Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Απάντησις 2η μοναχού Ιωσήφ προς τον π. Ευθύμιον Τρικαμηνά.



ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ 2η ΠΡΟΣ ΤΟΝ π. ΕΥΘΥΜΙΟΝ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ

Ἀγαπητὲ π. Εὐθύμιε χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Κατόπιν τῶν ὑμετέρων σχολιασμῶν(1) εἰς τὸ πόνημά μου ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον σου περὶ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ' Συνόδου, ἔστω καὶ καθυστερημένα, ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ ἀπαντήσω μόνον εἰς τὰ πλέον κύρια σημεῖα αὐτῶν, ἐλλείψει χρόνου, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀποφυγὴν ἀτερμόνων συζητήσεων περὶ τοῦ θέματος.
Πέρα ἀπὸ τὰς ἐνστάσεις σου εἰς τὰ γραφόμενά μου, θὰ ἤθελα νὰ σοῦ θέσω κυρίως κάποιες ἐρωτήσεις περὶ τοῦ νομίμου της ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν αἵρεσιν καὶ τοῦ δικαιώματος αὐτῶν νὰ ἐνεργοῦν χειροτονίας καὶ συστάσεις ἐπισκοπικῶν Συνόδων, ποὺ νομίζω ὅτι εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὅλου θέματος. Οἱ ἐρωτήσεις αὐτὲς ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντηθοῦν εἰς τὴν οὐσίαν τους χωρὶς ρητορικὰ τεχνάσματα πρὸς παραπλάνησιν τῶν ἀναγνωστῶν, ἀφοροῦν ἐπισης καὶ τὴν ὑμετέραν κανονικότητα! Ἐφ’ ὅσον ἐπικαλεῖσαι τόσον συχνὰ τὴν κανονικότητα, θὰ πρέπη νομίζω πρῶτον νὰ τὴν τηρῆς ἐσὺ ὁ ἴδιος! Τοῦτο λέγω, διότι εὑρίσκεσαι ἀσυνεπὴς εἰς τὰ περὶ κακονικότητος καὶ συμφωνίας δῆθεν μὲ τοὺς Πατέρας, τὰ ὁποῖα ἀφειδῶς ἐπαγγέλεσαι, διαστρέφοντας αὐτὰ καὶ προσαρμόζων ἀναλόγως, κατὰ τὰ ἰδικά σου πάντοτε φρονήματα.
Ἀγαπητὲ π. Εὐθύμιε, γράφεις ἐξ ἀρχῆς, πὼς δὲν σοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστον ποὺ ἀσχολεῖσαι μὲ τὴν ἀντίκρουσιν τῆς ἡμέτερας ἐργασίας, δίδων οὕτω τὴν λανθασμένην ἐντύπωσιν, ὅτι ἐγὼ ἔχω ἀρχίσει τὴν ἀντιπαράθεσιν μεταξὺ τῆς ἰδικῆς σου ἀντιοικουμενιστικῆς μερίδος καὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι παλαιοημερολογιτῶν.
Ἡ ἀλήθεια βεβαίως εἶναι διαφορετικὴ ἐφ’ ὅσον πάντες γνωρίζουν πὼς ἐσὺ εἶσαι αὐτὸς ὅπου ἐδῶ καὶ χρόνια βάλλεις γραπτῶς τε καὶ προφορικῶς ἐναντίον τῶν παλαιοημερολογιτῶν
καὶ ὄχι αὐτοὶ ἐναντίον σου, ἐπιθυμῶν νὰ ἀποδείξῃς πὼς ἡ ἀποτείχισις αὐτῶν εἶναι ἀντικανονικὴ καὶ παράνομος, ὥστε νὰ παρουσιάσῃς οὕτω τὸν ἑαυτόν σου ὡς τὸν μόνον ἀποτειχισμένον κανονικῶς! Τοὺς κατατάσσεις δὲ ἐτσιθελικῶς εἰς τοὺς σχίσματικούς, ἀφ’ ὅσον κατὰ τὴν γνώμην σου, ἡ ἀποτείχισις αὐτῶν ὑπῆρξε ματαία, καθὼς δὲν ἐστηρίζετο δῆθεν εἰς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ δὴ εἰς τὸν 15ον τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Θεωρεῖς ἐπίσης ὅτι ἀλλοίωσα καὶ παραποίησα τὰ κείμενά σου διὰ νὰ δικαιολογήσω τὰς ἡγεσίας τοῦ Π. Ἡμερολογίου ὥστε νὰ ἑστιάσω ἀλλοῦ τὸ πρόβλημα! Ὄχι, δὲν εἶχα οὐδεμία πρόθεσιν νὰ δικαιολογήσω κανέναν ἐξ αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων μάλιστα δὲν ἔχω ἰδιαιτέρας ἐκκλησίαστικὰς σχέσεις. Μοναδικὸς σκοπὸς μου ἦτο νὰ ἀποδείξω τὸ δικαίωμα ποὺ ἔχουν οἱ ἀποτειχισμένοι ἐκ τῆς αἱρέσεως, δικαίωμα ἐκ τῶν Ἱερῶν Κανόνων (οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύονται ὀρθῶς ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἰδίους ἑκάστου λογισμούς), ὥστε νὰ προβαίνουν εἰς χειροτονίας ἐπισκόπων καὶ συγκλήσεις συνόδων. Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐτέθη ἐκτὸς θέματος αὐτὸς δὲν ἤμουν ἐγώ, ἐκτὸς καὶ ἂν θέλωμεν νὰ παίζωμεν μὲ τὰς λέξεις!

Παραδείγματα ἀποκαταστάσεως κενῶν Ἐπισκοπῶν
Ἔναυσμα πρὸς τὴν συγγραφὴ τῆς ἐργασίας μου ὑπῆρξεν ἀριδήλως ἡ ἀνατροπὴ τῆς θέσεώς σου «νὰ κατέχῃ δηλαδὴ τὸν Ἐπισκοπικὸ θρόνο κάποιος αἱρετικὸς καὶ κάποιος ἅγιος νὰ χειροτονηθῇ ἢ νὰ δέχεται νὰ χειροτονηθῇ εἰς τὴν θέσι καὶ τὸν θρόνο αὐτό».
Ζήτησες μάλιστα -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικόν-, ἔστω καὶ ἕνα παράδειγμα ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἰστορίας ποὺ νὰ ἀναφέρει ἕνα τέτοιο καταγεγραμμένον γεγονός. Ἀσφαλῶς διὰ νὰ ζητῇς μετὰ τοιαύτης ἐκ τῶν προτέρων βεβαιότητος ἕνα τοιοῦτον ἱστορικὸν παράδειγμα, προφανῶς ἐθεώρεις πὼς ἡ ἔλλειψις τούτου θὰ ἀποτελοῦσεν ἐπιβεβαίωσιν τῶν ἰδικῶν σου θέσεων. Ἡ πραγματικότητα ὅμως σὲ διέψευσε, διότι σοῦ παρέθεσα πλεῖστα ὅσα παραδείγματα,(2) ὅπου ἐβεβαίουν πὼς ὅποτε οἱ συνθῆκες (κυρίως οἱ πολιτικές) τὸ ἐπέτρεπον, οἱ ἀποτειχισμένοι Ὀρθόδοξοι ἀδιαφοροῦσαν ἐὰν τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς ἐπαρχίας των κατεῖχεν αἱρετικός, διὸ καὶ προέβαινον κανονικῶς εἰς χειροτονίας Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὁ ἀντίλογος ὅμως ποῖος εἶναι; Ἀντὶ νὰ ἀποδεχθῇς τὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴν ἀποδεδειγμένην πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων, μὲ ἐγκαλεῖς νὰ ἐντραπῶ ποὺ παρουσιάζω αὐτὰ τὰ παραδείγματα καὶ ἐπίσης, ὅτι δὲν θὰ πεισθῇς ἔστω καὶ ἂν καταγράψω ὁλοκλήρους τόμους τοιούτων περιστατικῶν! Δὲν ἀρνεῖσαι ὅμως ὅτι τὰ ἐν λόγῳ περιστατικὰ συνέβησαν πράγματι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔγιναν, ἀλλὰ ἁπλῶς θεωρεῖς ταῦτα ὡς γεγονότα «ποὺ ἀπὸ ἀδυναμία ἐπράχθησαν κάποτε εἰς τὴν Ἐκκλησία».
Δυστυχῶς, τὸ πλῆθος αὐτῶν τῶν «ἀδυναμιῶν» εἶναι μεγάλο εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας διὰ νὰ ἀπoτελοῦν παραβλεπτέα γεγονότα, ὅπως βούλεσαι παραπλανητικῶς νὰ τὰ παρουσιάσης. Ἐὰν π. Εὐθύμιε δὲν ἀποδέχεσαι αὐτὰ τὰ παραδείγματα τὰ ὁποῖα ἡ ἐμὴ ἐλαχιστότης σοῦ παρέθεσε, ὡς τὴν κανονικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, τότε διὰ τί κομπάζων ἐζήτεις νὰ σοῦ παρουσιάσωμεν ἔστω καὶ ἕνα παράδειγμα; Μήπως κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον «δὲν σοῦ βγῆκε»;... Προφανῶς! Διὰ τοῦτο καὶ μεταλλάσσεις κατὰ τί τὴν ἐπιχειρηματολογίαν σου, ἀφαιρῶν τὸ προηγούμενον αἰτιολόγημα καὶ ἐπισημαίνων πλέον, πὼς αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι μόνον ἡ συμφωνία μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν Ἁγίων καὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας! Ὡραιότατον σόφισμα!!! Οὕτως ὅμως ἐκ προοιμίου ἀπορρίπτεις ὅσα δεδομένα δὲν βολεύουν εἰς τὴν θεωρία σου, τὰ ὁποῖα μάλιστα, σὺ πρῶτος κατ’ ἄρχας τὰ ἐπεκαλεῖσο φανταζόμενος αὐτὰ ὡς ἀναντίρρητα καὶ ἀκατανίκητα.
Ἐρωτῶ σὲ ἀγαπητὲ πάτερ Εὐθύμιε, οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἄλλα ἔλεγον καὶ ἀλλὰ ἔπραττον; Εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιάζης οὕτω τοὺς Ἁγίους ὡς ἀλλοπρόσαλλους; Διατὶ ἀπορρίπτεις τὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων; Ποῖος ἄλλος εἶναι ὁ πλέον ἔγκυρος ἑρμηνευτὴς τῶν διδασκαλιῶν τῶν Πατέρων καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων· ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον τοὺς ἐφήρμοζαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ἢ μήπως ἡ ὀσιολογιοτής σου; Μήπως ἐπιχειρεῖς νὰ τοὺς δείξης τὰ «ἀμπελοχώραφά τους»; Ἐκ τούτου, ποῖοι ἆράγε ἦσαν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι, εἰς τὰ παραδείγματα ὅπου σοῦ παρέθεσα τελοῦσαν χειροτονίας Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν εἰς ἐπισκοπὰς ἔνθα ἤδη ὑπῆρχεν αἱρετικὸς ἐπίσκοπος, ἐὰν δὲν ἦσαν οἱ ἴδιοι Πατέρες τῶν ὁποίων καὶ σὺ ἐπικαλεῖσαι τὴν διδασκαλίαν τους ὡς ὁδοδείκτην διὰ νὰ πορευθῶμεν εἰς τὴν μετὰ τὴν ἀποτείχισιν κανονικὴν ἐκκλησιαστικὴν πορείαν; Εἶναι δυνατὸν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ ἐδίδασκον ὅτι μετὰ τὴν ἀποτείχισιν πρέπει νὰ μένωμεν ἀδρανεῖς, ἀναμένοντας ἀπὸ τὸν οὐρανὸν Ὀρθόδοξον Σύνοδον, διὰ νὰ καθαιρέση τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην αὐτοὶ οἱ ἴδιοι νὰ ὀργανώνουν συνόδους, χειροτονοῦντες ὅσους περισσοτέρους Ἐπισκόπους ἠδύναντο, διὰ νὰ καλύψουν τοὺς κενοὺς ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐπισκοπικοὺς θρόνους; Μήπως καὶ αὐτοὶ «ἔκαναν κάτι δικό τους», κατὰ τὴν συνηθισμένη σου ἔκφρασιν, ὅπως καὶ οἱ σημερινοὶ παλαιοημερολογῖται, ἤτοι, σύστασιν ἰδικῆς των ἐκκλησίας παραλλήλως τῆς κανονικῆς καὶ νομίμου ὅπου τὴν κατεῖχαν οἱ αἱρετικοί;! Ἐπικαλεῖσαι π. Εὐθύμιε πὼς οἱ Πατέρες ἐδίδασκον ὅτι ἡ ἀντίδρασίς μας σταμάτα μέχρι τὴν ἀποτείχισιν μας, ἀλλ’ οὗτοι ἄλλως ἔπραττον καὶ τοῦτο εἶναι πασιφανέστατον διὰ πάντα καλοπροαίρετον ἐρευνητήν! Εἶναι λοιπὸν αὐταπόδεικτον ἐκ τούτου, ὅτι παραποιεῖς τελείως τοὺς Πατέρας παρουσιάζοντας τούτους ὡς σὺ βούλεσαι, ὥστε νὰ φανοῦν σύμφωνοι μὲ τὰ ὑπὸ σοῦ καινοφανῆ καὶ ἀλλόκοτα ἐκκλησιολογικὰ θεωρήματα.
Παρουσιάζεις, ὡσαύτως, πλεῖστα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν τοὺς Ἁγίους Πατέρας καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας (τὰ ὁποῖα, ὡς γνωστά, εἶναι περιττὸν νομίζω νὰ ἐπαναλάβω), ὅπου διδάσκουν τὴν ἀποτείχισιν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ ποιμένας, καὶ οὕτως εἶναι. Θεωρεῖς ὅμως λανθασμένως πὼς ἡ ἔλλειψις ἀναφορᾶς αὐτῶν, διὰ τὸ τί πρέπει νὰ πράττουν οἱ ἀποτειχιζόμενοι μετὰ τὴν ἀποτείχισίν τους, ἀποτελεῖ στοιχεῖον ὑπὲρ τῆς ἰδικής σου θεωρίας, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν γνώμην σου θὰ ἔπρεπε νὰ διευκρινίσουν πλέον καθαρῶς οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Κανόνες, ἐὰν οἱ ἀποτειχιζόμενοι θὰ ἔπρεπε νὰ προβαίνουν εἰς χειροτονίας καὶ συστάσεις συνόδων. Ἀναφέρεις μάλιστα μετὰ βεβαιότητος πὼς «Αὐτὰ τὰ τρία δέ, πεισμόνως θὰ λέγαμε, σταματοῦν μέχρι τὴν ἀποτείχισι καὶ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν περαιτέρω πορεία οὐδὲ βῆμα ποδός», ἀναρρωτόμενος εἰς τὴν συνέχειαν, «γιατί ἄραγε οἱ Ἅγιοι ὁριοθετοῦν τὴν ὀρθόδοξο Παράδοσι ποὺ ἔχει σχέσι μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες μέχρι τὴν ἀποτείχισι καὶ δὲν μᾶς ἀναφέρουν τὴν πορεία τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ ἀπὸ αὐτήν».
Δυστυχῶς π. Εὐθύμιε, στήνεις τὰς θεωρίας σου ἐπάνω εἰς σοφιστείας. Συμφώνως ὅμως μὲ τὸ ἰδικόν σου σοφιστικὸν σκεπτικόν, θὰ ἀπαιτήσωμεν ἀπὸ ἐσέ, νὰ κομίσῃς σαφεῖς ἀναφορᾶς ἀπὸ τὰς προαναφερομένας πηγὰς ὅπου ἀντλεῖς τὰ ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματά σου, νὰ ἐντέλλωνται τὴν μὴ ἐκτέλεσιν χειροτονιῶν διὰ τὴν ἀνάδειξιν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἐν ζωῇ αἱρετικός! Ὅταν μᾶς ἐπιδείξης ἕναν τέτοιον σαφῆ Κανόνα ἢ λόγον Ἁγίου πατρός, τότε θὰ ὑπάρχει πραγματικὸς λόγος συζητήσεως! Δὲν θὰ εὕρης ὅμως τίποτε, διότι οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημα των ἐθεώρησαν νὰ διδάξουν τοῖς πασι τὴν ἄμεσον ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα, ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπὸ τὰς ἰδίας πράξεις τῶν.
Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἦτο αὐτονόητος καὶ ἡ ἄμεσος ἀπομάκρυνσις - ἀποτείχισις ἀπό τους αἱρετικοὺς καὶ πρὸ συνοδικῆς καταδίκης, πρὶν ἀκόμη συνταχθῆ ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Εἶναι δυνατὸν οἱ Πατέρες νὰ ἄφηναν εἰς ἄγνοιαν τοὺς μεταγενεστέρους δι’ ἕνα τόσον σοβαρὸν θέμα, ἢ νὰ τοὺς προέτρεπον νὰ πράξουν διαφορετικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἔπραττον; Οἱ Πατέρες, λοιπόν, μᾶς ἔδειξαν τί πρέπει νὰ κάνωμεν εἰς τὴν συνέχειαν τῆς ἀποτειχίσεως μὲ τὰ ἴδιά των ἔργα, διὸ καὶ κάθε προσπάθεια διαφορετικῆς προσεγγίσεως εἰς τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καὶ ἐξυπηρετεῖ ἠθελημένως ἡ ἀθελήτως ἀλλότρια συμφέροντα καὶ βλέψεις!

Περὶ διχασμοῦ
Εἰς τὴν συνέχειαν, διαπιστώνεις πὼς αἰτία τῶν διαιρέσεων εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. εἶναι ἡ δημιουργία ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως· μᾶς λέγεις λοιπόν: «Διότι γνωρίζεις πολὺ καλὰ ὅτι κατὰ τὸ διάστημα τῶν δώδεκα πρώτων ἐτῶν κατὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε εἰς αὐτοὺς ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις καὶ εὑρίσκοντο λόγῳ τῆς ἀποτειχίσεως ἐμπερίστατοι, δὲν ὑπῆρχον σχίσματα. Ὅταν ἀπέκτησαν ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι καὶ ἐλειτούργησαν ὡς Ἐκκλησία ὅπως τὸν καιρὸ τῆς εἰρήνης, μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ἔγινε τὸ πρῶτο σχίσμα καὶ ἔκτοτε τὰ σχίσματα ἐπλήθυναν»....
Ἐδῶ π. Εὐθύμιε, συλλαμβάνεσαι νὰ παραποιῇς βαναύσως τὴν ἱστορικὴν πραγματικότητα, καθὼς ὅπως καλῶς γνωρίζεις τὸ πρῶτο σχῖσμα εἰς τοὺς παλαιοημερολογίτας δὲν προῆλθε μετὰ τὴν ἀπόκτησιν ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, ἀλλὰ ἕξι χρόνια πρότερον μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος των. Ὁ δὲ λόγος ἦτο ἡ προσέγγισις τῶν μελῶν τοῦ συμβουλίου διοικήσεως αὐτοῦ ἀπὸ τίνας ἐπιτηδείους καὶ ἡ συμφωνία μετ’ αὐτῶν, ὥστε ἡ Θρησκευτικὴ Κοινότης νὰ κρατήσῃ διὰ τὴν λατρείαν τὰς ἑορτὰς συμφώνως μὲ τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, διοικητικῶς δὲ νὰ ἀνήκῃ εἰς τὴν νεοημερολογιτικὴν ἐκκλησίαν! Ἕκαστος κατανοεῖ τὸ τί συνέβη ὅταν ὁ πιστὸς λαὸς ἐπληροφορήθη τὰς προδοτικὰς αὐτὰς σκευωρίας τῶν ἰθυνόντων τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος αὐτοῦ. Εὐτυχῶς μετ’ ὀλίγον ἡ κατάστασις ἐδιορθώθη μὲ τὴν ἀποπομπὴ τῶν προδοτῶν καὶ ἐπανῆλθεν ἡ εἰρήνη προσωρινῶς. Ἡ διχόνοια, ὅμως, καὶ ἡ καχυποψία, ἤδη εἰσῆλθεν εἰς τὸν χῶρον τῶν παλαιοημερολογιτῶν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαψαν νὰ ἐνυπάρχουν οἱ δύο αὐτὲς τάσεις εἰς τοὺς παλαιοημερολογῖτας, ἤτοι, τῶν «ἀκριβολόγων», οἵτινες ἐπιζητοῦν τὴν καθαρότητα τοῦ ἀγῶνος, καὶ τῶν χλιαρῶν - συγκαταβατικῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν διακρίνονται διὰ τὸν ἰδιαίτερον ζῆλον αὐτῶν... Διὰ τοῦτο βλέπομεν ἀκόμη καὶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος θερμοὺς καὶ χλιαροὺς Ζηλωτάς, τοὺς μὲν πρώτους νὰ ἀδιαφοροῦν διὰ πᾶσαν συνέπειαν ποὺ θὰ ἐπιφέρῃ ἡ ἀντιοικουμενιστικὴ στάσις των, τοὺς δὲ ἑτέρους νὰ ὑποκλίνονται γονυπετῶς εἰς τοὺς οἰκουμενιστὰς ὅπως ἐξυπηρετηθοῦν διά τινα εὐτελῆ ζητήματα, ὅπως ἡ ἐγγραφὴ τῶν ὑποτακτικῶν τους εἰς τὰ μοναχολόγια τῶν Μονῶν, διὰ νὰ ἐξασφαλίσουν οὕτω τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὸ στράτευμα καὶ κυρίως τὴν διαδοχὴν τῆς Καλύβης. Τὸ ἴδιον δὲ χρονικὸν διάστημα (πρὸ τοῦ 1937) ἐχωρίσθησαν καὶ οἱ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ζηλωταὶ Πατέρες, ἕνεκα φιλαρχίας τινῶν μοναχῶν, οἵτινες, φθονοῦντες τὸν ἡγετικὸν ρόλον ἑτέρου Μοναχοῦ, εἰς τὸν κατὰ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἀγῶνα, δημιουργοῦντες πλῆθος σκανδάλων μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπομόνωσιν αὐτοῦ καὶ μίας μερίδος Μοναχῶν πιστῶν εἰς αὐτόν. Ἕτερος δὲ χωρισμὸς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἀναμέσον τῶν Ζηλωτῶν Πατέρων, ἦτο καὶ αὐτὸς ποὺ ἔγινε μὲ αἰτίαν τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐξεικονίζοντο ἀντορθοδόξως μαῖες. Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς κατεταλαιπώρησε διὰ πολλὰ ἔτη τοὺς Πατέρας, διχάσας τούτους εἰς δύο στρατόπεδα. Ὅλα αὐτὰ βεβαίως πρὸ τῆς συστάσεως Συνόδου!
φαινομενικὴ τοὐλάχιστον πρωτίστως αἰτία τῶν διαιρέσεων μετὰ τὴν εἰσχώρησιν τῶν ἀρχιερέων εἶναι ἡ διαφωνία μεταξύ των, διὰ τὸ ἐὰν ὑπάρχῃ ἢ ὄχι Θ. Χάρις εἰς τὰ Μυστήρια, ἀρχικῶς τῶν Νεοημερολογιτῶν καὶ μεταγενεστέρως τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἔκτοτε πολλοὶ ἐκμεταλλεύθησαν τὰς διαφωνίας αὐτάς, ὥστε νὰ προσποιηθοῦν τοὺς ἐνθέρμους ὑποστηρικτὰς ἐνίων ἐξ αὐτῶν τῶν δύο δοξασιῶν, μὲ στόχον νὰ ἐπιτύχουν τὴν ἀνάληψιν καιρίων διοικητικῶν θέσεων τοῦ ἀγῶνος. Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, δὲν ἐδίστασαν νὰ ἐφαρμόσουν πᾶν θεμιτὸν καὶ ἀθέμιτον μέσον, ἀκόμη καὶ τὸ νὰ σπείρουν τεχνητὰς διχονοίας ἀναμέσον τῶν πιστῶν καὶ νὰ δημιουργήσουν οὕτω τὰς ἰδικάς των «κλίκας». Ἂς μὴν παραβλέπωμεν ὅμως καὶ τὸ ὑπαρκτὸν γεγονὸς τῶν ἐγκαθέτων ἀπὸ πλευρᾶς τῶν νεοημερολογιτῶν, ὅπου ἐστάλθησαν μὲ ἀποστολήν, ὥστε νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ποὺ σήμερον εὑρίσκονται. Τρανταχτὸν τὸ παράδειγμα τοῦ Εὐγενίου Τόμπρου, ὁ ὁποῖος ἐζήτει ἀπὸ τὸν νεοημερολογίτην ἐπίσκοπον Ἀλέξανδρον τὴν ἀποφυλάκισίν του ἀπὸ τὰς φυλακὰς τῆς Κερκύρας ὑποσχόμενος εἰς αὐτὸν τὰ ἑξῆς: «Δηλῶ ἀνεπιφυλάκτως ἀπὸ σήμερον τῇ Ἡμετέρᾳ Σεβασμιότητι ὅτι τίθημαι εἰς τὰς διάταγὰς Αὐτῆς εἰς οἱονδήποτε ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα θέλω διαταχθῆ»(3). Γνωρίζομεν νομίζω ἅπαντες τὴν συνέχειαν...
Ἡ διαίρεσις τοῦ 1937 καὶ ἡ πεισματώδης συνέχεια αὐτῆς, ἦτο ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπούλων ἐνεργειῶν τῆς συγχρόνου ἐπιβουλῆς.
Τὸν αὐτὸν ρόλον συνεχίζουν ἀκόμη καὶ σήμερον ἀρκετοὶ ἐγκάθετοι, γνωστοὶ εἰς τοὺς παροικοῦντας εἰς τὴν Ἱερουσαλημ... Τὸν μεγαλύτερον ὅμως ρόλον εἰς τὴν κακὴν αὐτὴν ἐξέλιξιν τῆς πορείας τῶν ΓΟΧ, ἔπαιξεν ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ἰδιοτέλεια ἑκάστου ὑποψηφίου ποὺ ἤθελε νὰ ἀναρριχηθῇ εἰς ἐπισκοπικοὺς θώκους, παραθεωρῶν πᾶσαν ἠθικὴν πρὸς ἐπίτευξιν τοῦ σκοποῦ του, ἀδιαφορῶν ἀκόμη καὶ διὰ τὴν πρόκλησιν διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐνίοτε μάλιστα ἐπιδιώκων αὐτήν!!! Ἡ δὲ ἐπίβλεψις τῆς πολιτείας ποὺ ὑπάρχει εἰς τοὺς νεοημερολογίτας, ἥτις καὶ τοὺς συσπειρώνει ἀναγκαστικῶς, ἐξέλιπεν ἀπὸ τοὺς παλαιοημερολογίτας, οἱ ὁποῖοι ἐντελῶς ἀσύδοτοι ἐνεργοῦσαν κατὰ τὸ δοκοῦν, χωρὶς νὰ κινδυνεύουν νὰ ἀπωλέσουν τίποτε ἀπὸ τὰς κρατικὰς ἀπολαβάς. Ὁ λόγος δηλαδὴ τῆς διασπάσεως π. Εὐθύμιε, δὲν εἶναι ἡ λανθασμένη ἐκκλησιολογία, ὡς προσπαθεῖς σκοπίμως νὰ παρουσιάσῃς, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἔλλειψις ἐκκλησιαστικὴς παιδείας ἀπὸ πλευρᾶς τῶν διαφόρων ταγῶν τοῦ παλαιοημερολογιτισμοῦ.
Τὸ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογία τῶν ΓΟΧ δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ τὰ προβλήματα τῶν διαιρέσεων, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἔλλειψις ἐκκλησιαστικῆς παιδείας καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, εἶναι πασιφανὲς καὶ ἀπὸ τὴν κατάστασιν ποὺ βλέπουμε νὰ ἰσχύει καὶ εἰς τὰς πλεῖστας ἐν Ἑλλάδι ὁμάδας τῶν λεγομένων «ἀποτειχισμένων». Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶσθε πολλοὶ ἀποτειχισμένοι ἱερεῖς μὴ ἔχοντες τὴν ἐκκλησιολογίαν τῶν παλαιοημερολογιτῶν καὶ πάντες συγκλίνετε εἰς τὴν ὑμετέραν ἐκκλησιολογίαν (πάρεξ ἐνίων παραλλαγῶν), ἐν τούτοις π. Εὐθύμιε, εἶσθε διηρημένοι καὶ ὅλες οἱ ἐπαφὲς πρὸς ἑνιαίαν σύγκλισιν ἀποβαίνουν ἄκαρπες!!!
Μήπως τὴν πραγματικὴν αἰτίαν τῆς ἀπομονώσεώς σας τὴν καλύπτετε μὲ τὸν ἐφευρημένον αὐτὸν ἐκκλησιολογικὸν μανδύαν, διὰ νὰ μὴ φανῇ τὸ ἰδιόρρυθμον καὶ ἀνυπότακτον ὑμῶν τῶν ἀποτειχισμένων καὶ ἡμιαποτειχεισμένων(4); Ὑπάρχει καὶ αὐτὴ ἡ περίπτωσις... ὅπως λέγουν οἱ κακὲς γλῶσσες!
Παρατηρῶ ἐπίσης καὶ ἕνα λυπηρὸν φαινόμενον (ποὺ ἰσχύει καὶ εἰς τοὺς παλαιοημερολογῖτας), τὸ νὰ θεωρεῖ καὶ νὰ χαρακτηρίζει ὁ εἷς τὸν ἄλλον πλανεμένον, καὶ τοῦτο μάλιστα δι' ἀσήμαντους διαφοράς. Μὲ πολλοὺς ἀνεξαρτήτους ἀποτειχισμένους ποὺ συνήντησα καὶ ὁμίλησα περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, διεπίστωσα, ὅτι ἐξεφράζοντο μὲ τοὺς ἰδίους βαρεῖς χαρακτηρισμούς, διὰ τοὺς ὁμόφρονάς των ἀποτειχισμένους, τοὺς ὁποίους ἐξετόξευον καὶ διὰ τοὺς ὑπολοίπους ΓΟΧ! Δὲν θὰ ἦτο προτιμώτερον πάτερ νὰ τακτοποιήσετε πρῶτον τὰ τοῦ οἴκου σας; Ἐὰν πάτερ μου πιστεύεις, ὅπως διαρκῶς τονίζεις, ὅτι αὐτὴ ἡ κατάστασις εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. προῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐσφαλμένην ἐκκλησιολογίαν, τότε ἡ ἀντίστοιχος χαοτικὴ κατάστασις ἀσυμφωνίας καὶ ἐλλείψεως ἑνότητος εἰς τοὺς νεωστὶ ἀποτειχιζομένους, ποὺ ὁλονὲν καὶ πληθύνονται ἀριθμητικῶς, ποῦ ὀφείλεται; Μήπως ἔχομεν νὰ ἀντιμετωπίσωμεν εἰς τὸ προσεχὲς μέλλον μίαν ἄλλην ἐξελισσομένη Λερναίαν Ὕδραν καθαρῶς προτεσταντικοῦ - πρεσβυτεριανοῦ τύπου χειροτέρα αὐτῆς τῶν Γ.Ο.Χ.; Ὀψόμεθα!
Τὸ ὅτι εἶναι ἀνάγκη ἀγαπητέ μου πάτερ νὰ ὑπάρχουν ἀρχιερεῖς καὶ νὰ τελοῦν χειροτονίας διὰ τὴν ὁμαλὴν συνέχειαν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι φανερὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου περίπτωσιν. Τὸ λέγει μάλιστα καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ὁποῖος καὶ ἔζησε τοιαύτας δυσχερεῖς καταστάσεις: «Ἐπειδὴ δὲ ἀναγκαῖον καὶ λειτουργίαν θείαν ἐπιτελεῖσθαι, ἵνα χειροτονηθῇ καὶ πρεσβύτερος καὶ διάκονος, ἀναπληροῦντες τὸν τόπον τῶν εἰργομένων»(5).
Ποίων «εἰργομένων» - παυθέντων πάτερ ὁ τόπος ἔπρεπε νὰ ἀναπληρωθῇ;(6) Ἀκραῖοι μάλιστα ἀποτειχισμένοι Ἁγιορεῖται τοῦ ἰδικοῦ σου περίπου χώρου, θεωροῦν πὼς ἐκπίπτει εἰς τὴν ΓΟΧικήν ἐκκλησιολογίαν ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει, πὼς κάποιος ἀποτειχισμένος Ἐπίσκοπος δύναται νὰ προβεῖ εἰς χειροτονίαν ἔστω καὶ ἁπλοῦ ἱε- ρέως! Πρέπει, λέγουν, ἁπλῶς καὶ αὐτὸς μετὰ τὴν ἀποτείχισίν του νὰ περιμένει ἄπρακτος τὴν μέλλουσαν... Ὀρθόδοξον Σύνοδον. Δηλαδὴ καὶ σὲ τὸν ἴδιον ἀκόμη κατατάσσουν εἰς τοὺς Γ.Ο.Χιστάς (sic), ἔστω καὶ διὰ μίαν μικρὰν παρέκλισιν! Θὰ ἐνθυμῆσαι βεβαίως, πὼς ἀπὸ τὸν καιρὸν ὅπου ὑπήκουσες εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς νεοημερολογιτικῆς ἐκκλησίας(!) καὶ σταμάτησες τὴν ἱερουργίαν, τὸ μικρὸν ἐκεῖνο ποίμνιον, ποὺ μὲ χιλίους κόπους περισυνέλεξες, διεσκορπίσθη, πλὴν ἐλαχίστων, ἐλλείψει ἱερέως καὶ κατὰ συνέπειάν τῆς μὴ παροχῆς μυστηρίων! Τινές ἐξ αὐτῶν μοῦ ἐξέφρασαν προσωπικῶς τὸ παράπονόν τους δι’ αὐτό, ὡς τὴν πραγματικὴν αἰτίαν τῆς φυγῆς των ἀπὸ τὴν ὁμάδα σου.
Διὰ τὸν ἴδιον λόγον, ἐπίσης, ἐχαίροντο οἱ νεοημερολογῖται κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, βλέποντες τὸν ἀριθμὸν τοῦ κλήρου τῶν παλαιοημερολογιτων νὰ μειοῦται καθημερινῶς λόγῳ τῆς μὴ ὑπάρξεως ἱερέων ἕνεκα στερήσεως νέων χειροτονιῶν, ἐλπίζοντες οὕτως εἰς τὴν σύντομον αὐτοδιάλυσίν των. Νὰ ποίους τελικῶς ἐξυπηρετοῦν οἱ ἀκρότητές σας.

Ἀποκατάστασις αἱρετικῆς «Ἱερωσύνης»

Προβληματίζεσαι ἐπίσης π. Εὐθύμιε, διὰ τὰ μυστήρια τῶν παλαιοημερολογιτῶν, λέγων: «Τί γίνεται ὅμως μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ρητῶς ἀναφέρουν ὅτι εἰς τὰ σχίσματα δὲν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὅ,τι τελοῦν εἶναι ἄκυρα»;, βασιζόμενος εἰς τὸ συμπέρασμά σου ὅτι, «αὐτὰ τὰ σχίσματα εἶναι κάτι πολὺ βαθύτερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ σχίσμα».
Τοῦτο βεβαίως τὸ συμπέρασμα τὸ ἐξάγεις ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὅτι δὲν θεωρεῖς τὴν ἡμερολογιακὴν ἀλλαγὴν - «διόρθωσιν» ἐπιλήψιμον· καὶ δικαίως θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχῃς αὐτὸν τὸν προβλη- ματισμὸν ἐὰν οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα. Διὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ ὅμως θὰ πραγματευθοῦμε κατωτέρω· αὐτὸ ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ ἐρωτήσω ἐδῶ εἶναι τὸ ἑξῆς: Μᾶς λέγεις πὼς ἀμφιβάλεις διὰ τὰ μυστήρια τῶν παλαιοημερολογιτων διὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους ποὺ ἔθεσες, ὅμως, διὰ τὰ ἰδικά σου μυστήρια διατὶ δὲν κάμεις λόγον; Αὐτὸ τὸ λέγω διότι ἔλαβες τὴν ἱερωσύνην ἀπὸ μίαν ἐκκλησίαν ἐκ τῆς ὁποίας ἀπετειχίσθεις δι' αἵρεσιν, ὡς ὁ ἴδιος λέγεις, ἄρα ἡ χειροτονία σου εἶναι αἱρετική! Ἐσὺ ὡς γνώστης τῶν ἱερῶν Κανόνων, γνωρίζεις καλῶς ὅτι μία τοιαύτη χειροτονία δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκτὸς ἐὰν ἐπιληφθῇ αὐτὴν Ὀρθόδοξος Σύνοδος, ὥστε νὰ τὴν ἀποκαταστήσει. Θὰ ἐπίστασαι λίαν καλῶς ὡσαυτως, ὡς γνώστης τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τί ἐπίστευεν ὁ Ἅγιος περὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰς χειροτονίας καὶ πς γίνεται δεκτὸς ὁ ἐκ τῶν αἱρετικῶν μεταμεληθεῖς.
Ἀπαντᾶ λοιπὸν ὁ Ἅγιος Ὁμολογητὴς πρὸς τὸν Πέτρον Νικαίας εἰς τὴν ἐρώτησιν περὶ τῶν ἐκ τῶν αἱρετικῶν προσχωρησάντων ἱερέων: «Αὕτη ἡ παρ’ ἡμῶν συμβουλὴ πρὸς τὴν ἐρώτησιν τοῦ κυρίου ἡγουμένου, ἵνα μέχρι τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ λυθῶσι πάντες τοῦ ἐπιτιμίου, μετέχοντες τῶν ἁγιασμάτων· οὐ μέντοι ἐνεργεῖν τοὺς ἱερεῖς τῆς ἱερωσύνης, ἕως ἐλεύσεως ὀρθοδόξου συνόδου, ἐν ᾗ πάσα λύσις καὶ πάσα θυμηδία. Κοινῶς δὲ πάντες ὡς κοινοὶ μοναχοί, εἴτε ἱερώμενοι, εἴτε μή, εὐλογείτωσαν καὶ εὐλογείσθωσαν, καὶ εὐχέσθωσαν καὶ εὐχὰς λαμβανέτωσαν»(7). Καὶ ἀλλοῦ ὁ ἴδιος γράφει: «Ἐν κεφαλαίῳ δὲ εἰπεῖν, τὸν ἢ ὑπογραφῇ ἢ κοινωνίᾳ αἱρετικὴ ἁλόντα ἱερέα, ἢ ἁπλῶς διάκονον εἴργεσθαι παντάπασι τῆς ἱερουργίας· ἀλλὰ γὰρ καὶ τῆς κοινωνίας· μετὰ δὲ τὴν τῆς ἐπιτιμίας περαίωσιν, τῶν μὲν ἁγιασμάτων μετέχειν, τῆς δὲ λειτουργίας οὐδαμῶς, ἕως ἁγίας συνόδου· εὔλογειν δὲ ἡ εὔχεσθαι ὡς κοινὸν μοναχόν, οὐχ ὡς ἱερωμένον ἀλλὰ καὶ τοῦτο μετὰ συμπλήρωσιν ἐπιτιμητικήν»(8). Λέγει δηλαδὴ ὁ ἅγιος Θεόδωρος διὰ τοὺς ἱερεῖς τοὺς προερχομένους ἀπὸ τὴν αἵρεσιν, ὅτι πρέπει νὰ λαμβάνουν τὸ σχετικὸν ἐπιτίμιον ὡς κανόνα ἕνεκα τῆς προτέρας κοινωνίαν(ς) των μὲ τὴν αἵρεσιν, νὰ κωλύωνται μάλιστα καὶ ἀπὸ πᾶσαν ἱερατικὴν πρᾶξιν, ἕως ὅτου ἐπιληφθῇ δι' αὐτοὺς Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Πάντα δὲ ὅσα ποιῇ ὁ προσερχόμενος ἐξ αἱρετικῶν ἱερεύς, νὰ τὰ ποιῇ ὡς ἁπλὸς μοναχὸς καὶ ὄχι ὡς ἱερωμένος μέχρι νὰ συνέλθῃ αὐτὴ ἡ Σύνοδος. Ἐπίσης συνιστᾶ μεγάλη προσοχὴ εἰς τοὺς προσερχομένους ἐκ τῶν αἱρετικῶν: «κακείνους οὐχ ὡς ἔτυχεν προσδεκτέον, εἰ μὴ διὰ πλείστων ὀρθοδόξων συμφωνήσεως, ὡς δεδήλωκεν ὁ θεῖος Βασίλειος πρὸς τοὺς ἐν Μεσοποταμίᾳ ἐξ Αἰγύπτου περιωρι- σμένους, καθαπτόμενος αὐτῶν ἐν τῷ ἀφυλάκτως προσήκασθαι»(9).
Ἐρωτοῦμεν σέ, λοιπὸν π. Εὐθύμιε, ποία Σύνοδος ἀπεκατέστησε τὴν κανονικότητα τῆς ἱερωσύνης σου, ὥστε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποτείχισίν σου ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴν ἐκκλησίαν νὰ ἱερουργῇς, ὡσὰν νὰ ἔλαβες αὐτὴν ἀπὸ κατὰ πάντα ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς; Ἀλήθεια, θὰ μᾶς ἀναφέρῃς τί ἐπιτίμιον ἔλαβες καὶ ἀπὸ ποῖον, ὡς κανόνα διὰ τὸν καιρὸν ὅπου κοινωνοῦσες πλήρως μὲ τὴν αἵρεσιν; Διὰ τί βγάζεις τὸν ἑαυτόν σου ἔξω ἀπὸ τὴν κατηγορίαν αὐτήν, τῶν ἐν μετανοίᾳ προσερχομένων, ἐφ’ ὅσον εἶσαι κάτω ἀπὸ τὰ ἴδια κριτήρια; Ἀμφιβάλλεις διὰ τὰ μυστήρια τῶν ἀποτειχισμένων παλαιοημερολογιτῶν καὶ ἀδιαφορεῖς διὰ τὰ μυστήρια αὐτῶν ποὺ σὲ ἐχειροτόνησαν καὶ σοῦ μετέδωσαν τὴν ἱερωσύνην, παραβλέποντας καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἅγιον Θεόδωρον, τὸν ὁποῖον συχνὰ πυκνὰ ἐπικαλεῖσαι καὶ ὁ ὁποῖος λέγει· «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅ φησιν ὁ αὐτὸς Πατήρ (ἐννοεῖ τὸν Μ. Βασίλειον) ἐν ἑτέρᾳ ἐπιστολῇ; "Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἐπισκόποις τὸν ἐπὶ καταστροφῇ τῆς πίστεως ὑπὸ τῶν βεβήλων χειρῶν προαχθέντα εἰς προεδρίαν»(10).
Ἄλλωστε, καὶ σὺ ὁ ἴδιος, πολλάκις τοὺς τοποθετεῖς λόγω τῆς αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔξω της Ὀρθοδόξου Ἔκκλησιας· πότε, λοιπόν, εὑρέθησαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, πρὶν τὴν χειροτονίαν σου ἡ μετὰ ἀπ' αὐτήν; Διότι ἐὰν ἐξέπεσαν πρὶν ἀπὸ τὴν χειροτονίαν σου, τότε σύμφωνα μὲ τὴν γενικοτέραν θεωρίαν σου περὶ αὐτομάτου ἀπωλείας τῆς Θ. Χάριτος(11) ἔχεις μεγάλο πρόβλημα κανονικότητος! Σὲ ἐρωτῶ λοιπόν, ἔξω τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἀληθείας ὑπάρχουν Μυστήρια; Ἡ ἐκκλησία ἀπ' ὅπου προέρχεσαι ἔχει μυστήρια; Τὸ σίγουρον ὅμως πάτερ εἶναι, ὅτι ἐγεννήθης, ἠνδρώθης καὶ ἱερώθης ἐν αὐτῇ, μέσα εἰς τὴν αἵρεσιν, ὅπως οἱ περισσότεροι τῶν νεοελλήνων! Ὁλίγη αὐτογνωσία δὲν βλάπτει...
Σοῦ ἐφιστῶ ἐπίσης τὴν προσοχὴν ὡς πρὸς τὴν θέσιν τοῦ ἁγίου Θεοδώρου περὶ τῶν τότε συγχρόνων αἱρετικῶν εἰκονομάχων, τῶν ὁποίων ἡ αἵρεσις εἶχε μὲν καταδικαστεῖ ὑπὸ τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ ἴδιοι ὅμως οἱ εἰκονομάχοι τῆς δευτέρας περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας, εἶχον κανονικὴν τὴν διαδοχὴν τῆς ἱερωσυνης, ἐφ’ ὅσον οἱ χειροτονίες των προήρχοντο ἀπὸ κανονικοὺς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους κατὰ τὸν καιρὸν τῆς εἰρηνικῆς περιόδου(-814), καὶ οἱ ὁποῖοι ἐξέπεσαν εἰς τὴν αἵρεσιν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν πρώτην ἀποκατάστασιν (787), χωρὶς καμία μετέπειτα Σύνοδος νὰ τοὺς καθαιρέσῃ ἐκ τῆς ἱερωσύνης. Μετὰ τὴν Ζ' Σύνοδον ἡ ἑπομένη Ὀρθόδοξος, ἔγινε τὸ 842.
Τὸ παραλληλίζω δὲ τοῦτο, ἀκολουθῶν τὴν ἰδικήν σου ἐκκλησιολογίαν, διὰ τοὺς σημερινοὺς οἰκουμενιστὰς ἐπισκόπους τῶν ὁποίων τὸ αἱρετικὸν φρόνημα ἔχει ἤδη καταδικαστεῖ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐπανειλημένως, ἔστω καὶ ξεχωριστὰ διὰ κάθε αἵρεσιν, δὲν ἔχουν ὅμως καθαιρεθεῖ ὑπὸ Ὀρθοδόξου Συνόδου. Ἀναφέρομεν λοιπὸν κατὰ παραλληλισμὸν αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἅγιός μας Θεόδωρος Στουδίτης περὶ τοῦ ἄρτου τῶν ἀκαθαιρέτων συγχρόνων του αἱρετικῶν: «αἱρετικὸς γὰρ ὁ ἄρτος ἐκεῖνος, καὶ οὐ σῶμα Χριστοῦ (οὐ τολμητέον εἰπεῖν σύναξιν περὶ αὐτοῦ ποιεῖν)· οὐ γὰρ παίγνια τὰ Θεῖα». Ὁ μετέχων εἰς τὸν ἄρτον αὐτὸν τὸν αἱρετικὸν θὰ ἔχῃ τὴν τύχην τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν, δηλαδὴ τὴν αἰώνιον κόλασιν· «Ὅπου εὑρεθῇ ἐκεῖ καὶ κριθήσεται· καὶ οἷον ἐφόδιον εἴληφε πρὸς τὴν αἰώνιον ζωήν, τούτῳ καὶ συναριθμήσεται»(12). Ἐπάγει δὲ καὶ ταῦτα: «Τούτων οὕτως ἐχόντων, οὐ πᾶς ὁ κοινωνήσας ἤγουν μεταλαβὼν τοῦ ἰοβόλου ἄρτου, ἔκθετος, ἀνόσιος· εἰ μήτε διὰ μετανοίας ἀνακληθῇ;»(13). Ἀλλαχο ῦ δέ, ὁ Μέγας Ὁμολογητὴς τονίζει: «Ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον (σ.σ. δλδ δηλητήριον!!!), οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον»(14). Καὶ οὐ μόνον διὰ τὸν ἄρτον αὐτῶν ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ καὶ τὴν παντελῆ ὑπὸ τῆς Χάριτος ἐγκατάλειψιν ὅλων αὐτῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν Θ. Λατρείαν: «οὐκ οὐ ναὸς Θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμένος, ἀλλ’ οἶκος κοινός, ὥς φησιν ὁ μέγας Βασίλειος· τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ’ ἑκάστης Ἐκκλησίας, ὑπεστάντος διὰ τὴν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ' ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία Θεῷ εὐπρόσδεκτος»(15). Πάντα δηλαδὴ τὰ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὄχι μόνον ἕωλα, ὡς πρὸς τὴν ἐγκυρότητά των, ἀλλὰ καὶ βλαβερὰ διὰ τὴν ψυχήν. Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ ἅγιος Θεόδωρος, τὰ ἑξῆς διὰ τοὺς ἄκριτους καὶ πάλιν Μοιχιανούς: «Οὐδαμοῦ γὰρ ἱερωσύνη, θυσία, τὰ ἄλλα ἰάματα τῶν ψυχικῶν ἡμῶν ἀρρωστημάτων»(16). Ἀλλαχοῦ δὲ διὰ τοὺς ἀκόμη ἄκριτους εἰκονομάχους ταῦτα: «Εἰ δὲ ὀρθοδόξων αἱ εὐχαὶ τῆς ἱερουργίας. τί τοῦτο, εἰ παρὰ αἱρετικῶν γίνοιντο, συμβάλλεται; Οὐ γὰρ ὡς ὁ ποιήσας αὐτὰς φρονοῦσιν οὐδὲ ὡς αὐταὶ αἱ φωναὶ σημαίνουσι πιστεύουσιν, ἐπείπερ πάσα ἡ μυσταγωγία Χριστὸν ἄνθρωπον ἀληθῶς γεγενῆσθαι δοξάζει. οἱ δὲ ἀρνοῦνται, κἂν λέγωσι, διὰ τὸ φρονεῖν μὴ ἐξεικονίζεσθαι αὐτόν... οὐδαμῶς, κἂν λέγῃ. οὕτως οὖν οὐδὲ ἐνταῦθα πιστεύει ὡς λέγει, κἂν ὀρθόδοξος ἡ μυσταγωγία, ἀλλ' εἰκαιολογεῖ ἑκέτερος, μᾶλλον δὲ ἐνυβρίζει, παίζων τὴν λειτουργίαν· ἐπει καὶ γόητες καὶ ἐπαοιδοὶ χρώνται θείαις ᾠδαῖς ἐν τοῖς δαιμονιώδεσι»(17).
Μᾶς λέγει δηλαδὴ ὁ Ὅσιος: ἐὰν οἱ εὐχὲς τῆς Λειτουργίας εἶναι τῶν ὀρθοδόξων, τί σημασία ἔχει αὐτό, ἐὰν γίνεται ἀπὸ αἱρετικούς; Διατὶ δὲν πιστεύουν ὅπως πίστευε ἐκεῖνος ποὺ τὰς συνέταξε, οὔτε καὶ πιστεύουν εἰς αὐτὰ ποὺ σημαίνουν οἱ λέξεις. Διότι ὁλόκληρος ἡ θεία Λειτουργία ἐξυμνεῖ τὴν πίστιν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ αὐτοὶ τὸ ἀρνοῦνται, ἂν καὶ τὸ λέγουν, ἐπειδὴ φρονοῦν νὰ μὴ ζωγραφίζεται Αὐτός. Ἂν καὶ ἡ ἱερωτάτη καὶ φρικτὴ Μυσταγωγία, λοιπόν, εἶναι ὀρθόδοξος, αὐτὸς φλυαρεῖ ἀνοήτως, ἢ μᾶλλον ἐξυβρίζει ἐμπαίζοντας τὴν Λειτουργία, διότι καὶ οἱ γόητες χρήσιμοποιοῦν θεϊκὲς ᾠδὲς εἰς τὰς δαιμονικάς τῶν τελετάς. Ὅταν, ἑπομένως, χρησιμοποιοῦνται ὑπὸ τῶν αἱρετικῶς φρονοῦντων, τότε, μένουν ἀνενεργές. Νομίζω π. Εὐθύμιε ὅτι δὲν ἀγνοοῦσες τίποτε ἐξ ὅλων αὐτῶν, παρὰ ταῦτα ὄχι μόνον δὲν ἐσιώπησες ὡς ἁμαρτήσας(18), καθὸ προερχόμενος ἐξ αὐτῆς τῆς διαδοχῆς χωρὶς καμίαν ἀποκατάστασιν, ἀλλὰ καὶ κατήγορος ἐγένου ἀλλότριων ἁμαρτιῶν!...
Ἐξ ὅλων τούτων, καθίσταται φανερόν, πὼς δὲν ἀρκεῖ κάποιος, προκειμένου νὰ γίνῃ Ὀρθόδοξος ἁπλῶς νὰ ἀποκοπῇ ἀπὸ τὴν αἵρεσιν, ὅπως πιστεύεις, ἀλλὰ νὰ πληρῇ καὶ ὅλας τὰς ὑπολοίπους προϋποθέσεις. Καὶ τοῦτο, διότι κατὰ τὸ παρελθὸν καὶ οἱ Προτεστᾶντες ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν παπικὴν κακόδοξον συναγωγήν, ἀλλ' εἰς οὐδὲν ὠφελήθησαν, καθὼς ἐξέπεσον εἰς πλέον βλασφημοτέρας δοξασίας καὶ αἱρέσεις!

Κοινὲς ἐπισκοπὲς καὶ Ἀποστόλικὴ Διαδοχὴ

Εἶναι ἐπίσης ἀπορίας ἄξιον, πῶς οὐδὲν ἐσχολίασες ἐξ ὅσων εἶχα γράψει εἰς τὴν μικρὰν μελέτην μου διὰ τὸ βιβλίον σου περὶ τοῦ 15ου Κανόνος, ἀναφερόμενος εἰς τὰς ἀντιφάσεις της ἐκκλησιολογίας σου! Ἔγραφα, μεταξὺ ἄλλων καὶ ταῦτα:
«Δυστυχῶς ὅμως ὁ π. Εὐθύμιος καὶ εἰς ἄλλον σημεῖον τοῦ βιβλίου του ἀντιφάσκει τελείως πρὸς τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν του, αὐτοσχεδιάζων καὶ δημοσιεύων καινοφανεῖς ἐκκλησιολογίας! Οὕτως εἰς τὰς σελ. 177-180 τοῦ βιβλίου τοῦ γράφει πολὺ ὀρθῶς: «...Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ “Ἐκκλησία” ποὺ προΐσταται ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας εἶναι διαφορετικές...», καὶ «νεοΐδρυτος...», καὶ συνεχίζει: «Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἰωσὴφ (Καλόθετος) διὰ τὸν Καλέκα εἶναι σὰ νὰ τὰ λέγῃ διὰ τοὺς σημερινοὺς οἰκουμενιστάς». Ἐν τούτοις, εἰς συνδυασμὸν τῶν ἀνωτέρω μὲ τὴν βασικὴν νεόκοπον θεωρίαν τοῦ π. Εὐθυμίου περὶ δύο ἐπισκόπων εἰς μίαν ἐπισκοπήν, γεννᾶται τὸ παράδοξον συμπέρασμα, ὅτι, ἐνῷ εἶναι δύο διάφορετικὲς Ἐκκλησίες, ταὐτοχρόνως ἔχουν κοινὰς ἐπισκοπὰς μὲ ξεχωριστοὺς καὶ ἀκοινωνήτους μεταξὺ των ἐπισκόπους, ὥστε ἡ τοποθέτησις δευτέρου νὰ θεωρῆται ὡς μοιχεπιβασία, ὅπως δηλαδὴ δύο ἄνδρες ἔχουν τὴν ἰδίαν γυναῖκα! Αὐτὸ ἀναγκαστικῶς ἀπορρέει ὡς συμπέρασμα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του. Θὰ πρέπῃ ἐπίσης νὰ γνωρίζωμεν, ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἦταν ἄκριτος κατὰ τὸν καιρόν, ὅπου ὁ Ἰωσὴφ Καλόθετος ἀναφερόμενος περὶ αὐτὸν ἔγραφεν, ὅτι «ὑπεστήσατο νεοφανῆ ἐκκλησίαν» καὶ «νεοφανῆ δόγματα» (σελ. 176), δηλαδὴ ἵδρυσε καινούργια ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ τίποτε. Νέαν ἐκκλησίαν δηλαδὴ στήνει (αὐτομάτως) αὐτός, ὅπου καινοτομεῖ εἰς τὴν πίστιν καὶ ὄχι αὐτὸς ὅπου εἰς τὴν προσπάθειάν του νὰ τὴν ὑπερασπίσῃ καταφρονεῖ καὶ ἀγνόει τὴν ὕπαρξιν ψευδεπισκόπων, ὅπως τοὺς ὀνομάζει ὁ ΙΕ' Κανόνας τῆς Πρῶτο-δευτέρας Συνόδου (καὶ πρὸ Συνοδι¬κὴς ἀκόμη κρίσεως), τοποθετώντας ὀρθοδόξους εἰς κενὰς εἰς τὴν κυριολεξίαν ἐπισκοπικὰς ἕδρας. Δὲν διστάζει δὲ (ὁ Ἰωσήφ), νὰ χαρακτηρίσῃ «νεοφανῆ» τὴν ἐπίσημον ἐκκλησία τῆς Αὐτοκρατορίας (πρὸ Συνοδικῆς καταδίκης), πρᾶγμα ὅπου σημαίνει, ὅτι ἔχει χάσει τὸν σύνδεσμόν της μὲ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα τῆς ὀρθοτομούσης Ἐκκλησίας καὶ εὑρίσκεται μετέωρος ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχήν της! Κάθε μέλος ἑνὸς σώματος θεωρεῖται ἀνενεργὸν καὶ νεκρὸν ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὅπου ἀποκόπτεται ἀπ’ αὐτό. Ἂς προσέχῃ λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς τὰ παραδείγματα, ὅπου ἐπικαλεῖται!
Ἐκ τούτου συνάγεται ἐπίσης τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ διαχωρισμὸς τῶν αἱρετικῶν εἰς ἀποκεκομμένους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μή, καθὼς ἀποκεκομμένος θεωρεῖται ἀμέσως πᾶς αἱρετικός, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὰ κακόδοξα φρονήματά του καὶ δὲν μετανοεῖ ἐλεγχθείς. Παράδειγμα ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσεν αὐτομάτως καινούργιαν ἐκκλησίαν, ἀμέσως μετὰ τὴν φανέρωσιν τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων του, συνοδικῶς ἀκατάκριτος ὤν! Ἡ ἀναφορὰ δηλαδὴ τοῦ πατρὸς Εὐθυμίου περὶ «τῆς τελείας ἀποκοπῆς κάποιων ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λόγω αἱρέσεως, ὅπως τῶν Παπικῶν καὶ Μονοφυσιτῶν καὶ τῆς μὴ ἀποκαταστάσεως εἰς τοὺς τόπους τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας...» (σελ. 313) εἰς ἀντιδιαστολὴν πρὸς αὐτούς, ὅπου φαινομενικῶς καὶ μόνον κινοῦνται εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ μίαν ἀκόμη παρέκκλισιν αὐτοῦ ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας».
Ἐπάγει: «Η Χάρις δηλαδὴ διακόπτεται αὐτομάτως μὲ τὴν διακοπὴν τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ὅσες φορὲς λοιπὸν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐδέχθη αἱρετικοὺς χωρὶς νὰ προβῇ ἐξ ἀρχῆς εἰς βάπτισμα καὶ χειροτονίαν αὐτῶν, τοῦτο ἔπραξε χάριν οἰκονομίας καὶ ὄχι δῆθεν λόγω ὑπάρξεως ἰσχυρῶν μυστηρίων εἰς τὰς αἱρέσεις, ὅπως καὶ εἰς τὸ Ἱ. Πηδάλιον πολλάκις σαφῶς ἀναφέρεται(19). Ἐδῶ θὰ θέλαμε νὰ σημειώσωμεν ὅτι ἡ ἰσχὺς τῶν Τοπικῶν Συνόδων(20), ὅπου προηγήθησαν τῶν Οἰκουμενικῶν, αἱ καταδικάσασαι τὰς αἱρέσεις καὶ ἀναθεματίσασαι τοὺς αἱρετικούς, κατὰ τὸ πρωταρχικὸν αὐτῶν στάδιον, εἶναι καταλυτική, διὸ καὶ ἡ κρίσις αὐτῶν ἐπεκυροῦτο ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν, ὅταν αὗτες συνεκροτοῦντο. Πολλάκις μάλιστα δὲν ἐπανελαμβάνοντο ἐκ δευτέρου, θεωρουμένων τῶν πρώτων ὡς ἀρκούντως αὐταρκῶν! Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἐὰν πάρωμεν ὡς παράδειγμα τὴν περίοδον τῆς Εἰκονομαχίας, ὅπου διήρκησε ἑκατὸν πενῆντα ἔτη περίπου, ἡ αἵρεσις αὐτὴ ἐθεωρεῖτο καταδεδικασμένη ἀπὸ τὸ 726, ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτῆς, ἀπὸ τὸν Πάπαν Ῥώμης Γρηγόριον Β', ὁ ὁποῖος καὶ ἀνεθεμάτισε τὸν Αὐτοκράτορα καὶ ὅλους τους ὁμοφρονάς του(21). Ἄλλες Τοπικὲς Σύνοδοι ὅπου κατεδίκασαν τὴν Εἰκονομαχίαν, πρὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἐπὶ Λέοντος, ἦσαν ἡ ἐν Συρίᾳ τὸ 726 διὰ σπουδῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἡ Δευτέρα πάλιν εἰς Ῥώμην ὑπὸ Γρηγορίου τοῦ Γ', τὸ 732(22). Ἦταν δηλαδὴ καταδεδικασμένη ἀρκετὰς δεκαετίας πρὸ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς. Τὸ ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ διὰ ὅλας τὰς Τοπικὰς Συνόδους, οἱ ὁποῖες προηγήθησαν τῶν Α' καὶ Β' Οἰκουμενικῶν τῶν καταδικασασῶν τοὺς ἀρειανοὺς μὲ ὅλας τὰς ἄλλας ἐκφάνσεις των, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν μετέπειτα συγκληθεισῶν. Ἡ μετέπειτα δηλαδὴ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δίδει εἰς τὰς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν τὸ οἰκουμενικὸν κῦρος καὶ τὸν ἀλάθητον χαρακτήρα. Ἐξ ὅλων αὐτῶν λοιπὸν δὲν ἠμπορεῖ ὁ π. Εὐθύμιος νὰ θεωρῇ αὐτοὺς κατεγνωσμένους (ἔστω καὶ ἂν οἱ ἴδιοι προσωπικῶς δὲν ἔχουν καταδικασθῇ), ὅταν πρόκειται περὶ διακοπὴς τοῦ μνημοσύνου των, ἐνῷ, ὅταν πρόκειται περὶ πληρώσεως Ἐπισκοπῆς, νὰ ἐκλαμβάνωνται ὡς παντελῶς ἄκριτοι!».
Ὅλη ὅμως αὐτὴ ἡ σύγχυσις ὑπάρχει εἰς τὸ μυαλό του ἐπειδὴ ἀποδέχεται ὡς ὀρθόδοξον τάξιν αὐτὴν ποὺ περιγράφει ὡς ἑξῆς: «Δι' αὐτὸ ἀναφέραμε ὅτι κανονικὴ ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν νοεῖται τὸ νὰ χειροτονηθῇ κάποιος Ἐπίσκοπος ἀπὸ ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, ἀλλὰ τὸ νὰ γίνῃ ὅλη ἡ διαδικασία ποὺ ὑπαγορεύουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες καὶ διδάσκει ἐπὶ πλέον ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ ποία εἶναι ἡ διαδικασία ποὺ δῆθεν ὑπαγορεύουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες; «Ἡ ἀποκα- τάστασις αὐτὴ τῆς πίστεως σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ γίνῃ στὸν χῶρο ποὺ ὑπαρχει ἡ κανονικὴ Ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ὄχι ἀντιθέτως, δηλαδὴ στὴν πλευρὰ τῶν Ἐπισκόπων, ὅπου ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξος πίστις νὰ ἀποκατασταθῇ ἡ κανονικὴ Ἀποστολικὴ διαδοχή. Δι’ αὐτὸ πάντοτε ὅταν ἐγίνοντο Σύνοδοι, Οἰκουμενικὲς ἡ τοπικές, πρῶτα ἀποκαθίσταντο ἡ ἀντικαθίσταντο οἱ Ἐπίσκοποι, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ὑπάρχουν στὶς κανονικὲς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων Ὀρθοδοξοι ποιμένες. Βλέπουμε στὰ πρακτικὰ τῶν Συνόδων, κάποια ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε στὴν παροῦσα μελέτη, (σελ. 132-137) ὅτι πολλοὶ Ἐπισκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποπέσει στὴν αἵρεσι, προσήρχοντο μετανοοῦντες στὴ Σύνοδο ζητοῦντες συγχώρησι, ἡ δὲ Σύνοδος τοὺς ἀπεδέχετο, καὶ πολλοὺς ἀπ’ αὐτοὺς ἀποκαθιστοῦσε στοὺς θρόνους των (στοὺς θρόνους ποὺ εὑρίσκοντο παρανόμως λόγῳ τῆς αἱρέσεως), ἀποδεχομένη τὴν μετάνοιά των καὶ ἐπὶ πλέον τοὺς ἐδέχετο ὡς συνέδρους στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου. Αὐτὸ σημαίνει ἀποκατάστασι τῆς πίστεως στὸν χῶρο ὅπου ὑπάρχει ἡ κανονικὴ Ἀποστολικὴ διαδοχή».

Βλέπουμε λοιπὸν π. Εὐθύμιε νὰ ἀποδέχεσαι Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν ὄχι εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ εἰς τοὺς αἱρετικούς, κληρονομικῷ δικαίῶ τῶν θρόνων ἴσως... Ποία εἶναι ἡ γνώμη τῶν Ἁγίων, ὅμως, περὶ αὐτῶν τῶν νεοκόπων, ἀντορθοδόξων καὶ κακοδόξῶν δοξασιῶν σου;
Ἂς ἄκουσωμεν τὸν ἅγιόν της Ἔκκλησίας Πατέρα καὶ Οἰκουμενικὸν Διδάσκάλον, Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, περὶ τοῦ τί εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ποῖος τὴν κατέχει πραγματικῶς, ἀπὸ λόγον του ἀναφερόμενον εἰς τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον: «Οὕτω μὲν οὒν καὶ διὰ ταῦτα, ψήφω τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατὰ τὸν ὕστερον νικήσαντα πονηρὸν τύπον, οὐδὲ φονικῶς τε καὶ τυραννικῶς, ἀλλ' ἀποστολικῶς τε καὶ πνευματικῶς, ἐπὶ τὸν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσέβειας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος· τῇ μὲν γὰρ πολλοστὸς ἀπ’ ἐκείνου, τῇ δὲ εὐθὺς μετ’ ἐκεῖνον εὑρίσκεται· ἣν δὴ καὶ κυρίως ὑποληπτέον διαδοχήν. Τὸ μὲν γὰρ ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον, τὸ δὲ ἀντίδοξον καὶ ἀντίθρονον καὶ ἡ μὲν προσηγορίαν, ἡ δὲ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ' ὁ βιασθεὶς διαδοχος· οὐδὲ ὁ παρανομήσας, ἀλλ' ὁ προβληθεὶς ἐννόμως· οὐδὲ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ' ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μὴ οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καὶ φωτὸς σκότος, καὶ ζάλην γαλήνης, καὶ συνέσεως ἔκστασιν»(23). Ἂς ἴδωμεν ὅμως καὶ τὴν μετάφρασιν διὰ περισσοτέραν κατανόησιν τοῦ κειμένου:
Ἔτσι λοιπὸν καὶ δι’ αὐτὰ ὅλα, μὲ τὴν ἀπόφασιν ὅλου τοῦ λαοῦ, ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν πονηρὸν τύπον ποὺ ἐπεκράτησε ἀργότερα, οὔτε ἐγκληματικὰ καὶ τυραννικά, ἀλλὰ ἀποστολικὰ καὶ πνευματικά, ἀνεβαίνει εἰς τὸν θρόνον τοῦ Μάρκου, διαδοχος ὅμοια τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ ἀξιώματος ἐκείνου. Καὶ ἂν ἦλθεν ἔπειτα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους νὰ τὸν διαδεχθῇ εἰς τὸ ἀξίωμα, εἰς τὴν εὐσέβειαν ἦταν ἀμέσως ἔπειτα ἀπὸ αὐτόν. Καὶ αὐτὴ βέβαια εἶναι ἡ κατ' ἐξοχὴν διαδοχή. Ἡ ταυτότης γνώμης εἶναι καὶ ταυτότης θρόνου, ἐνῷ ἡ διαφορὰ γνώμης εἶναι ἡ διαφορὰ θρόνου. Ἡ μία εἶναι κατ' ὄνομα, ἐνῷ ἡ ἄλλη, ἀληθινὴ διαδοχή. Καὶ διάδοχος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἠνάγκασε νὰ τὸν δεχθοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἠναγκάσθη νὰ δεχθῇ. Δὲν εἶναι νόμιμος αὐτὸς ποὺ παρενόμησεν, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ τὸν ὤρισαν· οὔτε αὐτὸς ποὺ φρονεῖ ἀντίθετα, ἀλλὰ ὅποιος ἔχει τὴν ἰδίαν πίστιν. Ἂν δὲν ἐννοῆ κανεὶς ἔτσι τὴν διαδοχήν, τότε ἔχομεν διαδοχὴν τῆς ὑγείας ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, τῆς γαλήνης ἀπὸ τὴν ζάλήν, τῆς φρονήσεως ἀπὸ τὴν παραφροσύνη.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων τοῦ Ἁγίου διαπιστώνουμε πὼς ὁ π. Εὐθύμιος εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν μὲ τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, εἰσάγων οὕτω νέας ἀντορθοδόξους ἐκκλησιολογίας. Συμφώνως μὲ τὴν νεόκοπον αὐτοῦ θεωρίαν ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ εὑρίσκεται εἰς τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ ὄχι εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι δῆθεν αὐτοὶ κατέχουν τοὺς ἐπισκοπικοὺς θρόνους. Ἡ Διαδοχή, λοιπόν, ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὴν κατοχὴν τῶν θρόνων καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς των! Ὁ Ἅγιος ὅμως μᾶς λέγει πὼς διὰ νὰ ὑπάρχῃ ἀληθινὴ Διαδοχὴ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ καὶ ταυτότης γνώμης, δηλαδὴ ὅμοια πίστις, διότι ἄλλως ἡ Διαδοχὴ θὰ εἶναι μόνον κατ' ὄνομα! Διάδοχος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἠνάγκασε νὰ τὸν δεχθοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἠναγκάσθη νὰ δεχθῇ τὸν θρόνον. Διάδοχος ἐπίσης δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ φρονεῖ ἀντίθετα, ἀλλὰ ὅποιος ἔχει τὴν ἰδίαν πίστιν. Ὅποιος φρονεῖ τὰ ἀντίθετα μὴ ἐννοώντας οὕτω τὴν Διαδοχὴν (ὅπως ὁ π. Εὐθύμιος), μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος, τότε παραδέχεται πὼς ἔχουμε διαδοχὴν τῆς ὑγείας ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν, τοῦ φωτὸς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, τῆς γαλήνης ἀπὸ τὴν ζάλην, τῆς φρονήσεως ἀπὸ τὴν παραφροσύνη!
Ὅταν λοιπὸν ὁ π. Εὐθύμιος ἐπικαλεῖται τὴν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων, ποίας ἄραγε Ἐκκλησίας τοὺς Πατέρας ἐννοεῖ; Διότι οἱ τῆς Ὀρθοδόξου ἄλλα φρονοῦν!
Εἰς τὴν οὐσίαν, λοιπόν, π. Εὐθύμιε, ἡ δοξασία σου ἐκτὸς ἀπὸ πεπλανεμένη εἶναι καὶ ἄκρως οἰκουμενιστική· ἐφ' ὅσον διδάσκεις ὅτι ἡ ἀποστολικὴ Διαδοχὴ ὑπάρχει μέσα εἰς τὴν αἵρεσιν, ἄρα καὶ ἡ Θεία Χάρις ὑπάρχει εἰς τὴν αἵρεσιν, καθὼς αὐτὴ ἡ Χάρις εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ τὴν Διαδοχήν. Ἐκ τούτου παραδέχεσαι ὅτι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς στερούμενοι τὴν Διαδοχὴν εἶναι φορεῖς καὶ μεταδότες αὐτῆς τῆς Χάριτος εἰς τοὺς πιστούς, ἁγιάζοντες αὐτούς, δηλ. ὁδηγοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν Θέωσιν!!! Ἀποστερὼν ὅμως ἀπό τους Ὀρθοδόξους τὴν ἀποστολικὴν Διαδοχὴν ἀναγκαστικῶς ἀποστερεῖς ἐξ αὐτῶν καὶ τὴν Θείαν Χάριν, ἀφήνων εἰς αὐτοὺς γυμνὴν τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἄνευ Χάριτος μόνον πίστιν.
Ποῖος πιστὸς ἄραγε θὰ ἐπέλεγε νὰ ἀκολούθησῃ τὸν «ἄ-Χάρον» -οὕτως εἰπεῖν- καὶ ἀνωφελῆ δρόμον τῆς ὑπαγωγῆς του εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀφοῦ θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀπόλαυσῃ ἄνετα τὴν σωτηρίαν διὰ τῆς Θείας Χάριτος μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μὲ τοὺς κεχαριτωμένους καὶ μὲ Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν αἱρετικούς; Μήπως ἔτσι ἁπλῶς, διὰ νὰ λάβῃ μόνον τοὺς ἐπαίνους ποὺ προσάπτει εἰς τοὺς ἀποτειχιζομένους ὁ ΙΕ' Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου; Δὲν εἶναι αὐτὸς ἀπροκάλυπτος Οἰκουμενισμός;

Τὴν ὀρθὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς ἀληθινῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς καὶ ὄχι τῆς κατ' ὄνομα μόνον, περιγράφει εἰς τὴν Δογματικήν του καὶ ὁ καθηγητὴς Π. Τρεμπέλας: «Τέλος ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ ἀποστολική. Καλεῖται δὲ ἀποστολικὴ ὡς παραμείνασα διὰ μέσου τῶν αἰώνων, οὖσα δ' ἄρα καὶ σήμερον ἡ αὐτή, ὁποίαν καὶ ἐθεμελίωσαν αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι. Διετήρησε δηλαδὴ ἀνόθευτον καὶ ἀπαραχάρακτον τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως, ὡς παρέδωκαν αὐτὴν οἱ Ἀπόστολοι, καὶ δὲν διέσπασε τὴν λεγομένην ἀποστολικὴν διαδοχὴν ἐν τῇ σειρᾷ τῶν ἐπισκόπων διὰ κανονικῆς χειροτονίας ἐγκατασταθέντων καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων παραλαβόντων τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐξουσίαν τοῦ τελεῖν τὰ μυστήρια. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν ἡ ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας διακρίνεται ἐξ ἑνὸς μὲν εἰς ἀποστολικότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἐξ ἑτέρου δὲ εἰς ἀποστολικότητα διαδοχῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ σημερινοὶ ἐν τῇ μιᾷ καὶ ἁγίᾳ Ἐκκλησίᾳ ἐγκαταστημένοι ἐπίσκοποι καὶ ἐν γένει λειτουργοὶ τῶν μυστηρίων προέρχονται κατὰ τὴν διαδοχὴν συνεχῆ ἐξ αὐτῶν τῶν ἀποστόλων.
Ἡ διάκρισις ὅμως αὕτη εἶναι μόνον νοητή, οὐχὶ δὲ καὶ πραγματική. Διότι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ διασπᾶται καὶ καταλύεται, οὐ μόνον διὰ τῆς ἀντικανονικῆς καὶ ὑπὸ τῶν ἀναρμοδίων προσώπων παροχῆς τῆς χειροτονίας, (ὡς γίνεται παρὰ τοῖς πρεσβυτεριανοῖς, τοῖς διὰ τῆς καταργήσεως τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἐπισκόπου διακόψασι τὴν ἐν τῇ ἱερωσύνῃγ ἀποστολικὴν διαδοχήν), ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς παρεκλίσεως ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας καὶ πίστεως (ὡς συμβαίνει τοῦτο παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς). Ἐντεῦθεν καὶ ὁ Μ. Βασίλειος βεβαιοῖ, ὅτι οἱ δι' αἱρέσεως «τῆς Ἐκκλησίας ἀποστάντες, οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἐαυτούς· ἐπέλιπε δὲ ἡ μετάδόσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν». Διότι ναὶ μὲν «οἱ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες» καὶ ἀποσκιρτήσαντες τῆς Ἐκκλησίας «παρὰ τῶν Πατέρων ἐσχον τὰς χειροτονίας καὶ εἰχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικὸν» κατ’ ἀποστολικὴν διαδοχήν, διὰ τῆς ἀποχωρήσεως ὅμως αὐτῶν ἀπὸ τῆς μιᾶς ἁγίας καὶ καθολικῆς Ἐκκλησίας "λαϊκοὶ γενόμενοι οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονειν εἶχον ἐξουσίαν, οὔτε ἠδύναντο χάριν Πνεύματος Ἁγίου παρέχειν, ἧς αὐτοὶ ἐκπεπτῶκασι».
Ἵνα λοιπὸν τηρῆται πράγματι ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή, δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ διὰ κανονικῆς χειροτονίας μετάδοσις τῆς ἱερωσύνης ὑπὸ κανονικῶν διαδόχων τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ δέον νὰ συνυπάρχῃ ἀπαραιτήτως καὶ ἡ ἐν τῇ ἀποστολικῇ διδασκαλία ἐμμονή. Οὕτω, κὰν ἐτι τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν λειτουργῶν της Ἐκκλησίας τις ἔχῃ ἐξωτερικῶς διὰ κανονικῆς χειροτονίας ἐν τῇ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ τὴν ἀποστολικὴν διαδοχήν, ἐκπίπτει ταύτης εὐθὺς ὡς ἀθετήσῃ τὸ ἀπαραχάρακτον τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας. Ἀμφότερα λοιπὸν τὰ ἀνωτέρω, ἥ τε περιφρούρησις τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας καὶ ἡ κανονικὴ χειροτονία, συνάπτονται ἐσωτερικῶς καὶ ἀδιασπάστως, συναποτελοῦντα τὴν ἀποστολικὴν διαδοχήν. Καὶ ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία εἶναι αὐτὴ ἡ βάσις τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἡ δὲ κανονικὴ ἐν τῇ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ χειροτονία εἶναι τὸ ἐξωτερικὸν γνώρισμα, τὸ ἐπιβεβαιοῦν, ὅτι τοπική τις Ἐκκλησία ἢ κοινότης ἀποτέλει τμῆμα τῆς πρωτογόνου καὶ ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων θεμελιωθείσης Ἐκκλησίας»(24).
Σύμφωνος μὲ τὰ ἀνωτέρω εἶναι καὶ ὁ ἕτερος, πασίγνωστος δογματολόγος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος, ὅστις καὶ ἀναφέρει σαφῶς ὅτι ἡ ὀρθὴ διδασκαλία -πίστις εἶναι ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο πυλώνων τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς: «Ἀποστολικότης. Καλεῖται ἀποστολικὴ ἡ Ἐκκλησία ὡς ἱδρυμένη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων ἀκρογωνιαίου λίθου ὄντος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκφαινεται δὲ ἡ ἀποστολικότης ἔνθεν μὲν ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῆς αὐτῆς καὶ ἡ πρωτόγονος Ἐκκλησία πίστεως καὶ ἐν τῷ ταὐτῷ τῆς διοικήσεως, ἔνθεν δὲ ἐν τῇ ἀποστολικῇ λεγομένη διαδοχή, τῇ τῶν ἐπισκόπων, τῶν ὄντων διαδόχων τῶν Ἀποστόλων, ἐὰν κανονικῶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καθίστανται. Ἀμφότερα ταῦτα ἐσωτερικῶς συνάπτονται προϋποτιθέντα ἄλληλα, ὡς δὲ ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία εἶναι ἡ βάσις ἀποστολικῆς διαδοχῆς, οὕτω καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἀποτέλει τὸ ἐξωτερικὸν γνώρισμα τοῦ ὅτι Ἐκκλησία τις εἶναι ἀληθὴς καὶ συμφωνεῖ μετὰ τῆς πρωτογόνου Ἐκκλησίας ἐν τῇ διδασκαλίᾳ καὶ ἐν τῇ διοικήσει. Οἱ Πατέρες καὶ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες ἀπαναινόμενοι πᾶσαν διδασκαλίαν μὴ συμφωνουσαν πρὸς τὴν ἀποστολικήν, ὡς ὁ Εἰρηναῖος, ὁ Ἱερώνυμος, ἐλέγχουσι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς διακόψαντας τὴν ἀποστολικὴν διαδοχὴν διὰ τῆς ἑτεροδιδασκαλίας, ἔχονται δὲ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἅμα μὲν ὡς μέσου, δι΄ οὗ μετοχετεύονται ἡ ἀποστολικὴ διδασκαλία, ἅμα δὲ ὡς διακριτικοῦ γνωρίσματος τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς ψευδοῦς, καὶ πρὸς τοῦτο ἐπιχειροῦσι τινες καὶ τὸν καταρτισμὸν καταλόγου ἐπισκόπων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν ἀνιόντα εἰς τοὺς Ἀποστόλους»(25).
Βλέπομεν εἰς τὰς ἀνωτέρω περὶ ἀποστολικης διαδοχῆς ἀναφορᾶς τῶν προειρημένων καθηγητῶν, πὼς ἡ ἐγκυρότης τῆς ἀληθοῦς διαδοχῆς ἐξαρτᾶται οὐχὶ μόνον ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπον σειρὰν τῶν χειροτονιῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθὴν πίστιν τῶν χειροτονούντων. Ἐὰν λείψῃ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἀπαιτούμενα, τότε διακόπτεται αὐτομάτως καὶ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ κατὰ προέκτασιν ἡ μετάδοσις τῆς Θείας Χάριτος, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται καὶ ἡ ὕπαρξις τῶν ἁγιαστικῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὴ εἰς τὴν προκειμένην περιπτωσιν αὐτὸ τῆς χειροτονίας. Διὰ τοῦτο καὶ εἰς τὸ Ἐκκλησιατικον Δίκαιον τοῦ Νικοδήμου Μίλας τίθεται ὡς προϋπόθεσις διὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας ὁ ἐπίσκοπος νὰ μὴν ἔχει ἀσπασθῇ κάποια αἵρεσιν(26).

Κατὰ συνέπειαν π. Εὐθύμιε, ἐφ' ὅσον παραδέχεσαι ὕπαρξιν Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει αἵρεσις, πρᾶγμα ἄτοπον Ἐκκλησιολογικῶς τε καὶ Κανονικῶς, ἄρα ἀναγνωρίζεις καὶ ὕπαρξιν ὀρθῆς πίστεως, ὅπως καὶ Χάριτος εἰς τοὺς αἱρετικούς, καθὼς χωρὶς τὴν ὕπαρξιν Χάριτος δὲν θὰ ὑφίστατο Διαδοχή!!! Ἡ ἀποδοχὴ ὑπάρξεως Διαδοχῆς ἄνευ τῆς ἀδιαρρήκτως συννημένης ὀρθῆς πίστεως, ποὺ προσπαθεῖς νὰ μᾶς διδάξῃς, εἶναι ἄκρως πεπλανημένη καὶ κακόδοξος, ἀφοῦ χωρὶς νὰ τὸ καταννοῇς(;) ἐντάσσεις ἐκ τῶν πραγμάτων ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅλους τοὺς νομιζομένους ὡς κεχειροτονημένους διαδοχικω δικαίῳ αἱρετικούς! Ἰδοὺ εἰς ποία ἀδιέξοδα ὁδηγεῖ ἡ ἰδιόμορφος καὶ νεόκοπος ἐκκλησιολογία σου.

Ταῦτα εἶχα ἐν συντόμῳ νὰ καταθέσω ὡς ἀπάντησιν εἰς τὴν ὁσιολογιότητά σου.
Ἐπιφυλάσσομαι δέ, νὰ ἀπαντήσω διεξοδικότερα καὶ εἰς τὰ περὶ Ἡμερολογίου γραφόμενά σου, ἐφ' ὅσον λυθῇ τὸ οὐσιωδέστερον θέμα ποὺ ἀφορᾷ τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν τῶν ἀποτειχιζομένων.

Μετ' ἀγάπης Χριστοῦ διατελῶ.

Ἰωσὴφ μοναχός, Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους    20/2-5-2014.


Σημειώσεις:
(1) “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”, Τεῦχ. 15-16, Μάρτιος 2013.
(2) Ἡ ἐργασία εἰς τὴν ὁποίαν παραθέτω τὰ παραδείγματα αὐτὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἑξῆς διαδικτυακὴν διεύθυνσιν: http://agiooros.org/viewtopic.php?f=48&t=6553&sid=3bdd5d38e6285e0a6bc652f5812aa037
(3) Μοναχοῦ Ἀντωνίου Γεωργαντᾶ, ''80 Ἔτη Φωτὸς καὶ Σκότους,'' σ. 48.
(4) Ὑπάρχουν καὶ αὐτοί...
(5) Ἐπιστολή, 101, Πέτρῳ Νικαίας.
(6) Κατὰ τὴν ἰδικήν σου ἐκκλησιολογίαν, ὁ θρόνος τῶν παυθέντων ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων δὲν πρέπει νὰ ἀναπληρώνεται μέχρι τοῦ βιολογικοῦ θανάτου ἢ καὶ τῆς συνοδικῆς καθαιρέσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου. Τοῦτο διατὶ νὰ μὴν ἰσχύει καὶ διὰ τοὺς ἱερεῖς ποὺ κατέχουν κάποια ἐνοριακὴ θέση; Πῶς ὁ Ἅγιος προτρέπει νὰ γίνουν χειροτονίες διὰ τὰς θέσεις ἐκείνας ποὺ ἤδη ὑπάρχει ''κανονικὸς'' ἱερεύς; Ἁπλούστατα, διότι ὁ Ἅγιος δὲν τοὺς θεωροῦσε ἱερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δι' αὐτὸ καὶ τοὺς ἀγνοοῦσε παντελῶς ὡς τοιούτους!
(7) Ἐπιστολή, 101, Πέτρῳ Νικαίας.
(8) Ἐπιστολή, 152, Θεοδώρῳ μονάζοντι.
(9) Ἐπιστολή, 11, Ναυκρατίῳ τέκνῳ.
(10) Αὐτόθι.
(11) Γράφεις εἰς τὴν 129 σελίδα τοῦ βιβλίου σου ''Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης'', ἐπικαλούμενος τὸν αὐτὸν Ἅγιον: "...καὶ μόνη ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος στὴν Θ. Λειτουργία ἐπισκόπου ποὺ δὲν ἔχει ὀρθόδοξο πίστι μολύνει τὴ Θ. Λειτουργία (δηλαδὴ δὲν ἁγιάζει τὰ τίμια δῶρα) ἔστω καὶ ἂν ὀρθὰ φρονῆ αὐτὸς ποὺ τελεῖ τὴ Θ. Λειτουργία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο τὸ θαυμάσιο χωρίο τοῦ ὁσίου καταλαβαίνει κανεὶς πόση ἀπάτη ὑπάρχει στὰ λόγια ἐκείνων ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι ἄκυρη ἡ Θ. Λειτουργία ἂν δὲν μνημονεύσης τὸν ἐπίσκοπο. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος λέγει ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι ἄκυρη ὅταν μνημονεύσης τὸν ἐπίσκοπο, ἐφ' ὅσον αὐτὸς δὲν ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα". Καὶ εἰς τήν 76 σελίδα: "Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι δὲν ἀποκτᾶ νομιμότητα ἕνα μυστήριο, ποὺ τὸ ἐτέλεσε ἕνας ἱερέας καὶ τὸ εὐλόγησε μία Σύνοδος, ἐὰν αὐτὸ εἶναι παράνομο καὶ ἀντίθετο στὸν εὐαγγελικὸ νόμο καὶ στὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας". Τὰ ἀνωτέρω ἀφοροῦν βεβαίως τοὺς ἀκρίτους Συνο- δικῶς ''Μοιχιανοὺς'' καὶ ὄχι τινας καθηρημένους αἱρετικούς!
(12) Ἐπιστολή, 197, Δωροθέῳ τέκνῶ.
(13) Ἐπιστολή, 154, Νικήτα ἠγουμενῳ.
(14) Ἐπιστολή, 24, Ἰγνατιῳ τέκνῳ.
(15) Ἐπιστολή, 80, Ἰωάννῃ Λογοθέτῃ.
(16) Ἐπιστολή, 37, Εὐπρεπιανῷ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ.
(17) Ἐπιστολή, 24, Ἰγνατιῳ τέκνῳ..
(18) Γέν. 4, 7, "ἶνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7 οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον''.
(19) Βλπ. ὑποσ. ΜΣΤ' Ἀποστολικοῦ, Συμφωνίαν τοῦ ΞΗ' Ἀποστολικοῦ, ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Καρχηδόνι Κανόνος, ὑποσ. 2α τοῦ 66ου Κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἑρμηνεία τῆς πρὸς Ῥουφιανὸν ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου, Α' Κανόνα Μ. Βασιλείου, κ.α..
(20) Πρβλ. Δοσιθέου Δωδεκάβιβλος, τόμ. 7ος, σελ. 135, ὅπου ἀναφέρονται πλείσται περιπτώσεις συγκροτήσεως Τοπικῶν Συνόδων, ὅπου κατέκριναν καὶ ἀνεθεμάτισαν πλειάδα αἱρετικῶν χωρὶς κἂν νὰ περιμένουν σύστασιν μεγαλυτέρας Συνόδου.
(21) Μελετίου Ἄθηνων, Ἐκκλ. Ἱστορία, τόμ. 2°ς, σελ. 219.
(22) Αὐτόθι, σελ. 221.
(23) Εἰς τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, 8.
(24) Τόμος 3ος, σ. 361-2.
(25) Δογματική, σ. 281-2.
(26) «Οὕτω ἡ χειροτονία ἐστὶν ἄκυρος, ἐὰν τελεσθῇ ὑπὸ ἐπισκόπου, ἀσπασαμένου τὸν μοναχικὸν βίον, ἐὰν καθαιρεθῆ, ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος καταλιπῶν τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας ἠσπασθη αἵρεσιν τινά...», σ. 385-6.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.