ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ
ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Ὡραία ὁμιλία, ποὺ πάλι καταλήγει σὲ ὡραία εὐχολόγια καὶ χαρτοπόλεμο!
Ἐν
Πειραιεῖ 20-5-2017
Ἀγαπητοί
ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ!
Μέ τήν Χάρη
τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας ἑορτάζουμε σήμερα τήν μνήμη τῶν ἁγίων θεοστέπτων
Βασιλέων καί Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί Ἑλένης, τῆς μητρός αὐτοῦ.
Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία μας προσέδωσε στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο τήν προσωνυμία, τό ἐπίθετο
«Μέγας». Σέ ἐλάχιστες μόνο περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτό τόν τίτλο. Στό
σύνολο τῶν ἁγίων, δέν ὑπάρχουν πολλοί μέ τό ἐπίθετο «Μέγας». Εἶναι ἐλάχιστοι.
Ὀκτώ τόν ἀριθμό. Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας
Εὐθύμιος, Μέγας Ἰωαννίκιος, Μέγας Φώτιος, Μέγας Ἰλαρίων καί ὁ σήμερον ἑορτάζων
Μέγας Κωνσταντῖνος.
Γιατί, ὅμως,
ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτήρισε τόν ἅγιο Κωνσταντῖνο «Μεγάλο»; Ποιά εἶναι ἡ προσφορά
τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δικαιολογεῖ τόν
τίτλο «Μέγας»;
α) Ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός αὐτοκράτορας.
β) Τοῦ
ἀποκαλύφθηκε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέ τό ὁποῖο νικοῦσε ὅλους τούς
ἐχθρούς. «Ἐν τούτῳ νίκα».
γ)
Παραμέρισε καί κατέρριψε τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας, ἐνῶ ἀνέδειξε τόν
Χριστιανισμό.
δ) Ἐξέδωσε
τό περίφημο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» τό 313 μ.Χ. Στήν προοδευτική
στροφή τοῦ Μ. Κωνσταντίνου πρός τόν Χριστιανισμό, μέχρις ὅτου καταλήξει
προστάτης καί εὐεργέτης τῆς Ἐκκλησίας καί
καταστήσει τόν Χριστιανισμό ἐπίσημη
θρησκεία τῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μέχρις ὅτου δηλ. θεμελιώσει τό
πρῶτο στήν ἱστορία χριστιανικό κράτος, σημαντικό σταθμό σ᾽ αὐτήν τήν πορεία
ἀπετέλεσε τό λεγόμενο «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων». Τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων»
θεράπευσε τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν
ἄλλων θρησκειῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐνέταξαν κατ᾽ ἰσονομία καί τόν
μέχρι τότε διωκόμενο Χριστιανισμό στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης
ἀνεξιθρησκίας καί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας[1], καί ἄνοιξαν πλέον τόν δρόμο, μέσα στά
ἑπόμενα δέκα ἔτη, γιά νά θεμελιωθεῖ τό πρῶτο καί μοναδικό σέ πολιτισμική
καρποφορία καί χρονική διάρκεια χριστιανικό κράτος. Ἄνοιξαν τόν δρόμο ἐπίσης
γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν
ἀποχριστιανισθεῖ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σύγχρονη Εὐρώπη, διά τῶν ἡγετῶν της, μέ
τήν «Χάρτα γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα», πού ψηφίσθηκε τόν Δεκέμβριο τοῦ
2000 στή Νίκαια τῆς Γαλλίας, ἀρνήθηκε ὁποιαδήποτε ἀναφορά στό χριστιανικό παρελθόν
της καί τίς χριστιανικές ρίζες της[2]. Χωρίς ἀμφιβολία τό Διάταγμα τῶν
Μεδιολάνων, μέ τήν ἐπίσημη νομική κατοχύρωση τῶν δύο ἀρχῶν, δηλ. τῆς ἐντάξεως
καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς
ἐλευθερίας συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς
πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς, εὐνοοῦσε κυρίως τόν Χριστιανισμό[3]
καί ἄνοιγε τόν δρόμο γιά τό μεγαλειῶδες χριστιανικό κράτος τοῦ Μ. Κωνσταντίνου,
γιά τήν χριστιανική Οἰκουμένη καί τήν χριστιανική Εὐρώπη[4].
ε)
Συνεκάλεσε τήν Α΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας τό 325
μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε καί ἀναθεμάτισε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί τόν
πρωτομάχο καί θεομάχο Ἄρειο, ὁ ὁποῖος πρέσβευε ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός,
ἀλλά κτίσμα. Ἡ Σύνοδος ἀνακήρυξε τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα.
στ) Ἔκτισε, μετά ἀπό θεϊκό ὅραμα, τήν Κων/πολη, τήν ὁποία ἀφιέρωσε στήν
Ὑπεραγία Θεοτόκο.
ζ) Ἔστειλε τήν μητέρα του, ἁγία Ἑλένη, στούς Ἁγίους Τόπους, ἡ ὁποία, μετά ἀπό ἀνασκαφές,
ἀνακάλυψε τόν Τίμιο Σταυρό, στόν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Κύριός μας, ὅπως ἐπίσης καί
τούς σταυρούς τῶν δύο συσταυρωθέντων ληστῶν καί τά τέσσερα τίμια καρφιά, μέ τά
ὁποία κάρφωσαν τόν Χριστό.
η) Διακρινόταν γιά τά θεάρεστα ἔργα του, ὅπως κτίσιμο Ἱερῶν Ναῶν καί πλουτισμός
τους μέ βασιλικά εἰσοδήματα, χρυσάφι καί ἀσήμι καί φροντίδα πτωχῶν.
θ) Εἶχε χριστιανικό χαρακτήρα, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιά τήν φιλοτιμία, τήν
εὐσπλαγχικότητα, τήν γενναιοδωρία του κ.ἄ., πρίν ἀκόμη βαπτισθεῖ χριστιανός. Ἦταν
δηλ. Χριστιανός πρίν βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ζοῦσε χριστιανικά, πρίν ἀσπασθεῖ τόν
Χριστιανισμό.
ι) καί τελευταῖο, ἀφοῦ μετενόησε εἰλικρινῶς γιά τά ἐγκλήματα τοῦ φόνου, πού
εἶχε διαπράξει ὡς εἰδωλολάτρης, βαπτίσθηκε Χριστιανός στό τέλος τῆς ζωῆς του
ὕστερα ἀπό δική του ἐκζήτηση. Τήν βάπτισή του θεωροῦσε ὡς τήν μεγαλύτερη
εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν καί ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπισφράγισμα τῆς ἀκλόνητης
καί ἀκράδαντης πίστεώς του.
Ἀπό τα προαναφερθέντα, θά σταθοῦμε μόνον στά ἑξῆς σημεία.
Πρῶτον, ο Μέγας Κωνσταντῖνος ἀναγνώρισε τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπίσημη θρησκεία
τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καί στήριξε στήν Ἐκκλησία ὅλες του τίς ἐλπίδες,
ἐπειδή αυτή θά ἀποτελοῦσε τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη τῆς
αὐτοκρατορίας. Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα ἀχανές,
οἰκουμενικό, παγκόσμιο κράτος, πού ἁπλωνόταν στήν Εὐρώπη καί τήν Ἀσία. Τό
κράτος, ὅμως, αὐτό δέν εἶχε ἐσωτερική ἑνότητα. Κυριαρχοῦσε ἡ πολυθεΐα, ἡ
πολυαρχία, ἡ εἰδωλολατρεία, ὁ συγκρητισμός καί ὁ κόσμος ἦταν πνευματικά
διεσπασμένος. Ἄλλος πίστευε ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, στοῦ κόσμου τούς θεούς καί τίς
θεότητες. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἰδιαίτερα φωτισμένος, μετά τήν ἀποκάλυψη τοῦ
σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στόν οὐρανό καί ἀφοῦ νίκησε τόν Μαξέντιο καί τόν
Λικίνιο, στή συνέχεια, φωτισμένος ἀπό τόν Θεό, σκέφθηκε πώς μόνο μία πνευματική
δύναμη ὑπάρχει, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά ἑνώσει τό κράτος, νά δώσει πνευματική
δύναμη καί νά ἑνοποιήσει ὅλους τούς ἀνθρώπους˙ νά πιστεύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στήν
ἴδια πίστη, νά ἔχουν ὅλοι τήν ἴδια πίστη. Καί αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη
πίστη, ἡ ὁποία ἤδη εἶχε δοκιμασθεῖ κατά τή διάρκεια τῶν τριῶν αἰώνων τῶν
διωγμῶν. Ἀπέδειξε ὁ Χριστιανισμός πώς δέν φοβᾶται τίποτε˙ οὔτε τό μαρτύριο,
οὔτε τόν θάνατο. Καί ἀποδείχθηκε ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἱκανή νά
ἰκανοποιήσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ἑνωτική γιά τούς ἀνθρώπους.
Σέ σχετικό
μέ τόν Μέγα Κωνσταντῖνο βιβλίο, μέ τίτλο : «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ
μικροί τῶν καιρῶν μας», ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πολύ ἐνδιαφέρουσα τοποθέτηση. Ὁ
Μέγας Κωνσταντῖνος ἦταν Μέγας, γιατί ἦταν φωτισμένος καί ἀντιλήφθηκε τήν
ἑνοποιό καί σωστική δύναμη, πού ἔχει τό χριστιανικό κήρυγμα καί τό Εὐαγγέλιο.
Οἱ σημερινοί πολιτικοί ηγέτες ἁπανταχοῦ τῆς γῆς εἶναι μικροί. Τί εἶναι οἱ
ἡγέτες τῶν Η.Π.Α., τῆς Ε.Ε. καί τῆς Ἀνατολῆς; Θά περίμενε κανείς ἀπ’ αὐτούς ν’
ἀντιληφθοῦν ὅτι πρέπει νά δώσουν στόν κόσμο μιά ἑνοποιό δύναμη, νά εἰρηνεύσουν
τόν κόσμο, νά ἑνωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τό ἀντιλήφθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτοί,
ὅμως, ἀντί νά εἰρηνεύσουν καί νά ἑνοποιήσουν τόν κόσμο κάτω ἀπό μιά σωτηριώδη
καί ὑπερφυσική δύναμη, διαιροῦν τόν κόσμο μέ τούς πολέμους καί δημιουργοῦν τοῦ
κόσμου τίς πίστεις. Μέγας, λοιπόν, ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος καί μικροί, νάνοι ἀκόμη
καί οἱ δικοί μας πολιτικοί ἡγέτες, οἱ κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ
πολιτικοί ἡγέτες στήν Ἑλλάδα μας, ἡ ὁποία κληρονόμησε αὐτή τή Ρωμαϊκή
αὐτοκρατορία, εἶναι κι αὐτοί μικροί, γιατί δέν καταλαβαίνουν τήν δύναμη, πού
ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, ὅπως τό ἀντιλήφθηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καί ἀντί νά
ἐνισχύουν αὐτή τήν πίστη τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων, διαρκῶς παίρνουν μέτρα
ἐναντίον της, πειθαρχώντας σέ ἐντολές ξένων καί ἀντίχριστων κέντρων. Μάλιστα
εἶναι πασιφανές ὅτι ὑπάρχει διακομματική συμφωνία ἀσκήσεως ἐκκλησιομάχου καί
ἀντιχριστιανικῆς πολιτικῆς.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅμως, στήριξε στό Εὐαγγέλιο καί στόν Χριστιανισμό τήν
ἐλπίδα νά ἐπικρατήσει στόν κόσμο ἡ ἑνότητα, νά μεταβληθεῖ ἡ PAX ROMANA σέ PAX
CHRISTIANA, ἡ ρωμαϊκή εἰρήνη νά μεταβληθεῖ σέ χριστιανική εἰρήνη.
Δεύτερον, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν εἶδε ὅτι ἕνας αἱρετικός, ὁ Ἄρειος,
δημιουργεῖ προβλήματα καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία στηριζόταν, ἔχει
ἐσωτερικές διενέξεις καί ἔριδες καί κινδύνευε νά διασπαθεῖ ἡ ἑνότητα,
συνεκάλεσε τήν Α΄ ἐν Νικαίᾳ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε καί
ἀναθεμάτισε τόν αἱρετικό Ἄρειο, τήν αἵρεσή του καί τούς ὀπαδούς του, καί μ’ αὐτόν
τόν τρόπο ἐπῆλθε ἡ γαλήνη στό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ἐποχή
μας, ὑπάρχει ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ καί ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
οἱ ὁποῖες ἐπευλάνουν καί ἔχουν αἰχμαλωτήσει τούς περισσοτέρους διοικητικούς
ἡγέτες τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Μάλιστα εἶναι γνωστό ὅτι ὁ μέν αἱρεσιάρχης
«Πάπας» τῆς Ρώμης νόθευσε τό πνεῦμα τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, μέ
σκόπο τήν προβολή τοῦ παγκοσμίου πρωτείου ἐξουσίας του καί τοῦ παναιρετικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ἐφηῦρε τήν μεγάλη ἱστορική ἀπάτη τῆς «ψευδοκωνσταντίνειας
δωρεᾶς», τῶν «ψευδοϊσιδωρείων διατάξεων» καί τῆς «ψευδοπιπίνιας δωρεᾶς».
Σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, «καμμία ἄλλη νοθεία στήν παγκόσμια ἱστορία δέν
συντελέσθηκε μέ τόση τέχνη καί καμμία ἄλλη δέν εἶχε τόσο μεγάλα ἀποτελέσματα»[5].
Σύμφωνα μέ τήν «ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά», ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀναχωρώντας ἀπό
τήν Δύση, γιά να μεταφέρει τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή,
παρεχώρησε δῆθεν στόν αἱρεσιάρχη «Πάπα» τήν πολιτική καί ἐκκλησιαστική διοίκηση
τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Μέ βάση τό μεγάλο ἱστορικό αὐτό ψέμμα, ἡ Δύση
συνταράχθηκε ἐπί αἰῶνες ἀπό τόν παποκαισαρισμό, τούς ἀγῶνες δηλ. τοῦ «Πάπα» νά
ἐπιβληθεῖ καί ἐπί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔναντι τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων. Πολλές
φορές, ὅμως, ὁ «Πάπας» ἐπεχείρησε, μέ πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἐπεμβάσεις
του, νά ἐπιβληθεῖ καί στήν Ἀνατολή.
Ὁ δέ Οἰκουμενισμός,
σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, εἶναι παναίρεση καί ἡ μεγαλύτερη
ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς
θρησκείες καί τίς πίστεις σέ μία πανθρηκεία.
Καί τίθεται
τό ἀδυσώπητο ἐρώτημα: Ποιός
θά τολμήσει σήμερα νά βρεῖ τό θάρρος ὥστε νά συγκληθεῖ μία Πανορθόδοξη
Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά καταδικασθοῦν καί νά ἀναθεματισθοῦν
αὐτές οἱ δύο τρομερές καί φοβερές αἱρέσεις καί τόσες ἄλλες, ὥστε νά γαληνέψει
τό θαλασσοδαρμένο σκάφος τῆς Ἐκκλησίας; Δέν θά ἔπρεπε νά ἔχει πρό πολλοῦ
ξεκαθαρίσει αὐτό τό θέμα μέ μία Πανορθόδοξη Οἰκουμενική Σύνοδο; Ἀντί, ὅμως, νά
συνέλθει ἡ Ἐκκλησία σέ Οἰκουμενική Σύνοδο καί νά καταδικάσει τόν Πάπα, τόν
Παπισμό, τόν Οἰκουμενισμό καί τίς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως παλαιότερα καταδίκαζε
ὅλους τούς αἱρετικούς καί τίς αἱρέσεις μέ Οἰκουμενικές Συνόδους, δυστυχῶς, τόν
περασμένο Ἰούνιο τοῦ 2016, γίναμε μάρτυρες μιᾶς ἄλλης, ξένης καί ἀλλοτρίας στήν
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας «Συνόδου», τῆς λεγομένης καί θεωρουμένης ἀπό τούς
Οἰκουμενιστές «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης. Οὐσιαστικά αὐτή δέν ἦταν
οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος, ἀλλά μία ληστρική, αἱρετική,
οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῶν λατινοφρόνων και οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων. Ὅπως
φάνηκε ἀπό τήν μεθοδολογία, τόν κανονισμό λειτουργίας καί τά τελικά ἐπίσημα
κείμενά της, αὐτή ἑδράστηκε ὄχι σέ ὀρθόδοξα, ἁγιοπατερικά, ἱεροκανονικά καί
παραδοσιακά κριτήρια, ἀλλά σέ αἱρετικά, παπικά καί βατικάνεια τοιαῦτα. Ἡ
ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀπέκλεισε τήν συμμετοχή ὅλων τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς
Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, κατέλυσε τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα, δέν ἐνημέρωσε
ἀντικειμενικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα, κλῆρο καί λαό, διακρίθηκε γιά τίς θεολογικές
ἀσυνέπειες καί ἀντιφάσεις της, ἀπέδωσε στόν ἑαυτό της ἀποκλειστικό ρόλο «ἁρμοδίου
καί ἐσχάτου κριτοῦ» σέ θέματα πίστεως, ἐπέβαλλε καί κατοχύρωσε «ἀλάθητες»
ἀποφάσεις, δημιούργησε ἀλλοιωμένη ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία, καθιέρωσε τήν
μεταπατερική αἵρεση, τίς θεωρίες τῆς «Μιᾶς καί Διηρημένης Ἐκκλησίας» καί τῆς
«ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος», τούς μικτούς γάμους μέ τούς
αἱρετικούς, ἐπέβαλλε ὡς ἐπίσημη πλέον γραμμή τῆς Ἐκκλησίας τήν παναίρεση τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητας στούς αἱρετικούς Παπικούς,
Προτεστάντες καί Μονοφυσῖτες καί τήν μόνιμη συμμετοχή στό λεγόμενο «Παγκόσμιο
Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) δηλ. αἱρέσεων, τό ὁποῖο οὐσιαστικά εἶναι ἕνας
παμπροτεσταντικός ὁμογενοποιητικός ὀργανισμός, ξένος καί ἀλλότριος πρός τήν
Ὀρθοδοξία.
Γι’αὐτό
θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη οἱ Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καί
μάλιστα ὅσες δέν ἔλαβαν μέρος σ’ αὐτήν, ἀλλά καί μία νέα Πανορθόδοξη Σύνοδος α)
νά καταδικάσουν τήν λεγομένη «σύνοδο» τῆς Κρήτης ὡς ληστρική, αἱρετική καί
οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδο, β) νά ἀπορρίψουν τά κείμενά της ὡς αἱρετικά,
ἰδιαίτερα τό κείμενο γιά τίς σχέσεις μέ τούς ἑτεροδόξους, γ) νά καταδικάσουν
τούς διοργανωτές, τούς πρωταγωνιστές, τούς συμμετέχοντες σ' αὐτήν, τούς
ὑπογράψαντας καί ἀποδεχομένους τά αἱρετικά κείμενά της, δ) νά καταδικάσουν τόν
διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση, ε) νά
ἀποφασίσουν τήν ἀποχώρηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό τό λεγόμενο
«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. αἱρέσεων, στ) νά τερματίσουν κάθε κοινή
ἐμφάνιση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί αἱρετικούς, καί ζ) νά
ἀποχωρήσουν ἀπό τόν ἄγονο διάλογο τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς.
[σ.σ.: Ποιός θὰ πιέσει νὰ
γίνουν αὐτά, πάτερ; Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν
τολμοῦν οὔτε τὴν ἁγιοπατερικὰ Διακοπὴ Μνημοσύνου νὰ κάνουν; Ὡραῖα τὰ
εὐχολόγια καὶ ὁ χαρτοπόλεμος (αὐτὸν τὸν κάνει κι ὁ Τελεβάντος), ἀλλὰ ἂν ἐσεῖς, ποὺ ἔχετε συνειδητοποιήσει, καὶ μιλᾶτε, καὶ μᾶς καταγράφετε παραπάνω τὸ μακρὺ
κατάλογο τῶν κακόδοξων ἐνεργειῶν τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἂν ἐσεῖς δὲν προχωρήσετε στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, περιμένετε
οἱ ἀφωνότεροι ἰχθύος Ἐπίσκοποι καὶ ἀφωνότατοι ἱερεῖς νὰ τὸ κάνουν; Ἢ μήπως ὁ λαός, ποὺ ἀπὸ πουθενὰ δὲν
βλέπει παράδειγμα; Ἢ μήπως οἱ ἄθεοι σύγχρονοι ἡγέτες;].
Ἑορτάζοντας,
λοιπόν, σήμερα τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων θεοστέπτων Βασιλέων καί Ἰσαποστόλων
Κωνσταντίνου καί Ἑλένης θά πρέπει ἐν πρώτοις νά μᾶς μείνει ὅτι ὁ Χριστιανισμός
καί δή ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη, ἡ ὁποία ἑνώνει καί ἡ ὁποία πρέπει καί
στό νεοελληνικό κράτος μας νά ἀποτελέσει τήν συνεκτική καί πνευματική δύναμη,
πού πρέπει ὅλους νά μᾶς ἑνώνει.
Καί πρέπει, ἐπίσης, νά μᾶς μείνει καί τό γεγονός ὅτι, ὅταν παρατηρεῖται αἵρεση,
πλάνη καί ἑτεροδιδασκαλία, θά πρέπει νά εἴμαστε αὐστηροί˙ νά μήν τά θεωροῦμε
ὅλα τίποτε, ἐφησυχάζοντας, καλοπερνώντας, μή προβληματιζόμενοι γιά πνευματικά
θέματα καί ἐπιδεικνύοντας ἀδιαφορία γιά θέματα πίστεως. Ἀλλά, νά μιλᾶμε γιά τήν
ἀλήθεια, γιά τήν Ὀρθοδοξία μας, νά ὑπερασπιζόμαστε καί νά ἀκολουθοῦμε τήν
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ἔκαναν οἱ σήμερον ἑορταζόμενοι Μέγας
Κωνσταντῖνος καί ἁγία Ἑλένη. [σ.σ.: Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
δὲν εἶναι καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, πάτερ;].
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
[1] ΒΛΑΣΙΟΣ
ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1992, σ. 334.
[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἀπό τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας στή Νίκαια τῆς Γαλλίας. Ὁ
Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ μικροί τῶν καιρῶν μας, Θεσ/κη 2001.
[3] ΒΛΑΣΙΟΣ
ΦΕΙΔΑΣ, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σ. 330.
[4]
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Πρός «Κοινόν Ποτήριον» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς
τάς ἐκδηλώσεις διά τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων; 25-1-2013,
https://katanixis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_7793.html
[5] ΑΡΧΙΜ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ἀθῆναι 1959, σσ. 299-300.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.