Κατ’ ἀρχάς εἶναι
ἀνάγκη, προκειμένου νά κατανοήσωμε τήν
ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία καί τήν ἐπικρατοῦσα σήμερα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παπική νοοτροπία, νά ἀναφέρωμε δύο σκέψεις διά τούς δύο τρόπους διακυβερνήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν οἰκονομία δηλαδή καί τήν ἀκρίβεια.
ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία καί τήν ἐπικρατοῦσα σήμερα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παπική νοοτροπία, νά ἀναφέρωμε δύο σκέψεις διά τούς δύο τρόπους διακυβερνήσεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν οἰκονομία δηλαδή καί τήν ἀκρίβεια.
Ἡ οἰκονομία καί ἡ ἀκρίβεια
εἶναι πρακτικά δύο τελείως ἀντίθετοι δρόμοι, οἱ ὁποῖοι ἐναρμονίζονται πλήρως,
λόγῳ τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως αὐτῶν οἱ ὁποῖοι τίς ἀσκοῦν καί τοῦ τελικοῦ σκοποῦ
τόν ὁποῖο ἐπιδιώκουν.
Ἡ ἀγαθή προαίρεσις δέν ἔχει σχέσι μέ τήν δειλία καί τόν
συμβιβασμό, οὔτε μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν ἄγνοια, ἀλλά μέ τήν διάκρισι καί τήν
ἁγιότητα. Ὁ τελικός δέ σκοπός εἶναι νά ἐπανέλθωμε πάλι στήν ἀκρίβεια, διότι
ἐκεῖ εὑρίσκεται ἡ ἀσφαλής ὁδός τῆς σωτηρίας, ἡ διατήρησις τῆς ἀληθείας στήν
Ἐκκλησία καί ἡ μή ἀλλοίωσις ἤ παραχάραξις τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Τό πρόβλημα
λοιπόν δέν εὑρίσκεται στούς τηροῦντας τήν ἀκρίβεια, ἀλλά στούς ἐφαρμόζοντας τήν
οἰκονομία.
Διά νά χρησιμοποιήσωμε στήν Ἐκκλησία τήν οἰκονομία, πρέπει
ὁπωσδήποτε νά ὑπάρχη μία μεγάλη ποιμαντική ἀνάγκη στήν ὁποία, ἐάν χρησιμοποιηθῆ
ἡ ἀκρίβεια, θά προξενήση μεγάλη ψυχική ζημία στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν
ἀναγκαῖο, προκειμένου νά χρησιμοποιηθῆ ἡ οἰκονομία, νά ὑπάρχη στούς ποιμένες
πολλή διάκρισις καί ἁγιότης, ὥστε νά διαφυλαχθῆ ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις καί νά
οἰκονομηθῆ ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν.
Διά νά κατανοήσωμε
πλήρως, πῶς οἱ Πατέρες ἐννόησαν τήν θεάρεστον οἰκονομία καί πότε αὐτή πρέπει νά
γίνεται, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἀκούσωμε τόν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος μέ τρόπο ἀπαράμιλλο
ξεκαθαρίζει τά πράγματα. Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἱκανό ἀπό μόνο του νά μᾶς
προσδιορίση τί εἴδους οἰκονομίες κάνουν σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι καί ἀπό ποῖο πνεῦμα
ἐμφοροῦνται. Ἀποτελεῖ τμῆμα μιᾶς θαυμασίας ἐπιστολῆς πρός τόν Μάγιστρο
Θεόκτιστο καί ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι.
«Εἶναι», λέγει
ὁ Ὅσιος, «ἀπαράβατος ὅρος τῆς κατά Θεόν οἰκονομίας νά μήν ἀθετῆται στό ἐλάχιστο
κάτι ἀπό τά νομοθετημένα, οὔτε πάλι νά ἐγκαταλείψωμε αὐτό ἀπό τό ὁποῖο
ἀπομακρυνθήκαμε γιά λίγο ἐξ αἰτίας κάποιας ἀνάγκης καί, ὡς ἐκ τούτου, νά προσπαθήσωμε
νά εὕρωμε αὐτό τό ὁποῖο ζητᾶμε μέ λανθασμένο τρόπο καί νά κάνωμε χειρότερα τά
πράγματα προξενώντας ζημία στά ἀνώτερα καί πολυτιμώτερα.
»Αὐτό τό ἔχομε
διδαχθεῖ ἐκ μέρους μέν τῶν Ἀποστόλων ἀπό τόν ἀπόσοτολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε
τόν ἑβραϊκό ἐξαγνισμό καί ἔκανε περιτομή στόν ἀπόστολο Τιμόθεο, ἐκ μέρους δέ
τῶν Πατέρων τό ἐδιδαχθήκαμε ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος φαινομενικά
ἀπεδέχθη τήν ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλη καί δι’ ὀλίγο χρόνο δέν ἐκήρυσσε
φανερά τήν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
»Στή συνέχεια, ὅμως, οὔτε
ὁ Παῦλος παρέμεινε στόν ἑβραϊκό ἐξαγνισμό, οὔτε ὁ Βασίλειος παρέμεινε στήν διά
τῶν δώρων ὑποταγή τοῦ αὐτοκράτορος, ὥστε νά μήν κηρύττη τήν θεότητα τοῦ ἁγίου
Πνεύματος. Ἀντιθέτως, μάλιστα, καί οἱ δύο διά τά θέματα αὐτά ἐπροτίμησαν τήν
κακοπάθεια καί τόν θάνατο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ὅταν κάποιος χρησιμοποιοῦσε
τήν οἰκονομία, δέν ἀπεμακρύνετο ἀπό τό καλό. Διότι πολύ γρήγορα κατελάμβανε
αὐτό τό ὁποῖο δι’ ὀλίγο ἄφηνε. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τόν κυβερνήτη τοῦ
πλοίου, ὁ ὁποῖος ἐξ αἰτίας τῆς καταιγίδος ἀλλάζει δι’ ὀλίγο τήν πορεία τοῦ
πλοίου. Ἄν ὅμως ἔπραττε διαφορετικά καί συνέχιζε τήν λανθασμένη πορεία θά
ἀπετύγχανε τοῦ σκοποῦ του καί ἀντί οἰκονομίας θά ἔκανε παράβασι. Αὐτά τά
παραδείγματα», καταλήγει ὁ ὅσιος, «εἶναι πολλά καί δέν τά ἀναφέρω διά νά μή
μακρυγορήσω».
Εἶναι πολύ εὔγλωττα τά
παραδείγματα τοῦ Ὁσίου τά ὁποῖα προσδιορίζουν τήν ὀρθόδοξη οἰκονομία ἀπό τήν
αἱρετική. Ἀφ’ ἑνός μέν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Μέγας Βασίλειος, οἱ ὁποῖοι λόγῳ
μεγάλης ἀνάγκης ἐξέφυγαν δι’ ὀλίγον ἀπό τήν ἀκρίβεια καί ὁ κυβερνήτης ἀφ’
ἑτέρου τοῦ πλοίου, ὁ ὁποῖος ἀλλάζει προσωρινῶς πορεία στό πλοῖο ἐξ αἰτίας τῆς
σφοδρᾶς καταιγίδος. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος οἰκονομία χωρίς
μεγάλη καί ἀδήριτο ἀνάγκη, καί δέν ὑπάρχει ὀρθόδοξος οἰκονομία, ἡ ὁποία νά διαιωνίζεται
καί νά ἀποκτᾶ ἰσχύ νόμου καί θεσμοῦ στήν Ἐκκλησία.
Προκειμένου νά γίνη
πλήρως κατανοητό τό ὅλο θέμα καί ἀκόμη νά δειχθῆ ἡ βαθειά γνῶσις τῆς ὀρθοδόξου
Παραδόσεως ὑπό τοῦ ὁσίου, θά ἀναφέρωμε ἕνα ἀκόμη τμῆμα ἀπό μία ἐπίσης θαυμασία
ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἡ ὁποία καί αὐτή ἀναφέρεται στή
μοιχειανική αἵρεσι.
Προφανῶς ὁ Ναυκράτιος
σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ὅσιο ἐρώτησε διατί ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐχρησιμοποίησε τήν
οἰκονομία καί δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι
ἐμνημόνευον στά δίπτυχα τόν αἱρετικό Θεόδωρο, Ἐπίσκοπο Μοψουεστίας. Ὁ Ὅσιος γνωρίζοντας
πλήρως τό θέμα καί ποῦ ἀκριβῶς τό ἀναφέρουν οἱ Πατέρες κάνει μία σύντομη ἀλλά
θαυμασία ἑρμηνεία καί λέγει:
«Οἱ Πατέρες προέβαινον
σέ οἰκονομίες μέ δύο τρόπους. Ἄλλες ἐγίνοντο δι’ ὀλίγον χρόνο καί ἄλλες
ἐγίνοντο ἀδιάκοπα καί αἰωνίως.
Διά μέν τό ἀδιάκοπο
καί αἰώνιο ἔχουμε τό παράδειγμα τῆς οἰκονομίας τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος
ἐπέτρεψε στούς Ἰταλούς νά ἐκλαμβάνουν ἀντί τῶν ὑποστάσεων τά πρόσωπα.
Διά τήν προσωρινή καί
ὀλιγόχρονη ἔχουμε τό παράδειγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν περίπτωσι τῆς
περιτομῆς τοῦ Τιμοθέου, τόν Μέγα Βασίλειο στήν περίπτωσι τῆς ἀναφορᾶς τῆς
θεότητος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί, ἀκόμη, αὐτό τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τήν
περίπτωσι τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Στήν δευτέρα περίπτωσι τῶν προσωρινῶν
οἰκονομιῶν, ὅσο αὐτές διαρκοῦν, δέν ὑπάρχει τίποτα τό μεμπτό καί κατακριτέο,
οὔτε τό δυσάρεστο καί παράνομο. Εἶναι ὅμως ὡς πρός τήν ἀκρίβεια κατώτερο καί
ὄχι τόσο ὀρθό. Αὐτή εἶναι ἡ οἰκονομία ἡ ὁποία γίνεται δι’ ὀλίγο χρόνο. Διότι
δέν εἶναι δυνατόν ὁ ἰατρός νά ἀπαλλάξη γρήγορα τόν ἀσθενῆ ἀπό τή νόσο, οὔτε
ἀκόμη στόν ἄγριο ἵππο νά βάλωμε ἀμέσως τά χαλινάρια, ἤ τό ξερό κλαδί, τό ὁποῖο
δέν εἶναι ἴσιο, νά τό εὐθυγραμμίσωμε ἀμέσως. Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν», καταλήγει ὁ Ὅσιος,
«ὁ εἰδικός σ’ αὐτά, μέ κατάλληλα λόγια καί κάποιες κολακεῖες νά ἐξημερώση τόν
ἄγριο ἵππο καί νά τοῦ βάλη τά χαλινάρια.
Εἶναι φανερό ἀπό τίς θεολογικές θέσεις
τοῦ Ὁσίου ὅτι οἱ οἰκονομίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τό διηνεκές καί αἰώνιο, εἶναι
αὐτές οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέσι μέ τήν κατανόησι καί τήν διατύπωσι ἑνός θέματος καί
δέν ἔχουν σχέσι οὔτε στό ἐλάχιστο μέ παράβασι εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἤ Παραδόσεως.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὸν Ὅσιο θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Διακοπὴ Μνημονεύσεως»,
σελ. 325-329).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.