Η
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
Β΄
Στὸ πρῶτο μέρος (ΕΔΩ) ἀναφερθήκαμε στὸν τρόπο μὲ τὸν
ὁποῖο χρησιμοποιήθηκαν τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυστοστόμου ἀπὸ τὸν
Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος κ. Ἰερεμία στὴν ἐπιστολή του ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ.
Συνεχίζοντας ὁ
Σεβασμιώτατος ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλους Πατέρες:
Ἀλλά καί ἄλλοι ἅγιοι
Πατέρες δέν ἔνοιωθαν εὐχάριστα ὅταν ἦταν ἀναγκασμένοι ἀπό τά πράγματα νά
ἀσχοληθοῦν ἐξονυχιστικά μέ δογματισμούς. Ὁ Μ. Βασίλειος, γιά παράδειγμα, λέγει
ὅτι ἀρκεῖ ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων καί ἡ ἁπλότητα τῆς πίστης, ἀλλά ἐπειδή ὁ
Εὐνόμιος ἀσχολήθηκε μέ ὑψηλά θέματα, σπέρνοντας ζιζάνια, θά ἀσχοληθεῖ
ἀναγκαστικά καί ὁ ἴδιος μέ αὐτόν (βλ. MPG 29,500ΑΒ. 32,949ΒC).
Ὁ Μέγας Βασίλειος στὸν
πρῶτο Ἀνατρεπτικὸ λόγο του ἐναντίον τοῦ ἀπολογητικοῦ λόγου τοῦ «δυσσεβοῦς»
Εὐνομίου λέγει:
«Ἄν ὅλοι ποὺ ἐπικαλοῦνται
τὸ ὄνομα τοῦ… Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμφωνοῦσαν νὰ μὴν παρερμηνεύουν τὴν ἀλήθεια τοῦ
Εὐαγγελίου, ἀλλὰ νὰ ἀρκοῦνται στὴν παράδοση τῶν ἀποστόλων καὶ στὴν ἁπλότητα τῆς
πίστεως, δὲν θὰ χρειαζόταν καθόλου ἐμεῖς νὰ μιλοῦμε, ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ
προτιμούσαμε τὴν σιωπὴ ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ διαλέξαμε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἐχθρὸς τῆς
ἀληθείας ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ζιζάνια ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἔσπειρε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ
τὶς συνεχεῖς προσθῆκες του αὐξανει τὸ κακό, καὶ τώρα, ἀφοῦ βρῆκε ὄργανα ποὺ
ὑποδέχθηκανμὲ εὐκολία ὅλη τὴν τέχνη του, μὲ τὸ
πρόσχημα τοῦ Χριστιανισμοῦ,
εἰσάγει ἀπατηλῶς τὴν ἄρνηση τῆς Θεότητος τοῦ Μονογενοῦς. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐξωτερικὴ
καὶ μάταιη σοφία συνταράσσει τὸ ἁπλὸ καὶ καθαρὸ τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καὶ μὲ τὴν πιθανολογία του παραπλανᾶ τοὺς γνήσιους καὶ καθαροὺς πιστούς.
Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκαστικὰ καὶ μεῖς γιὰ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὴν ἀσφάλειά μας,
παραβλέψαντες τὴν ἀσθένειά μας, γιατὶ εἴμαστε τελείως ἀγύμναστοι γιὰ τέτοιου
εἴδους λόγους, κατὰ τὸ μέτρο τῆς γνώσεως ποὺ μᾶς ἔχει δώσει ὁ Κύριος, ἀποδεχθήκαμε
νὰ συμπαραταχθοῦμε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξουμε τὸ ψεῦδος…».
«Εἰ μὲν ἐβούλοντο πάντες, ἐφ᾿ οὓς τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικέκληται, μηδὲν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ
Εὐαγγελίου παρεγχειρεῖν, (500 Α) τῇ δὲ παραδόσει τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ ἁπλότητι
τῆς πίστεως ἐξαρκεῖσθαι, οὐδὲν ἂν ἡμῖν ἔδει λόγων ἐν τῷ παρόντι, ἀλλὰ καὶ νῦν
ἂν πάντως ἣν ἐξ ἀρχῆς ἐτιμήσαμεν σιωπὴν ἠσπασάμεθα· ἐπειδὴ δὲ ὁ ἐχθρὸς τῆς
ἀληθείας προσθήκαις ἀεὶ τὸ κακὸν πλεονάζων, πρὸς οἷς ἐξ ἀρχῆς ἐπέσπειρε
ζιζανίοις τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, καὶ νῦν εὑρὼν ὄργανα πᾶσαν ἀθρόως αὐτοῦ τὴν
τέχνην ὑποδεχόμενα, ἐν προσχήματι Χριστιανισμοῦ τὴν ἄρνησιν τῆς θεότητος τοῦ
Μονογενοῦς παρεισάγει, τῇ ἔξωθεν ταύτῃ καὶ ματαίᾳ σοφίᾳ τὸ καθαρὸν καὶ ἁπλοῦν
τῆς διδασκαλίας τοῦ θείου Πνεύματος συνταράσσων, καὶ ἐν πιθανολογίᾳ τοὺς ἀκεραιοτέρους
παρακρουόμενος· ἀναγκαίως καὶ ἡμεῖς, διά τε τὴν ὑμετέραν τῶν ἐπιταξάντων ἀγάπην
καὶ διὰ τὸ ἡμῶν αὐτῶν ἀσφαλές, ἐν τούτῳ τῆς ἀσθενείας (500Β) ὑπεριδόντες, καίτοι παντελῶς ἀγύμναστοι τοῦ
τοιούτου εἴδους τῶν λόγων ὄντες, κατὰ τὸ ἐπιχορηγηθὲν ἡμῖν παρὰ τοῦ Κυρίου τῆς
γνώσεως μέτρον, τῇ τε ἀληθείᾳ συνίστασθαι, καὶ ἀπελέγχειν τὸ ψεῦδος ὑπεδεξάμεθα...»
(PG29, 500AB).
Πράγματι ἐδῶ ὁ ἅγιος
δηλώνει, ὅπως γράφει καὶ ὁ Σεβασμιώτατος, ὅτι θὰ προτιμοῦσε τὴν σιωπή, ΟΜΩΣ
ἐπειδὴ τὰ ὄργανα τοῦ πονηροῦ δὲν ἀρκοῦνται στὴν παράδοση τῶν ἀποστόλων καὶ
στὴν ἁπλότητα τῆς πίστεως, παρερμηνεύουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου,
συνταράσσουν τὴν ἁπλή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου πνεύματος, διασαλεύουν τὴν
πίστη τῶν πιστῶν, ὁ ἅγιος τελικῶς λέγει ὅτι «ἀποδεχθήκαμε νὰ συμπαραταχθοῦμαι μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξουμε τὸ
ψεύδος». Γιατί; Γιὰ τὸ χρέος ἀπέναντι στοὺς πιστούς, τὴν εὐθύνη του ὡς Ποιμένος, καὶ
γιὰ τὴν ἀσφάλεια τὴν δική του καὶ τῶν πιστῶν.
Ἄρα, ἐδῶ δὲν μιλᾶμε γιὰ
«δογματισμούς», ὅπως ὑπονοεῖ τὸ κείμενο τοῦ Σεβασμιωτάτου. Τὸ σημαντικὸ ἐδῶ
εἶναι ἡ ἀνάληψις τοῦ ἀγώνα γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως καὶ τὴν προστασία τῶν
πιστῶν. Αὐτὸ μπορῶ καὶ καταλαβαίνω ἐγώ.
Στὸ ἄλλο παράθεμα τοῦ
μεγάλου Βασιλείου, τὸ PG 32,949ΒC, ὑπάρχει ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρὸς
τὸ Ἐπίσκοπο Ἐπιφάνιο. Ἐκεῖ γινόταν πραγματικὸς χαμὸς μὲ τοὺς Ἀρειανούς,
μὲ τὴν ἐξουσία, διωγμοί, ταραχές, λεηλασίες, βία καὶ σύγχιση. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος:
«Στὸ Σύμβολο τῆς Νίκαιας
δὲν μποροῦμε νὰ προσθέσουμε οὔτε τὸ ἐλάχιστο, παρὰ μόνο τὴν δοξολογία εἰς τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, διότι οἱ Πατέρες μας δὲν ἀσχολήθηκαν ἐκ παραδρομῆς μὲ τὸ θέμα τοῦτο,
διότι δὲν εἶχε τεθεῖ τότε τέτοιο ζήτημα. Τὰ δὲ δόγματα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν
ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου (ἐννοεῖ ποὺ ἔθεταν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἀπασχολοῦσαν πολλοὺς
χριστιανοὺς στοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος ἔστελνε ἐπιστολές) οὔτε ἀσχοληθήκαμε μὲ
αὐτὰ οὔτε τὰ παραδεχθήκαμε, γιατὶ ξέρουμε ὅτι, ἄν μιὰ φορὰ διασαλευθῆ ἡ ἁπλότης
τῆς πίστεως, δὲν θὰ ἔχουν τελειωμὸ τὰ λόγια, ἐπειδὴ ἡ ἀντιλογία συνέχεια θὰ μᾶς
πηγαίνει παραπέρα καὶ θὰ πολυταράξουμε τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν μὲ τὴν λαθραία
εἰσαγωγὴ τῶν ἀλλοκότων ἀπόψεων τῶν αἱρετικῶν».
«Ὅτι οὐδὲν δυνάμεθα τῇ κατὰ Νίκαιαν πίστει
προστιθέναι ἡμεῖς οὐδὲ τὸ βραχύτατον, πλὴν τῆς εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον
δοξολογίας, διὰ τὸ ἐν παραδρομῇ τοὺς πατέρας ἡμῶν τούτου τοῦ μέρους
ἐπιμνησθῆναι· οὔπω τοῦ κατ᾿ αὐτὸ ζητήματος τότε κεκινημένου. Τὰ δὲ
προσυφαινόμενα τῇ πίστει ἐκείνῃ δόγματα περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, ὡς
βαθύτερα τῆς ἡμετέρας καταλήψεως, οὔτε ἐβασανίσαμεν, οὔτε παραδεξάμεθα·
εἰδότες, ὅτι, ἐπειδὰν τὴν ἁπλότητα τῆς πίστεως ἅπαξ παρακινήσωμεν, οὔτε τι πέρας
τῶν λόγων εὑρήσομεν, ἀεὶ τῆς ἀντιλογίας εἰς τὸ πλεῖον ἡμᾶς προαγούσης, καὶ τὰς
ψυχὰς τῶν ἀκεραιοτέρων παραταράξομεν τῇ παρεισαγωγῇ τῶν ξενιζόντων» (PG 32,949ΒC).
Ποιός ἔχει ἀντίρηση σὲ
αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος; Κανείς. Ἀλλὰ τί σχέση ἔχουν αὐτὰ μὲ τοὺς «δογματισμοὺς»
ποὺ ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος ἢ μὲ τὴν ἔνστασι καὶ διαμαρτυρία καὶ κατάθεσι
ἀντιρρήσεων ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ διαφωνοῦν μὲ τὰ τῆς Συνόδου;
Καμμία σχέσις δὲν
ὑπάρχει. Ἀντιθέτως ὁ ἅγιος στὴν ἴδια ἐπιστολή, περιγράφοντας τὴν κατάστασι ποὺ
ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ ἀναφέρει:
«Ὅλοι ὑποψιάζονται
ὅλους, πουθενὰ δὲν ὑπάρχει εὐσπλαχνία, πουθενὰ συμπάθεια, πουθενὰ δάκρυ
ἀδελφικὸ γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ ὑποφέρει». «Πάντων πρὸς πάντας λοιπὸν ὑπόπτως διακειμένων. Οὐδαμοῦ γὰρ εὐσπλαχνία,
οὐδαμοῦ συμπάθεια, οὐ δάκρυον ἀδελφικὸν ἐπ᾿ ἀδελφῷ κάμνοντι» (PG 32,948C).
Γιὰ νὰ καταλήξει:
«Δὲν γίνονται ἀγῶνες
–διωγμοὶ ὑπέρ τῆς ἀληθείας». «Οὐ
διωγμοὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας».
Ἀντιπαραβάλει τὸ
τυφλὸ μίσος καὶ τὸν φανατισμὸ λόγῳ τῆς συγχίσεως μὲ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν
ἀλήθεια.
Αὐτὴ εἶναι ἡ
πραγματικότης. Καὶ γιὰ να μὴν θεωρηθεῖ ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴ λέγεται αὐτό παραθέτω
καὶ ἄλλο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιστολή:
«Ἐμεῖς δε ἐπειδὴ καὶ ὁ
πρῶτος θαραλέος ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, ποὺ ἀνέλαβε τὸν καλὸν ἀγῶνα στὸν καιρὸ τοῦ
Κωνσταντίου, καὶ εἶναι ὁ αἰδεσιμότατος Μελέτιος ὁ ἐπίσκοπος, καὶ κοινωνοῦσε
μαζί του ἡ ἑκκλησία μου, καὶ τὸν ὑπεραγάπησε γιὰ τὴν γενναία ἐκείνη καὶ
ἀνένδοτη ἔνστασή του…».
«Ἡμεῖς δέ, ἐπειδὴ καὶ ὁ πρῶτος παρρησιασμένος
ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ τὸν καλὸν ἐκεῖνον διαθλήσας ἀγῶνα ἐπὶ τῶν καιρῶν
Κωνσταντίου, ὁ αἰδεσιμώτατος Μελέτιος ἐστὶν ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἔσχεν αὐτὸν ἡ ἐμὴ
Ἐκκλησία κοινωνικόν, ὑπεραγάπησασα αὐτὸν διὰ τὴν καρτερὰν ἐκείνην καὶ
ἀνένδοτον ἔνστασιν» (PG 32,952 Α).
Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἅγιος
καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις δὲν ἀντιλαμβάνεται τὰ πράγματα ὅπως τὰ παρουσιάζει
ὁ Σεβασμιώτατος… Τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀλήθεια τοὺς τιμᾶ, τοὺς θέλει καὶ ἐξ ἄλλου
τοὺς ἀναλαμβάνει καὶ ὁ ἴδιος… Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον, καὶ οἱ ἀγῶνες γιὰ τὴν πίστη
δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος ὀνομάζει γενικῶς «δογματισμούς».
Ὡς τελευταῖα πατερικὴ παράθεση ὁ Σεβασμιώτατος χρησιμοποιεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ἀββά Ἰσσάκ τὸν Σῦρο:
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος πάλι μᾶς λέγει νά ἀποφεύγουμε τόν δογματισμό σάν νά εἶναι ἕνα ἐξαγριωμένο λιοντάρι. Μακρυά –λέγει– ἀπό
τέτοιες συζητήσεις εἴτε μέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε καί μέ ἀνθρώπους ἔξω ἀπ᾽
αὐτήν. Λέγει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος πατέρας: «Φεῦγε τοῦ δογματῖσαι, ὡς ἀπό λέοντος ἀτάκτου· μήτε μήν μετά τῶν τροφίμων
τῆς Ἐκκλησίας εἰς τοῦτο συνεισέλθῃς, μήτε μετά τῶν ἀλλοτρίων» (Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά εὑρεθέντα
ἀσκητικά, ἐν Ἀθήναις 1895, σ. 35).
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ στὸν ΛΟΓΟ
Ζ΄ μιλᾶ: «περὶ τῆς τάξεως καὶ καταστάσεως τῶν ἀρχαρίων μοναχῶν καὶ ὅσα ἄλλα
ἀνήκουν σ᾿ αὐτούς». Δίνει ὁδηγίες καὶ συμβουλεύει τοὺς ἀρχαρίους μοναχοὺς πῶς
νὰ ντύνονται, πῶς νὰ κοιμοῦνται, πῶς νὰ τρῶνε, πῶς νὰ περιπατοῦν,πῶς νὰ
μιλοῦν, πῶς νὰ ἀπαντοῦν, πῶς…, πῶς…, πῶς…. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν συνάφεια τῶν
λόγων τοὺς λέγει καὶ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Σεβασμιώτατος. Ὁ ἅγιος σωστὰ τὰ λέγει,
διότι μιλᾶ γιὰ ἀρχαρίους μοναχούς, ἀλλὰ μὲ τὸ θέμα τῆς Συνόδου, τί σχέση ἔχουν
αὐτὰ καὶ τὰ παραθέτει ὁ Σεβασμιώτατος; Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀπευθύνεται
στὸν πιστό λαό, ὄχι σὲ ἀρχαρίους μοναχούς. Εἶναι τελικῶς ὁ πιστὸς λαὸς
θεματοφύλαξ τῆς πίστεως κατὰ τὴν ἀπόφανσι τῆς Συνόδου τοῦ 1848 ἢ δὲν
εἶναι; Ὡς ἀρχάριοι μοναχοὶ ἀντιμετωπίζονται, ὅσοι πιστεύουν στὴν Ἐκκλησία; Τί
δὲν καταλαβαίνω καλά;
Ὁ Σεβασμιώτατος πιστεύει
ὅτι:
«Μέ τόν λόγο μου,
λοιπόν,«ἄντε στό καλό του μέ τόν Πάπα καί τούς δογματισμούς, ἄς κοιτάξουμε τήν
ψυχή μας», ἐξέφρασα, νομίζω, τό πατερικό πνεῦμα, ὅπως ἀποδείχθηκε ἀπό
τούς παραπάνω λόγους».
Ἀπὸ ὅσα παρετέθησαν,
νομίζω ὅτι ἀποδεικνύεται ὅτι,στὴν ἐξεταζομένη περίπτωση, δὲν ἐκφράζεται
τὸ πατερικὸ πνεῦμα μὲ τὰ λόγια τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Οἱ ἅγιοι, τῶν ὁποίων παρετέθησαν
τὰ ἀποσπάσματά, ὅταν παρουσιαζόταν μπροστά τους προβλήματα πίστεως καὶ
αἰρετικὲς διδασκαλίες δὲν τὶς ἀντιπαρέρχοντο λέγοντας «ἄντε στὸ καλό»,
ἀλλὰ ἀνελάμβαναν ἀγῶνες γιὰ τὴν προάσπιση τῆς πίστεως καὶ αὐτὸ
τὸ ἔκαναν ἀκριβῶς γιατὶ «κοίταζαν» καὶ τὴν δική τους ψυχή, καὶ τῶν πιστῶν τους
καὶ τῶν αἱρετικῶν. Τὸ κακὸ δὲν ξορκίζεται μὲ τὸ νὰ λὲς «ἄντε στὸ καλό». Εἶναι
ὑπόσταση ὁ διάβολος . Πραγματικὸς. Καὶ τὰ ἔργα του καὶ τὰ ἔργα τῶν ὀργάνων του
δὲν ἀντιμετωπίζονται τόσο ἀπλά…
Βεβαίως αὐτὸ δὲν
σημαῖνει ὅτι ὄντως δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν προϋποθέσεις καὶ βιώματος καὶ γνώσεως
καὶ ὑγιοῦς πνευματικῆς καθοδηγήσεως γιὰ νὰ ἐμπλακεῖ κάποιος σὲ ἕναν τέτοιον
ἀγῶνα καὶ σὲ αὐτὸ ὁπωσδήποτε συμφωνοῦμε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, ἄν ἔτσι τὸ ἐννοεῖ
καὶ αὐτός. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἄλλο πράγμα καὶ ἄλλο νὰ χαρακτηρίζονται ὅλοι γενικῶς
ὅτι «κάνουν τὸν ἀγωνιστή», καὶ ὅτι εἶναι «σοῦπερ ὀρθόδοξοι». Αὐτὸ ἀποτρέπει
κάθε ἐνασχόληση μὲ ὅτιδήποτε καὶ τὸ «ἄς κοιτάξουμε τὴ ψυχή μας» τὸ
καταλήγει «ἄς κοιτάξουμε τὴ βολή μας καὶ τὴν πάρτη μας».
(Καὶ ἄς ὲπιτραπεῖ μιὰ
ὑπενθύμησις μιὰ ποὺ ὁ Σεβασμιώτατος, διὰ τῶν λόγων τουλάχιστον, ποὺ διαβάζω,
θεωρεῖ τὸν οἱκουμενισμό παναίρεση: Ὁ νεολογισμὸς περὶ «σοῦπερ ὁρθοδόξων» ἔχει
καὶ μιὰ οἰκουμενιστικὴ πατρότητα καὶ ἀκατάσχετη χρήσι, ὁπως καὶ τὸ περὶ ἑνότητος
κακοποιημένο «ἵνα ὧσιν ἕν»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.