Από τον Ευεργετινό
Η αγία Μελάνη μαζί με τον άντρα της Απελλιανό, αφού απαρνήθηκαν προ
πολλού τον κόσμο και σκόρπισαν τον πλούτο τους, που ήταν αμέτρητος, σε
όλη σχεδόν την οικουμένη, πήγαν και στην Αίγυπτο, επειδή ήθελαν να δουν
και αυτής της χώρας τους αγίους ανθρώπους, και συγχρόνως να προσφέρουν
την καλοσύνη τους και στους εκεί φτωχούς. Καθώς λοιπόν επισκέπτονταν
τους ασκητές, έφτασαν σε μια καλύβα, όπου έμενε ένας κορυφαίος στην
πνευματική φιλοσοφία που τον έλεγαν Ηφαιστίωνα. Τον παρακαλούσαν λοιπόν
και αυτόν να πάρει ό,τι έδιναν και στους άλλους, αυτός όμως δεν δεχόταν.
Η αγία Μελάνη έκανε το παν για να τον πείσει να πάρει, επειδή όμως
δεν τον έπειθε, μηχανεύτηκε αμέσως κάτι το οποίο απέδειξε
ολοκάθαρα ότι και οι δύο είχαν ίση επιμονή, αυτή να κάνει το καλό και εκείνος να μην πείθεται να πάρει κάτι από τα ανθρώπινα. Γύρισε δηλαδή όλο το καλυβάκι παρατηρώντας τάχα τα πράγματα που υπήρχαν, και μη βλέποντας τίποτε άλλο, εκτός από μια ψάθα και ένα καλάθι με λίγο αλάτι, έβαλε σε αυτό μερικά χρυσά νομίσματα, τα σκέπασε με το αλάτι και, νομίζοντας ότι δεν έγινε αντιληπτή, ζήτησε βιαστικά την ευχή του, την πήρε και έφυγε.
Δεν κέρδισε
όμως τίποτε με το τέχνασμά της· γιατί ο άγιος εκείνος άνθρωπος το
κατάλαβε και έτρεξε με όλη του τη δύναμη, φωνάζοντάς τους από μακριά να
σταματήσουν. Κουνώντας έπειτα τα χέρια του έδειχνε τα χρυσά νομίσματα
και έλεγε ότι δεν του χρειάζονται σε τίποτε. Αυτοί του είπαν: «Και αν
όχι σ’ εσένα, σε άλλους πάντως θα φανούν χρήσιμα», εκείνος όμως
απάντησε: «Μα δεν υπάρχει εδώ κανένας να τα ζητήσει, γιατί, όπως
βλέπετε, ο τόπος είναι αδιάβατος και εντελώς έρημος». Καθώς λοιπόν ούτε
έτσι τα έπαιρναν πίσω, ο γέροντας πέταξε τα χρυσά νομίσματα στον ποταμό
και έφυγε.ολοκάθαρα ότι και οι δύο είχαν ίση επιμονή, αυτή να κάνει το καλό και εκείνος να μην πείθεται να πάρει κάτι από τα ανθρώπινα. Γύρισε δηλαδή όλο το καλυβάκι παρατηρώντας τάχα τα πράγματα που υπήρχαν, και μη βλέποντας τίποτε άλλο, εκτός από μια ψάθα και ένα καλάθι με λίγο αλάτι, έβαλε σε αυτό μερικά χρυσά νομίσματα, τα σκέπασε με το αλάτι και, νομίζοντας ότι δεν έγινε αντιληπτή, ζήτησε βιαστικά την ευχή του, την πήρε και έφυγε.
Και άλλους τέτοιους, όπως λένε, συνάντησαν, όχι λίγους, οι οποίοι
απέφευγαν εντελώς το να πάρουν στο χέρι τους χρυσάφι από κάποιον, όπως
ακριβώς το να πιουν θεληματικά δηλητήριο φιδιού ή κάτι άλλο θανατηφόρο
και καταστρεπτικό.
(Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Δ΄, Υπόθεση Α΄. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.