Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

«Π.Π.»: Αδελφέ, Βασίλη, γιατί ψεύδεσαι;


«Εὐλογημένη» ἡ ἀποτείχιση,
ἀλλά …μὴν ἀποτειχίζεσαι!

 Ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀποτειχίσεως ἀπὸ τοὺς συνεργάτες τῆς ὁμάδας τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση

Μέχρι τώρα δημοσιεύτηκαν οὐκ ὀλίγα κείμενα τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ παρουσίαζαν τὴν κρυστάλινη χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴ στάση τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς κι ὅσους κοινωνοῦν μαζί τους, ἐπειδὴ αὐτοὶ διασποῦν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, διαστρέφουν τὴν Ἀλήθεια της, μολύνουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς κακόδοξες θέσεις τους. Εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἡ ἀπομάκρυνση ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς «ἀτάκτως περιπατοῦντας»[1], πόσο μᾶλλον καὶ κυρίως ἀπὸ τοὺς «μισθωτοὺς ποιμένες»[2], τοὺς «ψευδεπισκόπους»[3], τοὺς «ψευδαδέλφους»[4], ἢ τοὺς ἔχοντας μὲν ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ κοινωνοῦντας μὲ αἱρετικούς, ἀφοῦ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας  «οὐχ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν διατέτμηται μόνον, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἀλλήλοις λεγόντων διασπᾶται»[5] .
Ἐξιχνιάστηκε μέχρι λεπτομερειῶν ἡ στάση τῶν Ἁγίων· ἡ ἄμεση καὶ ἐνστικτώδης ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· ἡ «καλὴ οἰκονομία» ποὺ εἶναι ἐπιτρεπτὴ καὶ τὰ χρονικά της ὅρια, πέρα ἀπὸ τὰ ὁποῖα καθίσταται «κακὴ οἰκονομία», καὶ κατεδείχθη ὅτι ἡ οἰκονομία στὸν ἀγῶνα ἐνάντια στὴν αἵρεση, ἔτσι ὅπως τὴν ἐφαρμόζουν ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, δὲν εἶναι μόνο «κακή», μετα-πατερικὴ καὶ ἀντιπατερική, καὶ ἄρα δὲν δρᾶ ἀποτελεσματικά, δὲν σταματᾶ τὴν ἐπέκταση τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ ἀντίθετα διευκολύνει ἀφάνταστα τὴν αἵρεση καὶ ἐδῶ τὴν Παναίρεση νὰ προωθηθεῖ, νὰ ἁπλώσει ρίζες βαθειὲς στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, καὶ νὰ ἐγκαθιδρυθεῖ, προσβάλλοντας, ἀλλοιώνοντας καὶ μολύνοντας ψυχὲς καὶ φρονήματα. Καὶ ὅπως συμβαίνει πάντα στὸν πνευματικὸ βίο, ἡ μία κακοδοξία ἐπιφέρει τὴν ἑπόμενη. Τώρα φυσικά, τὴν κακόδοξη αὐτὴ στάση δὲν τὴν διαδίδουν οἱ προαναφερόμενοι πατέρες, ἀλλὰ τὰ πνευματικά τους παιδιά.

Ὅλα αὐτὰ γράφονται μετὰ ἀπὸ σχόλιο τοῦ κ. Κερμενιώτη ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ ἱστολόγιο «Κατάνυξη» (ἐδῶ). Στὸ σχόλιο αὐτὸ κ. Κερμενιώτης ἀντὶ νὰ συγχαρεῖ καὶ νὰ δώσει θάρρος στὸν κ. Βασίλειο Δαμουλάκη ποὺ ἀποτειχίστηκε καὶ δήλωσε τὴν ἀποτείχισή του δημοσίως (ὅπως π.χ. ὑποτίθεται διδάσκει π. Νικόλαος Μανώλης μιλώντας περὶ «εὐλογημένης» ἀποτείχισης), ἀντὶ νὰ τοῦ ἐκφράσει τὴν συμπαράστασή του, ἀφοῦ καὶ κ. Κερμενιώτης ἐμφανίζει ἑαυτὸν ὡς «ἀποτειχισμένο», τὸν περιέλαβε δεόντως μὲ ψευδοεπιχειρήματα, λέγοντάς του ἐμμέσως πλὴν σαφέστατα, ὅτι βαδίζει σὲ λάθος δρόμο. Θὰ ἔπρεπε κ. Κερμενιώτης νὰ ἐπιτιμήσει καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ μᾶς διδάσκουν αὐτὰ ποὺ ἔπραξε κ. Δαμουλάκης, ὅπως τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸ Θεολόγο: «Κάθε κληρικό, τοῦ ὁποίου ἡ πίστη, τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων, νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν οἰκία μας. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ τὸν μισοῦμε ὡς δαίμονα, ἔστω κι ἄν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει ἄλλα μύρια θαύματα»! καλύτερα, νὰ ἐπιτιμήσει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὁποῖος μᾶς λέγει: «Ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν (σσ. ἐννοεῖ Κύριος κάθε Ποιμένα, ποὺ φυσικὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες δὲν εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο), ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν»»!
Τὸ σχόλιο τοῦ κ. Κερμενιώτη δὲν θὰ ἀποτελοῦσε ἔκπληξη, ἂν στεκόταν μόνο του. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Περιέχει τὰ ἴδια ἐπιχειρήματα ποὺ δημοσίευσε καὶ ἕνας ἄλλος συνεργάτης τῶν πατέρων αὐτῶν, ὁ κ. Σαραντίδης (ἐδῶμὲ τίτλο «Αποτείχιση γελοιότητα και “πνευματικοί”».
Σημειωτέον ὅτι τὰ κείμενα αὐτὰ στεροῦνται παντελῶς πατερικῶν ἀποδείξεων, τῶν ὅσων τραγικῶν ἀναφέρουν, στηρίζονται σὲ «λογισμοὺς» τῶν Θεσσαλονικέων πατέρων καὶ τῶν τέκνων τους καὶ κανένα ἀπὸ αὐτά, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, δὲν ἀναιρέθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Θεσσαλονίκης, ἔστω μὲ ἕνα σχόλιο· ἄρα συμπεραίνουμε ὅτι συμφωνοῦν μὲ αὐτά.
Εἶναι καθῆκον μας, λοιπόν, νὰ τὰ ξανααναιρέσουμε πάλι καὶ πάλι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ μὴ ἐπικρατήσουν οἱ κακόδοξες θέσεις Κερμενιώτη (καὶ ὅλης τῆς ὁμάδος Ζήση), ἀφοῦ δὲν τὸ πράττουν οἱ πνευματικοί τους καὶ ἐπὶ πλέον νὰ ὑποστηρίξουμε ὄχι μόνο τὸν κ. Δαμουλάκη, ποὺ ἔλαβε αὐτὴ τὴν ὁμολογιακὴ καὶ γενναία ἀπόφαση, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἀποτειχισμένους, ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ὑποφέρουν γιὰ τὸν Χριστό.
Γράφει ὁ κ. Κερμενιώτης στὸ σχόλιό του:
«Κατ’ αρχάς, η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος του 861 μ.Χ., η οποία περιλαμβάνει και τον 15ο Κανόνα, δεν είναι Οικουμενική. Κατά δεύτερον, ο Κανόνας ΔΕΝ μιλάει για λαϊκούς παρά ΜΟΝΟ για κληρικούς. Δικαίωμα διακοπής μνημοσύνου έχουν μόνο οι κληρικοί και μάλιστα διακοπή μόνο από τον επίσκοπό τους. Αυτά λέει ο Κανόνας. Εμείς οι λαϊκοί απλά στηρίζουμε τους πατέρες που αγωνίζονται. Επομένως, η έννοια της «αποτείχισης» για ’μάς τους λαϊκούς δεν έχει αυτή τη στενή έννοια που αφορά τους κληρικούς, αλλά έχει την έννοια της, όσο το δυνατόν, προφύλαξής μας από την δηλητηριώδη επίδραση της αίρεσης (διότι, λογικά, θα είμαστε περισσότερο ασφαλισμένοι πνευματικά, όταν εκκλησιαζόμαστε και έχουμε πνευματική επικοινωνία κυρίως με ιερείς που έχουν διακόψει τη μνημόνευση των αιρετιζόντων επισκόπων».
 Δεῖτε καὶ τί εἶχε γράψει καὶ ὁ κ. Σαραντίδης καὶ οἱ κακόδοξες τοποθετήσεις τους ἀναιρέθηκαν ἁγιοπατερικά, ἀλλὰ προτιμοῦν (οἱ ὀπαδοὶ τῆς «δυνητικῆς» ἀποτείχισης) ὅτι λέει ὁ λογισμός τους, κι ὄχι ὅ,τι λέγει ἡ Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Γράφει ὁ κ. Σαραντίδης:
«Πόσες φορές ειπώθηκε ότι η διακοπή μνημόνευσης αιρετίζοντος επισκόπου προ συνοδικής καταδίκης κατεγνωσμένης αίρεσης γυμνή τη κεφαλή, είναι σύμφωνα με τον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας προνόμιο και δικαίωμα αναφαίρετο κληρικού, όχι λαϊκού, και μάλιστα μετ’ επαίνου; Ας το επαναλάβουμε άλλη μία φορά. Δεν πα να το λες και να το εξηγείς και να το αποδεικνύεις; Το βιολί τους αυτοί! Στον θολωμένο κόσμο τους!».
Στὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς φαίνεται τὸ κακὸ καὶ τὴν σύγχυση ποὺ ἔχει προκαλέσει ἡ γραμμὴ τῆς Οἰκονομίας τῶν πατέρων τῆς Θεσσαλονίκης.
Κατ’ ἀρχάς, οἱ Κανόνες τῆς ΑΒ Συνόδου ἔχουν ἰσχὺ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει τοπικὴ Σύνοδος τοῦ 381, ἔγινε ἀποδεκτὴ ὡς ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
  15ος Κανόνας ἀναφέρεται μὲν σὲ κληρικούς, κακῶς ὅμως καὶ μᾶλλον ἐσκεμμένως παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς κυρίους αὐτοὺς ἀπομονωμένος ἀπὸ τὴν ἁγιοπατερικὴ παράδοση, διότι πρὶν ἀπὸ τὸν Κανόνα αὐτόν, εἶχαν ἤδη γραφτεῖ πάμπολλα χωρία, στὴν Π. καὶ τὴν Κ. Διαθήκη ἀπὸ τὸν ἴδιο Κύριο διὰ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τὰ ὁποῖα ἐκφράζουν τὸ ἴδιο πνεῦμα. Καὶ βέβαια στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἔχοντας τὸ αὐτὸ πνεῦμα Ἅγιοι Πατέρες, ἐντέλλονται τὴν ἀπομάκρυνση ὅλων τῶν πιστῶν καὶ ὄχι μόνο τῶν κληρικῶν ἀπὸ τὸν κάθε εἴδους αἱρετικό, καταδικασμένο ἢ μὴ ἀπὸ Σύνοδο. Τελείως λανθασμένη καὶ ἀντιπατερικὴ εἶναι ἡ σκέψη-θέση-λογισμὸς τοῦ κ. Κερμενιώτη, ὅτι «οι λαϊκοί απλά στηρίζουμε τους πατέρες που αγωνίζονται»! Ἀλήθεια, πῶς τολμᾶ καὶ γράφει αὐτά, χωρὶς ἀναφορές (ἀναφορές) σὲ Ἁγίους; Σὲ ποιό πατερικὸ κείμενο συναντᾶται αὐτὴ ἡ θέση, ὅτι καὶ πρωτίστως (περὶ αὐτοῦ πρόκειται), οἱ λαϊκοὶ στηρίζουν «ἁπλά»  τοὺς Ποιμένες! Ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεση μολύνει (γράφει: «δηλητηριώδη επίδραση της αίρεσης»), ὅσοι πιστοὶ μείνουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ ὅσοι ποιμένες κοινωνοῦν μαζί τους, μολύνονται. Γιατί λοιπὸν οἱ πιστοὶ ποὺ κοινωνοῦν μαζί τους δὲν θὰ μολυνθοῦν; Ποιός Ἅγιος μᾶς παρακινεῖ νὰ μένουμε σὲ κοινωνία μὲ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς;
Ὡς ἐκ τούτου ὁ 15ος Κανόνας ἀποτελεῖ τὸ ἀποκρυστάλλωμα αὐτῆς τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας. Κάθε ἄλλη διδασκαλία ἀποτελεῖ διαστρέβλωση καὶ κακοδοξία ποὺ ἐξυπηρετεῖ ἰδιωτικὰ συμφέροντα καὶ καλύπτει προσωπικὲς βλέψεις καὶ ἀδυναμίες. Γιατί, λοιπόν, ὁ ἀδελφὸς Βασίλειος Κερμενιώτης συνεχίζει σκοπίμως νὰ διαστρέφει τὴν ὀρθόδοξη Παράδοσή μας;
Παρακάτω θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀποτείχιση ἀφορᾶ ὅλους τοὺς πιστοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἐξ ἴσου. Τοὺς κυρίους αὐτοὺς διαψεύδει πρῶτος καὶ καλύτερος (θὰ ἀρχίσουμε παράδοξα τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἐπιχειρημάτων γιὰ εὐνόητους λόγους) ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης. Γράφει ὁ π. Θεόδωρος στὸ ἄρθρο του «Ἀποτείχιση ἀπὸ  τὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση» μιλώντας γιὰ τὸν 15ο Κανόνα:
«Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας».
Καὶ ἀλλοῦ, πάλι ὁ π. Θεόδωρος, γράφει: «Αυτός ο οποίος κοινωνεί, ο Πατριάρχης δηλαδή που κοινωνεί με τον ακοινώνητο, τόν αιρετικό, πρέπει και αυτός να είναι ακοινώνητος, τότε θα πρέπει και οι υπό τον Πατριάρχη Αρχιεπίσκοποι–Επίσκοποι, να κάνουν τον Πατριάρχη ακοινώνητο. Να μην επικοινωνούν. Να κόψουν το μνημόσυνο»!
Τελικὰ πρέπει νὰ συμφωνήσουν οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἀδελφοὶ ἐκεῖ στὴν Θεσσαλονίκη, τί ἰσχύει καὶ τί δὲν ἰσχύει, γιατὶ πέφτουν ἀπὸ τὴν μία αὐτοαναίρεση στὴν ἄλλη καί, κυρίως, διότι μπερδεύουν καὶ ἀποπροσανατολίζουν τοὺς πιστοὺς σ’ αὐτὸ τὸ κρίσιμο χρονικὸ διάστημα γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς Παναιρέσεως καὶ ματαιώνουν τὴν ἁγιοπατερικὴ ἀντίδραση, ἀφοῦ ἀποτρέπουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ἀποτείχιση! Καὶ φυσικὰ οἱ μισθοφόροι τῆς αἱρέσεως ποὺ μετροῦν ἀριθμούς, (καὶ «οἱ λογαριασμοὶ ταιριάζουν στοὺς μισθοφόρους» κατὰ τὸν ἱ. Χρυσόστομο), ἀγάλλονται καὶ χαίρουν γιὰ αὐτὴ τήν …«προσφορὰ» τῆς ὁμάδος Ζήση!
Ἀλλὰ ἐκτὸς τοῦ π. Θεοδώρου ὑπάρχουν ὑψηλότερες ἀποδείξεις τοῦ ὀρθοῦ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκούς. Πράγματι ἡ ἀποτείχιση δὲν γίνεται γιὰ νὰ ὑποστηρίξουμε τοὺς ἱερεῖς μας, ἀλλὰ γιὰ λόγους πίστεως καὶ ὑπακοῆς στὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καί, κατὰ συνέπειαν, σωτηρίας. Ἂν καὶ ὅλοι (κληρικοὶ καὶ λαϊκοί) εἶναι ὡς μέλη λαϊκοί, Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ποιμαντικὴ θέση καὶ εὐθύνη τῶν κληρικῶν, καθὼς καὶ τὴν τιμὴ ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει καὶ ἐπιβάλλει, ἀλλὰ θεωρεῖ ἐξ ἴσου σημαντικὰ καὶ ἀδιαίρετα μέλη του σώματός Της, τοὺς λαϊκούς. Ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα τοῦ ὁποίου τὰ μέλη ἔχουν –φυσικά- διαφορετικὲς λειτουργίες, ἀλλὰ τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Πίστη.
Ἐξ ἄλλου καὶ αὐτὸ τίθεται ἀπὸ τοὺς «οἰκονομιστές-δυνητιστές» σὲ δεύτερη μοῖρα ἡ ἀποτείχιση ἀποτελεῖ μέγιστο θέμα Πίστεως καὶ σωτηρίας τοῦ κάθε πιστοῦ. Δὲν μπορεῖ νὰ καταφύγει ὁ γνωρίζων πιστός, ὅπως ὁ κ. Κερμενιώτης, σὲ κάποια δικαιολογία τοῦ τύπου: «Κύριε, ἐγὼ συνέχισα νὰ κοινωνῶ μὲ τὴν αἵρεση, ἐπειδὴ δὲν ἀποτειχίστηκε ὁ ποιμένας μου· Κύριε, αὐτὸς φταίει ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκε κι ὄχι ἐγώ»! Μπορεῖ βέβαια ἔντιμα νὰ πεῖ: «Ἔχω μπερδευτεῖ, Κύριε, μέσα σ’ αὐτὴν τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ, μὲ ὑπαιτιότητα τῶν Ποιμένων! Δὲν ἀντέχω, Κύριε, συχώρεσέ με, δῶσε μου τὴν δύναμη νὰ κάνω τὸ θέλημά Σου. Στήριξε ὅσους προχώρησαν σ’ αὐτὸ τὸ βήμα»! Ἀντ’ αὐτοῦ, ὁ κ. Κερμενιώτης τῆς ὁμάδος Ζήση δικαιολογεῖ ὅσους δὲν θέλουν νὰ μποῦν σ’ αὐτὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὸ χειρότερο, τοὺς ἀποτρέπει!
Ὁ λαϊκός, λοιπόν, διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του καὶ ὅσων κοινωνοῦν μαζί του, διότι
α) ὁ μνημονευόμενος Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ ἐκφραστὴς τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, καὶ ἀποδεχόμενοι τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του, συνεπάγεται ὅτι ἀποδεχόμεθα τὴν ἐσφαλμένη πίστη του, τὴν ἀδιαφορία του γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν σωτηρία τῶν μελῶν τοῦ ποιμνίου του, τὴν ἔλλειψη ΟΜΟΛΟΓΙΑ καὶ ὑπερασπίσεως τῆς ὀρθόδοξης Ἀλήθειας· σημαίνει ὅτι ἐγκρίνουμε τὶς ἐνέργειές του κ.λπ. (ὅπως π.χ. τὴν συνέχιση συμμετοχῆς μας στὸ Π.Σ.Ε. τῶν αἱρέσεων, τὴν ἀποδοχὴ τῆς κακόδοξης Κολυμπάριας Συνόδου, ποὺ ἔχουν ἀποδεχτεῖ στὴν πράξη ΟΛΟΙ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς κ.λπ.) καὶ ἄρα συμμετέχουμε καὶ ἐγκρίνουμε κι ἐμεῖς κοινωνοῦντες μαζί τουτὰ αἱρετικὰ οἰκουμενιστικὰ «Δρώμενα-Πεπραγμένα», ἀφοῦ δὲν τὰ ἀποδοκιμάζουμε διὰ τῆς ἀποχῆς· μιὰ κάποια διαμαρτυρία πετιέται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς εἰς τὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων! Ἢ μήπως τὸ ἀνάλογο δὲν ἰσχύει σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τοῦ δημοσίου βίου; Στὸ σχολεῖο, στὸ νοσοκομεῖο, στὴν πολιτική; (Μήπως νὰ θυμήσουμε ἐδῶ στὸν κ. Κερμενιώτη τὰ τραγελαφικὰ γεγονότα καὶ τὶς παλινωδίες τοῦ μητροπολίτη τους τῆς Φλώρινας, τὶς συνεχόμενες δικές τους παλινωδίες διαμαρτυρίας-ἀποκηρύξεως-ἀποδοχῆς του;!!!
Καὶ β) καὶλαϊκὸς μνημονεύει στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ὄχι μόνο ὁ ἱερέας: Π.χ. τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας μνημονεύει ὀνόματα στὴν Προσκομιδή, μνημονεύουν καὶ οἱ λαϊκοὶ τοὺς δικούς τους, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης, Πηδάλιον, σελ. 428, ὑποσημ. 3β). Μνημονεύουν ἐπίσης στὴ «Μεγάλη Εἴσοδο»∙ στὸ «Ἐξαιρέτως»∙ («καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει»)∙ καὶ στὸ «σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου» (μετὰ τὴν Θ. Κοινωνία), τότε ποὺ ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται στὸ λαὸ «κεκαλυμμένως στὸ Ἅγιο Ποτήριο» (Ἅγ. Συμεὼν Θεσ/νίκης, σελ. 337).
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας (τέλος α΄ και αρχές β΄ αι. μ. Χ.):
«Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἷς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» (Προς Μαγνησίους, 7, 1-2).  «Μεγίστη τιμὴ τὸ μνήμης ἀξιωθῆναι»!
Ὁ λαϊκός, λοιπόν, μνημονεύει μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα καὶ διακόπτει κι αὐτὸς τὴν μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου του γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει τὸ ἴδιο φρόνημα, νὰ προφυλάξει τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του ἀπὸ τὴν μόλυνση τῆς αἰρέσεως καὶ γιὰ νὰ ἀποτελέσει κινητήριο παράδειγμα καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους πιστούς, ἔτσι ὥστε νὰ τεθεῖ φρένο στὴν αἵρεση καὶ νὰ ἐπισπευθεῖ ἡ καταδίκη τους ἀπὸ τὴν σύνοδο ποὺ θὰ συγκλιθεῖ γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ παρακάτω κείμενο Ἐπισκόπου:
 «Εἶναι σημαντικὲς οἱ μνημονεύσεις αὐτὲς καὶ μάλιστα σᾶς εἶπα στὸ προηγούμενο κήρυγμα ὅτι καὶ ἐσεῖς πρέπει νὰ συνοδεύσετε τὸν Ἱερέα μὲ μνημονεύσεις τῶν δικῶν σας προσώπων. Ἐκείνη ὅμως ἡ μνημόνευση ποὺ πρέπει νὰ τὴν προσέξουμε ἰδιαίτερα καὶ τὴν ὁποία ἀκοῦτε ἀπὸ τὸν Ἱερέα, γιατί τὴν λέει ἐκφώνως, εἶναι ἡ μνημόνευση γιὰ τὸν Ἐπίσκοπό του τόπου. "Ἐν πρώτοις", λέγει ὁ Ἱερέας, δηλαδή, πρῶτα ἀπ' ὅλα, "μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... (τάδε)". Εὔχεται ὁ Ἱερέας μαζὶ μὲ τὸν λαὸ γιὰ τὸν Ἐπίσκοπό» (τοῦ Ἐπισκόπου Γόρτυνος & Μεγαλουπόλεως κ.κ. Ἱερεμίου Φούντα, Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ -Σύντομα κηρύγματα).
«Ὁ Ἱερέας δὲν μπορεῖ μόνος νὰ τελέσει τίποτε. Τὰ πάντα γίνονται μὲ τὴν σύμπραξη καὶ τὴ συλλειτουργία τῶν λαϊκῶν καὶ τῶν κληρικῶν. Οἱ αἰτήσεις πρὸς τὸ Θεὸ ἀφοροῦν τὸ “ἐμᾶς”. Τοῦτο συμβαίνει γιατί ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας συμμετέχουν στὴν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, οἱ μὲν λαϊκοὶ κατὰ τρόπο γενικό, οἱ δὲ κληρικοὶ μέσα ἀπὸ τὸ εἰδικὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης» (ἐδῶ).
«Ἡ πνευματικὴ κοινωνία τῶν ὁμοδόξων, καὶ ἡ τελεία ὑποταγὴ πρὸς τοὺς γνησίους ποιμένας ἐκφράζεται μὲ τὸ μνημόσυνο. Οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες ὁρίζουν, ὅτι αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, (αὐτῶν) πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὴν κοινωνία» (βλ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικούς... περιοδικὸ Ὁ ὅσιος Γρηγόριος Ἁγίου Ὄρους).
Αὐτὸ ὅμως, χριστιανοί μου, τὸ νὰ μνημονεύουν δηλαδὴ οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ μιᾶς Ἐπαρχίας τὸν Ἐπίσκοπό τους, γιὰ νὰ δηλώσουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἀνήκουν στὴν καθ' ὅλου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... Γιατί ὁ λαὸς τῆς ποίμνης τοῦ τὸν μνημονεύει, ἐπαναλαμβάνω, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ἀνήκει στὴν καθ' ὅλου Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (ἐδῶ).

Ὅταν, λοιπόν, μνημονεύουμε τὸν ἐπίσκοπο ποὺ αἱρετίζει, παρὰ τὰ ὅσα ὑποστηρίζει ὁ κ. Κερμενιώτης καὶ κ. Σαραντίδης κ.ο.κ. καὶ ὅσο εὐσεβὴς καὶ νὰ εἶναι ὁ ἱερέας, σημαίνει ὅτι ἔχουμε τὸ ἴδιο φρόνημα μὲ τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ἀποδοχὴ τῆς αἱρέσεως.
Εἶναι τραγικὴ ἡ παραποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, μία παραποίηση ποὺ στηρίζεται σὲ προσωπικὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα, καὶ ἀκόμα τραγικότερη εἶναι ἡ σιωπὴ τῶν ποιμένων αὐτῶν ποὺ διδάσκουν ἢ ἐπιτρέπουν στὰ πνευματικά τους παιδιὰ νὰ παραποιοῦν καὶ νὰ διαστρεβλώνουν.
Συνεχίζει «ἀδελφικά» ὁ κ. Κερμενιώτης στὸ σχόλιο/λίβελλο ἐναντίον τῆς ἀποτείχισης καὶ τοῦ κ. Δαμουλάκη:
«Στη συνέχεια ο κύριος Δαμουλάκης, απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και στον Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας στον οποίο υπάγεται, γράφει: “Μας αποκρύψατε την άρση της ακοινωνησίας με τους Παπικούς το έτος 1965. Εφόσον δεν καταγγείλατε το γεγονός έστω και καθυστερημένα και δεν ενεργήσατε όπως επιτάσσουν οι Ιεροί Κανόνες, έχετε αποδεχτεί την Ένωση και βρίσκεστε σε εκκλησιαστική κοινωνία με τους αμετανόητους αιρετικούς παπικούς. Είναι απαραίτητο και υποχρεούμαι από το Άγιο Ευαγγέλιο και τους Ι. Κανόνες να διακόψω την εκκλησιαστική κοινωνία τόσο με εσάς όσο και με τους θλιβερούς δειλούς σιωπούντες”.
Η αλήθεια είναι ότι ενώ το ελληνικό κείμενο έκανε λόγο για “άρση των αναθέματων” του 1054, το πρωτότυπο γαλλικό και αγγλικό κείμενο έκαναν λόγο για “άρση ακοινωνησίας”. Ωστόσο, αυτή η κατάπτυστη απόφαση ήταν μία μονομερής ενέργεια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ποτέ δεν την αποδέχτηκαν, ούτε την συνυπέγραψαν οι άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Αλλά ακόμη και το ίδιο το Πατριαρχείο δεν την εφάρμοσε στην πράξη, γιατί, δημοσίως τουλάχιστον, δεν υπήρξε, έκτοτε, κοινό Ποτήριο του Πατριάρχη με τον Πάπα. Ούτε σε κάποιο άλλο σημείο της Υφηλίου ακούσαμε ποτέ ότι συλλειτούργησε Ορθόδοξος κληρικός με παπικό καρδινάλιο».
Ἀλήθειά, τί ἔπαθες, ποιός σὲ βάσκανε ἀδελφέ, ὥστε να γράφεις τέτοιες ἀνακρίβειες, ὀρθότερα, ψεύδη; Σειρὰ νὰ σὲ διαψεύσει, κ. Κερμενιώτη, ἔχει τώρα ὁ πολὺς σὲ γνώσεις ἀλλὰ καὶ σὲ διαστρεβλώσεις, ὅπως ἐσύ, μητροπολίτης Ναυπάκτου στὸ βιβλίο του «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, Θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις»:
«Φαίνεται σαφέστατα, ὅτι τὸ μὲν ἑλληνικὸ κείμενο κάνει λόγο γιὰ ἄρση ἀναθεμάτων, τὰ δὲ ἄλλα κείμενα, γαλλικὸ καὶ ἀγγλικό, κάνουν λόγο γιὰ ἄρση ἀκοινωνησίας» (σελ. 154).
Καὶ μετὰ (σελ. 155):
«Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἰσχυρίζονται σὲ διάφορες συζητήσεις ποὺ ἔχω κάνει μαζί τους ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση ἀκοινωνησίας τὸ 1965, γι’ αὐτὸ προέρχονται στοὺς Ὀρθοδόξους Ναοὺς γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ».
Καὶ μετὰ πάλι (σελ. 159):
«Πάντως, οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ γνωρίζουν ὅτι ἤρθη ἡ ἀκοινωνησία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γίνεται διάλογος γιὰ νὰ βρεθοῦν λύσεις σὲ μερικὲς διαφορὲς ποὺ εἶναι λεπτομεριακές... Καὶ ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους Κληρικοὺς ποὺ γνωρίζουν αὐτὴν τὴν ἱστορία, ἄλλοι τοὺς κοινωνοῦν, γιατὶ ἔτσι ἔχουν συμφωνήσει, καὶ ἄλλοι ποὺ ἀρνοῦνται νὰ τοὺς κοινωνήσουν βρίσκονται σὲ ἀμηχανία...».
Αὐτὰ ποὺ γράφει, λοιπόν, ὁ κ. Κερμενιώτης, ὡς γνήσιος συνδικαλιστής, περὶ μὴ ὑπάρξεως κοινωνίας μὲ τοὺς παπικούς, εἶναι, ψεύδη ὁλκῆς. Οἱ ποιμένες εἴτε τοῦ Πατριαρχείου εἴτε τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐγνώριζαν καὶ γνωρίζουν, αὐτὸ ποὺ ἐσεῖς ἀρνεῖστε, κ. Κερμενιώτη, καὶ κατηγορεῖτε μάλιστα τὸν κ. Δαμουλάκη, ἐπειδὴ τὸ τονίζει ὡς λόγο ἀποτειχίσεως. Ἢ μήπως ξεχάσατε καὶ τὴν φωτογραφία ποὺ δείχνει τὸν Βαρθολομαῖο νὰ κοινωνάει παπικούς; Ἢ ἀκόμα, μήπως ξεχάσατε τὶς πρὸ δεκαετίας δηλώσεις-ἀποκαλύψεις τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση (καὶ τοῦ Ναυπάκτιου Γέροντα π. Ἀρσένιου Κομπούγια) ὅτι στὸ ἐξωτερικὸ τὸ κοινὸ ποτήριο εἶναι (μερικῶς) γεγονός;
Ἡ κορυφὴ ὅμως τῆς διαστρέβλωσης ἀποτελεῖ τὸ τέλος τοῦ σχολίου τοῦ sui generis «ἀποτειχισμένου» κ. Κερμενιώτη:
«Με την ευκαιρία, θα εκφράσω την έντονη αντίθεσή μου με την δημόσια δημοσίευση «αποτειχίσεων» λαϊκών. Θα διαφωνήσω επίσης και με τους κληρικούς εκείνους που ενθαρρύνουν λαϊκούς να προβούν σε τέτοιες δηλώσεις. Αυτό το γράφω γιατί θεωρώ ότι με τον τρόπο αυτό οι λαϊκοί αυτοεγκλωβίζονται. Υπογράφοντας τέτοιες δημόσιες δηλώσεις εκτίθενται στην τοπική τους κοινωνία και τρόπον τινά αναγκάζονται να μην εκκλησιάζονται παρά μόνο σε αποτειχισμένους ιερείς, πράγμα που είναι πολύ επικίνδυνο για την ψυχή τους αν δεν υπάρχει τέτοιος ιερέας εκεί κοντά. Αν ο πνευματικός μας πατέρας έχει ορθόδοξο φρόνημα δεν είναι απαραίτητο να τον εγκαταλείψουμε. Ούτε είναι απαραίτητο να έρθουμε σε ρήξη με φίλους ή, ακόμη χειρότερα, με μέλη της οικογένειάς μας αν διαφωνούν με την αποτείχιση. Αυτό είναι έργο του διαβόλου. Αυτό ακριβώς θέλει ο σατανάς να πετύχει! Αν κοντά στην περιοχή μας δεν υπάρχει ιερέας που έχει διακόψει τη μνημόνευση, τότε κατ’ ανάγκην μπορούμε να εκκλησιαστούμε σε έναν ιερέα που είναι παραδοσιακός μεν, αλλά εξακολουθεί να μνημονεύει. Γιατί να στερηθούμε το απαραίτητο για τη Σωτηρία μας μυστήριο της εξομολογήσεως; Γιατί να στερηθούμε τον εκκλησιασμό και τη Θεία Κοινωνία, αφού τα Μυστήρια είναι έγκυρα; Είναι δυνατόν να γίνεται την Κυριακή Θεία Λειτουργία και εμείς να καθόμαστε στο σπίτι μας; Είναι δυνατόν στην ακολουθία των Παθών ή στην Ανάσταση εμείς να μην πάμε στην εκκλησία; Θα μας θερίσει ο διάβολος! Εδώ ασκητές της ερήμου με δεκαετίες αγώνων στο Άγιον Όρος παρασύρθηκαν από το σατανά και καταστράφηκαν! Πόσο περισσότερο εμείς που είμαστε ατελείς άνθρωποι και που δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά έχουμε και συζύγους και παιδιά!».
Σύμφωνα μὲ αὐτὰ εἶχε γράψει καὶ ὁ κ. Σαραντίδης:
«Πόσες φορές ειπώθηκε ότι η κοινωνία με την αίρεση δεν σώζει αλλά οικονομείται πιστός προσωρινά να κοινωνεί με ιερέα αν δεν γίνεται διαφορετικά, που έστω μνημονεύει αιρετίζοντα αλλά μη καθηρημένο από Σύνοδο, εκτελώντας έγκυρα Μυστήρια; Ας το επαναλάβουμε άλλη μία φορά. Και το κερασάκι: Οι δήθεν αποτειχισμένοι φανατικοί από τη μια μεριά κυρίως από τη Θεσσαλονίκη, που πιέζουν για αποτείχιση τους υπόλοιπους από την άλλη, και τους κατηγορούν και τους κατακρίνουν που δεν αποτειχίζονται και που οι θολοπνευματικομπερδεμένοι τους, διαδίδουν στα πνευματικοκαλοπαίδια τους ότι κάποιοι στη Θεσσαλονίκη έχουν ξεφύγει. Αυτοί που δεν είναι σε θέση να δώσουν μια θεολογική ερμηνεία στην έννοια της αποτείχισης. Οι εξυπνάκηδες νανουριστές εκατοντάδων πιστών που ούτε ονόματα δεν είναι σε θέση να καταθέσουν. Για να το εξετάσουμε λογικά τουλάχιστον, αν στέκει αυτό που λέγεται! Εσείς δηλαδή αδελφοί μας χριστιανοί δεν είστε αποτειχισμένοι από την αίρεση αν είστε ορθόδοξοι; Απλά δεν μπορείτε να μη μνημονεύετε αιρετίζοντα αρχιερέα επειδή δεν είστε ιερωμένοι. Τρελαθήκαμε εντελώς; Είναι δυνατόν να δηλώνει κάποιος ορθόδοξος και να μην έχει υπερυψωμένο από της βαπτίσεώς του τείχος προς τις αιρέσεις; Και αν το κατεδαφίσει σώζεται; Από τι δηλαδή λέτε ότι δεν αποτειχίζεστε; Πρέπει να κάνετε καμία δήλωση με χαρτόσημο; Ποιοι σας τα υποβάλλουν αυτά;»
Τὸ πόσο ψεύδεται καὶ διαστρεβλώνει τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία ὁ κ. Κερμενιώτης, ἀλλὰ καὶ ὁ κ. Σαραντίδης, καὶ ὅσοι σιωποῦν (παρότι δημοσιεύουν τὰ σχόλιά τους) στὰ ἀπαράδεκτα ποὺ γράφονται ἀπὸ αὐτούς, θὰ φανεῖ παραθέτοντας  παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση, ὅπως:
   Ὁ ΛΓ´ Ἀποστολικὸς Κανόνας λέγει: «Μηδένα τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἤ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι· καὶ ἐπιφερομένων δὲ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν· καὶ εἰ μὲν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν· εἰ δὲ μή γε, τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε· πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται».
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρὶν τὴν σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πρὶν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου, προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους της Κων/πόλεως, ἐνισχύοντας αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ΗΔΗ ἀποτειχιστεῖ: «Ἀμώμους ἑαυτοὺς τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι, μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ΄ αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ μᾶλλον τοὺς πεπονθότας…» (Πρακτικά Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου,T.L.G. 1,1,1 p. 114, 1,2).
Ἱ. Χρυσόστομος: «Ὄχι μόνο ἂν κάποιοι λένε συνολικὰ ἀντίθετα πράγματα ποὺ ἀνατρέπουν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ τὸ παραμικρὸ ἀντίθετο νὰ διδάξουν νὰ εἶναι ἀναθεματισμένοι». «Ἀπὸ αὐτοὺς πρέπει νὰ πεταγόμαστε μακρυὰ ὅπως πεταγόμαστε ὅταν συναντάμε ἕνα φίδι, καὶ νὰ διακόπτουμε κάθε κοινωνία καὶ νὰ φεύγουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ἀκόμα κι ἄν μᾶς φαίνονται σεβάσμιοι (σσ: “εὐσεβεῖς”) καὶ πρᾶοι» (Μ. Φώτιος).
«Εἰ δέ τις προσποιεῖται ὁμολογεῖν μὲν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις [ἂν κάποιος προσποιούμενος ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστι, ἀλλὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς] τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιούτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· [καὶ ἐὰν σᾶς ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, νὰ τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφό σας] ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν τοιοῦτον παραιτῆσθε [ξεκόψτε ἀπὸ αὐτόν]».
  Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες γράφουν πρὸς τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται; Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν Ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Κριτικὴ ἔκδοσις τῆς ἐπιστολῆς ἐν: V. Lourent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277, P. 376-403 Paris 1976).
ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς γράφει γιὰ τὸν μὴ καθαιρεμένο Πατριάρχη Καλέκα: «Ἐφόσον Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τόσες φορές ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἀντιθέτως, ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Καί: «Εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη Καλέκα καὶ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος…, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀποτειχισμένος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι τότε, ὁ Καλέκας δὲν εἶχε ἀκόμη καταδικαστεῖ Συνοδικῶς!
Ὁ ἅγιος Θ. ὁ Στουδίτης, ἐπίσης, συμφωνῶν μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου, γράφει: «…μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν». «μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε ἀναφέρειν… ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως».
«Ἐὰν κάποιος συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητος».
Καὶ ἀλλοῦ: «Οἱ [αἱρετικοὶ] τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δὲ εἰ καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται [θὰ χαθοῦν μαζί μὲ τοὺς αἱρετικούς]» Εἶναι κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο «προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας» τὸ νὰ παραμένει κάποιος «ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν κακοδοξοῦντα ἐπίσκοπόν του».
Και ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ὅσοι προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη, κοινωνοῦν-μνημονεύουν δὲ μὲ τοὺς ἑτερόφρονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τὴν σύστασή σας δὲν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὄχι μόνο νὰ τοὺς ἔχετε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζετε».
Καὶ κάποια ἀκόμα πατερικὰ κείμενα, μὲ τὰ ὁποῖα σὲ πρόσφατη ὁμιλία του δίδασκε καὶ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης (γι’ αὐτὸ παρακαλοῦμε νὰ ἀποφασίσετε ἐπὶ τέλους, τί πιστεύετε), ὥστε νὰ μὴν ἀντιφάσκετε:
«Βούλομαι πλατύτερον την εμήν γνώμην ειπείν… ίνα σύμφωνος ω εμαυτώ απ’ αρχής έως τέλους και μη δόξη τισίν ότι άλλα έλεγον, άλλα δε έκρυπτον εν τη διανοία… λέγω δε περί του Πατριάρχου ή του κλήρου αυτού ή των κοινωνούντων αυτώ τινα συνεύξασθαι ή συμφορέσαι τοις εκ του ημετέρου μέρους ιερεύσι τοις προς τα τοιαύτα προσκληθείσι δόξας ως οιοδήποτε τρόπω προσίεμαι και εν τω κρυπτώ την αυτού κοινωνίαν και ίνα μη η σιωπή μου συγκατάβασιν τινα υπονοήσαι παρέξει, τοις μη καλώς και εις βάθος ειδόσι τον εμόν σκοπόν, λέγω και διαμαρτύρομαι ενώπιον των παρατυχόντων πολλών και αξιολόγων ανδρών, ως ούτε βούλομαι την αυτού ή την μετ’ αυτού κοινωνίαν το παράπαν ουδαμώς ούτε επί τη ζωή μου ούτε μετά τον θάνατόν μου… Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιΐσταμαι τούτου και των τοιούτων εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και Αγίοις Πατράσι και θεολόγοις της Εκκλησίας· ώσπερ αν πείθομαι τοις… συντιθεμένοις τούτοις, αποδιΐσταμαι της αληθείας και των μακαρίων διδασκάλων της Εκκλησίας· και δια τούτο λέγω ώσπερ παρά πάσαν μου την ζωήν ήμην ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΟΣ απ’ αυτών ούτω και εν τω καιρώ της εξόδου μου και έτι μετά την εμήν αποβίωσιν και εξ όρκου εντέλλομαι ίνα μηδείς εξ αυτών προσεγγίση ή εν τη εμή κηδεία ή εν τοις μνημοσύνοις μου….» (Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός).
Ἂς περάσουμε καὶ στὸν Μ. Βασίλειο: «Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
Καὶ ἀλλοῦ:
«ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86).
«Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ. Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20).
Καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος, φίλος τοῦ Μ. Βασιλείου, ἐπαινεῖ μὲ τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση τοῦ ποιμνίου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας (Λόγος μβ΄. Συντακτήριος εἰς τὴν τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36 σελ. 457–492):
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ ποιμνίου δηλ. ἡ ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ προτίμησή του νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει τὴν πίστη του)... Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Γράφει ὁ ἱερὸς Δοσίθεος γιὰ τὴν κατάσταση τῶν πιστῶν στὴν Κων/πολη ἐπὶ Μ. Γρηγορίου (βλ. σελ. 26): «ἐπειδὴ οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἂν μίαν Ἐκκλησίαν (σ.σ. ἦταν ὅλες τῶν ἀρειανῶν), αὐτὸς (ὁ Γρηγόριος) μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον, ὃν ὠνόμασε Ἀναστασίαν… Ὅσους δε κόπους καὶ ἀγῶνας ἐποίησε διὰ τὴν εὐσέβειάν τις ἱκανὸς αὐτὸς εἰπεῖν ἢ γράψαι; Ἀρκεῖ ὁ κοινὸς ἀδόμενος λόγος, ὅτι χιλίας Ἐκκλησίας ηὗρεν Ἀρειανῶν, καὶ μήτε μίαν Ὀρθόδοξον, καὶ μετὰ τὴν παραίτησιν αὐτοῦ (τὸ 381) ἦσαν χίλιαι καὶ μία τῶν Χριστιανῶν, καὶ οὐδεμία τῶν Ἀρειανῶν» (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ΄, κεφ. β΄, σελ. 15).
Καὶ πάλι φαίνεται τὸ κατάφωρο ψεῦδος καὶ ἡ διαστρέβλωση τῆς πίστεως ἀπὸ τοὺς ὡς ἄνω ἀδελφούς, ποὺ παραδόξως δὲν κατανοοῦν!
Ὅσο γιὰ τὸ θέμα τῶν παραδοσιακῶν/εὐσεβῶν Ἐπισκόπων/Ἱερέων καὶ τὴν ἀπουσία μόλυνσης ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζί τους ποὺ θέτει ὁ κ. Κερμενιώτης καὶ ὁ κ. Σαραντίδης μεταδίδοντας τὴν διδασκαλία τῶν θεσσαλονικέων πατέρων, ὁ Μ. Βασίλειος ἀπαντάει ξεκάθαρα καὶ καταρρίπτει τὴν κακοδοξία τους.
Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει σαφέστατα, ὅτι εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἱερέας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὴν Ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ διαφυλάττει τὴν Ἀποστολικὴ πίστη. Τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ συνυπάρξει, μιᾶς καὶ εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς Ἐπίσκοπος καὶ ἀκολούθως καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο:
«Ἐκκλησιῶν κόσμος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας ἐχθρός, ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸ παλαιὸν τῆς Ἐκκλησίας σχῆμα, οἷον ἀπό τινος ἱεροπρεποῦς εἰκόνος, τῆς ἀρχαίας καταστάσεως, τὸ εἶδος τῆς ὑπ՚ αὐτὸν Ἐκκλησίας διαμορφῶν» (Ἐπιστολὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας 1, PG 32, 305).
Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἅγιο –ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν διδασκαλία τῶν παραπάνω ἀδελφῶν– ἀληθινὴ εὐσέβεια ἱεράρχη, ἂν αὐτὸς δὲν ὁμολογεῖ ἀνεξαρτήτου κόστους, ἂν δὲν ἀποτελεῖ «στῦλο καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», ἂν αὐτὸς δὲν μάχεται τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ κάθε νεωτερισμό καὶ δὲν φυλάττει τοὺς πατρώους θεσμούς· «οὐδένα οἴδαμεν λόγον ἐχθρὸν τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας ταῖς καρδίαις παραδεξάμενοι οὐδὲ μολυνθέντες ποτὲ τὰς ψυχὰς τῇ δυσωνύμῳ τῶν Ἀρειανῶν βλασφημίᾳ» (Ἐπιστολὴ τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν, PG 32).
Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401). Ποιός «εὐσεβὴς» Ἐπίσκοπος καθάρισε σήμερα τὴν Ἐκκλησία; Σήμερα ποὺ ἔχουμε ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα οἰκουμενιστὲς παναιρετικοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ εἶναι εὐσεβὴς καί, παρόλα αὐτά, νὰ τοὺς μνημονεύει ἢ νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί τους;
Συνειδητὸς λοιπὸν καὶ ἀκολούθως εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπελαύνει τοὺς ἀνάξιους και αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθεῖ, δηλ. ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, μόνο μὲ τοὺς ἄξιους καὶ ἀληθινοὺς ποιμένες. Γιὰ τὸν Ἅγιο δὲν ὑπάρχει εὐσέβεια ἐκεῖ ποὺ γίνονται ἀνεκτὲς οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἐκεῖ ποὺ διὰ τῆς μνημονεύσεως, ἀντὶ νὰ ὑπερασπίζεται, θυσιάζεται ἡ Ἀλήθεια γιὰ λόγους ἀσφαλείας ἢ ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας: «Οὐ μήν πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια» (Περί Ἁγίου Πνεύματος 21, 52, PG 32, 164) καί: «Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τόν παρά τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ Νικοπολίταις πρεσβυτέροις 3, PG 32, 897).
Ὁ δὲ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης γράφει στὴν «Ἀλφαβηταλφάβητο» στὸ ρνδ΄ (154) ἀπὸ τὸν στίχο 10:
« Ἀπὸ τὸ νὰ λὲς ὅτι εἶσαι ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν καὶ κήρυκας, ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τοὺς θεσμοὺς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ διδάσκεις σὲ ἀνθρώπους τὶς προσταγὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι κατὰ πολὺ λαμπρότερο καὶ σεμνότερο καὶ καλύτερο νὰ σὲ περιτριγυρίζουν φρουρές, ἐπειδὴ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεις σὲ ὅλους, ἐνῶ φορὰς δεσμά. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο γνωρίζει τί λέω καὶ ὅποιος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Δεσπότου ἔχει τὴν δύναμη νὰ γνωρίζει τὴν δύναμη τῶν δεσμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παῦλο στὶς φυλακὲς καὶ στὰ δεσμὰ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀπὸ τὸ νὰ συναναπαύεται καὶ νὰ συντιμᾶται (σσ. λόγῳ τῆς ἱερωσύνης) μαζί του».
Ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ὑψηλότερη ἀπόδειξη εὐσεβείας τὴν τιμωρία, τὴν φυλάκιση, τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐσέβεια σημαίνει γιὰ τὸν ὅσιο νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παύλο στὴν φυλακή, νὰ θεωρεῖται περικάθαρμα μαζί του, παρὰ νὰ  τιμᾶται μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς, ἐνῶ ἡ Πίστη διώκεται καὶ τὸ δόγμα καταργεῖται. Καὶ ὁ ὅσ. Μελέτιος τὰ διδάσκει αὐτά, ὄχι μόνο, καὶ κυρίως, γιατὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὰ ἔγραψε στὴν φυλακή. Οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν τὶς σημερινὲς νεοδιδασκαλίες περὶ εὐσεβείας;
Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἀπόδειξη ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐσεβείας δὲν ἀλλάζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἢ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο. Ἀποτελεῖ διαμελισμὸ καὶ τεμαχισμὸ τῆς εὐσεβείας, ἐκείνη ἡ μεταπατερικὴ οἰκονομίστικη τάση-διδασκαλία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρατοῦμε τὸ “ἠθικὸ” μέρος της καὶ ὀλιγωροῦμε γιὰ τὸ ὁμολογιακὸ στοιχεῖο τῆς Πίστεως. Τίποτα δὲν ἀλλάζει στὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση· οὔτε τὸ τί εἶναι πραγματικὰ εὐσέβεια:
«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ ταρακούνησαν τὶς ψυχὲς καὶ τάραξαν τὰ σώματα· ὅτι δηλ. οἱ παραλογιστὲς τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ στήσουν λογικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ συζητήσεις καὶ πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ  μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων. Ὅλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ  φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς  τὸν Θεό.  Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὴν θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ  φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ, ἀσεβεῖ καὶ ἡ κοινωνία μαζί του δὲν εἶναι παράδειγμα εὐσεβείας ἀλλὰ ἀσεβείας καὶ νόσου. Τὸν προειδοποίησε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες πολλοὶ Χριστιανοὶ «θὰ ἔχουν τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς εὐσεβείας, θὰ ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ τὴν δύναμίν της. Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς» (ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους ἀποτρέπου, Β΄ Τιμ. 3, 5). Καὶ δηλώνει ξεκάθαρα ποιό εἶναι τὸ ἀδιασάλευτο κριτήριο τῆς εὐσεβείας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12).
Ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Αὐτὰ λέγονται μὲν πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφέρονται δὲ μέσῳ αὐτοῦ καὶ πρὸς κάθε διδάσκαλον (τοὐτέστιν κληρικόν) καὶ μαθητή (τοὐτέστιν λαϊκό). Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπισκοπὴ νὰ μὴν ἀπαξιοῖ αὐτὰ ποὺ ἀκούει,  ἀντιθέτως τὰ ἀπαξιοῖ, ὅταν δὲν τὰ πράττει... Ἐὰν κάποιος ἀθλεῖται, δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως. Τί σημαῖνει ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ εἰσέλθει στὸν ἀγῶνα, οὔτε ἐὰν ἀλοιφθεῖ μὲ λάδι, οὔτε ἐὰν συμπλακεῖ, ἀλλὰ ἐὰν φυλάξει ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἀθλήσεως... Ἂς μὴ ζητάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀθλητές (σσ. τῆς Πίστεως) ἄνεση, κανεὶς νὰ μὴν ζητάει εὐθυμία. Στὸν παρόντα καιρὸ ἰσχύει ὁ ἀγῶνας, ὁ πόλεμος, ἡ θλίψη, ἡ στεναχώρια, οἱ πειρασμοί, τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων. Ἄλλοι θὰ εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἱδρώτων, ὁ καιρός τῶν πόνων. ἐὰν ζητᾶς ἄνεση, τί ἔγινες ἀθλητής;» («Ταῦτα εἴρηται μὲν πρὸς Τιμόθεον, λέγεται δὲ πρὸς πάντα καὶ διδάσκαλον καὶ μαθητὴν δι’ ἐκείνου. Μηδεὶς τοίνυν ἀπαξιούτω τῶν τὴν ἐπισκοπὴν ἐχόντων ταῦτα ἀκούων, ἀλλ’ ἀπαξιούτω μὴ ταῦτα πράττων... Ἐὰν ἀθλῇ τις, φησίν, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τί ἐστίν, ἐὰν μὴ νομίμως; Οὐκ ἐὰν εἰς τὸν ἀγῶνα εἰσέλθῃ, ἀρκεῖ τοῦτο, οὐδὲ ἐὰν ἀλείψηται, οὐδὲ ἐὰν συμπλακῇ, ἀλλὰ ἂν μὴ πάντα τὸν τῆς ἀθλήσεως νόμον φυλάττῃ... Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς ἐν εὐθυμίᾳ εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στεναχωρία, πειρατήριον, τῶν ἀγώνων τὸ στάδιον. Ἕτεροι τῆς ἀνέσεως οἱ καιροί. Οὗτος τῶν ἱδρώτων, οὗτος τῶν πόνων ὁ καιρός... εἰ δὲ ἄνεσιν ἐπιζητεῖς, τί ἀπεδύσω;». (Ἰωάννου Χρυσοστόμου,Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁμιλίαι 1-10, PG 62,599-662).
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γεννιέται σὲ κάθε ὑγιῶς σκεπτόμενον ἄνθρωπο τὸ ἑξῆς ἐρώτημα:  Ἐὰν ὑπάρχουν τόσοι εὐσεβεῖς ἱερεῖς, ὅπως μᾶς «διδάσκει» ὁ κ. Κερμενιώτης καὶ οἱ πνευματικοί του, τότε πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρεῖ ἡ αἵρεση ἀκάθεκτη καὶ νὰ δυναμώνει μέρα μὲ τὴ μέρα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχουν τόσοι πολλοὶ εὐσεβεῖς, ἀλλὰ ἐλάχιστοι, γι’ αὐτὸ τὸν λόγο προχωράει ἡ αἵρεση, κ. Κερμενιώτη.

Γι’  αὐτὸ τὸν λόγο μᾶς μιλοῦν καὶ μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι: Ἡ ἀποτείχιση γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς σὲ καιροὺς αἱρέσεως ἦταν καὶ εἶναι ὑποχρεωτική, ἐπιφέρει κόστος, ἐπιφέρει θλίψη καὶ ἔλλειψη ποιμένων καὶ Μυστηρίων, ἐπιφέρει διωγμό, ἐπιφέρει ἐνοριακὴ καὶ κοινωνικὴ ἀπόρριψη, ἐπιφέρει μαρτύριο ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ καθενός, διότι τὸ μαρτύριο ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει, ἀλλὰ φανερώνει καὶ εὐσέβεια, τιμὴ καὶ μίμηση τῶν Ἁγίων, ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, συμβαδίζει καὶ ἑνώνει μὲ τοὺς Χριστιανούς, μὲ τὴν Ἐκκλησία ὅλων τῶν αἰώνων. Ὅσοι γράφουν ἐναντίον της ἔχουν ἄλλους σκοπούς.
         [σ.σ.: Ὅπως γράψαμε καὶ ἀλλοῦ, εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀποτελεῖ προσωπικὴ ἀπόφαση, καὶ εὐθύνη, καὶ ἀγώνας τοῦ κάθε πιστοῦ, πῶς, πότε καὶ τί θὰ ἐφαρμόσει ἀπὸ τὶς Ἐντολές. Εὐθύνη ὅμως, ὅσων παίρνουν δημόσια θέση, εἶναι νὰ παραθέτουν τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση ἀτόφια καὶ ὄχι περιτετμημένη καὶ διεστραμμένη κατὰ τῆς προσωπικές τους θέσεις. Εἶναι ὑπαρκτὲς καὶ κατανοητὲς οἱ δυσκολίες γιὰ τὴν ἀποτείχιση, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ ἄλλες Ἐντολές. Ἄλλο ὅμως ἡ κατανόηση τῶν δυσκολιῶν καὶ ἄλλο ἡ διαστροφὴ τῶν Ἐντολῶν, γιὰ νὰ τὶς προσαρμόσουμε στὶς ἀδυναμίες μας].
Γίνεται σαφές, λοιπόν, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ λέει ὁ κ. Κερμενιώτης μεταδίδοντας τὴν ἄποψη τῶν ποιμένων ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀφοῦ δὲν τὸν ἐλέγχουν, ἀποτελοῦν ξένη πρὸς τὴν Ἐκκλησία διδασκαλία καὶ προσωπικὰ αὐθαίρετα συμπεράσματα πρὸς κάλυψη τῶν ἐπιλογῶν τους.

Καὶ γιὰ νὰ φανεῖ τί σκέπτεται ὁ κ. Κερμενιώτης περὶ ἀποτειχίσεως καὶ περὶ ἀδελφῶν ποὺ ζητοῦν τὴν ἀκρίβεια, δημοσιεύω φωτογραφία ποὺ μοῦ ἀπέστειλε ὁ ἀδελφὸς Βασίλης Κερμενιώτης τὴν περασμένη Πρωτοχρονιὰ (τὴν ὁποία δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ δημοσιεύσω, τώρα ὅμως φαίνεται ἡ δημοσίευση ἐπιτακτική) καὶ ἂς κρίνει ὁ ἀναγνώστης ἂν εἶναι ὄντως ἀδελφικὲς οἱ ὅποιες συμβουλὲς καὶ οἱ εὐχές του πρὸς τὸν κάθε ἀποτειχισμένο ποὺ θέλει νὰ κρατήσει τὴν ἀκρίβεια:



Ἀγαπητὲ κ. Δαμουλάκη, μὴ πτοεῖσθε. Συγχαρητήρια γιὰ τὴν γενναία ἀπόφασή σας, ἡ ὁποία μᾶς χαροποίησε καὶ μᾶς ἔδωσε ἐλπίδα καὶ παρηγοριά. Ἀγνοῆστε τὰ φερέφωνα τῶν ὅποιων διαστρεβλωτῶν τῆς Ἱ. Παραδόσεως μας.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου



[1] Β΄Θεσσ. γ΄ 6: «στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος».
[2]  Ἰωάνν. ι΄ 12.
[3]  Β΄Κορ. ια΄ 13.
[4]  Γαλ. Β΄ 4.
[5] Μ. Βασιλείου, Ἀθανασίῳ Ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρείας, T.L.G., ἐπιστ. 66, section 2, line 14.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.