Συνέχεια
από το βιβλίο του κ. Ιωάννη Ρίζου που δημοσιεύσαμε (εδώ) με δύο παρατηρήσεις: α) Τα σχόλια των ιστολογίων του Παλαιού
αρνούνται να δουν την αλήθεια και απαντώντας δια σχολίων διαστρεβλώνουν τα
στοιχεία που προσκομίζει το βιβλίο του κ. Ρίζου. Δικαίωμά τους. β) Στις δια τηλεφώνου διαμαρτυρίες κάποιων πιστών, όταν ρωτήθηκαν αν έχουν μελετήσει το βιβλίο του κ. Ρίζου, απάντησαν πως δεν το έχουν κάν διαβάσει! Τους δίδεται, λοιπόν, η ευκαιρία και να το διαβάσουν και να το μελετήσουν!
Το τέλος της ημερολογιακής διαμάχης
Ο Διονύσιος ο Μικρός κατάφερε να κάνει τις
Αλεξανδρινές ημερολογιακές μετρήσεις κατανοητές και για τους Λατίνους. Έτσι
έγιναν οι αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας παντού δεκτές.[1]
Γενικά
η εργασία του Διονυσίου για την μέτρηση της ημερομηνίας του Πάσχα μπορεί να
κατανοηθεί σε πέντε κύριες πηγές[2],
στις οποίες πάντα τονίζει την αυθεντία και την ακρίβεια των 318 Πατέρων της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου αλλά και του Μ. Αθανασίου και Κυρίλλου.
Το 562 δημοσιεύτηκε ένας μικρός πασχαλινός Κανόνας,
ο οποίος λανθασμένα αποδίδεται στον Κασσιόδωρο. Γεγονός είναι ότι από τα μέσα
του 6ου αιώνα όλη η Ανατολή γιόρταζε το Πάσχα κατά την Αλεξανδρινή
μέτρηση. Οι Τεσσαρεσκαιδεκατίτες όπως και οι Πρωτοπασχίτες είχαν εξαφανισθεί.
Αλλά και στην Βόρεια Ιταλία, το Μιλάνο, την Ραβέννα κ.α. ακολουθούσαν τον
εορτασμό του Πάσχα της Ανατολής. Οι Πάπες είχαν μεν το δικαίωμα να ανακοινώνουν
το Πάσχα κατά την βούληση τους, ακολουθούσαν όμως τον δρόμο της ενότητας.[3]
Όταν ο βασιλιάς της Νορθούμπρια Oswy (ο οποίος επανέφερε την λειτουργική
παράδοση της αυτοκρατορίας) γιόρταζε το 664 το Πάσχα, η βασίλισσα του γιόρταζε
την Κυριακή των Βαΐων, γιατί η καταγωγή της ήταν από το Κεντ, το οποίο
ακολουθούσε τον ρωμαϊκό κύκλο, ενώ ο Oswy τον κελτικό του Βικτωρίου. Στην σύνοδο του Whitby το 664 ο Oswy
και οι επίσκοποι, Chad του York και Colman του Lindisfarne, υποστήριξαν το
κελτικό, ιρλανδοσκωτσέζικο πασχάλιο, ενώ την Ρώμη υποστήριξαν οι γιοί του Oswy Ealhfrith, Wilfrid και ο επίσκοπος
Agilbert. Οι Κέλτες είχαν ως βάση τους τον
Αγ. Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Αγ. Columba, ενώ οι
πρίγκιπες τον Αγ. Πέτρο και την Σύνοδο της Νικαίας. Τελικά ο βασιλιάς δήλωσε
ότι δεν τολμάει να τα βάλει με τον Αγ. Πέτρο και αποδέχθηκε το Πασχάλιο του
Διονυσίου του Μικρού.[4]
Μια
πιθανή ένσταση των Παλαιοημερολογιτών μπορεί να είναι: Ναι, αλλά αυτό το
Ημερολόγιο κάποτε, μετά από τόσες αλλαγές, έγινε Παράδοση της Εκκλησίας. Σύμφωνοι,
αλλά όπως αποδείχτηκε, αυτή η παράδοση δεν είχε δογματικό χαρακτήρα και δεν
έθιγε την λειτουργική ενότητα της Εκκλησίας. Αν θιγόταν η λειτουργική και
δογματική ενότητα, θα το είχαν παρατηρήσει οι θυσιασθέντες χαριτωμένοι Άγιοι
των προηγούμενων αιώνων και δεν θα περίμεναν τον Χρυσόστομο Καβουρίδη και τους
ομοίους τους να το εφεύρουν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία (όλες οι άλλες τοπικές
Εκκλησίες που παρέμειναν στο Παλαιό) δεν διέκοψαν την κοινωνία με την Εκκλησία
Ελλάδος που προχώρησε μονομερώς
στην αλλαγή, οικονομώντας την κατάσταση. Εκτός από τους Παλαιοημερολογίτες,
που χωρίς να υπάρχει αίρεση, και αναλαμβάνοντες να δράσουν ως «η Εκκλησία» διέκοψαν την κοινωνία με όλες τις τοπικές Εκκλησίες κι όχι μόνο
με την καινοτομούσα Εκκλησία της Ελλάδος.
Και
όπως, κάθε διόρθωση του ημερολογίου γινόταν
παράδοση της εκκλησίας, έτσι και εκείνη του 1923 έγινε, κατά κάποιο τρόπο,
παράδοση της εκκλησίας που και πάλι στο μέλλον, μπορεί για κάποιους λόγους να
αλλάξει, εφ΄ όσον δεν είναι δόγμα.
Η Γαλατία κράτησε τον υπολογισμό του Βικτώριου ακόμα
και μετά την επικράτηση των αλλαγών του Dionysius Exiguus.[5]
Οι Βρετανοί κράτησαν και αυτοί τον Κύκλο
των Ρωμαίων με κάποιες βελτιώσεις του Sulpitius Severus πράγμα που προκάλεσε
αναστατώσεις που μεταφυτεύτηκαν στην Γαλατία μέσω του Αγίου Columban. Μόλις το
729 μ.Χ. δέχθηκαν οι Βρετανοί τον 19ετή κύκλο του και τελικά στο τέλος του 8ου
αιώνα τόν κοινό εορτασμό του Πάσχα.[6]
Επιτέλους οι διαμάχες είχαν τελειώσει και η αυτόκρατορία γιόρταζε πια ενωμένη
την Ανάσταση του Κυρίου.[7]
Συμπεράσματα
Άν
προσθέσουμε τα τριακόσια χρόνια της Εκκλησίας μέχρι την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο
και τα τετρακόσια χρόνια που χρειάστηκαν ώστε ο Πασχάλιος Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής
να καθιερωθεί σε όλη την Εκκλησία, συμπεραίνουμε ότι επί επτακόσια χρόνια ανάμεσα στις Εκκλησίες σποραδικά υπήρχε ταυτόχρονος εορτασμός στην εορτή του Πάσχα.
Από την Α΄ Οικουμενική έως περίπου το 800 μ.Χ., έλαβαν χώρα άλλες 6
Οικουμενικές Σύνοδοι και πολλές Τοπικές. Ποτέ δεν τέθηκε θέμα ότι τάχα έχει
διασπαστεί η ενότητα της Εκκλησίας και μάλιστα να προκύψει και σχίσμα.
Σε
αυτούς τους αιώνες όχι μόνο κανείς από τους μεγάλους αγίους και διδασκάλους της
Εκκλησίας δεν θεώρησε το ζήτημα δογματικό, ή μια θανατηφόρα αθέτηση του
δόγματος της ενότητας και αθέτηση των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής, άλλα
αντιθέτως αδιαφόρησαν για αυτήν την «λειτουργική αταξία» που για τους παλαιοημερολογίτες
ήταν και είναι ζήτημα σωτηρίας. Γράφει ο Μητρ. Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός: «Είναι αυτό [δηλ. η εορτολογική διαφορoποίηση]
ενότης πίστεως; Είναι αυτό «Μία» Εκκλησία;
Είναι κοινή λατρεία; Κοινή θρησκεία;».[8]
Δυστυχώς για αυτόν η απάντηση είναι καταφατική, όπως αποδεικνύουν τα ιστορικά
στοιχεία.
Όταν
ο Μ. Αθανάσιος εξορίζονταν από τη σύνοδο της Τύρου το 336, κατέφυγε στη
Γαλλία(Τρέβη) για να τύχει υποστήριξης από την Τοπική Εκκλησία. Το ίδιο
πράττει το 339 πηγαίνοντας στη Ρώμη[9].
Το 352 προσκαλείται πάλι στη Ρώμη από τον Πάπα Λιβέριο για την συζήτηση της υποθέσεως
του διωγμού του. Και με τον ιερό
Χρυσόστομο συμβαίνει κάτι ανάλογο, όταν διωκόμενος από τη σύνοδο της Δρυός
καταφεύγει δια επιστολών στον Πάπα Ιννοκέντιο, στους επισκόπους Βενέριο του
Μιλάνου και Χρωμάτιο Ακυληίας. Το ίδιο πράττει πολύ αργότερα και ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής στην επιδίωξη του για σύγκλιση συνόδου στην Ρώμη κατά των
Μονοθελητών. Κανείς από τους άγιους Πατέρες δεν κατάγγελλε την άλλη Εκκλησία
(της Ρώμης εν προκειμένω) ως σχισματικής, ή ως καταπατούσας την Α΄Οικουμενική
ή τον Ζ΄Αποστολικό, ή τον Α΄Αντιοχείας, ή το 9ο άρθρο του Συμβόλου
της Πίστεως περί της ενότητας, αλλά κοινωνούσαν με αυτήν. Και αν αυτή ήταν η
στάση τους για το σοβαρότατο θέμα του εορτασμού του Πάσχα, μπορούμε να
φανταστούμε το πόσο υποδεέστερο θέμα θεωρούσαν τις από το Πάσχα παρελκόμενες
εορτολογικές μεταβολές. Τα αγιολόγια της Εκκλησίας βρίθουν από αγίους αυτών
των αιώνων και διάφορων γεωγραφικών περιοχών που δεν βίωναν πάντα μεταξύ τους
τον κοινό πασχάλιο εορτασμό ακόμα και μετά την Α΄Οικουμενική. Άλλωστε η έννοια
της λειτουργικής ενότητας ως δόγμα, δεν εμφανίζεται ούτε στη δογματική του
αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,[10]
ούτε στη δογματική το αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων[11], ούτε
στην νεότερη βιβλιογραφία της Ορθόδοξης Δογματικής.
Η
σύνδεση του χρονικού λειτουργικού συντονισμού ανάμεσα στις Εκκλησίες, ήταν
πάντα στόχος και ζητούμενο, όμως π ο τ έ οι άγιοι μας δεν του έδωσαν
σωτηριολογικό περιεχόμενο, όπως το έκαναν κάποιοι επίσκοποι, κληρικοί και λαϊκοί
το 1924.
Η Εκκλησία
έχει αποκλειστικό δικαίωμα να καθορίζει τις ημερομηνίες των διαφόρων εορτών.
Όμως δεν είναι αντικείμενο της να καθορίζει το πότε είναι οι ισημερίες, οι
πανσέληνοι, πότε αρχίζουν ή τελειώνουν οι εποχές και οι μήνες του έτους, κάτι που
αποτελεί αντικείμενο της αστρονομικής επιστήμης. Η Εκκλησία δέχεται και πρέπει
να δεχεται το αστρονομικό ημερολόγιο,
στο οποίο προσαρμόζει, με αποκλειστική της ευθύνη το εορτολόγιο. Αυτό μας
αποδεικνύουν και όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία που παραθέσαμε.
Λέει
ο ιερός Χρυσόστομος: «Εί τω δείνα μηνί,
εί τω δείνα μηνί, εορτάσητε το Πάσχα ουδείς ποτέ εκολάσθη ουδέ ενεκλήθη [ούτε
κλήθηκε σε απολογία]». Συνεπώς και οι
εορτές που είναι συνδεδεμένες χρονικά με την εορτή του Πάσχα, και ο εορτασμός
όλου του υπολοίπου εορτολογίου είναι άσχετος με την σωτηρία και τα δόγματα,
όπως έχουν δογματοποιήσει οι παλαιοημερολογίτες.[12]
Η
εορτολογική καινοτομία είναι το πρώτο βήμα του οικουμενισμού;
Ένα
πολύ διαδεδομένο αλλά τεχνητό επιχείρημα των παλαιοημερολογιτών, ως
υπερασπιστικό της επανάστασης τους, είναι ότι η ημερολογιακή μεταβολή ήταν το
πρώτο βήμα του Οικουμενισμού. «Το εορτολόγιον ετέθη ως προφυλακή του
Οικουμενισμού»,[13]
λένε και γράφουν. Αυτή η άποψη είναι τεχνητή και δημιουργήθηκε πολλές
δεκαετίες αργότερα από το Σχίσμα, μια που δεν την συναντάμε σε κανέναν
κείμενο των πρώτων είκοσι πέντε ετών των πρωταγωνιστών παλαιοημερολογιτών.
Όταν έγινε το Σχίσμα αυτό έπρεπε να έχει
τεκμηριωθεί πλήρως για να νομιμοποιηθεί κι όχι να τεκμηριωθεί αναδρομικά
με γεγονότα που θα συνέβαιναν δεκαετίες αργότερα και κανείς δεν δήλωνε
προκαταβολικά ότι θα συνέβαιναν. Έπρεπε να υπάρχουν ταυτόχρονα και πλήρη
κατατεθειμένα στην διακήρυξη της
διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας όλα τα στοιχεία που θα απεδείκνυαν την
αναγκαιότητα της απόσχισης.
Τότε
όμως κανείς δεν ήξερε ούτε τον οικουμενισμό, ούτε κάποια επερχόμενη αίρεση με
οποιοδήποτε όνομα. Όποια επιχειρηματολογία λοιπόν γράφτηκε τότε, αφορούσε μόνο
το ημερολόγιο και την ημερολογιακή μεταβολή. Προς επίρρωση των παραπάνω θέτουμε
υπ΄οψιν του αναγνώστου τα εξής:
1)
Το 1920 δημοσιεύεται μία εγκύκλιος από το πατριαρχείο ΚΠόλεως που περιγράφει
τα βήματα με βάση τα οποία οι φιλενωτικοί του Φαναρίου σκοπεύουν να προωθήσουν
την προσέγγιση των αιρέσεων –που για πρώτη φορά ονομάζονται «εκκλησίες»– με την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολύ περιέργως οι αντιδράσεις του «ευαίσθητου» κλήρου και
λαού που σε δύο χρόνια θα επαναστατούσαν μόνο στην ημερολογιακήεορτολογική
μεταβολή ήταν ανύπαρκτες σχετικά με αυτήν την εγκύκλιο.
3)
Το 1923 συμβαίνει κάτι καταπληκτικό! Το Βατικανό με Πάπα τον Πίο τον 11ο,
και την εγκύκλιο του Mortalium Animos ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πατριαρχική εγκύκλιο του 1920
ζητώντας από τους Ορθοδόξους να μετανοήσουν και να επιστρέψουν υπό την ηγεσία
του Πάπα.[15]
Κι όμως ένα χρόνο μετά λαμβάνει χώρα το
Σχίσμα με αιτία υποτίθεται την εφαρμογή της εγκυκλίου του 1920 σε ότι αφορά την
εορτολογική προσέγγιση με τους παπικούς, την οποία οι παπικοί απέρριψαν! Κάτι
που απλά σημαίνει, ότι και χωρίς την εκ των υστέρων αναγνώριση του εχθρού της
αίρεσης η ημερολογιακή καινοτομία αποτελούσε για τους παλαιοημερολογίτες
αυτόνομο και ανεξάρτητο λόγο απόσχισης. Άρα διακήρυξη τους ότι το ημερολόγιο
ήταν το πρώτο βήμα προς τον οικουμενισμό είναι απατηλό. Αυτό το επιχείρημα θα
μπορούσαμε με σχετική ακρίβεια
να πούμε ότι προστέθηκε τουλάχιστον 24 χρόνια μετά από το Σχίσμα, με την ίδρυση του Π.Σ.Ε.
να πούμε ότι προστέθηκε τουλάχιστον 24 χρόνια μετά από το Σχίσμα, με την ίδρυση του Π.Σ.Ε.
4)
Το πιο σπουδαίο όμως στοιχείο είναι το εξής: Από το Σχίσμα του 1054 έως το 1582
που εισήχθη το Γρηγοριανό στη Δύση, δηλαδή για 528 χρόνια οι Ορθόδοξοι είχαν
κοινό ημερολόγιο, εορτολόγιο και Πασχάλιο με τους παπικούς, προτεστάντες και
αγγλικανούς. Επί 528 χρόνια δηλαδή οι Ορθόδοξοι εόρταζαν απολύτως ταυτόχρονα
κινητές και ακίνητες εορτές με τους συνοδικά αναθεματισμένους και
κατεγνωσμένους αιρετικούς παπικούς, και αυτό δεν προ-κάλεσε σε κανέναν τα αβάσταχτα
συμπεράσματα που προ-κάλεσε στους παλαιοημερολογίτες η μερική και ασφαλής
απόδοχή του Γρηγοριανού η οποία σύμφωνα με αυτούς μας ενώνει με την αίρεση.
Πόσο λοιπόν παραπλανητικά δηλώ-νει ο π. Θεοδώρητος Μαύρος ότι «Με την εισαγωγή του δυτικού εορτολογίου
στην Εκκλησία της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε η εορτολογική ένωση με τους
παπικούς και τους προτεστάντες».[16] Γιατί
αυτή η κοινή εορτολογική συμπόρευση επι τόσους αιώνες δεν αναφέρεται ως
προδοσία της Πίστεως και αναφέρεται ως προδοσία της Ορθοδοξίας η εισαγωγή του
μισού Γρηγοριανού το 1924; Ο λόγος είναι ο απλός. Αν έλεγαν ότι στα 528 χρόνια
ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς της Δύσης ήταν το πρώτο βήμα της ένωσης
με την παπική αίρεση θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα: Πως οι
άγιοι Πατέρες, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες και Ομολογητές αυτών των αιώνων δεν είδαν
και δεν κατάλαβαν, ότι αυτός ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς ήταν
προδοσία της πίστεως και η εκπλήρωση του πρώτου βήματος για την προσχώρηση στην
αίρεση; Πώς δεν το είδαν οι εκατοντάδες άγιοι και Ομολογητές (Μάρκος Ευγενικός,
Ιωσήφ Βρυέννιος, Μελέτιος, Νικηφόρος,
Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά), και το «είδαν» οι παλαιοημερολογιτες το 1924; Δεν θα
μπορούσαν να το δικαιολογήσουν για αυτό και «ξέχασαν» αυτά τα 528 χρονια που
αναιρούσαν τις θέσεις τους!
[2] Στην
επιστολή προς τον επίσκοπο Πετρόνιο (άγνωστος σε εμάς επίσκοπος), στους
πασχάλιους πίνακες του Κυρίλλου, στα Argumenta paschalia των Αιγυπτίων, στην
επιστολή προς τον πριμικάριο Βονιφάτιο και τον Μπόνους, στα έγ-γραφα περί της
πασχάλιας διαμάχης για τα έτη 444 και 445 μ.Χ. (Αδ.Τσακίρογλου).
[3] Αδ.Τσακίρογλου, Beda Venerabilis,
Historia ecclesiastica gentis Anglorum, III, 29, in MPL 95, Sp. 168 ff.:
"Quamobrem oportet vestram celsitudinem, utpote membrum existens Christi,
in omnibus piam regulam sequi perenniter principis apostolorum, sive in pascha
celebrandum sive in omnibus quae tradiderunt sancti apostoli Petrus et Paulus,
qui ut duo luminaria caeli illuminant mundum, sic doctrina eorum corda hominum
quotidie inlustrat credentium").
[4] Arnold Angenendt: Das Frühmittelalter. Die abendländische Christenheit von 400 bis 900.
Stuttgart 2001. S. 226f.
Nicole Zeddies: Häresiegesetzgebung in der Spätantike und
im frühen Mittelalter. In: Christoph Auffarth: Religiöser Pluralismus im
Mittelalter? Berlin 2007. S. 70.
[7] Επιπλέον βιβλιογραφία:
Schmid, Joseph, Die Osterfestberechnung in der abendländischen Kirche vom 1.
allgemeinen Konzil von Nicäa bis zum Ende des VIII. Jahrhunderts =
Strassburger theologische Studien IX,
1,Freiburg 1907
Grosjean, P. La date des Pâques et le Concile
de Nicée, in: Bulletin de la classe des sciences de l'académie royale de
Belgique, sér. 5, 48 (1962), 55-66 , reprinted in: Ciel et Terre; Bulletin
de la Société Belge d'Astronomie, de Météorologie et de Physique du Globe, 78
(1962), 20-30. Hilgenfeld, Adolf, Der Paschastreit
der alten Kirche, Halle 1860. Jones, Charles
W. (Hrsg.), Bedae Opera De Temporibus, Cambridge, Massachusetts 1943.
Krusch, Bruno, Studien zur christlich-mittelalterlichen
Chronologie. Die Entstehung unserer heutigen Zeitrechnung. I. Victorius. Ersatz
der fehlerhaften Ausgabe Mommsens in den M.G. II. Dionysius Exiguus, der
Begründer der christlichen Ära, [ Abhandlungen der Preussischen Akademie der
Wissenschaften, phil. - Hist. Klasse, Jahrgang 1937, Nr. 8], Berlin 1938.
Mahler, Eduard, The Subject of Easter at the Councils
of Nice and of Antioch
in: Proceedings of the Society of Biblical Archæology, 26 (1904), 153-162 und 197-206, London 1904.
in: Proceedings of the Society of Biblical Archæology, 26 (1904), 153-162 und 197-206, London 1904.
Schwartz, Eduard,Osterbetrachtungen,in:
Zeitschrift für die neutestamentliche Wissenschaft und die Kunde des
Urchristentums, Bd. VII, 1906, S. 1 – 33,Gieszen 1906.
Strobel, August,Ursprung und Geschichte des
frühchristlichen Osterkalenders
[Texte und Untersuchungen zur Geschichte altchristlicher Literatur, Bd. 121],Berlin 1977.
[Texte und Untersuchungen zur Geschichte altchristlicher Literatur, Bd. 121],Berlin 1977.
van de Vyver, Andre, L'évolution du comput
alexandrin et romain du IIIe au Ve siècle
in: Revue d'histoire ecclésiastique, 52 (1957), 5-25.
in: Revue d'histoire ecclésiastique, 52 (1957), 5-25.
[8] Ιερ.Θεοδώρητος Μαύρος, Παλαιόν και Νέον, σελ. 30.
[9] Μ. Αθανάσιος ,σελ.149 εκδ. ΖΩΗ
[10] «Έκδοσις
ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως».
[11] Στις Κατηχήσεις.
[12]Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί
Μαρτυρία, τεῦχος 14, σελ. 22. Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, Ἀκριβής θέσις
τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, σελ. 12. Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί
Μαρτυρία, τεῦχος 15, σελ. 28. Εὐγενίου Τόμπρου, Ὑπόμνημα τῆς ἁγίας καί
ἱερᾶς συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, σελ. 11.
[13] π.
Β. Σακκά, υπόμνημα….. σελ. 37 και Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισις μου, σελ.85, Σπέτσαι 2008.
[14] Στεφανίδου Β., Εκκλησιαστική ιστορία, σελ. 711
[15] Ι.Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ.930.
[16] Ιερομ. Θεοδωρήτου Μαύρου,
Παλαιόν και Νέον, σελ.92.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.