Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Απάντηση στην Οικουμενιστική προπαγάνδα του Μητροπ. Ζιμπάμπουε κ. Σεραφείμ περί Θεολογικών Διαλόγων.

Ἔχουν συνειδητοποιήσει ἄραγε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι “καταπίνουμε” ἕνα-ἕνα τὰ ἀντιπατερικά-αἱρετικὰ ἀνοίγματα τῶν Οἰκουμενιστῶν; Τοὺς ἀντιπατερικοὺς διαλόγους, τὶς ἁπλὲς συμπροσευχές, τὶς ἀπὸ κοινοῦ συμπροσευχὲς σὲ "ὀρθόδοξες" ἢ ἑτερόδοξες (δηλ. αἱρετικές) ἱερὲς ἀκολουθίες (ἀρτοκλασίες, Ἑσπερινοὺς ἀγάπης, Ἁγιασμούς κ.λπ.), τὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ὡς «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τὰ ἡμισυλλείτουργα;
Κι ὄχι μόνο αὐτό. Οἱ Οἰκουμενιστὲς πλέον, δὲν κρύβονται, ὑποστηρίζουν ἀνοικτᾶ καὶ χωρὶς ἐπιφυλάξεις τὶς αἱρετικὲς πρακτικές τους, οἱ δὲ ἄλλοι Ἐπίσκοποι δὲν αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη οὔτε νὰ διαφοροποιηθοῦν, οὔτε νὰ διορθώσουν, οὔτε βέβαια νὰ ἐπιτιμήσουν τὶς κακόδοξες πρακτικές.
 Παρουσιάσαμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀνάρτηση τὴν ἄθλια συνέντευξη στὸ «Ἁγιορείτικο Βῆμα» τοῦ Οἰκουμενιστὴ Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ, μὲ τίτλο «Ναι στους διαλόγους, Όχι στους “ταλιμπάν” της Ορθοδοξίας».
Δι’ αὐτῆς τῆς δημοσιεύσεως παρουσιάζει στὸν πολὺ κόσμο ὡς φυσικὸ καὶ ἀναγκαῖο τὸν ἐπὶ δεκαετίες μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο διεξαγόμενο διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς. Οἱ θέσεις του –φτηνὲς καὶ τετριμμένες– ἔχουν ἀπαντηθεῖ καὶ ἀνασκευασθεῖ ἀπὸ καιρό, ἀλλὰ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπανέρχονται στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια εὐλογοφανῆ  ἐπιχειρήματα, σπέρνοντας τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν σύγχυση στοὺς ἀγνοοῦντας πιστοὺς καὶ ὑπολογίζοντας ὅτι, χάρις στὴν ἀφωνία τῶν Ποιμένων, τελικὰ θὰ περάσουν τὰ μηνύματά τους.
Σὲ ἐκείνη τὴν ἀνάρτηση παραθέσαμε τὶς δόλιες καὶ πονηρὲς θέσεις τοῦ Ζιμπάμπουε, ποὺ μὲ τέχνη ἑωσφορικὴ σερβίρει, ὅπως τὸ νὰ ταυτίζει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν φατρία τῶν Οἰκουμενιστῶν, π.χ. οἱ Πατριάρχες Βαρθολομαῖος καὶ Ἀλεξανδρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀφεντιά του! Τολμᾶ δὲ νὰ παρουσιάζει, ἀκόμα καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ (καὶ τὸν ἀπ. Παῦλο) νὰ εὐλογεῖ τοὺς σύχρονους ἀντί-Χριστους Διαλόγους! Τοποθετήσαμε δὲ καὶ κατάλληλες φωτογραφίες ποὺ -καὶ μόνο αὐτές- ἀποδεικνύουν τὶς ἀνακρίβειες καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ κ. Σεραφείμ.
Δὲν πρέπει νὰ μένουν ἀναπάντητα τέτοια κείμενα, γιατὶ μὲ τὴν προβολὴ τέτοιων κακόδοξων θέσεων ἀνεπαισθήτως κατεδαφίζονται κυριολεκτικὰ ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία καὶ ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς πρὸς τὴν ποιμαντικὴ στάση μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς. Ὑβρίζει δὲ ἐκεῖ ὁ κ. Ζιμπάμπουε, ὡς «ταλιμπάν», ὅσους ἀκόμα ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Σ' αὐτὴ τὴν ἀνάρτηση γίνεται μιὰ προσπάθεια παρουσίασης τῆς Ὀρθόδοξης Πατερικῆς διδασκαλίας γιὰ τὸ θέμα, γιὰ νὰ φανεῖ ποιός εἶναι (ὄχι "ταλιμπάν") ἀλλὰ βομβιστὴς ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ γκρεμίσει τὴν ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας. Θὰ ἔπρεπε, βέβαια, νὰ γραφεῖ ὁλόκληρη πραγματεία γιὰ νὰ ἀντικρούσουμε ὅλα τὰ σημεῖα της. Ἀρκούμαστε, ὅμως, νὰ ἀπαντήσουμε μόνο σὲ ὅσα παραπλανητικὰ γράφει, περὶ τῶν διεξαγομένων Διαλόγων., ποιά δηλ. εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων.


Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας  ἔχει  τὸν πρῶτο λόγο,  ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου ω., Κατ νομοίων, λόγος α΄, line 278-279). 
«Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι,  vol 56, pg 166, ln 58-pg 167, ln 13).
Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους–, ἀλλὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὶς κακόδοξες προσθῆκες τῶν αἱρετικῶν, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου “αἱρετικὸν ἄνθρωπον… παραιτοῦ”)· στηρίζεται  γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξες –πρὶν τὸ σχίσμα– ἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Βατικανό.
Αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Ζ. εἶναι ἐπανάληψη ὅσων ἔχει πεῖ ὁ Πατριάρχης, καὶ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀναιρεθεῖ. Καὶ μὲν ὁ Κύριος συνομίλησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κήρυξε, καὶ ἔστειλε τοὺς μαθητές του γιὰ Ἱεραποστολή, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔκανε «Διάλογο» μὲ τὶς προϋποθέσεις τῶν συγχρόνων διαλεγομένων. Κατὰ δὲ τὸ παράδειγμά Του, οὔτε οἱ Ἅγιοι ἔκαναν τέτοιους «Διαλόγους».
Ἔτσι ὁ Χριστὸς ἐδίδαξε καὶ κάποια ἄλλα πράγματα. Ἤλεγξε, καυτηρίασε, ἐπιτίμησε, μίλησε περὶ ἐθελοτυφλούντων, ἀμετανοήτων, ψευδοδιδασκάλων, περὶ ὑποκριτῶν Φαρισαίων, ἐναντίον τῶν ὁποίων ἐξαπέλυσε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα «οὐαί». Δὲν ἐμπόδισε νὰ φύγουν τοὺς ἀκροατὲς μιᾶς ὁμιλίας Του ποὺ παρεξήγησαν τοὺς λόγους Του· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ γυρίσουν πίσω γιὰ νὰ τοὺς δώσει περισσότερες ἐξηγήσεις, ἀφοῦ γνώριζε ὅτι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀποκτήσει πνεῦμα μαθητείας (μετάνοια)· δὲν τοὺς παρακάλεσε νὰ μείνουν γιὰ νὰ ξανασυζητήσουν τὸ θέμα, νὰ κάνουν ἕνα εὐρύτερο «θεολογικὸ Διάλογο ἀγάπης»· προέτρεψε μάλιστα καὶ τοὺς μαθητές του νὰ φύγουν μαζί τους -ἂν θέλουν-, ἀφοῦ ἀπαιτοῦσε ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ταπεινώσει τὴν ἀποδοχὴ ἀτόφιων καὶ ὅλων τῶν Ἐντολῶν καὶ Ὑποθηκῶν Του (γι’ αὐτὸ ἄλλωστε εἶπε καὶ τὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»).
 Ἂς θυμηθοῦμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Χριστὸς συμβούλεψε τοὺς μαθητές Του νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνων ποὺ δὲν θὰ ἀποδέχονταν τὴν διδασκαλίαν Του, ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψη, τινάζοντας μάλιστα καὶ τὴν σκόνη τῶν ὑποδημάτων τους, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μαζί τους. Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρουμε καὶ ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκη, ὅταν ὁ Ἀδάμ καὶ ἡ Εὔα παρήκουσαν τὸ Θεό, συζήτησε μαζί τους, περιμένοντας τὴν μετάνοιά τους. Καὶ ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι δὲν ἀνταποκρίθηκαν, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «παραιτήθηκε» ἀπ’ αὐτούς, «οἰκονομῶν», βέβαια, ἐν καιρῷ τὴν σωτηρία τους. Δὲν συνέχισε τὸν Διάλογο μαζί τους.
Παρόμοια τακτικὴ βλέπουμε νὰ τηρεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τῆς Ἀντιοχείας. Ὅταν αὐτοὶ ἀντέλεγαν σὲ ὅσα ἐδίδασκε ὁ Παῦλος στὸ συγκεντρωμένο πλῆθος, καὶ παρουσίαζαν συνεχῶς νέες σοφιστικὲς ἀντιλογίες, «ὑβρίζοντες καὶ βλασφημοῦντες τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀποστόλους», ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἐφαρμόζουν τὸ «μετὰ μίαν… νουθεσίαν παραιτοῦ» δὲν συνέχισαν τὸν Διάλογο, ἀλλὰ ἔφυγαν,
τοὺς ἐγκατέλειψαν λέγοντάς τους: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος» (Πράξ. 13, 44-46).
Εἶναι, λοιπόν, καὶ θέμα στοιχειώδους ἐλευθερίας καὶ ἀξιοπρέπειας, ὅπως λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις, νὰ μὴ τρέχωμεν ὀπίσω τῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα ἀδιακρίτως καὶ ἀφόβως: «Μὴ γίνου ὅμως αὐτὸς ζητητὴς ὀχληρός τε καὶ ἄκαιρος, εἰς τρόπον ὅτι νὰ τρέχῃς ὀπίσω τῶν ἑτεροδοξούντων» (Βουλγάρεως Εὐγενίου, Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 36).
Ἐνῶ σήμερα, οὐσιαστικὰ ὁ Διάλογος ἔχει ἄλλες προϋποθέσεις καὶ δόλιες σκοπιμότητες, φανερὲς καὶ στὸν πιὸ στραβό, καὶ μόνο ὁ Ζ. καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ ἔχουν συνειδητὰ καταταγεῖ στὴν παράταξη τῶν παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, δὲν τὶς βλέπουν. Σήμερα ὁ Διάλογος ἔχει συνειδητὰ ὑποβαθμιστεῖ, ἀφοῦ τὸν πρῶτο λόγο ἔχουν οἱ μυστικὲς διαβουλεύσεις, ποὺ διεξάγουν ὀλίγιστοι γραφειοκράτες ἱερωμένοι καὶ ἀκαδημαϊκοί, ἐρήμην μάλιστα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Συνοδεύεται δὲ ἀπὸ φανερὲς πλέον θεομίσητες καὶ ἀντικανονικὲς ἐκκλησιαστικὰ συμπροσευχὲς.
Ἀλλὰ κι ἂν ὁ Διάλογος διεξάγετο τηρουμένων τῶν συμφωνηθέντων, ἐδίδετο δηλαδὴ τὸ βάρος τῆς ὅλης προσπαθείας στὴν πειθὼ διὰ τοῦ διαλόγου, καὶ πάλι δὲν θὰ ὁδηγοῦσε πουθενά, ὅπως ἔχει ἀποδείξει ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Μόνο ὅταν ἀκολουθεῖ τὶς ἀρχὲς τῆς Πίστεως τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅταν γίνεται «εἰς ὑπακοὴν πίστεως» (Ρωμ. 1, 5), ὅπως θὰ ἀπαιτοῦσε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ εἶχε κάποια περιθώρια ἐπιτυχίας. Γράφει ὁ ἅγιος, πὼς καθῆκον τῶν Ἀποστόλων ἦταν τὸ νὰ ἐπισκέπτονται τὶς πόλεις ὄχι γιὰ νὰ διαλέγονται, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύττουν«τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ», ὁ ὁποῖος καὶ διανοίγει τὴν καρδιὰ τῶν καλοπροαίρετων καὶ ὑπάκουων. Ἂς παρακολουθήσουμε ὁλόκληρη τὴν ἑνότητα τοῦ κειμένου τοῦ θεοπνεύστου πατρὸς Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου:
«Οὐκ ἄρα οἱ ἀπόστολοι ἦσαν οἱ κατορθοῦντες, ἀλλ' ἡ προοδοποιοῦσα χάρις αὐτοῖς. Ἐκείνων μὲν γὰρ ἦν τὸ περιιέναι καὶ κηρύττειν, τὸ δὲ πείθειν τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτοῖς Θεοῦ· καθὼς καὶ ὁ Λουκᾶς φησιν, ὅτι Διήνοιξε τὴν καρδίαν αὐτῶν.... Εἰς ὑπακοήν. Οὐκ εἶπεν, Εἰς ζήτησιν καὶ κατασκευὴν, ἀλλ', Εἰς ὑπακοήν. Οὐδὲ γὰρ ἐπέμφθημεν, φησί, συλλογίζεσθαι, ἀλλ' ὅπερ ἐνεχειρίσθημεν ἀποδοῦναι. Ὅταν γὰρ ὁ Δεσπότης ἀποφήνηταί τι, τοὺς ἀκούοντας οὐ περιεργάζεσθαι χρὴ τὰ λεγόμενα καὶ πολυπραγμονεῖν, ἀλλὰ δέχεσθαι μόνον» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, vol 60, pg 398, ln 23-42).
Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Θεοσεβείας μὲν γὰρ ἴδιον μὴ ἀναγκάζειν, ἀλλὰ πείθειν, ὥσπερ εἴπαμεν. καὶ γὰρ ὁ Κύριος αὐτὸς οὐ βιαζόμενος, ἀλλὰ τῇ προαιρέσει διδοὺς ἔλεγε πᾶσι μέν· “εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν”, τοῖς δὲ μαθηταῖς· “μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ἀπελθεῖν”; αὕτη παντελῶς ἀλλοτρία τῆς θεοσεβείας ἐστί» (Μ. Ἀθανασίου, Historia Arianorum, TLG, c. 66, s. 3, l. 6 - c. 67, s. 3, l. 1.
Γι’ αὐτὸ καὶ σταθερἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, παρὰ μόνο κάποια παραδείγματα∙ ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε Οκουμενικὸς Πατριάρχης νθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα, σὲ ἕνα Διάλογο μὲ Ὀρθόδοξες προοπτικές. Μὲ τν παντητικ πρς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ πιστολή της, λοιπόν, ἡ Σύνοδος, καταδικάζει μν τν Παπισμό, δείχνει μως κα τν μόνο ληθ δρόμο γι τν νωση: ρθόδοξη κκλησία «διακας πιποθε τν νωσιν» π τν προϋπόθεσιν « τς Ρώμης πίσκοπος (νά) ποτινάξ παξ δι παντς τν ρμαθν τν…εαγγελικν νεωτερισμν, τν κα προκαλεσάντων τν λυπηρν διαίρεσιν τν κκλησιν νατολς κα Δύσεως, κα πανέλθ ες τ δαφος τν γίων πτ Οκουμενικῶν Συνόδων»  (Μπιλάλη Σπ., Ἡ αἵρεσις τοῦ Filioque, σελ. 630.
Καὶ ἡ Σύνοδος κάνει τν ξς σημαντική, λογικότατη κα φοπλιστικ πρόταση: Δὲν ὑποχωρεῖ νὰ δεχθεῖ συζήτηση εἰς τὰ τῆς Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ δέχεται νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη ἔχει παραβεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στν μεταξύ μας Διάλογο ποδειχτε, τι μες χουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εμαστε τοιμοι ν τν ποβάλλουμε: «π τ ερ σκοπ τς νώσεως νατολικ ρθόδοξος…κκλησία στν τοίμη ποδέξασθαι λοψύχως, ε τυχν παρέφθειρεν μ κατέχοι, πν ,τι πρ το νάτου αἰῶνος μολόγουν μοφώνως τε νατολικ κα Δυτικ κκλησία…» (Εἰς Ψαλτάκη Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15).
Κα συνεχίζει: ν μως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ρθόδοξη κκλησία «κρατε τ ρχαιοπαράδοτα δόγματα», ντίθετα δ «Δυτικ διέστρεψεν ατ δι ποικίλων νεωτερισμν, τότε κα τος νηπίοις δλον, τι φυσικωτέρα δς πρς τν νωσίν στιν πάνοδος τς Δυτικς κκλησίας ες τ ρχαον δογματικν κα διοικητικν καθεστώς» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542).
Παρόμοια ἀπάντηση εἶχε δώσει στὴν Α΄ Σύνοδο Βατικανοῦ καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ϛ΄, ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Παπικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχει στὴ Σύνοδό τους, καθόσον οἱ Παπικοὶ μένουν ἀμετανόητοι στὶς αἱρετικὲς προσθῆκες τους. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ Βουτηρᾶ Σ., Ἡ Παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1902. Ἀξίζει νὰ ἀποδοθεῖ ἐν περιλήψει:
Τὸ 1868 ὁ Πάπας, ἔστειλε στὸ Φανάρι ἐκπροσώπους του καὶ ἐπέδωσε Προσκλητήριον Ἐπιστολὴν στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ϛ΄. Ὁ Πατριάρχης δέχτηκε μὲν τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Πάπα, δὲν παρέλαβε δὲ τὴν Ἐπιστολή. Γιατί (τοῦ ἐξήγησε), μάθαμε διὰ τοῦ «Τύπου» τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, πὼς δηλαδὴ μὲ τὴν Ἐπιστολὴ καλεῖται τὸ Πατριαρχεῖο μας νὰ λάβει μέρος στὴν «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» ποὺ ἑτοιμάζει ἡ Ρώμη, διαδικασία ἀντίθετη μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας∙ ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ δὲν συμφωνοῦμε.
Περιμέναμε, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, «ν’ ἀκούσωμεν νέον τι», κάποια ἀλλαγὴ στάσεως τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ Πάπας ἐπαναλαμβάνει στὴν Ἐπιστολὴ «τὰς ἰδίας ἀντιχριστιανικὰς ἀρχὰς ἀντιστρατευομένας εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου». Μᾶς καλέσατε (ὑπενθυμίζει στὸν παπικὸ ἐκπρόσωπο) καὶ τὸ 1848 σὲ «Συνοδικὸ Διάλογο» στὴ Ρώμη καί, λόγω τῶν ἀντιθέτων πρὸς τὴν πατροπαράδοτη πίστη προτάσεων καὶ τότε ἀρνηθήκαμε. Πρὸς τί λοιπόν, ὁ Διάλογος, ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἐπιμένει πεισμόνως στὶς ἀρχές του; Ἐμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμε «ἀναξέσαι παλαιὰς πληγάς… διὰ συζητήσεων καὶ λογομαχιῶν… οὔτε ἔστι δυνατὴ συνενόησις καὶ συνδιάλεξις Συνοδικὴ μὴ ὑπάρχοντος κοινοῦ ὁρμητηρίου τῶν αὐτῶν ἀρχῶν».
Καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ ἀποστολικὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον …παραιτοῦ» καὶ ἀρνούμενος Διάλογον «ἐπὶἴσοις” ὅροις» καταλήγει: «Ἡμεῖς φρονοῦμεν ὅτι ἡ ἐπιτυχεστάτη καὶ ἀπαθεστάτη τῶν τοιούτων ζητημάτων λύσις ἐστὶν ἱστορική. Ἐπειδή, ὑπῆρξεν Ἐκκλησία πρὸ δέκα αἰώνων τὰ αὐτὰ ἔχουσα δόγματα ἔν τε Ἀνατολῇ καὶ Δύσει,… ἀναδράμωμεν ἑκάτεροι εἰς ἐκείνην καὶ ἴδωμεν ὁπότεροι προσέθεντο ἢ ἀφεῖλον∙ ἐκκοπτέσθω ἡ προσθήκη, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ προστιθέσθω τὸ ἀφαιρεθέν, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ καὶ τότε σύμπαντες ἀνεπαισθήτως εὑρεθησόμεθα εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον τῆς καθολικῆς ὀρθοδοξίας, ὁπόθεν ἡ Ρώμη τῶν κάτω αἰώνων μακρυνομένη ἐπὶ μᾶλλον ἀρέσκεται νὰ πλατύνῃ τὸ χάσμα διὰ νέων ἀεὶ δογμάτων καὶ θεσπισμάτων, ἐκτρεπομένων τῆς ἱερᾶς παραδόσεως» (Χρυσοστόμου, Ἐπισκόπου Ροδοστόλου, Ἰδοὺ ὁ παπισμός, σελ. 477-480).
Ἂς ξαναδιαβάσει ὁ Ζ. τὴν καθαρὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ Γρηγορίου κι ἂς πάψει -Ἐπίσκοπος ἄνθρωπος- νὰ ἐκτίθεται.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι γνωστότατο ὅτι ὑποστήριζε πώς, οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους –ποὺ μάλιστα ἔχουν παγιωμένη καὶ μακροχρόνια τὴν αἱρετικὴ δοξασία– ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικὸν ἄνθρωπον…παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον». Καί· «Ἐπεὶ δὲ περὶ Θεοῦ καὶ εἰς Θεὸν ὁ λόγος, οὐχ ὁ τίσδε ἢ τίσδε, ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καὶ Παῦλος οὐδ' ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἂν κἂν τὸ βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διὰ τούτου τοῦ παντὸς εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου· πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν» (Στουδίτου Θεόδ., πιστολὴ Μιχαλ κα Θεοφλ βασιλεσιν καὶ Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α).
Στὴν β’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Πατρόφιλον, ὁ Μ. Βασίλειος, τονίζει: α) πὼς εἶναι ἀντίθετος στὶς συμφωνίες μὲ τοὺς ἐπιβλαβεῖς αἱρετικοὺς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εἰρήνης, διότι προξενεῖται μεγάλη βλάβη: «Εἰ δὲ ἡ πρὸς τοὺς βλαβεροὺς συμφωνία ἐν εἰρήνης προσχήματι τὰ τῶν πολεμίων τοὺς προσδεχομένους ἐργάζεται, σκόπησον τίνες εἰσὶν οἷς ἀνέμιξαν ἑαυτούς, οἳ τὸ ἄδικον μῖσος ἐμίσησαν ἡμᾶς, ἀλλ' οἱ τῆς μερίδος τῶν ἀκοινωνήτων ἡμῖν» (Μ. Βασιλείου, Πατροφίλῳ,  Ἐπισκόπῳ Αἰγῶν, ἐπιστ. 250 (σν΄).
Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ τοῦ ἁγίου Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο βλέπουμε τὴν ἴδια γραμμή. Μετὰ τὶς πρῶτες συζητήσεις, σταματοῦν τὸν διάλογο, δὲν συνεχίζουν ἐπ’ ἀόριστον τὸν «Διάλογο» μὲ τὸν ἐμένοντα στὶς κακοδοξίες αἱρετικό. Τοῦ λέγει κατὰ πρόσωπον, ὅτι ἑρμηνεύει διεστραμμένως τὸ Σύμβολοκαὶ τοῦ θέτουν μάλιστα καὶ ὅριο: ἐντὸς ...10 ἡμερῶν(!) νὰ ἀπαντήσει, ἀλλιῶς θὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία! Καὶ προτρέπει τὸν Νεστόριο νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τοῦ ἀνακοινώνει δὲ καὶ τοὺς ὅρους ἐπιστροφῆς (ὁμολογία, μετάνοια). Δὲν φτάνει, τοῦ λέγει, μόνο νὰ ὁμολογήσεις μαζί μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ αὐτή σου τὴν ὁμολογία νὰ τὴν καταθέσεις ἐγγράφως καὶ μὲ ὅρκο καί, ἐπίσης, νὰ ἀναθεματίσεις τὰ «μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματά» σου:
«Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τὸ ἐκτεθὲν κατὰ καιροὺς ἐν ἁγίῳ πνεύματι παρὰ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευσας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα, φρονήσεις δὲ καὶ διδάξεις ἃ καὶ ἡμεῖς ἅπαντες οἵ τε κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν Ἑῴαν ἐπίσκοποι καὶ διδάσκαλοι καὶ λαῶν ἡγούμενοι».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσ/νίκης «οὐ πᾶσι διδόναι λόγον ἀνάγκη..., ἀλλὰ τοῖς μὲν ζητοῦσι μαθεῖν διαλέγεσθαι μετ’ εἰρήνης, τῶν δ’ αὗ (πάλι) φιλονικεῖν αἱρουμένων ἀφίστασθαι».
Τὴν ἀνωτέρω ἄποψη συνιστοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, συμβουλεύοντες νὰ μὴ παρασυρόμαστε στὴν λογομαχία τῶν αἱρετικῶν καὶ ἰδίως, ὅταν καθίσταται φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ μετανοήσουν. Ἐὰν δηλαδὴ οἱ ἑτερόδοξοι ἀπειθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμμένουν στὶς ἀπόψεις τους, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς Διαλόγους καὶ τὴν προσπάθεια διαφωτίσεως καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ἐκκλησία, πρὸς καιρόν, διότι αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐντολή Του «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» καὶ ἀκόμα, διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἐξοικιώσεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Ἡ διακοπὴ τῶν Διαλόγων πρέπει νὰ γίνεται σύντομα, (συμπεραίνουν οἱ Πατέρες τῆς μονῆς του Ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους) σύμφωνα μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή: “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ …δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”) (Ἱ. Μ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν, ὅπ. παρ., σελ. 371).
Στὸ ἴδιο μοτίβο κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός.
«Ὅταν καταλάβαμε (γράφει) ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐνδιαφέροντο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας, παύσαμε νὰ ἀντιπαραθέτουμε πρὸς τὶς πλάνες τους τὶς ὀρθόδοξες θέσεις, καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία· λλὰ σὰ νὰ μιλούσαμε σὲ ντουβάρια. Οἱ Λατῖνοι, δηλ, δυσανασχετοῦσαν μὲν ἐλεγχόμενοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἀδιόρθωτοι καὶ μᾶς παρακινοῦσαν νὰ παρακάμψουμε τὸ θέμα τοῦ filioque καὶ νὰ συζητήσουμε τὰ ἄλλα δογματικὰ θέματα, νομίζοντες ὅτι, μὲ ἑπόμενες θεολογικές τους διαλέξεις, θὰ ἔκαναν νὰ ξεχαστεῖ τὸ θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque στὸ Σύμβολο. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ (Πατριάρχης, Ἐπίσκοποι, συνοδοί) ἐπέμεναν νὰ συζητηθεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ πρῶτον προσθήκη τοῦ filioque.
Ὅταν μεταφέρθηκε Σύνοδος στὴν Φλωρεντία ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε τὰ θεολογικὰ θέματα καὶ οἱ Λατῖνοι παρουσίαζαν στὴ συζήτηση νοθευμένα καὶ ἀλλοιωμένα κείμενα καὶ πάνω σαὐτὰ στήριζαν τὶς κακοδοξίες τους. Τότε καὶ πάλι ἐγώ ἐνεπλάκην στὴ συζήτηση, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραθέτουν νοθευμένα κείμενα ὡς Πατερικά, ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἦσαν ἀμετάπιστοι κι ἔτσι χάναμεσυζητώντας μαζί τουςτὸν καιρό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ σταμάτησα τὶς ὁμιλίες βεβαιώνοντάς τους πὼς δὲν θὰ συμμετέχω στὴ Σύνοδο ἢ θὰ μετέχω σιωπῶν. Ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἐπίεζαν τοὺς δικούς μας να συνεχίσουν τὶς συζητήσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ πιέσεις, ἔκαναν τοὺς δικούς μας νὰ καμφθοῦν, νχάσουν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ θάρρος ποὺ εἶχαν, ἐπηρεαζόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν τὴν ἕνωση, καὶ γιατὶ ἐπίσης ἐφοβοῦντο τὶς περαιτέρω διαμάχες. Οἱ Λατῖνοι, λοιπόν, τὴν σιωπήν μας ἐκλαμβάνοντες ὡς ὑποχώρηση καὶ ἀδυναμία, μᾶς προκαλοῦσαν πρὸς συζήτηση καί, καθὼς ἐμεῖς ἀποφεύγαμε νὰ ἐμπλακοῦμε σὲ μιὰ νέα συζήτηση, θριαμβολογοῦσαν ὡς νικηταί, ὡς ἔχοντες αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια.
(Μπροστὰ λοιπόν, σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση, ἐγώ, λέγει ὁ ἅγ. Μᾶρκος), ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀνατολικούς, παραμένω ἐν ἑαυτ, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ συνεχίσω νὰ εἶμαι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους μου Πατέρες καὶ διδασκάλους (ἀφοῦ, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους). (Ἔ κ θ ε σ ι ς τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατοτό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα, Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σ. 304-308, Τὸ κείμενο στὸ τέλος1).
Σὲ ἀντίθετη περίπτωση οἱ Ποιμένες ποὺ «ἀεὶ διαλέγονται»: ἢ ἀρνοῦνται τὸ καθῆκον τῆς Ὁμολογίας, ἢ κάποιους κοροϊδεύουν. Καὶ οἱ διαδικασίες Διαλόγου ποὺ μὲ εὐθύνη τοῦ Πατριαρχείου ἔχουν δρομολογηθεῖ  καὶ μὲ ἐπιμονὴ διεξάγονται (παρὰ τὴ φθορὰ καὶ τὸ σκανδαλισμὸ ποὺ προξενοῦν), ἀφήνουν νὰ πλανῶνται στὸν ἀέρα πολλὲς ὑποψίες γιὰ τὶς σκοπιμότητες ποὺ κρύβουν οἱ Διάλογοι αὐτοί.
Γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν ἀποδέχεται κάποιος τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς Διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν ἀποκλείει τὴν πιθανότητα, ὅτι εἶναι δυνατὸ κατὰ τὴν πορεία τοῦ διαλόγου νὰ ἀποδειχτεῖ, πὼς τὸ λάθος βρίσκεται στὴ δική του Ἐκκλησία. Ἔτσι, καλλιεργεῖ ἢ ὑποθάλπει στοὺς ἑτερόδοξους τὴν κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ τὸ δίκιο. (Στὴν περίπτωση δὲ τῆς θεομπαιξίας τοῦ Πάπα καὶ τῆς διπλωματίας τοῦ Βατικανοῦ, τροφοδοτεῖ τὴν ἐλπιδα, ὅτι γρήγορα τὸ ἀπὸ αἰώνων ὄνειρό τους, γιὰ τὴν παγκόσμια κυριαρχία, θὰ εἶναι πραγματικότητα). Ταυτόχρονα, ἐνσπείρει στοὺς ὁμοδόξους μία σύγχυση καὶ προξενεῖ ἕνα φοβερὸ  σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως –ἀποδομητικὸ τῆς πίστεώς τους–, ἀφοῦ ἀφήνει νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία, ὅτι ἐνδεχομένως νὰ μὴ βρίσκεται ἡ ὅλη Ἀλήθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ ὅσα αἰῶνες τώρα αὐτὴ διδάσκει.
Ἂν πρὸς στιγμήν θελήσουμε να διαλεχθοῦμε «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», μὲ τί ἰσοῦται αὐτό, ἢ μὲ τὸ διαλέγεσθαι χωρὶς τὴν βάση τῆς Ἱ. Παραδόσεως; Δὲν θὰ εἶναι ἡ συζήτηση αὐτή, συζήτηση χωρὶς πυξίδα; Ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἔχουμε βάση τὴν Ἁγία Γραφή, θὰ τοῦ ἀπαντούσαμε πὼς αὐτὸ δὲν φτάνει. Ἀπὸ τὴν κατ’ ἄνθρωπο, τὴν διανοητικὴ μελέτη καὶ ἐξήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ξεπήδησαν ὅλες οἱ αἱρέσεις καὶ ἐκεῖ στηρίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί∙ καὶ ὁ Παπισμός. Πῶς λοιπόν, θὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν ὀρθολογισμὸ ὡς βάση; Βάση σταθερὴ εἶναι ἡ Ἱερὰ παράδοση καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καὶ συζήτηση χωρὶς αὐτὴν ὡς βάση σημαίνει ἄρνηση τῆς Πίστεως.
Ἐρωτᾶ ὁ Μ. Βασίλειος τὸν Εὐνόμιο: Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ἐμεῖς δὲν θὰ σεβαστοῦμε τοὺς Πατέρες, πὼς θὰ κλείσουμε τὰ μάτια στὶς καινοτομίες σου καὶ θὰ τὶς ἀνεχθοῦμε; Ἡ ἀπάντηση εἶναι, ὄχι: «Μὴ νείμωμεν τὸ πλέον τοῖς προλαβοῦσι; μὴ αἰδεσθῶμεν τὸ πλῆθος τῶν τε νῦν ὄντων Χριστιανῶν, καὶ τῶν ὅσοι γεγόνασιν ἀφ' οὗ κατηγγέλη τὸ Εὐαγγέλιον; μὴ λογισώμεθα τὸ ἀξίωμα τῶν ἐν παντοίοις χαρίσμασι διαφανέντων πνευματικοῖς, οἷς ἅπασιν ἐχθρὰν καὶ πολεμίαν τὴν πονηρὰν ὁδὸν ταύτην τῆς ἀσεβείας ἐκαινοτόμησας; ἀλλὰ μύσαντες ἁπαξαπλῶς τοὺς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμούς, καὶ παντὸς ἁγίου μνήμην τῆς διανοίας ὑπερορίσαντες, σχολάζουσαν καὶ σεσαρωμένην τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν ἕκαστος ταῖς παραγωγαῖς σου καὶ τοῖς σοφίσμασι φέροντες ὑποθῶμεν;» (Μ. Βασιλείου,  Ἀπολογητικὸς δυσεβοῦς Εὐνομίου, λόγ. Αʹ, (libr. 5), v. 29, p. 508, l. 5-16).
Τὸ λογικὸ συμπέρασμα τοῦ διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» εἶναι, ὅτι ἀποδεχόμαστε πὼς δὲν γνωρίζουμε ποιά Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀλήθεια, ἀφοῦ συμφωνήσαμε–ἐννοεῖται οἱ Οἰκουμενιστές– ὅτι τὴν ἀπάντηση θὰ πάρουμε μὲ τὴν διαδικασία τῆς διαλεκτικῆς! Ἔτσι, ἡ ἀληθινὴ πίστη, τὴν ὁποία κατέχουμε καὶ πρὸς τὴν ὁποία καλοῦμε, ἀπονευρώνεται.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα μερικὰ ἀκόμα παραδείγματα.
Μι παρόμοια κατάσταση μς τ διηγεται Μ. θανάσιος: σ’ να Διάλογο μεταξ αρετιζόντων πισκόπων κα ρθοδόξων, ν λοι ο ρθόδοξοι πίσκοποι διελέγοντο μ βάση τὴν Γραφή, ο αρετίζοντες παρουσίασαν να γγραφο πο περιεχε τν μολογία τς ληθοφανος Πίστεώς τους κα προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους, ζητώντας, σα τ γγραφο περιελάμβανε, ν ποτελέσουν τν βάση Πίστεως γιὰ ὅλους· μάλιστα, παιτοσαν ν μ ζητηθε τίποτε παραπάνω π τος αρετικούς, τος ποίους ποστήριζαν, οτε ν ξετάζουν ο Πατέρες, σες καμουφλαρισμένες αρετικς δοξασίες εχαν διατυπωθε στ γγραφο. (Δὲν μοιάζουν πολὺ αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις;).
ταν διαβάστηκε τ γγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) κα τος ζήτησαν νὰ ναθεματίσουν τν αρεση το ρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε ο Ὀρθόδοξοι πίσκοποι ἐθαύμασαν γι τ μέγεθος τς δολιότητος κα πανουργίας τους κα επαν:
μες δν ρθαμε δ γι ν νακαλύψουμε τν λήθεια τς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε,λλ ρθαμε γι ν συνετίσουμε τος αρετικος πο ντιλέγουν στν παραδοθεσα ληθιν πίστη: «μες ο δεμενοι πστεως συνλθομεν (χομεν γρ ν αυτος γιανουσαν τν πστιν),λλ' να τος ντιλγοντας τ ληθείᾳ κα καινοτομεν πιχειροντας ντρψωμεν». ν τώρα σες, γράψατε ατ τ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δν μπορετε ν λογίζεσθε ς ερες, λλ’ χετε νάγκη ν κατηχηθτε π’ τν ρχή: «ε μν ον μες ς νν ρχμενοι πιστεειν γρψατε τατα, οπω στ κληρικο ρχν χοντες το κατηχεσθαι». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ν ποδεχθτε τν παραδεδομένη πίστη πο μες δ πιστ κφράζουμε, μπορε ν πάρξει μεταξύ μας μοφροσύνη. πειδ δ ατοί, ς μαθες κα δόλιοι, πέμεναν στς θέσεις, ο Πατέρες τος κατεδίκασαν «ς μ ντας ληθς Χριστιανος» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων, TLG, c, 8, s. 2, l. 1-c 9, s. 3, l. 6).
Καὶ ἕτερο περιστατικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καὶ πρακτικῆς στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς:
 «Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Ἐπισκπου Ρώμης Λιβέριον «μισοντα μν τν ρειανν αρεσιν, σπουδζοντα δ πντας πεθειν ποστρφεσθαι κα ναχωρεν π' ατς». Ὁ ἀξιωματοῦχος ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτορας στν Ρώμη «πρτον παρεκλει τν Λιβριον κατ θανασου μν πογρψαι, τος δ ρειανος κοινωνσαι». Καὶ ὁ πσκοπος ἀρνήθηκε μὲν νὰ ὑπογράψει, ἐπρότεινε δὲ νὰ γίνει «κκλησιαστικ σνοδος μακρν το παλατου», ὥστε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ λάβουν μόνοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (γιατὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συναποφασίζουν τὰ τῆς πίστεως, παρὰ μόνο νὰ ἀποδέχονταιἂν θέλουν– τὴν ἐτυμηγορία τῶν ὀρθοδοξούντων Πατέρων) ἡ ἀπόφαση λοιπὸν αὐτή, νὰ εἶναι ἐλεύθερη, χωρὶς τὴν ἐπέμβαση τῆς αὐτοκρατορικῆς φιλοαρειανῆς ἐξουσίας. Μόνο τότε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ληφθεῖ εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτή.
Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις «κρσεως γενομνης …ο μν πεθυνοι (τῆς αἱρέσεως) κβλλωνται, ο δ καθαρο παρρησαν χωσιν. ο γρ οἷόν τε συνδ συναριθμηθναι τος περ πστιν σεβοντας οδ πρπει προκρνεσθαι πργματος ξτασιν τς περ πστεως ξετσεως. χρ γρ πρτον πσαν περ τς πστεως διαφωναν κκπτεσθαι κα ττε τν περ τν πραγμτων ρευναν ποιεσθαι. κα γρ Κριος μν ησος Χριστς ο πρτερον θερπευε τος πσχοντας, πρν ν δεξωσι κα επωσιν ποαν πστιν εχον ες ατν. τατα παρ τν πατρων μθομεν, τατα πγγειλον τ βασιλε, τατα γρ κα ατ συμφρει κα τν κκλησαν οκοδομε. μ κουσθω δ Ορσκιος κα Οὐάλης, κα γρ κα ν τος προτροις μετενησαν κα νν λγοντες οκ εσ πιστο“» (Μ. Ἀθανασίου,  Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου, TLG, c. 33, s. 6, l. 4-c. 36, s. 5, l. 3).
Ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, στοιχειώδης λογικὴ καὶ ἐντιμότης ὑπαγορεύει, οἱ διεξάγοντες τοὺς Διαλόγους νὰ ὁμολογοῦν πρὸς κάθε κατεύθυνση τὴν μοναδικότητα τῆς Ἀλήθειας τῆς ὁποίας εἶναι «μάρτυρες» καὶ νὰ δηλώνουν καθαρά, ὄχι μόνο μὲ λόγια μὰ καὶ μὲ ἔργα, ὅτι δὲν διαπραγματεύονται τὰ τῆς Πίστεως, μιμούμενοι τὴν συμβιβαστικὴ τακτικὴ τῶν πολιτικῶν. Ἀντίθετα, ὑπηρετοῦντες τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, νὰ ὁμολογοῦν, ὅπως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, τὴν πίστη στὴν ὕπαρξη ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας καὶ νὰ καλοῦν πρὸς αὐτὴν ἐλεύθερα ὅποιον τὴν ἀναζητεῖ.

Πολλοὶ «προοδευτικοὶ» θεολόγοι σήμερα, ἐπισημαίνουν καὶ καταδικάζουν αἱρετικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουν εἰσχωρήσει στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴ Δυτικὸ χριστιανισμό. Ἂν ὅμως, ἡ Πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἀντίθετη μὲ κάθε Δυτικὴ παρέκκλιση καὶ τοὺς καρπούς της –ὅπως τὸν κάθε εὐσεβισμό, τὸν ὁποῖο καλῶς, ἀλλὰ μονόπλευρα καταδικάζουν–, τότε εἶναι ἀντίθετη καὶ μὲ τὴν κάθε Οἰκουμενιστικὴ θεωρία καὶ πρακτική, τὸν κάθε Διάλογο ποὺ συμβάλλει στὴν ἐξίσωση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν αἵρεση· εἶναι ἀντίθετη μὲ τοὺς Διάλογους τῶν “εἰδικῶν” καὶ τὴν ἀδιάκριτη ἐπικοινωνία, ποὺ συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀμβλύνουν τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ· εἶναι ἀντίθετη μὲ τὶς ἐπινοήσεις καὶ τοὺς πειραματισμοὺς μεμονωμένων ἀξιωματούχων (Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων, ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων)· εἶναι ἀντίθετη μὲ κρυφὰ σχέδια καὶ τὶς μυστικὲς διαβουλεύσεις ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλο τὸν κλῆρο καὶ ὅλο τὸν λαό καὶ δὲν ποδηγετεῖται ἀπὸ κάποια ὁμάδα “εἰδικῶν” κληρικῶν ἢ λαϊκῶν, ἀδιάφορο.
Εἶναι, ἐπίσης, ἀντίθετη μὲ τοὺς Διαλόγους ποὺ στηρίζονται σὲ μεθοδολογίες δυτικότροπες καὶ ὀρθολογιστικές, οἱ ὁποῖες π.χ. «ξεχνοῦν» τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς πίστεως καὶ τῆς  ὑπακοῆς, τῆς μετανοίας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων ἢ διαγράφουν τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὸ “παραιτοῦ” τῶν ἀμετανόητων αἱρεσιαρχῶν, οἱ ὁποῖοι –εἶναι γνωστό– πὼς γνωρίζουν καλύτερα ἀπὸ μᾶς τὴν ἐγκεφαλικὴ καὶ ἄνευ Ἁγίου Πνεύματος θεολογία. Ἴσως στὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἀντιτάξει κανεὶς τὴ θέση, «μὰ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ γίνεται ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ λάθος τους. Χωρὶς τοὺς Διαλόγους πῶς θὰ τὸ καταλάβουν;».
Μὰ σὲ ἕνα Διάλογο ποὺ γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς ὁ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν διαδικασία τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς πίστεως, ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙ καὶ ἡ συζήτηση γίνεται διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες, καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία.
Νὰ ἐπαναλάβω ὅμως, πὼς ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς παραδείσιας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὣς ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, ἡ εἰσδοχὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἐν ἐλευθερίᾳ, ὑπακοῇ καὶ μετανοίᾳ. Δὲν ἀναφέρεται στὴν Παράδοσή μας ἄλλος τρόπος. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς εἶναι οἱ πρακτικὲς τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων, αὐτὸ ἐντέλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κάθε τι ἄλλο εἶναι βεβιασμένο, ἀντιπατερικὸ καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ. Σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῶν Πατέρων, παρέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία Πίστεως, προσφέρεται ἡ “νουθεσία”, ἀπαιτεῖται ἡ καλὴ διάθεση, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο λόγο καὶ ἡ ὀρθὴ πίστη, καὶ ὄχι ἡ ἀπροϋπόθετη διαλογικὴ συζήτηση γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας ἢ τὴν ἐπιβολὴ διὰ τῆς πειθοῦς, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται, ποτὲ δὲν εὑρίσκεται ἀπὸ ἀνθρώπους κακοπροαίρετους. Ἡ περαιτέρω διερεύνηση τῆς Ἀλήθειας, οἱ ἀποδείξεις καὶ ὁ Διάλογος ἕπονται, ἀποτελοῦν δευτερεύοντα στοιχεῖα καὶ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση.
Ὡς ἐκ τούτων, ὁ τρόπος ποὺ γίνονται οἱ Διάλογοι σήμερα, ἀποτελεῖ ὕβρι, ἀφοῦ δὲν δὲν ἀκολουθεῖται πιστὰ κάποια μεθοδολογία (ὅσες ἐφαρμόστηκαν ἀπέτυχαν), δὲν τηρεῖται κάποια ἀρχή, ἔστω αὐτὴ ἡ “ἐπὶ ἴσοις ὅροις”, ὁπότε τουλάχιστον θὰ ἐσώζοντο τὰ προσχήματα. 
Σημάτης Παναγιώτης
__________________  
 (*) Τὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαῖος".
(1) Τὸ κείμενο Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ:
"ς δ ωρμεν τος Λατίνους σαφς δη παραγυμνώσαντας ν τας πρς μς διαλέξεσιν, ς ο πρς λήθειαν ατος σκοπς οδ τ ταύτην ερεθναι δι σπουδς τίθενται, μόνον δέ γε τ δόξαι τι λέγειν κα τς κος τν οκείων προκατασχεν, τοντεθεν δη το λέγειν παυσάμενοι, παρεκαλομεν ατος πανελθεν πρς τν καλν συμφωνίαν κείνην, ν εχομεν πρότερον. Τατα λέγοντες, κενν ἐῴκημεν ψάλλειν, λίθον ψειν, κατ πετρν σπείρειν, καθγρν γράφειν, σα λλα π τος δυνάτοις α παροιμίαι φασίν· κενοι μν τος μν λέγχοις στενοχωρούμενοι, διόρθωσιν δ οδαμς οδεμίαν παραδεχόμενοι δι τ νιάτως χει ς οικε, παρεκάλουν μς π τν ξέτασιν μεταβναι το δόγματος, ς κανν δη ηθέντων τν π τ προσθήκ λόγων, οόμενοι δικείνων τν λόγων πισκιάσειν τ το συμβόλου τόλμημα, τς δόξης γιος δεικνυμένης. λλο μέτεροι ον νείχοντο κα μεταθέτως εχον πρς τν τς δόξης ξέτασιν, ε μ διορθωθείη πρότερον προσθήκη.
νθα (ες Φλωρεντίαν π τς Φερράρας) γενόμενοι, τν π τς δόξης διαλέξεων πηρξάμεθα, τν Λατίνων προσενεγκόντων ητά, τ μν ξ ποκρύφων τινν κα γνώστων βιβλίων, τ δ κ νενοθευμένων κα διεφθαρμένων, ν ος σχυρίζοντο τν αυτν δόξαν συνίστασθαι. Πάλιν ον ατος γ συμπλεκόμενος κα τ τς δόξης τοπον διελέγχων κα νενοθευμένας εναι τ βίβλους προφανς παριστν, οδν νυον ες πειθώ, πλν σον τν καιρν ναλίσκειν εκ κα μάτην.
π τούτοις κατέλυσα τς πρς ατος μιλίας, μηκέτι συνελεύσασθαι μετατν, γον ατς σιωπήσειν βεβαιωσάμενος.
γ δ χωρισθες ατν κτοτε κα μαυτ σχολάσας, να τος γίοις μου πατράσι κα διδασκάλοις διατελ συνημμένος, πσι καταφαν ποι τν μαυτο γνώμην δι τσδε μου τς γραφς...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.