Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

ΛΙΓΟΙ ΘΑ ΣΩΘΟΥΝ

Κυριακὴ ΙΑ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 14,16-24· Ματθ. 22,14)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

 ΛΙΓΟΙ ΘΑ ΣΩΘΟΥΝ

«Πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Ματθ. 22,14)

Οι δύο δρόμοιΘΑ ΗΘΕΛΑ στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας νὰ ἀπευθύνω ἕνα ἐρώτημα· Πόσες οἰκογένειες κατοικοῦν κατὰ μέσον ὅρο σὲ μία μεγάλη ἐνορία; Δύο χιλιάδες (2.000) περίπου; Καὶ πόσες ψυχὲς εἶνε οἱ δύο αὐτὲς χιλιάδες οἰκογένειες; Δέκα χιλιάδες (10.000) ψυχὲς περίπου; Ὅλοι αὐτοὶ εἶνε βαπτισμένοι, ὅλοι βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα. Ἐξαίρεσις εἶνε νὰ ὑπάρχῃ κάποιος αἱρετικὸς ἢ ἀλλόθρησκος. Ὅλοι σχεδὸν εἶνε ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ὅλων οἱ ταυτότητες γράφουν «Χριστιανὸς ὀρθόδοξος». Κι ἀφοῦ καὶ οἱ δέκα χιλιάδες εἶνε ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τί ἔπρεπε νὰ κάνουν; Κάθε Κυριακή, μόλις χτυπᾷ ἡ καμπάνα, θά ᾿πρεπε ὅλοι τους νὰ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια καὶ νὰ τρέχουν στὴν ἐκκλησία, ἐκτὸς τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν γερόντων. Καὶ ὅμως· ἀπὸ τὶς δέκα χιλιάδες Χριστιανούς, ποὺ εἶνε γραμμένοι στὰ χαρτιά, στοὺς καταλόγους, πόσοι ἐκκλησιάζονται; Δὲν εἶνε παραπάνω ἀπὸ πεντακόσες (500) ψυχές, ἄντρες καὶ γυναῖκες. Οἱ ἄλλοι ποῦ;
Ἀλλ᾿ ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἄλλους. Ἂς δοῦμε τώρα, αὐτοὶ οἱ πεντακόσοι ποὺ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, ὅσοι ἀκόμα, στὰ χρόνια αὐτά, θεωροῦμε καθῆκον μας νὰ ἐκκλησιαζώμεθα, ἐμεῖς ἐκτελοῦμε τὰ χριστιανικά μας καθήκοντα; Εἴμεθα ἐν τάξει πρὸ παντὸς μὲ τὴ μεγάλη, τὴν κορυφαία ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μας, τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Ἔχουμε ἀγάπη στὸ Θεό; ἔχουμε ἀγάπη στὸν πλησίον; Ἀλλοίμονο! Ἂν πάρῃ ὁ ἄγγελος κόσκινο καὶ κοσκινίσῃ κ᾿ ἐμᾶς, δὲν ξέρω πόσοι θὰ βρεθοῦμε Χριστιανοί. Γι᾿ αὐτὸ φωνάζει σήμερα ὁ Κύριος· «Πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί» (Ματθ. 22,14).
Ἐὰν σᾶς ἔλεγα ―συγχωρῆστε με―, ὅτι ἀπὸ τοὺς πεντακόσους ποὺ ἐρχόμεθα στὴν ἐκκλησία ἐντὸς ἑνὸς ἔτους μόνο δέκα (10) θὰ μείνουν στὴ ζωή, ὅτι μέσα σ᾿ ἕνα χρόνο μόνο δέκα θὰ ζήσουνε, δὲν θὰ ἀνησυχούσατε; Δὲν θὰ θέλετε νὰ εἶστε μεταξὺ τῶν δέκα; Ποιός θὰ ἤθελε μέσα
σ᾿ ἕνα χρόνο νὰ πεθάνῃ; Καὶ γιατί τὸ λέω αὐτό, ὅτι ἀπὸ τὶς χιλιάδες Χριστιανῶν κι ἀπὸ τοὺς πεντακόσους ποὺ ἐκκλησιάζονται λίγοι θὰ σωθοῦν; Διότι αὐτὸ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι θὰ σωθοῦν λίγοι, πολὺ λίγοι, στὴ γενεά μας καὶ στὴν ἐποχή μας.
―Μὰ γιατί; θὰ πῆτε. Τόσο ζοφερὰ εἶνε τὰ πράγματα στὸ Εὐαγγέλιο; Τόσο αὐστηρὸς καὶ κακὸς εἶνε ὁ Θεός; Τόσο λίγοι θὰ σωθοῦν;
Ἐμένα ρωτᾶτε γιατί ἀπὸ τοὺς χίλιους ἕνας θὰ σωθῇ; Τεντῶστε τὸ αὐτάκι σας. Ἀκούσατε τὸ εὐαγγέλιο; Λοιπὸν κ᾿ ἐμεῖς δείχνουμε τὴν ἴδια διαγωγὴ ποὺ ἔδειξαν καὶ οἱ προσκεκλημένοι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου. Τοὺς κάλεσε, λέει, ἕνας βασιλιᾶς σὲ τραπέζι. Καὶ ὁ ἕνας εἶπε· Ἀγόρασα χωράφι, θὰ πάω νὰ τὸ δῶ. Ὁ ἄλλος εἶπε· Ἀγόρασα δέκα βόδια, θὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω. Ὁ τρίτος, ἕνας νιόπαντρος, πιὸ αὐθάδης, πιὸ ὑλιστής, τί λέει· Ἔχω γυναῖκα, δὲν εὐκαιρῶ. Καὶ δὲν πῆγε κανείς τους. Προφάσεις ἦταν αὐτά. Καὶ τὸ χωράφι δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ θέσι του, καὶ τὰ βόδια μποροῦσε νὰ πάῃ τὴν ἄλλη μέρα νὰ τὰ δοκιμάσῃ, καὶ τὴ γυναῖκα μποροῦσε νὰ τὴ φέρῃ κι αὐτὴ στὸ βασιλικὸ τραπέζι. Καὶ ὅμως μὲ τὶς προφάσεις ἀρνήθηκαν. Καὶ τί εἶπε ὁ Κύριος· Κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν εἶνε ἄξιος τοῦ μυστικοῦ μου δείπνου, δὲν εἶνε ἄξιος τῆς βασιλείας μου.

* * *

Κάτι τέτοιο, ἀγαπητοί μου, κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς. Διότι κ᾿ ἐμᾶς, ὅπως αὐτοὺς τοὺς προσκεκλημένους τοῦ εὐαγγελίου, μᾶς κάλεσε ὁ Δεσπότης· κ᾿ ἐμᾶς ἔτσι μᾶς καλεῖ. Ὅλους μᾶς καλεῖ. Ἡ καμπάνα ποὺ χτυπᾷ τὴν Κυριακή, εἶνε προσκλητήριο. Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριός μας καὶ μᾶς λέει· Ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία, «λάβετε φάγετε…, πίετε…» (Ματθ. 26,26-27). Καὶ τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας; Δὲ᾿ λέω τί κάνουν οἱ ἄθεοι· ἄσ᾿ τους αὐτούς. Αὐτοὶ ἀκοῦνε καμπάνα καὶ βλαστημᾶνε. Δὲ᾿ λέω αὐτούς, οὔτε τοὺς ὑλιστάς. Αὐτοὶ θὰ θέλανε νὰ γκρεμίσουνε τὶς ἐκκλησίες καὶ νὰ τὶς κάνουν καζῖνα γιὰ τουρισμὸ κ.λπ.. Δὲ᾿ λέω γι᾿ αὐτούς. Λέω γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ λένε ὅτι πιστεύουν, ποὺ λένε ὅτι θέλουν τὴ θρησκεία. Αὐτοὺς ἐρωτῶ· τί κάνουν τὴν ὥρα ποὺ χτυπᾷ ἡ καμπάνα; ―Καλά, σοῦ λένε αὐτοί, δὲν εμεθα ἄθεοι, δὲν εμεθα ὑλισταί. Ἐμεῖς πιστεύουμε. Καλὸ πρᾶγμα εἶνε ἡ ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἔχουμε σπίτια καὶ οἰκογένειες, ἔχουμε ἄντρες καὶ παιδιά, ἔχουμε δουλειές… Ὅλοι τους στὰ χείλη ἔχουν τὸ στερεότυπο· ―Δὲν ἔχουμε καιρό… Ψέμα! Πιὸ μεγάλο ψέμα δὲν ὑπάρχει. Οἱ ἄνθρωποι τῆς μοντέρνας γενεᾶς μας ἔχουν καιρὸ γιὰ τὸ μπάνιο τους, γιὰ τὴν καθαριότητά τους, γιὰ νὰ πᾶνε στὴ μοδίστρα, γιὰ νὰ χαζεύουν στὶς βιτρίνες· ἔχουν καιρὸ γιὰ τὸ θέατρο, γιὰ τὸν κινηματογράφο, γιὰ τὸ χαρτοπαίγνιο, γιὰ τὸ ἱπποδρόμιο, γιὰ ἐκδρομές· ἔχουν καιρὸ γιὰ τὸ πάρτυ, γιὰ τὸ χορό, γιὰ ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα. Καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν καιρό.
Στὴν Ἀμερικὴ ὑπολόγισαν, ποῦ ξοδεύει τὴ ζωή του ἕνας σημερινὸς ἄνθρωπος. Ἀκοῦστε. Ἀπὸ τὰ 70 χρόνια του ξοδεύει· 24 χρόνια γιὰ ὕπνο, 24 χρόνια κοιμᾶται· 6 χρόνια γιὰ σπουδές· 6 χρόνια γιὰ φαΐ· 6 χρόνια γιὰ περίπατο· 6 χρόνια γιὰ διασκεδάσεις· 3 χρόνια γιὰ κουβέντες καὶ ἐπισκέψεις. Καὶ μέσα στὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ἐργασίας του δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ τὸ Θεό! Χρόνο γιὰ τὸ διάβολο ἔχει ἡ γενεά μας, χρόνο γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχει.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Διότι τὸν πολύτιμο χρόνο ποὺ ἔχουμε, δὲν τὸν διαθέτουμε ὅπως πρέπει. Μετρῆστε. Ἡ ἑβδομάδα ἔχει 7 ἡμέρες, κάθε ἡμέρα 24 ὧρες, δηλαδὴ ἡ ἑβδομάδα ἔχει 168 ὧρες. Ἀπὸ τὶς 168 αὐτὲς ὧρες δὲν ζητάει πολλὲς ὁ Θεός. Μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξοικονομήσῃ 1 ὥρα τὴν ἑβδομάδα γιὰ ν᾿ ἀνοίξῃ τὸ Εὐαγγέλιο, 1 ὥρα γιὰ νὰ γονατίσῃ καὶ νὰ προσευχηθῇ, 1 ὥρα γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό – τόσο βαστάει ἡ θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…». Καὶ ὅμως, ἀπὸ τὶς 168 ὧρες, στὸ Θεὸ δὲν δίνουμε οὔτε 1 ὥρα. Καὶ ὕστερα ρωτᾶτε, γιατί θὰ σωθοῦν λίγοι; Νά γιατί εἶπε ὁ Χριστὸς τὰ μεγάλα λόγια «Πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί».
Μιλοῦσε κάποτε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν πόλι, ποὺ εἶχε πληθυσμὸ διακόσες χιλιάδες (200.000) Χριστιανούς. Καὶ δὲν ἦταν κόλακας ὁ Χρυσόστομος. Πῆρε λοιπὸν μιὰ ζυγαριά· ζύγισε τὰ ἀνάκτορα, ζύγισε τοὺς πλουσίους, ζύγισε τοὺς μορφωμένους, ζύγισε τοὺς νομικούς, ζύγισε τὶς γυναῖκες, τοὺς ἄντρες. Τοὺς ἔβγαλε σκάρτους ὅλους. Καὶ στὸ τέλος τί εἶπε· «Ἀπὸ τὶς διακόσες χιλιάδες, ποὺ ἔχει ἡ πόλις, ἀμφιβάλλω ἂν ἑκατὸ (100) θὰ σωθοῦν»! Κι ἂν ζοῦσε στὰ χρόνια μας καὶ μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ Θεοῦ ζύγιζε τοὺς Ἕλληνες ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων, δὲν ξέρω, ἀδελφοί μου, πόσοι θὰ ἔμεναν.
Μόνο στὶς ταυτότητες εἴμεθα Χριστιανοί· στὰ ἔργα εἴμεθα χειρότεροι ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ποῦ εἶνε ἡ χριστιανοσύνη μας; ποῦ ἡ μετάνοιά μας, ποῦ ἡ θεία κοινωνία μας; ποῦ ἡ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου; Ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη μας; ποῦ ἡ ἐλεημοσύνη μας;… Σβήσανε ὅλα αὐτά. Καὶ τί μείναμε; Νὰ σᾶς τὸ πῶ; Μὴ θυμώσετε. Διαβάστε τί λέει ὁ προφήτης Βαρούχ. Ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ τί εἶδε. Ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ «κτηνῶν τετραπόδων» (Βαρ. 3,32). Καὶ ποιούς ἐννοεῖ «κτήνη τετράποδα»; Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε δύο πόδια· δυὸ πόδια μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. Τὸ κεφάλι μας εἶνε ψηλά, γιὰ νὰ βλέπῃ τὰ ἄστρα, νὰ βλέπῃ τὸν οὐρανό. Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε σὰν τὰ ζῷα, ποὺ ἔχουν τὸ κεφάλι τους κάτω στὴ λάσπη. Ἐπλήσθη ἡ γῆ «κτηνῶν τετραπόδων». Δὲν εἴμεθα πλέον Χριστιανοί, δὲν εἴμεθα πλέον ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ εἴμεθα μόνο σάρκες, μόνο κόκκαλα, μόνο στομάχι, μόνο κοιλιά, μόνο συμφέροντα, μόνο ἰδιοτέλεια. Ποῦ εἶνε ὁ χριστιανισμός μας;

* * *

Ἀδελφοί μου! Δὲν σᾶς τὰ εἶπα αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς λυπήσω. Πάρτε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια σας καὶ ζυγιστῆτε. Κι ἂν δῆτε ὅτι δὲν εἴμεθα ἐν τάξει, ἂς ἐπιστρέψουμε στὸ Θεό. Γιατὶ στὴ γενεά μας, ποὺ εἶνε γενεὰ διαβόλου, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, μέσα στοὺς χίλιους ἕνας θὰ σωθῇ. Ἂς προσέξουμε, διότι τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Καὶ ὁ λόγος του δὲν διαψεύδεται. Ὁ ἴδιος βεβαιώνει· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Καὶ τὰ ἄστρα θὰ σβήσουν, καὶ ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ, καὶ τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ βουνὰ θὰ λειώσουν, ἀλλὰ ὁ λόγος του μένει· «Πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί».
Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων του, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ εἴμεθα μεταξὺ τῶν ὀλίγων, πρὸς δόξαν τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Aὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Τριάδος Κεραμεικοῦ – Ἀθηνῶν 17-12-1961)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.