(μιὰ «Μάγια»): «Ο κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου· όλα όσα ξεκρίνω, ορατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μία θέληση μονάχα υπάρχει, τυφλή, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, αδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. (…) Πρόοδο δεν υπάρχει, λογικό δεν κυβερνάει τη μοίρα, οι αφηρημένες έννοιες, οι θρησκείες, οι ηθικές, είναι ανάξιες παρηγοριές για τους ανίδεους και τους δειλούς».
«Ανάξιες Παρηγοριές για Δειλούς»: Καταρρακωμένος, ὅμως, μετὰ ἀπὸ μιὰ μεγάλη ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση,
ὁ Νίτσε δειλιάζει μπροστὰ στὸ «ὅραμα» τοῦ δικοῦ του «αἰώνιου
Γυρισμοῦ» στὶς ἴδιες συνθῆκες: «Όχι, ποτέ
ποτέ να μην ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μια θύρα σωτηρίας
στον κλειστό κύκλο του αιώνιου Γυρισμού!», τὸν
φαντάζεται νὰ ἀναφωνεῖ ὁ
Καζαντζάκης, ποὺ συνεχίζει: «Γράφει τον Ζαρατούστρα,
καινούρια ελπίδα άστραψε στο νου του, ο νέος σπόρος, ο Υπεράνθρωπος»·
διευκρινίζει δὲ ὅτι, ὁ Νίτσε ἐπινόησε τὸν Ὑπεράνθρωπο, ἐπειδὴ «Ο αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς ελπίδα. Ο Υπεράνθρωπος
είναι μιά μεγάλη ελπίδα».
Προφήτης, ἢ Τροχιοδείκτης Τυραννίας; Τὸ 1940, ὁ
Καζαντζάκης ἀποκαλεῖ τὸν Νίτσε
«προφήτη», ἀκριβῶς διότι ἐκεῖνος εἶχε
προβλέψει –σχεδὸν τριάντα χρόνια πρὶν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν Α΄
παγκόσμιο πόλεμο– ὅτι: «Ο νέος τραγικός πολιτισμός θ’ αναπηδήσει απο τη Γερμανία».
«Υπάρχει, φαίνεται, μία Δύναμη έξω και μέσα στον άνθρωπο,
που θαρρείς ένα και μόνο σκοπό έχει: ν’ ανέβει». Πού; σέ ποιόν ανήφορο;
Κανένας δεν ξέρει· κάπου κάπου μονάχα μπορούμε, αφουκραζόμενοι το αίμα
μας, να μαντέψουμε το ρυθμό της. Κι όταν μια πράξη, ένας άνθρωπος, ένας
στοχασμός, πεταχθούν στο δρόμο της, εμποδίζοντας το ανέβασμα της, την κυριεύει
θυμός. Όχι θυμός· λύσσα. Χιμάει, χτυπάει τυφλά, ξεκάνει σωρό καλούς και
κακούς, ξεσκίζει η ίδια τις σάρκες της, σα να ‘ταν και το κακό τούτο, και
το εμπόδιο τούτο, που μπήκε στο ανηφόρισμά της, σάρκα απο τη σάρκα της· ρυθμός
και παράβαση ρυθμού, σα να ‘ταν και τα δυο μέσα στη φύση της. Γι αυτό η
φοβερή αυτή Δύναμη δεν μπορεί να σκοτώσει την ατιμία, το έγκλημα, το πάθος,
την προστυχιά, χωρίς να πληγώσει βαριά τον εαυτό της». (…) «Πότε χιμάει
μανιασμένη να πνίξει το κακό, σα να’ ταν ο μεγαλύτερος της οχτρός, πότε
χαίρεται να συντρίβει ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος τούτος. Αν ήταν χωρίς ηθικές
λαχτάρες, γιατί τότε να πολεμάει με τόση λύσσα την αδυναμία, την ατιμία, την
ψευτιά; Κι αν είχε ηθικές λαχτάρες, γιατί να σκοτώνει με τόση σιγουράδα και
κακεντρέχεια τις μεγάλες ψυχές;»
«Μέσα μας μια φωνή, ο “ανθρωπος”, είναι φυσικό να πονάει
τους ανθρώπους και ν’ αποτροπιάζεται το αίμα· μα μέσα μας υπάρχει και μια
άλλη φωνή, που δε νοιάζεται για την ασφάλεια, την καλοπέραση και την
ευτυχία του ανθρώπου και ξέρει πως, χωρίς τον Πατέρα Πόλεμο, θα βούρκιαζε,
στεκάμενο νερό, η ζωή. Η απάνθρωπη αυτή φωνή μέσα στον άνθρωπο δεν είναι
δική μας· είναι κάποιου δαίμονα που ενεδρεύει στην ψυχή του ανθρώπου, απάνθρωπη
και υπεράνθρωπη. Ή καλύτερα: Περάνθρωπη, που φωνάζει, και μάχεται για
σκοπούς πέρα απο τον άνθρωπο. Κι η φωνή αυτή “ελπίζει” πως ο πόλεμος δε
θα πάψει ποτέ».
«Γι’ αυτό νιώθουμε ανεξήγητη ανακούφιση στο τέλος της
τραγωδίας. Μιαν παράξενη συμφιλίωση με την Δύναμη που σκοτώνει.
Συμφιλίωση μονάχα; Μπορεί, θαρρώ, κι ευγνωμοσύνη». «Γιατί η
Δύναμη αυτή πρώτη φορά μας δίνει την ευκαιρία να μαντέψουμε,
βλέποντας τον ήρωα να συντρίβεται όρθιος κάτω απο το βάρος αλάκερου του
Σύμπαντου, πως η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να’ ναι κάτι φοβερό, και μέσα στην
ψυχή του ανθρώπου μια άλλη δύναμη, πολύ πιο φοβερή ακόμα, όλο ποιότητα, που καταφρονάει, και πέρα απο
το θάνατο, την τυφλή όλο χτηνωδία ποσότητα».
Μὲ
γνώμονα, δηλαδή, ὅτι
τὸ δίκαιο ἀνήκει στὴν δύναμη
–ὅπως ἐπιτάσσουν καὶ τὰ ἀμφιλεγόμενης προέλευσης
«Πρωτόκολλα τῶν
Σοφῶν τῆς
Σιῶν»– ὁ Καζαντζάκης ἔβλεπε τὶς δυνάμεις τοῦ Τρίτου Ράιχ, ὄχι ὡς ἁπλοὺς φορεῖς τῆς ἀμέσως ἑπόμενης ἀπὸ τὶς «διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων» τοῦ Γίν-Γιάνγκ, ἀλλὰ ὡς φορεῖς τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία τῆς ἀνηλεοῦς «Δύναμης που σκοτώνει».
Καί, τὶς
θαύμαζε ἀκριβῶς γι’ αὐτό.
Τὸν θαυμασμὸ δὲ αὐτὸν ἐπιβάλλει στοὺς ἀνυποψίαστους ἀναγνῶστες του διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἐκβιασμοῦ –δηλαδή, περιφρονώντας ὡς “κατώτερο” ὅποιον διαφωνεῖ.
Οι Αδίστακτοι, Γεννήτορες Πολιτισμών: Ὁ Καζαντζάκης παραλλάσσει καὶ τὸν νιτσεϊκὸ «τροχὸ τοῦ καιροῦ» ὡς ἑξῆς: ἀποδέχεται
μὲν ὡς ἀναπόδραστο τὸν «αἰώνιο
Γυρισμὸ» στὴν ζωὴ τῆς κάστας τῶν ἀδίστακτων ἐξουσιαστῶν, ὄχι ὅμως ὡς
μετενσάρκωση τῶν ἰδίων ἀνθρώπων στὶς ἴδιες συνθῆκες ζωῆς, ἀλλὰ ὡς φορεῖς τῶν συνεχῶν ἐπανεκδηλώσεων
τῆς βούλησης γιὰ κυριαρχία
τῆς «δύναμης που σκοτώνει». Μὲ τὴν παραλλαγὴ αὐτήν, οἱ ἀδίστακτοι ἐξουσιαστὲς δὲν νοοῦνται πλέον ὡς νιτσεϊκοὶ
διονυσιακοὶ Ὑπεράνθρωποι-Λυτρωτές, ἀλλὰ ὡς ἀνηλεεῖς, καταστροφεῖς, θύτες, ἅρπαγες καὶ ἀνθρωποκτόνοι. Καὶ αὐτοὶ συνιστοῦν τὴν δική
του ἐκδοχὴ τοῦ Ὑπεράνθρωπου. Αυτούς εξιδανικεύει, καὶ
γι’ αυτό τον προβάλλουν οι παγκοσμιοποιητές.
Ὁ Πατέρας τοῦ Ὑπερανθρώπου: Τέλος, ὁ
Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τὸν δικό του Ὑπεράνθρωπο, ὡς «ανεξάρτητο
πεινασμένο οργανισμό» καὶ ὡς «επικίντυνο
σπόρο», διότι ἔχει ἀπόλυτη ἐπίγνωση τίνος γέννημα
εἶναι. Λογοτεχνικὴ δὲ ἀδεία, ἀπευθύνεται
πρὸς τὸν παραφρονήσαντα
Νίτσε –μὲ κάποια συγκατάβαση, μάλιστα, μιᾶς καὶ ἐκεῖνος δὲν ἀποτόλμησε
νὰ ἀναζητήσει τὴν «ἀλήθεια»
πέρα ἀπὸ τὸν Διόνυσο– γιὰ νὰ ἀποκαλύψει
τόσο σὲ ἐκεῖνον, ὅσο καὶ σὲ ἐμᾶς, τὸν πραγματικὸ γεννήτορα τοῦ «ἐπικίντυνου» αὐτοῦ σπόρου: «Ω
Μεγαλομάρτυρα πατέρα του Υπερανθρώπου», «τώρα μονάχα –πολύ αργά– το
νοιώθεις, δεν είναι ο σπόρος δικός σου. Τον εμπιστεύθηκε στα σπλάχνα σου μια δύναμη
πολύ σκληρότερη, πολύ πιο απάνθρωπη κι απο τον πιο σκληρό κι απάνθρωπο λογισμό σου. Εμείς είμαστε μονάχα οι θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερός
αόρατος Δράκος είναι ο άντρας που σπέρνει».
(i).-Όλα τα πλάγια
στοιχεία ανήκουν στο “ταξιδογράφημα” «Ταξιδεύοντας-Αγγλία», και ακολουθούν την
ορθογραφία και την στίξη του βιβλίου-προσφοράς της εφημερίδας. Όλες οι
υπογραμμίσεις και τά έντονα στοιχεία είναι δικά μας.
(ii).- Το Γίν και το Γιάνγκ συμβολίζουν, αντιστοίχως, «τον
πατέρα και την μητέρα της μεταβολής και της μεταμόρφωσης, την αρχή και
το τέλος της ζωής και του θανάτου και την πηγή της μυστικής κίνησης φωτός
και σκότους». Συμβολίζουν, επίσης, το αδιαχώριστο αντιθετικό ζεύγος δυνάμεων,
«η αντίθεση των οποίων δεν νοείται απόλυτα, ούτε ως πάλη του καλού
και του κακού, αλλά μάλλον ως διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής
των όντων». Βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Εκδοτική Αθηνών,
Τόμος «ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ».
(iii).-«H σταθερότητα και το αμετακίνητο στην αίσθηση και
επίγνωση της ένθεης λογικότητας (Logosnost) του κόσμου χαρακτηρίζει τους
αγγέλους και τους αγίους. Πλήρης απουσία αυτής της αισθήσεως και της
επιγνώσεως χαρακτηρίζει τους δαίμονες και τους ανθρώπους τους πωρωμένους στο
κακό. Αμφιταλάντευση σ' αυτή την αίσθηση είναι ο κλήρος των ολιγόπιστων
ανθρώπων. O παράδεισος συνίσταται στην σταθερή και αμετακίνητη αίσθηση και
επίγνωση της ένθεης λογικότητας του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό Λόγο. O
διάβολος γι' αυτό είναι διάβολος, γι' αυτό ολοκληρωτικά και αιώνια αρνείται την
λογικότητα και λογική στον κόσμο». Ιουστίνος Πόποβιτς, †Aρχιμανδρίτης, Oδός Θεογνωσίας, Eκδόσεις Γρηγόρη, Aθήνα
1985.
(iv) ορ. 10, 20 («ό,τι θυσιάζουν οι ειδωλολάτρες, τα θυσιάζουν
στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.