ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ
ΜΕΛΕΤΗ
Ι. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ
ΤΟΝ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ π. ΕΥΘΥΜΙΟ
ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Ε΄ Μέρος
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ εἰς τό ἑπόμενο
κεφάλαιο τῆς κριτικῆς μελέτης σας, τό ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ἀπόπειρα συγκρίσεως τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ Συνόδου μέ ἄλλους
Κανόνες».
Ἐδῶ, προκειμένου πατέρες νά ἀποδείξετε ὅτι
κανένας Kανόνας δέν συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀποτειχίσεως,
μεταχειρίζεσθε πάλι, πλήν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, καί τίς δύο μεθόδους πού ἤδη ἐχρησιμοποιήσατε
καί προηγουμένως. Δηλαδή, τό νά καταβιβάσετε τά θέματα τῆς πίστεως καί αἱρέσεως
εἰς τό ἐπίπεδο ὅλων τῶν ἄλλων παραπτωμάτων τοῦ Ἐπισκόπου, γιά τά ὁποῖα ἀναμένομε
τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, καί τό νά ἀπαλλάξετε τό κάθε πιστό καί ὀρθόδοξο μέλος
τῆς Ἐκκλησίας, κληρικό ἤ λαϊκό, ἀπό τήν εὐθύνη γιά τήν καταστολή τῆς αἱρέσεως
καί κυρίως τήν συμμετοχή εἰς αὐτήν, διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν
αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐδῶ κατ’ οὐσίαν πατέρες, καταρρίπτετε ἄνευ
μάχης τό τελευταῖο καί κυριώτατο φρούριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
Δι’ αὐτόν τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἔχει ὀρθότατα λεχθῆ ὅτι κρίνει, ὄχι ἁπλῶς ἕναν Ἐπίσκοπο,
ἀλλά ἀκόμη καί τίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Σᾶς ὑπενθυμίζω δύο πράγματα, διά νά
πεισθῆτε περί τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου.
Τό ἕνα εἶναι ἡ ἀντιμετώπισις ἀπὸ τὸν λαό,
τῶν Ἐπισκόπων πού ὑπέγραψαν στήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας–Φερράρας, ὅταν αὐτοί ἐπέστρεψαν
εἰς τήν Κων/πολι. Ἦταν τόσο σκληρή καί ἀποφασιστική ἡ ἐναντίον τους στάσι του, ὥστε
ἀναγκάσθηκαν αὐτοί νά ὁμολογήσουν μετάνοια ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, προκειμένου νά
γλυτώσουν τήν ζωή των καί φυσικά τόν θρόνο των. Αὐτή ἡ στάσις τοῦ λαοῦ ἦταν ἐκείνη,
ἡ ὁποία συνήργησε τά μέγιστα εἰς τήν ἀνατροπή τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου αὐτῆς,
πέραν βεβαίως τῆς στάσεως τοῦ ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Ὁ ἅγ. Μᾶρκος, μάλιστα,
σέ πολλές ἐπιστολές του μνημονεύει τήν ἄτεγκτη καί ὁμολογιακή αὐτή στάσι τοῦ
λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἐδέχετο καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς ὑπογράψαντας
Ἐπισκόπους.
Τό δεύτερο εἶναι ἡ ἀπόφασις τῆς
πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848 ἡ ὁποία θέτει τόν λαό ὡς φύλακα τῆς πίστεως καί
τό φρούριο αὐτό τό ὁποῖο δέν πρέπει ποτέ νά πέση: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα,
διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς
ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν
Πατέρων αὐτοῦ». Ἐσεῖς δυστυχῶς
πατέρες, θεωρεῖτε τόν λαό ἀνώριμο καί ἀνεύθυνο
περί τήν πίστι καί τήν πνευματική ζωή καί, βεβαίως, περιμένετε νά γίνη ἡ
καταστολή τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο, δηλαδή περιμένετε οἱ ἴδιοι
οἱ αἱρετικοί, ὡς ὥριμοι προφανῶς περί τήν πίστι, νά καταδικάσουν τούς ἑαυτούς
των.
Ἀλλά ἄς ἔλθωμε νά ἀναφέρωμε κάποια ἀπό
τά σημαντικώτερα τμήματα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τῆς κριτικῆς μελέτης σας καί νά τά
σχολιάσωμε ἀναλόγως, μέ βάσι πάντοτε τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἄν διαπιστώσετε πατέρες,
κάπου εἰς τά γραφόμενά μου ὅτι κάτι δέν συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς
Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, σᾶς
παρακαλῶ νά μοῦ τό ὑποδείξετε πάραυτα διά νά διορθωθῶ καί νά εὐθυγραμμισθῶ μέ αὐτά.
Λυποῦμαι ὅμως ἀφάνταστα, ὅταν ὁμιλεῖτε γιά τόσο σοβαρά θέματα, ὅπως εἶναι τά
θέματα τῆς πίστεως, καί στηρίζεσθε ἀποκλειστικῶς καί μόνο στόν ὀρθολογισμό καί
οὐδόλως στήν ἁγ. Γραφή καί στή διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἀναφέρετε λοιπόν στό κεφάλαιο αὐτό τῆς
κριτικῆς μελέτης σας τά ἑξῆς, σχολιάζοντας τόν 31ον Ἀποστολικό
Κανόνα καί τήν συσχέτισι πού ἐγώ τοῦ ἔκανα, μέ τόν 15ον τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὸ ὅτι ὁ παρών
Κανόνας (ἐννοεῖται ὁ 31ος Ἀποστολικός) θέτει ὡς ἐξαίρεση γιά τήν ἀπομάκρυνση ἀπό
τόν ἐπίσκοπο τά θέματα πίστεως καί δικαιοσύνης, δέν σημαίνει ὅτι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό, νά γίνει κριτής
καί δικαστής αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, ἐάν καί κατά πόσον δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος αὐτός εἶναι
αἱρετικός ἤ ἄδικος. Καί τοῦτο, διότι, ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δέν εἶναι ἁρμόδιο καί ἱκανό
τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά κάνει αὐτό τό ἔργο ἀλάνθαστα καί δίκαια, ἐπειδή
δέν ἔχει τήν ἀνάλογη πνευματική ὡριμότητα καί γνώση. Αὐτό τό ἔργο ἀνήκει μόνον
σέ Σύνοδο ἐπισκόπων. Ἐάν ὁλόκληροι Σύνοδοι ἐπισκόπων συνέβη, ὅπως γνωρίζουμε ἀπό
τήν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, νά πλανηθοῦν καί νά βγάλουν ἐσφαλμένες καί ἄδικες
συνοδικές ἀποφάσεις γιά διάφορα πρόσωπα, πόσο μᾶλλον εἶναι εὔκολο νέ πλανηθεῖ
καί νά πέσει ἔξω ἕνας ἁπλοϊκός πιστός, ἀνώριμος περί τήν πίστιν καί τήν
πνευματικήν ζωήν;».
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι,
ὁ 31ος Ἀποστολικός Κανών,
θέτει ὡς ἐξαίρεσι τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης καί ἀναφέρετε τί αὐτό δέν σημαίνει. Δέν εἶδα ὅμως
(πρός μεγάλη μου ἔκπληξι) πουθενά στήν κριτική σας μελέτη, νά ἀναφέρετε τό τί αὐτό σημαίνει. Διότι ἄν, ὅπως
ἀναφέρετε, αὐτό «δέν σημαίνει, ὅτι δίδει τό δικαίωμα στόν κάθε πιστό νά γίνη κριτής καί
δικαστής αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου», τί τέλος πάντων σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ
Κανόνος αὐτοῦ; Μήπως κατ’ ἀρχάς, τά ἐξαιρεῖ τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς
δικαιοσύνης γιά νά μήν τά καταβιβάση, μέ ὅλα τά ἄλλα προσωπικά σφάλματα καί ἁμαρτήματα
τοῦ Ἐπισκόπου, τό ὁποῖο ἐσεῖς πράττετε διά τῆς ἐξισώσεως τῶν θεμάτων τῆς
πίστεως καί τῆς ἰδίας ἀντιμετωπίσεως μέ ὅλα τά ἄλλα ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου;
Ἐπί
πλέον, μήπως ὁ Κανόνας τά ἐξαιρεῖ γιά νά διασφαλίση τόν κάθε πιστό καί νά τόν
καταστήση ὑπεύθυνο καί συνεπῶς ἔνοχο, ἐάν ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ἕναν
τέτοιο Ἐπίσκοπο; Μήπως ἀκόμη –μέ τήν ἐξαίρεσι αὐτή– ὁ Ἀποστολικός αὐτός Κανόνας
δηλώνει ὅτι, στήν περίπτωσι αὐτή τῆς ἐξαιρέσεως, οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό αὐτόν
τόν Ἐπίσκοπο δέν δημιουργοῦν σχίσμα καί παρασυναγωγή, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ
Κανόνας; Διότι, ἄν συμβαίνει αὐτό, τότε ἄριστα συμφωνεῖ ὁ Κανόνας αὐτός μέ τόν
15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος παρομοίως ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι
ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, δέν δημιουργοῦν σχίσμα, ἀλλά λυτρώνουν τήν Ἐκκλησία ἀπό
τά σχίσματα.
Θά ἔπρεπε λοιπόν πατέρες, νά μᾶς ἀναφέρετε
πρωτίστως, τί σημαίνει αὐτή ἡ ἐξαίρεσις καί ὄχι τί δέν σημαίνει. Διότι ἄν μᾶς ἀναφέρατε
τό τί σημαίνει, τότε εὐνόητο ἦτο νά κατανοήσωμε καί τό τί δέν σημαίνει.
Προφανῶς ὅμως δέν μᾶς ἀναφέρατε τό
τί σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ
Κανόνος αὐτοῦ, διότι αὐτό ἀντιστρατεύετε στήν δυνητική ἑρμηνεία καί, βεβαίως,
στήν προσπάθειά σας νά προσαρμόσετε τά θέματα τῆς πίστεως σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα
τῶν προσωπικῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ προσπάθειά σας αὐτή φαίνεται ἀπό τήν
συνέχεια τοῦ λόγου τῆς κριτικῆς μελέτης σας εἰς τήν ὁποία ἀναφέρετε: «Ἐξάλλου τό ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός δέν παρέχει ἕνα
τέτοιο δικαίωμα στόν κάθε πιστό, φαίνεται ἀπό ὅσα νομοθετοῦν οἱ 13ος, 14ος καί
15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' Συνόδου, οἱ ὁποῖοι κατά τρόπο συμπληρωματικό ἔρχονται νά
διασαφήσουν τό νοηματικό περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγω Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐξ αὐτῶν
οἱ 13ος, 14ος καί τό πρῶτο μέρος τοῦ 15ου ἀπειλοῦν μέ καθαίρεση τούς κληρικούς ἐκείνους,
πού θά τολμήσουν νά ἀπομακρυνθοῦν καί δέν μνημονεύσουν, ταὐτόν εἰπεῖν ἀποτειχιστοῦν,
ἀπό τόν οἰκεῖο ἐπίσκοπο, προτοῦ ἡ Σύνοδος νά ἐξετάσει καί καταδικάσει τά ἐγκλήματα
καί παραπτώματα (ἤ ἀδικήματά) του».
Εἶναι ὄντως ἄξιον ἀπορίας, πατέρες, τό
πῶς, ἐνῶ καί οἱ δύο αὐτοί Κανόνες ἐξαιροῦν τά θέματα τῆς πίστεως ἀπό ὅλα τά ἄλλα
προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου, ἐσεῖς ἀπεναντίας, τά ταυτίζετε καί τά ἀντιμετωπίζετε
κατ’ οὐσίαν κατά τόν ἴδιο τρόπο. Μέ αὐτήν σας τήν μέθοδο, τήν τελείως ἀμάρτυρη ἀπό
ἁγιογραφικῆς, κανονικῆς καί πατερικῆς πλευρᾶς, ἀφήνετε τελείως ἀπροστάτευτο τό
κάθε πιστό καί ὀρθόδοξο μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό ἀφήνετε στό στόμα τοῦ
λύκου, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου∙ ἀναιρεῖτε καί, κατ’ οὐσίαν, καταργεῖτε τήν
ἀποτείχισι, ἡ ὁποία πρωτίστως ἀποβλέπει στήν προστασία τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική
ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο∙ βοηθᾶτε τά μέγιστα στήν ἐξάπλωσι καί ἑδραίωσι
τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον κατ’ οὐσίαν ἀχρηστεύετε καί ἀδρανοποιεῖτε τό τελευταῖο
κάστρο τῆς πίστεως, τὸ λαό
τοῦ
Θεοῦ καί, βεβαίως, μᾶς δίδετε νά κατανοήσωμε πλήρως τό γιατί ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς
μας, δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός, δέν καταστέλλεται ἀλλά ἀπεναντίας ἐπεκτείνεται καί
ἑδραιώνεται.
Πρέπει ἐπίσης νά τονισθῆ ὅτι, διά τῆς ἀποτειχίσεως,
ὁ κάθε πιστός δέν καταργεῖ, οὔτε ἰδιοποιεῖται τό ἔργο τῆς Συνόδου, ἀλλά ἀπομακρύνεται
ἀπό τήν μολυσματική ἀσθένεια, καί αὐτοπροστατεύεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ
ὁποῖος διά τῆς αἱρέσεως μετεβλήθη σέ λύκο, μέχρι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπόφασις
δέ τῆς Συνόδου, κατ’ οὐσίαν, δέν ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο, διότι ἡ ἔκπτωσις ἔχει γίνει διά τῆς αἱρέσεως, ἀλλά ἀπομακρύνει τό
νεκρό ἤδη μέλος ἀπό τό σῶμα της (ἤ τό ἀποκόπτει ἐφ’ ὅσον αὐτό ἤδη ἔχει νεκρωθῆ
διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως), πρωτίστως διά νά μή συμμετέχη εἰς τήν αἵρεσι
διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο καί, βεβαίως, διά νά ὀρθοτομήση
τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί νά προστατεύση ἐπισήμως καί συνοδικῶς τό ποίμνιο καί
κυρίως αὐτούς πού προφανῶς παρεσύρθηκαν ἀπό τίς αἱρετικές διδασκαλίες αὐτοῦ τοῦ
Ἐπισκόπου.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐνθυμηθοῦμε
τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τήν ἁγιογραφική ἔκφρασι «ὀρθοτομοῦντα
τόν λόγο τῆς ἀληθείας» (Β΄ Τιμ. 2,15). Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Καλῶς
τοῦτο εἶπε· πολλοὶ γὰρ αὐτὸν παρασπῶσι πάντοθεν καὶ παρέλκουσι· πολλὰ ἔχει τὰ ἐπιφυόμενα.
Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἀπευθύνοντα, ἀλλ', Ὀρθοτομοῦντα· τουτέστι, Τέμνε τὰ νόθα, καὶ τὰ
τοιαῦτα μετὰ πολλῆς τῆς σφοδρότητος ἐφίστασο καὶ ἔκκοπτε· καθάπερ ἐπὶ ἱμάντος τῇ
μαχαίρᾳ τοῦ πνεύματος πάντοθεν τὸ περιττὸν καὶ ἀλλότριον τοῦ κηρύγματος ἔκτεμνε»
(P.G. 62,626).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου, ἐφ’
ὅσον ἡ Σύνοδος δέν τέμνει τά νόθα (αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί αἱρετικούς Οἰκουμενιστάς),
δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἔστω καί ἄν εἰς
αὐτήν συμμετέχη ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς καί ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἀντιοικουμενιστής
Ἐπίσκοπος. Μᾶλλον οἱ Μητροπολίτες αὐτοί συμμετέχουν στήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς.
Εἰς αὐτό συνηγορεῖ καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅταν
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ
συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν
τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι
καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι» (ΕΠΕ 9, 284).
Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὑπάρχει θέμα αἱρέσεως
(καί μάλιστα παναιρέσεως ὅπως ὁμολογήσατε), ὅταν συνέλθη ἡ Σύνοδος, πρέπει πρῶτα
αὐτό νά ἐξετάση καί ταυτοποιήση καί ἔπειτα νά ἀσχοληθῆ μέ οἱοδήποτε ἄλλο θέμα.
Καί ἀπό ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, γίνεται ἀντιληπτό,
πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως δέν συγκαταριθμοῦνται οὔτε ὑπάγονται
σέ ὅλα τά ἄλλα ζητήματα καί προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου διά
τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων ὄχι μόνον δέν
περιθωριοποιεῖται διά τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλά εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία, πρῶτα–πρῶτα
γιά τήν ἴδια τήν Σύνοδο, γιά τήν ὁποία ὁμολογεῖται στίς ἀρχιερατικές
λειτουργίες ὅτι ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Ἔπειτα εἶναι ἀναγκαία διά νά
δικαιώση τούς ἀποτειχισμένους καί νά συνταχθῆ μέ αὐτούς κατά τήν πίστι, καί
βεβαίως διά νά βοηθήση ὅσους ἐπλανήθησαν ἀπό τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου
νά ἐπανέλθουν εἰς τήν ὀρθόδοξον πίστι.
Ὅταν λοιπόν ἐσεῖς πατέρες, κατ’ οὐσίαν
καταργεῖτε τήν ἀποτείχισι, καταργεῖτε καί τήν ἐπαναφορά εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον
ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει ὡς φορεῖς πρωτίστως τούς Ἐπισκόπους. Καταργεῖτε
καί τήν αὐτοπροστασία πού παρέχει ἡ ἁγ. Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες στόν κάθε
πιστό, κληρικό ἤ λαϊκό, προκειμένου νά προστατευθῆ ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ
ὁποῖος ἔχει μεταβληθῆ σέ λύκο. Ἐκτός ἄν, ἐσεῖς πατέρες, θεωρεῖτε αὐτοπροστασία ἀπό
τήν αἵρεσι τίς προφορικές καί γραπτές διαμαρτυρίες, τίς ὁμολογίες, τά ἀναθέματα
καί τόν χαρτοπόλεμο, ἐνῶ κατά τά ἄλλα συμπορεύεσθε, ἀναγνωρίζετε καί ταυτίζεσθε
ἐκκλησιαστικῶς μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας. Ἴσως αὐτό ἀποτελεῖ
ἕνα νέο τρόπο αὐτοπροστασίας ἀπό τήν αἵρεσι, ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ αἱρετικὴ-ποιμαντική καινοτομία
καὶ τὸν ὁποῖο ὄχι μόνο δὲν γνωρίζουν, οὔτε διδάσκουν ἡ ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι,
ἀλλὰ στὸν ὁποῖο σφοδρῶς ἀντιτίθενται.
Δέν θέλω νά ἀναφερθῶ περισσότερο εἰς αὐτά
πού γράφετε, διότι ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία σας στηρίζεται στήν ὑποβίβασι καί ἐξίσωσι
τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Πρέπει λοιπόν πατέρες, πρῶτα νά μᾶς ἀναφέρετε
ποῦ τό εὑρήκατε αὐτό γραμμένο καί βεβαίως νά μᾶς ἀναφέρετε ὄχι τό τί δέν
σημαίνει ἡ ἐξαίρεσις τοῦ Κανόνος, ἀλλά τό τί σημαίνει.
Ἐπειδή πατέρες, ἐδῶ θέτετε ἕνα ἐρώτημα,
πρέπει εἰς αὐτό νά ἀπαντήσω, τήν στιγμή μάλιστα πού ζητῶ καί ἀπό σᾶς κάποιες ἀπαντήσεις,
καί κατόπιν θά προχωρήσω παρακάτω. Ἀναφέρετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Ἐδῶ δέν τίθεται θέμα δυνητικῆς ἤ μή ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος, (ὁ Κανόνας οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι ὑποχρεωτικός), ἀλλά θέμα ὀρθῆς
κρίσεως τῶν ἀδικημάτων ἤ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ ἐπισκόπου. Τό ἐρώτημα,
π. Εὐθύμιε, εἶναι ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νὰ κρίνει ἕνα τέτοιο ἐπίσκοπο».
Ἐδῶ κατ’ ἀρχάς πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι ὁ
Κανόνας εἶναι ὑποχρεωτικός. Ὅταν λοιπόν ἔχομε μία ἐξαίρεσι σέ ἕναν ὑποχρεωτικό Κανόνα,
αὐτό τί σημαίνει; Ἄν πατέρες, δέν ἔχωμε χάσει τά λογικά μας, νομίζω πώς θά συμφωνήσωμε ὅτι αὐτό, τό ὁποῖο ἐξαιρεῖ ὁ ὑποχρεωτικός
Κανόνας, δέν ὑπάγεται εἰς αὐτά πού νομοθετεῖ ὁ Κανόνας, ἀλλά ἐξαιρεῖται διότι ὑπάγεται
κάπου ἀλλοῦ. Ἄν γιά παράδειγμα ἔχομε ἕνα Κανόνα στήν γραμματική καί ἀπό αὐτόν ἐξαιροῦνται
κάποιες λέξεις, σημαίνει ὅτι οἱ λέξεις αὐτές δέν ἀνήκουν σέ αὐτά πού νομοθετεῖ ὁ
Κανόνας. Καί ἄν τέλος πάντων, γιά νά μή γίνω κουραστικός, ἔχομε ἕνα ἀπαγορευτικό
σῆμα στό δρόμο καί γράφει ὅτι ἐξαιροῦνται αὐτά καί αὐτά τά ὀχήματα, σημαίνει ὅτι
αὐτά πού ἐξαιροῦνται δέν ἀνήκουν εἰς αὐτά πού ἀπαγορεύει τό σῆμα.
Ἐσεῖς ὅμως πατέρες, ἀντιθέτως, τήν ἐξαίρεσι
τοῦ Κανόνος τήν ὑπαγάγετε (μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖτε)
πάλι εἰς τόν Κανόνα, τήν στιγμή πού δι’ αὐτό ἀκριβῶς ἐξαιρεῖται, διότι ἀνήκει
κάπου ἀλλοῦ. Δηλαδή εἶναι σά νά λέμε, γιά νά χρησιμοποιήσωμε τά ἀνωτέρω
παραδείγματα, ὅτι οἱ λέξεις πού ἐξαιρεῖ ὁ Κανόνας τῆς γραμματικῆς θά γραφοῦν ὄχι
σύμφωνα μέ ἄλλο Κανόνα, ἀλλά ὅπως ὁρίζει ὁ Κανόνας πού τίς ἐξαιρεῖ. Πρός τί
λοιπόν ἡ ἐξαίρεσις; Αὐτή εἶναι ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί τό κατάντημά
της, τό νά καταβιβάσωμε δηλαδή τά θέματα τῆς πίστεως καί νά τά ἀντιμετωπίζωμε ὅπως
ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ζητήματα καί ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Στό ἐρώτημα τό ὁποῖο θέτετε: «ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά κρίνη ἕνα τέτοιο Ἐπίσκοπο»,
ἔχω νά ἀπαντήσω τά ἑξῆς. Γιά τήν προσωπική μου ἀσφάλεια καί προκειμένου νά μήν
συμμετέχω στήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον ὑπάγομαι ἐκκλησιαστικά εἰς αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο, ἁρμόδιος
εἶμαι νά τόν κρίνω ἐγώ. Τήν προσωπική μου αὐτή εὐθύνη τήν ἐπιβεβαιώνει ἡ ἁγ.
Γραφή, ἡ ὁποία ἐπιτάσσει, ὄχι μόνο τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσί μου ἀπό κάθε αἱρετικό,
ἀλλά ἀκόμη τόν ἀναθεματίζει, καί μοῦ ἐπιβάλλει νά μήν δεχθῶ νά μέ ὁδηγῆ τυφλός,
διότι θά πέσω στόν γκρεμό, καί ἐπίσης μοῦ ἀπαγορεύει ἀκόμη καί τήν ἁπλή
συνεστίασι μέ ἕνα δεδηλωμένο ἁμαρτωλό, πολύ δέ περισσότερο τήν πλήρη ἐκκλησιαστική
ἐπικοινωνία μέ ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Τήν προσωπική μου αὐτή εὐθύνη
τήν ἐπιβεβαιώνουν ἐπίσης οἱ ἱεροί Κανόνες, καί εἰδικά ὁ 15ος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ὁ 31ος Ἀποστολικός, καί ἐπίσης τήν ἐπιβεβαιώνουν
ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσί μας ἀπό ὅλους
τούς αἱρετικούς ποιμένες, τούς ὁποίους ἀποκαλοῦν λύκους καί φαρμακερά φίδια.
Ὅταν ὅμως πρόκειται νά ἐξετάσωμε ὄχι
τήν προσωπική μου ἀσφάλεια καί πορεία, ἀλλά τήν ἀσφαλῆ πορεία τῆς Ἐκκλησίας,
τότε ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο εἶναι ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων. Αὐτή δηλαδή θά ἀποκόψη τόν νεκρωθέντα καί ἀποκοπέντα
ἤδη διά τῆς αἱρέσεως Ἐπίσκοπο διά νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας, διά νά
μήν συμμετέχη στήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο
καί διά νά διασφαλίση τό ποίμνιο καί κυρίως αὐτούς, οἱ ὁποῖοι παρασύρθηκαν ἤ ἀποδέχθηκαν
τίς αἱρετικές διδασκαλίες αὐτοῦ τοῦ Ἐπισκόπου. Ἄν τώρα ἐσεῖς πατέρες, δέν
συμφωνεῖτε μέ αὐτά θά ἤθελα νά μοῦ ἀπαντήσετε, προσκομίζοντας φυσικά τίς ἀνάλογες
ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες. Τά χωρία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἁγ. Πατέρων εἰς τά ὁποῖα ἐστηρίχθηκα,
δέν τά ἀνέφερα συγκεκριμένα, διότι εἶναι πασίγνωστα, ἔχουν δέ καταγραφῆ
διεξοδικά εἰς τό βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἀσχοληθήκατε στήν ἐν λόγῳ κριτική σας
μελέτη.
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στόν Α΄ Κανόνα
τοῦ Μ. Βασιλείου μέ τόν ὁποῖο ἀσχολεῖσθε ἐν συνεχείᾳ καί σχολιάζετε αὐτά τά ὁποῖα
γράφω στό ἐκδοθέν βιβλίο μου. Γράφετε συγκεκριμένα —μετά ἀπό μία μικρή ἀνάλυσι
τοῦ Κανόνος πού κάνετε— τά ἑξῆς: «Κατ' ἀρχήν
θά θέλαμε νά ὑπογραμμίσουμε καί μάλιστα μέ κεφαλαῖα γράμματα, τό ἑξῆς: Τό τί ἀποτελεῖ
ἀκρίβεια καί τί οἰκονομία στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό αἱρετικό ἐπίσκοπο
φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό ὅλη τήν Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Φαίνεται
δηλαδή ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, πού συνεκρότησαν τίς διάφορες
Συνόδους, ἐπεφύλασσαν δι' ἑαυτούς τό δικαίωμα νά κρίνουν, καταδικάσουν, ἀποκόψουν
μέ ἀφορισμό καί ἀνάθεμα, δηλαδή ἀποτειχίσουν, (μέ συνέπεια νά διακόψουν κατόπιν
καί τήν μνημόνευση), τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους».
Ἐδῶ πραγματικά, δέν εἶναι δυνατόν
πατέρες, νά κατανοήσωμε τήν λογική σας, μέ τήν ὁποία χαράσσετε, καί μάλιστα μέ
κεφαλαῖα γράμματα, αὐτές τίς γραμμές. Ἴσως νά εἶχαν λογική συνέπεια τά
γραφόμενά σας, ἄν ὑπῆρχε μία ἔστω συνοδική ἀπαγόρευσι, ἡ ὁποία νά ἔλεγε ὅτι ἀπαγορεύεται
ἡ ἀποτείχισις γιά θέματα πίστεως, διότι πρέπει πρῶτα νά ὑπάρξη καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ
ἀπό τήν Σύνοδο. Ἀπεναντίας συνοδικές ἀπαγορεύσεις ὑπάρχουν γιά ἐκείνους πού ἀποτειχίζονται
ἀπό τόν Ἐπίσκοπο γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα πλήν τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Τό ὅτι ἐσεῖς
ταυτίζετε τά θέματα τῆς πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, εἶναι ἀπόδειξις ὅτι ὑπερασπίζεσθε
μέ ἀντιπατερικό τρόπο τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί βεβαίως θέλετε νά
καταργήσετε τήν ἀποτείχισι, προφανῶς διότι αὐτή ἔχει κόστος καί συνέπειες, ὑπό
τήν ἔννοια τῶν προσωπικῶν θυσιῶν.
Ἔπειτα πατέρες, δείχνουμε ὅτι
στερούμεθα τήν ἁπλή λογική νά κατανοήσωμε ἁπλές ἔννοιες. Διότι ἡ ἀποκοπή ἀπό
τήν Σύνοδο τοῦ νεκροῦ, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, μέλους δέν εἶναι ἀποτείχισις ἤ
τουλάχιστον δέν εἶναι ἡ ἀποτείχισις τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Κανόνας τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διότι ὁ Κανόνας ὁμιλεῖ διά ἀποτείχισι καί διακοπή
μνημονεύσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἐνῶ ἐσεῖς ὁμιλεῖτε πλέον δι’ ἀποτείχισι καί
διακοπή μνημονεύσεως μετά τήν συνοδική κρίσι.
Ἐδῶ πάλι ταυτίζετε τά θέματα τῆς
πίστεως μέ ὅλα τά ἄλλα, διότι, μετά τήν συνοδική κρίσι καί καταδίκη, ἡ διακοπή
τῆς μνημονεύσεως ἐπιβάλλεται καί σ’ αὐτόν πού καταδικάστηκε λόγῳ αἱρέσεως καί
σ’ αὐτόν πού καταδικάστηκε λόγῳ ἠθικῶν ἤ ἄλλων προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων. Μέχρι δέ νά γίνη συνοδική καταδίκη τῶν αἱρετικῶν,
ὅλα στήν Ἐκκλησία θά εἶναι κατά τό δή λεγόμενο «φίρδην μίγδην», δηλαδή αἱρετικοί
καί Ὀρθόδοξοι ἀνακατεμένοι, ἡ Ἐκκλησία δέ θά ἔχη πορεία πρός δυσμάς, ἐξ’ αἰτίας
τοῦ ὅτι οἱ αἱρετικοί κατέχουν τίς Ἐπισκοπικές ἤ Πατριαρχικές θέσεις καί,
προσέτι, ἔχουν τήν πολιτική ὑποστήριξι καί κάλυψι. Καί βεβαίως, σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψί
σας (τό ἀναφέρετε κατωτέρω στήν κριτική μελέτη σας), ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθῆ
νά εἶναι ἄσπιλος καί ἄμωμος, ἐξ’ αἰτίας τῆς κεφαλῆς της, ἐνῶ τό σῶμα εἶναι γεμᾶτο
λέπρα. Δέν νομίζω πατέρες, ὅτι πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, θά μπορούσατε νά τά
στηρίξετε ὅλα αὐτά τά καινοφανῆ καί καινοτόμα, τά ὁποῖα τόσο πρόχειρα ἔχετε
γράψει στήν κριτική μελέτη σας.
Στή συνέχεια ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παράδοση ἀποτελεῖ τὴν ἀκρίβεια
καὶ ὄχι ὅσα διαλαμβάνει ἡ δεύτερη παράγραφος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ'. Δὲν εἶναι
δυνατὸν παράγραφος ἑνός Κανόνος νὰ ἐπέχει θέση ἀκρίβειας, νὰ ἀνατρέπει καὶ νὰ
περιθωριοποιεῖ μία ὁλόκληρη Συνοδικὴ Παράδοση αἰώνων, Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν
Συνόδων. Ἐὰν ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' ἀποτελοῦσε τὴν γραμμὴ τῆς ἀκρίβειας, τότε οἱ
Ἅγιοι Πατέρες θὰ περιορίζοντο στὶς Συνόδους νὰ καταδικάσουν μόνο τὴν αἵρεση καὶ
ὄχι καὶ τοὺς αἱρετικούς, διότι ἡ καταδικαστικὴ κρίση καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἀποτείχιση
ἀπὸ αὐτούς, ὄφειλε νὰ γίνει ἀπό τούς ἰδίους τούς πιστούς. Μιὰ τέτοια γραμμή, ὅμως,
ποτὲ δὲν ἐφαρμόστηκε στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Ἐδῶ πατέρες δείχνετε ὅτι ὁ 15ος
Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀντιστρατεύεται σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι
καί ἀνατρέπει «μία συνοδική Παράδοση αἰώνων
Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων». Μᾶλλον δηλαδή θά ἐχαράκτηκε ἀπό βέβηλα
χέρια, τά ὁποῖα ἤθελαν τό κακό τῆς Ἐκκλησίας. Καί δι’ αὐτό κατ’ οὐσίαν, τήν
παράγραφο αὐτή τοῦ Κανόνος τήν ἀχρηστεύετε καί τήν καταργεῖτε, διά τῆς δυνητικῆς
ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος καί, φυσικά, διά τῆς ὑπαγωγής τῶν ζητημάτων τῆς πίστεως εἰς
ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου.
Ὅλα αὐτά βεβαίως εἶναι ἀποκυήματα τῆς
φαντασίας σας, διότι ὄντως ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ Κανόνος ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια
καί ὁριοθετεῖ ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι στά θέματα τῆς πίστεως. Ἀποτελεῖ δέ τήν
ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως διότι κατ’ ἀρχάς ἡ ἀποτείχισις εἶναι ἡ δύσκολος
ὁδός, ἐνῶ τό νά παραμείνη κάποιος στήν αἵρεσι μνημονεύοντας τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο
μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, εἶναι εὐνόητο ὅτι εἶναι ἡ εὔκολη ὁδός, ἐπειδή
προφανῶς δέν προκαλεῖ τόν πόλεμο καί τόν
διωγμό ἀπό τόν ἴδιο τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, τίς ποινές καί τίς καθαιρέσεις, ἀλλά
περιορίζεται μόνο στόν προφορικό πόλεμο καί στόν χαρτοπόλεμο.
Τό ὅτι δέ ἡ ἀκρίβεια ἀποτελεῖ τόν
δύσκολο δρόμο φαίνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος
ἐνῶ θέλει κατ’ ἀκρίβειαν νά βαπτίζωνται οἱ αἱρετικοί Ἐγκρατῖται, συγκατατίθεται
τελικά στόν εὔκολο δρόμο τῆς οἰκονομίας καί ἀποδοχῆς τοῦ βαπτίσματός των. Δικαιολογεῖ δέ τήν συγκατάθεσί του στόν εὔκολο
δρόμο τῆς οἰκονομίας λέγοντας τά ἑξῆς: «ὑφορῶμαι
γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν
τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προστάξεως αὐστηρόν». Ἡ αὐστηρότης λοιπόν ἀποτελεῖ
τήν ἀκρίβεια καί μάλιστα γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅσο
καί ἄν δέν σᾶς ἀρέσει ἤ σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ Κανόνος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως.
Ἐσεῖς ὅμως θεωρεῖτε ἀκρίβεια τόν εὔκολο καί ἀμάρτυρο δρόμο τῆς ὑπαγωγῆς καί
συμπορεύσεως μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, τό ὁποῖο σημαίνει
γιά τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, μέχρις ἐσχάτων τοῦ βίου μας.
Δεύτερον, ἀποτελεῖ ἡ παράγραφος αὐτή τοῦ
Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως, διότι
συμφωνεῖ πλήρως μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐσεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου
πατέρες, θεωρεῖτε ἀκρίβεια αὐτό πού ὄχι μόνον δέν συμφωνεῖ μέ αὐτά, ἀλλά ἔρχεται καί σέ πλήρη ἀντίθεσι. Διότι ἡ
μόνιμη διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἄμεσος ἀπομάκρυνσις ἀπό
τίς αἱρέσεις καί τούς φορεῖς τῶν αἱρέσεων.
Δι’ αὐτό προκειμένου νά στηρίξετε κάτι ἤ νά λάβετε κάποια θέσι στήν ἀντιμετώπισι
τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ἔπρεπε πρωτίστως νά ἐξακριβώσετε, ἄν ἡ θέσις σας αὐτή
συμφωνεῖ μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τρίτον δέ, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια, διότι
ἐν καιρῷ αἱρέσεως διασφαλίζει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ὅπως
δηλαδή ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό μία μολυσματική ἀσθένεια διασφαλίζει τούς ὑγιεῖς ἀπό
τήν μετάδοσι τῆς ἀσθενείας, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους μᾶς διασφαλίζει ὡς πρός τήν ὀρθόδοξο πίστι καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία
μέ τήν αἵρεσι.
Τέταρτον δέ, διότι εἰς τά τῆς πίστεως
δέν χωρεῖ συγκατάβασις καί οἰκονομία. Οἰκονομία ἐμεταχειρίζοντο οἱ Πατέρες
μόνον ὅταν οἱ αἱρετικοί ἐμετανόουν καί ἐπέστρεφον εἰς τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως
βλέπομε τόν Μ. Βασίλειο νά δέχεται τό βάπτισμα σέ ὅσους Ἐγκρατῖτας ἐμετανόουν
καί ἐπέστρεφον εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν.
Δηλαδή οἰκονομία γίνεται ὡς πρός τόν τρόπο ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν εἰς
τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος, οὔτε ἀκρίβεια εἶναι διά τούς λόγους πού προαναφέραμε, οὔτε οἰκονομία
διότι, ἀφ’ ἑνός μέν δέν ὁμιλοῦμε περί μετανοούντων αἱρετικῶν, ἀλλά περί λύκων (οἱ
ὁποῖοι μάλιστα τίθενται εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, μέ κίνδυνο νά ἀπωλεσθῆ ὅλο
τό ποίμνιο), αφ’ ἑτέρου δέ ἡ δυνητική ἑρμηνεία δέν ἀποτελεῖ οὔτε οἰκονομία,
διότι δέν βοηθᾶ στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως, ἀλλά στήν διαιώνισί της, ὅπως ἀνάγλυφα
βλέπομε νά συμβαίνη μέ τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς μας, γιά τήν ὁποία ὁμολογεῖτε,
πατέρες, στήν κριτική σας μελέτη, ὅτι ἐπί ἑκατό χρόνια δέν ἔχει καταδικασθῆ καὶ συνεχῶς ἐπεκτείνεται. Ἡ σκέψις τοῦ
Μ. Βασιλείου, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἦταν νά κάμη οἰκονομία μέ σκοπό νά
βοηθήση νά ἐπανέλθουν οἱ αἱρετικοί εἰς τήν Ὀρθοδοξία, διότι ὅπως προανέφερα, ἡ ἀκρίβεια
θά τούς ἐμπόδιζε «διά τό τῆς προστάξεως αὐστηρόν».
Ἐσεῖς ἀντιθέτως πατέρες, ὑπογραμμίζετε
«καί μάλιστα μέ κεφαλαῖα γράμματα», ὅπως ἀναφέρετε, καί διδάσκετε ὡς παράδοσι τῆς
Ἐκκλησίας, τήν μετά τήν συνοδική καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀποτείχισι καί διακοπή
τῆς μνημονεύσεως. Παρουσιάζετε δέ τήν
παράγραφο αὐτή τοῦ Κανόνος, ὡς νά ἀντιστρατεύεται σέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι
καί ἐπαναλαμβάνετε ὡς καταστάλαγμα καί ἀποδεικτικό στοιχεῖο τό ἑξῆς: «Ἐάν ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ' ἀποτελοῦσε τήν
γραμμή τῆς ἀκριβείας, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θά περιορίζοντο στίς Συνόδους νά
καταδικάσουν μόνο τήν αἵρεση καί ὄχι καί τούς αἱρετικούς, διότι ἡ καταδικαστική
κρίση καί στή συνέχεια ἡ ἀποτείχιση ἀπό αὐτούς, ὄφειλε νά γίνει ἀπό τούς ἰδίους
τούς πιστούς. Μιά τέτοια γραμμή, ὅμως, ποτέ δέν ἐφαρμόστηκε στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας».
Ἐδῶ παρουσιάζετε παραπλανητικά, γιά νά μή πῶ ἐσκεμμένα
τούς ἀποτειχισμένους πρό συνοδικῆς κρίσεως, σά νά λειτουργοῦν ὡς Σύνοδος καί μάλιστα
τέτοιου κύρους πού νά προαρπάζει τήν συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι τῆς
Συνόδου. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο συγχέετε
τά ὅρια λειτουργίας, ἁρμοδιότητος καί ἐνεργείας
τῆς Συνόδου καί τῶν ἀποτειχισμένων πρό συνοδικῆς διαγνώμης. Συγχέετε ἀκόμη καί
τά ὅρια τῆς εὐθύνης τῶν ἀποτειχισμένων καί τῆς Συνόδου. Διότι οἱ ἀποτειχισμένοι
μέ τήν ἀπομάκρυνσί των ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο διασφαλίζουν τούς ἑαυτούς των,
ἐνῶ ἡ Σύνοδος διασφαλίζει ὁλόκληρο τό ποίμνιο. Οἱ ἀποτειχισμένοι διαιωνίζουν
τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως στούς ὀλίγους, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τήν ἀλήθεια αὐτή τήν ἑδραιώνει
ὡς σώζουσα πίστι καί τήν καθιστᾶ γραμμή τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰλικρινά πατέρες, δέν δύναμαι νά
κατανοήσω ποιά ἀντιπαλότητα ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀποτειχισμένων πρό συνοδικῆς
διαγνώμης καί μιᾶς ὄντως ὀρθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θά καταδικάση ἐπισήμως τήν
αἵρεσι καί θά βάλη, κατά τό δή λεγόμενο, τά πράγματα εἰς τήν θέσι των. Αὐτή ἡ ὄντως
ὀρθόδοξος Σύνοδος θά ἀποδώση καί τιμή, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα, στούς ἀποτειχισμένους,
διότι ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἱρέσεως ἐτήρησαν διά τῆς ἀποτειχίσεως ὀρθόδοξο καί ὁμολογιακή
στάσι. Ἀντιπαλότητα ὄντως ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἀποτειχισμένων καί μιᾶς αἱρετικῆς
Συνόδου, ἡ ὁποία ὄχι μόνον καλύπτει τήν αἵρεσι, ἀλλά καί πολεμᾶ καί ἀντιστρατεύεται
μέ κάθε τρόπο τούς ἀποτειχισμένους. Ἡ αἱρετική αὐτή Σύνοδος, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐνῶ πολεμᾶ
τοὺς ἀποτειχισμένους, δέν πολεμᾶ αὐτούς πού ἀνθίστανται στήν αἵρεσι μόνο μέ
λόγια ἤ χαρτοπόλεμο, διότι αὐτοί κατ’ οὐσίαν ἀκολουθοῦν καί ἐνσωματώνονται ἐκκλησιαστικά
μέ αὐτήν.
Γιά τόν ἅγ. Μάξιμο τόν Ὁμολοτητή καί
τήν ἀναφορά σας εἰς αὐτόν στό κεφάλαιο αὐτό, ὡς ἐν παρόδῳ, θά ἀναφερθῶ κι ἐγώ ὅταν
φθάσωμε εἰς τό σημεῖο αὐτό, διότι μοῦ δίδετε τήν εὐκαιρία πατέρες, πολλά νά ἀναφέρω.
Στή συνέχεια τῆς κριτικῆς σας μελέτης
στό κεφάλαιο αὐτό ἀναφέρετε τά ἑξῆς: «Στή
συνέχεια ἀναφέρει μία σειρά Κανόνων (Ἀποστολικῶν καί τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς
Συνόδου), πού ἀναφέρονται στά θέματα τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί τῶν
μυστηρίων αὐτῶν. Ἀσφαλῶς ὅλοι αὐτοί οἱ Κανόνες ἔχουν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Οἱ
αἱρετικοί αὐτοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶ γίνεται λόγος, ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, πού ἔχουν
καταδικαστεῖ ἐπίσημα ἀπό Συνόδους καί ὀφείλουμε νά τούς ἐφαρμόσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε,
ἄν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί σάν πρόσωπα ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο».
Ἐδῶ πατέρες, ὁμολογεῖτε ὅτι οἱ Κανόνες
αὐτοί πού ἀνέφερα στό βιβλίο μου ἔχουν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα. Δηλαδή ὁ μόνος
Κανόνας πού ἔχει δυνητικό χαρακτῆρα σέ ὅλο τό Πηδάλιο εἶναι ὁ 15ος τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου· καί μάλιστα ἔχει δυνητικό χαρακτῆρα κατά τό δεύτερο
μέρος του, τό δογματικό.
Ἔπειτα αὐτό πού γράφετε: «Οἱ αἱρετικοί αὐτοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶ
γίνεται λόγος, ἀνήκουν σέ αἱρέσεις, πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἐπίσημα ἀπό Συνόδους
καί ὀφείλουμε νά τούς ἐφαρμόσουμε, χωρίς νά ἐξετάσουμε, ἄν οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί
σάν πρόσωπα ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό Σύνοδο», πῶς νά τό δικαιολογήσωμε, εἰδικά γιά
τούς Ἀποστολικούς Κανόνες; Διότι, τί
Σύνοδοι ἔγιναν, ὑποτίθεται, πρό τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἤ τουλάχιστον συγχρόνως, οἱ ὁποῖες
κατεδίκασαν καί μάλιστα ὅπως ἀναφέρετε «ἐπίσημα» αὐτές τίς αἱρέσεις; Καί ἄν ἔγιναν
τέτοιοι Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες κατεδίκασαν ἐπίσημα αὐτές τίς αἱρέσεις, τότε αὐτές οἱ
Σύνοδοι θά εἶχαν φαίνεται μεγαλύτερο κύρος ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους, μιά καί
οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, κατά τά λεγόμενά σας, στηρίζονται σ’ αὐτές τίς Συνόδους. Ἀλλά
καί ἄν ὑποθέσωμε ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλοῦν διαχρονικά, πάλι θά ἀναφέρωνται
καί στούς συγχρόνους Χριστιανούς, γιά τούς ὁποίους δέν ὑπῆρχαν Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες
νά κατεδίκασαν αὐτούς τούς αἱρετικούς.
Τό ὅτι δέ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν ἀναφέρονται
σέ συγκεκριμένους αἱρετικούς, οὔτε βεβαίως, ὅπως ἐσεῖς νομίζετε, σέ
καταδικασμένους ἐπίσημα ἀπό Συνόδους, αὐτό νομίζω σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι
ἐνδιαφέρονται καί ἐφιστοῦν τήν προσοχή τοῦ κάθε χριστιανοῦ, εἰς τό νά ἐξετάζη
τό φρόνημα ἑκάστου, προκειμένου νά ἔχη μαζί του οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τίς σχέσεις τῶν
Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς εἶναι αὐστηρότεροι ἀπό τόν 15ον τῆς ΑΒ
Συνόδου, διότι ὁ Κανόνας αὐτός τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου προϋποθέτει τήν
καταδίκη τῆς αἱρέσεως ὑπό Συνόδου ἤ Πατέρων, ἐνῶ οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες ὁμιλοῦν
ἀπροϋπόθετα, δηλαδή ὅπως ἀκριβῶς ὁμιλεῖ καί ἡ ἁγ. Γραφή.
Στήν συνέχεια τοῦ λόγου σας ἀναφέρετε
περιέργως τά ἑξῆς: «Στήν προκειμένη
περίπτωση ὀφείλουμε νά λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας, ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω Κανόνες,
καί τούς Κανόνες Α', Β' καί Ζ' τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, οἱ ὁποῖοι καταδικάζουν μέ ἀφορισμό
καί καθαίρεση κάθε κληρικό ἤ λαϊκό, ὁ ὁποῖος θά παρασυρθεί σέ γνωστή αἵρεση,
πού ἔχει ἤδη καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο καί θά ἔρθει σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ
τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως». Εἰλικρινά πατέρες δέν μπορῶ νά καταλάβω
τί σχέσι ἔχουν οἱ Κανόνες αὐτοί μέ τό ὑπό ἐξέτασι θέμα καί μέ ποῖο σκοπό τούς
παρεμβάλατε. Διότι ὁ μέν Α΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς
ὁμιλεῖ γιά τούς Μητροπολίτες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἐχωρίστηκαν ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική
καί ἑνώθηκαν μέ τήν Σύνοδο τοῦ Νεστορίου, τούς ὁποίους βεβαίως καθαιρεῖ, ὁ δέ
Β΄ τῆς Συνόδου αὐτῆς Κανών παρομοίως μέ τό Α’ Κανόνα καθαιρεῖ ὅσους Ἐπισκόπους ἀπό
τήν περιοχή τῆς Ἀντιοχείας ἑνωθοῦν μέ τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἐφρόνει
τά τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ζ΄ τέλος τῆς αὐτῆς Συνόδου καθαιρεῖ καί ἀποβάλλει τούς
κληρικούς καί ἀναθεματίζει τούς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι θά συνθέσουν ἄλλο Σύμβολο
Πίστεως ἐκτός τοῦ Συμβόλου τῆς ἐν Νικαίᾳ Α΄ Συνόδου. Δέν ἀναφέρουν λοιπόν οἱ
Κανόνες αὐτοί, αὐτά πού ἰσχυρίζεσθε, ὅτι δηλαδή « καταδικάζουν μέ ἀφορισμό καί καθαίρεση κάθε κληρικό ἤ λαϊκό, ὁ ὁποῖος
θά παρασυρθεί σέ γνωστή αἵρεση, πού ἔχει ἤδη καταδικαστεί ἀπό Σύνοδο καί θά ἔρθει
σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς αὐτῆς τῆς αἱρέσεως». Οἱ
Κανόνες ἀναφέρουν τήν προσφυγή σέ συγκεκριμένους αἱρετικούς καί τήν διατύπωσι ἄλλου
Συμβόλου πίστεως.
Ἐδῶ πατέρες, θά ἔπρεπε νά προσαγάγετε ὄχι
τούς προειρημένους τρεῖς Κανόνες ἀλλά τόν Γ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, ὁ ὁποῖος
δικαιώνει ὅσους κληρικούς ἀποτειχίστηκαν ἀπό τόν Νεστόριο πρό Συνοδικῆς κρίσεως
καί καταδίκης τοῦ Νεστορίου καί τῆς αἱρέσεώς του καί δι’ αὐτό ὁ Νεστόριος τούς
καθήρεσε. Ἀναφέρει ὁ Κανόνας αὐτός τά ἑξῆς
σέ ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου: «Ἐπειδή
Πατριάρχης ὢν ὁ Νεστόριος, ἀφώρισε, καὶ ἐκάθηρε τοὺς κληρικοὺς ἐκείνους ὁποῦ δὲν
ἦσαν σύμφρονες μὲ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ οἱ ὁμόφρονες τούτῳ Ἐπίσκοποι ἐν ἄλλαις χώραις
τὸ αὐτὸ ἔκαμαν· διὰ τοῦτο ὁ παρὼν Κανὼν ἔκρινε δίκαιον νὰ ἀπαλάβωσιν οἱ
καθαιρεθέντες οὗτοι τὸν ἐδικὸν τους βαθμόν. Καὶ καθολικῶς εἰπεῖν, ἐπρόσταξε
κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ ᾖναι ὑποκείμενοι εἰς τοὺς ἀποστατήσαντας Ἐπισκόπους οἱ
κληρικοὶ ἐκεῖνοι, ὁποῦ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὴν ὀρθόδοξον, καὶ οἰκουμενικὴν
Σύνοδον ταύτην».
Θά πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά θαυμάσωμε
τό πῶς μία ὄντως ὀρθόδοξος Σύνοδος συντάσσεται καί δικαιώνει τούς ἀποτειχισμένους
πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης, ὄχι ἁπλῶς τοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλά καί τῆς αἱρέσεως
καί νά διδαχθοῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονται ἀνά τούς αἰῶνας οἱ αἱρετικοί καί ἀκόμη τίς συνέπειες τῆς ἀποτειχίσεως. Ἐσεῖς
ὅμως πατέρες, δέν προσκομίσατε αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά τούς
τρεῖς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μέ τήν παροῦσα ὑπόθεσι. Αὐτός δέ ὁ
Κανόνας ὄχι μόνον συμφωνεῖ μέ τόν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἀλλά
καί θεωρεῖται αὐστηρότερος διότι δικαιώνει τούς ἀποτειχισμένους ἀπό αἵρεσι μή
κατεγνωσμένη.
Τελειώνοντας μέ αὐτό τό κεφάλαιο τῆς
κριτικῆς μελέτης σας πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τίς παραλείψεις σας. Διότι ἔτσι
νομίζω πατέρες, θά φανῆ καθαρώτερα ἡ πρόθεσίς σας, ἡ ὁποία, ἔχω τήν γνώμη, ὅτι
συνίσταται εἰς τήν ἐπιβολή τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, ἔστω καί ἄν αὐτή
δέν συμφωνεῖ μέ κανέναν καί μέ τίποτα.
Ἡ πρώτη σας λοιπόν βασική παράλειψις εἰς
τήν ἐνασχόλησί σας μέ τούς ἱερούς Κανόνες
πού προσεκόμισα εἰς τό βιβλίο μου, ὡς συνηγοροῦντας μέ τόν 15ον
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ὅτι οὐδόλως ἀναφερθήκατε σέ δύο Κανόνες τούς ὁποίους
παρέθεσα στό τέλος τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τοῦ βιβλίου μου, γιά τούς ὁποίους γράφω
τά ἑξῆς σημαντικά, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά σᾶς ἐρεθίσουν τό ἐνδιαφέρον καί νά εὐαισθητοποιήσουν
ἔτι περισσότερο, ὥστε νά ἀσχοληθῆτε καί μέ αὐτούς. Γράφω τά ἑξῆς: «Ἀφήσαμε στό τέλος τῆς ἀναφορᾶς μας στήν ἔρευνα
καί σύγκρισι τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ ἄλλους, πού ἀναφέρονται
σέ αἱρετικούς καί στήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, δύο Κανόνες τούς ὁποίους
κρίνομε ὅτι ἀποδεικνύουν ἐναργέστατα τήν ὑποχρεωτική καί μή δυνητική θεώρησι τοῦ
ὑπό ἐξέτασι ἱεροῦ Κανόνος» (σελ. 70). Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρω τόν 33ον Ἀποστολικό Κανόνα
καί τόν 17ον τοῦ ἁγ. Νικηφόρου τοῦ ὁμολογητοῦ. Καί ὁ μέν ἕνας Ἀποστολικός
ἐπιτάσσει τήν ἀκριβῆ καί λεπτομερῆ ἐξέτασι τῆς πίστεως κάθε κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος ἔρχεται
ἀπό ἄλλη χώρα καί προσκομίζει συστατικές ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες τόν παρουσιάζουν ὡς
Ὀρθόδοξο. Ἐπιτρέπει δέ ὁ Κανόνας τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν, μόνον
καί ἐφ’ ὅσον αὐτός μετά τήν λεπτομερῆ ἐξέτασι εὑρεθῆ ὅτι ἔχει καθ’ ὅλα ὀρθόδοξο
φρόνημα, εἰδ΄ ἄλλως νά τοῦ χορηγήσουν τά
ἀναγκαῖα τρόφιμα δηλαδή καί λοιπά καί νά τόν ἀποδιώξουν. Ὁ δέ Κανόνας τοῦ ἁγ. Νικηφόρου
ἐπιτρέπει τήν ἀναχώρησι ἀπό τήν μονή κάθε μοναχοῦ, ἐφ’ ὅσον διαπιστώσει ὅτι ὁ ἡγούμενος
εἶναι αἱρετικός. Δέν γνωρίζω πατέρες,
γιατί δέν ἀσχοληθήκατε μέ αὐτούς τούς Κανόνες τούς ὁποίους προλογίζω κατά
τέτοιο τρόπο, ὥστε νά προσπαθήσετε καί αὐτούς νά τούς ἐντάξετε στήν δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος.
Ἡ
δευτέρα ἴσως σοβαρώτερη παραλειψίς σας εἰς αὐτό τό κεφάλαιο εἶναι τό ὅτι δέν ἀναφέρετε
κανένα ἱερό Κανόνα ὁ ὁποῖος νά συνηγορῆ, καί τρόπον τινά νά ὑπερασπίζεται, τήν
δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασι Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Διά νά ἀναιρέσετε δηλαδή κάτι, πρέπει νά προσαγάγετε ἀνάλογα στοιχεῖα τά
ὁποῖα νά συνηγοροῦν μέ τίς ἀπόψεις σας. Ἐφ’ ὅσον ἐγώ, διά νά καταδείξω ὅτι ἐν
καιρῷ αἱρέσεως ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός εἶναι ἡ ἀποτείχισις, προσάγω αὐτούς
τούς Κανόνες, ἔπρεπε καί ἐσεῖς παρομοίως νά προσκομίσετε κάποιους
Κανόνες, οἱ ὁποῖοι νά ἐντέλλωνται ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσωνται, τήν παραμονή στούς αἱρετικούς
ποιμένες μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἤ τήν ἐξίσωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως μέ
ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου κλπ. Ἴσως ὅμως αὐτό τό πράξετε ἐκ
τῶν ὑστέρων δευτερολογώντας καί διορθώνοντας τά λάθη καί τίς παραλείψεις, τοῦ
πρώτου αὐτοῦ κειμένου.
(Συνεχίζεται)
Δ΄ ΜΕΡΟΣ: http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2013/03/blog-post_8517.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.