Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Το «άγιο» Ιουλιανό ημερολόγιο. --Του Ιωάννου Ρίζου



   πειδὴ πολλοὶ ἀδελφοί μας, στενοχωροῦνται γιατὶ οἱ ἕως τώρα πρωτοβουλίες γιὰ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δὲν καρποφορεῖ καί: ἄλλοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς πιστοὺς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ἄλλοι θέλουν νὰ θεωροῦμε ἄκυρα τὰ μυστήρια, ὅσων δὲν καταδικάζουν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἄλλοι θεωροῦν δυνητικὴ τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν καὶ ἄλλοι ἐγείρουν ἄλλα ζητήματα, ἐπαναλαμβάνουμε τὴν παράκληση-ἔκκληση τοῦ π. Εὐθυμίου, ποὺ ἔχει κάνει πρὸς κάθε κατεύθυνση: Ἂς ἑνωθοῦμε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτὸ εἶναι τὸ μεῖζον ζήτημα τώρα, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ λύσουμε στὴν πορεία. Ὅμως, αὐτὸ τὸ αἴτημα ἀπορρίπτεται.
   Ἕνα ἀπὸ τὰ ζητήματα ποὺ προβληματίζει πολλούς, εἶναι κι αὐτὸ τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Καὶ σ’ αὐτὸ ὁ π. Εὐθύμιος ἔχει κάνει τὴν ρεαλιστικότερη πρόταση: Ἐφ’ ὅσον συμφωνοῦμε στὴν Πίστη, καὶ ἐφ’ ὅσον εἴμαστε ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως, ἂς μὴ ζητήσουμε στὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμή -ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν δημιουργία ἑνὸς κοινοῦ μετώπου ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ- παρὰ μόνον ἕνα: Νὰ ἀπομακρυνθοῦν οἱ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ οἱ τοῦ Παλαιοῦ ἀπὸ τὶς Παρατάξεις ποὺ τοὺς διαιροῦν, κι ἂς ἔχει καθένας τὸ Ἡμερολόγιο ποὺ τὸν ἀναπαύει.
    Αὐτὴ τὴν θέση τὴν πολέμησαν οἱ τοῦ Παλαιοῦ μὲ ὀργή, γιατὶ θεωροῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο εἶναι θέμα δογματικό, κι ἂν δὲν τὸ ἀποδεχτοῦμε …δὲν μᾶς δέχονται σὲ κοινωνία!


  Αὐτὲς τὶς θέσεις τὶς συναντήσαμε καὶ αὐτὴ τὴν βδομάδα νὰ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ἱστολόγια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, γι’ αὐτὸ καὶ δημοσιεύουμε σήμερα ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὸ βιβλίο "Οὐ βουλόμεθα ζῆν ψευδολογοῦντες" τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου, στὸ ὁποῖο καταδεικνύει ὅτι τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου δὲν εἶναι δογματικό
     Καὶ τὸ δημοσιεύουμε ὄχι τόσο γιὰ νὰ πείσουμε τοὺς Γ.Ο.Χ., ὅσο γιὰ νὰ προβληματίσουμε ἐκείνους ποὺ δὲν κατανοοῦν τὸ ἑξῆς ἁπλό: 
   Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦμε μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν μᾶς δέχονται σὲ κοινωνία, γιατὶ διδάσκουν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο εἶναι δόγμα: «Για να υπάρξει λειτουργική ενότητα, πρέπει να υπάρχει ενότητα πίστεως». Καί: Ἡ διαφορὰ τοῦ Ἡμερολογίου «θίγει τό δόγμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας»! Ἄρα, μὲ τοὺς Νεοημερολογίτες δὲν ταυτιζόμαστε στὴν Πίστη, ἐφ’ ὅσον δὲν δέχονται τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο!
Σημάτης Παναγιώτης






  1. Το «άγιο» Ιουλιανό ημερολόγιο. 

Τοῦ Ἰωάννου Ρίζου

     Ένας από τους πρωτεργάτες της απόσχισης εξαιτίας της ημερολογικής-εορτολογικής μεταβολής, και ηγέτης του εορτολογικού αγώνα, ο πρώην επίσκοπος Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, αποδίδει στο  Ιουλιανό ημερολόγιο «τον φωτοστέφανον», και το ονομάζει «προπύργιον ακαθαίρετον της ορθοδόξου πίστεως και λατρείας»,[1] που «υπερασπίζει [το ημερολόγιο] την ανεξαρτησία της ορθοδόξου Εκκλησίας από την παπική απολυταρχία».[2] Κατ΄ αυτόν, το ημερολόγιο είναι τόσο σημαντικό που σχετίζεται ακόμα και με την χριστιανική ηθική.[3] Αιτία της σχεδόν αγιοποίησης του Ιουλιανού ημερολογίου είναι, ότι πιστεύει πως οι θεοφόροι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής συνέδεσαν την ημέρα εορτής του Πάσχα με την ισημερία που ίσχυε τότε, αυτήν δηλαδή της  21ης Μαρτίου. Θεώρησε έτσι ότι, οι άγιοι Πατέρες συνέδεσαν οριστικά και αμετάκλητα τον εορτασμό του Πάσχα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Την ίδια άποψη ακολουθούν και οι νεότεροι παλαιοημερολογίτες[4], αναφέροντας συχνά ότι το Ιουλιανό αντιπροσωπεύει την «Πατροπαράδοτη θεία τάξη των εορτών, νηστειών, τυπικών κλπ.».[5]  Θεωρώντας λοιπόν αγκιστρωμένη την εορτή του Πάσχα με την τότε ισημερία[6] του Ιουλιανού ημερολογίου, ο Χρ. Καβουρίδης και οι συν αυτώ[7] κατέληξαν πως κάθε ημερολογιακή μεταβολή θίγοντας τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής, θίγει [συγχρόνως] και το Δόγμα της ενότητας, της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.[8] «Και τούτο διότι το Δόγμα της ενότητος της Εκκλησίας δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως και της θ. λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον βίωσιν και έκφανσιν αυτής»[9]… «Δια της εν έτει 1924 επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής διεφθάρη το ιερόν πηδάλιον και ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας».[10]
   Βέβαια, ο άγιος Νικόδημος στην ερμηνεία του Ζ΄ Αποστολικού κανόνα, στην πρώτη υποσημείωση δείχνει να έχει αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση λέγοντας: «Το να κάνει τις το Πάσχα μετά της 21ην  Μαρτίου ως κάμνομεν εμείς οι Γραικοί ή μετά την 11ην  Μαρτίου ως κάμνουν οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα. Το να σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρτημα ασυγχώρητον».  Όμως τελικά, αποτέλεσμα των θέσεων των παλαιοημερολογιτών ήταν να κηρύξουν σχισματική την Εκκλησία της Ελλάδος[11] και φυσικά όσους την ακολουθούν. Για να δούμε όμως αναλυτικότερα αν τα παραπάνω τα επικυρώνει η ιστορία της Εκκλησίας.
Οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων χρησιμοποιούσαν κατά τόπους τρία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους
ημερολόγια. Το Ρωμαϊκό, το Ελληνικό, και το Αιγυπτιακό. Στα ελληνικά ή ελληνόφωνα μέρη  χρησιμοποιούσαν το ημερολόγιο του Μ. Αλεξάνδρου, το Μακεδονικό μέχρι τα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα ρακλείου (610-641 μ.Χ.). Γι᾿ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345- 407) στην ομιλία του Εις το Γενέθλιον του Χριστού[12] μετράει τους δώδεκα μήνες του έτους με τα μακεδονικά ονόματα τους (Δίος, Απελλαίος, Αυδηναίος κ.λ.π). Όμως οι μήνες των τριών ημερολογίων δεν συνέπιπταν ακριβώς μεταξύ τους· λ.χ. στο μακεδονικό ημερολόγιο οι 11 μήνες είχαν από 30 ημέρες και ο τελευταίος, ο Υπερβετραίος είχε 35 μέρες. Το ημερολόγιο αυτό σε 120 χρόνια έχανε έναν μήνα! Αυτό το πολύ ατελές ημερολόγιο χρησιμοποιούν κι άλλοι Πατέρες όπως ο συγγραφέας του Πασχάλιου Χρονικού (γράφτηκε γύρω στο 600 μ.Χ.). Η ελληνόγλωσση εκκλησία χρησιμοποιούσε αυτό το ημερολόγιο μέχρι τα χρόνια του Μ. Φωτίου (9ος αι.). Μετά το 641 μ.Χ. μερικοί και μετά το 900 μ.Χ. όλοι, άρχισαν να χρησιμοποιούν το Ρωμαϊκό Ιουλιανό.
  Δεν είναι αλήθεια αυτό που γράφεται από τους παλαιοημερολογίτες ότι η Α΄ Οικουμενική θέσπισε να εορτάζεται το Πάσχα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Ο Μ. Αθανάσιος σύνεδρος και πρωταγωνιστής της Α΄ Οικουμενικής, στις Εορταστικές Επιστολές του, τις οποίες έστελνε επι 45 χρόνια(328-373) στις εκκλησίες για την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα πάντα έγραφε: «Εσείς που είστε σε εκείνες τις χώρες θα το εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου, και εσείς που είστε σε εκείνες τις χώρες θα το εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου…κ.λ.π.». Και ο ίδιος όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια το εόρταζε στις τόσες του μηνός Φερμουθί του Αιγυπτιακού ημερολογίου, ενώ όταν ήταν εξόριστος στη Γαλλία, το εόρταζε στις τόσες Απριλίου του λατινικού ημερολογίου. Διέφεραν δε τα ημερολόγια πάρα πολύ ακόμα και στον αριθμό των ημερών του έτους και των μηνών. [13]


Πρίν την Α΄Οικουμενική Σύνοδο.

Το 150 μ.Χ. ο άγιος Πολύκαρπος (επίσκοπος Σμύρνης), μεταβαίνει στην Ρώμη και συναντά τον Πάπα Ανίκητο για να συζητήσουν την επίλυση του ζητήματος του κοινού εορτασμού του Πάσχα. Οι δύο άγιοι Πατέρες δεν συμφώνησαν γιατί ο μεν Πολύκαρπος έλεγε ότι για τον χρόνο εορτασμού του Πάσχα τηρεί την διδασκαλία που παρέλαβε από τον μαθητή του Κυρίου άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο άλλα και από τον Απόστολο Φίλιππο.[14] Ο Ανίκητος έλεγε κι αυτός, ότι κρατά την διδασκαλία που παρέλαβε από τους Απόστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι δύο Πατέρες ενώ έφτασαν σε αδιέξοδο συλλειτούργησαν ειρηνικά και αποχωρίστηκαν. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 198 μ.Χ., και ενώ η διαφωνία δεν είχε επιλυθεί, ο Πάπας Βίκτωρας απόπειράθηκε να διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε επίσκοπο Σμύρνης Πολυκράτη και την τοπική εκκλησία της Μικράς Ασίας για το ίδιο λόγο, αυτόν δηλαδή του διαφορετικού χρόνου στον εορτασμό του Πάσχα.
Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος στη Γαλλία, επενέβηκε νουθετώντας τον Βίκτωρα να μη προβεί σε διακοπή της κοινωνίας και έτσι αποφεύχθηκε το κακό.[15] Παρόλη αυτήν την εκκρεμότητα και διαφωνία για τον κοινό εορτασμό, οι άγιοι της εποχής δεν είδαν κάποια δογματική ανατροπή της ενότητας. Δεν προέκριναν δηλαδή την διακοπή της κοινωνίας μεταξύ τους επειδή δεν έβλεπαν ότι υπάρχει κίνδυνος για την Πίστη και την σωτηρία. Η αιτία αυτής της διαφοροποίησης στην ημέρα εορτασμού του Πάσχα ήταν ο διαφορετικός αστρονομικός τρόπος υπολογισμού κι όχι θεολογικής ή εκκλησιολογικής φύσεως διαφωνία.[16] Αυτή η διαφοροποίηση του υπολογισμού ακόμα και το 326 μ.Χ. δηλαδή την επομένη χρονιά της Α΄ Οικουμενικής προκάλεσε διαφορά 8 ημερών στην ημέρα εορτασμού του Πάσχα σε Ανατολή και Δύση, ενώ το 387 η διαφορά έφτασε τις 5 εβδομάδες![17]
Τρείς αιώνες περίπου μετά την Θεία Ανάσταση του Κυρίου μας (μέχρι το 325 μ.Χ.), η Εκκλησία πορεύθηκε χωρίς  κοινή συμφωνία για τον χρόνο εορτασμού του Πάσχα, αλλά συνεπώς και χωρίς πάντα κοινό εορτολόγιο. Σε αυτά τα χρόνια ο αμπελώνας του Κυρίου μας φωταγωγήθηκε από χιλιάδες θεόπτες Πατέρες, ποτίστηκε από τα ζωογόνα ύδατα  της Πατερικής διδασκαλίας και κοσμήθηκε από την πορφύρα των αιμάτων ένδεκα περίπου εκατομμυρίων αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών της Πίστεως στους σκληρότατους διωγμούς. Η απουσία του κοινού εορτολογίου, κοινού εορτασμού του Πάσχα, και η χρήση διαφόρων ασύμφωνων μεταξύ τους ημερολογίων δεν εμπόδισε να σωθούν «οι θέλοντες σωθήναι».

  
Μετά την Α΄Οικουμενική.

Η Σύνοδος της Νικαίας αποδέχθηκε τον Αλεξανδρινό τρόπο υπολογισμού για την εύρεση κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η συμφωνία δεν εφαρμόζονταν παρά μόνο σποραδικά επί σχεδόν 3 αιώνες !
Πασχάλιος πίνακας. Είναι εκείνος ο Πίνακας, ο οποίος καταγράφει τις διάφορες ημερομηνίες των κινητών εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, αλλά και πότε συμβαίνει το εβραϊκό. Αναφέρει δε επιπροσθέτως και τους βασικούς παράγοντες ευρέσεως της ημερομηνίας του Πάσχα, όπως Ηλίου κύκλους, Σελήνης Κύκλους, Σελήνης θεμέλιο κ.λπ. Οι Πασχάλιοι Πίνακες δεν σχηματίσθηκαν αμέσως, ως εφαρμογή της απόφασης της Α΄ Συνόδου, αλλά είναι παρεπόμενοι των Πασχαλίων Γραμμάτων, τα οποία άρχισαν να συντάσσονται εις επιταγήν της αποφάσεως της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου περί εορτασμού του Πάσχα, αμέσως μετά το 325. Ο Πασχάλιος Πίνακας δεν δημιουργήθηκε ούτε εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Το ανωτέρω αποτελεί μύθευμα, καθότι η Α΄ Οικουμενική στην απόφασή της περί της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έθεσε τους 4 όρους εορτασμού και τίποτε άλλο. Η αποστολή των «πασχαλίων γραμμάτων» από τον Αλεξανδρείας σταμάτησε μετά την Δ΄ Οικουμενική, επειδή στην Αλεξάνδρεια επικράτησαν Μονοφυσίτες Επίσκοποι και έτσι διακόπηκαν οι σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μονοφυσιτών.[18]
Δέκα επτά χρόνια μετά την Νίκαια, η Σύνοδος της Αντιόχειας (341 μ.Χ.)  «αναγκάζεται» πάλι να επιβάλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας σε όσους δεν ακολουθήσουν την απόφαση της Νικαίας για το πασχάλιο, κάτι που φανερώνει, ότι  πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας δεν είχαν ακόμα συνταχθεί με την απόφαση αυτή. Όμως, ενώ η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να αναγγέλλει την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα, σε όλες τις Εκκλησίες, η Τοπική Σύνοδος της Σαρδικής του 347 ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Η ανατρεπτική απόφαση της Συνόδου αυτής δεν βρίσκεται στους 21 Κανόνες που εξέδωσε, αλλά σε μια από τις πέντε αποφάσεις της, οι οποίες ήταν:
α) η αποκήρυξη των παρανόμως τοποθετηθέντων Επισκόπων Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β) η κατάδίκη των προβιβασμών αρειανών Επισκόπων, γ) η αποκατάσταση των διωχθέντων από αρειανούς, δ) η καθαίρεση εκβιαστών αρειανών και ε) η έγκριση περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα»,[19] ο μεν Ρώμης εις τας Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της Ανατολής.
Σε μια πρώτη ματιά δεν φαίνεται κάποιο πρόβλημα με την απόφαση αυτή. Όμως στην ουσία υπήρξε μεγάλο πρόβλημα και ανατροπή του υπολογισμού του  Πασχαλίου πίνακα από την  Αλεξάνδρεια, γιατί η Ρώμη  υπολόγιζε με διαφορετικό τρόπο  την εαρινή ισημερία. Η Ρώμη την υπολόγιζε να εμφανίζεται στις 18 Μαρτίου, ενώ η Αλεξάνδρεια στις 21  Μαρτίου. Πράγματι, στη Ρώμη, ο άγιος Ιππόλυτος, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο κανόνα, με ισημερία στις 18 Μαρτίου. Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις ότου της επεβλήθη τελικά από τον Καρλομάγνο (από την πολιτική εξουσία) κάποιους αιώνες αργότερα!
O Μέγας Αθανάσιος γράφει το 359 μ.Χ.[20] ότι οι Σύριοι είναι οι μόνοι που υπάκουσαν στην απόφαση της Νικαίας. Οι ενορίες της Μεσοποταμίας όμως και της Κιλικίας δεν ακο-λούθησαν την απόφαση αυτή. Αλλά, από ό,τι φαίνεται, ακόμα και στους Σύριους η τήρηση του πασχάλιου δεν είναι βέβαιη μιας και το 370 στην επιστολή του προς τον Επιφάνιο Σαλαμίνος[21] ο Αθανάσιος αναφέρει ότι στους αιρετικούς ανήκουν και όσοι γιορτάζουν με τους Εβραίους το Πάσχα, και το 387 έπρεπε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος να διδάξει στην Αντιόχεια το ποίμνιο του με τα γνωστά κηρύγματα για τον σωστό εορτασμό του Πάσχα. Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εφάρμοσε το Αλεξανδρινό Πασχάλιο το 379 μ.Χ. [22], δηλαδή 54 χρόνια μετά την απόφαση της Νίκαιας!
Περίπου μεταξύ 397 και 404, δεν είναι εξακριβωμενο[23], ο Επίσκοπος Γαβάλων της Συρίας Σεβηριανός εκφώνη-σε στην Κωνσταντινούπολη ένα λόγο έναντίον των Νοβα-τιανών αλλά και όλων αυτών που γιορτάζουν λάθος το Πάσχα, πράγμα που φανερώνει, ότι και την εποχή εκείνη υπήρχαν ενορίες που δεν γιόρταζαν στην ίδια ημερομηνία.
Τον 4ο αιώνα, από το 328 (με τον Μ. Αθανάσιο ως Πατριάρχη Αλεξανδρείας) μέχρι το έτος της τρίτης ομιλίας του Χρυσοστόμου «Κατά Ιουδαίων» το 387, συνέβησαν:
 α) Έξι ημερολογιακές διαφορές εορτασμού του Πάσχα μεταξύ Ρώμης και Αλεξανδρείας, τις οποίες γνωρίζουμε από τις πασχάλιες Επιστολές του Μ. Αθανασίου προς την Ρώμη. Τρεις φορές συμβιβάστηκε η Αλεξάνδρεια με το ημερολόγιο της Ρώμης (333, 346, 349) και τρεις φορές η Ρώμη με αυτό της Αλεξάνδρειας (330, 340, 341).[24] 
 β) Τουλάχιστον 9 φορές εορτάστηκε το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες –με απόκλιση 30-35 ημερών– το 326, 337, 343, 350, 357, 358, 360, 373 και 387,[25] παρόλο που, όπως μαθαίνουμε από την Σύνοδο της Σαρδικής (347 μ.Χ.), συμφωνήθηκε μεταξύ Δύσεως και Μ. Αθανασίου να γιορ-τάζουν το Πάσχα από κοινού για 50 χρόνια![26] Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι μεταξύ των συμφωνιών περί κοινού εορτασμού, δεν αναφέρονται η Συρία και η Αντιόχεια, διότι γιόρταζαν το Πάσχα σε άλλη ημερομηνία. Πραγματικά ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει ότι η Συρία, η Μεσοποταμία και η Κιλικία γιόρταζαν το Πάσχα μαζί με τους Ιουδαίους![27] Η Σύνοδος της Σαρδικής μας αναφέρει επίσης, ότι υπήρχαν δύο ομάδες, η ανατολική και η δυτική. Η ανατολική ομάδα θεωρούσε σωστό τον κύκλο (τον τρόπο υπολογισμού) που θεσμοποίησε ο Επίσκοπος Στέφανος Αντιοχείας, κι όχι της Αλεξάνδρειας και προφανώς συνέχιζε να εορτάζει διαφορετικά.[28]
Το 387 μ.Χ. οι Ρωμαίοι γιόρτασαν Πάσχα στις 21  Μαρτίου, οι Αλεξανδρινοί όμως στις 25 Απριλίου.[29] Ο αυτόκράτορας Θεοδόσιος ζήτησε εξηγήσεις από τον Επίσκοπο Θεόφιλο Αλεξανδρείας. Αυτός –μαζί με τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων– συντάχτηκε,[30]με τους Αλεξανδρινούς. Ο δε Κύριλλος Αλεξανδρείας, σε μία επιστολή του προς τον Λέοντα τον Α΄, του υπέδειξε τα λάθη του περί του χρόνου εορτασμού του Πάσχα.[31] Το ίδιο έπραξαν και οι Επίσκοποι Πασχασινός του Λιλυβαίου[32] και Προτέριος Αλεξανδρείας.[33] Ο Πάπας όμως παρέμεινε πιστός στο ρωμαϊκό σύστημα προσδιορισμού της ημερομηνίας μέχρι που ο Βικτώριος από την Ακουιτάνια βελτίωσε το σύστημα αυτό, το οποίο και αποδέχθηκαν η Γαλατία και η Ιταλία.
Στην λίστα που ακολουθεί φαίνονται οι διαφορές εορτασμού του Πάσχα μεταξύ Αλεξανδρείας, Ρώμης και Σαρδικής σύμφωνα με τον Κώδικα της Veronensis 60 μεταξύ του 328 και 387 μ.Χ.



Διαφορετικός εορτασμός του Πάσχα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση έλαβε χώρα και το 414 μ.Χ και το 417,[34] αφού οι υπολογισμοί των Αλεξανδρινών (δηλ. των ορισθέντων απο την Α΄Οικουμενική) δεν έγιναν δεκτοί από την Ρώμη. Πέρα όμως από το φαινόμενο πρόκειται και για αθέτηση της εντολής της Α΄ Οικουμενικής για το ποιός θα ορίζει την πασχάλιο ημέρα.
Και πως αντέδρασαν οι άγιοι Πατέρες και οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι σε όλη αυτή τη κατάσταση; Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι δεν αντέδρασαν καθόλου! Συνέχισαν να σώζουν, να σώζονται, να θαυματοποιούν, να ομολογούν, να μαρτυρούν και να διδάσκουν αγνοώ-ντας αυτή την εορτολογική αταξία! Και συνέχιζαν να παραμένουν ενωμένοι, παρά την ημερολογιακή διαφορά!

Η ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5 αιώνες με ένα ελά-χιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο πάπας Λέων Α΄ το 444 μ.Χ. ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και απόδέχτηκε τον αλεξανδρινό κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας Ιλάριος και οι μετά αυτόν πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου τον οποία τήρησαν σχεδόν μέχρι τον 6ο αιώνα.[35] Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης Ισίδωρο, τον ηγούμενο Διονύσιο το Μικρό, τον άγγλο μοναχό Βέδα το Σεβαστό (675-735) και τελικά τον Καρλομάγνο (742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση και έτσι επιτεύχθηκε η ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582.[36]
Από τα παραπάνω εμφανίζεται μία σοβαρή παρατηρηση. Στις Οικουμενικές Συνόδους Α΄, Γ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ (δηλ. σε όλες πλην της Β΄και Δ΄), οι Πατέρες Ανατολής και Δύσης παρακάθονταν και συναποφάσιζαν ώς μέλη της ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ και ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ενώ εόρταζαν την μεγάλη εορτή του Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες και προφανώς οι κινητές εορτές που συνδέονται με το Πάσχα, εορτάζονταν και αυτές σε διαφορετικές ημερομηνίες!
Πώς λοιπόν οι θεοφόροι Πατέρες δεν αλληλοκατηγορήθηκαν λόγω αυτής της εορτολογικής διαφοροποίησης που, μάλιστα, ελεγχόταν ευθέως από  Αποστολικό Κανόνα και Οικουμενική Σύνοδο; Γιατί κανείς από τους αγίους Πατέρες των 5 Οικουμενικών Συνόδων δεν μίλησε καν για αθέτηση του περί της ενότητας δόγματος, και  περί της αθέ-τησης του Συμβόλου της Πίστεως που κατά τους παλαιοημερολογίτες επισυμβαίνει με τον μη εορτολογικό συντονισμό; Και πώς δεν κατάλαβαν οι άγιοι μας ότι: «Δια της επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας» σύμφωνα με τις εντυπωσιακές ρήσεις του Χρυσοστόμου Καβουρίδη που υιοθετήθηκαν από όλους τους επόμενους υποστηρικτές της απόσχισης;

Οι Πασχάλιοι δέλτοι που ετοιμάστηκαν για τον Κύ-ριλλο Αλεξανδρείας προσδιόριζαν το Πάσχα για τα έτη 437 έως 532 μ. Χ. και υιοθετήθηκαν και από τις εκκλησίες της Ρώμης. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο πρώτος μακροχρόνιος συν-τονισμός στον εορτασμό του Πάσχα στο σύνολο της Ορθό-δοξης τότε Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε 95 χρόνια μετά την Α΄Οικουμενική. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας προσπάθησε να επιφέρει την ενότητα στον εορτασμό του Πάσχα που είχε διαταραχθεί εξαιτίας του παλιού ρωμαϊκού τρόπου υπολογισμού και του γεγονότος, ότι η Αλεξάνδρεια, που εξέδιδε τις πασχάλιες επιστολές, είχε πέσει στα χέρια των Αρειανών.

Η Αλεξάνδρεια μετακινούσε το Πάσχα αν έπεφτε με-τά τις 21 Απριλίου. Η Ρώμη αν έπεφτε πριν τις 22 Μαρτίου, και δεν συμφωνούσαν πάντα μεταξύ τους. Οι πασχάλιοι πίνακες ήταν μέσα βοηθείας και όχι υποχρεωτικοί Κανόνες γιατί τον τελευταίο λόγο τον είχε πάντα ο Επίσκοπος Αλεξ-ανδρείας και Ρώμης.
Το 455 συνέβη η μεγάλη πασχάλια διαμάχη μεταξύ Ρώμης και Αλεξανδρείας. Η Αλεξάνδρεια όρισε το Πάσχα για την χρονιά εκείνη στις 24 Απριλίου, πράγμα που δεν αποδέχθηκε η Ρώμη. Ο αγιότατος πάπας Ρώμης Λέων[37] τέσσερα χρόνια πριν (δηλαδή το 451) έστειλε επιστολή στον Αυτοκράτορα που του έλεγε, ότι «τόσο αργά δεν έπεσε το Πάσχα ποτέ». Ο Αυτοκράτορας έστειλε την επιστολή στην Αλεξάνδρεια αλλά δεν έλαβε απάντηση. Τελικά η Αλεξάνδρεια απάντησε μετά το Πάσχα του 454 (Μάϊο), δηλαδή μόλις ένα χρόνο πριν το Πάσχα του 455, γεγονός που δεν άφηνε περιθώρια για διαβουλεύσεις, με απευθείας επιστολή στον Πάπα στην οποία ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας λακωνικά δίδασκε τον Πάπα λέγοντας του, ότι ή θα ακολουθήσει την Αλεξάνδρεια και όλη την Ανατολή στο Πασχάλιο και ειδικότερα στον εορτασμό του 455 (24 Απριλίου) ή θα προκαλέσει σχίσμα. Η Ρώμη υπάκουσε και γιόρτασε το 455 στις 24 Απριλίου.
Όμως σημαντικότατη είναι η παρατήρηση, ότι ο Λέων το 451, παρόλο που έστειλε την διαμαρτυρική επιστολή στον Αυτοκράτορα, συμμετείχε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας χωρίς να προβληθεί ζήτημα κάποιας τάχα δογματικής ανατροπής περί της ενότητας της Εκκλησίας λόγω της εκκρεμότητας του μη ταυτόσημου χρόνου εορτασμού του Πάσχα ακόμα και μετά το 455.
Στη Ρώμη που είχε το δικαίωμα αναγγελίας της ημερομηνίας του Πάσχα του επόμενου χρόνου οι πασχάλιες λίστες του Βικτωρίου είχαν στις ενδείξεις πολλών ετών διπλές ημερομηνίες. Ήταν υπόθεση του εκάστοτε Πάπα να ορίσει την τελική ημερομηνία του Πάσχα. Αυτό το δικαίωμα του έδινε μία δύναμη, η οποία επεκτάθηκε και στον πολιτικό τομέα. Το έτος 498 η σύγκλητος εξέλεξε τον φιλικά στην Κωνσταντινούπολη προσκείμενο Λαυρέντιο σαν αντιπάπα, ενώ ο πάπας Σύμμαχος είχε πάρει το μέρος του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο Σύμμαχος επεδίωξε να ασκήσει την επιρροή του εκτός από την πολιτική και στο θέμα του ημερολογιακού ορισμού του Πάσχα. Έτσι ενώ το έτος 501 το Πάσχα έπρεπε να γιορτασθεί, σύμφωνα με την λίστα του Βικτωρίου και τις μετρήσεις των Αλεξανδρινών,  στις 22 Απριλίου ο Σύμμαχος το γιόρτασε στις 25 Μαρτίου, όπως το όριζε η παλαιορωμαϊκή Supputatio.[38]
Το έτος 514, ο εκλεγμένος Πάπας Χορσμίδας άλλαξε πάλι την διπλωματία της Ρώμης και την έκανε φιλοβυζαντινή. Γι’αυτόν τον λόγο απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για να ορίσουν από κοινού το Πάσχα του έτους 520. Η ημερομηνία 19  Απριλίου επιβεβαιώθηκε και πιστοποιήθηκε στα Πασχαλινά χρονικά. Κανονικά δεν υπήρχε πρόβλημα με αυτήν την ημερομηνία, γιατί και ο Βικτώριος την είχε ορίσει στην λίστα του. Ο Πάπας όμως το έκανε για δύο λόγους: α) Για να επιτύχει την ενότητα του εορτασμού σε Ανατολή και Δύση, β) για να μάθει πιο πολλές λεπτομέρειες για τον τρόπο ορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα από τους Αλεξανδρινούς, πράγμα που φανερώ-νει, ότι στην Δύση δεν ήταν ακόμα όλες οι λεπτομέρειες γνωστές, συνεπώς οι διαφοροποιήσεις συνεχίζονταν.
Ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius Exiguus) έζησε ανάμεσα στο 470 και 540 μ.Χ. Καταγόταν από την σημερινή Δοβρουτσά της Ρουμανίας. Εκεί εκάρη μοναχός και έζησε μέχρι το 496 περίπου, όταν με πρόσκληση του πάπα Γελά-σιου Α', ήρθε στην Ρώμη για να αναλάβει μια γραμματει-ακή θέση στην παπική αυλή. Ο λόγος για τον οποίο τον κάλεσε ο πάπας ήταν η εξαιρετική του μόρφωση. Υπήρξε σπουδαίος θεολόγος, μαθηματικός, αστρονόμος, ασχολή-θηκε με την συγκέντρωση και την καταγραφή κανόνων και δογμάτων που θεσπίστηκαν από τους πάπες από την επο-χή του Σιρίκιου (384-389) μέχρι τον Αναστάσιο Β' (496-498), ενώ μετέφρασε και στην λατινική πολλά έργα Ελλήνων συγγραφέων (κάποια απ' αυτά έφτασαν μέχρι τις μέρες μας χάρη σ' αυτές τις μεταφράσεις). Το 525 μ.Χ. ο  Πάπας Ιωάννης Α΄, συνειδητοποιώντας πως οι Αλεξανδρινές Πασχάλιες δέλτοι  κόντευαν να λήξουν ζήτησε από τον Διονύσιο τον Μικρό να ετοιμάσει μια συνέχεια των Αλεξανδρινών δέλτων για τα έτη μετά το 531 μ.Χ. και έτσι η εντολή της Α΄ Οικουμενικής να συντάσσει τα Πασχάλια η εκκλησία της Αλεξάνδρειας δεν εφαρμοζόταν πλέον. Άλλωστε οι πασχάλιες επιστολές της Αλεξάνδρειας έπαψαν να εκδίδονται μετα το 451 μ.Χ. όταν η Αλεξάνδρεια περιήλθε στα χέρια των Μονοφυσιτών.[39] Ο Διονύσιος άρχισε τις έρευνες του και το έργο του, το οποίο τελικά πραγματοποίησε μετά από καιρό, επικράτησε σε όλην την αυτοκρατορία. Ο Διονύσιος ανακάλυψε ότι η ημερομηνία του Πάσχα του 526 ήταν προβληματική, μιας και μεταξύ του υπολογισμού με το ημερολόγιο της εποχής του Διοκλητιανού[40] και του υπολογισμού με το Κοπτικό ημερολόγιο της Αλεξανδρείας, προέκυπτε  διαφορά (γιατί η κοπτική 1 Ιανουαρίου δεν ήταν ίδια με την Ρωμαϊκή) την οποία θέλησε να διορθώσει.[41] Ο Βενεδικτίνος Beda Venerabilis, ολοκλήρωσε τον πίνακα του Διονυσίου (532–626) σε ένα δεύτερο αλεξανδρινό κύκλο (Zyklus (532–1063). Η ημερολογιακή αλλαγή του Διονυσίου του Μικρού έγινε δεκτή από την αυτοκρατορία και την Εκκλησία.[42]
Μετά τον θάνατο του Πάπα Ιωάννη Α΄, οι διάδοχοι του απέρριψαν  το σύστημα του Διονυσίου, μέχρι που το 731 μ.Χ. περίπου,  υιοθετήθηκε εκ νέου από τον Βέδα τον Αιδέσιμο και εμφανίστηκε πάλι ο εορτολογικός συντονισμός περί του Πάσχα σε ανατολική και δυτική εκκλησία.[43]






[1] Άπαντα, Χρ.Καβουρίδου, τ. Α΄, σελ. 106, εκδ.Ι.Μ.Αγ.Νικοδήμου Ελληνικού Γορτυνίας, 1997.
[2] Ό.ά. σελ.119.
[3] Ό.ά. σελ. 115.
[4] π. Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 28, σελ. 22.
[5] Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, Παλαιόν και Νέον, σελ.27, Αγιον όρος 2000
[6] Ό.ά. σελ.210-211.
[7] Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, ό.ά. σελ. 28.
[8] Ό.ά. σελ.163.
[9] πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομου, Θέσεις του εορτολογικού ζητήματος….., σελ. 55.
[10] π. Β. Σακκά,Απάντηση εις τον αιδεσ. π.Ε. Θεοδωρόπουλο, 1969, σελ. 15.
[11] Ό.ά. σελ.165.
[12] P.G. 49,358, § 4-5.
[13]Δρ. ΣιαμάκηςΚ. http://www.philologus.gr/2008-08-02-10-20-04/37--sp-736/293-2016-10-04-20-07-16.
[14] Σωζομενός , P.G.67,1474 , κεφ.ιθ΄
[15] Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδου, Ἱστορική καί κανονική θεώρησις..., σελ. 137.
[16] Στην Ανατολή δέχτηκαν ως ισημερία την 21η  Μαρτίου και ως Πασχάλιο κύκλο τον 19ετή. Ενώ στην Δύση δέχτηκαν ως ισημερία την 17η Μαρτίου και ως Πασχάλιο κύκλο τον 84ετή.
[17] Φ. Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος α΄, § 84, 3, σελ. 306.

[18] Εν τω μεταξύ είχαν συνταχθεί Πασχάλιοι πίνακες από τον Αλεξανδρείας Θεόφιλο και τον Κύριλλο Α΄ και έτσι καταργήθηκαν τα πασχάλια γράμματα.
[19] Εόρτιος επιστολή Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον.
[20] De Synodis 5, 2.
[21] Chronikon paschale, S. 9, ed. Dindorf I.
[22] Αδ.Τσακίρογλου από E. Schwartz, Zur Kirchengeschichte des 4. Jahrhunderts, ZNW 34 (1935) 129-213 (198) = ders., Ges. Schr. IV, Berlin 1960, 1-110 (91). 
[23] Σωκράτους,Εκκλησιαστική Ιστορία VII, 12, 5.
[24] Αδ. Τσακίρογλου, Henry R. Persival, The Seven Ecumenical Councils of the Undivided Church, 1991, p.55.
[25] Μητρ. Κυζίκου Καλλίνικου, Η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος,σ. 325.
[26] Αδ. Τσακίρογλου, Martin Heimgartner, Der Ostertermin der sogenannten «Protopaschiten» in der dritten Rede gegen die Juden von Johannes Chrysostomus, ThZ, 2/60, 2004.
[27] De Synodis 5,1f.
[28] Αδ. Τσακίρογλου, Το κείμενο υπάρχει στην συριακή γλώσσα στον Κώδικα Parisinus syr. 62 και στην λατινική στον Theodosius Diaconus, 60 (7ος αιώνας) της βιβλιοθήκης Capitolare της Βερόνας.
[29] Geoffry Moorhouse, Sun Dancing, New York Harcourt Brace , 1997,p.216.
[30] Αδ. Τσακίρογλου, Ep. 23 ad. episc. per Aemiliam, Migne, PP. lat. XVI, 1026 sqq).
[31]Αδ. Τσακίρογλου,  Migne. PP. lat. LIV, 601 sqq.
[32]Αδ. Τσακίρογλου, Leon. I Ep. 3, bei Migne l. c. 606 sqq.
[33]Αδ. Τσακίρογλου, Leon. I Ep. 133, bei Migne l. c. 1084 sqq.
[34] Α. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, σελ. 459.
[35] Μητρ. Κυζίκου Καλλίνικου, Η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, σελ. 325.
[36] Δελικάνη Κ., Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος.
[37] Εορτάζει 18 Φεβρουαρίου.
[38] λατ. τρόπος υπολογισμού.
[39] Θ.Η.Ε. τ.10, σ.117-118.
[40] Ευσέβιος Καισαρείας, ημερολόγιο με βάση την εποχή των Μαρτύρων.
[41] Εκτός αυτού δεν ήθελε να συνδέσει το όνομα του μισητού Διοκλητιανού με τον εορτασμό του Πάσχα. Για την εργασία του είχε στην διάθεση του ένα μεγάλο αρχείο πηγών. Μετάφρασε στα Λατινικά τα έγγραφα που έλαβε ο πάπας Χορσμίδας και το 525 έκδοσε το έργο του που μετρούσε πια από το έτος γεννήσεως του Κυρίου, την 3η Ινδικτίωνα, στην υπατεία του Πρόμπριου. Εκτός αυτού διέθετε και έναν πίνακα για τον 13 Κύκλο της Διοκλητιανής εποχής (229–247 = 513–531 μ. Χ.). Ενδιάμεσα όμως είχε συγγραφεί από τον αιγύπτιο μοναχό Ανιανό ο Αλεξανδρινός κύκλος των 532 ετών (532 = 19 × 28), o οποίος ένωνε τον 19ετή Μετωνικό Σεληνιακό κύκλο με τον 28ετή ηλιακό κύκλο. Ο Διονύσιος ανακάλυψε το έτος 241 (εποχή του Διοκλητιανού) δηλ το έτος 525, το ακόλουθο: Με το έτος 247 (εποχή του Διοκλητιανού) δηλ. το έτος 531 θα κλείσουν 13 Μετωνικοί κύκλοι. Ήξερε όμως από τις πηγές του, ότι θα έπρεπε να έχουν περάσει 15 Μετωνικοί κύκλοι. Αποφάσισε λοιπόν να αρχίσει τους χρονολογικούς του πίνακες από το έτος 248 (εποχή του Διοκλητιανού) με την αρχή του χρόνου από την 1 Ιανουαρίου (ρωμαϊκή μέτρηση) δηλ. 4 μήνες αργότερα από την κοπτική 1 Ιανουαρίου (1. Tout) με την αναφορά «anni ab incarnatione Domini» «από την ενσάρκωση του Κυρίου».
[42] Αδ. Τσακίρογλου, Michael Richter: Dionysius Exiguus. In: Theologische Realenzyklopädie (TRE). Band 9, de Gruyter, Berlin/New York 1982).
[43] Ralph Martin Novar, Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Εκδ. Κονιδάρη, σελ.404

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος30/12/17, 1:21 μ.μ.

    Φοβάμαι ότι για τους ΓΟΧ ο Οικουμενισμός είναι τέκνο της αλλαγής του ημερολογίου...
    "[...] το ΤΡΑΥΜΑ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟΝ, της ΒΙΑΙΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ, που ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1924 ακολουθούσαν όλα τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία";
    https://salograia.blogspot.gr/2017/12/blog-post_30.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.