Πολὺ σημαντικὰ τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.
Δυστυχῶς, ὅμως, τὸ συμπέρασμα τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ
"ιντελιγκέντσια".
(Τὸ σχόλιο στὸ τέλος).
(Τὸ σχόλιο στὸ τέλος).
"Πατερική Παράδοση"
• ΟΙ
ΠΑΠΙΚΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ
ΟΤΙ ΤΟ 1965 ΕΓΙΝΕΝ ΑΡΣΙΣ ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ, ΕΝΩ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ
ΕΓΙΝΕΝ ΑΡΣΙΣ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
• ΑΙ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ
ΡΑΒΕΝΝΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ.
• ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ ΕΙΣ ΜΗΔΕΝΙΚΗΝ ΒΑΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΟΥΝΙΑΣ.
• ΕΙΣ
ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ
ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΗ ΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ. ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ
ΕΓΙΝΑΝ ΑΛΛΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ.
• Η
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΦΡΑΣΕΩΣ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ".
• Η
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ.
• ΤΙ ΛΕΓΕΙ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥΣ Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΝ, Θ.
ΖΗΣΗΝ, ΤΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΝ, ΙΩΑΝΝΗΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗΝ Κ.Α.
• ΑΙ
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΝΑ
ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΚΡΙΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟΝ
ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ-ΠΑΠΙΚΩΝ
Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Ἀντώνιος Παπαδόπουλος, γνωστός μου ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, μέ τόν ὁποῖο διατηροῦμε συχνή ἐπικοινωνία καί ἀνταλλάσσουμε θεολογικές ἀπόψεις, μοῦ ἔστειλε τήν εἰσήγησή του τήν ὁποία ἔκανε πρόσφατα στήν συνάντηση «Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» στήν Μονή Βλατάδων Θεσσσαλονίκης, ἡ ὁποία ἔχει τίτλο: «Ὁ Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ὁδεύει πρός καταλλαγή;». Στήν εἰσήγηση αὐτή διερευνᾶ καί ἐξετάζει, ὅπως φαίνεται ἀπό τό ἐρωτηματικό πού θέτει, ἄν ὁ διάλογος αὐτός ὁδηγῆται πρός τήν καταλλαγή, τήν συμφιλίωση τῶν δύο πλευρῶν.
Τό κείμενο τῆς εἰσηγήσεως εἶναι ἐνδιαφέρον, γιατί ἀφ’ ἑνός μέν κάνει μιά συνοπτική ἱστορική ἀναδρομή τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ περιέχει σημαντικά
σημεῖα, τά ὁποῖα κανείς πρέπει νά ἀνατρέξη σέ πολλές πηγές γιά
νά τά βρῆ. Γιά μένα ἦταν γνωστά τά στοιχεῖα αὐτά ἀπό τίς μελέτες μου, ἀλλά χάρηκα πού τονίζονται
καί ἀπό τόν
καθηγητή. Ἡ εἰσήγηση, ὅπως μέ πληροφόρησε ὁ ἴδιος, θά μεταφρασθῆ στά Ἰταλικά καί θά δημοσιευθῆ ἀργότερα μαζί μέ τίς ἄλλες εἰσηγήσεις πού ἔγιναν στήν συνάντηση αὐτή.
Στήν συνέχεια, θά παρουσιάσω
τό διάγραμμα τῆς εἰσηγήσεως αὐτῆς καί θά τονίσω μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα της.
1. Τό περιληπτικό διάγραμμα τῆς εἰσηγήσεως
Ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεώς του ὁριοθετεῖ τό θέμα του, ὁρίζοντας τόν ὅρο «καταλλαγή». Γράφει:
«Καταλλαγή δέ σημαίνει ἀκατάσχετη ἀγαπολογία οὔτε ἐναγκαλισμοί μέ ὑπερβάλλουσα ἁβρότητα, καί πρό πάντων
πυρετώδη διπλωματία. Καταλλαγή, ὅρος ἄκτιστος, σημαίνει μέθεξη τῆς δόξης καί τῆς λαμπρότητος τοῦ Κυρίου τῆς δόξης, τόν ὁποῖο ἐσταύρωσαν (Α΄ Κορ. 2,8).
Δόξα, λαμπρότητα, δύναμη, ἐνέργεια-ἐνέργειες οὐσιώδεις, εἶναι ρήματα πού μᾶς μεταφέρουν στήν ἄκτιστη πραγματικότητα, τήν ὅραση τοῦ ἐνυποστάτου φωτός. Ὁδεύει, λοιπόν, ὁ διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν πρός μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ὅς ἐσταυρώθη καί ἀνεστήθη, καί κάθεται στά
δεξιά τοῦ Πατρός ἄφθαρτος καί ἀθάνατος καί κατά τήν ἀνθρώπινη φύση του;».
Θά δοῦμε στήν συνέχεια ὅτι αὐτή ἡ θέση εἶναι σημαντική καί ἀποτελεῖ τήν θεολογική ἀρχή τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μελῶν της, πού οὐσιαστικά δηλώνει τήν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν θεουμένων στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν πρόκειται γιά μιά ἑνότητα κοινωνική, ἠθική, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν θεολογική.
Στό
κείμενο τοῦ
1965 πού ἀνακοινώθηκε,
στήν μέν ἑλληνική
γλώσσα γίνεται λόγος γιά ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, στό δέ λατινικό κείμενο γίνεται λόγος γιά
ἄρση
ἀκοινωνησίας....
Τό θέμα εἶναι
σοβαρό, γιατί ἄλλο
εἶναι
τά ἀναθέματα τοῦ 1054 καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀκοινωνησία τοῦ 1009.
Στήν συνέχεια ἀναφέρεται στό πῶς ἄρχισε ὁ διάλογος μέ τίς δύο ἐγκυκλίους
(1902-1904) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, στίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζονται ποικίλα θέματα καί κυρίως ἡ προσέγγιση μέ τούς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται «ἀναδενδράδες» τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Δύσεως, καί ἐπίσης γίνεται λόγος γιά τήν διεργασία τῶν ὀρθοδόξων «πρός τήν ἀντιμετώπιση ποικίλων καί σοβαρῶν προβλημάτων» καί αὐτό ἔγινε μέ τά συνέδρια πού ἔλαβαν διάφορες ὀνομασίες μέχρι τίς ἡμέρες μας.
(1902-1904) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ τοῦ Γ΄, στίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζονται ποικίλα θέματα καί κυρίως ἡ προσέγγιση μέ τούς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται «ἀναδενδράδες» τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς Δύσεως, καί ἐπίσης γίνεται λόγος γιά τήν διεργασία τῶν ὀρθοδόξων «πρός τήν ἀντιμετώπιση ποικίλων καί σοβαρῶν προβλημάτων» καί αὐτό ἔγινε μέ τά συνέδρια πού ἔλαβαν διάφορες ὀνομασίες μέχρι τίς ἡμέρες μας.
Ἀκολούθως, γίνεται λόγος γιά
τήν ἀναγνώριση
τῶν
Μυστηρίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1962-1965), τήν συνάντηση
τοῦ Πάπα
Παύλου ΣΤ’ μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στά Ἱεροσόλυμα (1964), τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων (1965), καί τίς «ἐγκάρδιες συναντήσεις
Πάπα-Πατριάρχου ἀντιστοίχως στήν Κωνσταντινούπολη-Ρώμη».
Ἔπειτα, ἀναφέρεται στούς δύο τρόπους
πού ἐπελέγησαν
γιά τήν «ἕνωση μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν», ἤτοι «τόν «διάλογο τῆς ἀγάπης» «καί τόν διάλογο τῆς ἀληθείας», ἤ «θεολογικό διάλογο».
Ὁ «διάλογος τῆς ἀγάπης» πού προηγήθηκε ξεκίνησε ἀπό τήν σκέψη ὅτι «τό σχίσμα καί ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας» ἀποδίδεται «σέ πολιτικούς
λόγους καί στήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν», ἐνῶ οἱ δογματικές διαφορές θεωρήθηκαν «ἀμελητέες» καί ὅτι γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ἑνότητα ἦταν ἀπαραίτητο νά γίνη «ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος» καί «νά ἀγαπηθοῦμε». Ὁ «διάλογος τῆς ἀληθείας» πού ἀκολούθησε γίνεται σέ
δογματικά καί ἐκκλησιαστικά θέματα καί πρός τόν σκοπό αὐτόν ἔγιναν διάφορες συναντήσεις
(Μόναχο τό 1982, Μπάρι τό 1987, Νέο Βάλαμο τό 1988, Ραβέννα τό 2007) καί ἐγκρίθηκαν διάφορα κείμενα
πού φέρουν τό ὄνομα τοῦ τόπου πού γίνονταν οἱ συναντήσεις. Ἐνδιάμεσα συζητήθηκε τό θέμα
τῆς Οὑνίας (Freising 1990 καί
Balamand 1993).
Στήν συνέχεια ὁ καθηγητής θέτει τήν βασική ἄποψή του ὅτι ὁ διάλογος αὐτός πρέπει νά γίνη μέ βάση
τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. «Τό πρόβλημα, λοιπόν, πρός
ἄρση τοῦ σχίσματος εἶναι νά γνωρίσουν Ὀρθόδοξοι καί κυρίως
Ρωμαιοκαθολικοί τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καί δι’ αὐτοῦ νά συζητοῦμε». Μάλιστα σημειώνει ὅτι «ἡ θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ὄχι μόνο θαυμαστή, ἀλλά καί ἐπίκαιρη καί καμία ἄλλη τακτική δέν μπορεῖ νά τήν ἀντικαταστήσει γιατί εἶναι καθολική καί πατερική».
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἀναφέρει τίς ἀπόψεις διαφόρων ἑτεροδόξων γιά τήν διδασκαλία
τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖοι ἐν πολλοῖς τήν παρερμηνεύουν.
Καί καταλήγει ὅτι στόν θεολογικό διάλογο ἤ «διάλογο ἀλήθειας» πρέπει νά τεθῆ τό θέμα τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὁ διάλογος μέ τούς
«Ρωμαιοκαθολικούς» πρέπει νά ὁδηγήση «στήν πολυπόθητη καταλλαγή, τῆς μεθέξεως ἀκτίστου δόξας τοῦ Κυρίου καί τῆς Ἁγίας Τριάδος», τήν ὁποία προϋποθέτει ἡ ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς καί ἡμεῖς ἕν ἐσμέν». Κλείνοντας δέ τήν εἰσήγησή του ἐκφράζει «τήν βεβαία ἐλπίδα» «ὅτι ὁδεύουμε βραδέως μέν, ἀλλά θετικῶς δέ πρός καταλλαγή».
Γενικά, ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος μέ τήν
εἰσήγησή
του θέτει βασικά θέματα, τονίζει τά προβλήματα πού ὑπάρχουν, ἀλλά ὑπογραμμίζει καί τά θετικά
σημεῖα τοῦ διαλόγου, ἐκφράζοντας τίς ἀπόψεις του μέ νηφαλιότητα,
χωρίς φανατισμό, καί μέ καλή διάθεση, πάντοτε ὅμως μέσα σέ θεολογική
προοπτική.
2. Παρατηρήσεις σέ σημαντικά σημεῖα τῆς εἰσηγήσεως
Τό περιληπτικό διάγραμμα τῆς εἰσηγήσεως πού προηγήθηκε
δείχνει τήν πορεία τῆς σκέψεως τοῦ καθηγητοῦ, κατά τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός του, ἀλλά στήν συνέχεια εἶναι σημαντικό νά ἐντοπισθοῦν καί μερικά βασικά σημεῖα πού θίγονται στήν εἰσήγηση αὐτή καί νά γίνουν μερικές
παρατηρήσεις, γιατί εἶναι μιά εἰσήγηση πού πρέπει ἰδιαιτέρως νά προσεχθῆ ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου.
α) Πολιτικές σκοπιμότητες
καί ἀντιδράσεις
Σέ κάποιο σημεῖο τῆς εἰσηγήσεώς του ὁ καθηγητής κάνοντας λόγο γιά
τόν οἰκουμενικό
διάλογο γράφει γιά τίς πολιτικές δυνάμεις πού ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτόν. «Παρατηρήθηκε ἀκόμη ὅτι στήν ἴδια λογική κινεῖται καί ἡ σπουδή τῶν δυτικῶν πολιτικῶν δυνάμεων γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου καί τήν σύσφιγξη τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως».
Εἶναι φυσικό σέ διάφορες
τέτοιες θρησκευτικές καί ἐκκλησιαστικές ἐνέργειες νά ἔχουν ἐνδιαφέρον καί οἱ πολιτικές δυνάμεις πού
κυριαρχοῦν στόν κόσμο, γιατί μέσα ἀπό αὐτές θέλουν νά περνοῦν τά σχέδιά τους, ἀλλά αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο πού μετέρχονται
τά πράγματα οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά ἐνδιαφέρονται κυρίως γιά τό
καλό τῆς Ἐκκλησίας.
Τά κείμενα αὐτά ὑπογράφονται ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τήν προοπτική τοῦ ad referendum, δηλαδή τήν ἔγκρισή τους ἀπό τίς Τοπικές
Ἐκκλησίες. Ὅμως, τοὐλάχιστον ἀπό ὅ,τι γνωρίζω ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κανένα
ἀπό τά κείμενα
αὐτά δέν ἦλθε πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναφέρεται ἡ ἄποψη τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε ὅτι «δημιουργεῖται ἀκόμη καί μία διπλωματική
συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πώς μπορεῖ νά θεμελιώνει μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις, δογματικές
θέσεις ἤ γενικότερες καταστάσεις πού κρατοῦν τίς Ἐκκλησίες μονιασμένες».
Στήν εἰσήγηση αὐτή ὁ καθηγητής δέν ἀρκεῖται σέ μιά τυπική ἀνάπτυξη τοῦ θέματός του, ἀλλά παρουσιάζει καί ὀνόματα καθηγητῶν καί γενικά θεολόγων πού ἐξέφρασαν ἀντιρρήσεις σέ
διάφορες φάσεις τοῦ «διαλόγου τῆς ἀγάπης» ἤ τοῦ «διαλόγου τῆς ἀληθείας». Ἁπλῶς ἐδῶ ἀναφέρω τά ὀνόματα ὅσων καταγράφονται οἱ ἀπόψεις, ἤτοι τοῦ π. Δημητρίου Στανιλοάε, τοῦ π. Ἐπιφανίου
Θεοδωροπούλου, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τοῦ π. Γεωργίου Καψάνη, τοῦ Ἐπισκόπου πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης Ἀθανασίου, τοῦ π. Γεωργίου
Μεταλληνοῦ.
Στίς παραπομπές τοῦ κειμένου του ἀναφέρονται καί ἄλλοι θεολόγοι τῶν ὁποίων τά κείμενα ἔλαβε ὑπ’ ὄψη του ὁ καθηγητής γιά τήν σύνταξη τῆς εἰσηγήσεώς του.
β) Ἄρση ἀναθεμάτων ἤ ἄρση ἀκοινωνησίας;
Τό 1965 ἀνακοινώθηκε ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων πού δόθηκαν τό
1054 μεταξύ τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα καί τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου. Ὁ καθηγητής
παρατηρεῖ ὅτι στό κείμενο τοῦ 1965 πού ἀνακοινώθηκε, στήν μέν ἑλληνική γλώσσα γίνεται λόγος
γιά ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, στό δέ λατινικό κείμενο γίνεται
λόγος γιά ἄρση ἀκοινωνησίας. Γράφει:
«Τό κείμενο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἔχει τόν ὅρο excommunication ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μεταφράζεται ὡς "ἀναθέματα". Τό κείμενο,
δηλαδή, μιλοῦσε γιά "ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας". Οἱ New York Times μετέδωσαν
τήν ἀπό
κοινοῦ ἀγγελία τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά
τήν ἄρση τοῦ excommunication (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτη σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανάληψη τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας πού εἶχε τότε διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικό κείμενο πού ἀναγγέλλει
τήν "ἄρση
τῶν
ἀναθεμάτων" ἦτο
τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται ὅτι εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Τό θέμα εἶναι σοβαρό, γιατί ἄλλο εἶναι τά ἀναθέματα τοῦ 1054 καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀκοινωνησία τοῦ 1009. Ὑφίσταται ἕνα πρόβλημα, ἐπειδή στό πρωτότυπο γαλλικό κείμενο πού διάβασε ὁ πάπας Παῦλος στήν
τελευταία δημόσια συνεδρίαση τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (7-12-1965) καί στό ἀγγλικό
κείμενο, πού ἔχω στήν διάθεσή μου, γίνεται λόγος γιά ἄρση ἀκοινωνησίας
καί ὄχι ἄρση ἀναθεμάτων.
Ὅπως εἶναι γνωστόν τά
ἀναθέματα ἔγιναν τό 1054, ὅταν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα (Οὐμβέρτος, Φρειδερίκος καί Πέτρος) ἀναθεμάτισαν τόν Πατριάρχη
Μιχαήλ Κηρουλάριο, τόν Ἀχρίδος Λέοντα καί τούς ὁμόφρονες του, καί στήν συνέχεια ὁ Πατριάχης Μιχαήλ
Κηρουλάριος ἀναθεμάτισε τούς συντάκτες τοῦ ἐγγράφου τοῦ ἀναθεματισμοῦ, αὐτούς πού τό ἐπέδωκαν καί ὅσους
συνήργησαν σέ αὐτό, δηλαδή καταδικάσθηκε μιά συγκεκριμένη
πράξη. Δηλαδή, τά ἀναθέματα δόθηκαν γιά συγκεκριμένα πρόσωπα
καί δέν εἶχαν γενική ἐφαρμογή. Ὅμως, τῶν ἀναθεμάτων προϋπῆρχε ἡ ἀκοινωνησία, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε τό 1009, ὅταν ὁ Πάπας Σέργιος Γ΄ χρησιμοποίησε τό filioque στήν ὁμολογία τῆς πίστεως, ὁριστικῶς δέ τό 1014 ὅταν ὁ Πάπας
Βενέδικτος ΙΗ΄ εἰσήγαγε τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων δέν σημαίνει καί ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί δέν μπορεῖ νά γίνεται σύγχυση.
Ἄν δέν ἐντοπισθῆ αὐτό τό πρόβλημα, δηλαδή ἡ διαφορά μεταξύ πατερικῆς καί σχολαστικῆς θεολογίας, μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς Χάριτος, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται λόγος
γιά πρόοδο πρός τήν ἕνωση, ὅσα κείμενα καί ἄν ὑπογραφοῦν.
Τελικά, πρέπει
νά δευκρινισθῆ γιά τό τί ἔγινε τό 1965, ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας ἤ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων. Ἄν ἔγινε ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, ὅπως γράφεται στό ἑλληνικό κείμενο, τότε ὑφίσταται ἡ ἀκοινωνησία, παρά τό ὅτι γράφεται στό λατινικό καί
γαλλικό κείμενο ὅτι ἤρθη. Ἄν ἔγινε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας,
ὅπως γράφεται στό λατινικό καί γαλλικό κείμενο, τότε
γιατί γίνεται ὁ
θεολογικός διάλογος προκειμένου νά ἀρθῆ ἡ ἀκοινωνησία; Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: γιατί νά ὑφίσταται αὐτή ἡ σημαντική διαφορά στό κείμενο τοῦ 1965, πού εἶναι γραμμένο σέ διαφορετικές
γλῶσσες, καί ποιό σκοπό
ἤ σκοπιμότητα ἐξυπηρετεῖ;
Το γεγονός εἶναι ὅτι οἱ Παπικοί ἰσχυρίζονται σέ διάφορες συζητήσεις πού ἔχω κάνει μαζί τους ὅτι ἔγινε ἡ ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας τό 1965, γι’ αὐτό καί προσέρχονται στούς Ὀρθοδόξους Ναούς γιά νά
κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, ἤρθη ἡ ἀκοινωνησία,
γι' αὐτό δέν μποροῦν νά καταλάβουν γιατί τούς ἀπαγορεύεται ἀπό μερικούς
«φανατικούς», ὅπως τούς χαρακτηρίζουν, νά κοινωνήσουν ἀπό τό ὀρθόδοξο ἅγιο ποτήριο ἕως ὅτου καταλήξει
θετικῶς ὁ διάλογος τῆς ἀληθείας.
γ) Τά θεολογικά κείμενα τῶν συναντήσεων
Ὁ θεολογικός διάλογος
παρήγαγε μερικά κείμενα γιά τά ὁποῖα ἔγιναν διάφορες συζητήσεις, καί τονίσθηκαν τά ἀρνητικά καί τά θετικά σημεῖα τους.
Στό Μόναχο τό 1982 ἐγκρίθηκε τό κείμενο «τῆς Μικτῆς Διαχριστιανικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» μέ θέμα: «Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Εὐχαριστίας ὑπό τό φῶς τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Στό Μπάρι
τό 1987 ἐγκρίθηκε τό κείμενο: «Πίστις, μυστήρια καί ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας». Στό Νέο Βάλαμο τῆς Φιλανδίας τό 1988 ἐγκρίθηκε τό κείμενο: «Τό μυστήριον τῆς Ἱερωσύνης ἐν τῇ μυστηριακῇ δομῇ τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίᾳ ἡ σπουδαιότης τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς διά τόν ἁγιασμόν καί
τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Στήν Ραβέννα τό 2007 ἐγκρίθηκε τό κείμενο μέ θέμα «Ἐκκλησιολογικαί καί κανονικαί
συνέπειαι τῆς μυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης καί αὐθεντία». Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος «στό κείμενο τῆς Ραβέννας ἀναφέρεται ὅτι οἱ Ἐκκλησίες βρέθηκαν ἕνα βῆμα πιό κοντά στήν ἕνωση». «Μιά τέτοια ἑνότητα ὅμως μέ πλήρη κοινωνία ἀπό τή μιά καί διαφορετικότητα
στό δόγμα ἀπό τήν ἄλλη, ἐμφορεῖται ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο πνεῦμα ἐκτός ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας».
Στό ἐνδιάμεσο διάστημα μεταξύ τοῦ Νέου Βάλαμου καί τῆς Ραβέννας οἱ ἀντίστοιχες ἐπιτροπές ἀσχολήθηκαν μέ
τό θέμα τῆς Οὐνίας.
Στό Freising τό 1990 δηλώθηκε, ὕστερα ἀπό διάφορες διασκέψεις, ὅτι «ἀπορρίπτομεν αὐτήν τήν οὐνία ὡς μέθοδον ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος, διότι εἶναι ἀντίθετος πρός τήν κοινήν
παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας», ἐνῶ στό Balamand τό 1993, κατά τούς θεολόγους, ἤρθη ἡ καταδίκη τῆς Οὐνίας πού ἔγινε στό Freising καί δόθηκε
«πληρότητα καί γνησιότητα εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης», ἀφοῦ ὁ ὅρος «ἀδελφές Ἐκκλησίες» δέν χρησιμοποιεῖται ὡς φιλοφρόνηση, «ἀλλά προσλαμβάνει ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο μέ συνέπεια νά εὐνοεῖται ὁ οὐνιτισμός».
Βέβαια, γιά τήν ἀλήθεια τοῦ θέματος πρέπει νά
διευκρινισθῆ ὅτι ἡ ἀπόφαση γιά τήν Οὐνία ἐξακολούθησε νά συζητῆται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τελικά στήν Η’
Γενική Συνέλευση πού ἔγινε στήν Βαλτιμόρη ἡ διορθόδοξη Ἀντιπροσωπεία δήλωσε, μεταξύ
τῶν ἄλλων: «Τά ἐν Balamand γενόμενα βήματα ὑποχωρητικότητας ἔναντι τῶν Οὐνιτῶν δέον νά θεωρηθοῦν τώρα ὡς μή γενόμενα, ἐφ’ ὅσον δέν ἐξετιμήθησαν δεόντως ὑπό τῆς Ρώμης. Συνεπῶς ἐπί τοῦ γνωστοῦ ἀκανθωδεστάτου θέματος τῆς Οὐνίας ἐπιστρέφομεν καί πάλιν εἰς μηδενικήν βάσιν». Ἀργότερα, γιά νά ἐξακολουθήση «ὁ διάλογος τῆς ἀλήθειας» παρακάμφθηκε ἡ συζήτηση γιά τήν Οὐνία καί θά συνεζητεῖτο κατά τήν πορεία τοῦ διαλόγου στά ἐκκλησιολογικά θέματα.
Τό σημαντικό, ὅμως, εἶναι ὅτι τά κείμενα αὐτά ὑπογράφονται ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τήν προοπτική τοῦ ad referendum, δηλαδή τήν ἔγκρισή τους ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες. Ὅμως, τοὐλάχιστον ἀπό ὅ,τι γνωρίζω ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κανένα
ἀπό τά κείμενα αὐτά δέν ἦλθε πρός ἔγκριση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Κατά καιρούς ἔγιναν διάφορες συζητήσεις, ἀλλά δέν ἐλήφθησαν ἀποφάσεις γιά τά συγκεκριμένα
αὐτά
κείμενα, ἀντίθετα μάλιστα μέ τήν ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 2009 δηλώθηκε
σαφέστατα:
«Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό κείμενο
πού πρόκειται νά συζητηθεῖ στήν Κύπρο τελοῦν ὑπό τόν ὅρον τῆς ἀναφορᾶς καί ἐγκρίσεώς τους ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἑπομένως καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, Συνοδικῶς διασκεπτομένης. Αὐτό πρακτικῶς σημαίνει ὅτι δέν θά ὑπάρξουν τετελεσμένα
γεγονότα, χωρίς Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας. Οἱ Ἱεράρχες εἶναι φύλακες τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ὅπως ὁμολόγησαν κατά τήν εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονία τους».
δ) Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στόν διάλογο
Ἡ βασική πρόταση τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος πρέπει
νά γίνη μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Γράφει:
«Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, μέ τήν πατριαρχική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται ἡ σύσταση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ πρός τούς Ρωμαιο-καθολικούς
καί νά υἱοθετοῦνται ἄλλες προϋποθέσεις
γιά τόν θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἔτσι φάνηκε ὅτι ἐγκαινιάστηκε μιά ἄλλη μή πατερική πορεία μέ
συνέπεια νά
πηγαίνουμε ἀλλοῦ, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Ἴσως τό κείμενο τῆς Ραβέννας ἔδωσε τήν ἐντύπωση αὐτή. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοηθεῖ ὁ Παλαμᾶς διότι ἡ θεολογική προσέγγιση δέν
μπορεῖ νά
γίνει χωρίς τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, τήν ὁποία ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς ὁμίλησε γιά τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἡσυχασμό πού εἶναι ἡ μόνη μέθοδος πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀντιμετώπισε τόν Βαρλαάμ καί τούς ἀντιησυχαστές πού ἔκαναν λόγο γιά
τήν κτιστή Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά τό κτιστό φῶς στό Θαβώρ, γιά τά γινόμενα καί ἀπογινόμενα. Καί ὁ Παπισμός ἐξακολουθεῖ νά πιστεύη ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστή, ὅτι τό φῶς εἶναι κτιστό, ὅτι οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ γίνονται μέ γινόμενα καί ἀπογινόμενα, καί ἀποδέχεται τόν
σχολαστικισμό καί τίς ἀπόψεις τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη.
Στήν πραγματικότητα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ἀφ’ ἑνός μέν τῆς πατερικῆς θεολογίας, ὅπως ἐκφράστηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο
τόν Παλαμᾶ, τόν ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό καί ἄλλους Πατέρας, καί ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς θεολογίας πού διδάσκεται ἀπό τούς σχολαστικούς
θεολόγους τῆς Δύσεως, δηλαδή ὑφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ τῆς σχολαστικῆς θεολογίας
καί τῆς πατερικῆς θεολογίας. Γιά τό θέμα αὐτό ἔχω ἑτοιμάσει μιά ὀγκώδη μελέτη ἡ ὁποία θά
δημοσιευθῆ προσεχῶς. Ἑπομένως, ἄν δέν ἐντοπισθῆ αὐτό τό πρόβλημα, δηλαδή ἡ διαφορά μεταξύ πατερικῆς καί σχολαστικῆς θεολογίας, μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς Χάριτος, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνεται λόγος γιά πρόοδο πρός τήν ἕνωση, ὅσα κείμενα καί
ἄν ὑπογραφοῦν.
Ὁ καθηγητής στήν εἰσήγησή του δίνει μερικά
παραδείγματα θεολόγων ἀπό τόν προτεσταντικό, «ρωμαιοκαθολικό», ἀγγλικανικό καί ὀρθόδοξο κόσμο πού ἑρμηνεύουν ποικιλοτρόπως τήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τίς ἄκτιστες ἐνέργειες καί γιά τόν ἡσυχασμό. Ὑπάρχουν μερικά θετικά σημεῖα, ἀλλά τά περισσότερα εἶναι ἀρνητικά. Μάλιστα, παρατηρεῖται σήμερα μιά προσπάθεια
«νά συνδυάσουν τόν Ἀκινάτη μέ τόν Παλαμᾶ, ὄχι μόνον μή Ὀρθόδοξοι, ἀλλά καί Ὀρθόδοξοι».
ε) Τό θεολογικό νόημα τῆς φράσεως «ἵνα ὦσιν ἕν»
Ὅπως εἴδαμε προηγουμένως ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος ἐπιμένει στό ὅτι ἡ καταλλαγή θά γίνη μόνον
στήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἀναφερόμενος στήν «ἔντονη ἀγαπολογία», στίς «ἔνθερμες ἐκδηλώσεις μέ ἐναγκαλισμούς, ἀσπασμούς, μέ ἁβρότητα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν» γράφει:
«Ὁ ὁμιλῶν δέν κατακρίνει τίς ἐκδηλώσεις αὐτές, διότι πιστεύει ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μᾶς προσφέρει τή δόξα Του. Ἡ συμμετοχή μας στή δόξα τοῦ Κυρίου πραγματοποιεῖται μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή.
Πιστεύω ὅτι οἱ μετέχοντες στούς διαλόγους, καί ἰδιαίτερα μέ
Ρωμαιοκαθολικούς, μετέχουν κυρίως γιά νά τονίσουν, ἐκτός τῶν ἄλλων, ὅτι ἡ δόξα εἶναι ἄκτιστη».
Ὅμως, ἐπειδή γνωρίζει τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν
σύγχρονη πραγματικότητα, ὡς εὐσυνείδητος ἐπιστήμονας καί ὄχι «φανατικός», παρατηρεῖ ὅτι τό κείμενο τῆς Ραβέννας, ἐνῶ ἀναφέρεται στούς λόγους τοῦ Κυρίου «ἵνα ἕν ὦσι, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας» (Ἰω. 17, 21), ἐν τούτοις «ἡ συμφωνία ἐπί τοῦ κειμένου αὐτοῦ παραμένει μετέωρη. Καί τοῦτο, διότι ἐπιχειρεῖται ἡ συμφωνία νά θεμελιωθεῖ στήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ "ἵνα πάντες ἕν ὦσιν" ἐνῶ τό βιβλικό κείμενο τῆς προσευχῆς προϋποθέτει τήν κοινωνία
καί μετοχή τῶν πιστῶν στήν ἄκτιστη δόξα Του. Καί ἐδῶ ὑπάρχει διαφορά ἑρμηνείας. Ὁ π. Ρωμανίδης ἀπορρίπτει τή μυστηριακή
"συγκοινωνία". Ἔτσι χαρακτηρίζει τήν μυστηριακή κοινωνία Ὀρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικῶν μέ συνέπεια νά ἀγνοεῖται ἡ ἄκτιστος δόξα».
Πρέπει νά γίνωνται οἱ
θεολογικοί διάλογοι μεταξύ «Ὀρθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν», καθώς ἐπίσης
εἶναι ἀνάγκη
νά γίνωνται οἱ συναντήσεις, τοὐλάχιστον
σέ ἐπίπεδο κορυφῆς,
γιατί δέν μποροῦμε νά ζοῦμε
σέ ἕναν κόσμο ἀπομονωτισμοῦ.
Ὁ π. Ἰωάννης
Ρωμανίδης, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ καθηγητής ἐπανειλημμένως, ἔχει ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ πού ἐλέχθη στήν ἀρχιερατική Του προσευχή, πρό τοῦ πάθους Του, σαφῶς ἐκπληρώθηκε τήν
ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασαν στήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, τό «ἵνα ὦσιν ἕν» δέν συνιστᾶ μιά ἠθική καί κοινωνική ἕνωση, ἀλλά ἕνωση τῶν θεουμένων πού ἀνέρχονται στήν θεοπτία ἤ θεωρία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτός Του.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι αὐτήν τήν ἑρμηνεία ἔκανε καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.
Βαρθολομαῖος στήν σημαντική ὁμιλία του πού ἐκφώνησε ἐνώπιον τοῦ Καρδιναλίου τῶν Παρισίων Jean Marie
Lustiger στήν Παναγία τῶν Παρισίων τό 1995, προσδιορίζοντας τό πῶς θεωρεῖ «τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν».
Γι’ αὐτό, ἐπί τέλους, θά πρέπει νά
σταματήση νά γίνεται κατάχρηση τοῦ χωρίου αὐτοῦ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῆται δηλαδή γιά μιά ἕνωση πού θά γίνη στό μέλλον
καί μάλιστα σέ ἐξωτερικό ἐπίπεδο, καί ὄχι μέ τήν ἀληθινή του ἔννοια ὡς ἕνωση στήν θεοπτική ἐμπειρία, ὅπως τονίζει καί ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι πρέπει
νά γίνωνται οἱ θεολογικοί διάλογοι μεταξύ «Ὀρθοδόξων
καί Ρωμαιοκαθολικῶν», καθώς ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νά γίνωνται οἱ συναντήσεις, τοὐλάχιστον σέ ἐπίπεδο κορυφῆς, γιατί δέν μποροῦμε νά ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο ἀπομονωτισμοῦ. Ὅμως, οἱ διάλογοι καί οἱ συναντήσεις πρέπει νά γίνωνται σέ καθαρά θεολογικά
καί ἐκκλησιαστικά
πλαίσια, νά μήν ὑπονομεύωνται οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί τό κυριότερο εἶναι ὅτι οἱ ἀντιπρόσωποι
πού συνέρχονται σέ αὐτές τίς συναντήσεις πρέπει νά ἔχουν σαφῆ
κατεύθυνση ἀπό τίς Τοπικές Ἐκκλησίες καί τά ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν διαλόγων, δηλαδή τά κείμενα πού ὑπογράφονται
ἀπό τούς ἀντιπροσώπους
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πρέπει
ὁπωσδήποτε
νά ἔρχωνται
στίς Ἱεραρχίες
τῶν Ἐκκλησιῶν γιά τήν
τελική ἔγκρισή τους. Πρίν ἐγκριθοῦν τά κείμενα αὐτά ἀπό τίς Ἱεραρχίες τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν δέν μποροῦν νά χαρακτηρίζωνται ὡς ἔγκυρα καί δεδομένα κείμενα, γιατί διαφορετικά θά
βρίσκωνται ἔξω ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων.
ΣΧΟΛΙΟ:
Πολὺ σημαντικὰ τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου. Τὸ συμπέρασμά του, ὅμως,
εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ "ιντελιγκέντσια" μετὰ τῆς ὁποίας "κοινωνεῖ" ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος. Καὶ
ναὶ μὲν λέγει ὅτι «οἱ διάλογοι καί οἱ συναντήσεις πρέπει νά γίνωνται σέ καθαρά
θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά πλαίσια», πρὶν
ὅμως συμπεραίνει «ὅτι πρέπει νά γίνωνται οἱ
θεολογικοί διάλογοι μεταξύ “Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν”, καθώς ἐπίσης εἶναι
ἀνάγκη νά γίνωνται οἱ συναντήσεις, τοὐλάχιστον σέ ἐπίπεδο κορυφῆς, γιατί δέν μποροῦμε νά ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο ἀπομονωτισμοῦ».
Αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ λεχθοῦν πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες, ὅταν (καὶ
τότε κακῶς) παρασυρθήκαμε στοὺς Διαλόγους ἀθετοῦντες τὶς διδασκαλίες καὶ τὴν
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, μετὰ ὅλη αὐτὴ τὴν κοροϊδία τῶν παπικῶν, εἶναι
δυνατὸν νὰ συμπεραίνει ὁ Ναυπάκτου, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖοι αὐτοὶ οἱ Διάλογοι, καὶ
μάλιστα νὰ φέρνει ὡς δικαιολογία κοσμικὰ ἐπιχειρήματα περὶ “ἀπομονωτισμοῦ”, παρόμοια μὲ αὐτὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν; Δὲν ἀντελήφθη (πέρα ἀπὸ τὴν σίγουρη ἀποτυχία
τῶν Διαλόγων, λόγῳ τῆς διεξαγωγῆς τους μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο) τὴν τεράστια
ζημιὰ ποὺ ἔχει προκαλέσει στὸ Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Καὶ γιὰ νὰ ἀφήσουμε
τὶς διαπιστώσεις τῶν ἡγετῶν τῆς «Συνάξεως Κληρικῶν» (στὴν ὁποία ἔδωσε κι αὐτὸς
τὸ παρόν): λησμόνησε τὶς δηλώσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὁ
ὁποῖος διετέλεσε καὶ πρόεδρος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου; Εἶπε ὁ κ. Στυλιανός (ἐδῶ):
«Επειδή όμως, μετά την 20ετή επίπονη Προεδρία μου εις τον
"Επίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών,
παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μη έχω πλέον ουδεμίαν σχέση με ένα τέτοιο
"ανούσιο παίγνιο", θα
πρέπει σήμερα συμπληρωματικώς, προς όσα εδημοσιεύθησαν μέχρι και προσφάτως, να
δηλώσω επιγραμματικά μόνον τούτο:
...Επιφυλάσσομαι, μετά την θρυλούμενη Επανέναρξη του “Επισήμου
Θεολογικού Διαλόγου”, να επανέλθω εκτενέστερα επί των ραγδαίως εξελισσομένων "υπογείων" δραστηριοτήτων, οι
οποίες εν υψίστη υποκρισία τραγικώς
[διέψευσαν] τις φερέλπιδες προσπάθειες της Β' Βατικανής Συνόδου εις την Εκκλησιολογία
και Οικουμενισμό.
...
Με εξοργίζει η τακτική του Αγίου Περγάμου
όταν τολμά ...να ισχυρίζεται ότι "η Ουνία δεν ανήκει στα θέματα του
Διαλόγου". Η Ουνία όμως είναι
ένας εμπαιγμός, μία καθαρή απάτη, ένα μασκάρεμα ανθρώπων. Και έρχεται ο Μητροπολίτης Περγάμου και σού
λέει αυτά να τα κανονίσουν ως πρακτικά προβλήματα οι τοπικές Εκκλησίες. Πού τα
βρήκε αυτά ο Άγιος Περγάμου; Και που τα λέει, σε αγραμμάτους ή σε
ανεγκεφάλους;».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἔκαναν Διαλόγους δεκαετιῶν μὲ διαπιστωμένα
ἀμετανόητους αἱρετικούς, ὅταν μάλιστα (ἢ ἀκριβῶς ἐπειδή) οἱ Διάλογοι προκαλοῦσαν
ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιλίο «Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς
Θεολογικοὺς Διαλόγους», ποὺ καταδεικνύουν τὸ διδασκαλία καὶ τὴν στάση
τῶν Πατέρων ὡς πρὸς τοὺς Διαλόγους:
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στηριζόμενος στὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου «αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ», λέγει πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους
ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν αὐτὴ ἐντολή, ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς
ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ
πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον»
(Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν. P.G. 99, 1332Α.). Καί· «... πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον
ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον
τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ
καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον.
καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ
κατατολμῶμεν» (Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου
πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α).
Γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν
ἀποδέχεται κάποιος τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς Διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν ἀποκλείει τὴν πιθανότητα, ὅτι εἶναι δυνατὸ
κατὰ τὴν πορεία τοῦ διαλόγου νὰ ἀποδειχτεῖ, πὼς τὸ λάθος βρίσκεται στὴ δική του
Ἐκκλησία. Ἔτσι, καλλιεργεῖ ἢ ὑποθάλπει στοὺς ἑτερόδοξους τὴν κρυφὴ
ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ τὸ δίκιο. Ταυτόχρονα, ἐνσπείρει στοὺς ὁμοδόξους
μία σύγχυση καὶ προξενεῖ ἕνα φοβερὸ
σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως –ἀποδομητικὸ τῆς πίστεώς τους–, ἀφοῦ ἀφήνει
νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία, ὅτι ἐνδεχομένως νὰ μὴ βρίσκεται ἡ ὅλη Ἀλήθεια στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ ὅσα αἰῶνες τώρα αὐτὴ διδάσκει.
Σὲ ἕνα Διάλογο ποὺ γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ
προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς ὁ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν
ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν διαδικασία τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ
πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς πίστεως, ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν
κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ
ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι
ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙ καὶ ἡ συζήτηση γίνεται
διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες, καὶ ἐπὶ πλέον
ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία.
Νὰ πῶς ἀντιμετωπίστηκε μιὰ παρόμοια κατάσταση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία,
ὅπως μᾶς τὴ διηγεῖται ὁ Μ. Ἀθανάσιος: σ’ ἕνα Διάλογο μεταξὺ αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων καὶ Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι διελέγοντο μὲ βάση τὴν Γραφή, οἱ αἱρετίζοντες
παρουσίασαν ἕνα Ἔγγραφο ποὺ περιεῖχε τὴν Ὁμολογία τῆς ἀληθοφανοῦς Πίστεώς τους καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους, ζητώντας, ὅσα τὸ Ἔγγραφο
περιελάμβανε, νὰ ἀποτελέσουν τὴν βάση Πίστεως γιὰ
ὅλους· μάλιστα, ἀπαιτοῦσαν νὰ μὴ ζητηθεῖ τίποτε
παραπάνω ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς ὁποίους ὑποστήριζαν, οὔτε νὰ ἐξετάζουν οἱ Πατέρες, ὅσες καμουφλαρισμένες αἱρετικὲς
δοξασίες εἶχαν διατυπωθεῖ στὸ Ἔγγραφο. (Δὲν μοιάζουν πολὺ αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις;).
Ὅταν
διαβάστηκε τὸ Ἔγγραφο, οἱ
Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) καὶ τοὺς ἐζήτησαν
νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε οἱ
Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ
μέγεθος τῆς δολιότητος καὶ πανουργίας τους καὶ εἶπαν:
Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε, ἀλλὰ ἤρθαμε
γιὰ νὰ συνετίσουμε τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἀντιλέγουν στὴν παραδοθεῖσα ἀληθινὴ πίστη: «ἡμεῖς οὐ δεόμενοι πίστεως συνήλθομεν (ἔχομεν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ὑγιαίνουσαν τὴν πίστιν),
ἀλλ' ἵνα τοὺς ἀντιλέγοντας τῇ ἀληθείᾳ καὶ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦντας ἐντρέψωμεν». Ἂν τώρα ἐσεῖς, γράψατε αὐτὰ τὰ δυσσεβῆ,
ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις
ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δὲν μπορεῖτε νὰ λογίζεσθε
ὡς ἱερεῖς, ἀλλ’ ἔχετε ἀνάγκη νὰ κατηχηθῆτε ἀπ’ τὴν ἀρχή: «εἰ μὲν οὖν ὑμεῖς ὡς νῦν ἀρχόμενοι πιστεύειν ἐγράψατε ταῦτα, οὔπω ἐστὲ κληρικοὶ ἀρχὴν ἔχοντες τοῦ κατηχεῖσθαι». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ἂν ἀποδεχθῆτε τὴν παραδεδομένη πίστη ποὺ ἐμεῖς ἐδῶ πιστὰ ἐκφράζουμε,
μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξύ μας ὁμοφροσύνη. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοί, ὡς ἀμαθεῖς καὶ
δόλιοι, ἐπέμεναν στὶς θέσεις, οἱ Πατέρες τοὺς κατεδίκασαν «ὡς μὴ ὄντας ἀληθῶς Χριστιανούς» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς
Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων).
Καὶ ἕτερο περιστατικὸ χαρακτηριστικὸ
τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καὶ πρακτικῆς στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ
τοὺς αἱρετικούς:
«Ὁ
αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος ἐκάλεσε εὐλαβεῖς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς διέταξε κατὰ τοῦ
Ἁγίου «Ἀθανασίου μὲν ὑπογράφειν, τοῖς δὲ αἱρετικοῖς κοινωνεῖν», διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἔστελνε ἐξορία. «Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ ἐπίσκοποι... ἐκτινάξαντες τοίνυν οἱ ἅγιοι τὸν κονιορτὸν καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ἀναβλέψαντες οὔτε ἀπειλὴν βασιλέως ἐφοβήθησαν οὔτε ξίφους γυμνουμένου προδεδώκασιν...».
Στὴ συνέχεια ὁ αὐτοκράτωρ προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Ἐπισκόπου Ρώμης
Λιβέριον «μισοῦντα μὲν τὴν ἀρειανὴν αἵρεσιν, σπουδάζοντα δὲ πάντας πείθειν ἀποστρέφεσθαι καὶ ἀναχωρεῖν ἀπ' αὐτῆς». Ὁ ἀξιωματοῦχος ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτορας στὴν Ρώμη «πρῶτον παρεκάλει τὸν Λιβέριον κατὰ Ἀθανασίου μὲν ὑπογράψαι, τοῖς δὲ Ἀρειανοῖς κοινωνῆσαι». Καὶ ὁ
ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε μὲν νὰ ὑπογράψει, ἐπρότεινε δὲ νὰ γίνει «ἐκκλησιαστικὴ σύνοδος μακρὰν τοῦ παλατίου», ὥστε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ λάβουν μόνοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (γιατὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
συναποφασίζουν τὰ τῆς πίστεως, παρὰ μόνο νὰ ἀποδέχονται
–ἂν θέλουν– τὴν ἐτυμηγορία τῶν ὀρθοδοξούντων Πατέρων) ἡ ἀπόφαση λοιπὸν αὐτή, νὰ
εἶναι ἐλεύθερη, χωρὶς τὴν ἐπέμβαση τῆς αὐτοκρατορικῆς φιλοαρειανῆς ἐξουσίας.
Μόνο τότε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ληφθεῖ εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτή.
Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις «κρίσεως γενομένης …οἱ μὲν ὑπεύθυνοι (τῆς αἱρέσεως) ἐκβάλλωνται, οἱ δὲ καθαροὶ παρρησίαν ἔχωσιν. οὐ γὰρ οἷόν τε συνόδῳ συναριθμηθῆναι τοὺς περὶ πίστιν ἀσεβοῦντας οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. χρὴ γὰρ πρῶτον πᾶσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι. καὶ γὰρ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ πρότερον ἐθεράπευε τοὺς πάσχοντας, πρὶν ἂν δείξωσι καὶ εἴπωσιν ὁποίαν πίστιν εἶχον εἰς αὐτόν. ταῦτα παρὰ τῶν πατέρων ἐμάθομεν, ταῦτα ἀπάγγειλον τῷ βασιλεῖ, ταῦτα γὰρ καὶ αὐτῷ συμφέρει καὶ τὴν ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. μὴ ἀκουέσθω δὲ Οὐρσάκιος καὶ Οὐάλης, καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς προτέροις μετενόησαν καὶ νῦν λέγοντες οὐκ εἰσὶ πιστοί“» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς ἁπανταχοῦ μοναχοὺς περὶ τῶν γεγενημένων παρὰ τῶν Ἀρειανῶν ἐπὶ Κωνσταντίου).
Στὶς συζητήσεις τῶν
Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας ἔχει
τὸν πρῶτο λόγο. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος,
νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει
καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν
λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ
ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου
Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄). «Κἂν λέγῃ σοι ὁ
αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ
τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ
ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ
χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν
θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ
ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον
πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται»
(Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως
Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι). Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία
διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν
τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους καὶ νὰ κρύβουν τὸν δόλιο
σκοπό τους –, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ
στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν
ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Ἔτσι, σταθερὴ ἀπαίτηση
τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν
αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς
δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν
χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, παρὰ μόνο κάποια παραδείγματα∙
ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης Ἄνθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος,
καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο
γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακαῶς ἐπιποθεῖ τὴν ἕνωσιν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ὁ τῆς Ρώμης
ἐπίσκοπος (νά) ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν…εὐαγγελικῶν νεωτερισμῶν, τῶν καὶ προκαλεσάντων τὴν λυπηρὰν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, καὶ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ ἔδαφος τῶν ἁγίων ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., Ἡ αἵρεσις τοῦ
Filioque, σελ. 630).
Καὶ ἡ Σύνοδος κάνει τὴν ἑξῆς σημαντική, λογικότατη καὶ ἀφοπλιστικὴ πρόταση:
Δὲν ὑποχωρεῖ νὰ δεχθεῖ συζήτηση εἰς τὰ τῆς Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ δέχεται νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη ἔχει παραβεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στὸν μεταξύ μας Διάλογο ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε
προσθέσει κάποια καινοτομία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «ἐπὶ τῷ ἱερῷ σκοπῷ τῆς ἑνώσεως ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος… Ἐκκλησία ἐστὶν ἑτοίμη ἀποδέξασθαι ὁλοψύχως, εἰ τυχὸν παρέφθειρεν ἢ μὴ κατέχοι, πᾶν ὅ,τι πρὸ τοῦ ἐνάτου αἰῶνος ὡμολόγουν ὁμοφώνως ἥ τε Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία…» (Εἰς Ψαλτάκη
Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15). Καὶ
συνεχίζει: Ἂν ὅμως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
«κρατεῖ τὰ ἀρχαιοπαράδοτα δόγματα», ἀντίθετα δὲ ἡ «Δυτικὴ διέστρεψεν αὐτὰ διὰ ποικίλων νεωτερισμῶν, τότε καὶ τοῖς νηπίοις δῆλον, ὅτι ἡ φυσικωτέρα ὁδὸς πρὸς τὴν ἕνωσίν ἐστιν ἡ ἐπάνοδος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἀρχαῖον δογματικὸν καὶ διοικητικὸν καθεστώς» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.