Ἀναρτοῦμε ἀδημοσίευτη στὸ διαδίκτυο ἀπάντηση στὸν
μητροπολίτη Καλαβρύτων Ἀμβρόσιο, ὁ ὁποῖος, προσπαθοῦσε νὰ μὲ προσηλυτίσει στὴν
κακόδοξη ἄποψη ὅτι οἱ Παπικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, γιατὶ ἔχουν …θαύματα!!!
Δηλαδή, ἰσχυρίστηκε πὼς τὰ θαύματα ποὺ γίνονται στὸ χῶρο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν είναι απόδειξη
πως οι Καθολικοί δεν είναι
αιρετικοί!
Ἡ δημοσίευση
γίνεται γιατὶ κάποιοι (ἀπὸ ἄλλο χῶρο) ἰσχυρίζονται κάτι παρόμοιο.
Σημάτη Παναγιώτη
Κατά την ορθόδοξη διδασκαλία τα θαύματα είναι «σημεία»,
σημάδια της Βασιλείας του Θεού. «Τα σημεία (θαύματα) εγίνοντο για να βοηθούν
τους ανθρώπους να δεχθούν το λόγο του Θεού. Το κύριο ήταν ο λόγος. Τα
σημεία απλώς μαρτυρούσαν τη δύναμη και την αξίαν του λόγου. Εκεί που εγίνετο
δεκτός, τα σημεία ήσαν περιττά»(1).
Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να κάμει το
λάθος να θέσει το θαύμα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και να κάνει «μόνο
τα θαύματα κριτήριο της αλήθειας», γιατί τότε «εύκολα μπορεί να περιπέσει σε
πνευματική πλάνη, δηλαδή να εξαπατηθή από τον διάβολο, ο οποίος θα του
παρουσιάσει υπερφυσικά γεγονότα και σε άλλες θρησκείες»(2), που όμως δεν φανερώνουν την Βασιλεία του Θεού. «Στην
Εκκλησία, πίστη σήμαινε πάντοτε την υπαρξιακή εμπιστοσύνη που εκδηλώνεται με
την τήρηση των εντολών Του. Εάν το θαύμα προκαλέσει μετάνοια, τότε εκπληρώνει
πραγματικά την αποστολή του». Εάν δεν φέρνει το ήθος της καινούργιας ζωής, την
ταπείνωση, τη μετάνοια, την Αγάπη δεν είναι τίποτε. «Καὶ ἐὰν ἔχω
πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί» (Α' Κορ. 13, 1-2). Κάτι έχει να μας πει και η περίπτωση του Ιούδα, ο
οποίος, αν και στερείται των βασικών προϋποθέσεων της αρετής έκανε θαύματα
(Λουκ. 9, 1-2). «Πολλοὶ γὰρ καὶ τῶν ἐμπαθῶν (=αυτών που είχαν πάθη)
ἐθαυματούργησαν»(3) που σημαίνει πως το θαύμα δεν είναι απόδειξη ότι
εκείνοι που το κάνουν «είναι οπωσδήποτε άγιοι(4)…, ούτε ότι όλοι οι άγιοι κάνουν θαύματα»(5).
Το θαύμα είναι
χάρισμα. Όπως συμβαίνει και με όλα τα άλλα χαρίσματα, αυτός που το ασκεί δεν
σημαίνει ότι είναι σωσμένος», αφού «το χάρισμα δεν αποτελεί προσωπικό κατόρθωμα
αγιότητος, αλλά δώρημα Θεού». Και εφ’ όσον είναι δώρημα «δεν μπορούμε ν’
αρνηθούμε στο Θεό να ενεργεί, όπως Αυτός νομίζει καλύτερα, για το συμφέρον όλων
των ανθρώπων»(6), και δια των μη χριστιανών.
Αξιομνημόνευτη, εδώ, και η γνώμη του αγ. Νικολάου
Καβάσιλα: «Αν και τα θαύματα δεν αποτελούν απαραίτητη απόδειξη αρετής, αφού
ούτε όλους τους εναρέτους συνοδεύουν ούτε όσοι
είχαν αυτό το χάρισμα ήσαν όλοι εργάτες αρετής. Πολλοί μάλιστα που επετέλεσαν μεγάλα κατορθώματα μπροστά στο Θεό, δεν παρουσίασαν τέτοιο χάρισμα. Αντίθετα μερικές φορές πονηροί άνθρωποι έφθασαν να κάνουν θαύματα –τίποτε δεν ήταν αδύνατο, αφού επεκαλούντο τον Χριστό- όχι γιατί το επέτρεπε το ήθος τους, αλλά για να φανερωθή Αυτός που επικαλούντο»(7).
είχαν αυτό το χάρισμα ήσαν όλοι εργάτες αρετής. Πολλοί μάλιστα που επετέλεσαν μεγάλα κατορθώματα μπροστά στο Θεό, δεν παρουσίασαν τέτοιο χάρισμα. Αντίθετα μερικές φορές πονηροί άνθρωποι έφθασαν να κάνουν θαύματα –τίποτε δεν ήταν αδύνατο, αφού επεκαλούντο τον Χριστό- όχι γιατί το επέτρεπε το ήθος τους, αλλά για να φανερωθή Αυτός που επικαλούντο»(7).
Έτσι οι αιρετικοί -τουλάχιστον οι συνειδητοί- αφού δεν
τηρούν ακριβώς τις Εντολές του Χριστού και της «Μίας» Εκκλησίας, (όπως ο
Κύριος εζήτησε) έχουν αλλοιώσει την πίστιν· και δεν μετανοούν για όλα αυτά,
αφού πεισματικά τα παραθεωρούν· άρα, τα τυχόν θαύματα που επικαλούνται δεν
αποδεικνύουν τίποτα. «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ» (=και αν ακόμη είναι αξιόπιστος), «κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν θαύματα ποιῇ, κἂν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος» λέγει ο άγ. Ιγνάτιος.
«Εάν ήταν “ἀπόδειξις καὶ σημεῖον εὐσεβείας τὸ ἐνεργεῖν δυνάμεις (=θαύματα), οὐκ ἂν ὁ Κύριος ἀδοκίμους τε καὶ ἀναξίους τῆς πρὸς αὐτὸν οἰκειώσεως ἀποφαίνεται τοὺς εἰρηκότας·
<Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι …δυνάμεις
πολλὰς ἐποιήσαμεν;> λέγων προς αυτούς· <Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν> ”(8). Το “ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ” σημαίνει
χωρισμόν εκ του Χριστού· και δια τους ζώντας αιρετικούς χωρισμόν εκ της
Εκκλησίας. Με άλλας λέξεις η αίρεσις δεν είναι Εκκλησία.
Τα εν τη αιρέσει τελούμενα θαύματα, ως και τα μυστήρια
“ἐκ Θεοῦ ἐστιν” και όχι εκ
των τελούντων αυτά ιερέων-επισκόπων»(9), ή κατά παραχώρηση Θεού,
όπως φαίνεται στην παρακάτω περίπτωση: «Κάποτε κάποιος αιρετικός μοναχός
προσκάλεσε τον όσιο Παχώμιο να βαδίση μαζί του επάνω στον ποταμό για να ιδούν,
ποιος έχει περισσότερη παρρησία προς το Θεό. Ο όσιος φυσικά αρνήθηκε» και εξήγησε
ότι ο αιρετικός μοναχός «θα μπορούσε να διέλθη ίσως τον ποταμό κατά παραχώρηση
του Θεού,…επειδή θα τον βοηθούσε ο διάβολος για να δικαιώση την πλάνη της
ασεβείας του».
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε -για να τοποθετηθούμε σωστά
απέναντι στα θαύματα- ότι υπάρχουν και θαύματα κατά φαντασίαν. Ένα παράδειγμα:
στο βίο των αγ. Ιάσωνος και Σωσιπάτρου αναφέρεται το «θαύμα» μάγου, ο οποίος
μέσα «εἰς μίαν ὥραν ἔσπειρεν, ἐθέρισε και, κατὰ φαντασίαν, κατεσκεύασεν ἄρτον»(10).
Παρόμοιο θαύμα έκαναν και οι μάγοι του Φαραώ, όταν
μετέτρεψαν τα ραβδιά τους σε φίδια, όπως είχε κάνει και ο Μωϋσής. Να όμως, πώς
εξηγεί την περίπτωση ο Γρ. Νύσσης: Τότε ο Μωϋσής «ἐν ὀφθαλμοῖς τῶν Αἰγυπτίων τὴν ράβδον ἑαυτοῦ» μετέτρεψε σε
φίδι. Οἱ μάγοι προσπάθησαν
νὰ τὸν μιμηθοῦν καὶ δημιούργησαν τὴν ἐντύπωση πὼς μετέβαλλαν τὰ ραβδιὰ τους σὲ φίδια. Αλλά γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη τους, όταν
το φίδι που προήλθε «ἐκ τῆς Μωϋσέως βακτηρίας» κατέφαγε «τὰ γοητικὰ ξύλα, τοὺς ὄφεις δῆθεν», γιατί «οὐδεμίαν ἀμυντικὴν οὐδὲ ζωτικήν τινα
δύναμιν εἶχον αἱ τῶν γοήτων ράβδοι,
πλὴν τοῦ σχήματος ὃ τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν εὐεξαπατήτων ἡ γοητεία σοφισαμένη παρέδειξε»(11).
Επίσης, μη ξεχνάμε, πως η Αποκάλυψη μιλάει για θαύματα
του Ψευδοπροφήτου δια των οποίων θα πλανήσει πολλούς: «Καὶ ποιεῖ σημεῖα μεγάλα καὶ πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνη εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον τῶν άνθρώπων… καὶ ὁ μετ’ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου…» (Αποκ. ιστ΄ 13-14, ιθ΄ 20). Αν μπορεί να
χαρακτηριστεί κι αυτό «θαῦμα», θα είναι ένα
σατανικό θαύμα, ένα μέσο του Σατανά «για την πραγματοποίηση του δικού του αντιλυτρωτικού
έργου και παρακώλυση του σχεδίου της ἐν Χριστῷ λυτρώσεως»(12).
Ο Ευγένιος Βούλγαρης γράφει: «Και για να
συγκεφαλαιώσουμε, δεν υπήρξε ποτέ καμμιά θρησκεία, ούτε οποιαδήποτε αίρεσις…η
οποία, αφού διετύπωσε την ετεροδιδασκαλία της περί Θεού και θείων πραγμάτων,
δεν περιέλαβε με ιδιαίτερη τιμή και μερικούς εκ της τάξεώς της, που, κατ’
αυτήν, διακρίθηκαν για την αρετή και την αγιότητα του βίου των»(13).
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι, οι από τους Λατίνους «φημιζόμενοι
ἅγιοι», είναι
εκείνοι από τους πιστούς των Παπικών που, ήσαν απλοί και άδολοι και όχι
θεολογικά μορφωμένοι, έκαναν υπακοή στους ποιμένες τους και δεν γνώριζαν τα
λεπτά δογματικά θέματα της πίστεως, δεν είχαν δηλ. συνειδητοποιήσει τις
αιρετικές παρεκκλίσεις των Ηγετών, ως εκ του γεγονότος ότι ανατράφηκαν μέσα στο
κλίμα της αίρεσης. Βέβαια, το αν είναι αυτοί άγιοι –καταλήγει- δεν το
γνωρίζουμε, γι αυτό «τῇ δικαίᾳ τοῦ Θεοῦ φρικτῇ κρίσει μᾶλλον παραπέμπομεν»(14). Αλλά και αν κάποιοι “αγίασαν”, αυτό έγινε, επειδή
δεν έζησαν με την τρυφηλή ζωή των Λατίνων, αλλά εμιμούντο την ασκητική ζωή των
Ανατολικών αγίων, δηλ. ουσιαστικά η ζωή τους ήταν αντίθετη με τις αιρετικές
διδαχές και το ήθος των Παπών! Γι αυτό ὁ Θεὸς ἴσως αὐτὸν τον άνθρωπο (μιλά για κάποιον ευσεβή Λατίνο) «διαφερόντως
δοξάσαι ηὐδόκησεν»(15).
Μια άλλη επισήμανση του Πατριάρχη Νεκταρίου όσο και
του Ευγ. Βούλγαρη, που συνδέεται με το θαύμα, είναι η ανυπαρξία αγίων λειψάνων
(μετά το Σχίσμα) στους Δυτικούς. Οι ίδιοι, συνάμα, αρνούνται «την ύπαρξη
αληθινής αγιότητος στη Δύση μετά το σχίσμα. Αυτό όμως, τι άλλο σημαίνει παρά
άρνηση της δυνατότητος υπάρξεως αγιότητος εκεί, που χάνονται τα ορθά κριτήριά
της, ο αγιοπνευματικός φωτισμός και η θέωση;»(16).
Στο ίδιο σύγγραμμα, λέγει ο Ευγ. Βούλγαρης στους
Λατίνους: «Δείξατέ μας …τα λείψανα των (αγίων σας). Και εάν είναι ακέραια και
ευώδη …και διασώζονται θαυματουργά, όπως ακριβώς παρουσιάζονται τα των
Ανατολικών, τότε θα αποδεχθούμε και τα δικά σας, των Δυτικών. Εάν όμως τα
αποκρύπτετε, με την δικαιολογία ότι τάχα πρέπει να παραμένουν αόρατα, τότε σε
ακόμη μεγαλύτερη υποψία θα διατελή αυτό που σαν πολύ μεγάλο διαφημίζεται»(17).
«Τα θαύματα, λοιπόν, δεν είναι κριτήριο ορθής πίστεως». Βέβαια, οι
αιρετικοί αν και δεν πιστεύουν ορθά, όμως αποδέχονται την θεότητα του Χριστού. «Για
τον λόγο αυτό ο Θεός εκφράζει και προς αυτούς την ευαρέσκειάν Του με το να τους
κάνει θαύματα», όπως συμβαίνει και με «τους σχισματικούς παλαιοημερολογίτες». Αλλά
η ευσπλαχνία Του δεν σταματά ούτε κει, αφού «κάνει θαύματα ακόμα και στους
ειδωλολάτρες» δια μέσου των αγίων, όπως συνέβη με τον άγ. Αρσένιο που έκανε
θαύματα σε Μουσουλμάνους(18). Ιδιάζοντα θαύματα», όμως, γίνονται μόνο στην Ορθοδοξία, όπως
Άφθαρτα λείψανα, “Φώς” της Αναστάσεως, Αγιασμός(19).
Σημάτη Παναγιώτη, «"Οὐνιτίζουσα" Τακτικὴ καὶ Ἐκκλησιαστικὰ Σκάνδαλα», σελ. 8-10.
Σημειώσεις:
(1) Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα και Σημεία, μτφρ. Μητρ. Πρεβέζης
Μελετίου, σελ. 40.
(2) Και εδώ «προκύπτει το ερώτημα: υπάρχουν άγιοι εκτός
της εκκλησίας; Αν η λέξη “άγιος” σημαίνει αυτό που γενικά ο κόσμος νομίζει…
(δηλ. ηθικός βίος, υπερφυσικά χαρίσματα και υπερφυσικές εμπειρίες), τότε πρέπει
να ομολογήσουμε» πως με αυτη την έννοια, ναι, «υπάρχουν άγιοι και εκτός της
Εκκλησίας» (Ζηζιούλα Ιω., Η θέση των Αγίων ως εικονισμός της Βασιλείας, στο «Αγιότητα,
ένα λησμονημένο όραμα», σ. 27).
(3) Κλίμακος Ιω., ΚΛΙΜΑΞ, ΛΑ΄να΄, σελ. 176α.
(4) «Η αγιότητα δεν είναι ηθική αλλά οντολογική έννοια.
Άγιοι δεν είναι οι ηθικώς άμεμπτοι αλλά οι φορείς της χάριτος του Αγ. Πνεύματος»
(Μαντζαρίδη Γ., Χρ. Ηθική, σ. 270). Οι άγιοι σύμφωνα με το πνεύμα της Εκλησίας «ζουν
στον κόσμο για το όνομα του Θεού και υποτάσσουν το θέλημά τους στο θείο θέλημα»
(στο ίδιο, σ. 274).
(5) Βουλγαράκη Ηλ., Χριστιανισμός και Κόσμος, σελ. 200.
(6) Βουλγαράκη Ηλ., Χριστιανισμός και Κόσμος, σελ. 199, 201.
(7) Νικολάου Καβάσιλα,
Περι της ἐν Χριστῷ Ζωής, Λόγος 7ος, σελ. 214).
(8) Και αλλού λέγει ο Κύριος: «Πλὴν
έν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ὑμῖν (=μη χαίρετε που
θεραπεύσατε δαιμονισμένους), αλλά «χαίρετε ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς
οὐρανοῖς» (Λουκ. ι΄20). Κι απ’ τα λόγια αυτά του Κυρίου φαίνεται πως δεν
σώζονται όλοι όσοι κάνουν θαύματα.
(9) Γιαννόπουλου Β., «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»
1998, τ. 3ος, ὑποσ. 51, σελ. 560.
(10) Ο Μέγας
Συναξαριστής, Δ΄, σ. 480, 483).
(11) Γρ. Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, αρχιμ. Μπρούσαλη
Παγκρ., σελ. 58-59.
(12) Δεληκωστόπουλου
Αθ., Το Θαύμα, σελ. 39.
(13) Στὸ βιβλίο: Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, Ιδού ο Παπισμός, σελ. 249.
(14) Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, Ιδού ο Παπισμός, σελ. 455-456.
(15) Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, Ιδού ο Παπισμός, σελ. 460.
(16) Μεταλληνός Γ., Αγιότης μαρτυρουμένη, στο «Αγιότητα, ένα λησμονημένο όραμα»,
σ. 53. Εδώ τίθεται (κάτω από ένα άλλο πρίσμα) και το πρόβλημα -που τελευταία
έχει ανακύψει-της καύσεως των νεκρών και είναι πέρα από την εξεύρεση χώρων
ταφής. Μήπως αυτή η προσπάθεια αλλαγής μιας πανάρχαιας θρησκευτικής και
χριστιανικής συνήθειας είναι απότοκος (εκτός των άλλων) και της έλλειψης
λειψάνων στους ΡΚαθολικούς και τους Προτεστάντες;
(17) Χρυσοστόμου Ροδοστόλου, Ιδού ο Παπισμός, σελ. 457-458.
(18) Παϊσίου μοναχού, Ο άγ.
Αρσένιος ο Καππαδόκης, σελ. 81-113.
(19) Μπακογιάννη
Β., όπ. παρ., σελ. 116-117.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.