ΑΛΛΟ ΕΝΑ -ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟ ΧΤΥΠΗΜΑ- ΔΕΧΟΝΤΑΙ
ΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
Ὁ Μητροπ. Ναυπάκτου μὲ τὸν ἀείμνηστο π. Ἰωάννη Ρωμανίδη |
Ἀπὸ αὐτὸ τὸ βιβλίο παραθέτουμε ἕνα τμῆμα (σελ. 49-62), γιατὶ αὐτὸ τὸ νέο ἔτος 2013 –ὅπως ὅλες οἱ ὣς τώρα κινήσεις, προσπάθειες, ἐξαγγελίες καὶ ἄλλες ἐνέργειες τῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων καὶ θεολόγων δείχνουν– προβλέπεται ἰδιαίτερα κινητικὸ πρὸς περαιτέρω ἐμπέδωση καὶ ἐπέκταση τῶν κακόδοξων Οἰκουμενιστικῶν ἰδεῶν καὶ σχεδιασμῶν.
Ἐλπίζουμε
ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι θὰ ἀντιληφθοῦν πὼς δὲν ὑπάρχουν πολλὰ περιθώρια χρόνου· πὼς ἡ φωτιὰ
κάτω ἀπὸ τὴ χύτρα μὲ τὸ βατραχάκι, ποὺ ἔχει ἀνάψει ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
φτάνει σὲ βαθμοὺς βρασμοῦ. Ἴσως εἶναι ὁ ὕστατος χρόνος πανορθοδόξου δράσεως ἐναντίον τῆς γαυριώσας καὶ ἀηδῶς ἐπαιρομένης αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
(Οἱ ἔγχρωμες ὑπογραμμίσεις δικές μας).
3. Ἐφαρμογὲς
τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας στὴν σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη
Ἡ βάση τῆς
μεταπατερικῆς θεολογίας εἶχε ἐμφανισθῆ πρὶν πολλὰ χρόνια, ὅπως προαναφέρθηκε,
καὶ μεταφερόταν ἀνεπιγνώστως καὶ στὴν Πατρίδα μας μὲ τὶς μεταφράσεις ἔργων τῶν
μεταπατερικῶν θεολόγων στὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ τελευταία γίνεται εὐρύτατος λόγος γιὰ
μεταπατερικὴ θεολογία, ἐπειδὴ προκάλεσε τὴν κοινὴ ἐκκλησιολογικὴ συνείδηση.
Χωρὶς νὰ ἀπολυτοποιῶ τὰ πράγματα καὶ τὶς καταστάσεις θὰ ἐντοπίσω ἐνδεικτικὰ
μερικὲς χαρακτηριστικὲς διδασκαλίες ποὺ εἶχε παρατηρήσει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης
καὶ σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ἦταν σύμφωνος καὶ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι.
Ἡ πρώτη μεταπατερικὴ ἄποψη, ποὺ δὲν παρατηρεῖται σὲ ὅλη τὴν
βιβλικοπατερικὴ παράδοση, εἶναι ὅτι ἑρμηνεύεται
ἡ ἐκκλησιολογία καὶ ἡ ἀνθρωπολογία μὲ βάση τὴν Τριαδολογία καὶ ὄχι τὴν
Χριστολογία. Ὑπάρχει μιὰ τάση σήμερα νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν Τριαδολογία
καὶ ὄχι γιὰ τὴν Χριστολογία, ὅπως παρατήρησε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Ὁ π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης γράφει σὲ ἐπιστολή του στὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκι: «Ἡ
περιγραφὴ ποὺ κάνετε τῆς ἐπιθυμίας κάποιων νὰ χρησιμοποιοῦν μιὰ Τριαδικὴ
διατύπωση ἀντὶ γιὰ τὴν τρέχουσα Χριστολογικὴ εἶναι χαρακτηριστικὴ τῆς μυωπίας
τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων πολυμαθῶν» (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ἰεροθέου, π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικὸς θεολόγος..., σελ.
125).
Ὅμως, ἡ
Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπὸς μὲ τὴν δημιουργία του εἶναι εἰκόνα
τοῦ Λόγου. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ
ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι διὰ τοῦ ὁποίου
ἀναγεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, γιὰ αὐτὸ καὶ σαρκώθηκε τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος. Βεβαίως, ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, ἀφοῦ κοινὴ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ
Χριστὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τὸν Πατέρα
ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος: «ὁ ἑωρακῶς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς
σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ
ἐν ἐμοί ἐστι;» (Ἰω. ιδ', 9-10). Ἔτσι, δὲν μπορεῖ κανεῖς
νὰ κάνη ἀναλογίες μεταξὺ Ἐκκλησίας, ἀνθρώπου καὶ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἑρμηνεύουμε τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία μὲ βάση τὴν Χριστολογία.
Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος γράφει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β' Κορ. δ', 4). Καὶ ἀλλοῦ:
«ὅς ἐστιν εἰκὼν του Θεοῦ τοῦ ἀόρατου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη
τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε
θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι' αὐτοῦ καὶ εἰς
αὐτὸν ἔκτισται» (Κολ. α', 15-16).
Ἔτσι, ὁ
Χριστὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, δι' Αὐτοῦ δημιουργήθηκαν τὰ πάντα, Αὐτὸς
εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ δι' Αὐτὸν ἔγινε ἡ ἀπολύτρωση καὶ ἡ
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ εἶναι εἰκὼν
Εἰκόνος, ὁπότε ἡ δομὴ τοῦ ἄνθρωπου εἶναι Χριστολογικὴ
καὶ ἡ ἐνηλικίωση τοῦ ἀνθρώπου συμπίπτει μὲ τὴν Χριστοποίηση,
ἀφοῦ πρέπει νὰ φορέση «τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου», τοῦ Χριστοῦ (Α' Κορ. ιε',
49) καὶ νὰ φθάση «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ', 13),
καὶ αὐτὸ «ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι» (Ἐφ. δ', 14). Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ
«ἀρχέτυπο» τοῦ ἄνθρωπου καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ ἄνθρωπου εἶναι Χριστολογικός, νὰ ἑνωθῆ
μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δι' Αὐτοῦ μὲ τὸν Πατέρα ἐν Ἅγίῳ Πνεύματι, καὶ τελικὰ ἐν
Χριστῷ ἑρμηνεύεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ πνευματική του ἐνηλικίωση (Παναγιώτη Νέλλα,
Ζῷον θεούμενον, ἐκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σελ. 19 κ.ε.).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος,
ἀντιμετωπίζοντας τὸν Ἄρειο, διδάσκει ὅτι μόνον ὁ Λόγος,
τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι κατὰ φύση εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι εἶναι κατὰ Χάρη καὶ ὄχι
κατὰ φύση εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἔργα του κατὰ τῶν Ἀρειανῶν συχνὰ
ἀναφέρεται στὸ ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἡ πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα ἄλλωστε
μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ εἴδαμε προηγουμένως. Σὲ ἕνα σημεῖο
γράφει ὅτι ὁ Λόγος «ἀναλλοίωτος ἡ εἰκὼν τοῦ ἄτρεπτου
Θεοῦ ἂν εἴη» (Μ. Ἀθανασίου, Ἔργα, τόμ. 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.
128). Ἀλλοῦ γράφει ὅτι ὁ Λόγος «οὐκ ἔστι κτίσμα οὐδὲ τῶν γεννητῶν, ἄλλα ἴδιος
Λόγος καὶ εἰκὼν τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 404) καὶ ἀλλοῦ «εἰκὼν
ἀληθινή τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 50).
Σὲ ἄλλο σημεῖο
ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπογραμμίζει τὴν ἀλήθεια ὅτι μόνον ὁ Λόγος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς
καὶ ἐμεῖς γίναμε εἰκόνες λόγῳ τῆς ἀληθινῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ὁ Λόγος.
Συγκεκριμένα ἀποφαίνεται, ἀπαντώντας στοὺς Ἀρειανούς: «πῶς οὖν, τούτων οὕτως
ὄντων, μόνος οὗτος Υἱὸς μονογενὴς καὶ Λόγος καὶ Σοφία ἐστίν; ἢ πῶς, τοσούτων ὄντων ὁμοίων τῷ Πατρί, μόνος οὗτος εἰκών ἐστι;».
Στὴν συνέχεια, ἀναφέροντας διάφορα χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα
πρέπει νὰ γίνουμε οἰκτίρμονες ὅπως ὁ Πατὴρ ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ νὰ γίνουμε
μιμητὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀγάπησε,
γράφει: «"τίς ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ;" περὶ δὲ αὐτοῦ, ὅτι
μόνος εἰκὼν ἀληθινὴ καὶ φύσει τοῦ Πατρός ἐστιν.
Εἰ γὰρ καὶ κατ' εἰκόνα γεγόναμεν καὶ εἰκὼν καὶ δόξα Θεοῦ ἐχρημάτισαμεν, ἀλλ' οὐ
δι' ἑαυτοὺς πάλιν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐνοικήσασαν ἐν ἡμῖν εἰκόνα καὶ ἀληθῆ δόξαν τοῦ Θεοῦ,
ἥτις ἐστὶν ὁ Λόγος αὐτοῦ, ὁ δι' ἡμᾶς ὕστερον γενόμενος, σάρξ, ταύτην τῆς
κλήσεως ἔχομεν τὴν χάριν» (Μ. Ἀθανασίου, Ἔργα, τόμ. 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975,
σελ. 40-42).
Ἀπὸ τὸ χωρίο
αὐτὸ τοῦ Μ. Ἀθανασίου φαίνεται σαφέστατα ὅτι ἡ μόνη κατὰ φύση εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Πατρὸς εἶναι ὁ Λόγος, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κατὰ Χάρη εἰκόνες τοῦ Θεοῦ
καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἐνοικήσασα μέσα μας εἰκόνα καὶ ἀληθινὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ
εἶναι ὁ Λόγος ποὺ γιὰ μᾶς ἐνηνθρώπησε. Ἑπομένως, ἡ Χριστολογία εἶναι ἡ βάση τῆς
ἀνθρωπολογίας.
Ἡ δεύτερη
μεταπατερικὴ θεολογία εἶναι ἡ θεωρία περὶ τῆς «ὀντολογίας τοῦ προσώπου». Αὐτὴ ἡ ἄποψη
εἶναι μεταπατερικὴ γιὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους λόγους.
Κατ' ἀρχὰς οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρίπτουν τὴν ὀντολογία,
τὴν ὁποία ταυτίζουν μὲ τὴν μεταφυσικὴ καὶ ἡ ὁποία καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται
στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἡ θεολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος στηρίζεται στὴν
ἀποκαλυπτικὴ ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, καὶ ὄχι στὴν
φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμὸ τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἀρειανοὶ
καὶ οἱ ἀρειανίζοντες προκειμένου νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ
χρησιμοποιοῦσαν τὶς ἀρχὲς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ οἱ Πατέρες (Μ.
Ἀθανάσιος καὶ Καππαδόκες) στηρίζονταν στὴν δική τους προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ
στὴν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, γι' αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦσαν χωρία
τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ νὰ ἀντικρούσουν τὶς ἀπόψεις τῶν αἱρετικῶν.
Ἔτσι, οἱ ἅγιοι
Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, λόγῳ τοῦ τροπικοῦ καὶ
δυναμικοῦ Μοναρχιανισμοῦ, ποὺ ἐμφανίσθηκε στὴν ἐποχή τους, καὶ ὑποστήριζαν ὅτι ὁ
ἕνας Θεὸς ἐκφράζεται μὲ τρεῖς τρόπους-προσωπεῖα (τροπικὸς Μοναρχιανισμὸς) καὶ
ὅτι ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι δυνάμεις τοῦ Πατρὸς (δυναμικὸς Μοναρχιανισμὸς)
ἀλλὰ τὰ βλέπουν μέσα ἀπὸ τὴν θεολογία τοῦ «τριλαμποῦς τῆς μίας θεότητος» καὶ
ὄχι μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία. Οἱ Πατέρες ποτὲ δὲν ὑποστήριξαν ὅτι τὸ πρόσωπο
ὑποστασιάζει τὴν φύση-οὐσία, οὔτε ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς
φύσεως-οὐσίας, ὅπως ὑποστήριζε ὁ Σαβέλλιος ποὺ ἦταν ἕνας τροπικὸς
μοναρχιανιστής, ἀλλὰ τόνιζαν ὅτι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα (ἀγέννητο, γεννητό, ἐκπορευτὸ)
εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν προσώπων (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς
Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδ. δ', 2005, σελ. 142-152). Οὔτε ποτὲ ὑποστήριζαν ὅτι
προηγεῖται τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση τῆς οὐσίας, ἀφοῦ τὸ πρόσωπο ἀποτελεῖται ἀπὸ τὴν
οὐσία καὶ τὰ προσωπικὰ ἰδιώματα.
Ἔπειτα, οἱ
ἅγιοι Πατέρες ποτὲ δὲν συνέδεσαν τὴν φύση μὲ τήν ἀνάγκη,
ὥστε στὴν συνέχεια νὰ συνδέσουν τὴν θέληση-βούληση μὲ
τὸ πρόσωπο, ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι θεολόγοι χρησιμοποιώντας φιλοσοφικὸ
στοχασμό. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀφ' ἑνος μὲν δίδασκαν ὅτι τὸ κατὰ φύση δὲν
σημαίνει καὶ κατ' ἀνάγκη, καὶ ὅτι ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ
βούληση εἶναι τῆς φύσεως -ὄχι τοῦ προσώπου-
καὶ ἡ προαίρεση διαφέρει τῆς φυσικῆς βούλησης. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι
σημαντικὴ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ γιὰ τὴν φυσικὴ
θέληση-βούληση καὶ τὴν προαίρεση (Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἰς Φιλοκαλία τῶν
Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, τόμ. 15Α, σελ. 12 κ.ε. Βλ. παρακάτω σελ. 303).
Αὐτὸ σημαίνει
ὅτι οἱ ἀποψεις συγχρόνων θεολόγων ὅτι δῆθεν ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου ἔχει ἀξία
διότι ὑπερβαίνει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσης, ὅτι ἡ φύση συνδέεται μὲ τὴν ἀνάγκη
καὶ ἡ βούληση μὲ τὸ πρόσωπο, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν στηρίγματα στὴν πατερικὴ
θεολογία. Ὁπότε, ἡ ἄποψη ὅτι οἱ Πατέρες «αὐτὸ ποὺ μαρτυροῦν εἶναι ἡ ἐλευθερία
τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν θεότητά του, ἡ δυνατότητά του νὰ ἐνανθρωπίζει, νὰ ὑπάρχει μὲ
τὸν τρόπο τοῦ ἀνθρώπου ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε προκαθορισμὸ τόσο τοῦ τρόπου τῆς θεότητας
ὅσο καὶ τοῦ τρόπου τῆς ἀνθρωπότητας» (Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἕξι φιλοσοφικὲς
ζωγραφιές, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 2011, σελ. 78)· καὶ ἡ ἄποψη ὅτι «τὸ ἐλεύθερο
θέλημα τοῦ Πατρὸς εἶναι αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζει ἡ Τριαδικὴ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ,
ὑποστασιάζεται ἡ οὐσία σὲ Τριαδικὸ Θεὸ» (Τὰ Μαθήματα Χριστιανικῆς δογματικῆς τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου
κυκλοφοροῦν μὲ διάφορες μορφές. Στὴν εἰσήγηση ποὺ ἔκανα στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη
Πειραιῶς χρησιμοποίησα τὴν μορφή, τὸν τίτλο καὶ τοὺς ἀριθμοὺς σελίδων τῶν
σημειώσεων ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὸ Ἐκκλησιαστικὸ Λύκειο Πατρῶν. Ἐδῶ θὰ γίνουν
παραπομπὲς στὶς σημειώσεις στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ἤτοι: Μητροπολίτου
Περγάμου Ἰωάννου, Μαθήματα Χριστιανικῆς δογματικῆς, Σημειώσεις ἀπὸ τὶς
παραδόσεις τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου, Καθηγητῆ Ἰωάννη Ζηζιούλα. Μέρος Α',
Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 111), καὶ
«ἡ ἔννοια τῆς βουλήσεως (ἐνν. στὸν ἄνθρωπο) ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἔννοια τῆς
ἐπιλογῆς» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 112) εἶναι ἀπαράδεκτες
ἀπὸ πλευρᾶς ὀρθοδόξου θεολογίας. Καὶ αὐτὸ γιατὶ οἱ Πατέρες συνδέουν τὴν
θέληση-βούληση μὲ τὴν φύση, ὁπότε ὑπάρχει μία
θέληση καὶ βούληση στὸν Θεό, καθὼς ἐπίσης ἐντοπίζουν τὴν διαφορὰ μεταξὺ θέλησης-βούλησης καὶ προαίρεση.
Βεβαίως, ἄλλο εἶναι τὸ «θέλειν» καὶ ἄλλο εἶναι τὸ «πῶς θέλειν».
Ἀκόμη, οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν τὸν ἄνθρωπο μέσα ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα καὶ καθ'
ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ (τοῦ Λόγου) καὶ δὲν ἔκαναν
φιλοσοφικὲς ἀναλύσεις περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, κατ' ἀναλογία μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό,
ἀφοῦ ἀπορρίπτουν τὸ analogia entis
τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀναλογία μεταξὺ
κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου (Andrew Sopko, Prophet of Roman Orthodoxy the Theology of John Romanides,
Synaxis Press,
Canada 1998, σελ.
147-150). Ἡ λεγομένη «ὀντολογία τοῦ προσώπου»
μὲ τὴν ταυτόχρονη περιφρόνηση τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς,
ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς εὐσεβισμός, εἶναι μεταπατερικὴ ἄποψη, γιατὶ ἀγνοεῖ τὴν
διάκριση μεταξὺ ψυχικοῦ-σαρκικοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, ὅπως
παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο (Α' Κορ. β', γ΄ 1-3, Γαλ. 17-18).
Ἐπὶ πλέον ἡ ἄποψη περὶ «κοινωνίας προσώπων» εἶναι ἀπορριπτέα ἀπὸ τὴν πατερικὴ-ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, γιατὶ δὲν ὑπάρχει
κοινωνία προσώπων οὔτε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ οὔτε στὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ
οὔτε στους ἀνθρώπους. Στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ὑπάρχει κοινωνία φύσεως-οὐσίας
καὶ κοινὴ ἐνέργεια, ὄχι ὅμως κοινωνία προσώπων, διότι
ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀκοινώνητα (ἀγέννητο,
γεννητό, ἐκπορευτό). Ἡ ἀλληλοενοίκηση τῶν προσώπων δὲν εἶναι κοινωνία τῶν προσώπων.
Στὸν Θεάνθρωπο Χριστό ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι καθ'
ὑπόσταση καὶ δὲν ὑπάρχει ἕνωση προσώπων, γιατὶ δὲν
ὑπάρχουν δύο πρόσωπα στὸν Χριστό, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Νεστοριανισμός. Καὶ
ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δι'
Αὐτοῦ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος (Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου
Βλασίου Ἱεροθέου, Πρόσωπα καὶ "κοινωνία προσώπων", Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση,
τεῦχ. 171, Ὀκτ. 2010, σελ. 8-9).
Συνάρτηση τῆς
προηγουμένης μεταπατερικῆς ἄποψης εἶναι καὶ τὰ περὶ προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου
κατὰ ψυχολογικὸ τρόπο, μὲ τὴν ψυχολογοποίηση τῆς ἀνθρωπολογίας, ὅταν μάλιστα
περιφρονῆται ἡ νηπτικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Τελικά, ἀποτελεῖ μεταπατερικὴ
ἄποψη ὁ βολονταριστικὸς (βουλησιοκρατικὸς) περσοναλισμός.
Γιὰ τὸ θέμα
τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου καὶ τὸν βολονταριστικὸ περσοναλισμὸ γίνεται ἀναφορὰ
σὲ ἕνα κεφάλαιο ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ νομίζω δείχνει ὅτι οἱ ἀναλύσεις περὶ τοῦ
προσώπου στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἄποψη περὶ προσώπου στὸν ἄνθρωπο μᾶς ἦλθαν ἀπὸ τὴν Δύση
καὶ ἰδίως ἀπὸ τὸν γερμανικὸ ἰδεαλισμὸ καὶ ὑπαρξισμό.
Ἡ τρίτη μεταπατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἡ λεγομένη «εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» (Andrew Sopko,
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 150-153). Βεβαίως, κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν μεγάλη ἀξία τῆς
θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὴν ὁποία κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ
Χριστοῦ, πρὸς τὴν ὁποία κατευθύνονται ὅλα τὰ Μυστήρια καὶ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ
ζωή, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ θεία Εὐχαριστία νὰ ἀνεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὴν ὅλη ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
Κατ' ἀρχὰς ὑπάρχει
στενὴ σχέση μεταξὺ Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξίας καὶ Εὐχαριστίας, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸν
ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λυῶνος (βλ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἐκκλησία, Ὀρθοδοξία καὶ Εὐχαριστία παρὰ τῷ Ἁγίῳ Εἰρηναίῳ, εἰς Χριστός, ἀρχὴ καὶ τέλος, ἔκδ. Ἵδρυμα
Γουλανδρῆ-Χόρν, Ἀθήνα 1983, σελ. 109-146). Δὲν
ὑφίσταται Ἐκκλησία χωρὶς Ὀρθοδοξία καὶ
Εὐχαριστία, οὔτε Ὀρθοδοξία χωρὶς Ἐκκλησία καὶ θεία Εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ δὲν ὑφίσταται θεία Εὐχαριστία ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν
Ὀρθοδοξία. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ὀρθόδοξη ἔξω ἀπὸ τὴν
κανονικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις μετοχῆς σὲ αὐτήν.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Κανόνες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καταγράφουν τὶς προϋποθέσεις
μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία Εὐχαριστία καὶ τὴν θεία Κοινωνία ποὺ
εἶναι ἡ ἄσκηση καὶ ὁ ἡσυχαστικὸς
τρόπος ζωῆς. Ἡ θεία Εὐχαριστία δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήση τὴν καθαρση τὸν
φωτισμὸ καὶ τήν θέωση, οὔτε, βεβαίως, καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ἰσχύει καὶ ἐδῶ τὸ συναμφότερο.
Ἀκόμη, ἐκτὸς τῆς
θείας Εὐχαριστίας βασικὰ κέντρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δόγμα
καὶ ἡ προσευχή, τὰ ὁποῖα προϋποθέτει ἡ θεία
Εὐχαριστία. Ὑπάρχει βαθύτατος συνδυασμὸς μεταξὺ lex credendi (νόμος πίστεως)
καὶ lex orandi (νόμος προσευχῆς). Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Προεστὼς τῆς Εὐχαριστιακῆς
Συνάξεως, ἀλλὰ ταυτοχρόνως (πρέπει νὰ) εἶναι
καὶ Προφήτης ποὺ κηρύττει προφητικὸ λόγο στοὺς ἐκκλησιαζόμενους, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦν
νὰ πορευθοῦν ἀπὸ τὸ κατ' εἰκόνα στὸ καθ' ὁμοίωση. Βεβαίως, μέσα στὴν Ἐκκλησία
καὶ στὴν θεία Εὐχαριστία ὑπάρχουν διάφορες πνευματικὲς ἡλικίες, καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα ἐνεργεῖ καταλλήλως σὲ ὅλους. Ἔπειτα, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ Μυστήρια
ἐνεργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κατάσταση τῶν κανονικῶν Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν,
ὅμως ὅσοι κοινωνοῦν τῶν ἄχραντων Μυστηρίων δὲν ὠφελοῦνται, ἐὰν δὲν συμμετέχουν
στὴν καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἐπὶ πλέον ἡ ἐσχατολογικὴ
ἑρμηνεία τῆς θείας Εὐχαριστίας μὲ ἀπόρριψη ἢ ὑποτίμηση τῆς νηπτικῆς-ἡσυχαστικῆς
παραδόσεως εἶναι μεταπατερικὴ διδασκαλία, ξένη
πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
ἐσχατολογικὴ βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν θεία Εὐχαριστία -ὅσο ζοῦμε τὴν
βιολογικὴ ζωὴ- εἶναι συνάρτηση τῆς μετοχῆς τοῦ Χριστιανοῦ στὴν καθαρτική,
φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν
Μυσταγωγία του δὲν παρουσιάζει μόνον τὴν ἐσχατολογικὴ πλευρὰ τῆς θείας
Εὐχαριστίας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ διάστασή της, ὡς ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὰ
αἰσθητὰ στὴν καρδιά, ὁπότε οἱ φιλόθεοι ἀξιώνονται νὰ δοῦν μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ
ἀρεμβάστου νοὸς τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο καὶ Θεό (βλ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, εἰς
Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, τόμ. 14, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 39 κ.ε.). Ἔτσι, δὲν νοεῖται ἐσχατολογικὴ βίωση τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ στὴν θεία Εὐχαριστία ἔξω ἀπὸ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ
ποὺ βρίσκεται στὴν καρδιὰ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα
καὶ τὸ ἅγιο Χρῖσμα, αὺτό ποὺ λέγεται ἀπό τους
Πατέρες ἱερὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς.
Ὅλα αὐτὰ
ἔκαναν τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη νὰ λέγη ὅτι δὲν εἶναι ἡ
Εὐχαριστία ποὺ κάνει τὴν Ἐκκλησία νὰ εἶναι ὄντως Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ
ποὺ κάνει τὴν Εὐχαριστία νὰ εἶναι ὄντως Εὐχαριστία. Μὲ ἄλλα λόγια,
τὸ «ἄλογο» (δόγμα-Κανόνες) προηγεῖται τοῦ «κάρου» καὶ ὄχι τὸ ἀντιστροφο (Andrew Sopko ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 147 καὶ 128). Ἄλλωστε, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἔξω ἀπὸ
τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ τὰ δόγματα καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, δὲν ὑφίσταται
Εὐχαριστία, μὲ τὴν ὀρθόδοξη σημασία τῆς λέξεως. Ὁπότε μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο
γιὰ ἐκκλησιαστική
Εὐχαριστία καὶ ὄχι γιὰ
εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία.
Ἡ τέταρτη
μεταπατερικὴ ἄποψη, ποὺ εἶναι συνέπεια τῆς προηγουμένης,
εἶναι ὁ ὑπερτονισμὸς τοῦ ἀναστάσιμου χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης 'Ἐκκλησίας μὲ ὑποτίμηση τῆς
σταυρικῆς ζωῆς, δηλαδὴ ἡ διάσπαση μεταξὺ τοῦ
μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς θεοπτίας τῆς δόξης τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ. Μερικοὶ μεταπατερικοὶ θεολόγοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως, ἐνῶ
οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ζοῦν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ διχοτόμηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ξεχωρίζεται ὁ Σταυρὸς
ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅταν
παρουσιάζεται ἡ δόξα τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
καὶ ἡ μέθεξη αὐτῆς τῆς δόξας τῆς Ἀναστάσεως μὲ παραθεώρηση
τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ, ποὺ συνιστοῦν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ
Σταυροῦ, δηλαδὴ ὅταν χωρίζεται ἡ Ἀνάσταση ἀπὸ τὸν Σταυρό, αὐτὸ εἶναι μεταπατερικὴ θεολογία,
ποὺ δὲν συντονίζεται μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ
δὲν συνδέεται μόνον μὲ τὴν ἄσκηση, τὴν λεγόμενη πράξη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θεωρία,
γι' αὐτὸ γίνεται λόγος γιὰ τὴν μέθεξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ
Σύρος κάνει λόγο γιὰ τὴν διπλὴ πράξη τοῦ Σταυροῦ, δηλαδὴ τὴν πράξη καὶ τὴν
θεωρία. Γράφει: «Ἡ πρᾶξις τοῦ σταυροῦ διπλή ἐστι, καὶ τοῦτο πρὸς τὸ διπλοῦν τῆς
φύσεως τὸ διαιρούμενον εἰς δύο μέρη». Ἡ μὲν μία, δηλαδὴ ἡ πράξη, «τὸ παθητικὸν
μέρος τῆς ψυχῆς καθαρίζει ἐν τῇ δυνάμει τοῦ ζήλου», καὶ συνδέεται μὲ τὴν
ὑπομονὴ στὶς θλίψεις τῆς σαρκός, ἡ δὲ ἄλλη, δηλαδὴ ἡ θεωρία, «τῇ ἐνεργείᾳ τῆς ἀγάπης
τῆς ψυχῆς, ἥτις ἐστὶν ἐπιπόθησις φυσική, ἥτις διυλίζει τὸ νοητὸν μέρος τῆς
ψυχῆς», καὶ συντελεῖται «ἐν τῇ λεπτῇ ἐργασίᾳ τοῦ νοῦ καὶ ἐν τῇ θείᾳ ἀδολεσχίᾳ
καὶ τῇ διαμονῇ ἐν τῇ προσευχῇ, καὶ τὰ ἑξῆς». Σαφῶς ἐδῶ ἐννοεῖται ὅτι ἡ δόξα τοῦ
Σταυροῦ μετέχεται καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν θεωρία (Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι
ἀσκητικοί, κριτικὴ Ἔκδοση Μάρκελλου Πιράρ, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος, α'
ἔκδ. 2012, σελ. 230).
Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, σὲ ὁμιλία του κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως,
ἀναπτύσσει διεξοδικὰ ὅτι ἡ βίωση τοῦ Σταυροῦ σημαίνει βίωση τῆς πράξεως καὶ τῆς
θεωρίας τοῦ Λόγου, ὅπως ἔγινε στοὺς Προφῆτες καὶ Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
καὶ ὅπως βιώνεται στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
Γιὰ τὴν
θεοπτία τοῦ Μωϋσέως στὴν Βάτο γράφει: «Οὕτως οὖν καὶ ἡ κατὰ Μωϋσῆν ἐκείνη τῆς
καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου θεωρία Σταυροῦ μυστήριον ἦν, τοῦ κατὰ τὸν Ἀβραὰμ
ἐκείνου μυστηρίου μεῖζον καὶ τελεώτερον» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα, τόμ. 9, ΕΠΕ,
Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 292). Ἐπίσης, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου περικλείει ὅλο τὸ μυστήριο
τῆς θείας οἰκονομίας: «ὅτι ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρὸς ἐστὶ πᾶσαν ἐμφαίνων τῆς ἐν
σαρκὶ τούτου παρουσίας τὴν οἰκονομίαν καὶ τὸ κατ' αὐτὴν ἅπαν ἐμπεριέχων
μυστήριον καὶ πρὸς πάντα τείνων τὰ πέρατα καὶ πάντα περιλαμβάνων τὰ ἄνω τὰ κάτω
τὰ πέριξ τὰ μεταξὺ» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 318). Γι' αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατακλείοντας
τὴν ὁμιλία προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ προσκυνήσουν τὸν τόπο ποὺ στάθηκαν τὰ πόδια
τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸν Σταυρό, «ὡς ἂν καὶ κατὰ τὴν ὑπερδεδοξασμένην μέλλουσαν
τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίαν, αὐτὸν προηγούμενον
ἰδόντες ἐν δόξῃ ἀγαλλιασώμεθα καὶ σκιρτήσωμεν ἄληκτα, τῆς ἐκ δεξιῶν στάσεως καὶ
τῆς ἐπηγγελμένης μακαρίας φωνῆς καὶ εὐλογίας ἐπιτυχόντες, εἰς δόξαν τοῦ κατὰ
σάρκα δι' ἡμᾶς σταυρωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 322-324).
Ἑπομένως, ἡ μέθεξη
τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ γίνεται στὴν πράξη καὶ
τὴν θεωρία, σὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, στὰ Μυστήρια καὶ τὴν θεία Λειτουργία,
δηλαδὴ στὴν μέθεξη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δὲν χωρίζεται ποτὲ ὁ Σταυρὸς ἀπὸ
τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ μέθεξη
αὐτῆς τῆς θείας ἀγάπης ποὺ συνιστᾶ τὴν σωτηρία τοῦ ἄνθρωπου.
Δυστυχῶς,
αὐτὲς οἱ μεταπατερικὲς ἀπόψεις, ποὺ δὲν τὶς συναντᾶμε στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ὁποῖες σὲ μερικὰ σημεῖα εἶναι
στοχαστικὲς μεγεθύνσεις διδασκαλιῶν τῶν Πατέρων, ἔχουν εἰσρεύσει στὴν νεοελληνικὴ θεολογία καὶ
πρέπει νὰ γίνη ἀποκάθαρσή της. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, σχολιάζοντας
αὐτὲς τὶς ἄποψεις, γράφει ὅτι τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν σύγχρονη, ἀλλὰ καὶ τὴν μελλοντικὴ θεολογία, δὲν εἶναι ὁ σχολαστικισμός, ὁ ὁποῖος
κτυπήθηκε πολύ, ἀλλά, κυρίως, οἱ ἀπόψεις γιὰ τὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», τὴν «εὐχαριστιακὴ
ἐκκλησιολογία» καὶ τὴν διχοτομία
μεταξὺ «τῆς θεολογίας τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ
καὶ τῆς θεοπτίας τῆς δόξης τῆς
ἀναστάσεως» (βλ. Andrew Sopko, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 146 κ.ε.).
Πάντως, τὸ
κύριο καὶ βασικὸ γνώρισμα τῶν μεταπατερικῶν θεολόγων εἶναι ὅτι ὑποτιμοῦν ἢ ἀρνοῦνται τὴν νηπτικὴ-ἡσυχαστικὴ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως χλευάζουν ἀπρεπέστατα τὰ
περὶ καθάρσεως, φωτισμοῦ καὶ θεώσεως,
ποὺ εἶναι ὁ πυρήνας τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχει ἐξήγηση γι' αὐτὴν τὴν νοοτροπία, ὅπως τὸ ἑρμηνεύει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης,
ὅτι, δηλαδή, εἶναι ἐπηρεασμὸς ἀπό τους Προτεστάντες (βλ. κατωτέρω σελ. 131-132).
Δακτυλογράφηση:
Π.Σ.