«Άμα γράψεις κάτι για το θέμα», μου είπε ο φίλος μου ο ιερέας που μου διηγείτο τα θαυμάσια, δώσε τίτλο «οι Άγιοι βγήκαν στο μεϊντάνι».
Μου άρεσε...

Όταν ανέβηκα στο γραφείο, έψαξα να βρω τι ακριβώς σημαίνει «μεϊντάνι». Στο περίπου ξέρω αλλά με τους αγίους δεν είμαστε στο περίπου. Εδώ υπάρχει ακρίβεια και απολυτότητα.

Μεϊντάνι λοιπόν είναι η αλάνα, ο ανοικτός χώρος, η πλατεία και «βγήκε στο μεϊντάνι» σημαίνει μπορούν να τον δουν όλοι και μεταφορικά «βγήκε στο κλαρί», έγινε κλέφτης», βγήκε στα βουνά».
«Ωραία» είπα «μου κάνουν όλα. Σωστά είναι»...


Αυτό που θα πούμε, συμβαίνει εδώ και δυο περίπου χρόνια κάπου στην Αθήνα και η πηγή είναι εξακριβωμένα αξιόπιστη, σοβαρή και ακριβής.
Ο άνδρας είναι αυτό που δίχως περιστροφές θα ονόμαζε κάποιος «ρεμάλι». Εκ νεότητός του ναρκωτικά, πιοτό και άλλες καταχρήσεις, νυχτερινές ασχολίες (όχι και τόσο…ευγενείς) και μια ζωή να σέρνεται από λάσπη σε βούρκο.
Τώρα, γύρω στα εβδομήντα του χρόνια, είναι μόνος, άρρωστος, με την υγεία του υποθηκευμένη στις κραιπάλες της νιότης, την ψυχούλα του να παλεύει εφιάλτες και καθηλωμένος σε ένα κρεββάτι.
Κάποιες φορές τον επισκέπτεται ένας πονόψυχος μακρινός συγγενής αλλά η Αθήνα είναι μεγάλη, οι αποστάσεις μακρινές και οι άνθρωποι πολυάσχολοι.

Ωστόσο, πριν δυο χρόνια, ένα περίεργο γεγονός τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της βρώμικης (και κυριολεκτικά) καθημερινότητος του μοναχικού αυτού ανθρώπου καθώς από το πουθενά άνοιξε η πόρτα του και μπήκε ένας παπάς ο οποίος του μίλησε απαλά και αγαπησιάρικα, καθάρισε τον ίδιο και το σπίτι, του πήγε φαγητό και έφυγε βιαστικά.
Πριν όμως προλάβει ο άνθρωπός μας να μελαγχολήσει, ο παράξενος παπάς ξανάρθε και έκανε τα ίδια πράγματα, με το ίδιο χαμόγελο και έφυγε πάλι για να συνεχίσει να ξανάρχεται δυο χρόνια τώρα, δυο φορές την εβδομάδα.
Πολλές κουβέντες δεν έχει, κάνει την δουλειά του (αυτή της αγάπης), του λέει λίγα ενθαρρυντικά λόγια (όχι μεγάλα κηρύγματα) και φεύγει, δίχως να πει το όνομά του, το από που έρχεται και από που πηγάζει το ενδιαφέρον του.
Ο άντρας, το «ρεμάλι», ρουφάει την παρουσία του ιερέα κι’ αναρωτιέται στον συγγενή του «από πού κι’ ως πού»
«Από δω ως εκεί που ΔΕΝ τελειώνει η Αγάπη», θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει αλλά αυτό θα έμοιαζε πολύ ιδανικό για τον άντρα που σε πρακτική βάση κατέστρεψε την ζωή του και τώρα -σε πρακτική πάλι βάση- αυτός ο ξένος με τα ράσα τακτοποιεί τον ίδιο, το σπίτι, του καρφώνει κι’ ένα γέλιο στο πέτο της πυτζάμας που μόλις του φόρεσε καθαρή και φεύγει.
Σίγουρα πράγματα, ήσυχα, παστρικά, σπιτίσια, όπως δεν είχε απολαύσει ποτέ ως τώρα. Παρεκτός από όταν ήταν παιδί, από τα χέρια της συχωρεμένης της μάνας του. Αλλά αυτό είναι τόσο μακρινό και τόσο σβησμένο από τις παράξενες διαδρομές του, που μοιάζει σαν να μην υπήρξε ποτέ παιδί…..

Περνούν οι μέρες και ο παπάς ξανάρχεται…..

Τον περιγράφει στον συγγενή ως κοντούλη, αδύνατο, λειψό θα λέγαμε, αλλά με γλύκα στο χαμόγελό του και -παρά τα χρόνια του- σβέλτο.

Του έδειξε, νομίζω, φωτογραφία ο συγγενής (ο οποίος είναι συνειδητοποιημένος χριστιανός) και τώρα κάτι λέει για τον παπα Νικόλα τον Πλανά (ο συγγενής, γιατί το «ρεμάλι» δεν ξέρει απ’ αυτά…).

Βγήκαν όντως στο μεϊντάνι….Δόξα τω Θεώ!