐτὸ γράφει ὁ Ἅγιος: «οὔτε μνήμης Θεοῦ θαυμασιώτερον». Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου ἀπὸ μόνη της, χωρὶς Θεό, εἶναι κόλαση γιὰ τὴν ψυχή.
Δὲν ἀφήνει μόνο του τὸ θάνατο νὰ ἁλωνίζει
τὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἀφήνει καὶ μόνο του τὸν ἄνθρωπο, νὰ βασανίζεται κάτω
ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἀβεβαιότητας καὶ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Ὑπενθυμίζει τὴν
καταφυγὴ στὴ «θαυμασιότερη πάντων μνήμη τοῦ Θεοῦ». Στὴ μνήμη, ποὺ δίνει ζωντανὴ
καὶ παροῦσα τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀνέλπιστου, τὴν ἐλπίδα τοῦ ἐν πάση περιπτώσει
παρακειμένου θαύματος, τὴν ἐλπίδα τῆς ἀληθινῆς λυτρώσεως, τὴν κατάλυση κάθε
φόβου καὶ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου. Πού ἀλλοιώνει τελείως τὸ φόβο, ποὺ τοῦ κλέβει
τὰ ὄπλα καὶ τὸν καθιστὰ ἀνίσχυρο καὶ ἀκόμη, ὢ τοῦ θαύματος, τὸν μεταβάλλει σὲ
χαρὰ καὶ βέβαιη καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα. Συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
στοὺς Ἑβραίους: «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ
βλεπομένων» (Ἑβρ.11,1). Ἐλπιζομένων ὑπόστασις: Ὄχι ἐλπίδα ἀναμενόμενη ἀλλὰ ὑφιστάμενη,
τουτέστιν παροῦσα. Ὄχι ἐλπίδα τοῦ τύπου «θὰ πετύχω τὸ λαχεῖο» ἀλλὰ ζωντανή, ἤδη
βιούμενη.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὑπῆρξε Ὁμολογητὴς
τῆς πίστεως. Δοκιμάστηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀπειλήθηκε, ἀκρωτηριάστηκε, ἐξορίστηκε,
ἀλλὰ δὲν πρόδωσε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη του στὸ Θεό. Εἶναι συγκινητικὴ ἡ
ταπείνωση τοῦ Ἁγίου, ποὺ συνόδεψε ὅλες τους τὶς ἐκφράσεις καὶ κινήσεις, ἀκόμη
καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἀδικία ἐναντίον του ἦταν κατάφωρη. Προφανῶς, ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ,
ἡ σταθερὴ ὁμολογία καὶ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση τὸν κράτησαν σταθερὸ στὴν ὁμολογία
του. Ἀλλὰ καὶ ἀμέτρητοι ἅγιοι μάρτυρες ὑπερέβησαν τὸ φόβο τοῦ θανάτου στὰ
χρόνια τῶν διωγμῶν καὶ τῆς Τουρκοκρατίας μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεως. Στὶς μέρες
μας, μαθαίνουμε τὰ μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν τῆς Συρίας καὶ τοὺς θανάτους, μὲ
θαυμαστὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ὁμολογίας πίστεως. Παρόμοια ἦταν καὶ τοῦ ἁγίου Εὐγενίου Ροντιόνωφ στὴν Τσετσενία
(1996 μ.Χ).
Ποῦ τὴ βρῆκαν τόση δύναμη, γιὰ νὰ
ὑπερβοῦν τὸ φόβο τοῦ θανάτου; «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτω θάνατον
πατήσας», μᾶς λέει τὸ ἀναστάσιμο τροπάριο. Βέβαια, ἐδῶ θάνατος ἐννοεῖται καταρχᾶς
ὁ πνευματικὸς θάνατος. Ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ αὐτή, τὴ φυσική, ποὺ μᾶς τὴ χάρισε ὁ
Χριστός, ἔχει «χρέος» νὰ μᾶς τὴ διαφυλάξει, ὅταν καταφεύγουμε μὲ πίστη σ` αὐτόν.
Θὰ προσευχηθοῦμε, θὰ τὸν παρακαλέσουμε, θὰ ταπεινωθοῦμε καὶ θὰ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεός
του καὶ στὴν ἀγάπη του. Χωρὶς Θεό, ὅμως; Ποῦ ἡ διέξοδος; Ποῦ ἡ ἐλπίδα; «Ἰδοὺ νῦν
καιρὸς εὐπρόσδεκτος» (Β΄ Κορ.6,2).
Τώρα, ποὺ «αἱ ἡμέραι
πονηραὶ εἰσι» (Ἐφεσ. 5,16) καὶ προκύπτουν οἱ
ἀφορμὲς γιὰ περισυλλογὴ καὶ αὐτοέλεγχο, λόγω τῶν πολλῶν ἐξωγενῶν δυσκολιῶν
καὶ ἐπικείμενων πιθανῶν δεινῶν, πέρα ἀπὸ
τὰ προσωπικὰ τοῦ καθενός μας, ἂς στρέψουμε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ μας μέσα μας,
νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ταπεινὰ νὰ παραδεχτοῦμε καὶ νὰ ἐλεγχθοῦμε ἀπὸ τὰ
λάθη μας καὶ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἤδη προϊούσα Νηστεία τῶν
Χριστουγέννων, νὰ καταφύγουμε στὸ πετραχήλι τοῦ παπᾶ, νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ
Χριστοῦ, νὰ ὁμολογήσουμε τὴ μηδαμινότητά μας, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀνάπαυση τῆς
ψυχῆς, τὴν ὁποία πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν πρόκειται νὰ βροῦμε. Ἡ ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας μᾶς
περιμένει.
Τέλος ὁ φόβος, τέλος ἡ ἀπελπισία,
τέλος τὰ ἀδιέξοδα. Δίπλα μας στέκει ὁ Θεὸς καὶ περιμένει νὰ τὸν ἀγκαλιάσουμε. Μὴν
καθυστεροῦμε. Τὸ μέλλον εἶναι ἄδηλο καὶ ἡ ἀναβολὴ ὁ ὄντως θάνατος. Καὶ κατὰ τὸν
ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο: «Οὐ τὸ ἀποθανεῖν κακόν, ἀλλὰ τὸ κακῶς ἀποθανεῖν».
Γιατί νὰ ἀδικήσουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ «κακῶς ἀποθανεῖν»; Ἂς τρέξουμε, λοιπόν,
ἀδέλφια μου, ἂς τρέξουμε!
Κιλκίς, 23-11-1015 Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.