Μὲ τὸ ἄρθρο αὐτό «Διευκρινήσεις σὲ Ἐνστάσεις Ἀντι-Οἰκουμενιστῶν» ὁ π. Εὐθύμιος ἐξετάζει καὶ ἀπαντᾶ
σὲ δύο βασικὲς ἐνστάσεις τῶν ἀντιΟἰκουμενιστῶν. Ἡ πρώτη (τὴν ἀπάντηση τῆς ὁποίας
δημοσίευσαμε χθές) εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος καί εἰδικά ὁ κληρικός πρέπει κάπου
νά ἀνήκει. Δέν εἶναι ὡς ἐκ τούτου δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ἐπειδή
αὐτός εἶναι Οἰκουμενιστής. Κι ὄχι μόνο ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ἀλλά συγχρόνως,
δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτειχιστῆ καί ἀπό ὅλους τούς ἀνά τήν οἰκουμένη Ὀρθοδόξους
Ἐπισκόπους, ἀπό τά Πατριαρχεῖα καί τίς τοπικές Ἐκκλησίες, διότι ἔτσι ἐξέρχεται ἀπό
τήν Ἐκκλησία».
Σήμερα δημοσιεύουμε τὸ Β΄ μέρος, στὸ ὁποῖο δίδεται ἡ ἀπάντηση σὲ μιὰ δεύτερη ἔνσταση τῶν ἀντιΟἰκουμενιστῶν.
Β΄ Μέρος
Θά
ἀναφέρωμε ἐν συνεχείᾳ καί μία δεύτερη
ἔνστασι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, τήν ὁποῖα πολύ ἐπικαλοῦνται καί, τρόπον τινά, αἰσθάνονται
ὅτι δι’ αὐτῆς κατοχυρώνονται στόν συμβιβασμό καί στό βόλεμα. Δι’ αὐτήν ἔχουμε
γράψει καί στό παρελθόν καί ἔχουμε ἀναφερθῆ, πλήν ὅμως, ἐπειδή διαρκῶς
χρησιμοποιεῖται ὡς προπαγάνδα ὑπέρ τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς ἄχρι καιροῦ (εἰς αἰῶνα
δηλαδή τό ἅπαντα) ἀναμονῆς, πρέπει νά ἐνημερώνουμε τούς ἀδελφούς εὐκαίρως ἀκαίρως,
εἰς τρόπον ὥστε ὁ καθένας νά ἀναλογίζεται τήν προσωπική του εὐθύνη διά τήν
διαιώνισι τῆς αἱρέσεως.
Ἡ
ἔνστασις αὐτή τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν ἀναφέρεται στούς σύγχρονους γέροντες (π.
Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο κ.λπ.) ἀκόμη δέ καί σέ κάποιους ζῶντες (πχ. π. Ἐφραίμ
τῆς Ἀμερικῆς).
Ἰσχυρίζονται λοιπόν ὅτι,
ἐφ’ ὅσον αὐτοί ἔζησαν ὡς σύγχρονοι γέροντες μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ἐφ’ ὅσον τήν ἐγνώριζον πολύ καλά καί τήν κατήγγειλαν, γιατί δέν ἀποτειχίστηκαν;
Ἄρα, ἐφ’ ὅσον αὐτοί οἱ γέροντες ἔτσι ἐνήργησαν, ὡς φωτισμένοι καί ἅγιοι, πρέπει
καί ἐμεῖς νά τούς ἀκολουθήσουμε, τήν στιγμή μάλιστα πού ὁ Θεός ἔδειξε καί
δείχνει διά θαυμάτων τήν ἀνάπαυσί του πρός αὐτούς καί τήν χάρι πού ἔλαβον.
Ὅσο
σκέπτομαι καί ἀναλύω μέσα μου αὐτό τό ἐπιχείρημα, τόσο κατανοῶ ὅτι μόνο στούς ἐσχάτους
καιρούς καί στήν Νέα Ἐποχή θά ἠδύναντο Ὀρθόδοξοι νά προβάλλουν τέτοια ἐπιχειρήματα.
Διότι μόνο στούς ἐσχάτους καιρούς πού θά πληθυνθῆ ἡ ἀνομία, πού θά γίνουν τά ἄνω
κάτω, πού θά παρουσιάζεται ἡ νύχτα σάν ἡμέρα, θά ἠδύναντο καί τά λάθη κάποιων,
νά παρουσιαστοῦν ὡς ἀρετές καί, μάλιστα, νά τεθοῦν ὡς πρότυπο πρός μίμησι καί εἰδικά
γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Θά ἠδυνάμεθα λοιπόν, ἀντί νά ἀπολογούμεθα ἐμεῖς γιά
τά λάθη αὐτῶν τῶν γερόντων, πού σάν ἄνθρωποι ἔκαναν, νά χρησιμοποιήσουμε τήν
σκέψι τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου καί νά ἀντιστρέψουμε τήν ἐρώτησι πρός τούς Οἰκουμενιστές
καί τούς Ἀντιοικουμενιστές οἱ ὁποῖοι καί εἰς αὐτό τό σημεῖο συμφωνοῦν, γιά ἰδιαίτερους
ὁ καθένας λόγους, καί νά ἀναφέρουμε τά λόγια τοῦ Χρυσοστόμου: «τοῦτο οὐ σόν ἐστιν εἰπεῖν πρός με, ἀλλ’ ἐμέ
δίκαιον ἄν εἴη πρός σε λέγειν» (ΕΠΕ 34,148).
Δηλαδή
μέ ἁπλά λόγια λέει ὁ Χρυσόστομος νά ἀντιστρέψουμε τήν ἴδια ἐρώτησι καί τόν ἴδιο
συλλογισμό πού μᾶς ὑποβάλλουν καί νά τούς ἐρωτήσουμε τό ἐξῆς: Γιατί πατέρες, αὐτοί οἱ σύγχρονοι γέροντες ἐβάδισαν
ἀντίθετα σέ αὐτά πού σέ πολλά σημεῖα ἡ ἁγία Γραφή διακελεύει, γιατί ἐβάδισαν ἀντίθετα
σ’ αὐτά πού οἱ ἱεροί Kανόνες πάλιν καί πολλάκις νομοθετοῦν, γιατί ἐβάδισαν ἀντίθετα
σ’ αὐτά πού ἅπαντες οἱ ἅγιοι, μηδενός ἐξαιρουμένου, διακελεύουν, γιατί τέλος
πάντων ἐβάδισαν ἀντίθετα καί ἰδιόγνωμα καί, τρόπον τινά, ἐγωϊστικά καί ἀντίθετα
σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί μάλιστα γιά τά θέματα τῆς πίστεως; «ἡμεῖς δίκαιον ἄν εἴῃ πρός ὑμᾶς λέγειν».
Διότι
ὁπωσδήποτε δέν εἶναι ταπεινό τό νά παραβλέψης Γραφές, Κανόνες καί Πατέρες, καί
μία δισχιλιετῆ Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί νά βαδίσης ἰδιόγνωμα καί μάλιστα, μέ αὐτόν
τόν τρόπο, νά γίνης κακό παράδειγμα σέ ὅσους σέ ἔχουν ὡς πρότυπο πρός μίμησι
καί σέ ὅσους θέλουν νά ἐκμεταλλευτοῦν αὐτή τήν στάσι των.
Ἐπειδή
οἱ μέν Οἰκουμενιστές, ἐκμεταλλευόμενοι αὐτή τήν παθητική στάσι τῶν συγχρόνων
γερόντων στά θέματα τῆς πίστεως, τούς ἁγιοποιοῦν καί τούς προβάλλουν ὡς πρότυπα
πρός μίμησι, ἀποβλέποντες εἰς τήν ἑδραίωσι τῆς αἱρετικῆς θεωρίας των, περί Ἐπισκοποκεντρικῆς
καί ὄχι Χριστοκεντρικῆς Ἐκκλησίας, περί τυφλῆς ὑποταγῆς στόν Ἐπίσκοπο, ἀκόμη
καί ἄν αὐτός εἶναι αἱρετικός, περί τοῦ ὅτι ἡ Σύνοδος μόνο δύναται νά κρίνη τόν
Ἐπίσκοπο ἄν σφάλλη, ἔστω καί στά θέματα τῆς πίστεως, καί ὄχι οἱ πιστοί, περί
τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται στήν πίστι καί «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς», περί τῆς Ἐπισκοποκεντρικῆς
θεωρίας «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία»,
ἀνεξαρτήτως τῆς πίστεως του, περί..... περί..... περί.
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά οἱ Ἀντιοικουμενιστές σάν γνήσια ἀδελφάκια τῶν Οἰκουμενιστῶν καί
ὡς ἐργαζόμενοι ὑπέρ αὐτῶν, προβάλλουν τούς σύγχρονους αὐτούς γέροντες, ἔχοντας ὅμως
ἄλλους στόχους καί σκοπούς, δηλαδή νά ἑδραιώσουν τίς αἱρετικές των καί αὐτοί
θεωρίες, περί τοῦ δυνητικοῦ τοῦ κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, περί τοῦ ὅτι
ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο εἶναι σχίσμα, ὅτι διά τῆς ἀποτειχίσεως ἐξέρχεσαι
τῆς Ἐκκλησίας, περί τοῦ ὅτι δέν μολυνόμεθα ἀπό τήν παραμονή καί συμπόρευσι μέ
τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, περί τῆς νεοεποχιτικῆς θεωρίας ὅτι, δηλαδή, ἀρκεῖ ἡ
θεωρητική ὁμολογία καί ὁ χαρτοπόλεμος γιά νά εἶναι ἐν καιρῷ αἱρέσεως κάποιος Ὀρθόδοξος,
περί....περί...περί...περί, τέλος πάντων, τῆς θεωρίας τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ
βολέματος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τῆς ἄχρι καιροῦ μνημονεύσεως, τῆς μεταθέσεως τῶν ὁρίων
τῆς ἀποτειχίσεως στό λεγόμενο κοινό ποτήριο καί πάει, κατά τό δή λεγόμενο,
λέγοντας.
Ἄν
ἐμεῖς οἱ ἀποτειχισμένοι, ἤ τέλος πάντων οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἐπροβάλαμε ὡς ἁγίους
τούς συγχρόνους αὐτούς γέροντες, θά ἔπρεπε καθηκόντως καί ἐμεῖς νά ἀπολογηθοῦμε
καί νά δικαιολογήσωμε τά λάθη των, ὥστε σ’ αὐτά τά λάθη τουλάχιστον νά μήν τούς
θεωρήσωμε πρότυπα πρός μίμησι. Ἐφ’ ὅσον ὅμως τούς προβάλλουν ὡς ἁγίους οἱ Οἰκουμενιστές
καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, πρέπει, αὐτοί νομίζω, νά δικαιολογήσουν καί τά λάθη
των, τά ὁποῖα ἀνθρωπίνως ἔπραξαν, ὥστε πάλι νά μήν θεωρηθοῦν καί ὡς πρός αὐτά ὡς
πρότυπα πρός μίμησι.
Τήν
στιγμή ὅμως πού ὄχι μόνο τούς προβάλλουν ὡς ἁγίους, ἀλλά προβάλλουν καί ἀποθεώνουν
καί τά λάθη των· καί ὄχι μόνο τά προβάλλουν, ἀλλά καλύπτονται πίσω ἀπό αὐτά·
καί ὄχι μόνο καλύπτονται, ἀλλά παρουσιάζονται καί ὡς διακριτικοί καί συνετοί·
καί ὄχι μόνο διακριτικοί, ἀλλά καί ἀκόλουθοι τῶν ἁγίων, τότε νομίζω διαγράφουμε
Γραφές, Κανόνες καί Ἁγίους καί, μέ ἕνα νεοεποχίτικο πήδημα, μεταφερόμαστε στούς
σύγχρονους γέροντες κατά τό πρότυπο τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβά, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί
παρομοίως διέγραψαν τήν δισχιλιετῆ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησιας καί μέ ἕνα πήδημα εὑρέθησαν
στόν 19ο αἰῶνα στόν Κάρολο Ρῶσελ.
Τό
ἴδιο ἀκριβῶς ἔκαναν πρό εἰκοσαετίας καί πλέον οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι καί ἁγιοποίησαν
τόν Χρυσόστομο Σμύρνης καί ἔτσι ἄλλαξαν τήν περί ἁγίων δισχιλιετῆ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
ἁγιοποιώντας ἕνα Οἰκουμενιστή Μασῶνο, Πανθεϊστή, Πατριδολάτρη, Ἐθνικιστή,
πολέμιο τοῦ μοναχισμοῦ, νεωτεριστήν μέ πρότυπο τούς Προτεστάντες, αἱρετικό ἀπό ὅλες
τίς ἀπόψεις τοῦ βίου του καί, τελικά, Ἐθνομάρτυρα, μέ μόνο στοιχεῖο ἁγιότητος
τό ἀποκλειστικῶς καί μόνο ὑπέρ τῆς πατρίδας μαρτύριό του.
Τώρα
λοιπόν κατά τόν ἴδιο ἤ παρόμοιο τρόπο, διά τῶν συγχρόνων γερόντων καί τῆς
προβολῆς των στά θέματα τίς πίστεως, ἀλλάζουμε τήν δισχιλιετῆ Ὀρθόδοξο Παράδοσι
γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν πιστῶν καί εἰσάγουμε τήν παθητική στάσι τοῦ
ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ βολέματος ἤ στήν καλύτερη περίπτωσι τήν θεωρητική μόνο ὁμολογία
καί τήν πρακτική συμπόρευσι μέ τήν αἱρεσι.
Τό
παράδοξο εἶναι ὅτι μέχρι τώρα γνωρίζαμε ὅτι τούς ἁγίους τούς ἐπροβάλλαμε σάν
πρότυπα πρός μίμησι, στά θέματα πού διακρίθηκαν καί ἀγωνίστηκαν μέ θυσίες καί ἰδρῶτες,
ὅπως πχ. ἐπροβάλαμε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν ἐλεήμονα γιά τήν ἐλεημοσύνη του, τόν ἅγιο
Γρηγόριο τόν Θεολόγο γιά τήν ἀκρίβεια καί ὑψηλή θεολογία του, τούς μάρτυρες γιά
τίς θυσίες των, τούς ἀσκητές γιά τήν ἀσκησί των, τούς ὁμολογητές γιά τήν
μαρτυρική ὁμολογία των καί ὅλους μαζί γιά τήν πιστότητά των στίς Γραφές καί
στήν δισχιλιετή Ὁρθόδοξο Παράδοσι.
Τώρα,
ἀντιθέτως, προβάλλουμε τούς σύγχρονους γέροντες δι’ αὐτά στά ὁποῖα δέν
διακρίθηκαν, οὔτε ἔδωσαν τήν καλή μαρτυρία, οὔτε ὑπέστησαν κάτι, σ’ αὐτό πού
τούς προβάλλουμε καί ἔτσι, ἀποδεικνύουμε ὅτι γιά νά ἀλλάξη ἡ Ὀρθόδοξος
Παράδοσις, πρέπει νά ἀλλάξη πρῶτα ἡ
προαίρεσίς μας καί ἀπό μαρτυρική νά γίνη συμβιβαστική καί ἀμφοτερίζουσα. Καί
δέν ὁμιλῶ τώρα γιά τούς σύγχρονους γέροντες, οἱ ὁποῖοι ἴσως νά μήν ἔσφαλαν στό
σημεῖο αὐτό ἀπό δειλία καί συμβιβασμό ἤ βόλεμα, ἀλλά ἀπό ἄγνοια, ἀφέλεια ἤ
τέλος πάντων ἀπό τά κακά παραδείγματα τῶν συγχρόνων σχισμάτων τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά ὁμιλῶ δι’ ὅλους ὅσους ἐκμεταλεύονται αὐτές τίς ἐλλείψεις
τῶν συγχρόνων γερόντων καί προσπαθοῦν δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά ἀλλάξουν τήν ἐν
καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀλλάζει
ἀπό τά λάθη τῶν ἑκάστοτε πατέρων, ἔστω καί ἁγίων, ἄν ἐγώ π.χ., δέν προβάλλω ὡς
πρότυπο πρός μίμησι τόν Αὐγουστίνο Ἐπίσκοπο Ἱππῶνος γιά τά θέματα τῆς πίστεως,
στά ὁποῖα τά ἔκανε θάλασσα, οὔτε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο Κύπρου, ὁ ὁποῖος ἀφελῶς
παρασύρθηκε ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας καί ἐφέρθηκε ἀπαξιωτικά, σάν σέ αἱρετικό
πρός τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἤ τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας πού καί αὐτός, παρασυρόμενος
ἀπό τόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, δέν ἤθελε νά ἀναγράφη στά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο,
ὡς δῆθεν καθηρημένο ὑπό Συνόδου, ἤ τόν μέγα Κων/νο, ὁ ὁποῖος ἐξώρισε τόν Μέγα Ἀθανάσιο
κ.λπ.
Αὐτά
ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα λάθη καί ἀποδεικνύουν ὅτι καί οἱ ἅγιοι ὡς ἄνθρωποι ἔκαναν
σφάλματα, ὅπως καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν ἐλέχθηκε κατά πρόσωπον ἀπό τόν Παῦλο,
διότι ἐφέρετο μέ διπροσωπία. Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ὅμως ἀλλάζει, ὅταν αὐτά
τά ἀνθρώπινα λάθη ἐμεῖς τά παρουσιάσωμε σάν πρότυπο πρός μίμησι, σάν διάκρισι, ἀποφυγή σχίσματος, παραμονή
στήν Ἐκκλησία κ.λπ. Διότι τότε τό λάθος τό παρουσιάζω ὡς ἀρετή καί αὐτό εἶναι
πρωτοφανές στήν δισχιλιετή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποδεικνύει
τήν ἐσωτερική μας διαστροφή καί τήν ἀλλαγή τοῦ μαρτυρικοῦ μέ τό κοσμικό φρόνημα.
Ἄς
δοῦμε ὅμως τό παράδειγμα τῶν συγχρόνων γερόντων κατ’ ἀρχάς μέ τό μάτι τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως γνωρίζουμε, ἔχει ὁμιλήσει πρωτογενῶς γιά ὅλα τά
θέματα καί εἰδικά γιά τά θέματα πίστεως. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν ἀναθεματίζει
ὅποιον θελήσει νά εἰσαγάγη ἄλλη διδασκαλία καί πίστι πέραν αὐτῆς πού εἶναι καταγεγραμμένη στήν Ἁγία Γραφή.
Στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἀναφέρη τά ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα
ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται
παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 8-9).
Ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μέ θαυμάσιο τρόπο, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τήν
μοιχειανική αἵρεσι, ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀναφερόμενος στίς
καινοτομίες τῆς ἐποχῆς του: «Εἷς γάρ
νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ
εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν
ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀσφάλεια. μή βασιλεύς μείζων ἀγγέλου; μή
οὐχί ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων
δαιμόνων καί ἀνθρώπων, ἀλλ’ οὐχί θεϊκῶς; καί τί ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι
παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντες μένουσι μή
ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καί ἡ ἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς
ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκί ὤν, σαλεύων καί
καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;» (Φατ. 36,
103, 720. Ἐδῶ παρεμπιπτόντως ἐπισημαίνομε ὅτι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ ἀποστόλου
Παύλου ἰσχύει αὐτομάτως, κατά τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη, σέ ὅσους
καινοτομοῦν καί διδάσκουν ἀντίθετα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, χωρίς νά χρειάζωνται
ἀποφάσεις Συνόδων ἤ ἄλλες διαδικασίες. Ἡ δέ ὑπερβολή τοῦ Παύλου νά συμπεριλάβη
στόν ἀναθεματισμό ἀπό ἀγγέλους μέχρι ἀποστόλους, δείχνει τήν σοβαρότητα τοῦ
θέματος καί συγχρόνως τήν αὐστηρότητα ἡ ὁποία καί ἀπαιτεῖται γιά τά θέματα τῆς
πίστεως.
Γιά νά
ἐρωτήσουμε λοιπόν καί ἐμεῖς μέ τά λόγια τοῦ ὁσίου. Μήπως ὁ π. Πορφύριος καί οἱ
λοιποί σύγχρονοι γέροντες εἶναι μείζονες ἀγγέλου, ὥστε νά μήν ἰσχύη δι’ αὐτούς
ὁ ἀναθεματισμός; Ἤ μήπως εἶναι μείζονες τῶν Ἀποστόλων; Διότι ἐφ’ ὅσον οἱ
Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές τούς προβάλλουν, παραβλέποντας Γραφές
καί Ἁγίους, ἔτσι φαίνεται ὅτι τούς ἀποδέχονται. Ἀντί δηλαδή νά προσπαθήσουν νά
ἀποδείξουν ὅτι οἱ σύγχρονοι αὐτοί γέροντες εἶναι σύμφωνοι μέ τήν Ἁγία Γραφή καί
ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι στό θέμα αὐτό πού τούς προβάλλουν, τούς προβάλλουν
ἀντιθέτως γνωρίζοντας ὅτι στά θέματα αὐτά ἔσφαλαν.
Ἐδῶ βέβαια δέν ἀναθεματίζονται ἀπό τόν
ἀπόστολο Παῦλο οἱ σύγχρονοι αὐτοί γέροντες, διότι αὐτοί δέν ἐδίδαξαν καινοτομώντας
ὅτι αὐτή εἶναι καί ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δυστυχῶς
ἀναθεματίζονται ἀπό τόν ἀπόστολο, ὅλοι ὅσοι διδάσκουν ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως
πρέπει νά παραβλέψουμε Γραφές, Κανόνες καί Ἁγίους καί νά ἀκολουθήσουμε, τήν συμβιβαστική ὁδό τοῦ
βολέματος καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ, ἀποβλέποντες στά παραδείγματα αὐτά τῶν συγχρόνων
γερόντων.
Δηλαδή
κοντολογίς ὄχι ὁ π. Πορφύριος πού πρόσφατα ἁγιοποιήθηκε, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ
ἀπόστολος Πέτρος ἤ ὁ Παῦλος νά ἔλθουν καί νά μᾶς διδάξουν αὐτές ἤ ἄλλες
καινοτομίες, δέν πρέπει νά ὑπακούσουμε. Αὐτό γράφει ἡ Ἁγία Γραφή.
Δι’ αὐτόν
ἀκριβῶς τόν λόγο προκαλέσαμε τούς Ἀντιοικουμενιστές πατέρες νά μᾶς παρουσιάσουν
τά ἁγιογραφικά στηρίγματα αὐτῶν τῶν συγχρόνων καί νεοεποχίτικων θεωριῶν καί
αὐτοί, γιά στηρίγματα παρουσιάζουν τούς σύγχρονους γέροντας, οἱ ὁποῖοι στό
σημεῖο αὐτό ἐβάδισαν ἄλλη ὁδό (προφανῶς μέ ἀγαθή προαίρεσι) ἀπό τήν Ἁγία Γραφή
καί τούς Ἁγίους. Καί ἐπειδή αὐτές οἱ θεωρίες βολεύουν ἄριστα καί ἐναρμονίζονται
θαυμάσια μέ τήν ἐποχή μας, γίνονται ὁπωσδήποτε ἀποδεκτές ἀπό τούς πολλούς
ἀβασάνιστα καί θά λέγαμε γιά λόγους ἀσφαλείας (καθαιρέσεις κ.λπ.).
Ἄς δοῦμε
ὅμως τό παράδειγμα τῶν συγχρόνων γερόντων γιά τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ
τούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς των καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἁγίων. Ἐγώ μέχρι τώρα,
ἀπό αὐτά πού ἔχω μελετήσει ἀπό τήν διδασκαλία καί τούς βίους τῶν ἁγίων, καί ἀπό
αὐτά πού ἔχω δεῖ νά παρουσιάζουν ἄλλοι σύγχρονοι καί σοβαροί μελετητές, δέν εἶδα
νά ὑπάρχη ἡ παραμικρή διδασκαλία, οὔτε σάν ὑπόνοια, ἤ ἀσάφεια, ἤ ἐνδεχόμενο ἀπό
τούς ἁγίους, πού νά ταιριάζη ἤ νά προσαρμόζεται, ἔστω κακόγουστα, μέ τίς
σύγχρονες αὐτές νεοεποχίτικες θεωρίες τῆς συνυπάρξεως σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο
μέ τούς αἱρετικούς, τῆς ἀναγνωρίσεως των εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, τῆς
μνημονεύσεώς των, ἤ τῆς θεωρίας ὅτι πρῶτα πρέπει νά καταδικαστοῦν καί μετά νά
ἀποτειχιστοῦμε, ἤ θά ἀποτειχιστοῦμε ὅταν φτάσουν στό κοινό ποτήριο κλπ. Πάντοτε
οἱ ἅγιοι μέ σαφήνεια καί ἁπλότητα δηλώνουν ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι φίδια, λύκοι,
ἐκτός Ἐκκλησίας λόγῳ τῆς αἱρέσεως των καί ὄχι λόγῳ τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου·
ὅτι εἶναι πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου κ.λπ.
Θά ἀναφέρωμε πρός τούτοις ἐν
κεφαλαίῳ, σάν ἐκπρόσωπο διδασκαλία, τήν κρυστάλλινη καί κατά πάντα σύμφωνη μέ
τήν Ἁγία Γραφή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὁ ὁποῖος σέ ὁμιλία του ἀπό τόν
ἄμβωνα τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τά ἑξῆς: «Αἱρετικός
ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν
ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει,
μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε
τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ
μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον
ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν
οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους. Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ
ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς
τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης
φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός
ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί
καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12,
400,31).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος
ὁμιλεῖ ἀπερίφραστα γιά μή καθηρημένο Ἐπίσκοπο· ὁμιλεῖ καθαρά ὅτι ἀπό τά
φρονήματά του καί τίς πράξεις του κρίνουμε τόν Ἐπίσκοπο καί δέν περιμένουμε ὡς ἀφελεῖς
τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου· ὁμιλεῖ γιά ἄμεση καί ἐξ ἐνστίκτου ἀποτείχισι, ὅπως
δηλαδή φεύγει κάποιος ἀπό τόν λύκο καί τό φίδι καί δέν περιμένει ἀποφάσεις
Συνόδου, διότι οἱ ἀποφάσεις αὐτές, ἄν περιμένη, θά ὁμιλοῦν γιά τό μνημόσυνό
του καί κοντολογίς, νομίζω ὅτι δέν θά ὑπῆρχαν παραστατικώτερες εἰκόνες γιά νά μᾶς
δείξη ὁ ἅγιος τήν ἀνάγκη τῆς ἀμέσου ἀποτειχίσεως.
Τό πλέον ὅμως
θαυμαστό καί συγχρόνως ἀποκαλυπτικό γιά τίς ἡμέρες μας, εἶναι τά ἀμέσως
προηγούμενα λόγια τοῦ ἁγίου, στά ὁποία ἀναφέρει ὅτι ἄν μόνο ἐν μέρει ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες,
λίγο-λίγο θά ἐθιστοῦμε ἀπό τήν ἀσέβειά των καί θά ἀποδεχθοῦμε ὅσα κάνουν: «..ἵνα φύγητε τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε,
καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν τοῦ
δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος
δέν ὁμιλεῖ γιά τήν ἐποχή του, ἀλλά γιά τήν ἐποχή μας, καί μάλιστα γιά τούς Ἀντιοικουμενιστές
τῆς ἐποχῆς μας καί τούς ἀφελεῖς Ὀρθοδόξους. Διότι οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα
διδάσκουν τήν ἐν μέρει μόνο ἀπομάκρυνσι
(καί ἴσως οὔτε καί τήν ἐν μέρει), δηλαδή τήν θεωρητική, καί ἔτσι ἀναπτόφευκτα ἔχει
ἀπέλθει στούς Ὀρθοδόξους αὐτός ὁ ἐθισμός τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἅγιος μέ ἀποτέλεσμα
π.χ., νά μήν μᾶς προξενοῦν πλέον ἐντύπωσι οἱ συμπροσευχές καί οἱ συνιερουργίες
μέ τούς Παπικούς, οἱ κοινές δηλώσεις, ἡ ἀναγνώρισίς των κ.λπ.
Οἱ Ἀντιοικουμενιστές
διδάσκουν ὅτι πρέπει νά ἐνημερώσουμε τούς Ὀρθοδόξους γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καί ὁ ἅγιος διδάσκει, αὐτό πού στήν πράξι βλέπουμε, ὅτι καθημερινῶς ἐθίζονται οἱ
Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν συνύπαρξι μέ τούς Οἰκουμενιστές σέ σημεῖο πλέον νά μήν
προβληματίζωνται οὔτε νά ἐκπλήσσωνται γιά ὁποιαδήποτε προδοσία τῆς πίστεως.
Δηλαδή ἡ διαιώνισις τῆς συνυπάρξεως βοηθεῖ ἀφάνταστα τούς αἱρετικούς.
Καί σ’ αὐτό
λοιπόν τό σημεῖο ζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά μᾶς προσκομίσουν κάποια
διδασκαλία τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία νά ταιριάζη κάπως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τῶν Κανόνων, μέ τήν θεωρία περί παραμονῆς καί συνοδοιπορίας μέ τούς αἱρετικούς
ποιμένες μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, καί μέ ὅλες τίς ἄλλες σύγχρονες θεωρίες
των· καί αὐτοί πάλι, μή ἔχοντας προφανῶς κάτι νά παρουσιάσουν, μᾶς παρουσιάζουν
τούς σύγχρονους γέροντες. Ἔτσι ἄθελά των ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες
ὑπέρκεινται καί τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων καί τρόπον τινά εἶναι κάτι σάν τόν
Πάπα, δηλαδή πηγή ἀληθείας, αὐθεντίας καί ἀλάθητοι ὡς πέρα ἀπό κάθε κριτική.
Τό ἴδιο
συμβαίνει, γιά νά μήν ἐπεκταθοῦμε περαιτέρω, καί μέ τούς ἱερούς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι
στό σημεῖο αὐτό συμφωνοῦν ἀπολύτως μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων
καί ὄχι μέ τίς νέες θεωρίες τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
Μέ ὅλα αὐτά
πού ἀναφέραμε δέν θέλουμε νά ὑποτιμήσουμε τούς κατά τά ἄλλα ἐνάρετους καί ἀγωνιστές
συγχρόνους γέροντες, ἀλλά νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι, στό σημεῖο αὐτό τῆς ἀποτειχίσεως,
δέν ἐβάδισαν σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Νομίζω δέ ὅτι
ἐξ αἰτίας τῆς ἀγαθῆς των προαιρέσεως, τῶν ἀγώνων των ἐναντίον τῶν παθῶν κ.λπ.
καί ἡ παθητική των στάσι ἀπέναντι στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν προῆλθε ἀπό
ὑπεκφυγή καί τό βόλεμα, ἀλλά ἀπό ἀφέλεια καί, κυρίως, ἀπό τόν φόβο τῶν
σχισμάτων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν· ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν ἔχουν κάποια εὐλογία ἀπό
τόν Θεό, ἄν καί πολλές φορές ἐμεῖς πρός ἴδιον ὄφελος μεγαλοποιοῦμε τά πράγματα
καί τά φέρνουμε στά μέτρα τῶν ἀνθρώπων.
Διότι
νομίζω ὅτι τό σημαντικώτερο ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν εἶναι νά προφητεύσουν οἱ
γέροντες ἤ νά θαυματουργήσουν, ἀλλά νά διωχθοῦν, ὅπως διώκεται ἡ Ὀρθόδοξος
πίστις καί νά μαρτυρήσουν χάριν αὐτῆς. Ἄν ὅμως εἶχαν τηρήσει αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο
στάσι ἀπέναντι στήν αἵρεσι δέν θά τούς τιμοῦσαν σήμερα οὔτε οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε
οἱ Ἀντιοικουμενιστές, διότι ἡ στάσις των αὐτή μολονότι σύμφωνη μέ τήν Γραφή καί
τούς ἁγίους, δέν θά ἐταίριαζε ὅμως μέ τίς νέες καί καινοτόμες θεωρίες των.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.