Κατὰ τὶς δύο προηγούμενες
ἀπαντήσεις πρὸς τὸν π. Βασίλειο Βολουδάκη, κάναμε κάποιες ἐπισημάνσεις γιὰ τὶς
διαστρεβλώσεις τῶν ἁγιοπατερικῶν θέσεων, ἐν σχέσει μὲ τὴν Ἀποτείχιση. Θὰ
συνεχίσουμε σήμερα μὲ τὴν ἐκ μέρους του παραχάραξη τῆς ἱστορίας γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο
τὸν Στουδίτη. Θέλουμε νὰ πιστεύουμε πὼς δὲν ἦταν συνειδητή, πὼς ὀφείλεται σὲ
ἄγνοια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἂν καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὴν παρουσιάζει,
δείχνει ὅτι μᾶλλον εἶναι συνειδητὴ προσπάθεια παραπλάνησης τῶν ἐνοριτῶν του.
Ἴσως ὁ ἴδιος μᾶς διαφωτίσει μὲ τυχὸν παρέμβασή του, ἐφ’ ὅσον θελήσει νὰ
συνεχίσει τὸν διάλογο ποὺ ἀνοίξαμε.
Διατυπώνει τὴν ὀρθόδοξη
θέση, ὁ π. Βασίλειος, ὅτι ἐὰν «κάποιος ὀρθόδοξος
Ἱεράρχης μετέχει σὲ συμπροσευχὴ μὲ αἱρετικό, αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος κατὰ Θεὸν εἶναι
ἀκοινώνητος, χάνει τὴν Θεία Χάρη, δὲν λογίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ Ἐπίσκοπος», ἀλλ’ὅμως,
δὲν δέχεται τὴν ἁγιοπατερικὴ στάση
τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ ἕνα τέτοιο
Ἐπίσκοπο. Διδάσκει τοὺς ἐνορῖτες του πὼς καθῆκον μας εἶναι ἁπλῶς νὰ «στηλιτεύουμε τὴν πλάνη»· «δὲν
θὰ συμμετέχουμε, ἀλλὰ μέχρι ἑνὸς ὁρίου. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀποτειχίσεις εἶναι ἀποτυχημένες».
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_3.html
Κάποιος ἀκροατής, σ’ αὐτὸ τὸ
σημεῖο τῆς ὁμιλίας του, ὑποβάλλει τὴν ἑξῆς ἐρώτηση:
«Ἀκροατής: Καὶ φέρνουν ὡς παράδειγμα παλαιότερες ἐποχὲς τῶν
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ποὺ ἕνας Ἅγιος, ἂς ποῦμε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής, στήριζε τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι τὴν εἶχαν προδώσει...».
Καὶ
πρὸς αὐτὸν ἀναπάντεχα, διαστρέφων τὴν
ἱστορία, ἀπαντᾶ, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν διέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία,
δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐκθέσει (ἢ ὅ,τι ἄλλο
ἐννοεῖ). Κι ὄχι μόνο δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του, ἀλλὰ εἶχε τέτοια
εὐαισθησία, ὥστε, γιὰ νὰ «μὴ διασυρθεῖ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα», παρότρυνε ἐκείνους ποὺ
τὸν χτυποῦσαν, νὰ τὸν δείρουν σὲ ἀπόμερο μέρος! (Ἄρα, θὰ γλύτωνε τὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου, ὁ π. Βασίλειος, ἀσεβώντας κατὰ τέτοιο τρόπο πρὸς τὸν Ἅγιο;).
Ἀπάντησε
συγκεκριμένα ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης:
«π. Βασίλειος: Ἔ λοιπόν, ὁ ἅγιος Μάξιμος τί εἶχε κάνει, δική του Ἐκκλησία; Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Ὑπῆρχε μεγαλύτερος ἀγωνιστὴς τῶν πατρώων
παραδόσεων; Ὄχι, δὲν ὑπῆρξε. Εἶχε
διακόψει τὴν κοινωνία τὴν ἐκκλησιαστική; Ἐδῶ, εἶχε διατάξει ὁ αὐτοκράτορας νὰ τὸν ραβδίζουν, νὰ τὸν δέρνουν, ἐπειδὴ ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἁγίων Εἰκόνων καὶ ἔλεγε: Σᾶς παρακαλῶ πάμε σὲ ἕνα μέρος ἐρημικὸ νὰ μὲ δείρετε, νὰ μὴ διασυρθεῖ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ὅτι δέρνετε ἕνα μοναχό».
Βέβαια ἡ ἀλήθεια εἶναι ἄλλη.
Καμία σχέση δὲν ἔχει (τὸ περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος) μὲ τὴν ἐρώτηση
καὶ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἀποτείχιση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι, ὅσο κι ἂν σεβόταν ὁ Ἅγιος τὴν ἐκ
Θεοῦ δεδομένη βασιλικὴ ἐξουσία, ὅσο κι ἂν σεβόταν τὸν πατριάρχη, ἀποτειχίστηκε
τρεῖς φορὲς ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως καὶ διέκοψε τὴν σχέση του
μὲ αὐτοκράτορες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ βασανίστηκε, καὶ ἐξορίστηκε, καὶ
φυλακίστηκε!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα γιὰ
τὸ θέμα ἀπὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ ἐπὶ μίαν εἰκοσαετία μελετᾶ
τὸν Ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη καὶ ἔχει γράψει τρία βιβλία γι’ αὐτόν.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο τό ὁποῖο πρέπει νά παρουσιασθῆ καί τό
ὁποῖο εἶναι πολύ βασικό στήν ἐπικράτησι τῆς σημερινῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ ἔλλειψις
ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας ἐκ μέρους τῶν σημερινῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί,
μάλιστα, ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἰσχύει ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί ἐν καιρῷ
κινδυνευούσης πίστεως. Ἡ ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ σήμερα μεταξύ τῶν
Ὀρθοδόξων δέν διαφέρει εἰς τό ἐλάχιστο ἀπό τήν παπική καί, ἐπίσης, δέν διαφέρει
ἀπό τήν ἐκκλησιολογία ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ ἐν καιρῷ εἰρήνης, καί μάλιστα ὅταν
ἔχωμε ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους καί ὄχι αἱρετικούς καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ.
Διά νά τό
ἀποδείξωμε αὐτό, θά τήν ἀντιπαραβάλωμε μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου καί, μετά λύπης μας, θά διαπιστώσωμε ὅτι ἡ σημερινή ἐκκλησιολογία
τῶν Ὀρθοδόξων (τῶν συνειδητῶν καί ἀγωνιστῶν) ὄχι μόνο δέν διαφέρει ἀπό αὐτή τῶν
Παπικῶν, ἀλλά ταιριάζει ἀπολύτως καί ἐπιπλέον συνδυάζεται ἄριστα μέ τόν
ἐφησυχασμό καί τήν ἀδιαφορία μας καί ἀποτελεῖ τό θεωρητικό ὑπόβαθρό των.
Κατ’ ἀρχάς, στό
θέμα αὐτό, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα διδάσκουν κατά κόρον καί
ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή ὅλων στήν διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἡ
ὁποία συνοψίζεται στά σημεῖα «ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί Ἐκκλησία» καί στό
«ὁ λάθρα Ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει».
Αὐτή ὅμως ἡ
διδασκαλία πολύ σύντομα ἐγκατελείφθη ἀπό τούς Πατέρας, διότι ἔθετε ὡς
προϋπόθεσι τή βασική ἀρχή, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος διά νά ἀπαιτεῖ ὑπακοή ἀπό τούς
πιστούς, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, δηλαδή νά διδάσκη
καί νά πράττη ἀπλανῶς. Ἤδη ὅμως τόν τέταρτο αἰῶνα, ἡ Ἐκκλησία ἦτο γεμᾶτη ἀπό
Ἐπισκόπους αἱρετικούς, σέ τέτοιο σημεῖο, ὥστε ἡ αἵρεσις νά ἔχη πολλές φορές
ἐπικρατήσει παντοῦ, βοηθουμένη ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, καί οἱ Ὀρθόδοξοι
Ἐπίσκοποι νά εἶναι ἐξορισμένοι καί ἀπαρρησίαστοι.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἤδη ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ὁ Μ.
Ἀθανάσιος διδάσκει ὅτι
«ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί
τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς
ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ'
αὐτούς ἐμβληθῆναι, ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός...»
(Ρ.G. 35, 33 -ΒΕΠΕΣ 33, 199)».
Αὐτή ἡ
διδασκαλία δέν ἀναιρεῖ βεβαίως τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου, ἀλλά τή θέτει
ὑπό σωστές προϋποθέσεις. Ἐναρμονισμένος πλήρως σ’ αὐτή τήν Παράδοσι τῆς
Ἐκκλησίας καί ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στίς ἀρχές τοῦ ἐνάτου αἰῶνος, ὅταν τό πρόβλημα τῶν αἱρετικῶν
Ἐπισκόπων συνεχίζετο καί ἐπιδεινώνετο διά τῶν εἰκονομάχων Πατριαρχῶν καί
Ἐπισκόπων, γράφει ἐπιστολή του πρός τόν Πάπα Λέοντα, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν
μοιχειανική αἵρεσι. Σέ αὐτή, ἀφοῦ προηγουμένως κάνει ὁμολογία πίστεως, ἡ ὁποία
ἀφοροῦσε σέ κάποιους συγκεκριμένους αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του, διδάσκει τά
ἑξῆς: «Ἀλλά ἐκτός ἀπό αὐτούς τούς αἱρετικούς ἐάν ὑπάρχη καί κάποιος ἄλλος, ὁ
οἱοσδήποτε, πλήν ὅμως αἱρετικός, ἔχοντας αὐτήν τήν αἵρεσι ἤ κάποια ἄλλη, εἴτε
εἶναι Ἐπίσκοπος, εἴτε ἀσκητής, εἴτε οἱοσδήποτε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἀλλά
καί αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ἀναθεματίζει σέ κάθε εὐκαιρία κατ’ ἀνάγκη κάθε αἱρετικό,
ἀνήκει καί αὐτός στήν ἴδια μερίδα τῶν αἱρετικῶν. Ἐμεῖς», καταλήγει ὁ ὅσιος,
«εἴμεθα καθαροί διά τῶν εὐχῶν σου ἀπό κάθε αἱρετικό φρόνημα»...
Ἀπό τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ ὁσίου
βλέπομε ὅτι ἡ ἀληθινή πίστις ἦτο τό κριτήριο καί συγχρόνως τό σημεῖο ἀναφορᾶς
στήν Ἐκκλησία καί ὄχι τά πρόσωπα ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεξέταστα, ἔστω καί ἄν
κατεῖχον τά ὑψηλώτερα ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα. Ὁ Οἰκουμενισμός ὅμως ἐκ τοῦ
ἀντιθέτου διδάσκει ὅτι στόν οἱονδήποτε κατέχει τό ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου,
ἀνεξαρτήτως τοῦ τί πιστεύει καί ποῦ ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον ἐχειροτονήθη
κανονικά, ὀφείλουν οἱ πιστοί ὑπακοή σ’ αὐτόν, ἀναγνώρισι τοῦ ἀξιώματός του,
μνημόνευσι τοῦ ὀνόματός του στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια, καί γενικά τήν
τυφλή ἀποδοχή αὐτοῦ εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός ἀπαγορεύει
τήν διάκρισι ἐκ μέρους τῶν πιστῶν, μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ ποιμένος, μεταξύ
ποιμένος καί λύκου, μεταξύ αἱρετικοῦ ποιμένος καί ὀρθοδόξου.
Ἴσως ἡ ἀποδοχή
ἀπό τούς πιστούς αὐτῆς τῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἀνάγεται στό πρόσωπο τῶν
Ἐπισκόπων, νά εἶναι τό μεγαλύτερο κακό, διότι ἑδραιώνει τούς αἱρετικούς στίς
θέσεις των, τούς καθιστᾶ ποιμένες στήν Ἐκκλησία μέ μόνη τήν χειροτονία καί
χωρίς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί τοιουτοτρόπως καθιστᾶ ἀνίατον τήν ἀσθένεια τῆς
αἱρέσεως.
Στήν ἐποχή τοῦ
Ὁσίου, ναί μέν ἀνεδεικνύοντο αἱρετικοί Ἐπίσκοποι στήν Ἐκκλησία μέ διάφορες
συγκυρίες καί πάντοτε μέ τή συνεργία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, πλήν ὅμως ἠδύνατο
ὁ λαός νά μήν τούς ἀναγνωρίση λόγῳ τῶν αἱρετικῶν φρονημάτων των, νά μήν τούς
μνημονεύσουν στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια καί νά ἀγωνισθῆ μέ κάθε τρόπο διά
τήν ἀνάδειξι ὀρθοδόξων ποιμένων.
Σήμερα
ἡ ὀρθόδοξος αὐτή παράδοσις θεωρεῖται αἵρεσις καί σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί,
ὅποιος διανοηθῆ νά τήν ἐφαρμόση, πολεμεῖται ὄχι μόνον ἀπό τούς οἰκουμενιστές
Ἐπισκόπους ἀλλά καί ἀπό τούς κληρικούς καί ἀπό τόν ἴδιο τό λαό. Αὐτός εἶναι καί
ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο στίς ἡμέρες μας ἡ διδασκαλία καί ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου εἶναι τελείως ἀκατανόητη καί ἀπροσάρμοστη στά σημερινά δεδομένα
τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή ἀλλάξαμε ἐκκλησιολογία καί ἀποδεχόμεθα πλέον ἐπιλεκτικά
ἀπό τούς ἁγίους ὅ,τι ταιριάζει καί προσαρμόζεται σ’ αὐτήν. Αὐτή δέ ἡ
ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπικεντρώνεται στό πρόσωπο τοῦ
Ἐπισκόπου, εἶναι ἀκραιφνῶς παπική, διότι στηρίζεται στό ἀξίωμα, ἀπαιτεῖ τυφλή
ὑπακοή καί παραβλέπει τήν ἀληθινή πίστι.
Εἶναι
ἀνάγκη ὅμως, ἐπειδή εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό τό σημεῖο, νά ἀναφερθοῦμε
ἐκτενέστερα στή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, διά νά γίνη κατανοητό αὐτό, τό
ὁποῖο σέ ἄλλες ὀρθόδοξες ἐποχές ἦτο αὐτονόητο. Δηλαδή ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά
ἔχωμε Ὀρθοδοξία στήν Ἐκκλησία καί ταυτοχρόνως αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι
προΐστανται καί τήν καθοδηγοῦν. Διά νά καταδείξωμε δέ αὐτή τή βασική ἀλήθεια, ἡ
ὁποία ἀποτελεῖ τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, θά ἀναφερθοῦμε μόνον
στήν περίπτωσι τῆς ἐνασχολήσεως τοῦ Ὁσίου μέ τήν μοιχειανική αἵρεσι. Αὐτό τό
πράττομε διά νά κατανοήση ἕκαστος ὅτι, ἄν διά τήν ἀκύρωσι μιᾶς εὐαγγελικῆς
ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου, ὁ Ὅσιος ἔκανε ἐπανάστασι μέσα
στήν Ἐκκλησία, διέκοψε τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου
στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια, ἐξωρίσθη
δύο φορές, διέλυσαν τό μοναστήρι του, καθαιρέθηκε
καί ἀναθεματίσθηκε καί ὑπέμεινε τά
πάντα χάριν τῆς ἀληθείας, χωρίς νά ὑποχωρήση οὐδέ βῆμα ποδός, τί θά ἔπρεπε
ἄραγε νά πράξωμε ἐμεῖς σήμερα, καθ’ ὅσον ὄχι μόνον αὐτή τήν ἐντολή–διά τήν
ὁποία ἐπολέμησε ὁ Ὅσιος– ἀκυρώσαμε διά τῆς ἀθρόας ἐκδόσεως τῶν διαζυγίων καί
τῆς ἐκδόσεως ἀδείας δευτέρων καί τρίτων γάμων, ἀλλά καί διά τῆς ἀποδοχῆς τῆς
αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀκυρώσαμε σωρεία εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἱερῶν κανόνων
καί ὅλης τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως; Καί μάλιστα ὁ ὅσιος προέβαλε αὐτήν τήν
ἀντίστασι ἀγωνιζόμενος ἐναντίον ἁγίων Πατριαρχῶν, ἐνῶ ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες
προφανῶς τήν παπική ἐκκλησιολογία, προβληματιζόμεθα ἄν πρέπει νά
ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τούς ἀρχηγούς καί πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, Μητροπολίτες, Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.
Ἔχοντας ὅλα τά
ἀνωτέρω ὑπ’ ὄψιν, τά ἀφορῶντα τήν ἀκρίβεια καί τήν οἰκονομία, θά ἔλθωμε κατ’
ἀρχάς στήν περίπτωσι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως διά τήν ὁποία ἀντέδρασε ὁ Ὅσιος
καί κατόπιν στήν σημερινή κατάστασι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διά νά
ἰδοῦμε τήν διαφορά τοῦ τότε καί τοῦ σήμερα, τήν διάκρισι δηλαδή καί τήν
ἁγιότητα τῶν Πατέρων καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τό δαιμονικό πνεῦμα τοῦ συμβιβασμοῦ
καί τῆς προδοσίας, τό ὁποῖο ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας. Εἶναι δέ ἄριστο τό παράδειγμα τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως
καί, θά λέγαμε, μοναδικό διά νά καταδείξη τήν διάστασι τῆς τότε καί τῆς
σημερινῆς ἐποχῆς, καθώς ἐπίσης καί τήν ἀλλαγή τῆς ἐκκλησιολογίας, καθ’ ὅσον καί
σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι διατείνονται ὅτι χρησιμοποιοῦν τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας στίς
σχέσεις των μετά τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα προσπαθοῦν νά κατοχυρωθοῦν σέ
διάφορες οἰκονομίες τίς ὁποῖες κατά καιρούς ἔκαναν οἱ Ἅγιοι.
Ἐξετάζοντας τίς
δύο διισταμένες ἐκκλησιαστικῶς πλευρές τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως βλέπομε ὅτι
καί οἱ δύο εἶχαν λόγους σοβαρούς, διά τούς ὁποίους ἡ μέν μία τῆς ἐκκλησιαστικῆς
δηλαδή ἡγεσίας ἐδικαιολογεῖτο πλήρως νά χρησιμοποιήση τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας
καί ἡ ἄλλη, δηλαδή τῆς ἀντιδράσεως καί ἀποτειχίσεως ἐδικαιολογεῖτο ἐκ τοῦ
ἀντιθέτου νά κρατήση τήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς ἀκριβείας. Ὡς πρός μέν τήν οἰκονομίαν
τήν ὁποίαν ἐτήρησαν οἱ δύο Πατριάρχες, ἅγιος Ταράσιος καί ἅγιος Νικηφόρος στούς
ἀντιστοίχους αὐτοκράτορες Κων/νο τόν Στ’ καί Νικηφόρο τόν ἀπό Γενικοῦ, ὑπῆρχε ὁ
σοβαρός λόγος τῆς ἀπειλῆς, τήν ὁποία προέβαλον οἱ αὐτοκράτορες διά ἐπαναφορά
τῆς εἰκονομαχίας, ἄν δέν ἐγένετο τό θέλημά των. Ἡ δέ εἰκονομαχία εἶναι γνωστό,
πόσο ἐταλαιπώρησε τήν Ἐκκλησία καί τί ἀναστάτωσι καί ἀκαταστασία ἐπέφερε σ’
αὐτήν.
Τό ὅτι ἦτο
αὐτός ὁ λόγος διά τόν ὁποῖο ἐνέδωσαν οἱ δύο Πατριάρχες στίς ἀπαιτήσεις τῶν
αὐτοκρατόρων τό βλέπομε ἀπό τόν βίο τοῦ Ὁσίου. Ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου
μετά τήν ἀποκατάστασι τοῦ σχίσματος ὅτι καί ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης ἅγιος Ταράσιος δέν συμφώνησε μέ τήν πρᾶξι τῆς μοιχείας τοῦ αὐτοκράτορος, ἀλλά
ἀπεναντίας ἔκρινε τήν πρᾶξιν ἔκφυλον καί φαύλη καί, μάλιστα, συνέπασχε καί
αὐτός μέ τούς διωκομένους καί ἐνισταμένους Πατέρες. Μέ σοφία ὅμως καί σύνεσι
φερόμενος στήν ὁρμή τοῦ βασιλέως, ἠθέλησε νά βαδίση τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας,
ἐπειδή δέν ἠδύνατο νά ὑπερασπίση διαφορετικά τήν Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ἀκαταστασίας ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατ’ ἐκεῖνο τόν καιρό.
Διά τοῦτο,
συνεχίζει ὁ βιογράφος, καί ἡ βασίλισσα ἐπαίνεσε τήν σύνεσι καί τῶν δύο πλευρῶν
καί ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς των ἐνήργησαν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί ἔπραξαν τό
πλέον ὠφέλιμον. Διότι ὁ Πατριάρχης, θέλοντας νά ἀποφύγη τό μεγαλύτερο κακό,
ἄφησε τήν ὁδό τῆς ἀκριβείας δι’ ὀλίγο καί ἔτσι συγκράτησε τόν παράφρονα
βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἀπειλοῦσε ἤδη ὅτι ἄν δέν ἐγίνετο τό θέλημά του, θά ἠρνεῖτο
τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων, ὅπως ἔπραξαν οἱ παλαιότεροι βασιλεῖς. Ὁ ὅσιος
ὅμως Θεόδωρος μέ παρρησία ἐστηλίτευσε τήν παρανομία καί μέ τήν δύναμι τῆς
ἀντιδράσεώς του καί τόν δριμύ ἔλεγχο, τόν ὁποῖο ἤσκησε, ἐσταμάτησε τήν ἐξάπλωσι
τοῦ κακοῦ, ὄχι μόνο σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τό ἔπραξαν, ἀλλά καί σ’ αὐτούς οἱ
ὁποῖοι ἐσκόπευαν νά τό πράξουν, καί ἐδίδαξε ὅτι δέν πρέπει νά ἀφήνωμε τά πάθη
νά μᾶς κυριεύουν. Πάντως, καταλήγει ὁ βιογράφος του, καί τό νά χρησιμοποιήση
κάποιος σωστά τήν οἰκονομία εἶναι καλό, ἀλλά εἶναι πλέον ὠφέλιμο τό νά μήν
ἀπομακρυνθῆ κανείς ἀπό τήν ἀκρίβεια. Καί τά δύο αὐτά συντελοῦν στήν ὠφέλεια καί
στήν διαφύλαξι τῶν οὐσιωδεστέρων.
Καί στή δευτέρα
περίοδο τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου κατά τήν ἐξέλιξι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως ὁ
Πατριάρχης ἅγιος Νικηφόρος, φοβούμενος πάλι μήπως ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος
προξενήσει κακό στήν Ἐκκλησία διά τῆς εἰκονομαχίας, χρησιμοποίησε τήν οἰκονομία
καί ἐδέχθη τόν καθηρημένο ὑπό τοῦ ἁγίου Ταρασίου ἱερέα Ἰωσήφ τόν μοιχοζεύκτη,
νά τόν ἐπαναφέρη στήν ἱερωσύνη. Αὐτό τό τονίζει πάλι ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου.
Ἀναφέρει συγκεκριμένα ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ ἐπίεσε τόν Πατριάρχη νά πράξη παρά τή
θέλησί του τό πρόσταγμά του καί νά ἀποδώση τήν ἱερωσύνη στόν Ἰωσήφ. Μετά
βίας λοιπόν τό ἔπραξε ὁ Πατριάρχης φοβούμενος μήπως κάνει κάποιο μεγαλύτερο
κακό στήν Ἐκκλησία ὁ παράφρων βασιλεύς, ἄν δέν ἐπετύγχανε αὐτό τό ὁποῖο
ἐπεδίωκε. Αὐτό ὅμως τό γεγονός, καταλήγει ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, διέσχισε
τήν Ἐκκλησία καί αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἑνωμένοι πρίν τούς διεχώρισε.
Ἀπό τά κείμενα
αὐτά φαίνεται καθαρά ἡ σοβαρά καί ἀδήριτος ἀνάγκη, τοῦ κινδύνου τῆς ἐπαναφορᾶς δηλαδή τῆς
Εἰκονομαχίας στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἀντιμετώπισαν οἱ δύο Πατριάρχες,
προκειμένου νά ἐπιλέξουν τήν ὁδό τῆς οἰκονομίας στήν περίπτωσι τῆς μοιχειανικῆς
αἱρέσεως. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ ὅσιος εἶχε σοβαρώτατους λόγους, οἱ ὁποῖοι τόν
ὡδήγησαν στήν διάστασι καί ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι. Οἱ λόγοι αὐτοί ἦσαν λόγοι
πίστεως καί διά τοῦτο τήν ὅλη κατάστασι, ἡ ὁποία ἐδημιουργήθη στήν Ἐκκλησία τήν
ὠνόμασε μοιχειανική αἵρεσι.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὸν Ὅσιο θεόδωρο τὸν Στουδίτη, Διακοπὴ Μνημονεύσεως», σελ.
322 ἑξ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.