Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Συνοπτικά 21 από τις αιρετικές αποκλίσεις που συγκροτούν την Παναίρεση του Οικουμενισμού



Των Αγιορειτών πατέρων της Ρουμανικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου

Ἀποκηρύττουμε ὡς αίρεση καί ἀπορρίπτουμε  τόν Οἰκουμενισμό ὑπό ὅλες τίς μορφές του: 
1) τήν παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν»,
2) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ μόνο ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας,
3) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες εἶναι κλάδοι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας,
4) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μία Ἐκκλησία μεταξύ πολλῶν ἄλλων «οἰκογενειῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μαζί τήν Μία Ἐκκλησία,
5) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι Μία καί Μοναδική, ἐπειδή ἡ Κεφαλή της εἶναι Μία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως,  τῆς λατρείας καί τῆς διοικήσεως καί διά τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στήν ἱεραρχία της, ἐφ’ὅσον ἡ ἱεραρχία διατηρεῖ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
6) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι «διηρημένη σέ χριστιανικές ὁμολογίες», καί ὅτι τώρα ἐμεῖς, ὡς δῆθεν «νέοι πατέρες», θά πρέπει νά «ἐπανεύρουμε τήν ἑνότητά της» διά τοῦ «δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ», μέ τό νά ἀποδεχτοῦμε δηλ. ὡς βάση τῆς ἑνώσεως τῶν ὀρθοδόξων μέ τίς αἱρέσεις μία μινιμαλιστική πίστη, δηλ. μόνο τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί
στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Σεσαρκωμένο Θεό καί Σωτήρα, παραβλέποντας ὅλα τά ὑπόλοιπα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως  τῶν Ἁγίων κλπ.
7) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει μία «ἀόρατη ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῆς κοινῆς πίστεως στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Κύριο καί Σωτήρα, καί ὅτι αὐτήν (τήν «ἀόρατη ἑνότητα») θά ἀκολουθήσει μία «ὁρατή ἑνότητα», ἡ ὁποία θά ἐκπληρωθεῖ διά τῆς ἑνώσεως τῶν «ὁμολογιῶν» (ἑνότης ἐν τῆ ποικιλία τῶν δογμάτων καί παραδόσεων).
8) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἀρκεῖ νά πιστεύει κανείς στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Κύριο Ἰησοῦ, ὡς Θεό καί Σωτήρα, γιά νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία. Δηλ. ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς σύναξη ὅλων τῶν χριστιανικῶν «ὁμολογιῶν».
9) τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ εἶναι «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί «οἱ δύο πνεύμονες», μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Μία Ἐκκλησία.
10) τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ δέν ὑπάρχει καμία δογματική διαφορά, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ μόνη διαφορά εἶναι τό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «πάπα» Ρώμης ἐπί τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας. 
11) τίς ἀνορθόδοξες συμφωνίες, τίς ὁποῖες ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό πλαίσιο τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου. Στό σημεῖο αὐτό θέλουμε νά τονίσουμε ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ διαλόγου, μέ τήν προϋπόθεση, ὅμως, ὅτι αὐτός διεξάγεται μέ ὀρθόδοξες βάσεις καί ἔχει ὡς σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῆς κατηχήσεως, τῆς ἀποκηρύξεως τῆς αἱρέσεώς τους καί τῶν ἱερῶν μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
12) τήν συμφωνία τοῦ Μπαλαμάντ, βάσει τῆς ὁποίας οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀποδέχτηκαν ἕνα νέο εἶδος Οὐνίας καί ἀναγνώρισαν τά ψευδῆ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν. Ἡ ἐν λόγω συμφωνία ἀπορρίφθηκε ἀπό τούς ἐκπρόσωπους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού συνῆλθαν στή Baltimore τό 2000.
13) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ αἵρεση τοῦ Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καί ἀπό τόν Υἱό») εἶναι μόνο μία ἁπλή  παρεξήγηση ὅρων, καί ὄχι μία ἀλλοίωση τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά τοῦ σεσαρκωμένου Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
14) τήν λεγομένη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀλλά καί τῶν μονοφυσιτῶν, μονοθελητῶν καί μονοενεργητῶν, τά ὁποία ἀπήγγειλαν οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Σύμφωνα μέ την ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἕνα δογματικό ἀνάθεμα δέν ἀκυρώνεται κατά μαγικό τρόπο, ἄν δέν ἐκλείψουν πρῶτα οἱ λόγοι του ἀναθεματισμοῦ.
15) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει σωτήρια Χάρις καί ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι ὑπάρχει ἔγκυρο βάπτισμα καί ἐνεργοῦσα Χάρις τῆς ἱερωσύνης καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅμως, καθώς εἶναι γνωστόν, ἡ ἁπλή ἱστορική καί τυπική ὕπαρξη μιᾶς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως σήμερα καί ἡ ἁπλή ἐκφώνηση μιᾶς φόρμουλας τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἐπικυρώνει τά «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν.
16) τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες νά εἶναι ἐπίκαιροι στίς ἡμέρες μας, ἡ ὁποία (αἵρεση) ἀρνεῖται στήν οὐσία τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, ἀκολούθως, τήν ἴδια τήν συνέχεια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου θεσμοῦ. 
17) τήν αἵρεση, ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι δέν γνωρίζουμε ποιά εἶναι τά ὅρια μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἐνσωματωμένη σέ μία «ἀόρατη Ἐκκλησία». Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορική, ὁρατή Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέχει τήν ἀποστολική διαδοχή καί διατηρεῖ τήν Ὀρθή Πίστη, δηλ. τά δόγματα, τά ὁποία διατυπώθηκαν στίς Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους, καί τά ἀναθέματα, πού ὁριοθετοῦν τήν δογματική Ἀλήθεια ἀπό τό αἱρετικό ψέμα, καί τήν μεταδίδει ἕως συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
18) τήν αἵρεση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καί οἱ αἱρετικοί ἐνσωματώνονται κατά κάποιο τρόπο στήν Ἐκκλησία.
19) τήν μετατροπή τῆς οἰκονομίας σέ δόγμα καί κανόνα. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ πρός καιρόν παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια, τόν κανόνα τῆς πίστεως, λόγω τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν σέ ἐξαιρετικές περιστάσεις, ἔχοντας ὡς σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στήν ὀρθή πίστη, παρά τά ἀντικειμενικά ἐμπόδια. Ἡ οἰκονομία ἐφαρμόζεται μόνο σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, προκειμένου νά ἐκπληρωθεῖ ἕνας καλός σκοπός σέ δυσμενεῖς καταστάσεις. Ἐφόσον, ὅμως, ἐκλείψουν οἱ ἐξαιρετικές περιστάσεις, ἡ συνέχιση τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας διασαλεύει καί καταστρατηγεῖ τήν κανονική τάξη, καί μ' αὐτόν τόν τρόπο δέν συνιστᾶ σοφή προσαρμογή, ἀλλά περιφρόνηση τῶν ἱερῶν θεσμῶν, καί ἑπομένως ὁδηγεῖ στήν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας.
20) τούς λεγομένους «μικτούς γάμους» μεταξύ ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐπειδή δέν δύνανται νά ἑνωθοῦν τά ἀντίθετα, δεδομένου ὅτι ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Γάμου εἶναι ἡ κοινή ὀρθόδοξη πίστη τῶν ὑποψηφίων νεονύμφων, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά εἶναι βαπτισμένοι κλπ. Τό μυστήριο τοῦ Γάμου εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνώσεως βάσει τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχύσει τό μυστήριο μόνο γιά ἕνα μέλος τοῦ ζευγαριοῦ, δηλ. γιά τό ὀρθόδοξο. Γι'αὐτόν τόν λόγο, ὁ μικτός γάμος καθίσταται ἄκυρος καί ἀνυπόστατος καί συνάμα συνιστᾶ συμπροσευχή μέ τούς ἑτεροδόξους. 

21) τήν διεξαγωγήν τοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρέσεων μέ κριτήριον τάς προτεσταντικάς πλατφόρμας καί οὐχί τήν Ὀρθόδοξο Ὁμολογίαν,  τήν  λεγομένην «ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» καί τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τοῦ ὅρου «ἐκκλησία» διά τούς αἱρετικούς, τόν Καταστατικόν Χάρτην  τοῦ προτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»-αἱρέσεων καί τόν δογματικόν μινιμαλισμόν ὡς βάσιν τοῦ διαλόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν αἱρέσεων,  τήν «Δήλωσιν τοῦ Τορόντο» τοῦ 1950, σύμφωνα μέ τήν ὁποίαν i) ὑπάρχουσιν μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τῶν τειχῶν Αὐτῆς, ii) ὑπάρχει Ἐκκλησία ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί iii) τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ περιεκτικώτερον ἔστιν ἤ τό ἀποτελεῖν μέλος τῆς ἰδίας Ἐκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.