Το Κολυμβάριον υπό το πρίσμα της Αποστολικής Συνόδου
Γράφει
ο κ. Παύλος Τρακάδας
Ο Καθηγητής
της Καινής Διαθήκης της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Σωτήριος Δεσπότης
εδημοσίευσεν ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρον με τίτλον «Βιβλική προσέγγιση στην
έννοια της αίρεσης και στις προϋποθέσεις για συμμετοχή σε εκκλησιαστική σύνοδο»
(Σύναξη τ. 143). Εις το άρθρον επιχειρεί να συμβάλη εις τον διάλογον σχετικώς
με την χρήσιν του όρου «αιρετικός» και τας προϋποθέσεις συγκλήσεως μιας Συνόδου
με αφορμήν την αναστάτωσιν που προεκάλεσε το «Κολυμβάριον».
Είναι λίαν
διαφωτιστική η παρατήρησίς του ότι ούτε εις την Παλαιάν Διαθήκην, ούτε εις τον
ελληνορωμαϊκόν κόσμον, ούτε εις τον Ιώσηπον, ούτε εις τον Ευαγγελιστήν Λουκάν,
ο Όρος αιρετικός έχει αρνητικήν χροιάν. Ο κ. Καθηγητής εντοπίζει την αφετηρίαν
μιας τοιαύτης χροιάς εις τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, η οποία μετέπειτα
«συνδυάζεται με την απώλεια (Β Πέτρου 2,1), χωρίς να σηματοδοτεί όμως
απαραίτητα την παρέκκλιση από την πίστη. Αυτό συμβαίνει μάλλον με τον άγιο
Ειρηναίο Λυών».
Αν συμβαίνη αυτό, το οποίον λέγει ο κ. Καθηγητής, τότε διατί ο ίδιος και οι
συνάδελφοί του αποφεύγουν την χρήσιν του όρου «αιρετικός» δια τους παπικούς και
προτεστάντας; Δεν θα ήρκει απλώς η διευκρίνισις ότι τον χρησιμοποιούν με τον
«βιβλικόν τρόπον»;
Διατί δεν
προτείνει εις τα Πατριαρχεία και εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος να υιοθετήσουν
τον αγιογραφικόν όρον, τον οποίον επιμελώς αποφεύγουν; Διατί εγκαλούν όσους
χρησιμοποιούν τον όρον δια τους ετεροδόξους; Μήπως τους εγκαλούν, διότι
χρησιμοποιούν το «αιρετικός» με την μεταγενεστέραν και όχι με την
καινοδιαθηκικήν έννοιαν; Πάντως, το άρθρον του κ. Καθηγητού βοηθεί όλους εις το
να χρησιμοποιούν πλέον άφοβα τον όρον, καθώς δύνανται, συμφώνως προς όσα
γράφει, να αποκαλούν αιρετικόν όχι μόνον όποιον είναι ετερόδοξος (μεταγενεστέρα
έννοια) αλλά και όποιον «παρεκκλίνει» από το ήθος (καινοδιαθηκική έννοια)!
Λέγομεν «από
το ήθος», διότι ο κ. Καθηγητής εντοπίζει την χρήσιν του όρου «αιρετικός (=ικανός προς εκλογή) με τη σημερινή έννοια… για πρώτη φορά στην Προς Τίτον
3,9-10… Βεβαίως ως αιρετικοί νοούνται γενικότερα στις Ποιμαντικές
«εκκλησιαστικοί άνδρες» που δεν διαστρέφουν τόσο την πίστη της Πρώτης Εκκλησίας
όσο το ήθος… (Α Τιμ. 4,1-2)… Προφανώς η χρήση του στην Προς Τίτον έχει
επηρεαστεί από το γεγονός ότι ο απόστολος των Εθνών Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο
αίρεσις στο Γαλ. 5,20 και Α Κόρ. 11,19 για να αποτυπώσει τις διχοστασίες/
σχίσματα εντός των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Αυτές προκαλούσαν
κατεξοχήν εκείνοι οι οποίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους πνευματικό/ κατέχοντα
γνώση καθώς (α) αγνοώντας την οικοδομή του «ασθενούς» αδελφού τους, (β)
επαίρονταν για την κατοχή «πνευματικών», δηλ. χαρισμάτων… και (γ) καταχρόνταν
την ελευθερία που απέκτησαν δια της συμμετοχής στα «μυστήρια» της Εκκλησίας».
Έφ’ όσον ο
κ. Δεσπότης εντοπίζει εις την Προς Τίτον την σημερινή σημασία του όρου
«αιρετικός», τότε ο Άγιος Ειρηναίος δεν προσέδωσε αυθαίρετα εις την λέξιν
έννοιαν, η οποία δεν υπήρχεν εις αυτήν προηγουμένως, αλλά εις την
πραγματικότητα ο Άγιος έδωσε την αυθεντικήν ερμηνείαν.
Σχολιάζοντες
την ανωτέρω τοποθέτησιν δια την πίστιν και το ήθος πρέπει να επισημάνωμεν ότι πρόκειται
δια τας δύο πλευράς του ιδίου νομίσματος, «θεωρία» και πράξις, δια τούτο και
διαστροφή του δόγματος οδηγεί και εις την διαστροφήν του ήθους. Δια τούτο και
εις πολλά σημεία της Αγ. Γραφής, όπως και εις το Α Τιμ. 4,1-2, εις το οποίον
παραπέμπει, η λέξις «πίστις» δεν είναι κατάλογος δογμάτων, δεν υπήρχεν άλλωστε
κάτι τέτοιο, αλλά εννοείται εν γένει η «χριστιανική διδασκαλία» (βλ. Ν.
Σωτηροπούλου, Ερμηνεία Δυσκόλων Χωρίων της Γραφής, τ. Δ , σ. 258), δηλ. η
πίστις και το ήθος ταυτοχρόνως.
Οφείλομεν
όμως να υπογραμμίσωμεν με έμφασιν τα όσα
γράφει ο κ. Καθηγητής δια τα σχίσματα,
διότι ακριβώς τας διχοστασίας σήμερα προκαλούν άνθρωποι, οι οποίοι διακρίνονται
από τα τρία χαρακτηριστικά, τα οποία αναφέρει. Υπάρχουν Ιεράρχαι εις θέσεις
ισχύος, οι οποίοι δεν υπολογίζουν ότι με λόγους και πράξεις τους σκανδαλίζουν
τους «ασθενείς» εις την πίστιν, επαίρονται ότι ευρίσκονται εις την κορυφήν της
Ορθοδόξου Εκκλησίας (!) και ισχυρίζονται ότι ως τελεσιουργοί των Ι. Μυστηρίων
εδόθη εις αυτούς η απόλυτος ελευθερία να ενεργούν κατά το δοκούν! Όντως αυτοί
προκαλούν τα σχίσματα εις την Εκκλησίαν!
Εν συνεχεία
ο κ. Δεσπότης καθιστά σαφές ότι όλαι αι βιβλικαί αναφοραί δια τους αιρετικούς
αφορούν εις περιπτώσεις συνειδητής απομακρύνσεως από την αποστολικήν
διδασκαλίαν και αναρωτιέται «Άραγε υπάρχει συσχετισμός με τους σημερινούς
Ρωμαιοκαθολικούς η Προτεστάντες, οι οποίοι γεννήθηκαν και ανατράφηκαν σε
εντελώς διαφορετικά κλίματα…;».
Εις αυτό το σημείον νομίζομεν ότι υπάρχει ένας
κοινός τόπος συνεννοήσεως. Όλοι οι επικριταί του οικουμενισμού δεν ψέγουν
αυτούς τους ανθρώπους, παρ’ όλο που και αυτοί φέρουν ευθύνην δια την αναζήτησι
της ορθής πίστεως, αλλά εκείνους τους Ορθοδόξους, άλλοι εκ των οποίων εις τους
διαλόγους ασκούν εσφαλμένην εκπροσώπησιν και άλλοι οι οποίοι προβαίνουν εις συμπροσευχάς
παρά τας ρητάς απαγορεύσεις των Ι. Κανόνων. Επειδή ο κ. Καθηγητής παραπέμπει
και εις τον π. Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον (Τα Δύο Άκρα, σ. 229-231) είμεθα βέβαιοι
ότι εμελέτησε και την σελίδα 235, όπου γράφει: «Εννοείται ότι πάντα τα ανωτέρω
ουδαμώς δικαιολογούν την μετά ετεροδόξων συμπροσευχήν».
Ο κ.
Καθηγητής ισχυρίζεται, επηρεασμένος από το ευρέως διαδεδομένον επιχείρημα των
οικουμενιστών, ότι όλοι αυτοί «είναι βαπτισμένοι στην Αγία Τριάδα (έστω δια
ραντίσματος) και ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως Κύριο (κάτι που δεν συμβαίνει
παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα [Α Κορ. 12,3])». Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
(Επιστολή 40, PG 99) έχει απαντήσει εις αυτό, δηλ. ότι δεν αρκεί μόνον να είναι
βαπτισμένοι εις την Αγίαν Τριάδα, αλλά και να δέχωνται τα ιδιώματα κάθε υποστάσεως,
τα οποία οι Παπικοί ηλλοίωσαν δια του φιλιόκβε:
«Ει δε φαίης»· και πως λέγονται αιρετικοί και ούτοι και πάντες οι μεταγενέστεροι; τούτο λέγομεν και νοούμεν: οι μεν πρώτοι κυρίως αιρετικοί δια το εις αυτό το καίριον της τριαδικής ημών πίστεως ησεβηκέναι. οι δε δεύτεροι (οι σχισματικοί) κατά κατάχρησιν και ως εκ των πρώτων παρηγμένοι, ομολογούντες δι’ όμως εις τριάδα και πιστεύειν και βαπτίζειν, εν ιδιώματι οικείω της εκάστης υποστάσεως και ουχί μιας των τριών υπαρχούσης, καν εν άλλοις ηρέτιζον».
Όσον δια την
ομολογίαν εις τον Κύριον, ερωτώμεν: τα δαιμόνια μαρτυρούν τον Κύριον δια
Πνεύματος Αγίου; (βλ. Λουκ. 4,41, Ιακ. 2,19).
Το δεύτερον
μέρος του άρθρου του αφορά εις την Αποστολικήν Σύνοδον. Πολύ σωστά επισημαίνει
ότι «ορθά χρησιμοποιείται και σήμερα ως μοντέλο-πρότυπο» η Αποστολική Σύνοδος.
Προ του Κολυμβαρίου εις τον «Ο.Τ.» είχε γραφή ότι εις την Αποστολικήν Συνοδον
είχον συμμετάσχει όλοι ανεξαιρέτως οι Απόστολοι ως ισότιμοι και εκεί
συναπεφάσισαν επί ίσοις όροις. Αμφότερα κατεπατήθησαν εις το Κολυμβάριον. Ο κ.
Καθηγητής υπογραμμίζει και αφιερώνει πλέον της μιας σελίδος -εκ των μόλις
τεσσάρων σχετικώς με την Σύνοδον- κατά του «πρωτείου»! Χαρακτηριστικά γράφει:
«Κανένα πρωτείο και αλάθητο δεν αναγνωρίζεται ούτε στο «αυθεντικό κείμενο της
Βίβλου ούτε σε κάποιον Κορυφαίο (π.χ., τον Πέτρο)… Κι όμως ο κορυφαίος… δεν
προδίδει απλώς τον Κύριό του… αλλά σφάλλει παταγωδώς στο περιστατικό της
Αντιόχειας. Ήδη διαπιστώθηκε ότι ο Παύλος στην Προς Γαλάτας ονομάζει τους
Κορυφαίους «δοκούντες στύλους». Κι αυτό το σφάλμα… που έγινε αφορμή να
επιπληχθεί σφόδρα από το νεώτερο των αποστόλων Παύλο, συνέβη… μετά τη Σύνοδο
των Ιεροσολύμων» και εις άλλην συνάφειαν συμπληρώνει «η επικαιρότητα αυτής της
μαρτυρίας της Αποστολικής Συνόδου είναι εμφανής σήμερα που στην Ανατολή κυριαρχεί
ο εθνοφυλετισμός και το μεγάλο πρόβλημα είναι το πρωτείο (και βεβαίως όχι του
Ρώμης)»!
Η θεώρησις
αυτή όχι μόνον κλείει την θύραν προς τον Σεβ. Περγάμου και τους περί αυτόν, οι
οποίοι υποστηρίζουν ύπαρξιν «πρωτείου», αλλά δικαιώνει ακόμη και τους ελαχίστους
αδελφούς που ελέγχουν τον Πατριάρχην ως «Πάπα της Ανατολής» καθώς δέχεται να
προσφωνήται «κορυφή/ Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας».
Έτερον
χαρακτηριστικόν της Συνόδου, το οποίον σχολιάζει, είναι η παρατήρησις του Απ.
Πέτρου ότι «το Άγιο Πνεύμα επεσκίασε τους εθνικούς», σημειώνει μάλιστα: «η
αγκαλιά της Εκκλησίας ανοίγει επισήμως και στα ακάθαρτα έθνη χωρίς να γίνονται
διακρίσεις «εκλεκτών» και μη (Ελλήνων και Ιουδαίων) και χωρίς τα έθνη της
Δύσεως να γίνουν «Ιουδαίοι»… διότι ήδη εμπειρικά το Άγιο Πνεύμα επισκίαζε τους
«Δυτικούς» Έλληνες ακόμη και πριν το βάπτισμά τους (Πρ. 10,44)».
Είναι προφανής
ο παραλληλισμός, τον οποίον επιθυμεί να αντιστοιχίση με τους συγχρόνους
Ορθοδόξους και Δυτικούς Παπικούς και Προτεστάντες. Είναι ιδιαιτέρως επιτυχής ο
συλλογισμός του διότι, όπως γίνεται σαφές από την συγκεκριμένην περικοπήν εις
τας Πράξεις των Αποστόλων, ο Απ. Πέτρος παρά την διαπίστωσιν ότι «έλαβαν το
Άγιον Πνεύμα όπως εμείς» θεωρεί απαραίτητον να τους βαπτίση! Πρόκειται περί
ρητής αποδείξεως ότι οι Δυτικοί πρέπει να βαπτίζωνται, όταν εισέρχωνται εις την
Εκκλησίαν, δηλ. την Ορθοδοξίαν.
Εις το
τρίτον σημείον επιτυγχάνει καίριον πλήγμα κατά του Κολυμβαρίου: «Τελικά η
αποστολική Σύνοδος των Ιεροσολύμων δεν επέλυσε ούτε δογματικά ζητήματα ούτε όλα
τα προβλήματα της Εκκλησίας… οι ίδιες οι αποφάσεις της δεν εφαρμόστηκαν κατά
γράμμα. Ο ίδιος ο Παύλος… φαίνεται να μη δεσμεύεται απόλυτα από τις αποφάσεις
της Συνόδου». Αν, κατά τα λεγόμενα του κ. Καθηγητού, αι αποφάσεις δεν
εφηρμόσθησαν και δεν εδέσμευσαν κανένα, τότε διατί να εφαρμοσθούν η να
δεσμεύουν αι αποφάσεις του Κολυμβαρίου;
Τέλος ο κ.
Δεσπότης καταλήγει λέγων: «Ένα δεύτερο θετικό αποτέλεσμα της Συνόδου… είναι ο
σεβασμός της πρώτης Εκκλησίας στον πλουραλισμό, όταν αυτός βεβαίως εδράζεται
στην αλήθεια της πίστης». Όσοι σήμερα αντιδρούν κατά του Κολυμβαρίου δεν θα
πρέπη να επικρίνωνται καθώς, δεν ημφισβητήθη καθόλου το γεγονός ότι αι
αντιδράσεις των εδράζονται εις την αλήθειαν της πίστεως, απεναντίας προς την
δήθεν «Σύνοδον της Κρήτης», της οποίας η πιστότης προς την αλήθειαν της
Εκκλησίας έχει τεθή εν αμφιβόλω. Επομένως να σεβασθούν οι Οικουμενισταί και να
μη διώκουν όσους διαφωνούν μαζί τους.
Συμπερασματικώς
το άρθρον του κ. Καθηγητού μας προεκτείνει την χρήσιν του όρου «αιρετικός» δι’
ανθρώπους που πάσχουν και εις το ήθος, είναι άλλωστε οι ίδιοι που αλλοιώνουν
και τα δόγματα, επικρίνει όσους δημιουργούν διχοστασίας εξ αιτίας της
αδιαφορίας τους δι’ όσους σκανδαλίζονται, εκθεμελιώνει οιανδήποτε έννοιαν
«πρωτείου», ιδιαιτέρως εις την Ανατολήν, επιβεβαιώνει την άποψιν περί ανάγκης
βαπτίσματος των εισερχομένων εις την Ορθοδοξίαν «Δυτικών» και προεξοφλεί την μη
εφαρμογήν και δέσμευσιν από τας αποφάσεις του Κολυμβαρίου. «Πιστός ο λόγος και
πάσης αποδοχής άξιος»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.