Ερμηνεία εις την θείαν λειτουργίαν - Νικολάου Καβάσιλα
Κεφάλαιο
46
Πώς
αυτά τα δώρα είναι πάντοτε δεκτά από τον Θεό
1.
Κατόπιν, ας εξετάσουμε κι εκείνο. Το ότι μεν από την τελετή αγιάζονται όλοι οι
πιστοί είναι φανερό από εκείνα που ελέχθησαν. Εάν δε τούτο συμβαίνει πάντοτε,
είναι άξιο να το εξετάσουμε.
2.
Η ιερουργία αυτή είναι προσφορά δώρων, τα δε δώρα δεν είναι πάντοτε δεκτά από
τον Θεό, αλλά υπάρχουν μερικά που εξαιτίας της πονηρίας των προσφερόντων
μισούνται και αποπέμπονται, και γι’ αυτό υπάρχουν πολλές αποδείξεις τόσο στους
παλαιούς όσο και στους ζώντες στην εποχή της χάριτος. Ας ερευνήσουμε λοιπόν
μήπως και αυτά τα δώρα ενίοτε ματαίως ιερουργούνται και ως απαράδεκτα δεν
αγιάζονται όπως υπόσχεται η τελετή, από το γεγονός ότι δεν προσφέρονται πάντοτε
από αγαθούς άνδρες, αλλά μερικές φορές και από πονηρούς.
3.
Ότι ο Θεός και αυτά τα δώρα τα αποστρέφεται όταν ο προσφέρων είναι βέβηλος,
είναι φανερό από το ότι και η Εκκλησία αυτό κάνει. Διότι όσους γνωρίζει ότι
αμαρτάνουν θανάσιμα δεν τους επιτρέπει να προσφέρουν τέτοια δώρα. Και αν
τολμήσουν, δεν τους δέχεται, αλλά τους διώχνει μαζί με τα δώρα. Επειδή όμως η
Εκκλησία δεν γνωρίζει καλά όλους αυτούς τους ανθρώπους, αλλά οι περισσότεροι
μένουν άγνωστοι και δέχεται η θεία τράπεζα τα δώρα τους, τί πρέπει να νομίζουμε
για τα δώρα αυτά; Άραγε είναι απαράδεκτα από τον θεό και στερούνται από κάθε
αγιασμό; Και αν είναι έτσι το πράγμα, τότε δεν μπορούμε πλέον να γνωρίζουμε
πότε έχουν αγιασθεί, διότι ως επί το πλείστον ή αμφιβάλλουμε για το ποιόν των προσφερόντων
ή δεν το γνωρίζουμε καθόλου. Και έτσι οι πιστοί θα προσέρχονται με αβεβαιότητα
και χωρίς πίστη στα μυστήρια και συνεπώς δεν θα ωφελούνται καθόλου από αυτά.
4.
Τί μπορούμε λοιπόν να απαντήσουμε σ' αυτά;
5.
Ότι η προσφορά των δώρων γίνεται σε δύο στάδια. Πρώτη είναι ή προσφορά του
πιστού που φέρνει τα δώρα και τα παραδίδει στα χέρια των ιερέων, και δεύτερη η
προσφορά τους από την Εκκλησία προς τον Θεό.
6.
Η πρώτη προσφορά, όταν ο προσφέρων είναι πονηρός, είναι μάταιη και δεν προξενεί
κανένα όφελος σ' εκείνον που προσφέρει τα δώρα, για το λόγο ότι αυτός είναι
πονηρός· διότι τα προσφερόμενα αυτά καθ' εαυτά δεν είναι βδελυκτά στον Θεό,
επειδή κάθε κτίσμα του Θεού είναι καλό.
7.
Τη δεύτερη όμως προσφορά που γίνεται από αγαθούς άνδρες για τη δόξα του Θεού
και των αγίων, για τη σωτηρία της οικουμένης και γενικά για κάθε δίκαιο αίτημα,
τίποτε δεν την εμποδίζει να είναι ευπρόσδεκτη. Διότι κανένας μολυσμός δεν αφέθηκε
επάνω στα δώρα από τα χέρια εκείνου πού τα πρόσφερε στην αρχή, αλλά
μένοντας καθαρά και προσφερόμενα από καθαρούς αγιάζονται και αγιάζουν εκείνους
που κοινωνούν. Διότι δεν μπορεί ποτέ να τεθεί ακαθαρσία αμαρτίας σε κανένα από
τα άλογα ή τα άψυχα, διότι η αμαρτία είναι νόσημα της προαιρέσεως, και μόνο
τα λογικά όντα μπορούν να μολυνθούν από την αμαρτία.
8.
Αφού λοιπόν είναι πάντοτε καθαρά τα δώρα που προσφέρονται από τους πονηρούς,
γιατί ο νόμος της Εκκλησίας δεν τα δέχεται; Για να ντροπιάσει εκείνους που τα προσφέρουν,
για να μάθουν την υπερβολική οργή του Θεού εναντίον τους, αφού Αυτός και τα κτίσματα
Του ακόμη, εναντίον των οποίων δεν έχει τίποτε, εξαιτίας τους τα αποστρέφεται
και τα μισεί˙ και μαθαίνοντας να φοβηθούν και να διορθώσουν τη ζωή τους. Στα ίδια όμως τα
δώρα δεν καταλογίζει καμία κακία. Γι' αυτό δεν υπάρχει εμπόδιο να
γίνονται δεκτά τα δώρα και να αγιάζονται, όταν η δεύτερη προσφορά γίνεται από
αγαθούς άνδρες.
9.
Άλλα, θα πει κανείς, οι ιερείς που προσφέρουν τα δώρα δεν είναι όλοι
αγαθοί, αλλά μερικοί νοσούν από την χειρότερη πονηρία. Έτσι ο λόγος
μας καταλήγει στην ίδια απορία. Όταν λοιπόν τύχει και οι δύο προσφέροντες (ο
πιστός και ο ιερεύς) να είναι μισητοί στον Θεό, πράγμα που μπορεί να συμβεί,
από που εξασφαλίζεται το να είναι τα δώρα ευάρεστα στον Θεό και δεκτά και άγια
και αγιαστικά; Από πουθενά. Άλλα τότε θα είναι πράγματι απαράδεκτα, σε κάθε
άλλη δε περίπτωση αμφίβολα, επειδή θα υπάρχει αβεβαιότητα για το ποιόν εκείνων
που προσφέρουν τα δώρα κι εκείνων που τα ιερουργούν. Διότι, όπως λέγει ο
Απόστολος, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τα του ανθρώπου, εκτός από το
πνεύμα που είναι μέσα σ' αυτόν. Και έτσι θα υπάρχει πολλή απιστία και αμφιβολία
γύρω από την τελετή, και πουθενά η βεβαιότητα, και η μετάληψις των μυστηρίων
δεν θα φέρει καμιά ωφέλεια στους πιστούς, αφού θα μεταλαμβάνουν χωρίς πίστη.
10. Αυτά θα έλεγε και θα απορούσε όποιος νομίζει ότι ο ιερεύς ο ίδιος είναι ο κύριος της προσφοράς αυτών των δώρων. Αλλά δεν είναι. Εκείνο που ενεργεί κυρίως αυτή την προσφορά είναι η χάρις, η οποία αγιάζει τα δώρα (διότι τούτο είναι η προσφορά των δώρων, ο αγιασμός τους), ο δε ιερουργός κάθε φορά είναι υπηρέτης της χάριτος. Διότι ο ιερεύς δεν προσφέρει τίποτε από τον εαυτό του, ούτε τολμά να πράξει ή να πει κάτι από τη δική του κρίση και σκέψη· αλλά μόνο εκείνα που παρέλαβε από την χάρη, είτε πράγμα είναι, είτε λόγο, είτε έργο, σύμφωνα με τον τρόπο που διατάχθηκε, το κομίζει και το αποδίδει στον Θεό. Και έτσι τα δώρα, προσφερόμενα πάντοτε κατά τρόπο ευάρεστο στον Θεό, κατ' ανάγκην του είναι πάντοτε ευάρεστα και δεκτά.
11. Τί σημασία έχει αν ο κομιστής είναι ο ίδιος φαύλος; Διότι δεν προσθέτει τίποτε στα δώρα η φαυλότητα εκείνου, ούτε κάνει χειρότερη την προσφορά. Όπως και ένα φάρμακο που κατασκευάστηκε από άνθρωπο αμαθή και τελείως άσχετο με την ιατρική τέχνη δεν εμποδίζεται να προξενεί την υγεία, αρκεί μόνο να κατασκευάστηκε με εντολή και σύμφωνα με όλες τις οδηγίες του γιατρού. Θα είναι λοιπόν το φάρμακο όχι μάταιο εξαιτίας της αμάθειας του κατασκευαστού, αλλά σωτήριο εξαιτίας της τέχνης του γιατρού. Διότι από την αμάθεια του κατασκευαστή δεν πήρε τίποτε, αλλά κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από την τέχνη του γιατρού.
12. Έτσι κι εδώ η θεία χάρη ενεργεί (εργάζεται) το παν. Ο ιερεύς είναι μόνο υπηρέτης που ούτε καν την ιδιότητα να υπηρετεί δεν την έχει από τον εαυτό του. Και τούτο γαρ παρά της χάριτος αυτώ. (Διότι και αυτό από τη χάρι τού έρχεται). Πράγματι, αυτό είναι η ιερωσύνη, μία δύναμις υπηρετική (ένα διακόνημα) των ιερών.
10. Αυτά θα έλεγε και θα απορούσε όποιος νομίζει ότι ο ιερεύς ο ίδιος είναι ο κύριος της προσφοράς αυτών των δώρων. Αλλά δεν είναι. Εκείνο που ενεργεί κυρίως αυτή την προσφορά είναι η χάρις, η οποία αγιάζει τα δώρα (διότι τούτο είναι η προσφορά των δώρων, ο αγιασμός τους), ο δε ιερουργός κάθε φορά είναι υπηρέτης της χάριτος. Διότι ο ιερεύς δεν προσφέρει τίποτε από τον εαυτό του, ούτε τολμά να πράξει ή να πει κάτι από τη δική του κρίση και σκέψη· αλλά μόνο εκείνα που παρέλαβε από την χάρη, είτε πράγμα είναι, είτε λόγο, είτε έργο, σύμφωνα με τον τρόπο που διατάχθηκε, το κομίζει και το αποδίδει στον Θεό. Και έτσι τα δώρα, προσφερόμενα πάντοτε κατά τρόπο ευάρεστο στον Θεό, κατ' ανάγκην του είναι πάντοτε ευάρεστα και δεκτά.
11. Τί σημασία έχει αν ο κομιστής είναι ο ίδιος φαύλος; Διότι δεν προσθέτει τίποτε στα δώρα η φαυλότητα εκείνου, ούτε κάνει χειρότερη την προσφορά. Όπως και ένα φάρμακο που κατασκευάστηκε από άνθρωπο αμαθή και τελείως άσχετο με την ιατρική τέχνη δεν εμποδίζεται να προξενεί την υγεία, αρκεί μόνο να κατασκευάστηκε με εντολή και σύμφωνα με όλες τις οδηγίες του γιατρού. Θα είναι λοιπόν το φάρμακο όχι μάταιο εξαιτίας της αμάθειας του κατασκευαστού, αλλά σωτήριο εξαιτίας της τέχνης του γιατρού. Διότι από την αμάθεια του κατασκευαστή δεν πήρε τίποτε, αλλά κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από την τέχνη του γιατρού.
12. Έτσι κι εδώ η θεία χάρη ενεργεί (εργάζεται) το παν. Ο ιερεύς είναι μόνο υπηρέτης που ούτε καν την ιδιότητα να υπηρετεί δεν την έχει από τον εαυτό του. Και τούτο γαρ παρά της χάριτος αυτώ. (Διότι και αυτό από τη χάρι τού έρχεται). Πράγματι, αυτό είναι η ιερωσύνη, μία δύναμις υπηρετική (ένα διακόνημα) των ιερών.
Κεφάλαιο
47
Πόσο
είναι δεκτά τα δώρα
1.
Ότι όλα τα δώρα αγιάζουν όλους τους πιστούς και πάντοτε, αφού πάντοτε είναι
δεκτά από τον Θεό, είναι φανερό απ' όσα ειπώθηκαν. Στα επόμενα θα εξετάσουμε
και πόσο είναι δεκτά.
2.
Τί είναι εκείνο που κάνει δεκτό ένα δώρο μεταξύ των ανθρώπων; Τί κάνουμε με τα
δώρα ώστε να θεωρηθεί ότι τα δεχθήκαμε; Μήπως ότι τα παίρνουμε στα χέρια μας
και τα κρατούμε στην αγκαλιά; Καθόλου. Διότι πολλά ούτε να τα μεταφέρουν
μπορούν, ούτε να τα δεχθούν στα χέρια εκείνοι που τα παίρνουν, όπως όταν το
δώρο είναι χωράφι ή σπίτι ή κάτι τέτοιο.
3.
Άλλα ποιο είναι εκείνο που σημαίνει την αποδοχή όλων των δώρων; Το να τα
κατατάξει κανείς στα δικά του, το να τα οικειοποιηθεί. Αυτά τα δώρα λέγεται ότι
γίνονται δεκτά.
4.
Ο Θεός τόσο οικειοποιείται τα δώρα αυτά, ώστε τα ποιεί σώμα και αίμα του
Μονογενούς. Αν λοιπόν δεν μπορούμε να διανοηθούμε τίποτε ίσο με αυτή την
οικειοποίηση, άρα ούτε είναι δυνατόν να βρεθεί μέτρο για το πόσο αυτά τα δώρα
είναι δεκτά.
5.
Επίσης και από την
ανταπόδοση για το δώρο φανερώνεται πόσο το δέχθηκε εκείνος που το έλαβε.
6. Ποια είναι λοιπόν εδώ η ανταπόδοση;
Είναι ακριβώς το σώμα και το αίμα του Χρίστου. Ο Θεός, δεχόμενος από μας άρτο
και οίνο, μας ανταποδίδει τον ίδιο τον Υιό. Και από που φαίνεται ότι αυτά μας
δίνονται ως δώρα από τον Θεό αντί των
δώρων πού προσφέραμε; Απ' όσα μας είπε Εκείνος πού είναι ενδεδυμένος με αυτά
λέγοντας «Λάβετε», διότι έτσι φανερώνεται το δώρο. Με τη λέξη αυτή δηλώνεται
και εκείνος που δίνει, και εκείνος που δέχεται, και το ίδιο το δώρο.
7.
Υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος να λάβει κανείς κάτι˙ να το λάβει σαν
παρακαταθήκη, την οποία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν οι λαβόντες.
8.
Εσύ όμως για να μη νομίσεις κάτι τέτοιο, αλλά για να δεις ότι είναι δικό σου,
σε διέταξε και να το χρησιμοποιήσεις, λέγοντας: «Φάγετε».
9.
Έτσι λοιπόν είναι δεκτά τα δώρα από τον Θεό, και μάλιστα με τόση υπερβολή.
10.
Γι' αυτό αγιάζουν πάντοτε όλες τις ψυχές των Χριστιανών, και ζώντων και νεκρών,
τις ψυχές εκείνες που είναι ακόμη ατελείς κι έχουν ανάγκη αγιασμού. Διότι οι
Άγιοι που έφθασαν στην τελειότητα στέκονται μαζί με τους Αγγέλους και είναι ήδη
στην ουράνια ιεραρχία και δεν έχουν πλέον ανάγκη την επίγεια ιεραρχία.
Κείμενο:
46. ΜϚ´. Πῶς ἀεὶ τὰ δῶρα ταῦτα δεκτά εἰσι τῷ Θεῷ
(1) Ἐφεξῆς δὲ κἀκεῖνο σκοπῶμεν· ὅτι μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς
τελετῆς ἁγιάζονται πάντες οἱ πιστοί, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων· εἰ δὲ καὶ πάντοτε, ζητεῖν ἄξιον.
(2) Ἐπεὶ γὰρ δώρων ἐστὶ προσαγωγὴ ἡ ἱερουργία, τὰ δῶρα
δὲ οὐ πάντοτε δεκτὰ παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔστιν ἃ διὰ τὴν
πονηρίαν τῶν προσαγόντων καὶ μισοῦνται, καὶ ἀποπέμπον
πονηρίαν τῶν προσαγόντων καὶ μισοῦνται, καὶ ἀποπέμπονται· καὶ τούτου πολλαὶ μὲν παρὰ τοῖς παλαιοῖς, πολλαὶ δὲ
παρὰ τοῖς ἐν χάριτι ζῶσιν αἱ ἀποδείξεις, ζητῶμεν μή ποτε καὶ ταῦτα τὰ δῶρα ἐνίοτε μάτην ἱερουργοῦνται, μὴ ἁγιαζόμενα ὡς ἄδεκτα κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν τῆς τελετῆς, ὡς ἂν
οὐκ ἀεὶ παρὰ ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ἀλλ᾿ ἔστιν ὅτε καὶ πονηρῶν
προσφερόμενα.
(3) Ὅτι γὰρ ὁ Θεὸς καὶ ταῦτα τὰ δῶρα ἀποστρέφεται,
ὅταν ὁ προσάγων ἐναγὴς ᾖ, δῆλον ἐξ ὧν ἡ Ἐκκλησία τοῦτο
ποιεῖ. Καὶ γὰρ οὓς οἶδε θανάσιμα ἁμαρτάνοντας, οὐκ ἐᾷ τὰ
τοιαῦτα δωροφορεῖν· κἂν τολμήσωσιν, οὐ παραδέχεται ἀλλ᾿
ἀποδιώκει μετὰ τῶν δώρων. Ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὐ πάντας τοὺς τοιούτους ἡ Ἐκκλησία οἶδε καλῶς, ἀλλ᾿ οἱ πλείους λανθάνουσι καὶ τὰ δῶρα αὐτῶν ἡ θεία τράπεζα δέχεται, τί χρὴ περὶ ἐκείνων τῶν δώρων γινώσκειν; Ἆρα ἄδεκτα παρὰ τῷ Θεῷ
καὶ ἁγιασμοῦ παντὸς ἔρημα; Καὶ εἰ τοῦτο δοθείη, ἄδηλον
πότε ἅγια, τοῦ τρόπου τῶν προσαγόντων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἢ ἀμφιβαλλομένου ἢ παντελῶς ἀγνοουμένου, καὶ οὕτως ἀμφιγνοοῦντας καὶ χωρὶς πίστεως προσερχομένους τοῖς μυστηρίοις ἀνάγκη μηδὲν παρ᾿ αὐτῶν τοὺς πιστοὺς
ὠφελεῖσθαι.
(4) Τί οὖν πρὸς ταῦτα ἔστιν εἰπεῖν;
(5) Ὅτι διττῆς οὔσης τῆς τῶν δώρων προσαγωγῆς, τῆς
μὲν πρώτης τοῦ οἴκοθεν αὐτὰ κομίζοντος εἰς τὰς τῶν ἱερέων
χεῖρας· τῆς δὲ δευτέρας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεόν.
(6) Ἡ μὲν πρώτη προσαγωγή, ὅταν πονηρὸς ὁ προσάγων
ᾖ, ματαία καὶ οὐδὲν αὐτῆς ὄφελος τῷ προσφέροντι διὰ τὸ
πονηρὸν αὐτὸν εἶναι· οὐ γὰρ δὴ τὰ προσαγόμενα αὐτὰ δι᾿
ἑαυτὰ παρὰ τῷ Θεῷ βδελυκτά, ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν.
(7) Τὴν δὲ δευτέραν παρὰ ἀγαθῶν ἀνδρῶν γινομένην καὶ
ὑπὲρ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καὶ τῶν ἁγίων καὶ τῆς σωτηρίας τῆς
οἰκουμενικῆς καὶ πάσης ἁπλῶς δικαίας αἰτήσεως, οὐδὲν
κωλύει εὐπρόσδεκτον εἶναι. Οὐ γὰρ ἐνετέθη τις μολυσμὸς τοῖς
δώροις ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ προσενεγκότος, ἀλλὰ καθαρὰ μένοντα καὶ ὑπὸ καθαρῶν ἀναφερόμενα καὶ
ἁγιάζονται καὶ ἁγιάζουσι τοὺς προσερχομένους. Ἐν οὐδενὶ
γάρ ποτε τῶν ἀλόγων ἢ τῶν ἀψύχων ῥυπαρία τις τῆς ἁμαρτίας ἐντεθῆναι δύναται, ὅτι ἡ ἁμαρτία προαιρέσεώς ἐστι
νόσημα καὶ μόνων ἂν εἴη τῶν λογικῶν τὸ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μολύνεσθαι.
(8) Τί οὖν, εἰ ἀεὶ καθαρὰ τὰ δῶρα τὰ παρὰ τῶν πονηρῶν
προσαγόμενα, ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας οὐ παραδέχεται; Ἵνα
τοὺς προσάγοντας ἐντρέψῃ, ἵνα μάθωσι τῆς τοῦ Θεοῦ ὀργῆς,
ἣν αὐτοῖς ἐμήνισε, τὴν ὑπερβολήν, ὃς καὶ τὰ αὑτοῦ κτίσματα
οἷς οὐδὲν ἐγκαλεῖν ἔχει, δι᾿ αὐτοὺς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ· καὶ ταῦτα μαθόντες φοβηθῶσι καὶ διορθώσωνται τὸν βίον·
αὐτῶν δὲ τῶν δώρων οὐδεμίαν καταγινώσκει κακίαν. Διὰ τοῦτο οὐδὲν κωλύει δεκτὰ γίνεσθαι ταῦτα καὶ ἁγιάζεσθαι τὴν
δευτέραν προσαγωγὴν ποιουμένων ἀνδρῶν ἀγαθῶν.
(9) Ἀλλ᾿ εἴποι τις ἄν· Καὶ μὴν οὐ πάντες οἱ προσάγοντες
ἱερεῖς ἀγαθοί, ἀλλ᾿ ἔνιοι καὶ πονηρίαν νοσοῦσι τὴν ἐσχάτην·
ὅθεν εἰς τὴν αὐτὴν ἀπορίαν περιΐσταται ὁ λόγος ἡμῖν. Ὅταν
γὰρ τύχῃ καὶ ἀμφοτέρους τοὺς προσαγωγέας εἶναι θεοστυγεῖς, ἐνδέχεται γάρ, πόθεν ὑπάρξει τοῖς δώροις τὸ εἶναι Θεῷ κεχαρισμένα καὶ δεκτὰ καὶ ἅγια καὶ ἁγιαστικά; Οὐδαμόθεν· ἀλλὰ τότε μὲν ἀληθῶς ἄδεκτα. Ἀεὶ δὲ ἀμφίβολα, διὰ τὸ ἀμφιβάλλεσθαι τοὺς τρόπους τῶν δωροφορούντων αὐτὰ καὶ ἱερουργούντων. «Οὐδεὶς γὰρ οἶδε βεβαίως, φησί, τὰ τοῦ
ἀνθρώπου, εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τὸ ἐν αὐτῷ»· καὶ οὕτω πολλὴ μὲν περὶ τὴν τελετὴν ἀπιστία καὶ ἀμφιβολία· τὸ δὲ βέβαιονοὐδαμοῦ· καὶ ἡ μετάληψις τῶν ἁγιασμάτων οὐδὲν ὄφελος
οἴσει τοῖς πιστοῖς μεταλαμβάνουσι χωρὶς πίστεως. Ταῦτα εἴποι καὶ ἀπορήσειεν ἄν, εἴ τις οἴεται τὸν ἱερέα αὐτὸν εἶναι τὸν κύριον τῆς τῶν δώρων τούτων προσαγωγῆς· οὐκ ἔστι δέ· ἀλλὰ τὸ μὲν τὴν προσαγωγὴν αὐτῶν κυρίως ἐργαζόμενον ἡ χάρις ἐστὶν ἡ ἁγιάζουσα. Τοῦτο γάρ ἐστι προσενεχθῆναι αὐτὰ τὸ ἁγιασθῆναι· ὁ δ᾿ ἑκάστοτε ἱερουργῶν ὑπηρέτης ἐστὶν ἐκείνης. Εἰσφέρει γὰρ οὐδὲν οἴκοθεν, οὐδέτι τολμᾷ ποιεῖν ἢ λέγειν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ
κρίσεως καὶ τῶν λογισμῶν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνα μόνον ἃ παρέλαβεν
ἐκεῖθεν, εἴτε πρᾶγμά ἐστιν, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργον, κατὰ τὸν
τρόπον ὃν ἐκελεύσθη, κομίσας ἀποδίδωσι τῷ Θεῷ· καὶ οὕτω τὰ δῶρα κατὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ ἀεὶ προσφερόμενα ἀνάγκη
ἀρεστὰ αὐτῷ ἀεὶ καὶ δεκτὰ εἶναι.
(11) Τί γὰρ εἰ τὰ καθ᾿ ἑαυτὸν φαῦλός ἐστιν ὁ κομίζων; Οὐ γὰρ προστίθησιν οὐδὲν ἡ φαυλότης ἐκείνου τοῖς δώροις, οὐδὲ χείρω ποιεῖ τὴν προσαγωγήν, ὥσπερ οὐδὲ ἰατρικὸν φάρμακον κωλύεται εἶναι ὑγιεινόν, ὅτι ἰδιώτης ἄνθρωπος καὶ τῆς τέχνης οὐδὲν ἐπαΐων αὐτὸ συνέθηκεν, εἰ μόνον ἰατροῦ κελεύσαντος καὶ τὴν κατασκευὴν ἅπασαν ἐκδόντος αὐτῷ συνέθηκε. Γένοιτο γὰρ ἂν οὐ διὰ τὴν ἀμάθειαν τοῦ ὑπηρετήσαντος μάταιον, ἀλλὰ διὰ τὴν τέχνην τοῦ ἐκδεδωκότος σωτήριον. Ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ὑπηρέτου ἀνεπιστημοσύνης οὐδὲν ἔλαβεν· ἀπὸ δὲ τῆς τοῦ ἱατροῦ τέχνης πᾶσαν ἐδέξατο τὴν κατασκευήν.
(12) Οὕτω κἀνταῦθα τὸ πᾶν ἡ χάρις ἐργάζεται. Ὁ δὲ ἱερεὺς ὑπηρέτης ἐστὶ μόνον, οὐδ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπηρετεῖν οἴκοθεν ἔχων. Καὶ τοῦτο γὰρ παρὰ τῆς χάριτος αὐτῷ. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ ἱερωσύνη δύναμις ὑπηρετική τις τῶν ἱερῶν.
47. ΜΖ´. Ὅσον εἰσὶ δεκτά(1) Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πάντας τοὺς πιστοὺς ἁγιάζει πάντα τὰ δῶρα καὶ πάντοτε, πάντοτε ὄντα δεκτὰ τῷ Θεῷ, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων. Ἑπόμενον δὲ θεωρῆσαι καὶ ὅσον εἰσὶ δεκτά.
(2) Τί γὰρ τῷ δώρῳ τὸ δεκτὸν εἶναι καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων;
Τί ποιοῦντες τὰ δῶρα δέχεσθαι αὐτὰ λέγονται; Ἆρ᾿ ὅτι ταῖς χερσὶ λαμβάνομεν καὶ κόλπον αὐτοῖς ὑπέχομεν; Οὐδαμῶς. Πολλὰ γὰρ οὐδὲ κομίσαι τοὺς λαμβάνοντας οὐδὲ ὑποδέξασθαι δυνατόν· ὥσπερ εἰ ἀγρὸς εἴη τὸ διδόμενον ἢ οἰκία ἤ τι τοιοῦτον.
(3) Ἀλλὰ τί ἂν εἴη τὸ δέχεσθαι ἐπὶ πάντων τῶν δώρων;
Τὸ μετὰ τῶν ἰδίων τάξαι, τὸ οἰκειώσασθαι, ταῦτα δεκτὰ
λέγονται.
(4) Ὁ δὲ Θεὸς ταῦτα τὰ δῶρα οὕτως οἰκειοῦται, ὥστε αὐτὰ σῶμα καὶ αἷμα ποιεῖται τοῦ Μονογενοῦς. Εἰ τοίνυν τῆς οἰκειώσεως ταύτης ἴσον οὐδέν ἐστιν ἐνθυμηθῆναι, οὐδὲ ὅσον
εἰσὶ δεκτὰ μέτρον εὑρεῖν δυνατόν.
(5) Ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ τῆς ἀντιδόσεως δῆλον γίνεται ὅσον ἀποδέχεται τὸ δοθὲν ὁ λαβών.
(6) Τίς οὖν ἐνταῦθα ἡ ἀντίδοσις; Αὐτὸ πάλιν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ αἷμα· λαμβάνων γὰρ παρ᾿ ἡμῶν ἄρτον καὶ οἶνον ὁ Θεὸς αὐτὸν ἀντιδίδωσι τὸν Υἱόν. Καὶ πόθεν δῆλον, φησίν, ὅτι ὡς δῶρα ταῦτα ἡμῖν ἀντὶ τῶν προσαγομένων παρὰ τοῦ Θεοῦ δίδοται. Ἐξ ὧν αὐτὸς ὁ ταῦτα περικείμενός φησι πρὸς ἡμᾶς· «Λάβετε», λέγων· οὕτω γὰρ μηνύεται τὸ δῶρον. Ταύτῃ τῇ φωνῇ καὶ ὁ διδοὺς καὶ ὁ δεχόμενος καὶ τὸ διδόμενον σημαίνεται.
(7) Ἔστι καὶ ἄλλως τι λαβεῖν ὡς παρακαταθήκην, ᾧ χρῆσθαι τοὺς λαβόντας οὐ θέμις.(8) Σὺ δ᾿ ἵνα μῆ τοῦτο νομίσῃς, ἀλλ᾿ ἴδῃς ὅτι σόν ἐστι, καὶ χρήσασθαι ἐκέλευσε· «Φάγετε», λέγων.
(9) Οὕτω δεκτὰ τῷ Θεῷ τὰ δῶρα καὶ μετὰ τοσαύτης ὑπερβολῆς.
(10) Διὰ τοῦτο ἁγιάζουσιν ἀεὶ πάσας Χριστιανῶν ψυχὰς καὶ ζώντων καὶ τεθνηκότων τὰς ἀτελεῖς ἔτι καὶ δεομένας ἁγιασμοῦ. Οἱ γὰρ τελειωθέντες ἅγιοι μετὰ τῶν ἀγγέλων ἑστῶτες καὶ εἰς τὴν οὐράνιον ἱεραρχίαν ἤδη τελέσαντες οὐκ ἔτι δέονται τῆς ἐπιγείου ἱεραρχίας.
Κείμενο:
46. ΜϚ´. Πῶς ἀεὶ τὰ δῶρα ταῦτα δεκτά εἰσι τῷ Θεῷ
(1) Ἐφεξῆς δὲ κἀκεῖνο σκοπῶμεν· ὅτι μὲν γὰρ ἀπὸ τῆς
τελετῆς ἁγιάζονται πάντες οἱ πιστοί, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων· εἰ δὲ καὶ πάντοτε, ζητεῖν ἄξιον.
(2) Ἐπεὶ γὰρ δώρων ἐστὶ προσαγωγὴ ἡ ἱερουργία, τὰ δῶρα
δὲ οὐ πάντοτε δεκτὰ παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ ἔστιν ἃ διὰ τὴν
πονηρίαν τῶν προσαγόντων καὶ μισοῦνται, καὶ ἀποπέμπον
πονηρίαν τῶν προσαγόντων καὶ μισοῦνται, καὶ ἀποπέμπονται· καὶ τούτου πολλαὶ μὲν παρὰ τοῖς παλαιοῖς, πολλαὶ δὲ
παρὰ τοῖς ἐν χάριτι ζῶσιν αἱ ἀποδείξεις, ζητῶμεν μή ποτε καὶ ταῦτα τὰ δῶρα ἐνίοτε μάτην ἱερουργοῦνται, μὴ ἁγιαζόμενα ὡς ἄδεκτα κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν τῆς τελετῆς, ὡς ἂν
οὐκ ἀεὶ παρὰ ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ἀλλ᾿ ἔστιν ὅτε καὶ πονηρῶν
προσφερόμενα.
(3) Ὅτι γὰρ ὁ Θεὸς καὶ ταῦτα τὰ δῶρα ἀποστρέφεται,
ὅταν ὁ προσάγων ἐναγὴς ᾖ, δῆλον ἐξ ὧν ἡ Ἐκκλησία τοῦτο
ποιεῖ. Καὶ γὰρ οὓς οἶδε θανάσιμα ἁμαρτάνοντας, οὐκ ἐᾷ τὰ
τοιαῦτα δωροφορεῖν· κἂν τολμήσωσιν, οὐ παραδέχεται ἀλλ᾿
ἀποδιώκει μετὰ τῶν δώρων. Ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὐ πάντας τοὺς τοιούτους ἡ Ἐκκλησία οἶδε καλῶς, ἀλλ᾿ οἱ πλείους λανθάνουσι καὶ τὰ δῶρα αὐτῶν ἡ θεία τράπεζα δέχεται, τί χρὴ περὶ ἐκείνων τῶν δώρων γινώσκειν; Ἆρα ἄδεκτα παρὰ τῷ Θεῷ
καὶ ἁγιασμοῦ παντὸς ἔρημα; Καὶ εἰ τοῦτο δοθείη, ἄδηλον
πότε ἅγια, τοῦ τρόπου τῶν προσαγόντων ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἢ ἀμφιβαλλομένου ἢ παντελῶς ἀγνοουμένου, καὶ οὕτως ἀμφιγνοοῦντας καὶ χωρὶς πίστεως προσερχομένους τοῖς μυστηρίοις ἀνάγκη μηδὲν παρ᾿ αὐτῶν τοὺς πιστοὺς
ὠφελεῖσθαι.
(4) Τί οὖν πρὸς ταῦτα ἔστιν εἰπεῖν;
(5) Ὅτι διττῆς οὔσης τῆς τῶν δώρων προσαγωγῆς, τῆς
μὲν πρώτης τοῦ οἴκοθεν αὐτὰ κομίζοντος εἰς τὰς τῶν ἱερέων
χεῖρας· τῆς δὲ δευτέρας τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεόν.
(6) Ἡ μὲν πρώτη προσαγωγή, ὅταν πονηρὸς ὁ προσάγων
ᾖ, ματαία καὶ οὐδὲν αὐτῆς ὄφελος τῷ προσφέροντι διὰ τὸ
πονηρὸν αὐτὸν εἶναι· οὐ γὰρ δὴ τὰ προσαγόμενα αὐτὰ δι᾿
ἑαυτὰ παρὰ τῷ Θεῷ βδελυκτά, ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν.
(7) Τὴν δὲ δευτέραν παρὰ ἀγαθῶν ἀνδρῶν γινομένην καὶ
ὑπὲρ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης καὶ τῶν ἁγίων καὶ τῆς σωτηρίας τῆς
οἰκουμενικῆς καὶ πάσης ἁπλῶς δικαίας αἰτήσεως, οὐδὲν
κωλύει εὐπρόσδεκτον εἶναι. Οὐ γὰρ ἐνετέθη τις μολυσμὸς τοῖς
δώροις ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ προσενεγκότος, ἀλλὰ καθαρὰ μένοντα καὶ ὑπὸ καθαρῶν ἀναφερόμενα καὶ
ἁγιάζονται καὶ ἁγιάζουσι τοὺς προσερχομένους. Ἐν οὐδενὶ
γάρ ποτε τῶν ἀλόγων ἢ τῶν ἀψύχων ῥυπαρία τις τῆς ἁμαρτίας ἐντεθῆναι δύναται, ὅτι ἡ ἁμαρτία προαιρέσεώς ἐστι
νόσημα καὶ μόνων ἂν εἴη τῶν λογικῶν τὸ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μολύνεσθαι.
(8) Τί οὖν, εἰ ἀεὶ καθαρὰ τὰ δῶρα τὰ παρὰ τῶν πονηρῶν
προσαγόμενα, ὁ νόμος τῆς Ἐκκλησίας οὐ παραδέχεται; Ἵνα
τοὺς προσάγοντας ἐντρέψῃ, ἵνα μάθωσι τῆς τοῦ Θεοῦ ὀργῆς,
ἣν αὐτοῖς ἐμήνισε, τὴν ὑπερβολήν, ὃς καὶ τὰ αὑτοῦ κτίσματα
οἷς οὐδὲν ἐγκαλεῖν ἔχει, δι᾿ αὐτοὺς ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ· καὶ ταῦτα μαθόντες φοβηθῶσι καὶ διορθώσωνται τὸν βίον·
αὐτῶν δὲ τῶν δώρων οὐδεμίαν καταγινώσκει κακίαν. Διὰ τοῦτο οὐδὲν κωλύει δεκτὰ γίνεσθαι ταῦτα καὶ ἁγιάζεσθαι τὴν
δευτέραν προσαγωγὴν ποιουμένων ἀνδρῶν ἀγαθῶν.
(9) Ἀλλ᾿ εἴποι τις ἄν· Καὶ μὴν οὐ πάντες οἱ προσάγοντες
ἱερεῖς ἀγαθοί, ἀλλ᾿ ἔνιοι καὶ πονηρίαν νοσοῦσι τὴν ἐσχάτην·
ὅθεν εἰς τὴν αὐτὴν ἀπορίαν περιΐσταται ὁ λόγος ἡμῖν. Ὅταν
γὰρ τύχῃ καὶ ἀμφοτέρους τοὺς προσαγωγέας εἶναι θεοστυγεῖς, ἐνδέχεται γάρ, πόθεν ὑπάρξει τοῖς δώροις τὸ εἶναι Θεῷ κεχαρισμένα καὶ δεκτὰ καὶ ἅγια καὶ ἁγιαστικά; Οὐδαμόθεν· ἀλλὰ τότε μὲν ἀληθῶς ἄδεκτα. Ἀεὶ δὲ ἀμφίβολα, διὰ τὸ ἀμφιβάλλεσθαι τοὺς τρόπους τῶν δωροφορούντων αὐτὰ καὶ ἱερουργούντων. «Οὐδεὶς γὰρ οἶδε βεβαίως, φησί, τὰ τοῦ
ἀνθρώπου, εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τὸ ἐν αὐτῷ»· καὶ οὕτω πολλὴ μὲν περὶ τὴν τελετὴν ἀπιστία καὶ ἀμφιβολία· τὸ δὲ βέβαιονοὐδαμοῦ· καὶ ἡ μετάληψις τῶν ἁγιασμάτων οὐδὲν ὄφελος
οἴσει τοῖς πιστοῖς μεταλαμβάνουσι χωρὶς πίστεως. Ταῦτα εἴποι καὶ ἀπορήσειεν ἄν, εἴ τις οἴεται τὸν ἱερέα αὐτὸν εἶναι τὸν κύριον τῆς τῶν δώρων τούτων προσαγωγῆς· οὐκ ἔστι δέ· ἀλλὰ τὸ μὲν τὴν προσαγωγὴν αὐτῶν κυρίως ἐργαζόμενον ἡ χάρις ἐστὶν ἡ ἁγιάζουσα. Τοῦτο γάρ ἐστι προσενεχθῆναι αὐτὰ τὸ ἁγιασθῆναι· ὁ δ᾿ ἑκάστοτε ἱερουργῶν ὑπηρέτης ἐστὶν ἐκείνης. Εἰσφέρει γὰρ οὐδὲν οἴκοθεν, οὐδέτι τολμᾷ ποιεῖν ἢ λέγειν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ
κρίσεως καὶ τῶν λογισμῶν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνα μόνον ἃ παρέλαβεν
ἐκεῖθεν, εἴτε πρᾶγμά ἐστιν, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργον, κατὰ τὸν
τρόπον ὃν ἐκελεύσθη, κομίσας ἀποδίδωσι τῷ Θεῷ· καὶ οὕτω τὰ δῶρα κατὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ ἀεὶ προσφερόμενα ἀνάγκη
ἀρεστὰ αὐτῷ ἀεὶ καὶ δεκτὰ εἶναι.
(11) Τί γὰρ εἰ τὰ καθ᾿ ἑαυτὸν φαῦλός ἐστιν ὁ κομίζων; Οὐ γὰρ προστίθησιν οὐδὲν ἡ φαυλότης ἐκείνου τοῖς δώροις, οὐδὲ χείρω ποιεῖ τὴν προσαγωγήν, ὥσπερ οὐδὲ ἰατρικὸν φάρμακον κωλύεται εἶναι ὑγιεινόν, ὅτι ἰδιώτης ἄνθρωπος καὶ τῆς τέχνης οὐδὲν ἐπαΐων αὐτὸ συνέθηκεν, εἰ μόνον ἰατροῦ κελεύσαντος καὶ τὴν κατασκευὴν ἅπασαν ἐκδόντος αὐτῷ συνέθηκε. Γένοιτο γὰρ ἂν οὐ διὰ τὴν ἀμάθειαν τοῦ ὑπηρετήσαντος μάταιον, ἀλλὰ διὰ τὴν τέχνην τοῦ ἐκδεδωκότος σωτήριον. Ἀπὸ μὲν γὰρ τοῦ ὑπηρέτου ἀνεπιστημοσύνης οὐδὲν ἔλαβεν· ἀπὸ δὲ τῆς τοῦ ἱατροῦ τέχνης πᾶσαν ἐδέξατο τὴν κατασκευήν.
(12) Οὕτω κἀνταῦθα τὸ πᾶν ἡ χάρις ἐργάζεται. Ὁ δὲ ἱερεὺς ὑπηρέτης ἐστὶ μόνον, οὐδ᾿ αὐτὸ τὸ ὑπηρετεῖν οἴκοθεν ἔχων. Καὶ τοῦτο γὰρ παρὰ τῆς χάριτος αὐτῷ. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἡ ἱερωσύνη δύναμις ὑπηρετική τις τῶν ἱερῶν.
47. ΜΖ´. Ὅσον εἰσὶ δεκτά(1) Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πάντας τοὺς πιστοὺς ἁγιάζει πάντα τὰ δῶρα καὶ πάντοτε, πάντοτε ὄντα δεκτὰ τῷ Θεῷ, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων. Ἑπόμενον δὲ θεωρῆσαι καὶ ὅσον εἰσὶ δεκτά.
(2) Τί γὰρ τῷ δώρῳ τὸ δεκτὸν εἶναι καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων;
Τί ποιοῦντες τὰ δῶρα δέχεσθαι αὐτὰ λέγονται; Ἆρ᾿ ὅτι ταῖς χερσὶ λαμβάνομεν καὶ κόλπον αὐτοῖς ὑπέχομεν; Οὐδαμῶς. Πολλὰ γὰρ οὐδὲ κομίσαι τοὺς λαμβάνοντας οὐδὲ ὑποδέξασθαι δυνατόν· ὥσπερ εἰ ἀγρὸς εἴη τὸ διδόμενον ἢ οἰκία ἤ τι τοιοῦτον.
(3) Ἀλλὰ τί ἂν εἴη τὸ δέχεσθαι ἐπὶ πάντων τῶν δώρων;
Τὸ μετὰ τῶν ἰδίων τάξαι, τὸ οἰκειώσασθαι, ταῦτα δεκτὰ
λέγονται.
(4) Ὁ δὲ Θεὸς ταῦτα τὰ δῶρα οὕτως οἰκειοῦται, ὥστε αὐτὰ σῶμα καὶ αἷμα ποιεῖται τοῦ Μονογενοῦς. Εἰ τοίνυν τῆς οἰκειώσεως ταύτης ἴσον οὐδέν ἐστιν ἐνθυμηθῆναι, οὐδὲ ὅσον
εἰσὶ δεκτὰ μέτρον εὑρεῖν δυνατόν.
(5) Ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ τῆς ἀντιδόσεως δῆλον γίνεται ὅσον ἀποδέχεται τὸ δοθὲν ὁ λαβών.
(6) Τίς οὖν ἐνταῦθα ἡ ἀντίδοσις; Αὐτὸ πάλιν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ αἷμα· λαμβάνων γὰρ παρ᾿ ἡμῶν ἄρτον καὶ οἶνον ὁ Θεὸς αὐτὸν ἀντιδίδωσι τὸν Υἱόν. Καὶ πόθεν δῆλον, φησίν, ὅτι ὡς δῶρα ταῦτα ἡμῖν ἀντὶ τῶν προσαγομένων παρὰ τοῦ Θεοῦ δίδοται. Ἐξ ὧν αὐτὸς ὁ ταῦτα περικείμενός φησι πρὸς ἡμᾶς· «Λάβετε», λέγων· οὕτω γὰρ μηνύεται τὸ δῶρον. Ταύτῃ τῇ φωνῇ καὶ ὁ διδοὺς καὶ ὁ δεχόμενος καὶ τὸ διδόμενον σημαίνεται.
(7) Ἔστι καὶ ἄλλως τι λαβεῖν ὡς παρακαταθήκην, ᾧ χρῆσθαι τοὺς λαβόντας οὐ θέμις.(8) Σὺ δ᾿ ἵνα μῆ τοῦτο νομίσῃς, ἀλλ᾿ ἴδῃς ὅτι σόν ἐστι, καὶ χρήσασθαι ἐκέλευσε· «Φάγετε», λέγων.
(9) Οὕτω δεκτὰ τῷ Θεῷ τὰ δῶρα καὶ μετὰ τοσαύτης ὑπερβολῆς.
(10) Διὰ τοῦτο ἁγιάζουσιν ἀεὶ πάσας Χριστιανῶν ψυχὰς καὶ ζώντων καὶ τεθνηκότων τὰς ἀτελεῖς ἔτι καὶ δεομένας ἁγιασμοῦ. Οἱ γὰρ τελειωθέντες ἅγιοι μετὰ τῶν ἀγγέλων ἑστῶτες καὶ εἰς τὴν οὐράνιον ἱεραρχίαν ἤδη τελέσαντες οὐκ ἔτι δέονται τῆς ἐπιγείου ἱεραρχίας.
Σχόλια:
ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ είπε...
ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ είπε...
Τα μυστηρια των ακριτων αιρετικων,
σχισματικων, και παρασυναγωγων ειναι εγκυρα (εαν εχουν φυσικα Κανονικη
Αποστολικη Διαδοχη ) και δυνατα, προ συνοδικης διαγνωσεως, διοτι δεν
εχουν καταδικαστει απο Ορθοδοξη Συνοδο και Αγια.
Οποιος ομως ενω γνωριζει την κατασταση και εχει εκκλησιαστικη κοινωνια με τους ακριτους και δυναμει αιρετικους-σχισματικους και παρασυναγωγους μολυνεται κολασιμα και αν δεν αποτειχιστει απο την κοινωνια τους προ-συνοδικης καταδικης θα καταδικαστει μαζι τους, διοτι δεν πηγανε στην κολαση μονο οι αιρετικοι-σχισματικοι και παρασυναγωγοι αλλα και αυτοι που συγκοινωνουσανε μαζι τους. Οταν Μια Αγια Ορθοδοξη Συνοδος διαγνωσει δικασει και καταδικασει τους αμετανοητους αιρετικους-σχισματικους και παρασυναγωγους τοτε αυτοματως γινονται κεκριμενοι και ενεργεια αιρετικοι-σχισματικοι και παρασυναγωγοι με ακυρα και ανενεργητα μυστηρια.
Η εκκλησιαστικη κοινωνια με τους δυναμει ακριτους κακοδοξους προ-συνοδικης διαγνωσεως μολυνει και κολαζει τους Ορθοδοξους και οχι τα εγκυρα μυστηρια τους.
Για να μην κολασθουνε οι Ορθοδοξοι ειναι υποχρεωμενοι να λαμβανουν τα πλουσιως εγκυρα και δυνατα με την Χαρη του Αγιου-Πνευματος μυστηρια απο Ορθοδοξους και οχι απο κακοδοξους ακριτους εν δυναμει προ-συνοδικης διαγνωσεως ποσο μαλον απο κακαδοξους κεκριμενους εν ενεργεια μετα συνοδικης καταδικης με ακυρα και ανυποστατα μυστηρια.
Οποιος ομως ενω γνωριζει την κατασταση και εχει εκκλησιαστικη κοινωνια με τους ακριτους και δυναμει αιρετικους-σχισματικους και παρασυναγωγους μολυνεται κολασιμα και αν δεν αποτειχιστει απο την κοινωνια τους προ-συνοδικης καταδικης θα καταδικαστει μαζι τους, διοτι δεν πηγανε στην κολαση μονο οι αιρετικοι-σχισματικοι και παρασυναγωγοι αλλα και αυτοι που συγκοινωνουσανε μαζι τους. Οταν Μια Αγια Ορθοδοξη Συνοδος διαγνωσει δικασει και καταδικασει τους αμετανοητους αιρετικους-σχισματικους και παρασυναγωγους τοτε αυτοματως γινονται κεκριμενοι και ενεργεια αιρετικοι-σχισματικοι και παρασυναγωγοι με ακυρα και ανενεργητα μυστηρια.
Η εκκλησιαστικη κοινωνια με τους δυναμει ακριτους κακοδοξους προ-συνοδικης διαγνωσεως μολυνει και κολαζει τους Ορθοδοξους και οχι τα εγκυρα μυστηρια τους.
Για να μην κολασθουνε οι Ορθοδοξοι ειναι υποχρεωμενοι να λαμβανουν τα πλουσιως εγκυρα και δυνατα με την Χαρη του Αγιου-Πνευματος μυστηρια απο Ορθοδοξους και οχι απο κακοδοξους ακριτους εν δυναμει προ-συνοδικης διαγνωσεως ποσο μαλον απο κακαδοξους κεκριμενους εν ενεργεια μετα συνοδικης καταδικης με ακυρα και ανυποστατα μυστηρια.
amethystos είπε...
Σωστό καί ισορροπημένο.
Ευχαριστούμε.
Πηγή
Ανώνυμος είπε...
ωραίο το κείμενο του Αγίου
Ν.Καβάσιλα..
Ανώνυμος είπε...
Κατανοώ εν προκειμένω ότι το
ουσιώδες στην σκέψη του Καβάσιλα είναι πως η εγκυρότητα των μυστηρίων είναι σε
κάθε περίπτωση εξασφαλισμένη από το γεγονός ότι τα τελεί ο ίδιος ο Σαρκωθείς
Λόγος και όχι οι ιερείς.Υπάρχει στην θέση αυτή κάποια αντίθεση με τα λεγόμενα
για την αξία του πνεύματος των λειτουργών του Θεού από τον Συμεών τον Νέο
Θεολόγο; Ο τελευταίος μοιάζει να είναι πολύ αυστηρός στην τήρηση της
προϋπόθεσης ότι ο ιερέας πρέπει να έχει Πνεύμα Θεού για να συμμετέχει στα
μυστήρια.Σε περίπτωση που αυτή η προϋπόθεση αυτή δεν τηρείται ο ιερέας δεν έχει
καμμία άνωθεν πνευματική εξουσία για τα μυστήρια. Ο Καβάσιλας έχω την αίσθηση
παρουσιάζει την έσχατη περίπτωση και όχι τον κανόνα.Το θέλημα του Κυρίου είναι
πια να εμφανίζεται εν Πνεύματι στον κόσμο μέσα από τους Αγίους Του, ακριβώς
όπως έγινε στην περίπτωση του Σεραφείμ του Σάρωφ που με την προσευχή του
μετέδωσε την Χάρι του Αγίου πνεύματος στον πιστό που συνομιλούσε μαζί του. Αυτό
σημαίνει ότι μόνον οι αληθώς μετανούντες, φωτισμένοι και άγιοι μπορούν να
λειτουργούν στα μυστήρια του Θεού. Αν ένας Επίσκοπος δεν έχει την Χάρι δεν
υφίσταται ως τέτοιος ενώπιον του Κυρίου κι ας έχει χειροτονηθεί. Θα πήγαινε
ποτέ η πύρινη γλώσσα της Πεντηκοστής σ΄ αυτόν;
amethystos είπε...
Ο ΛΟΓΟΣ ΣΩΖΕΙ. Η απλή συμμετοχή στά
Μυστήρια δέν Σώζει. Τότε θά ήταν σωσμένοι όλοι οι ιερείς καί αρχιερείς. Ή
θάπρεπε νά χειροτονηθούμε όλοι. Στό Γεροντικό ακούμε συνεχώς τούς υποτακτικούς
νά λένε: Γέροντα πές μας Λόγο νά σωθούμε!
Ανώνυμος είπε...
"Ο ΛΟΓΟΣ ΣΩΖΕΙ". Δεν λέω
κάτι διαφορετικό.
"Πες μας Λόγο να σωθούμε" σημαίνει ότι τον Λόγο αυτό τον δίνει ο άγιος αφού από αυτόν τον ζητάνε οι πιστοί ακριβώς γιατί διαθέτει Πνεύμα Άγιο. Όταν παραπάνω λοιπόν λέω: "Το θέλημα του Κυρίου είναι πια να εμφανίζεται εν Πνεύματι στον κόσμο μέσα από τους Αγίους Του, ακριβώς όπως έγινε στην περίπτωση του Σεραφείμ του Σάρωφ που με την προσευχή του μετέδωσε την Χάρι του Αγίου πνεύματος στον πιστό που συνομιλούσε μαζί του· δεν λέω κάτι διαφορετικό.
"Πες μας Λόγο να σωθούμε" σημαίνει ότι τον Λόγο αυτό τον δίνει ο άγιος αφού από αυτόν τον ζητάνε οι πιστοί ακριβώς γιατί διαθέτει Πνεύμα Άγιο. Όταν παραπάνω λοιπόν λέω: "Το θέλημα του Κυρίου είναι πια να εμφανίζεται εν Πνεύματι στον κόσμο μέσα από τους Αγίους Του, ακριβώς όπως έγινε στην περίπτωση του Σεραφείμ του Σάρωφ που με την προσευχή του μετέδωσε την Χάρι του Αγίου πνεύματος στον πιστό που συνομιλούσε μαζί του· δεν λέω κάτι διαφορετικό.
amethystos είπε...
Σύμφωνοι!
Οὐ γὰρ εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν διδόασιν οἱ Ἀρειανοί, ἀλλ' εἰς κτίστην καὶ κτίσμα καὶ εἰς ποιητὴν καὶ ποίημα. Ὥσπερ δὲ ἄλλο ἐστὶ κτίσμα παρὰ τὸν Υἱόν, οὕτως ἄλλο ἂν εἴη τῆς ἀληθείας τὸ παρ' αὐτῶν νομιζόμενον δίδοσθαι, κἂν τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ διὰ τὸ γεγραμμένον, ὀνομάζειν προσποιῶνται. Οὐ γὰρ ὁ λέγων ἁπλῶς, "Κύριε", οὗτος καὶ δίδωσιν· ἀλλ' ὁ μετὰ τοῦ ὀνόματος καὶ τὴν πίστιν ἔχων ὀρθήν. Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐχ ἀπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν, ἀλλὰ πρῶτόν φησι· "Μαθητεύσατε", εἶθ' οὕτω· "Βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος", ἵν' ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ.
Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις, λέγουσαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσαν ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ· ὥστε καὶ τὸν ῥαντιζόμενον παρ' αὐτῶν ῥυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι. Οὕτω καὶ Ἕλληνες, καίτοι Θεὸν διὰ χειλέων λέγοντες, ἀθεότητος ἔχουσιν ἔγκλημα, ὅτι τὸν ὄντως ὄντα καὶ ἀληθινὸν Θεὸν οὐ γινώσκουσι, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὕτω Μανιχαῖοι καὶ Φρύγες, καὶ οἱ τοῦ Σαμωσατέως μαθηταί, τὰ ὀνόματα λέγοντες, οὐδὲν ἧττόν εἰσιν αἱρετικοί· οὕτω καθεξῆς λοιπὸν καὶ οἱ τὰ Ἀρείου φρονοῦντες, κἂν ἀναγινώσκωσι τὰ γεγραμμένα, καὶ λέγωσι τὰ ὀνόματα, καὶ αὐτοὶ παίζουσι τοὺς λαμβάνοντας παρ' αὐτῶν, πλέον τῶν ἄλλων αἱρέσεων ἀσεβέστεροι τυγχάνοντες, καὶ κατ' ὀλίγον ὑπερκείμενοι ταύτας, καὶ δικαιοῦντες αὐτὰς ἐκ τῆς ἑαυτῶν ἀθυρογλωττίας».
Ευχαριστούμε Π.Π. για την αξιόλογη ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.Να.
Μήπως ο Αγιος Νικόλαος αναφέρεται σε θέματα βίου όταν λέει "πονηρός Ιερέας" δηλ.σε προσωπικές αμαρτίες του Ιερέα και όχι σε θέματα πίστεως; Γιατί τότε θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους Κανόνες 46ο και 47ο των Αγ.Αποστόλων και με τους λοιπούς Αγίους της Εκκλησίας (βλ.Αγ.Κυπριανό και την εν Καρχηδόνι Ι.Σύνοδο, Αγ.Βασίλειο, Αγ.Φιρμιλιανό κ.ά. βλ.Υποσημ.Αγ.Νικοδήμου στον 46ο Κανόνα των Αγ.Αποστόλων) που απορρίπτουν ως άδεκτα και μολυσμένα τα μυστήρια των αιρετικών.
ΑπάντησηΔιαγραφή