Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Πανορθόδοξος Σύνοδος: Μία Σύνοδος με έλλειμμα συνοδικότητος και ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας!

Απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη Δημ. Τσελεγγίδη:


ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος
καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας

Συνέντευξη τοῦ Καθηγητῆ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη στόν κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, Διευθυντή Προγράμματος
τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας

Ἀπομαγνητοφωνημένο Κείμενο

ΠΡΩΤΟ  ΜΕΡΟΣ
(24-2-2016)

* Στή γρα­πτή ἀ­πό­δο­ση τῆς συ­νεν­τεύ­ξε­ως ἔ­γι­ναν μι­κρές λε­κτι­κές δι­ορ­θώ­σεις

Γε­νι­κά γιά τή Με­γά­λη Σύ­νο­δο

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ πι­στός λα­ός οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­γνο­εῖ τά σχε­τι­κά μέ αὐ­τό, πού ἀ­κοῦ­με συ­νε­χῶς νά λέ­γε­ται: τήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί M­ε­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά μπο­ρού­σα­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὡς Κα­θη­γη­τής Δογ­μα­τι­κῆς πού εἶ­στε, νά μᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε πού, πό­τε καί για­τί πρό­κει­ται να συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Με­γά­λη Σύ­νο­δος;
 Κα­θη­γη­τής: Πο­λύ εὐ­χα­ρί­στως, ἀ­φοῦ κα­τ’ ἀρ­χήν σᾶς εὐ­χα­ρι­στή­σω θερ­μά γιά τήν δυ­να­τό­τη­τα, πού μοῦ δί­νε­τε μέ­σῳ τοῦ ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ σταθ­μοῦ σας, νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σω μέ τούς ἐ­κλε­κτούς ἀ­κρο­α­τές αὐ­τοῦ τοῦ σταθ­μοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι, στό μέ­τρο πού τούς γνώ­ρι­σα ἀ­νά τήν Ἑλ­λά­δα, ἔ­χουν ἔν­το­να πνευ­μα­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα καί ὑ­γι­ές ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα. Στήν καλ­λι­έρ­γεια αὐ­τοῦ τοῦ φρο­νή­μα­τος συ­νέ­βα­λε καί συμ­βάλ­λει ση­μαν­τι­κά ὁ ἐ­ξαί­ρε­τος ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα σταθ­μός σας. Καί τώ­ρα ἀ­παν­τῶ στό ἐ­ρώ­τη­μά σας.
Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὅ­πως ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τού ἐμ­πνευ­στές της, θά συ­νέλ­θει στό Κο­λυμ­πά­ρι τῶν Χα­νί­ων τῆς Κρή­της, κα­τά τήν Πεν­τη­κο­στή τοῦ τρέ­χον­τος ἔ­τους. Καί ἐ­νῶ τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὑ­πάρ­χει με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα ἐ­νη­με­ρώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νον τῶν ἁ­πλῶν λα­ϊ­κῶν καί κλη­ρι­κῶν, ἀλ­λά καί πολ­λῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μό­λις πρίν λί­γες ἡ­μέ­ρες ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ θε­μα­το­λο­γί­α, πού θά ἀ­πα­σχο­λή­σει τήν Σύ­νο­δο καί «ὁ Κα­νο­νι­σμός
Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν δη­μο­σι­ο­ποι­η­μέ­νων κει­μέ­νων, προ­κύ­πτουν πολ­λά καί καί­ρια ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἀλ­λά καί ἔν­το­νος προ­βλη­μα­τι­σμός γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα καί τόν σκο­πό τῆς Με­γά­λης αὐ­τῆς Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.

Για­τί Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος καί ὄ­χι Οἰ­κου­με­νι­κή
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τό, πού προ­σπα­θοῦ­με νά μά­θου­με κ. Κα­θη­γη­τά, καί κρα­τῶ αὐ­τό πού μᾶς  εἴ­πα­τε: «ὀ­νο­μά­στη­κε ἔ­τσι ἀ­πό τούς ἐμ­πνευ­στές της». Για­τί ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος ὀ­νο­μά­στη­κε Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη; Καί για­τί δέν ὀ­νο­μά­στη­κε Οἰ­κου­με­νι­κή ἤ Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος; Εἴ­χα­με κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α ἀ­πό τούς δι­ορ­γα­νω­τές της; Καί τί ση­μαί­νει στήν πρά­ξη αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη;
Κα­θη­γη­τής: Δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά εἰ­κά­σει κα­νείς καί, κυ­ρί­ως ὡς ἐ­πι­στή­μων, νά ἀ­να­ζη­τή­σει τήν σκο­πι­μό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τῆς δό­θη­κε ὁ τί­τλος αὐ­τός. Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Συ­νό­δου ὡς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης εἶ­ναι μιά προ­βλη­μα­τι­κή καί δι­φο­ρού­με­νη δι­α­τύ­πω­ση. Μέ ἄλ­λα λό­για ἐ­πι­δέ­χε­ται δι­πλῆ ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­πως συ­νή­θως σή­με­ρα λέ­γε­ται. Καί τοῦ­το, για­τί δι­α­βά­ζον­τας τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ὅ­τι ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος ἀ­πε­δί­δε­το στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ὅ­σα δι­α­τυ­πώ­νον­ται στούς Κα­νό­νες συγ­κε­κρι­μέ­νων Συ­νό­δων, ὅ­πως ἔ­χω ὑ­πό­ψιν μου αὐ­τή τήν στιγ­μή, τῆς Α΄ καί τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὅ­που γί­νε­ται μνεί­α τοῦ γε­γο­νό­τος, ὅ­τι αὐ­τοί οἱ Κα­νό­νες προ­ῆλ­θαν ἀ­πό αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Αὐ­τό ση­μαί­νει στήν πρά­ξη, ὅ­τι τό κῦ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­το καί ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό γιά ὅ­λους τούς πι­στούς, –ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τόν Ὅ­ρο, γιά τήν ἀ­πό­φα­ση δη­λα­δή, ἤ τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­πως εἶ­ναι στήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή–, ἀλ­λά καί γιά τούς Κα­νό­νες αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
Μή ὀ­νο­μά­ζου­σα ὅ­μως τόν ἑ­αυ­τό της Οἰ­κου­με­νι­κή ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς νά φο­βᾶ­ται κά­τι. Καί αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι, πού σχε­τί­ζε­ται ὄ­χι μέ μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λά, πάν­τα κα­τά τήν γνώ­μη μου, μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί μά­λι­στα τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη ἄ­πο­ψη, ὅ­τι γιά νά συγ­κλη­θεῖ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βει καί τίς ἄλ­λες λε­γό­με­νες «ἐκ­κλη­σί­ες», πού βρί­σκον­ται στήν αἵ­ρε­ση, ὅ­πως εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν συ­νέ­βη πο­τέ στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Πο­τέ δέν ἔ­λα­βαν μέ­ρος στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους ὅ­σοι ἀ­πέ­κλι­ναν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σοι δη­λα­δή ἦ­σαν αἱ­ρε­τι­κοί.
Τά λέ­με αὐ­τά, ἐ­πει­δή σέ ἕ­να δογ­μα­τι­κό θέ­μα καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό τῆς μέλ­λου­σας Με­γά­λης Συ­νό­δου, οἱ πα­ρα­πά­νω αἱ­ρε­τι­κοί ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἐκ­κλη­σί­ες». Ἀλ­λά σ’ αὐ­τό τό θέ­μα θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με εἰ­δι­κό­τε­ρα, για­τί εἶ­ναι καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο καί τό σο­βα­ρό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί εἶ­ναι, νο­μί­ζω κ. Κα­θη­γη­τά, καί τό θέ­μα πού μέ­χρι στιγ­μῆς ἔ­χει συγ­κεν­τρώ­σει καί τίς πρῶ­τες ἀν­τι­δρά­σεις ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι ὄ­χι ἄ­δι­κα, προ­φα­νῶς, ἀ­π’ ὅ,τι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε. Μᾶς εἴ­πα­τε κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἱ­στο­ρι­κά στίς με­γά­λες αὐ­τές Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους συμ­με­τεῖ­χαν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι θά μπο­ρού­σα­με νά το­νί­σου­με, ὅ­τι στήν Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο δέν συμ­με­τέ­χουν οἱ «ἐκ­κλη­σί­ες» πού ἀ­πο­σχί­στη­καν, πχ. οἱ Ἀν­τι­χαλ­κη­δό­νιοι.
 Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς, αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τεκ­μή­ριο. Ἤ καί νω­ρί­τε­ρα, σέ ἄλ­λες Συ­νό­δους, δέν συμ­με­τεῖ­χαν Ἀ­ρεια­νοί, Νε­στο­ρια­νοί, Μο­νο­φυ­σῖ­τες κ.τ.λ.

Εἶ­ναι Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Ποι­οί με­τέ­χουν;

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, βλέ­που­με μί­α, ἴ­σως ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ, δι­ά­θε­ση νά μή θέ­λου­με νά τήν ὀ­νο­μά­σου­με Οἰ­κου­με­νι­κή, για­τί θά ἀν­τι­δρά­σου­νε οἱ «ἀ­δελ­φές ἐκ­κλη­σί­ες». Εἶ­ναι τε­λι­κῶς αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Θά πα­ρευ­ρε­θοῦν δη­λα­δή ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας;
 Κα­θη­γη­τής: Ἄλ­λο ἕ­να πρό­βλη­μα, πού κα­θι­στᾶ αὐ­τή τήν Σύ­νο­δο κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά προ­βλη­μα­τι­κή. Στήν Σύ­νο­δο αὐ­τή θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν ὅ­λες οἱ Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, τυ­πι­κά. Καί λέ­με ὅ­τι θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν, για­τί πε­ρι­έρ­γως δέν θά προ­σκλη­θοῦν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς κά­θε, Το­πι­κῆς δη­λα­δή, Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε Το­πι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θά ἀ­πο­στεί­λει 23 Ἐ­πι­σκό­πους, μέ 24ο τόν ἡ­γέ­τη καί Προ­κα­θή­με­νό της. Δέν εἶ­ναι γνω­στό ἀ­κό­μη μέ ποι­ά κρι­τή­ρια θά ἐ­κλε­γοῦν αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τά­σχουν. Ἔ­τσι, ὅ­μως, ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή δέν εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά Πα­νορ­θό­δο­ξη, ἀ­φοῦ κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­πο­κλεί­ον­ται. Μέ ἄλ­λα λό­για, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Γι’ αὐ­τό εἶ­πα εἶ­ναι προ­βλη­μα­τι­κή αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α, ἐν σχέ­σει μέ τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς συγ­κλή­σε­ώς της.
Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, γιά νά ποῦ­με τά πράγ­μα­τα μέ τό ὄ­νο­μά τους, εἶ­ναι μί­α δι­ηυ­ρυ­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Δη­λα­δή εἶ­ναι οἱ Προ­κα­θή­με­νοι καί κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι. Βέ­βαι­α, ὑ­πάρ­χουν μι­κρές Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­ριθ­μη­τι­κά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Κύ­προς, ὅ­που θά πᾶ­νε ὅ­λοι. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί με­γά­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι π.χ. ἡ Ρω­σι­κή, μέ πά­νω ἀ­πό 350 Ἐ­πι­σκό­πους καί θά πᾶ­νε 24. Δη­λα­δή οἱ ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι τί γί­νον­ται; Εἶ­ναι δευ­τέ­ρας κα­τα­νο­μῆς; Ἐκ­φρά­ζον­ται ἀ­πό αὐ­τούς τούς 24; Εἶ­ναι καί­ρια αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὁ θε­σμός αὐ­τός, τῶν Συ­νό­δων, δη­λα­δή, τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων, θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι νε­ω­τε­ρι­στι­κός καί τε­λεί­ως ἄ­γνω­στος στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­γι­νε γνω­στός, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε, ἀ­πό τόν ση­με­ρι­νό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων», ὅ­πως εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­μάρ­τυ­ρος καί ἄ­γνω­στος τε­λεί­ως στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Θά μπο­ροῦ­σαν ἐν­δε­χο­μέ­νως κά­ποι­οι νά μᾶς ποῦν ἐ­δῶ, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι καί κα­τά τό πα­ρελ­θόν, στούς προ­η­γου­μέ­νους αἰ­ῶ­νες, εἶ­χαν γί­νει κά­ποι­ες Σύ­νο­δοι τῶν Πα­τρια­ρχῶν, τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων του­λά­χι­στον. Ὡ­στό­σο, ­μως, κα­τα­λα­βαί­νου­με αὐ­τό πού μᾶς εἴ­πα­τε, ­τι ὑ­πάρ­χει μιά μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α π.χ. ἡ Κύ­προς ἤ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Τσε­χί­ας καί Σλο­βα­κί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἔ­χουν τό­σους Ἐ­πι­σκό­πους, ­νῶ μιά ἀν­τί­στοι­χη Ἐκ­κλη­σί­α με­γά­λη, ­πως ἡ Ρω­σι­κή, ­χει πά­ρα πολ­λούς καί δέν μπο­ροῦν νά συμ­με­τέ­χουν ὅ­λοι. Καί προ­φα­νῶς κά­θε ­πί­σκο­πος, ­χον­τας καί τό ποί­μνιό του, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι καί φο­ρέ­ας τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
 Κα­θη­γη­τής: Αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό πού λέ­τε, για­τί τό πρᾶγ­μα δέν εἶ­ναι κα­θα­ρά ἀ­ριθ­μη­τι­κό. Κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά φέ­ρει τό φρό­νη­μα τῆς Το­πι­κῆς του Ἐκ­κλη­σί­ας. Ποι­ός μπο­ρεῖ αὐ­τό τό φρό­νη­μα νά τό ὑ­πο­τι­μή­σει, νά τό πα­ρα­βλέ­ψει ἤ νά τό ἀ­κυ­ρώ­σει καί ταυ­τό­χρο­να νά μι­λᾶ γιά Με­γά­λη Σύ­νο­δο; Ὅ­πως σω­στά εἴ­πα­τε, προ­η­γου­μέ­νως, ὑ­πῆρ­ξαν καί Σύ­νο­δοι, καί στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α ἔ­χου­με τέ­τοι­ες Συ­νό­δους, κά­ποι­ων Πα­τρια­ρχῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν καί ἀ­πο­φά­σι­σαν κά­τι, ἀλ­λά ἔ­χου­με στή συ­νέ­χεια ἀ­πο­δο­χή αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, πρίν νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν εὐ­ρύ­τε­ρα γιά τό κοι­νό, καί ἀ­πό Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού δέν συμ­με­τεῖ­χαν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, σ’ αὐ­τήν τήν συ­νάν­τη­ση, γιά λό­γους τε­χνι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς καί ἀ­πε­δέ­χθη­σαν ἤ ἀ­πέρ­ρι­ψαν αὐ­τήν τήν ἀ­πό­φα­ση. Δη­λα­δή, συν­θῆ­κες ἱ­στο­ρι­κές μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­ζουν κά­πως τά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά πάν­το­τε πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν τά κρι­τή­ρια. Μπο­ροῦ­με σή­με­ρα νά ἐ­πι­κα­λε­στοῦ­με τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες, ὅ­ταν τήν ἐ­πο­χή τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­κί­νη­σης εἶ­χε πά­ρα πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, ἐ­νῶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα στό δι­ά­στη­μα μιᾶς ἡ­μέ­ρας ἤ ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν νά συγ­κεν­τρω­θοῦν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­π’ ὅ­λο τόν κό­σμο;
Αὐ­τό προ­φα­νῶς γί­νε­ται ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ων σκο­πι­μο­τή­των, οἱ ὁ­ποῖ­ες σκο­πι­μό­τη­τες ὅ­μως δέν ὁ­μο­λο­γοῦν­ται, εἶ­ναι ἀ­νο­μο­λό­γη­τες. Ὁ κα­θέ­νας ὅ­μως πι­στός, ὡς σκε­πτό­με­νος καί εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά, μπο­ρεῖ νά κά­νει τίς σκέ­ψεις του, νά βγά­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά του. Μπο­ρεῖ κά­ποι­α ἀ­π’­αὐ­τά νά εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­να ἀλ­λά κά­τι πλα­νᾶ­ται, τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι δι­α­φα­νές. Ἕ­να πρᾶγ­μα, πού θέ­λω νά πῶ ἐ­π’ αὐ­τοῦ καί θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­γράμ­μι­ση αὐ­τή πού εἶ­πα, ὅ­τι πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­μαι σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζω, θά ἀ­γνο­η­θεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας γιά μιά τέ­τοι­α Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Ἔμ­με­σα πλήν σα­φῶς, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται στήν πρά­ξη ἡ θε­με­λι­ώ­δης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει μί­α ἰ­σό­κυ­ρη ψῆ­φο, ὄ­χι μό­νο μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους του ἀ­νά τόν κό­σμο, ἀλ­λά καί μέ τόν Προ­κα­θή­με­νό του, τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί μέ τόν πρῶ­το στά «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς», δη­λα­δή τόν Πρό­ε­δρο αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
Αὐ­τό εἶ­ναι τό Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε ἄλ­λο πα­ρα­πέμ­πει στό πα­πι­κό, συγ­κεν­τρω­τι­κό καί ἀ­πνευ­μά­τι­στο σύ­στη­μα, θά μπο­ρo­ῦ­σα νά τό πῶ με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.

Ἀ­κύ­ρω­ση τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας,
τῆς Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πέ­στε μας λί­γο, πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α, γιά νά λη­φθοῦν οἱ ἀ­πο­φά­σεις σ’ αὐ­τή τήν μέλ­λου­σα Με­γά­λη Σύ­νο­δο;
 Κα­θη­γη­τής: Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἔρ­θου­με με­τά, ἀ­πό πλευ­ρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας, για­τί ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν πρέ­πει νά ἀν­τι­πα­ρέλ­θου­με αὐ­τή τήν στιγ­μή εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ τρό­πος αὐ­τός κα­τ’ ἀρ­χήν τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας, μέ τήν ἐ­πι­λο­γή ὁ­ρι­σμέ­νων Ἐ­πι­σκό­πων, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­κυ­ρώ­νει οὐ­σι­α­στι­κά στήν πρά­ξη τόν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας. Δη­λα­δή, μι­λᾶ­με ὄ­χι γιά κά­τι πε­ρι­θω­ρια­κό, ἀλ­λά κα­τε­ξο­χήν πνευ­μα­τι­κό, χω­ρίς τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἐ­κεῖ­νο πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­κυ­ρώ­νε­ται μέ ἄλ­λα λό­για, ἄν θέ­λε­τε νά σᾶς τό πῶ καί δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε, ποῦ προ­σκρού­ει μί­α τέ­τοι­α μέ­θο­δος στήν πρά­ξη.

Μί­μη­ση Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ-Προ­τε­σταν­τι­σμοῦ
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τό το­πο­θε­τεῖ­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε εἶ­ναι, ὅ­τι στήν οὐ­σί­α ἀν­τι­γρά­φου­με αὐ­τό, πού τό­σα χρό­νια κα­τη­γο­ροῦ­με, ὅ­τι κά­νει ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός.
 Κα­θη­γη­τής: Ναί, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει καί τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Δη­λα­δή, τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­κα­τό χρό­νια, –καί θά πρέ­πει νά ἔρ­θου­με καί σ’ αὐ­τό τό θέ­μα– ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α φαί­νε­ται στήν πρά­ξη νά ἐ­κτρέ­πε­ται ἀ­πό τόν τρό­πο τῆς δι­κῆς της Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καί νά μι­μεῖ­ται τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, καί κα­τά πε­ρί­πτω­ση τόν Προ­τε­σταν­τι­σμό. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, τό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μι­μεῖ­ται τόν τρό­πο τόν συγ­κεν­τρω­τι­κό, τόν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, ὅ­ταν κά­ποι­ος χά­σει τήν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή βί­ω­ση, δέν ἔ­χει πλέ­ον τήν βε­βαι­ό­τη­τα γι’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί τό­τε ἐ­ξαν­τλεῖ ἀν­θρω­πί­νως αὐ­τές τίς δυ­να­τό­τη­τες σέ μιά πει­θαρ­χί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι κα­θα­ρά ἐ­ξω­τε­ρι­κή καί ἀν­θρώ­πι­νη. Γι’ αὐ­τό καί ἡ πει­θαρ­χί­α αὐ­τή θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι εἶ­ναι σπου­δαί­α, ἀ­φοῦ εἶ­ναι και­σα­ρι­κοῦ τύ­που. Καί αὐ­τό συμ­βαί­νει πρα­κτι­κῶς σέ ὑ­παρ­ξια­κό ἐ­πί­πε­δο, ὅ­ταν ἐ­κλεί­ψει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν βι­οῦ­ται αὐ­τό, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ψά­χνει γιά ὑ­πο­κα­τά­στα­τα. Καί τό τρα­γι­κό εἶ­ναι, ὅ­τι αὐ­τό ἔ­γι­νε θε­σμι­κά στή Δύ­ση, στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Ἀ­να­ζη­τή­θη­κε δη­λα­δή ὁ Καί­σα­ρας στό πρό­σω­πο τοῦ Πά­πα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή μιᾶς κο­σμι­κοῦ τύ­που πει­θαρ­χί­ας.
Σή­με­ρα θαυ­μά­ζε­ται αὐ­τό εὐ­ρύ­τε­ρα, ἀλ­λά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό ἐ­κεί­νους, πού ἔ­χα­σαν τήν χα­ρι­σμα­τι­κή σχέ­ση μέ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ὁ ἐγ­γυ­η­τής αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, κα­τά τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Λη­σμο­νεῖ­ται ὅ­μως ἀ­κό­μη, ὅ­τι κε­φα­λή καί φε­ρέγ­γυ­α Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι στήν πρά­ξη πο­λύ σο­βα­ρά, καί φα­νε­ρώ­νουν ἕ­να ἔλ­λειμ­μα ὄ­χι ἁ­πλῶς γνω­σι­ο­λο­γι­κοῦ – θε­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Βε­βαί­ως, ἱ­στο­ρι­κά θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά δώ­σει τήν ἑρ­μη­νεί­α: Ναί. Τόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ῶ­να οἱ θε­ο­λό­γοι καί μελ­λον­τι­κοί ἡ­γέ­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἴ­χα­νε πά­ει στή Δύ­ση γιά νά μορ­φω­θοῦν -πα­ρα­μορ­φω­θοῦν- θε­ο­λο­γι­κά καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί, κα­τά τό λα­ϊ­κό, «μ’ ὅ­ποι­ον δά­σκα­λο κα­θί­σεις, τέ­τοι­α γράμ­μα­τα θά μά­θεις», προ­σπά­θη­σαν αὐ­τοί οἱ ἡ­γέ­τες κα­τά και­ρούς νά κά­νου­νε, θε­σμι­κά, μί­α σύν­θε­ση με­τα­ξύ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως καί Πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί τῆς Δυ­τι­κῆς αὐ­τῆς ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νης ζω­ῆς. Καί αὐ­τή τήν στιγ­μή δέν μι­λῶ κα­θό­λου θε­ω­ρη­τι­κά.  Γι’ αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α λέ­γω, μι­λοῦν τά ἴ­δια τά κεί­με­να τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τά τόν 20ό αἰ­ῶ­να. Καί μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­π’ αὐ­τοῦ, για­τί φαί­νε­ται ἀ­πό τίς δι­α­κη­ρύ­ξεις τῶν προ­σώ­πων αὐ­τῶν, ὅ­τι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐκ­φρα­στές τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς θε­σμι­κῆς ἔκ­φρα­σης τῆς Ἀ­να­το­λῆς εἶ­ναι.

Τρό­πος ψη­φο­φο­ρί­ας-Ποῦ βρί­σκε­ται ἡ Ἀ­λή­θεια
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πραγ­μα­τι­κά ἡ ἀ­λή­θεια πο­νά­ει κ. Κα­θη­γη­τά, καί εἶ­ναι μιά ἀ­λή­θεια πού μᾶς προ­βλη­μα­τί­ζει. Για­τί ἄν ἀ­π’ αὐ­τόν τόν λό­γο ξε­κι­νή­σα­με καί σι­γά σι­γά φθά­σα­με ἐ­δῶ πού φθά­σα­με σή­με­ρα, τό­τε πρέ­πει νά θλι­βό­μα­στε, για­τί πραγ­μα­τι­κά ὑ­πάρ­χει ἔλ­λει­ψη τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς Χά­ρι­τος, ὅ­πως μᾶς εἴ­πα­τε. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι ἀ­πό ἐ­κεῖ ξε­κι­νᾶ­νε καί τε­λει­ώ­νουν τά πάν­τα. Ὅ­μως, ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­σου­με τά ἐ­ρω­τή­μα­τα, για­τί πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη ἡ δι­κή σας ση­με­ρι­νή βο­ή­θεια πρός ὅ­λους.
Ξε­κι­νά­ει λοι­πόν ἡ  δι­α­δι­κα­σί­α –ἡ τε­λι­κή εὐ­θεί­α τῆς Συ­νό­δου. Μᾶς εἴ­πα­τε νω­ρί­τε­ρα, ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή τήν ἔλ­λει­ψη πού θά ὑ­πάρ­χει στή συμ­με­το­χή ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Καί ταυ­τό­χρο­να θά ὑ­πάρ­χουν ἐ­πι­λεγ­μέ­νοι –δέν ξέ­ρω μέ ποι­όν τρό­πο θά ἀ­πο­φα­σί­σει ἡ κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α, ποι­οί θά εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τέ­χουν μέ τόν Προ­κα­θή­με­νο. Αὐ­τοί θά ἔ­χουν λό­γο στή Σύ­νο­δο; Θά ψη­φί­σουν τε­λι­κά αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­ταν θά βρε­θοῦ­νε στή Σύ­νο­δο; Πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α στά θέ­μα­τα, πού θά πρέ­πει νά συ­ζη­τη­θοῦν; Σ’ αὐ­τά τά θέ­μα­τα πού ἔ­χουν, μέ­χρι στιγ­μῆς του­λά­χι­στον, δεῖ τό φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας;
 Κα­θη­γη­τής:  Ὅ­πως κι ἐ­σεῖς τό θέ­σα­τε ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά, δέν ἔ­χει ἀ­να­κοι­νω­θεῖ καί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­νη­μέ­ρω­ση σέ κά­ποι­ο Κεί­με­νο ἐ­πί­ση­μο ἀ­πό τήν Ε΄ αὐ­τή Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη, πού ἔ­γι­νε στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης ἀ­πό 10-17/10/2015. Δέν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀρ­χές καί κρι­τή­ρια καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν ὁ­ποί­ων θά γί­νει αὐ­τή ἡ ἐ­πι­λο­γή, γιά νά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α. Ἡ ψη­φο­φο­ρί­α θά γί­νει πα­ρα­δό­ξως, καί αὐ­τό εἶ­ναι πρω­το­τυ­πί­α στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, μό­νον ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους. Δη­λα­δή, εἴ­μα­στε 15 Ἐκ­κλη­σί­ες; Θά ὑ­πάρ­χουν 15 ψῆ­φοι, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά συ­νο­ψί­ζουν τήν θε­τι­κή ἤ ἀρ­νη­τι­κή θέ­ση τῶν 24 Ἐ­πι­σκό­πων τῆς κά­θε Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας –κα­τά πλει­ο­νο­ψη­φί­α, βε­βαί­ως. Καί τό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρο βέ­βαι­α: Για­τί γί­νε­ται ἔ­τσι καί για­τί δέν ἐκ­φρά­ζον­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­πως εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως;
Νο­μί­ζω ὅ­τι, με­τά ἀ­πό ὅ­σα εἶ­πα, μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βει κα­νείς τήν ὑ­πο­τί­μη­ση, πού γί­νε­ται ἐκ μέ­ρους τοῦ ἑ­κά­στο­τε Πρώ­του, ὡς Προ­κα­θη­μέ­νου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τήν ἔκ­φρα­ση τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Θε­ω­ρεῖ­ται δη­λα­δή, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τῶν πού μει­ο­ψή­φι­σαν, πού ἦ­ταν λι­γό­τε­ροι δη­λα­δή, δέν με­τρά­ει. Κι αὐ­τό εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά φρι­κα­λέ­ο, για­τί, ὅ­πως γνω­ρί­ζε­τε, ἔ­χω γρά­ψει δύ­ο Ἐ­πι­στο­λές, ὅ­που συμ­πυ­κνω­μέ­να, ἔ­χω μί­α ἀ­πο­τί­μη­ση τῶν κει­μέ­νων. Θά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­μως καί σ’ αὐ­τά. Στίς Ἐ­πι­στο­λές ὅ­μως αὐ­τές λέ­ω λοι­πόν, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τή τοῦ κά­θε Ἐ­πι­σκό­που ἔ­χει βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α καί δέν μπο­ρεῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά νά ἀ­γνο­η­θεῖ καί νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡ­ς ἐ­πι­μέ­ρους θέ­μα τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σ’ αὐ­τό ὅ­μως θέ­λω νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στή συ­νέ­χεια.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Καί θά ἐ­πα­νέλ­θου­με σί­γου­ρα. Ἄ­ρα, λοι­πόν, κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α μί­α ψῆ­φος, ὅ­σες Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, τό­σες θά εἶ­ναι οἱ ψῆ­φοι.
 Κα­θη­γη­τής: Στήν πε­ρί­πτω­ση βέ­βαι­α πού, προ­σέξ­τε, ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ Κα­νο­νι­σμοῦ, μί­α Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει ἀρ­νη­τι­κή ψῆ­φο ὡς πρός ἕ­να θέ­μα πού θά τε­θεῖ, –για­τί θά τί­θεν­ται ξε­χω­ρι­στά τά θέ­μα­τα–, τό­τε αὐ­τό τό θέ­μα δέν θά περ­νά­ει, ἐ­πει­δή πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μο­φω­νί­α. Καί ἡ δι­κή μου ἡ λο­γι­κή λέ­ει τό ἑ­ξῆς: Για­τί ἡ μί­α ψῆ­φος, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται διά τοῦ Προ­κα­θη­μέ­νου, ὡς ψῆ­φος τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας, ὅ­ταν εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή, ἀ­κυ­ρώ­νει τό θέ­μα, καί δέν τό ἀ­κυ­ρώ­νει ἡ ψῆ­φος ἑ­νός Ἐ­πι­σκό­που; Δη­λα­δή, γιά νά πᾶ­με λί­γο πί­σω στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἡ ψῆ­φος τοῦ Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου τό­τε, ἄς τό ποῦ­με ἔ­τσι, πού ἐ­ξέ­φρα­ζε τόν Πα­τριά­ρχη του, ἄν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ἦ­ταν ἡ σω­στή καί ὅ­λες οἱ ἄλ­λες ἦ­ταν λά­θος, δέν θά ἔ­πρε­πε νά λη­φθεῖ ὑ­πό­ψη, δι­ό­τι δέν ἀ­πη­χοῦ­σε τήν πλει­ο­ψη­φί­α; Αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α εἶ­ναι τε­λεί­ως κο­σμι­κή, καί αὐ­τά πού λέ­γω τά ἐν­νο­ῶ, ἐ­πει­δή ἡ ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­πως στόν κό­σμο, ὑ­πό­θε­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας – τί θά ποῦν οἱ πολ­λοί. Αὐ­τό τό λέ­ει ἡ Δη­μο­κρα­τί­α.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, ἡ ἴ­δια ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Γιά ποι­ό λό­γο; Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Ἄ­ρα, ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι οἱ με­τέ­χον­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» καί ὡς ἔ­χον­τες «νοῦν Χρι­στοῦ» εἶ­ναι σέ θέ­ση, νά δι­α­κρί­νουν τό ὀρ­θό ἀ­πό τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Για­τί, ἔ­τσι εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά. Γι’ αὐ­τό ἡ Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δος εἶ­πε: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Καί τό «ἡ­μῖν», φυ­σι­κά -νά τό προ­σέ­ξου­με καί αὐ­τό-  δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ», οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν ἀ­κυ­ρω­θεῖ τώ­ρα, δέν φαί­νον­ται που­θε­νά.
Καί ἀ­να­φέ­ρον­ται κά­ποι­οι ἀ­πό τόν χῶ­ρο αὐ­τόν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­λα­βαν καί ἐ­ξέ­φρα­σαν τό πῶς θά γί­νει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, στόν Ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο τόν Θε­ο­φό­ρο. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος ὁ Θε­ο­φό­ρος ὅ­μως λέ­ει, ὅ­τι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ τούς Πρε­σβυ­τέ­ρους βρί­σκον­ται σέ μιά ἁρ­μο­νί­α –ὅ­πως εἶ­ναι οἱ χορ­δές σέ μιά κι­θά­ρα–, προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πάρ­ξει συμ­φω­νί­α. Ἄ­ρα, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ποῦ καί πό­τε ἐκ­φρά­ζε­ται πλή­ρως ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά αὐ­τός ὁ λα­ός;
Προ­σω­πι­κά, ἔ­κα­να ἕ­να γκά­λοπ καί ρώ­τη­σα κά­ποι­ους ἀν­θρώ­πους, καί ὄ­χι τυ­χαί­ους, καί δι­α­πί­στω­σα, ὅ­τι δέν γνω­ρί­ζουν οὔ­τε ποῦ, οὔ­τε πό­τε, οὔ­τε για­τί, οὔ­τε πῶς θά ψη­φί­σουν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, οὔ­τε ποι­ά εἶ­ναι ἡ θε­μα­το­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.  Για­τί ὅ­λα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἔ­γι­ναν ἐν κρυ­πτῷ καί για­τί γί­νον­ται τό­σο βε­βι­α­σμέ­να; Για­τί δέν γνω­στο­ποι­ή­θη­καν, ὅ­πως γνω­στο­ποι­οῦν­ται ἄλ­λα πράγ­μα­τα; Για­τί δέν δό­θη­κε αὐ­τός ὁ χρό­νος, πρίν ἤ κα­θο­ρι­στεῖ ὁ τρό­πος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γί­νει; Καί τό πλη­ρο­φο­ροῦν­ται αὐ­τό τό γε­γο­νός, ὅ­πως τό βλέ­που­με, καί Ἐ­πί­σκο­ποι καί ἐ­πί­ση­μοι ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἀ­πό κά­ποι­ο κέν­τρο, πού ἀ­πο­φαί­νε­ται τό πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α; Δέν ἦ­ταν δη­λα­δή μιά συλ­λο­γι­κή ἀ­πό­φα­ση τῆς βά­σης; Καί τό πιό ἁ­πλό: Γνω­ρί­ζου­με, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο. Ἄν ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο, δέν μπο­ροῦν νά κλη­θοῦν αὐ­τοί ἐ­ρή­μην τοῦ ὅ­λου προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, νά ψη­φί­σουν ἤ νά μήν ψη­φί­σουν. Ἄ­ρα, δέν ἔ­γι­ναν μέ τρό­πο δι­α­φα­νῆ οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες μέ­χρι τώ­ρα.

Ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ἡ Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή
 Καί, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζω καί στίς Ἐ­πι­στο­λές μου, δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λύ ἀρ­γά. Τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἰ­ά­σι­μα. Πῶς; Ἐ­φό­σον τώ­ρα ἐ­νη­με­ρω­θοῦν ὅ­λοι, καί ὅ­ταν λέ­ω ὅ­λοι, ἐν­νο­ῶ τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κλῆ­ρος καί λα­ός ἀ­πό κοι­νοῦ. Δι­ό­τι, ὅ­ταν θά πά­ρουν αὐ­τές τί­ς ἀ­πο­φά­σεις οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι αὐ­τοί Ἐ­πί­σκο­ποι, ἤ ἄν θέ­λε­τε ἡ ἐ­λίτ αὐ­τή πού θά κλη­θεῖ ἐ­κεῖ, νο­μί­ζε­τε ὅ­τι στήν πρά­ξη μπο­ρεῖ νά τίς ἐ­φαρ­μό­σει ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο μέ­σα του τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο; Δέν μπο­ρεῖ νά δε­χθεῖ πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να, πού «πάν­το­τε ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη­σαν» στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δη­λα­δή, ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» κι αὐ­τοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι κε­κα­θαρ­μέ­νοι. Καί μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός μο­να­χός, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­σκη­τής, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός πι­στός, καί  νά πεῖ, πώς αὐ­τά δέν στοι­χοῦν στήν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄ­ρα ὁ κά­θε πι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νος τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», ὁ ὁ­ποῖ­ος ­θά βλέ­πει δι­α­χρο­νι­κά τί «ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη», ἀν­τι­στοί­χως, θά δε­χθεῖ τό ὀρ­θό καί θά ἀ­πορ­ρί­ψει τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Καί αὐ­τό δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να μεῖ­ζον θέ­μα, ἕ­να μεῖ­ζον πρό­βλη­μα γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα τοῦ νά συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος καί νά πά­ρει κά­ποι­ες ση­μαν­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις. Γιά ποι­ό λό­γο; Φυ­σι­κά γιά τό κα­λό.
Δέν εἶ­ναι ὅ­μως θέ­μα δι­α­κη­ρύ­ξε­ων αὐ­τά. Εἶ­ναι θέ­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν -χω­ρίς ἐ­ξαί­ρε­ση- τῶν βε­βα­πτι­σμέ­νων πι­στῶν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση, ὅ­μως, τῆς Χά­ρι­τος αὐ­τῆς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν τή­ρη­ση τῶν προ­δι­α­γρα­φῶν αὐ­τῆς τῆς Βα­σι­λεί­ας, πού εἶ­ναι οἱ ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Κι αὐ­τό δέν εἶ­ναι προ­νό­μιο κα­νε­νός πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­ποι­ον ἄλ­λο στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Δη­λα­δή, μί­α Σύ­νο­δος θά μι­λή­σει ὄ­χι σέ ὑ­πη­κό­ους, ἀλ­λά σέ ὁ­μό­τι­μα μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Προ­σέξ­τε, μή θε­ω­ρη­θεῖ αὐ­τό προ­τε­σταν­τι­κῷ τῷ τρό­πῳ. Δέν κα­ταρ­γοῦ­με τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­με, ὅ­τι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι θά πά­ρουν τίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, δι­ό­τι αὐ­τοί εἶ­ναι ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι ἐκ­φρα­στές της. Ἀλ­λά, εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές της στήν πρά­ξη, ὅ­ταν ζοῦν αὐ­τή τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν προ­σφέ­ρουν στήν ση­με­ρι­νή συγ­κυ­ρί­α μέ τά συγ­κε­κρι­μέ­να προ­βλή­μα­τα. Ὅ­ταν δι­α­βά­σει ὅ­μως κα­νείς τήν θε­μα­το­λο­γί­α, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με, βλέ­πει ἐ­ξ ἀν­τι­κει­μέ­νου τί κεῖ­ται. Δη­λα­δή, ὅ­τι αὐ­τοί ὄ­χι μό­νο ἐκ­φρα­στές τῆς Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν εἶ­ναι σέ κά­ποι­α ση­μεῖ­α, ἀλ­λά εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές τοῦ ἀλ­λο­τρί­ου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο θά ἔ­πρε­πε νά κα­τα­δι­κά­ζε­ται μέ τόν πλέ­ον σα­φῆ τρό­πο. Καί ὄ­χι νά γί­νε­ται εἰ­σή­γη­σις ὑ­πέρ αὐ­τοῦ. Θά γί­νω πιό συγ­κε­κρι­μέ­νος, ὅ­ταν τά ἐ­ρω­τή­μα­τα θά ὁ­δη­γή­σου­νε σ’ αὐ­τό τό θέ­μα.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σᾶς ἀ­κοῦ­με, κ. Κα­θη­γη­τά, τό­ση ὥ­ρα νά μᾶς μι­λᾶ­τε, καί ἡ σκέ­ψη μας, θέ­λον­τας καί μή, πά­ει ὄ­χι στούς Κα­νό­νες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά στούς κα­νό­νες τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕ­νω­σης. Πῶς παίρ­νον­ται δη­λα­δή οἱ ἀ­πο­φά­σεις, πῶς συ­νε­δριά­ζει τό Συμ­βού­λιο τῶν Ὑ­πουρ­γῶν ἤ τῶν ἡ­γε­τῶν μέ τήν εἰ­δι­κή πλει­ο­ψη­φί­α ἤ τήν ὁ­μο­φω­νί­α –για­τί νο­μί­ζω, ὅ­τι τε­λι­κά αὐ­τό ἀν­τέ­γρα­ψαν στήν οὐ­σί­α. Για­τί ἀν­τί νά πᾶ­με πί­σω καί νά δοῦ­με τί ἔ­κα­ναν οἱ Σύ­νο­δοι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, πή­γα­με ἕ­να βῆ­μα πιό μπρο­στά. Καί θαρ­ρῶ, πώς ξε­πε­ρά­σα­με καί τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό –πά­νω στό θέ­μα τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας πού εἴ­πα­τε.
Καί ἀ­πό τή­ν ἄλ­λη, μᾶς εἴ­πα­τε μό­λις τώ­ρα, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς, ὅ­τι ὅ­λοι μας λά­βα­με ἐ­ξί­σου τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού βα­πτι­στή­κα­με καί ὅ­τι ὅ­λοι εἴ­μα­στε φο­ρεῖς αὐ­τοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε ἐκ­φρα­στές του. Αὐ­τό μοιά­ζει νά ἀ­γνο­εῖ­ται δυ­στυ­χῶς, τρα­γι­κά, ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους σή­με­ρα. Καί μά­λι­στα βλέ­που­με στίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, ἔ­τσι πώς δη­μο­σι­εύ­τη­καν, νά ὑ­πάρ­χει καί μί­α δή­λω­ση-το­πο­θέ­τη­ση, ὅ­τι, προ­σέξ­τε, για­τί αὐ­τό πού θά πά­ρει ὡς ἀ­πό­φα­ση ἡ Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν θά χω­ρᾶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό κα­νέ­ναν.
 Κα­θη­γη­τής: Ναί. Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἔ­χω ἀ­παν­τή­σει ἤ­δη σέ Ἐ­πί­στο­λή μου, λέ­γον­τας ὅ­τι τό πρᾶγ­μα αὐ­τό δέν πι­στο­ποι­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής. Καί δέν εἶ­ναι ἡ μό­νη πε­ρί­πτω­ση· εἶ­ναι καί ὁ Ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐ­κεῖ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν τήν ἐ­ξέ­θε­σαν. Ἄ­ρα, ὅ­πως εἶ­πα καί προ­η­γου­μέ­νως, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά εἶ­ναι θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί μιά ἄλ­λη πα­ρά­με­τρος αὐ­τῆς τῆς ἀ­πει­λῆς, τῆς ἔμ­με­σης ἀ­πει­λῆς, πού εἴ­πα­τε προ­η­γου­μέ­νως καί ὑ­πάρ­χει πράγ­μα­τι στό κεί­με­νο, δέν λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη τό γε­γο­νός, ὅ­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α –καί ὅ­ταν λέ­ω Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­νο­ῶ πάν­τα τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α– τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ὅ­μως, τό θέ­μα δέν εἶ­ναι αὐ­τό. Τό θέ­μα εἶ­ναι τί λέ­γει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, ὅ­ταν συ­νέρ­χε­ται. Καί ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί σέ Λη­στρι­κές Συ­νό­δους. Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­στω καί μέ τόν ἐ­πι­λε­κτι­κό αὐ­τό τρό­πο. Θά σᾶς ἔ­λε­γα, ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να αὐ­τά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».

Με­θο­δο­λο­γί­α
 Προ­κει­μέ­νου νά μι­λή­σου­με γιά τήν «νο­μι­μό­τη­τα» τοῦ κύ­ρους αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, θά ποῦ­με λί­γα πράγ­μα­τα γιά τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε νά δοῦ­με πῶς λει­τούρ­γη­σαν οἱ Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι. Ὅ­σα βλέ­που­με στή με­θο­δο­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου, μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν σί­γου­ρα στόν πα­πι­σμό. Τό ζη­τού­με­νο εἶ­ναι, ἄν ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται, ἔ­χουν τήν ἀ­να­φο­ρά τους σέ ὅ­σα δι­α­χρο­νι­κά ὑ­πε­στη­ρί­χθη­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ὀ­φεί­λουν ἀ­πό πλευ­ρᾶς με­θο­δο­λο­γί­ας, γιά νά τό πῶ τώ­ρα, πρῶ­τα νά ἀ­να­φερ­θοῦν σ’ αὐ­τή τήν Ἀ­λή­θεια δι­α­χρο­νι­κά, καί με­τά νά ποῦν αὐ­τό, πού θά ποῦν. Καί ὄ­χι νά θέ­τουν αὐ­θαί­ρε­τα ἕ­να θέ­μα, ὡς νά προ­έ­κυ­ψε διά παρ­θε­νο­γεν­νή­σε­ως γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μά­λι­στα νά εἶ­ναι κε­κλημ­μέ­νοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὡς νῦν Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά ἀ­πο­φαν­θοῦν ἐ­π’ αὐ­τοῦ. Τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Θά γί­νω ὅ­μως πιό σα­φής στή συ­νέ­χεια τοῦ  λό­γου.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω πώς τώ­ρα εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, κ. Κα­θη­γη­τά, νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με λί­γο στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θοῦν, ἤ μᾶλ­λον –γιά νά τό ποῦ­με πιό σω­στά– στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά ψη­φι­στοῦν, για­τί μᾶς λέ­νε, ὅ­τι τά θέ­μα­τα αὐ­τά τά ἔ­χουν προ­συ­ζη­τή­σει τίς προ­η­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες, ἔ­χουν κα­τα­στα­λά­ξει σέ κεί­με­να, πού εἶ­ναι κοι­νῶς ἀ­πο­δε­κτά. Ἄ­ρα, ἀ­πο­μέ­νει νά τά ψη­φί­σουν.
 Κα­θη­γη­τής:  Ναί. Κα­ταρ­χήν νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι. Δι­ό­τι αὐ­τοί πού τά προ­α­πε­φά­σι­σαν, εἶ­ναι οἱ «δι­ο­ρι­σμέ­νοι» ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Καί λέ­ω «δι­ο­ρι­σμέ­νοι», μέ τήν ἑ­ξῆς νο­η­μα­το­δό­τη­ση: ὅ­τι δέν λει­τούρ­γη­σαν κα­τά συ­νο­δι­κό τρό­πο, ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α.
Δη­λα­δή νά συ­νέλ­θουν οἱ κα­τά Τό­πους Ἱ­ε­ραρ­χί­ες, νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρί­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πό τους τήν ἀ­πό­φα­ση τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­π’ αὐ­τοῦ, γιά νά τήν δι­α­κο­μί­σει στήν Προ­συ­νο­δι­κή Δι­ά­σκε­ψη, πού γί­νε­ται ἡ συ­ζή­τη­ση καί με­τά νά φέ­ρει πί­σω τήν ὅ­ποι­α συ­νο­λι­κή ἀ­πό­φα­ση, γιά νά τήν ἀ­πο­τι­μή­σει καί πά­λι ἡ Το­πι­κή Ἱ­ε­ραρ­χί­α, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­κο­μι­στεῖ στή συ­νέ­χεια στό συν­το­νι­στι­κό κέν­τρο, πού εἶ­ναι τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.
Μί­λη­σα γιά «δι­ο­ρι­σμέ­νους» Ἐ­πι­σκό­πους. Θά μοῦ πεῖ­τε, ἐ­κλεγ­μέ­νοι δέν εἶ­ναι ἀ­πό τήν Σύ­νο­δο; Ναί, ἐ­κλεγ­μέ­νοι, ἀλ­λά δέν λει­τουρ­γοῦν μέ­σα στό συ­νο­δι­κό πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Πῆ­γαν δη­λα­δή στήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Συν­δι­ά­σκε­ψη ἀ­πό 10-17 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ ΄15 στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης, μα­ζί μέ τούς Προ­κα­θη­μέ­νους, καί ὅ­λοι μα­ζί, τρό­πον τι­νά, νο­μι­μο­ποί­η­σαν αὐ­τό, πού εἶ­παν οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποί τους, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χουν ἐ­ξου­σι­ο­δό­τη­ση οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τίς Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τους. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος θυ­μί­ζει Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό καί θά ἔ­λε­γα καί γε­νι­κώ­τε­ρα, τώ­ρα, ἀ­φο­ρι­στι­κά, ὅ­τι ἡ ὅ­λη δι­ορ­γά­νω­ση ἀ­κο­λού­θη­σε τήν πρα­κτι­κή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου. Ἄλ­λω­στε, δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅ­τι καί ὁ ση­με­ρι­νός πά­πας ἐκ­φρά­στη­κε μέ τά κα­λύ­τε­ρα λό­για καί ἔ­χει τίς κα­λύ­τε­ρες προσ­δο­κί­ες ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα αὐ­τή Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Καί ὅ­ταν ἀ­κού­ει κα­λά λό­για ἀ­πό τόν πά­πα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πρέ­πει τό λι­γό­τε­ρο νά προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν λό­γων του. Νά ὑ­πάρ­χει του­λά­χι­στον ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους μιά ἐ­πι­φύ­λα­ξη, ὅ­τι μᾶλ­λον δέν πά­ει κα­λά ἡ ὑ­πό­θε­ση αὐ­τή. Για­τί ἄν πά­ει κα­λά καί ὅ­πο­τε πά­ει κα­λά κά­τι ὀρ­θό­δο­ξο, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐ­παί­νους εἶ­χε στό πα­ρελ­θόν, καί τό εἴ­δα­με αὐ­τό στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν Φλω­ρεν­τί­α. Μέ ρω­τή­σα­τε ὅ­μως, ποι­ά εἶ­ναι τά θέ­μα­τα, πού ἐ­πι­σή­μως ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πό τήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη.
 Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί νά μᾶς πεῖ­τε κι­ό­λας, κ. Κα­θη­γη­τά, ἄν θά εἶ­ναι μό­νο αὐ­τά τά θέ­μα­τα ἤ ὥ­σπου νά γί­νει ἡ Σύ­νο­δος, θά μποῦν καί ἄλ­λα.
 Κα­θη­γη­τής: Ἐ­πι­σή­μως, ὑ­πῆρ­ξε αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α τῆς ἡ­με­ρη­σί­ας δι­α­τά­ξε­ως. Ἀλ­λά, σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι μπο­ρεῖ νά προ­κύ­ψει κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο νά εἶ­ναι σο­βα­ρό­τα­το ὡς θέ­μα. Π.χ. νά τε­θεῖ κα­τ’ ἀρ­χήν κά­τι πο­λύ λο­γι­κό καί, ἐ­φ’ ὅ­σον γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν πλει­ο­ψη­φί­α, μπο­ρεῖ νά συ­ζη­τη­θεῖ. Τό νά ἀ­πο­κλεί­ον­ται ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὅ­μως σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα αὐ­τές οἱ δυ­να­τό­τη­τες, νο­μί­ζω, ὅ­τι δέν θυ­μί­ζει ὀρ­θό­δο­ξη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Τό πα­ρα­κάμ­πτου­με ὅ­μως αὐ­τό τό θέ­μα καί ἐρ­χό­μα­στε στήν θε­μα­το­λο­γί­α. Αὐ­τά πού δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­καν ὡς θέ­μα­τα, συ­ζη­τοῦν­ταν συ­στη­μα­τι­κῶς ἐ­δῶ καί πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια, ἀ­πό τό ’61 καί ἑ­ξῆς. Ὑ­πῆρ­χαν αὐ­τές οἱ προ­συ­νο­δι­κές κ.λπ., καί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν­ταν αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ὄ­χι μό­νο. Ὑ­πῆρ­χαν καί ἄλ­λα θέ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἦρ­θαν σ’ αὐ­τόν τόν κα­τά­λο­γο, ἐ­πει­δή ἀ­πορ­ρί­φθη­καν ἀ­πό τίς Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Ὅ­μως κά­τω ἀ­πό ποι­ούς ὅ­ρους; Πῶς τέ­θη­καν; Πῶς ἔ­φθα­σαν νά γί­νουν ἀ­πο­δε­κτά τε­λι­κῶς τά θέ­μα­τα, πού γνω­ρί­ζου­με; Δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά τά Πρα­κτι­κά τῶν συ­ζη­τή­σε­ων αὐ­τῶν. Χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν ἀ­πόρ­ρη­τα. Μοῦ θυ­μί­ζει καί αὐ­τό κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο μό­νον ὀρ­θό­δο­ξο δέν εἶ­ναι. Δέν θέ­λω νά τό σχο­λιά­σω αὐ­τό. Δεί­χνου­νε πάν­τως, ὅ­τι δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­νε τήν δι­α­φά­νεια καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό, ἁ­πλῶς, γιά νά μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Τή στιγ­μή αὐ­τήν, δέν θέ­λω νά γί­νω ἐ­γώ ἕ­νας ἀ­ξι­ο­λο­γη­τής καί νά μεμ­φθῶ πρό­σω­πα καί πράγ­μα­τα, ἀλ­λά ἡ αὐ­το­γνω­σί­α δέν θά μᾶς κά­νει κα­κό. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅ­ταν δέν ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ δι­α­φά­νεια, γεν­νῶν­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α, ὅ­ταν μά­λι­στα εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στήν πρά­ξη ἀ­πό κο­σμι­κούς φο­ρεῖς ἤ ἀ­πό θρη­σκευ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός, ἀλ­λά μέ κο­σμι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.