Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Ἀλλοιώθηκαν καὶ τὰ κριτήρια τοῦ Ναυπάκτου γιὰ τοὺς Διαλόγους; ΣΧΟΛΙΟ για την Ορθόδοξη στάση.






  
Πολὺ σημαντικὰ τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου. Δυστυχῶς, ὅμως, τὸ συμπέρασμα τοῦ μητροπολίτη Ναυπάκτου εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ  "ιντελιγκέντσια".
(Τὸ σχόλιο στὸ τέλος).
"Πατερική Παράδοση"




• ΟΙ ΠΑΠΙΚΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΤΟ 1965 ΕΓΙΝΕΝ ΑΡΣΙΣ ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ, ΕΝΩ ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕΝ ΑΡΣΙΣ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ.
• ΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΑΒΕΝΝΑΝ ΜΕΤΑΞΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΠΙΚΩΝ.
• ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ ΕΙΣ ΜΗΔΕΝΙΚΗΝ ΒΑΣΙΝ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΟΥΝΙΑΣ.
• ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΗ ΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ. ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΓΙΝΑΝ ΑΛΛΑ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΕΛΗΦΘΗΣΑΝ.
• Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΦΡΑΣΕΩΣ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ".
• Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ.
• ΤΙ ΛΕΓΕΙ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥΣ Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΝ, Θ. ΖΗΣΗΝ, ΤΟΥΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΝ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΝ, ΙΩΑΝΝΗΝ ΡΩΜΑΝΙΔΗΝ Κ.Α.
• ΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΝΑ ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ


ΚΡΙΣΙΜΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟΝ
ΔΙΑΛΟΓΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ-ΠΑΠΙΚΩΝ

Τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεου

μότιμος καθηγητής τς Θεολογικς Σχολς Θεσσαλονίκης ντώνιος Παπαδόπουλος, γνωστός μου πό τά φοιτητικά μου χρόνια, μέ τόν ποο διατηρομε συχνή πικοινωνία καί νταλλάσσουμε θεολογικές πόψεις, μο στειλε τήν εσήγησή του τήν ποία κανε πρόσφατα στήν συνάντηση «ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν» στήν Μονή Βλατάδων Θεσσσαλονίκης, ποία χει τίτλο: « Διάλογος ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν δεύει πρός καταλλαγή;». Στήν εσήγηση ατή διερευν καί ξετάζει, πως φαίνεται πό τό ρωτηματικό πού θέτει, ν διάλογος ατός δηγται πρός τήν καταλλαγή, τήν συμφιλίωση τν δύο πλευρν.
Τό κείμενο τς εσηγήσεως εναι νδιαφέρον, γιατί φ’ νός μέν κάνει μιά συνοπτική στορική ναδρομή το θέματος ατο, φ’ τέρου δέ περιέχει σημαντικά σημεα, τά ποα κανείς πρέπει νά νατρέξη σέ πολλές πηγές γιά νά τά βρ. Γιά μένα ταν γνωστά τά στοιχεα ατά πό τίς μελέτες μου, λλά χάρηκα πού τονίζονται καί πό τόν καθηγητή. εσήγηση, πως μέ πληροφόρησε διος, θά μεταφρασθ στά ταλικά καί θά δημοσιευθ ργότερα μαζί μέ τίς λλες εσηγήσεις πού γιναν στήν συνάντηση ατή.
Στήν συνέχεια, θά παρουσιάσω τό διάγραμμα τς εσηγήσεως ατς καί θά τονίσω μερικά νδιαφέροντα σημεα της.

1. Τό περιληπτικό διάγραμμα τς εσηγήσεως
καθηγητής ντώνιος Παπαδόπουλος στήν ρχή τς εσηγήσεώς του ριοθετε τό θέμα του, ρίζοντας τόν ρο «καταλλαγή». Γράφει:
«Καταλλαγή δέ σημαίνει κατάσχετη γαπολογία οτε ναγκαλισμοί μέ περβάλλουσα βρότητα, καί πρό πάντων πυρετώδη διπλωματία. Καταλλαγή, ρος κτιστος, σημαίνει μέθεξη τς δόξης καί τς λαμπρότητος το Κυρίου τς δόξης, τόν ποο σταύρωσαν (Α΄ Κορ. 2,8). Δόξα, λαμπρότητα, δύναμη, νέργεια-νέργειες οσιώδεις, εναι ρήματα πού μς μεταφέρουν στήν κτιστη πραγματικότητα, τήν ραση το νυποστάτου φωτός. δεύει, λοιπόν, διάλογος ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν πρός μέθεξη τς δόξης το Κυρίου, ς σταυρώθη καί νεστήθη, καί κάθεται στά δεξιά το Πατρός φθαρτος καί θάνατος καί κατά τήν νθρώπινη φύση του;».
Θά δομε στήν συνέχεια τι ατή θέση εναι σημαντική καί ποτελε τήν θεολογική ρχή τς νότητας τς κκλησίας καί τν μελν της, πού οσιαστικά δηλώνει τήν νότητα τν ποστόλων καί τν θεουμένων στό μυστήριο τς Πεντηκοστς. Δέν πρόκειται γιά μιά νότητα κοινωνική, θική, λλά κατ’ ξοχήν θεολογική. 
Στό κείμενο το 1965 πού νακοινώθηκε, στήν μέν λληνική γλώσσα γίνεται λόγος γιά ρση τν ναθεμάτων, στό δέ λατινικό κείμενο γίνεται λόγος γιά ρση κοινωνησίας.... Τό θέμα εναι σοβαρό, γιατί λλο εναι τά ναθέματα το 1054 καί λλο εναι κοινωνησία το 1009.
Στήν συνέχεια ναφέρεται στό πς ρχισε διάλογος μέ τίς δύο γκυκλίους
(1902-1904) το Οκουμενικο Πατριάρχου ωακείμ το Γ΄, στίς ποες ντιμετωπίζονται ποικίλα θέματα καί κυρίως προσέγγιση μέ τούς τεροδόξους, ο ποοι χαρακτηρίζονται «ναδενδράδες» το Χριστιανισμο τς Δύσεως, καί πίσης γίνεται λόγος γιά τήν διεργασία τν ρθοδόξων «πρός τήν ντιμετώπιση ποικίλων καί σοβαρν προβλημάτων» καί ατό γινε μέ τά συνέδρια πού λαβαν διάφορες νομασίες μέχρι τίς μέρες μας.
κολούθως, γίνεται λόγος γιά τήν ναγνώριση τν Μυστηρίων τς ρθόδοξης κκλησίας πό τήν Σύνοδο το Βατικανο (1962-1965), τήν συνάντηση το Πάπα Παύλου ΣΤ’ μέ τόν Πατριάρχη θηναγόρα στά εροσόλυμα (1964), τήν ρση τν ναθεμάτων (1965), καί τίς «γκάρδιες συναντήσεις Πάπα-Πατριάρχου ντιστοίχως στήν Κωνσταντινούπολη-Ρώμη».
πειτα, ναφέρεται στούς δύο τρόπους πού πελέγησαν γιά τήν «νωση μεταξύ τν δύο κκλησιν», τοι «τόν «διάλογο τς γάπης» «καί τόν διάλογο τς ληθείας», «θεολογικό διάλογο».
«διάλογος τς γάπης» πού προηγήθηκε ξεκίνησε πό τήν σκέψη τι «τό σχίσμα καί διακοπή τς κκλησιαστικς κοινωνίας» ποδίδεται «σέ πολιτικούς λόγους καί στήν λλειψη γάπης κατέρωθεν», ν ο δογματικές διαφορές θεωρήθηκαν «μελητέες» καί τι γιά νά ποκατασταθ νότητα ταν παραίτητο νά γίνη « ρση το σχίσματος» καί «νά γαπηθομε». «διάλογος τς ληθείας» πού κολούθησε γίνεται σέ δογματικά καί κκλησιαστικά θέματα καί πρός τόν σκοπό ατόν γιναν διάφορες συναντήσεις (Μόναχο τό 1982, Μπάρι τό 1987, Νέο Βάλαμο τό 1988, Ραβέννα τό 2007) καί γκρίθηκαν διάφορα κείμενα πού φέρουν τό νομα το τόπου πού γίνονταν ο συναντήσεις. νδιάμεσα συζητήθηκε τό θέμα τς Ονίας (Freising 1990 καί Balamand 1993).
Στήν συνέχεια καθηγητής θέτει τήν βασική ποψή του τι διάλογος ατός πρέπει νά γίνη μέ βάση τήν διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ. «Τό πρόβλημα, λοιπόν, πρός ρση το σχίσματος εναι νά γνωρίσουν ρθόδοξοι καί κυρίως Ρωμαιοκαθολικοί τόν γιο Γρηγόριο τόν Παλαμ, καί δι’ ατο νά συζητομε». Μάλιστα σημειώνει τι « θεολογία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ εναι χι μόνο θαυμαστή, λλά καί πίκαιρη καί καμία λλη τακτική δέν μπορε νά τήν ντικαταστήσει γιατί εναι καθολική καί πατερική». Μέ τήν εκαιρία ατή ναφέρει τίς πόψεις διαφόρων τεροδόξων γιά τήν διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ, ο ποοι ν πολλος τήν παρερμηνεύουν.
Καί καταλήγει τι στόν θεολογικό διάλογο «διάλογο λήθειας» πρέπει νά τεθ τό θέμα τς κτίστου Χάριτος το Θεο, πότε διάλογος μέ τούς «Ρωμαιοκαθολικούς» πρέπει νά δηγήση «στήν πολυπόθητη καταλλαγή, τς μεθέξεως κτίστου δόξας το Κυρίου καί τς γίας Τριάδος», τήν ποία προϋποθέτει ρχιερατική προσευχή το Χριστο «να σιν ν, καθώς καί μες ν σμέν». Κλείνοντας δέ τήν εσήγησή του κφράζει «τήν βεβαία λπίδα» «τι δεύουμε βραδέως μέν, λλά θετικς δέ πρός καταλλαγή».
Γενικά, καθηγητής ντώνιος Παπαδόπουλος μέ τήν εσήγησή του θέτει βασικά θέματα, τονίζει τά προβλήματα πού πάρχουν, λλά πογραμμίζει καί τά θετικά σημεα το διαλόγου, κφράζοντας τίς πόψεις του μέ νηφαλιότητα, χωρίς φανατισμό, καί μέ καλή διάθεση, πάντοτε μως μέσα σέ θεολογική προοπτική.

2. Παρατηρήσεις σέ σημαντικά σημεα τς εσηγήσεως
Τό περιληπτικό διάγραμμα τς εσηγήσεως πού προηγήθηκε δείχνει τήν πορεία τς σκέψεως το καθηγητο, κατά τήν νάπτυξη το θέματός του, λλά στήν συνέχεια εναι σημαντικό νά ντοπισθον καί μερικά βασικά σημεα πού θίγονται στήν εσήγηση ατή καί νά γίνουν μερικές παρατηρήσεις, γιατί εναι μιά εσήγηση πού πρέπει διαιτέρως νά προσεχθ πό πλευρς ρθοδόξου.

α) Πολιτικές σκοπιμότητες καί ντιδράσεις
Σέ κάποιο σημεο τς εσηγήσεώς του καθηγητής κάνοντας λόγο γιά τόν οκουμενικό διάλογο γράφει γιά τίς πολιτικές δυνάμεις πού νδιαφέρονται γι’ ατόν. «Παρατηρήθηκε κόμη τι στήν δια λογική κινεται καί σπουδή τν δυτικν πολιτικν δυνάμεων γιά τήν νίσχυση το οκουμενικο διαλόγου καί τήν σύσφιγξη τν σχέσεων μεταξύ τν κκλησιν νατολς καί Δύσεως».
Εναι φυσικό σέ διάφορες τέτοιες θρησκευτικές καί κκλησιαστικές νέργειες νά χουν νδιαφέρον καί ο πολιτικές δυνάμεις πού κυριαρχον στόν κόσμο, γιατί μέσα πό ατές θέλουν νά περνον τά σχέδιά τους, λλά ατό ξαρτται πό τόν τρόπο πού μετέρχονται τά πράγματα ο κκλησιαστικοί γέτες, ο ποοι πρέπει νά νδιαφέρονται κυρίως γιά τό καλό τς κκλησίας.
Τά κείμενα ατά πογράφονται πό τούς ντιπροσώπους τν Τοπικν ρθοδόξων κκλησιν μέ τήν προοπτική το ad referendum, δηλαδή τήν γκρισή τους πό τίς Τοπικές κκλησίες. μως, τολάχιστον πό ,τι γνωρίζω πό τήν κκλησία τς λλάδος, κανένα πό τά κείμενα ατά δέν λθε πρός γκριση στήν εραρχία τς κκλησίας.
ναφέρεται ποψη το π. Δημητρίου Στανιλοάε τι «δημιουργεται κόμη καί μία διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, πού νομίζει πώς μπορε νά θεμελιώνει μέ μοιβαες ποχωρήσεις, δογματικές θέσεις γενικότερες καταστάσεις πού κρατον τίς κκλησίες μονιασμένες».
Στήν εσήγηση ατή καθηγητής δέν ρκεται σέ μιά τυπική νάπτυξη το θέματός του, λλά παρουσιάζει καί νόματα καθηγητν καί γενικά θεολόγων πού ξέφρασαν ντιρρήσεις σέ διάφορες φάσεις το «διαλόγου τς γάπης» το «διαλόγου τς ληθείας». πλς δ ναφέρω τά νόματα σων καταγράφονται ο πόψεις, τοι το π. Δημητρίου Στανιλοάε, το π. πιφανίου Θεοδωροπούλου, το π. Θεοδώρου Ζήση, το π. ωάννου Ρωμανίδη, το π. Γεωργίου Καψάνη, το πισκόπου πρώην Ζαχουμίου καί ρζεγοβίνης θανασίου, το π. Γεωργίου Μεταλληνο. Στίς παραπομπές το κειμένου του ναφέρονται καί λλοι θεολόγοι τν ποίων τά κείμενα λαβε π’ ψη του καθηγητής γιά τήν σύνταξη τς εσηγήσεώς του.

β) ρση ναθεμάτων ρση κοινωνησίας;
Τό 1965 νακοινώθηκε τι γινε ρση τν ναθεμάτων πού δόθηκαν τό 1054 μεταξύ τν ντιπροσώπων το Πάπα καί το Μιχαήλ Κηρουλαρίου. καθηγητής παρατηρε τι στό κείμενο το 1965 πού νακοινώθηκε, στήν μέν λληνική γλώσσα γίνεται λόγος γιά ρση τν ναθεμάτων, στό δέ λατινικό κείμενο γίνεται λόγος γιά ρση κοινωνησίας. Γράφει:
«Τό κείμενο τς ρσεως τν ναθεμάτων χει τόν ρο excommunication ποος στήν πίσημη μετάφραση το Οκουμενικο Πατριάρχου μεταφράζεται ς "ναθέματα". Τό κείμενο, δηλαδή, μιλοσε γιά "ρση τς κοινωνησίας". Ο New York Times μετέδωσαν τήν πό κοινο γγελία το Βατικανο καί το Φαναρίου τς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ρση το excommunication (τς κοινωνησίας το Λατινικο κειμένου) ες τήν πρώτη σελίδα, ς τό τέλος το σχίσματος το 1054 καί ς τήν πανάληψη τς μυστηριακς κοινωνίας πού εχε τότε διακοπε. Φαίνεται πλέον σαφς τι τό λληνικό κείμενο πού ναγγέλλει τήν "ρση τν ναθεμάτων" το τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται τι εχε σκοπόν νά μβλύνη νδεχομένας ρνητικάς ντιδράσεις τς ρθοδόξου κκλησίας».
Τό θέμα εναι σοβαρό, γιατί λλο εναι τά ναθέματα το 1054 καί λλο εναι κοινωνησία το 1009. φίσταται να πρόβλημα, πειδή στό πρωτότυπο γαλλικό κείμενο πού διάβασε πάπας Παλος στήν τελευταία δημόσια συνεδρίαση τς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (7-12-1965) καί στό γγλικό κείμενο, πού χω στήν διάθεσή μου, γίνεται λόγος γιά ρση κοινωνησίας καί χι ρση ναθεμάτων.
πως εναι γνωστόν τά ναθέματα γιναν τό 1054, ταν ο κπρόσωποι το Πάπα (Ομβέρτος, Φρειδερίκος καί Πέτρος) ναθεμάτισαν τόν Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο, τόν χρίδος Λέοντα καί τούς μόφρονες του, καί στήν συνέχεια Πατριάχης Μιχαήλ Κηρουλάριος ναθεμάτισε τούς συντάκτες το γγράφου το ναθεματισμο, ατούς πού τό πέδωκαν καί σους συνήργησαν σέ ατό, δηλαδή καταδικάσθηκε μιά συγκεκριμένη πράξη. Δηλαδή, τά ναθέματα δόθηκαν γιά συγκεκριμένα πρόσωπα καί δέν εχαν γενική φαρμογή. μως, τν ναθεμάτων προϋπρχε κοινωνησία, ποία πιβλήθηκε τό 1009, ταν Πάπας Σέργιος Γ΄ χρησιμοποίησε τό filioque στήν μολογία τς πίστεως, ριστικς δέ τό 1014 ταν Πάπας Βενέδικτος ΙΗ΄ εσήγαγε τό filioque στό Σύμβολο τς Πίστεως. Ατό σημαίνει τι ρση τν ναθεμάτων δέν σημαίνει καί ρση τς κοινωνησίας καί δέν μπορε νά γίνεται σύγχυση.
ν δέν ντοπισθ ατό τό πρόβλημα, δηλαδή διαφορά μεταξύ πατερικς καί σχολαστικς θεολογίας, μεταξύ κτίστου καί κτιστς Χάριτος, δέν εναι δυνατόν νά γίνεται λόγος γιά πρόοδο πρός τήν νωση, σα κείμενα καί ν πογραφον.
Τελικά, πρέπει νά δευκρινισθ γιά τό τί γινε τό 1965, ρση τς κοινωνησίας ρση τν ναθεμάτων. ν γινε ρση τν ναθεμάτων, πως γράφεται στό λληνικό κείμενο, τότε φίσταται κοινωνησία, παρά τό τι γράφεται στό λατινικό καί γαλλικό κείμενο τι ρθη. ν γινε ρση τς κοινωνησίας, πως γράφεται στό λατινικό καί γαλλικό κείμενο, τότε γιατί γίνεται θεολογικός διάλογος προκειμένου νά ρθ κοινωνησία; Τό ρώτημα πού τίθεται εναι: γιατί νά φίσταται ατή σημαντική διαφορά στό κείμενο το 1965, πού εναι γραμμένο σέ διαφορετικές γλσσες, καί ποιό σκοπό σκοπιμότητα ξυπηρετε;
Το γεγονός εναι τι ο Παπικοί σχυρίζονται σέ διάφορες συζητήσεις πού χω κάνει μαζί τους τι γινε ρση τς κοινωνησίας τό 1965, γι’ ατό καί προσέρχονται στούς ρθοδόξους Ναούς γιά νά κοινωνήσουν το Σώματος καί το Αματος το Χριστο. τσι, κατ’ ατούς, ρθη κοινωνησία, γι' ατό δέν μπορον νά καταλάβουν γιατί τούς παγορεύεται πό μερικούς «φανατικούς», πως τούς χαρακτηρίζουν, νά κοινωνήσουν πό τό ρθόδοξο γιο ποτήριο ως του καταλήξει θετικς διάλογος τς ληθείας.

γ) Τά θεολογικά κείμενα τν συναντήσεων
θεολογικός διάλογος παρήγαγε μερικά κείμενα γιά τά ποα γιναν διάφορες συζητήσεις, καί τονίσθηκαν τά ρνητικά καί τά θετικά σημεα τους.
Στό Μόναχο τό 1982 γκρίθηκε τό κείμενο «τς Μικτς Διαχριστιανικς πιτροπς το Διαλόγου ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν» μέ θέμα: «Τό μυστήριον τς κκλησίας καί τς Εχαριστίας πό τό φς το μυστηρίου τς γίας Τριάδος». Στό Μπάρι τό 1987 γκρίθηκε τό κείμενο: «Πίστις, μυστήρια καί νότης τς κκλησίας». Στό Νέο Βάλαμο τς Φιλανδίας τό 1988 γκρίθηκε τό κείμενο: «Τό μυστήριον τς ερωσύνης ν τ μυστηριακ δομ τς κκλησίας καί δί σπουδαιότης τς ποστολικς διαδοχς διά τόν γιασμόν καί τήν νότητα το λαο το Θεο». Στήν Ραβέννα τό 2007 γκρίθηκε τό κείμενο μέ θέμα «κκλησιολογικαί καί κανονικαί συνέπειαι τς μυστηριακς φύσεως τς κκλησίας. κκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης καί αθεντία». πως γράφει καθηγητής ντώνιος Παπαδόπουλος «στό κείμενο τς Ραβέννας ναφέρεται τι ο κκλησίες βρέθηκαν να βμα πιό κοντά στήν νωση». «Μιά τέτοια νότητα μως μέ πλήρη κοινωνία πό τή μιά καί διαφορετικότητα στό δόγμα πό τήν λλη, μφορεται πό ποιοδήποτε λλο πνεμα κτός πό τό πνεμα τς ληθείας».
Στό νδιάμεσο διάστημα μεταξύ το Νέου Βάλαμου καί τς Ραβέννας ο ντίστοιχες πιτροπές σχολήθηκαν μέ τό θέμα τς Ονίας. Στό Freising τό 1990 δηλώθηκε, στερα πό διάφορες διασκέψεις, τι «πορρίπτομεν ατήν τήν ονία ς μέθοδον ναζητήσεως τς νότητος, διότι εναι ντίθετος πρός τήν κοινήν παράδοσιν τς κκλησίας», ν στό Balamand τό 1993, κατά τούς θεολόγους, ρθη καταδίκη τς Ονίας πού γινε στό Freising καί δόθηκε «πληρότητα καί γνησιότητα ες τήν κκλησίαν τς Ρώμης», φο ρος «δελφές κκλησίες» δέν χρησιμοποιεται ς φιλοφρόνηση, «λλά προσλαμβάνει κκλησιολογικό περιεχόμενο μέ συνέπεια νά ενοεται ονιτισμός».
Βέβαια, γιά τήν λήθεια το θέματος πρέπει νά διευκρινισθ τι πόφαση γιά τήν Ονία ξακολούθησε νά συζητται μεταξύ τν ρθοδόξων καί τελικά στήν Η’ Γενική Συνέλευση πού γινε στήν Βαλτιμόρη διορθόδοξη ντιπροσωπεία δήλωσε, μεταξύ τν λλων: «Τά ν Balamand γενόμενα βήματα ποχωρητικότητας ναντι τν Ονιτν δέον νά θεωρηθον τώρα ς μή γενόμενα, φ’ σον δέν ξετιμήθησαν δεόντως πό τς Ρώμης. Συνεπς πί το γνωστο κανθωδεστάτου θέματος τς Ονίας πιστρέφομεν καί πάλιν ες μηδενικήν βάσιν». ργότερα, γιά νά ξακολουθήση « διάλογος τς λήθειας» παρακάμφθηκε συζήτηση γιά τήν Ονία καί θά συνεζητετο κατά τήν πορεία το διαλόγου στά κκλησιολογικά θέματα.
Τό σημαντικό, μως, εναι τι τά κείμενα ατά πογράφονται πό τούς ντιπροσώπους τν Τοπικν ρθοδόξων κκλησιν μέ τήν προοπτική το ad referendum, δηλαδή τήν γκρισή τους πό τίς Τοπικές κκλησίες. μως, τολάχιστον πό ,τι γνωρίζω πό τήν κκλησία τς λλάδος, κανένα πό τά κείμενα ατά δέν λθε πρός γκριση στήν εραρχία τς κκλησίας.  Κατά καιρούς γιναν διάφορες συζητήσεις, λλά δέν λήφθησαν ποφάσεις γιά τά συγκεκριμένα ατά κείμενα, ντίθετα μάλιστα μέ τήν πόφαση τς εραρχίας το κτωβρίου το τους 2009 δηλώθηκε σαφέστατα:
«Τό κείμενο τς Ραβέννας καί τό κείμενο πού πρόκειται νά συζητηθε στήν Κύπρο τελον πό τόν ρον τς ναφορς καί γκρίσεώς τους πό τίς κατά τόπους Ατοκέφαλες κκλησίες, πομένως καί πό τήν κκλησία τς λλάδος, Συνοδικς διασκεπτομένης. Ατό πρακτικς σημαίνει τι δέν θά πάρξουν τετελεσμένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική πόφαση τς εραρχίας. Ο εράρχες εναι φύλακες τς ρθοδόξου Παραδόσεως, πως μολόγησαν κατά τήν ες πίσκοπον χειροτονία τους».

δ) διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ στόν διάλογο
βασική πρόταση το καθηγητο εναι τι θεολογικός διάλογος πρέπει νά γίνη μέ βάση τήν διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ. Γράφει:
«χει λεχθε τι πό τίς ρχές το 20ο αώνα, μέ τήν πατριαρχική γκύκλιο το 1920, ρχισε νά παραμερίζεται σύσταση το γίου Γρηγορίου το Παλαμ πρός τούς Ρωμαιο-καθολικούς καί νά υοθετονται λλες προϋποθέσεις γιά τόν θεολογικό Διάλογο μέ τούς τεροδόξους. τσι φάνηκε τι γκαινιάστηκε μιά λλη μή πατερική πορεία μέ συνέπεια νά πηγαίνουμε λλο, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. σως τό κείμενο τς Ραβέννας δωσε τήν ντύπωση ατή. Δέν εναι δυνατόν νά γνοηθε Παλαμς διότι θεολογική προσέγγιση δέν μπορε νά γίνει χωρίς τήν διδασκαλία τν Πατέρων, τήν ποία κφράζει γιος Γρηγόριος Παλαμς».
γιος Γρηγόριος Παλαμς μίλησε γιά τήν κτιστη Χάρη το Θεο καί γιά τόν συχασμό πού εναι μόνη μέθοδος πού δηγε τόν νθρωπο στήν μέθεξη τς κτίστου δόξης το Θεο. πως εναι γνωστόν γιος Γρηγόριος ντιμετώπισε τόν Βαρλαάμ καί τούς ντιησυχαστές πού καναν λόγο γιά τήν κτιστή Χάρη το Θεο, γιά τό κτιστό φς στό Θαβώρ, γιά τά γινόμενα καί πογινόμενα. Καί Παπισμός ξακολουθε νά πιστεύη τι Χάρη το Θεο εναι κτιστή, τι τό φς εναι κτιστό, τι ο μφανίσεις το Θεο γίνονται μέ γινόμενα καί πογινόμενα, καί ποδέχεται τόν σχολαστικισμό καί τίς πόψεις το Θωμ το κινάτη.
Στήν πραγματικότητα πάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ φ’ νός μέν τς πατερικς θεολογίας, πως κφράστηκε πό τόν γιο Γρηγόριο τόν Παλαμ, τόν γιο Μρκο τόν Εγενικό καί λλους Πατέρας, καί μολογεται στό Σύμβολο τς Πίστεως, φ’ τέρου δέ τς θεολογίας πού διδάσκεται πό τούς σχολαστικούς θεολόγους τς Δύσεως, δηλαδή φίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ τς σχολαστικς θεολογίας καί τς πατερικς θεολογίας. Γιά τό θέμα ατό χω τοιμάσει μιά γκώδη μελέτη ποία θά δημοσιευθ προσεχς. πομένως, ν δέν ντοπισθ ατό τό πρόβλημα, δηλαδή διαφορά μεταξύ πατερικς καί σχολαστικς θεολογίας, μεταξύ κτίστου καί κτιστς Χάριτος, δέν εναι δυνατόν νά γίνεται λόγος γιά πρόοδο πρός τήν νωση, σα κείμενα καί ν πογραφον.
καθηγητής στήν εσήγησή του δίνει μερικά παραδείγματα θεολόγων πό τόν προτεσταντικό, «ρωμαιοκαθολικό», γγλικανικό καί ρθόδοξο κόσμο πού ρμηνεύουν ποικιλοτρόπως τήν διδασκαλία το γίου Γρηγορίου το Παλαμ γιά τίς κτιστες νέργειες καί γιά τόν συχασμό. πάρχουν μερικά θετικά σημεα, λλά τά περισσότερα εναι ρνητικά. Μάλιστα, παρατηρεται σήμερα μιά προσπάθεια «νά συνδυάσουν τόν κινάτη μέ τόν Παλαμ, χι μόνον μή ρθόδοξοι, λλά καί ρθόδοξοι».

ε) Τό θεολογικό νόημα τς φράσεως «να σιν ν»
πως εδαμε προηγουμένως καθηγητής ντώνιος Παπαδόπουλος πιμένει στό τι καταλλαγή θά γίνη μόνον στήν μέθεξη τς κτίστου δόξης το Θεο. ναφερόμενος στήν «ντονη γαπολογία», στίς «νθερμες κδηλώσεις μέ ναγκαλισμούς, σπασμούς, μέ βρότητα μεταξύ ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν» γράφει:
« μιλν δέν κατακρίνει τίς κδηλώσεις ατές, διότι πιστεύει Κύριος τς στορίας εναι Θεός, ποος μς προσφέρει τή δόξα Του. συμμετοχή μας στή δόξα το Κυρίου πραγματοποιεται μέ τήν σκηση καί τήν προσευχή. Πιστεύω τι ο μετέχοντες στούς διαλόγους, καί διαίτερα μέ Ρωμαιοκαθολικούς, μετέχουν κυρίως γιά νά τονίσουν, κτός τν λλων, τι δόξα εναι κτιστη».
μως, πειδή γνωρίζει τήν ρθόδοξη θεολογία καί τήν σύγχρονη πραγματικότητα, ς εσυνείδητος πιστήμονας καί χι «φανατικός», παρατηρε τι τό κείμενο τς Ραβέννας, ν ναφέρεται στούς λόγους το Κυρίου «να ν σι, καθώς σύ, πάτερ, ν μοί κγώ ν σοί, να καί ατοί ν μν ν σιν, να κόσμος πιστεύσ τι σύ μέ πέστειλας» (ω. 17, 21), ν τούτοις « συμφωνία πί το κειμένου ατο παραμένει μετέωρη. Καί τοτο, διότι πιχειρεται συμφωνία νά θεμελιωθε στήν προσευχή το Χριστο "να πάντες ν σιν" ν τό βιβλικό κείμενο τς προσευχς προϋποθέτει τήν κοινωνία καί μετοχή τν πιστν στήν κτιστη δόξα Του. Καί δ πάρχει διαφορά ρμηνείας. π. Ρωμανίδης πορρίπτει τή μυστηριακή "συγκοινωνία". τσι χαρακτηρίζει τήν μυστηριακή κοινωνία ρθοδόξων-Ρωμαιοκαθολικν μέ συνέπεια νά γνοεται κτιστος δόξα».
Πρέπει νά γίνωνται ο θεολογικοί διάλογοι μεταξύ «ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν», καθώς πίσης εναι νάγκη νά γίνωνται ο συναντήσεις, τολάχιστον σέ πίπεδο κορυφς, γιατί δέν μπορομε νά ζομε σέ ναν κόσμο πομονωτισμο.
π. ωάννης Ρωμανίδης, στόν ποο ναφέρεται καθηγητής πανειλημμένως, χει πογραμμίσει τι λόγος ατός το Χριστο πού λέχθη στήν ρχιερατική Του προσευχή, πρό το πάθους Του, σαφς κπληρώθηκε τήν μέρα τς Πεντηκοστς, φο ο πόστολοι λαβαν τό γιον Πνεμα καί διά το γίου Πνεύματος φθασαν στήν μέθεξη τς κτίστου δόξης το Θεο καί γιναν μέλη το Σώματος το Χριστο. πομένως, τό «να σιν ν» δέν συνιστ μιά θική καί κοινωνική νωση, λλά νωση τν θεουμένων πού νέρχονται στήν θεοπτία θεωρία το Θεο, μέ τήν μέθεξη τς κτίστου Χάριτός Του.
Τό σημαντικό εναι τι ατήν τήν ρμηνεία κανε καί Οκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαος στήν σημαντική μιλία του πού κφώνησε νώπιον το Καρδιναλίου τν Παρισίων Jean Marie Lustiger στήν Παναγία τν Παρισίων τό 1995, προσδιορίζοντας τό πς θεωρε «τήν νωση τν κκλησιν».
Γι’ ατό, πί τέλους, θά πρέπει νά σταματήση νά γίνεται κατάχρηση το χωρίου ατο τς ρχιερατικς προσευχς το Χριστο, νά χρησιμοποιται δηλαδή γιά μιά νωση πού θά γίνη στό μέλλον καί μάλιστα σέ ξωτερικό πίπεδο, καί χι μέ τήν ληθινή του ννοια ς νωση στήν θεοπτική μπειρία, πως τονίζει καί καθηγητής ντώνιος Παπαδόπουλος. 
Τό συμπέρασμα εναι τι πρέπει νά γίνωνται ο θεολογικοί διάλογοι μεταξύ «ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν», καθώς πίσης εναι νάγκη νά γίνωνται ο συναντήσεις, τολάχιστον σέ πίπεδο κορυφς, γιατί δέν μπορομε νά ζομε σέ ναν κόσμο πομονωτισμο. μως, ο διάλογοι καί ο συναντήσεις πρέπει νά γίνωνται σέ καθαρά θεολογικά καί κκλησιαστικά πλαίσια, νά μήν πονομεύωνται ο ποφάσεις τς κκλησίας, καί τό κυριότερο εναι τι ο ντιπρόσωποι πού συνέρχονται σέ ατές τίς συναντήσεις πρέπει νά χουν σαφ κατεύθυνση πό τίς Τοπικές κκλησίες καί τά ποτελέσματα ατν τν διαλόγων, δηλαδή τά κείμενα πού πογράφονται πό τούς ντιπροσώπους τν ρθοδόξων κκλησιν, πρέπει πωσδήποτε νά ρχωνται στίς εραρχίες τν κκλησιν γιά τήν τελική γκρισή τους. Πρίν γκριθον τά κείμενα ατά πό τίς εραρχίες τν κατά τόπους κκλησιν δέν μπορον νά χαρακτηρίζωνται ς γκυρα καί δεδομένα κείμενα, γιατί διαφορετικά θά βρίσκωνται ξω πό τήν διδασκαλία τν Προφητν, τν ποστόλων καί τν γίων.

ΣΧΟΛΙΟ:


Πολὺ σημαντικὰ τὰ στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου. Τὸ συμπέρασμά του, ὅμως, εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ "ιντελιγκέντσια" μετὰ τῆς ὁποίας "κοινωνεῖ" ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος. Καὶ ναὶ μὲν λέγει ὅτι «οἱ διάλογοι καί οἱ συναντήσεις πρέπει νά γίνωνται σέ καθαρά θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά πλαίσια», πρὶν ὅμως συμπεραίνει «ὅτι πρέπει νά γίνωνται οἱ θεολογικοί διάλογοι μεταξύ “Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν”, καθώς ἐπίσης εἶναι ἀνάγκη νά γίνωνται οἱ συναντήσεις, τοὐλάχιστον σέ ἐπίπεδο κορυφῆς, γιατί δέν μποροῦμε νά ζοῦμε σέ ἕναν κόσμο ἀπομονωτισμοῦ».
Αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ λεχθοῦν πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες, ὅταν (καὶ τότε κακῶς) παρασυρθήκαμε στοὺς Διαλόγους ἀθετοῦντες τὶς διδασκαλίες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, μετὰ ὅλη αὐτὴ τὴν κοροϊδία τῶν παπικῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ συμπεραίνει ὁ Ναυπάκτου, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖοι αὐτοὶ οἱ Διάλογοι, καὶ μάλιστα νὰ φέρνει ὡς δικαιολογία κοσμικὰ ἐπιχειρήματα περὶ ἀπομονωτισμοῦ”, παρόμοια μὲ αὐτὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν;  Δὲν ἀντελήφθη (πέρα ἀπὸ τὴν σίγουρη ἀποτυχία τῶν Διαλόγων, λόγῳ τῆς διεξαγωγῆς τους μὲ ἀντιπατερικὸ τρόπο) τὴν τεράστια ζημιὰ ποὺ ἔχει προκαλέσει στὸ Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Καὶ γιὰ νὰ ἀφήσουμε τὶς διαπιστώσεις τῶν ἡγετῶν τῆς «Συνάξεως Κληρικῶν» (στὴν ὁποία ἔδωσε κι αὐτὸς τὸ παρόν): λησμόνησε τὶς δηλώσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε καὶ πρόεδρος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου; Εἶπε ὁ κ. Στυλιανός (ἐδῶ):
 «Επειδή όμως, μετά την 20ετή επίπονη Προεδρία μου εις τον "Επίσημο Θεολογικό Διάλογο" Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, παραιτήθηκα οικειοθελώς, δια να μη έχω πλέον ουδεμίαν σχέση με ένα τέτοιο "ανούσιο παίγνιο", θα πρέπει σήμερα συμπληρωματικώς, προς όσα εδημοσιεύθησαν μέχρι και προσφάτως, να δηλώσω επιγραμματικά μόνον τούτο:
...Επιφυλάσσομαι, μετά την θρυλούμενη Επανέναρξη του “Επισήμου Θεολογικού Διαλόγου”, να επανέλθω εκτενέστερα επί των ραγδαίως εξελισσομένων "υπογείων" δραστηριοτήτων, οι οποίες εν υψίστη υποκρισία τραγικώς [διέψευσαν] τις φερέλπιδες προσπάθειες της Β' Βατικανής Συνόδου εις την Εκκλησιολογία και Οικουμενισμό.
... Με εξοργίζει η τακτική του Αγίου Περγάμου όταν τολμά ...να ισχυρίζεται ότι "η Ουνία δεν ανήκει στα θέματα του Διαλόγου". Η Ουνία όμως είναι ένας εμπαιγμός, μία καθαρή απάτη, ένα μασκάρεμα ανθρώπων. Και έρχεται ο Μητροπολίτης Περγάμου και σού λέει αυτά να τα κανονίσουν ως πρακτικά προβλήματα οι τοπικές Εκκλησίες. Πού τα βρήκε αυτά ο Άγιος Περγάμου; Και που τα λέει, σε αγραμμάτους ή σε ανεγκεφάλους;».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δὲν ἔκαναν Διαλόγους δεκαετιῶν μὲ διαπιστωμένα ἀμετανόητους αἱρετικούς, ὅταν μάλιστα (ἢ ἀκριβῶς ἐπειδή) οἱ Διάλογοι προκαλοῦσαν ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν πιστῶν!
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιλίο «Ἡ Πατερικὴ Στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους», ποὺ καταδεικνύουν τὸ διδασκαλία καὶ τὴν στάση τῶν Πατέρων ὡς πρὸς τοὺς Διαλόγους:
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, στηριζόμενος στὸ χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «αἱρετικόν ἄνθρωπον …παραιτοῦ», λέγει πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν αὐτὴ ἐντολή, ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον» (Θ. Στουδίτου, πιστολαί, Μιχαλ κα Θεοφλ βασιλεσιν. P.G. 99, 1332Α.). Καί· «... πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν» (Θ. Στουδίτου, πιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α).
Γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅταν ἀποδέχεται κάποιος τὴ διεξαγωγὴ ἑνὸς Διαλόγου «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», δὲν ἀποκλείει τὴν πιθανότητα, ὅτι εἶναι δυνατὸ κατὰ τὴν πορεία τοῦ διαλόγου νὰ ἀποδειχτεῖ, πὼς τὸ λάθος βρίσκεται στὴ δική του Ἐκκλησία. Ἔτσι, καλλιεργεῖ ἢ ὑποθάλπει στοὺς ἑτερόδοξους τὴν κρυφὴ ἐλπίδα, ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν αὐτοὶ τὸ δίκιο. Ταυτόχρονα, ἐνσπείρει στοὺς ὁμοδόξους μία σύγχυση καὶ προξενεῖ ἕνα φοβερὸ  σκανδαλισμὸ τῆς συνειδήσεως –ἀποδομητικὸ τῆς πίστεώς τους–, ἀφοῦ ἀφήνει νὰ ὑφέρπει ἡ ὑποψία, ὅτι ἐνδεχομένως νὰ μὴ βρίσκεται ἡ ὅλη Ἀλήθεια στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ σὲ ὅσα αἰῶνες τώρα αὐτὴ διδάσκει.
Σὲ ἕνα Διάλογο ποὺ γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς ὁ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν διαδικασία τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς πίστεως, ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙ καὶ ἡ συζήτηση γίνεται διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες, καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία.
Ν πς ντιμετωπίστηκε μι παρόμοια κατάσταση π τν κκλησία, πως μς τ διηγεται Μ. θανάσιος: σ’ να Διάλογο μεταξ αρετιζόντων πισκόπων κα ρθοδόξων, ν λοι ο ρθόδοξοι πίσκοποι διελέγοντο μ βάση τὴν Γραφή, ο αρετίζοντες παρουσίασαν να γγραφο πο περιεχε τν μολογία τς ληθοφανος Πίστεώς τους κα προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν τὶς ἀπόψεις τους, ζητώντας, σα τ γγραφο περιελάμβανε, ν ποτελέσουν τν βάση Πίστεως γιὰ ὅλους· μάλιστα, παιτοσαν ν μ ζητηθε τίποτε παραπάνω π τος αρετικούς, τος ποίους ποστήριζαν, οτε ν ξετάζουν ο Πατέρες, σες καμουφλαρισμένες αρετικς δοξασίες εχαν διατυπωθε στ γγραφο. (Δὲν μοιάζουν πολὺ αὐτὰ μὲ τὶς σύγχρονες καταστάσεις;).
ταν διαβάστηκε τ γγραφο, οἱ Πατέρες ἀμέσως διέκριναν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα (τὰ ὁποῖα μὲ ἀπάτη προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν) κα τος ζήτησαν νὰ ναθεματίσουν τν αρεση το ρείου. Φυσικὰ αὐτοὶ τὸ ἀρνήθηκαν. Καὶ τότε ο Ὀρθόδοξοι πίσκοποι ἐθαύμασαν γι τ μέγεθος τς δολιότητος κα πανουργίας τους κα επαν:
μες δν ρθαμε δ γι ν νακαλύψουμε τν λήθεια τς πίστεως, αὐτὴν τὴν ἔχουμε,λλ ρθαμε γι ν συνετίσουμε τος αρετικος πο ντιλέγουν στν παραδοθεσα ληθιν πίστη: «μες ο δεμενοι πστεως συνλθομεν (χομεν γρ ν αυτος γιανουσαν τν πστιν),λλ' να τος ντιλγοντας τ ληθείᾳ κα καινοτομεν πιχειροντας ντρψωμεν». ν τώρα σες, γράψατε ατ τ δυσσεβῆ, ποὺ φανερώνουν ὅτι δὲν ἔχετε ὀρθὴ πίστη, καὶ μοιάζετε σὰν κάποιους ποὺ μόλις ἄρχισαν νὰ πιστεύουν, δν μπορετε ν λογίζεσθε ς ερες, λλ’ χετε νάγκη ν κατηχηθτε π’ τν ρχή: «ε μν ον μες ς νν ρχμενοι πιστεειν γρψατε τατα, οπω στ κληρικο ρχν χοντες το κατηχεσθαι». Καὶ κατέληξαν: Μόνο ν ποδεχθτε τν παραδεδομένη πίστη πο μες δ πιστ κφράζουμε, μπορε ν πάρξει μεταξύ μας μοφροσύνη. πειδ δ ατοί, ς μαθες κα δόλιοι, πέμεναν στς θέσεις, ο Πατέρες τος κατεδίκασαν «ς μ ντας ληθς Χριστιανος» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ περὶ τῶν γενομένων ἐν τῇ Ἀριμίνῳ τῆς Ἰταλίας καὶ ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας συνόδων).
Καὶ ἕτερο περιστατικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως καὶ πρακτικῆς στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τοὺς αἱρετικούς:
 «Ὁ αὐτοκράτωρ Κωνστάντιος ἐκάλεσε εὐλαβεῖς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς διέταξε κατ τοῦ Ἁγίου «θανασου μν πογρφειν, τος δ αρετικος κοινωνεν», διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἔστελνε ἐξορία. «Τατα κοσαντες ο πσκοποι... κτινξαντες τονυν ο γιοι τν κονιορτν κα πρς τν Θεν ναβλψαντες οτε πειλν βασιλως φοβθησαν οτε ξφους γυμνουμνου προδεδκασιν...».
Στὴ συνέχεια ὁ αὐτοκράτωρ προσπάθησε νὰ προσεταιρισθεῖ τὸν Ἐπισκπου Ρώμης Λιβέριον «μισοντα μν τν ρειανν αρεσιν, σπουδζοντα δ πντας πεθειν ποστρφεσθαι κα ναχωρεν π' ατς». Ὁ ἀξιωματοῦχος ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτορας στν Ρώμη «πρτον παρεκλει τν Λιβριον κατ θανασου μν πογρψαι, τος δ ρειανος κοινωνσαι». Καὶ ὁ πσκοπος ἀρνήθηκε μὲν νὰ ὑπογράψει, ἐπρότεινε δὲ νὰ γίνει «κκλησιαστικ σνοδος μακρν το παλατου», ὥστε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ λάβουν μόνοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι (γιατὶ οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συναποφασίζουν τὰ τῆς πίστεως, παρὰ μόνο νὰ ἀποδέχονται –ἂν θέλουν– τὴν ἐτυμηγορία τῶν ὀρθοδοξούντων Πατέρων) ἡ ἀπόφαση λοιπὸν αὐτή, νὰ εἶναι ἐλεύθερη, χωρὶς τὴν ἐπέμβαση τῆς αὐτοκρατορικῆς φιλοαρειανῆς ἐξουσίας. Μόνο τότε ἡ ἀπόφαση ποὺ θὰ ληφθεῖ εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτή.
Μ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις «κρσεως γενομνης …ο μν πεθυνοι (τῆς αἱρέσεως) κβλλωνται, ο δ καθαρο παρρησαν χωσιν. ο γρ οἷόν τε συνδ συναριθμηθναι τος περ πστιν σεβοντας οδ πρπει προκρνεσθαι πργματος ξτασιν τς περ πστεως ξετσεως. χρ γρ πρτον πσαν περ τς πστεως διαφωναν κκπτεσθαι κα ττε τν περ τν πραγμτων ρευναν ποιεσθαι. κα γρ Κριος μν ησος Χριστς ο πρτερον θερπευε τος πσχοντας, πρν ν δεξωσι κα επωσιν ποαν πστιν εχον ες ατν. τατα παρ τν πατρων μθομεν, τατα πγγειλον τ βασιλε, τατα γρ κα ατ συμφρει κα τν κκλησαν οκοδομε. μ κουσθω δ Ορσκιος κα Οὐάλης, κα γρ κα ν τος προτροις μετενησαν κα νν λγοντες οκ εσ πιστο“» (Μ. Ἀθανασίου,  Πρς πανταχο μοναχος περ τν γεγενημνων παρ τν ρειανν π Κωνσταντου).
Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ὀρθόδοξος ποιμένας  ἔχει  τὸν πρῶτο λόγο. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι» (Χρυσοστόμου ω., Κατ νομοίων, λόγος α΄). «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι). Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ  τὴν ἀμετανοησία τους καὶ νὰ κρύβουν τὸν δόλιο σκοπό τους –, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».
Ἔτσι, σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, παρὰ μόνο κάποια παραδείγματα∙ ἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τν Σύνοδο το 1895 ν Κων/πόλει συνεκάλεσε Οκουμενικς Πατριάρχης νθιμος. Σ’ ατ ποφάσισαν γι τν πάντηση πο θ διναν στν πιστολ πο λαβαν π τν Πάπα. Μ τν παντητικ πρς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ πιστολή της Σύνοδος, καταδικάζει μν τν Παπισμό, δείχνει μως κα τν μόνο ληθ δρόμο γι τν νωση: ρθόδοξη κκλησία «διακας πιποθε τν νωσιν» π τν προϋπόθεσιν « τς Ρώμης πίσκοπος (νά) ποτινάξ παξ δι παντς τν ρμαθν τν…εαγγελικν νεωτερισμν, τν κα προκαλεσάντων τν λυπηρν διαίρεσιν τν κκλησιν νατολς κα Δύσεως, κα πανέλθ ες τ δαφος τν γίων πτ Οκουμενικν Συνόδων» (Μπιλάλη Σπ., αρεσις το Filioque, σελ. 630).
Κα Σύνοδος κάνει τν ξς σημαντική, λογικότατη κα φοπλιστικ πρόταση: Δν ποχωρε ν δεχθε συζήτηση ες τ τς Πίστεως –ατ εναι δεδομένα κα σάλευτα– λλ δέχεται ν ξετάσουν π κοινο μόνο ποιό π τ δύο μέρη χει παραβε τος ερος Κανόνες κα τ Δόγματα∙ κα ἐὰν στν μεταξύ μας Διάλογο ποδειχτε, τι μες χουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εμαστε τοιμοι ν τν ποβάλλουμε: «π τ ερ σκοπ τς νώσεως νατολικ ρθόδοξος… κκλησία στν τοίμη ποδέξασθαι λοψύχως, ε τυχν παρέφθειρεν μ κατέχοι, πν ,τι πρ το νάτου αἰῶνος μολόγουν μοφώνως τε νατολικ κα Δυτικ κκλησία…» ς Ψαλτάκη Γ., Οκουμενισμός, σελ. 15). Κα συνεχίζει: ν μως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ρθόδοξη κκλησία «κρατε τ ρχαιοπαράδοτα δόγματα», ντίθετα δ «Δυτικ διέστρεψεν ατ δι ποικίλων νεωτερισμν, τότε κα τος νηπίοις δλον, τι φυσικωτέρα δς πρς τν νωσίν στιν πάνοδος τς Δυτικς κκλησίας ες τ ρχαον δογματικν κα διοικητικν καθεστώς» (Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.