Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Η ενοριακή συνείδηση και η συμβολή της στην προστασία ή στην φθορά της Ορθόδοξης συνείδησης του ποιμνίου


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Επειδή στους σημερινούς καιρούς της σύγχυσης και αλλοίωσης του ορθοδόξου φρονήματος και της κατάργησης των δογμάτων και των εννοιών η ευθύνη, που έχει η κάθε ενορία, έχει υποβαθμιστεί ή διόλου ξεχασθεί, είναι σημαντικό να ξανασυζητηθεί η έννοια και ο ρόλος της ενορίας στην Εκκλησία και στην ζωή του πιστού. Γιατί δυστυχώς σήμερα παρατηρείται το φαινόμενο οι ιερείς αντί να ορθοτομούν, να κακοδοξούν, αντί να κατηχούν, να αερολογούν, αντί να έχουν στο μυαλό τους το «Πέτρο με αγαπάς; φύλαττε τα προβατά μου» του Κυρίου μας, να ασχολούνται με την προσωπική τους προβολή και καριέρα. Οι πιστοί παράλληλα αντί να αγαναχτούν με αυτή την κατάσταση, να την υποστηρίζουν μέσω της σιωπής και της στάσης τους και πολλές φορές να την επικροτούν, γιατί έτσι δικαιολογούν την δική τους έλλειψη χριστιανικού φρονήματος και παράλληλα εξασφαλίζουν την άνεση του βίου τους. Το αποτέλεσμα; Αντί για χριστιανική αδελφοσὐνη επικρατούν σε πολλές ενορίες διαμάχες και διχόνοιες, αντί για κοινή ομολογία και στάση επικρατούν αλλοίωση της πίστεως και εκκοσμίκευση, αντί για κοινό αγώνα επικρατεί «ωχαδελφισμός», αντί για συμπαράσταση στους αδύναμους που σημαίνει κοινωνία εν Χριστώ επικρατεί μοναξιά και αποξένωση. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί ο ποιμαίνων την ενορία του ξέχασε την θέση και τον ρόλο του, είτε γιατί οι ποιμενόμενοι ξέχασαν τι σημαίνει και τι τους προσφέρει η ενοριακή ζωή.
Η εκάστοτε ενορία δεν πρέπει να είναι προϊόν κάποιας κοσμικής συμβατικότητας αλλά πυρήνας της Εκκλησίας. Δεν πρέπει να έχει μόνο διοικητική μορφή αλλά να είναι και τόπος βιώματος της Εκκλησίας. Αν αλλάξει, ακόμα και στο ελάχιστο ο σκοπός της ενοριακής ζωής, αλλοιώνεται και αλλοτριώνεται μέσα μας η ουσία της Εκκλησίας... Η Αλήθεια, η κοινή ομολογία και πίστη, η ειρήνη και η αγάπη –σημάδια τρανά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος– πρέπει να είναι τα κύρια
χαρακτηριστικά, της κοινωνίας ιερέων και λαϊκών μέσα στην ενορία. Με αυτό τον τρόπο βιώνει και ομολογεί μία ενορία –ομόφωνα–  τον ένα ποιμένα Χριστό και περιφρουρεί παράλληλα τον φράχτη γύρω από το ποίμνιο, ώστε κανείς κλέφτης να μην μπορεί να τον παραβιάσει. Ως μέλη της μίας Εκκλησίας και των πυρήνων Της, δηλ. των τοπικών ενοριών, ποιμένοντες και ποιμενόμενοι, καλούμαστε να συμμετέχουμε από κοινού και με κοινή πίστη στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Αποδεχόμαστε από κοινού την πρόσκληση του Θείου Δείπνου που μας έστειλε ο Κύριος και Θεός μας. Ανασταινόμαστε προσωπικά αλλά και ως πλήρωμα –πνευματικά και σωματικά–  μετά από την εκούσια σταύρωσή μας.. Στην ενορία γιορτάζουμε από κοινού το μήνυμα της ήττας του θανάτου, την Ανάσταση του Κυρίου και προσδοκούμε από κοινού τον ερχομό Του και την τελική κρίση Του . Όλη αυτή η πορεία στη γλώσσα των Αγίων Πατέρων, ονομάζεται πορεία θεώσεως. Στην Εκκλησία  ­ και στον πυρήνα της, την ενορία ­ εισέρχεται κανείς, για να σωθεί. Αυτός είναι ο σκοπός της Εκκλησίας και αυτομάτως και της ενορίας ανά τους αιώνας. Αν ο στόχος αυτός αλλοιωθεί, τότε αλλοιώνεται η ενοριακή ζωή και καταντά, ονομαστικά μεν ενορία, πράκτικά δε μία διοικητική μερίδα, μία συγκέντρωση ανθρώπων, που δεν θεώνει, αλλά οδηγεί στην αιώνια απώλεια.
Η συμμετοχή του πιστού στην κάθε ενορία και η σχέση του με τα μέλη της πρέπει - όσο είναι ανθρώπινα δυνατό και παρά τις ατέλειες μας- να είναι πλήρης και αδιασάλευτη. Να είναι ανιδιοτελής και ασυμβίβαστη, ακούραστη και εκδηλωτική. Να είναι με λίγα λόγια γεμάτη αγάπη, χριστιανική αγάπη. Ας μη ξεχνάμε τι λέει ο Παύλος: «μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος». Φαίνεται παράδοξο, αλλά αυτό που είναι αναγκαίο για μια τέτοια ενοριακή σχέση, είναι παράλληλα κένωση και πλήρωση. Κένωση από τα ανθρώπινα πάθη, το μίσος, την ζήλεια, τον φθόνο, το συμφέρον, τον ανούσιο ανταγωνισμό, την μισαλλοδοξία, την εκδικητικότητα, την κρίση και την καταλαλιά. Πλήρωση όμως παράλληλα από ομολογία, αγάπη, ενδιαφέρον, θυσία, ευθύνη, αποφασιστικότητα, επικοινωνία και συμμετοχή. Γιατί κακά τα ψέματα δεν τείνει η ενοριακή μας ζωή να γίνει ένας κοινωνικός κύκλος θρησκευτικού περιεχομένου,μία συνύπαρξη, στην οποία πολλές φορές, οι όποιες αβρότητες είναι μόνο από συνήθεια και προσχηματικές; Σήμερα κυριαρχεί χλιαρότητα Πολλοί από εμάς ζητούμε αξιώματα και αναγνωρίσεις, ή έχουμε τον Χριστό μόνο στα χείλη μας αλλά όχι στις καρδιές μας, ή «θρησκεύουμε» για να βολευόμαστε εύκολα στον κόσμο. Αρκούμαστε σε τυπολατρείες και απλές ασκήσεις καθηκόντων, ή θέλουμε να συμβιβάσουμε Εκκλησία και κόσμο.
Ο παράδεισος τέτοιων «χλιαρών» Χριστιανών είναι ένα ρηχό ψευδοπνευματικό βασίλειο, όπου ο καθένας νομίζει, ότι αξίζει να αναπαυθεί, γιατί κατόρθωσε κάτι στην ζωή του. Οι «χλιαροί» Χριστιανοί πράττουν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα «σωστά» πράγματα, και παρόλο που είναι απομονωμένοι από τους συνενορίτες τους και δεν βιώνουν την χριστιανική κοινωνία, αισθάνονται ευσεβείς και αναμένουν τις άφθονες, «σίγουρες» ανταμοιβές πριν και μετά τον θάνατο τους. Αναλώνονται σε ένα φιλανθρώπικο έργο κοινωνικού περιεχομένου αλλά δεν ομολογούν και δεν διαδίδουν το ευαγγέλιο. Σε τέτοιους ενορίτες κυριαρχεί όχι το Πνεύμα το Άγιο αλλά πνεύμα κοσμικού συμβιβασμού, διχόνοιας, καταλαλιάς, μικροπρέπειας, εγωισμού και μισαλλοδοξίας. Πνεύμα που αποκλείει την Αλήθεια, γιατί το ελέγχει, συκοφαντεί τον κάθε αγωνιστή και ασυμβίβαστο πιστό και καταδικάζει παράλληλα τον πνευματικά αδύναμο. Πνεύμα χωρίς αγάπη. Πολλές φορές δεν ξέρουμε ούτε ποιοι είναι οι συνενορίτες μας, ούτε ποιες ανάγκες έχουν, ούτε ποιο προσωπικό μαρτύριο βιώνουν. Δεν ενδιαφερόμαστε πραγματικά ούτε για την ορθόδοξη συνείδηση του κάθε αδελφού –ιερέα ή λαικού–, ούτε για την στηριξή του. Αυτό που απαιτείται απο εμάς τους Χριστιανούς δεν είναι ένας προτεσταντικού τύπου έλεγχος αλλά αληθινή κοινωνία και συμμετοχή, δεν είναι κάποια κοινωνική δραστηριότητα αλλά πραγματικό ενδιαφέρον, δεν είναι κάποιο πνευματικό «χόμπυ», αλλά και πνευματική εμβάθυνση, δεν είναι τυπολατρεία, αλλά περισσότερη προσευχή, μετάνοια, αλήθεια και αγάπη.
Το τραγικώτερο όμως από όλα είναι, ότι το σύγχρονο αυτό ενοριακό πνεύμα παραμελεί το ιερό και μέγιστο καθήκον: Την φύλαξη των παρακαταθηκών της Εκκλησίας. Η εκκοσμίκευση, η δογματική και πνευματική χαλάρωση, η αποξένωση των μελών της και η αδιαφορία έχουν ριζώσει στο σώμα και πνεύμα της ενοριακής ζωής εδώ και καιρό και τροφοδοτούνται  συνεχώς με το λίπασμα του πνεύματος της «Νέας Εποχής».
Φυσικά όλοι μας είμαστε της άποψης, ότι αυτό δεν το κάνουμε και έτσι έχουμε την συνειδησή μας καθαρή. Το ενδιαφέρον μας όμως για το ζήτημα αυτό είναι μάλλον επιφανειακό παρά καρδιακό. Πολλές φορές λέμε, ότι δεν έχουμε οδηγούς. Αυτό ισχύει όμως μόνο εν μέρει. Γιατί αν και υπάρχουν «επαγγελματίες» κληρικοί, που νοούν και διδάσκουν αιρετικά ή εκκοσμικευμένα την ενοριακή ζωή, το ποίμνιο δεν πρέπει να αναπαύεται και να παραιτήται του ρόλου του. Απλανοί οδηγοί μας παραμένουν η Αγία Γραφή και οι άγιοι Πατέρες, που μας διδάσκουν τον τρόπο σωτηρίας και τον ορθόδοξο τρόπο ζωής με την διδασκαλία τους.
Ας αναλογισθούμε τον Παύλο: Για τον Παύλο υποφέρω για τον άλλον σημαίνει, ότι νιώθω τον πόνο του και μάλιστα πολλές φορές διπλό. Αρρωσταίνω σημαίνει, ότι δεν είμαι πια σε θέση να χαρώ και να λειτουργήσω, όπως χαίρομαι και λειτουργώ κανονικά, λόγω ενός αρρώστου συνενορίτη μου. Λυπούμαι για την αμαρτία του αδελφού μου σημαίνει, όχι την πανταχού αναφορά της ως παράδειγμα κακού χριστιανού, αλλά ότι χύνω ποταμούς δακρύων και διαθέτω ώρες ατελείωτες θερμής προσευχής για την ψυχική ίαση και συγχώρεση του αμαρτάνοντος. Από την άλλη όμως ο Παύλος περιφρουρεί άγρυπνα μη τυχόν παραποιηθεί ή καταργηθεί η αλήθεια της Εκκλησίας και φθάνει στο σημείο να παραδώσει στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο για να τους σώσει και να παράλληλα να προφυλάξει το ποίμνιο από τις κακοδοξίες τους (Τιμ 1,20). Φυλάω τας παρακαταθήκας σημαίνει, ότι μελετώ τις Γραφές και τους Πατέρες, ότι συμμετέχω συνειδητά στα κοινά της Εκκλησίας, ότι υπακούω και μεταδίδω την διδασκαλία της και ότι είμαι διατεθειμένος ανεξαρτήτου κόστους να την υπερασπίσω. Και προπάντων όλα αυτά προσπαθώ να τα κάνω από κοινού με τους συνενορίτες μου και αδελφούς μου εν Χριστώ γνωρίζοντας, ότι η σωτηρία μου περνά μέσα από την σωτηρία των συνανθρώπων μου. «Ο εξάγων τίμιον εξ αναξίου ως το στόμα μου εστίν» ( Ιερ. 19). Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξηγεί: «Εκείνος ο οποίος οδηγεί τον πλησίον του από την κακία του εις την αρετήν, όσο επιτρέπει τούτο η ανθρώπινη δύναμις, εμένα μιμείται... Και ας μη μου πει κανείς: Και ποίαν σχέσιν έχω εγώ με εκείνον; Μου είναι ξένος και άγνωστος. Αφού και αυτός πιστεύει εις την αυτήν με σένα Πίστιν και λαμβάνει μέρος εις τα ίδια Μυστήρια, εις τα οποία και εσύ λαμβάνεις μέρος, είναι περισσότερο συγγενής σου από τους αδελφούς σου και όλους τους συγγενείς σου» (Περί διδαχής και νουθεσίας).
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε, ότι η ενορία για να προστατεύσει την ορθόδοξη συνείδηση, χρειάζεται από την μία ιερείς αγωνιστές, που έχουν συνείδηση της ευθύνης τους, που πρεσβεύουν Χριστό και κατηχούν ορθόδοξα τους πιστούς Από την άλλη χρειάζεται πιστούς, που να απαιτούν να έχουν μόνο τέτοιους ιερείς και να αναζητούν την σωτηριώδη κατήχηση, προστατεύοντας παράλληλα τους αδελφούς τους από τους προβατόσχημους λύκους. Αν δεν λαμβάνει μέρος ένα από τα δύο, η ενορία νοσεί και φθείρει την ορθόδοξη συνείδηση.


Αδαμάντιος Τσακίρογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.